Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Παῦλος, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, κλητὸς ἀπόστολος, ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ. 1 Εγώ ο Παύλος είμαι δούλος του Ιησού Χριστού, αφωσιωμένος ψυχή και σώματι εις αυτόν, κεκλημένος από τον ίδιον στο αποστολικόν αξίωμα, ξεχωρισμένος δια να κηρύττω το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, την οποίαν ο Θεός προσφέρει στους ανθρώπους. 1 Παῦλος, δοῦλος καὶ διάκονος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπόστολος καλεσμένος εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦτο ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ξεχωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον καὶ διαδίδω τὴν χαρμόσυνον ἀγγελίαν τῆς σωτηρίας, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς παρέχει εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
2 ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ ἐν γραφαῖς ἁγίαις 2 Αυτό το κήρυγμα, όπως φαίνεται από τας προφητείας, που περιέχονται εις τας Αγίας Γραφάς, το είχεν υποσχεθή ο Θεός και προαναγγείλει με τους προφήτας του· 2 Τὸ κήρυγμα δὲ αὐτὸ τῆς σωτηρίας τὸ ὑπεσχέθη πρὸ πολλοῦ ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῶν προφητῶν του μὲ προφητείας, ποὺ ὑπάρχουν γραμμέναι εἰς Γραφὰς ὄχι κοινὰς καὶ ἀνθρωπίνας, ἀλλὰ ἁγίας καὶ θεοπνεύστους.
3 περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυῒδ κατὰ σάρκα, 3 αφορά δε τον μονογενή Υιόν του, ο οποίος εγεννήθη, κατά το ανθρώπινον, από απόγονον του Δαυΐδ, 3 Ἔδωκε δὲ ὑπόσχεσιν ἔκτοτε ὁ Θεὸς διὰ τὸν Υἱόν του, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ὡς ἄνθρωπος εἰς ὡρισμένον χρόνον ἀπὸ ἀπόγονον τοῦ Δαβίδ,
4 τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, 4 απεδείχθη δε σαφώς, ότι ούτος είναι Υιός του Θεού με υπερφυσικήν δύναμιν, που επήγαζε από το Πνεύμα, το οποίον μεταδίδει αγιότητα· επεδείχθη δε Υιός του Θεού ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός ιδιαιτέρως με την εκ νεκρών ανάστασιν του. 4 ἀπεδείχθη δὲ ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ δυνάμεως ὑπερφυσικῆς, ποὺ προήρχετο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον μεταδίδει ἁγιασμόν· καὶ πρὸ πάντων ἀπεδείχθη διὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεώς του. Ὁμιλῶ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας.
5 δι’ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, 5 Δια του Χριστού ελάβομεν, εγώ ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι, την χάριν και το αποστολικόν αξίωμα, δια να κηρύττωμεν μεταξύ όλων των εθνών την νέαν πίστιν και την εις αυτήν υποταγήν, προς δόξαν του ονόματός του. 5 Διὰ τοῦ Χριστοῦ δὲ ἔλαβον καὶ ἐγὼ τὸ δῶρον τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα, διὰ νὰ διαδοθῇ ἡ πίστις καὶ ἡ ὑπακοή, ποὺ ἐπιβάλλει αὐτὴ μεταξὺ ὅλων τῶν ἐθνικῶν πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματός του.
6 ἐν οἷς ἐστε καὶ ὑμεῖς κλητοὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 6 Μεταξύ δε των εθνικών συγκαταλέγεσθε και σεις, οι οποίοι έχετε κληθή δια του Ιησού Χριστού. 6 Μεταξὺ δὲ τῶν ἐθνικῶν τούτων εἶσθε καὶ σεῖς, προσκαλεσμένοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
7 πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν Ρώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 7 Απευθύνομαι με την επιστολήν μου αυτήν εις όλους τους πιστούς, που ευρίσκεσθε εις την Ρωμην και οι οποίοι είσθε ιδαιαιτέρως αγαπητοί στον Θεόν και προσκεκλημένοι να γίνετε άγιοι, και εύχομαι να είναι μαζή σας πάντοτε η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν. 7 Ἐγὼ λοιπὸν ὁ Παῦλος γράφω τὴν ἐπιστολὴν ταύτην εἰς ὅλους τοὺς πιστούς, ὅσοι εὑρίσκεσθε εἰς τὴν Ρώμην, οἱ ὁποῖοι εἶσθε ἰδιαιτέρως ἀγαπητοὶ εἰς τὸν Θεὸν καὶ προσκαλεσμένοι διὰ νὰ γίνετε ἅγιοι. Εὔχομαι δὲ νὰ εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα μας καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
8 Πρῶτον μὲν εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ πάντων ὑμῶν, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν καταγγέλλεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. 8 Πρώτον μεν ευχαριστώ τον Θεόν μου δια μέσου του Ιησού Χριστού δι' όλους σας, επειδή η πίστις σας έχει διαλαληθή εις όλον τον κόσμον. 8 Πρῶτον μὲν εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δι’ ὅλους σας, ἐπειδὴ ἡ πίστις σας διαλαλεῖται καὶ εἶναι ξακουσμένη εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
9 μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν ποιοῦμαι, 9 Μαρτυς μου είναι ο Θεός, τον οποίον λατρεύω με όλην μου την ψυχήν και την καρδίαν, υπηρετών και κηρύσσων το ευαγγέλιον του Υιού αυτού, ότι συνεχώς και αδιακόπως σας ενθυμούμαι, 9 Διότι μάρτυς μου εἶναι ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον λατρεύω ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου μὲ τὰς ἀνωτέρας πνευματικὰς δυνάμεις μου, κηρύττων τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Υἱοῦ του, ὅτι σᾶς ἐνθυμοῦμαι διαρκῶς καὶ χωρὶς νὰ παραλείψω τοῦτο ποτέ,
10 πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου δεόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 10 παρακαλών πάντοτε τον Θεόν εις τας προσευχάς μου, μήπως, έστω και τώρα, ευδοκήση κατά το άγιον του θέλημα, και κατευοδωθώ και έλθω εις επίσκεψίν σας. 10 παρακαλῶν πάντοτε τὸν Θεὸν εἰς τὰς προσευχάς μου, μήπως ἔστω καὶ τόσον ἀργὰ τώρα καταξιωθῶ μὲ τὸ θέλημά του νὰ ταξιδεύσω μὲ τὸ καλὸ καὶ νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς.
11 ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς, ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς τὸ στηριχθῆναι ὑμᾶς, 11 Διότι έχω φλογερόν πόθον να σας ίδω, δια να σας μεταδώσω κάποιο πνευματικόν χάρισμα και πνευματικήν ωφέλειαν, ώστε να στηριχθήτε ακόμη περισσότερον εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν. 11 Διότι ἔχω μεγάλον πόθον νὰ σᾶς ἴδω,διὰ νὰ σᾶς μεταδώσω κανένα χάρισμα πνευματικόν, ὥστε νὰ στηριχθῆτε καὶ στερεωθῆτε πνευματικῶς.
12 τοῦτο δέ ἐστι συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως ὑμῶν τε καὶ ἐμοῦ. 12 Αλλά τούτο σημαίνει ότι και εγώ αισθάνομαι την ανάγκην να παρηγορηθώ και ενισχυθώ μεταξύ σας, όπως και σεις από εμέ, δια της κοινής πίστεως και ημών και εμού, η οποία μας συνδέει. 12 Ἐννοῶ δὲ μὲ τοῦτο νὰ παρηγορηθῶ καὶ ἐγὼ εὑρισκόμενος μεταξύ σας καὶ βλέπων τὴν πίστιν σας, καθὼς καὶ σεῖς νὰ παρηγορηθῆτε ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου πίστιν.
13 οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο, ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν. 13 Θελω δε να γνωρίζετε καλά, αδελφοί, ότι πολλές φορές εσκέφθην και απεφάσισα να έλθω πλησίον σας, αλλά συνήντησα εμπόδια μέχρι τώρα. Ηθελα δε να έλθω, δια να έχω κάποιον πνευματικόν καρπόν και μεταξύ σας, όπως έχω και μεταξύ των άλλων εθνών. 13 Δὲν θέλω δὲ νὰ ἀγνοῆτε σεῖς, ἀδελφοί, ὅτι πολλὰς φορὰς ἔβαλα εἰς τὸν νοῦν μου νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς καὶ ἐμποδίσθηκα ἕως τώρα. Ἐπεθύμουν νὰ ἔλθω διὰ νὰ ἐπιτύχω καὶ μεταξύ σας κάποιον καρπόν, καθὼς ἐπέτυχα καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν.
14 Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί· 14 Αισθάνομαι ότι είμαι υποχρεωμένος να κηρύξω το Ευαγγέλιον και στους Ελληνας και στους βαρβάρους, και στους σοφούς και στους αγραμμάτους. 14 Καὶ εἰς Ἕλληνας καὶ εἰς βαρβάρους, καὶ εἰς σοφοὺς καὶ εἰς ἀμαθεῖς εἶμαι ὀφειλέτης καὶ ἔχω ὑποχρέωσιν νὰ τοὺς κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον.
15 οὕτω τὸ κατ’ ἐμὲ πρόθυμον καὶ ὑμῖν τοῖς ἐν Ρώμῃ εὐαγγελίσασθαι. 15 Δι' αυτό, καθόσον εξαρτάται από εμέ, είμαι πρόθυμος να κηρύξω το Ευαγγέλιον της σωτηρίας και εις σας, που ευρίσκεσθε εις την Ρωμην. 15 Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμέ, εἶμαι πρόθυμος νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον καὶ εἰς σᾶς, ποὺ εἶσθε εἰς τὴν Ρώμην.
16 οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι. 16 Διότι δεν εντρέπομαι ποτέ το Ευαγγέλιον του Χριστού, επειδή είναι δύναμις του Θεού, η οποία χαρίζει σωτηρίαν εις κάθε ένα που πιστεύει ειλικρινώς, κατά πρώτον λόγον εις κάθε Ιουδαίον, έπειτα δε εις κάθε Ελληνα και ειδωλολάτρην. 16 Καὶ ἔχω προθυμίαν εἰς τοῦτο, διότι δὲν ἐντρέπομαι νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, ποὺ ἔχει ὡς περιεχόμενον τὸν σταυρικὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ. Διότι τὸ εὐαγγέλιον εἶναι δύναμις Θεοῦ, ποὺ δίδει σωτηρίαν εἰς ὅλους ὅσοι πιστεύουν εἰς τὸν Χριστόν, εἰς κάθε Ἰουδαῖον κατὰ πρῶτον λόγον καὶ εἰς κάθε Ἕλληνα καὶ εἰδωλολάτρην.
17 δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται. 17 Διότι φανερώνεται και προσφέρεται δια του Ευαγγελίου η σωτηρία και η δικαίωσις εκ μέρους του Θεού προς τον άνθρωπον, ο οποίος αρχίζει από την πίστιν και προχωρεί δια της πίστεως, σύμφωνα άλλωστε και με εκείνο που έχει γραφή από τον προφήτην Αβακούμ. “Ο δίκαιος θα κερδήση την αιώνιον ζωήν δια της πίστεώς του”. 17 Εἶναι δὲ τέτοια δύναμις τὸ εὐαγγέλιον, διότι δι’ αὐτοῦ φανερώνεται ἡ δικαίωσις, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς παρέχει εἰς κάθε πιστεύοντα ἁμαρτωλόν, τὸν ὁποῖον ἀνακηρύττει καὶ μεταβάλλει εἰς δίκαιον. Ἡ δικαίωσις δὲ αὐτὴ καὶ σωτηρία προέρχεται ὄχι ἀπὸ ἔργα, ἀλλ’ ἐκ πίστεως, καὶ παρέχεται εἰς καθένα ποὺ ἔχει πίστιν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Ἀββακούμ· ὁ δίκαιος ποὺ τηρεῖ τὸν νόμον, θὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν πίστιν του.
18 Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων, 18 Ηυδόκησε δε ο Θεός να δώση την εκ πίστεως δικαίωσιν, καθόσον τα έργα του κόσμου είναι τέτοια, ώστε εξ αιτίας των φανερώνεται και ξεσπάει η οργή του Θεού από τον ουρανόν εναντίον κάθε ασεβείας και κάθε αδικίας των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν και κατέχουν την αλήθειαν, ζουν μέσα εις την αδικίαν. 18 Καὶ ἦτο ἀναγκαία ἡ δικαίωσις διὰ τῆς πίστεως, διότι φανερώνεται ὀργὴ Θεοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐναντίον κάθε ἀσεβοῦς προσβολῆς κατὰ τοῦ θείου μεγαλείου καὶ ἐναντίον κάθε παραβάσεως τοῦ ἠθικοῦ νόμου του, ποὺ διαπράττουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι καταπατοῦν καὶ ἀδικοῦν τὴν ἀλήθειαν διὰ τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τοῦ αἰσχροῦ των βίου.
19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε. 19 Επειδή η γνώσις περί του Θεού και του θελήματός του (όσην ημπορεί να χωρέση ο άνθρωπος) είναι φανερή και γνωστή εις αυτούς· ο ίδιος ο Θεός την έχει φανερώσει εις αυτούς. 19 Ἀδικοῦν δὲ καὶ καταπιέζουν τὴν ἀλήθειαν, διότι ἡ ἀληθὴς περὶ τοῦ Θεοῦ γνῶσις, ὅσην δύναται νὰ ἀποκτήσῃ ὁ πεπερασμένος νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι φανερὰ εἰς τὴν διάνοιάν τους, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν ἔχει σαφῶς φανερώσει εἰς αὐτούς.
20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους, 20 Διότι από τότε που εκτίσθη ο κόσμος, αι αόρατοι τελειότητες του Θεού γίνονται καθαρά αισθηταί με την διάνοιαν δια μέσου των δημιουργημάτων, τόσον η αιωνία αυτού παντοδυναμία, όσον και κάθε θεία τελειότης του, εις τρόπον ώστε να μένουν αυτοί αναπολόγητοι δια τον αμαρτωλόν βίον των· 20 Τὴν ἐφανέρωσε δὲ σαφῶς καὶ καθαρά, διότι αἱ μὴ βλεπόμεναι μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια ἄπειροι τελειότητες τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ὅτου ἐκτίσθη ὁ κόσμος, βλέπονται καθαρὰ διὰ μέσου τῶν δημιουργημάτων μὲ τὰ μάτια τῆς διανοίας, τόσον ἡ δύναμίς του, ποὺ δὲν ἔχει ἀρχὴν καὶ τέλος ἀλλ’ εἶναι αἰωνία, ὅσον καὶ κάθε τελειότης, ὥστε αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι καὶ νὰ μὴ ἡμποροῦν νὰ προβάλουν καμμίαν δικαιολογίαν.
21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ’ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· 21 διότι, ενώ εγνώρισαν δια μέσου της δημιουργίας τον πάνσοφον και πανάγαθον Θεόν, δεν τον εδόξασαν ως αληθινόν Θεόν δια τα μεγαλεία του και δεν τον ευχαρίστησαν δια τας αναριθμήτους ευεργεσίας του, αλλ' επλανήθησαν με τους μωρούς και ψευδείς συλλογισμούς των περί των ειδώλων και της αμαρτωλής ζωής και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών διάνοια· 21 Εἶναι δὲ ἀδικαιολόγητοι, διότι ἐνῷ διὰ τῶν θαυμασίων τῆς δημιουργίας ἐγνώρισαν τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ πᾶσαν σοφίαν καὶ δύναμιν τὰ ἐδημιούργησε, δὲν τὸν ἐδόξασαν διὰ τὰς ἀπείρους τελειότητάς του ἢ δὲν τὸν ηὐχαρίστησαν διὰ τὰς τόσας εὐεργεσίας του, ὅπως ἁρμόζει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ μὲ τοὺς ψευδεῖς καὶ πλανημένους συλλογισμούς των ἀπεδείχθησαν μωροὶ καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος καὶ ἀνίκανος νὰ καταλάβῃ τὰ ἀληθῆ καὶ τὰ πρέποντα διάνοιά τους.
22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, 22 και ενώ διακηρύττουν ότι είναι σοφοί, απεδείχθησαν μωροί και ανόητοι· 22 Καὶ ἐνῷ ἰσχυρίζονται, ὅτι εἶναι σοφοί, ἔγιναν μωροὶ καὶ ἀνόητοι.
23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν. 23 και αντικατέστησαν την άπειρον και μεγαλειώδη δόξαν του αφθάρτου Θεού με υλικά αγάλματα, με είδωλα, που εικονίζουν φθαρτούς ανθρώπους και πτηνά και τετράποδα και ερπετά. 23 Καὶ ἀντήλλαξαν τὸ ἔνδοξον μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν πρὸς τὴν φθοράν, μὲ ὑλικὰ ἀγάλματα, ποὺ ἔχουν τὴν εἰκόνα φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.
24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς, 24 Δια την ασέβειαν δε και την αποστασίαν των αυτήν απέσυρεν ο Θεός την χάριν του και έτσι παρεδόθησαν και υπεδουλώθησαν εις τας αμαρτωλάς επιθυμίας των καρδιών των, εις ηθικήν ακαθαρσίαν, ώστε να εξευτελίζωνται τα σώματα των από αυτούς τους ιδίους. 24 Διότι δὲ ἔκαμαν τὴν ἀσεβῆ αὐτὴν ἀνταλλαγήν, δι' αὐτὸ ὁ Θεὸς ἐπῆρε ἀπὸ αὐτοὺς τὴν χάριν του καὶ τοὺς ἀφῆκε νὰ παραδοθοῦν μὲ τὰς αἰσχρὰς ἐπιθυμίας τῶν καρδιῶν τους εἰς ἀκαθαρσίαν, ὥστε νὰ ἀτιμάζωνται τὰ σώματά τους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους.
25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 25 Αυτοί αντήλλαξαν και αντικατέστησαν την αλήθειαν του Θεού με το ψεύδος της ειδωλολατρίας, εσεβάσθησαν δε και ελάτρευσαν την άψυχον και άλογον και πεπερασμένην κτίσιν, αντί του Δημιουργού, ο οποίος την έκτισε και πρέπει δια τούτο να ευλογήται και να δοξάζεται εις όλους τους αιώνας. Αμήν. 25 Αὐτοὶ ἀντικατέστησαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν μὲ τοὺς ψευδεῖς τῶν εἰδώλων θεοὺς καὶ ἀπέδωκαν τὸν σεβασμὸν τῆς καρδίας των καὶ τὴν ἐξωτερικὴν λατρείαν των εἰς τὴν κτίσιν, ἀντὶ νὰ σέβωνται καὶ νὰ λατρεύουν ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔκτισεν, ὁ ὁποῖος εἶναι πρέπον καὶ δίκαιον νὰ εὐλογῆται καὶ νὰ δοξάζεται εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, 26 Ακριβώς δε διότι ελάτρευσαν ψευδείς και φαύλους θεούς, παρεχώρησεν ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις εξευτελιστικά πάθη. Διότι και αι γυναίκες των (χωρίς να εντραπούν και σεβασθούν ούτε τον ευατόν των) αλλάξαν την φυσικήν χρήσιν του φύλου των εις την παρά φύσιν και εξετράπησαν εις ακατανομάστους πράξεις. 26 Ἐπειδὴ δὲ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν ἀντὶ τοῦ Κτίστου, δι’ αὐτὸ ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς νὰ παραδοθοῦν εἰς ἀτιμωτικὰ πάθη. Διότι καὶ αἱ γυναῖκες των ἄλλαξαν τὴν φυσικὴν σχέσιν καὶ χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν καὶ ἐξευτελίσθησαν μὲ ἀκατονόμαστους ἀσελγείας.
27 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. 27 Κατά παρόμοιον τρόπον και οι άρρενες αφήκαν την φυσικήν σχέσιν και χρήσιν της γυναικός και εφλογίσθησαν εις τας εμπαθείς ορέξεις μεταξύ των, ώστε άνδρες εις άνδρας να ενεργούν αναισχύντους και εξευτελιστικάς πράξεις και να λαμβάνουν τον μισθόν, που τους έπρεπε δια την πλάνην των, από τον ίδιον τον ευατόν των. 27 Κατὰ τὸν ὅμοιον ἀκριβῶς τρόπον καὶ οἱ ἄρρενες ἄφησαν τὴν φυσικὴν σχέσιν καὶ χρῆσιν τῆς γυναικὸς καὶ ἐκάησαν ἀπὸ φλόγα ἀκρατήτου ἐπιθυμίας μεταξύ τους, πράττοντες ἀρσενικοὶ μὲ ἀρσενικοὺς ἀσχήμους καὶ ἀτίμους πράξεις καὶ λαμβάνοντες τὸν μισθόν, ποὺ τοὺς ἤξιζε διὰ τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας των, ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν τους.
28 Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα, 28 Και καθώς δεν έκριναν καλόν και δεν ηθέλησαν να κατέχουν την αληθή και σοφήν γνώσιν περί του Θεού, παρεχώρησεν ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις νουν ανίκανον να διακρίνη το ορθόν, με αποτέλεσμα να διαπράττουν αυτά τα απρεπή και επαίσχυντα. 28 Καὶ ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἔκριναν καλὸν καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ κατέχουν τὴν πλήρη καὶ ἀληθῆ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἐγκατέλιπεν ὁ Θεὸς καὶ παρεδόθησαν εἰς νοῦν ἀνίκανον νὰ διακρίνῃ τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ὀρθόν, καὶ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ὑπῆρξε τὸ νὰ πράττουν ἀπρεπῆ καὶ ἀνήθικα ἔργα.
29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου ἔριδος δόλου κακοηθείας, 29 Και έτσι εγέμισαν και διεποτίσθησαν, κατά την ψυχήν και το σώμα, από κάθε αδικίαν, πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν· εγέμισαν από φθόνον, φόνον, φιλόνεικον διάθεσιν, δολιότητα και κάθε κακοήθειαν. 29 Καὶ ἔτσι ἐκυριεύθησαν καὶ ἐγέμισαν ἀπὸ κάθε εἶδος ἁμαρτίας, ἀπὸ πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν, ἐγέμισαν ἀπὸ φθόνον, φόνον, φιλονεικίαν, δόλον, κακοτροπίαν.
30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, 30 Εγιναν κρυφοί κατήγοροι σιγοψιθυρίζοντες μεταξύ των εις βάρος των άλλων, θρασείς συκοφάνται των απόντων, γεμάτοι μίσος εναντίον του Θεού, υβρισταί, φαντασμένοι και κομπασταί, επιδειξιομανείς, επινοηταί κακών εις βάρος των άλλων, ασεβείς και ανυπάκοοι απέναντι των γονέων· 30 Καὶ κακολογοῦν μὲ κρυφομιλήματα, κατακρίνουν φανερά, μισοῦν τὸν Θεόν, ὑβρίζουν, εἶναι φαντασμένοι, προσβλέποντες εἰς τοὺς ἄλλους μὲ περιφρόνησιν, εἶναι καυχηματίαι εἰς τοὺς λόγους, ἐπινοοῦν καὶ ἐφευρίσκουν κακά, εἶναι ἀπειθεῖς εἰς τοὺς γονεῖς,
31 ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας· 31 άνθρωποι χωρίς σύνεσιν, που χωρίς εντροπήν καταπατούν τον λόγον των και τας συμφωνίας που έχουν κάμει, άστοργοι απέναντι των οικείων των, αδιάλλακτοι και μνησίκακοι, σκληροί και ανάλγητοι εις την ξένην δυστυχίαν. 31 δὲν ἔχουν σύνεσιν, καταπατοῦν τὸν λόγον τους καὶ τὰς συμφωνίας ποὺ ἔκαμαν μὲ τοὺς ἄλλους, δὲν ἔχουν οὔτε αὐτὴν τὴν στοργήν, τὴν τόσον φυσικὴν καὶ εἰς αὐτὰ ἀκόμη τὰ ζῶα, εἶναι ἀδιάλλακτοι καὶ ξένοι πρὸς τὸν οἶκτον καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν.
32 οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι. 32 Αυτοί, μολονότι εγνώρισαν καλά το θέλημα και την δικαιοσύνην του Θεού, ότι δηλαδή όσοι διαπράττουν τέτοια πονηρά έργα είναι άξιοι θανάτου, όχι μόνον πράττουν αυτά, αλλά από ψυχικήν πώρωσιν και κακότητα επιδοκιμάζουν με όλην των την καρδιά και εκείνους που τα πράττουν. 32 Αὐτοί, μολονότι ἐγνώρισαν καλὰ ἐκεῖνο, ποὺ ὁ Θεὸς ἐπρόσταξεν ὡς δίκαιον, ὅτι δηλαδὴ ὅσοι πράττουν τέτοια ἔργα εἶναι ἄξιοι θανάτου, ὄχι μόνον πράττουν αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἐπιδοκιμάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ πράττουν καὶ δεικνύουν ἔτσι, ὅτι ὅχι ἀπὸ ἀδυναμίαν, ἀλλὰ ἀπὸ βαθεῖαν τῆς ψυχῆς τῶν διαφθορὰν τρέχουν πρὸς τὸ κακόν. Αὐτὰ περὶ τῶν ἐθνικῶν καὶ εἰδωλολατρῶν.