Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἢ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ· ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ’ ὅσον χρόνον ζῇ; 1 Ομιλώ προς ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Νομον. Η μήπως αγνοείτε, αδελφοί, ότο ο Νομος έχει κύρος και εξουσίαν στον άνθρωπον, εφ' όσον αυτός ζη; 1 Τὴν ζωὴν δὲ αὐτὴν τὴν αἰώνιον δὲν ἡμπορεῖ πλέον οὔτε ὁ νόμος νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἐξ ὅσων θὰ εἴπωμεν. Ἐπειδὴ ὁμιλῶ πρὸς ἀνθρώπους, ποὺ γνωρίζουν τὸν νόμον, σᾶς ἐρωτῶ: Δὲν γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ νόμος ἔχει ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ ἄνθρωπος;
2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. 2 Διότι η υπανδρευμένη γυναίκα, παραδείγματος χάριν, έχει δια του νόμου του γάμου δεθή προς τον άνδρα της, εφ' όσον χρόνον εκείνος ζη. Εάν όμως αποθάνη ο σύζυγός της, έχει αυτή αποδεσμευθή από την εξουσίαν του νόμου, ο οποίος την έδενε προηγουμένως με τον άνδρα της. 2 Διότι, διὰ νὰ φέρω ἀπὸ τὸν νόμον ἕνα παράδειγμα, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, ἡ ὕπανδρος γυναῖκα εἶναι δεμένη μὲ τὸν ζῶντα ἄνδρα της, σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τὰ τοῦ γάμου. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, ἔχει ἀπαλλαγῇ αὐτὴ ἀπὸ τὸν νόμον, ποὺ τὴν δεσμεύει πρὸς τὸν ἄνδρά της.
3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ· 3 Αρα, όταν ζη ο σύζυγος της, εάν αυτή συνάψη σχέσεις με άλλον άνδρα, θα γίνη μοιχαλίς. Εάν όμως πεθάνη ο σύζυγος της είναι ελευθέρα από τον νόμον, να γίνη σύζυγος άλλου ανδρός, χωρίς να θεωρήται αυτή πλέον μοιχαλίς. 3 Βγαίνει λοιπὸν ὡς συμπέρασμα, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ σύζυγός της, θὰ γίνῃ καὶ θὰ ἀποκληθῇ μοιχαλίς, ἐὰν συνδεθῇ μὲ ἄλλον ἄνδρα. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ τὸν νόμον νὰ ὑπανδρευθῇ πάλιν, χωρὶς νὰ εἶναι πλέον μοιχαλίς, ἐὰν γίνῃ σύζυγος ἄλλου ἀνδρός.
4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. 4 Ωστε, αδελφοί μου, κατά το παράδειγμά που σας έφερα, έχετε θανατωθή και αποθάνει ως προς τον Νομον δια του σταυρωθέντος σώματος του Κυρίου, ώστε να έχετε το δικαίωμα να ανήκετε εις άλλον, δηλαδή στον αναστηθέντα Χριστόν, δια να φέρωμεν έτσι καρπούς πνευματικούς προς τιμήν και δόξαν του Θεού. 4 Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὅπως ἡ γυναῖκα, ἔτσι καὶ σεῖς εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν νόμον. Διότι ἀπεθάνατε ὡς πρὸς τὸν νόμον διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὴν θανατωθεῖσαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀπεθάνατε διὰ νὰ συζευχθῆτε μὲ ἄλλον, μὲ τὸν Χριστὸν δηλαδή, ποὺ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, διὰ νὰ παραγάγωμεν διὰ τῆς ἑνώσεώς μας ταύτης καρποὺς ἐνάρετου ζωῆς εἰς δόξαν Θεοῦ.
5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ· 5 Διότι, όταν εζούσαμεν τον σαρκικόν βίον του παλαιού ανθρώπου, τα πάθη των αμαρτιών, τα οποία κατεδίκαζε αλλά δεν εξήλειφεν ο παλαιός Νομος, ενεργούσαν έντος μας και επράττοντο δια των μελών μας, δια να παράγουν έτσι καρπούς που έφερναν τον αιώνιον θάνατον. 5 Μόνον δὲ τώρα διὰ τοῦ νέου μας αὐτοῦ πνευματικοῦ γάμου θὰ παραγάγωμεν τοὺς καρποὺς τῆς ἐναρέτου ζωῆς. Διότι, ὅταν ἐζούσαμεν τὸν σαρκικὸν βίον, τότε τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ποὺ ἐλάμβαναν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰς διαφόρους ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, εἶχαν δύναμιν καὶ δρᾶσιν εἰς τὰ μέλη τοῦ σώματός μας καὶ παρῆγον καρπούς, ποὺ ἔφερναν τὸν θάνατον. Ὀλέθριοι λοιπὸν οἱ καρποὶ τοῦ παλαιοῦ μας γάμου μὲ τὸν νόμον.
6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος. 6 Τωρα όμως έχομεν αποδεσμευθή εντελώς από τον Νομον, διότι απεθάναμεν ως προς αυτόν, υπό την κατοχήν του οποίου προηγουμένως ευρισκόμεθα, ώστε τώρα να υπακούωμεν στον Θεόν, δια να ζήσωμεν την νέαν κατάστασιν, που μας εχάρισε το Πνεύμα, και να μη δουλεύωμεν εις την παλαιάν κατάστασιν, όπου εκυριαρχούσαν οι τύποι και το γράμμα του Νομου. 6 Τώρα ὅμως ἐλευθερώθημεν τελείως ἀπὸ τὸν νόμον, διότι ἀπεθάναμεν ὡς πρὸς τὸν νόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατεκρατούμεθα σὰν αἰχμάλωτοι. Ἐλευθερώθημεν δέ, ὥστε νὰ εἴμεθα δοῦλοι τοῦ Θεοῦ εἰς νέαν κατάστασιν, ποὺ μᾶς ἐδημιούργησε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ βασιλεύουσα εἰς αὐτὴν χάρις Του, καὶ νὰ μὴ δουλεύωμεν εἰς τὴν παλαιὰν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπεκράτει τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ ἐστερεῖτο τὴν χάριν καὶ δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν του.
7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις· 7 Αλλά τότε, τι λοιπόν θα είπωμεν; Οτι ο Νομος, που μας εδημιουργούσε αυτήν την κατάστασιν της δουλείας, ήτο κάτι το αμαρτωλόν και κακόν; Ασφαλώς όχι. Αλλά πρέπει να λέγωμεν ότι την αμαρτίαν δεν την εγνωρίσαμεν ει μη μόνον δια του Νομου, ο οποίος και την απηγόρευε. Διότι και την αμαρτωλήν επιθυμίαν δεν θα την εγνώριζα ως αμαρτωλήν, εάν ο Νομος ρητώς δεν έλεγεν “ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστι”. 7 Ἀλλ’ ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ λεχθέντα ἐλευθερώθημεν ἐξ ἴσου ἀπὸ τὸν νόμον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Ὁ νόμος εἶναι ἁμαρτία καὶ κάτι κακόν; Μὴ γένοιτο νὰ νομίσῃ κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ λέγομεν μόνον, ὅτι τὴν ἁμαρτίαν δὲν τὴν ἐγνώρισα παρὰ διὰ τοῦ νόμου. Διότι καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐπιθυμίαν δὲν θὰ ἐγνώριζα, ἐὰν ὁ νόμος δὲν ἔλεγε μὲ τὴν δεκάτην ἐντολήν: Δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς.
8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά. 8 Ελαβεν όμως αφορμήν από αυτάς τας απαγορεύσστου Νομου η αμαρτία, που υπήρχε μέσα μου και ως κατάστασις και ως ροπή προς το κακόν και εκαλλιέργησε και εφλόγισε μέσα μου κάθε αμαρτωλήν επιθυμίαν. Διότι χωρίς τον Νομον η αμαρτία είναι νεκρά, σαν να μην υπάρχη. 8 Ἀφοῦ δὲ ἔλαβεν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου ἡ ἕως τώρα κρυμμένη ἁμαρτωλὸς κατάστασίς μου καὶ ἡ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν κλίσις μου, ἐδημιούργησε καὶ ἄναψε μέσα μου κάθε εἶδος ἐπιθυμίας. Διότι, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει νόμος ἀπαγορευτικός, ἡ ἁμαρτία εἶναι νεκρὰ καὶ κοιμᾶται.
9 Ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν, 9 Εγώ δε εζούσα κάποτε χωρίς τον Νομον, χωρίς να έχω γνώσιν των εντολών του. Οταν δε εγνώρισα την εντολήν, τότε αναζωγονήθηκε μέσα μου και μου έγινε γνωστή η αμαρτία. 9 Ἐγὼ δὲ ἄλλοτε ἐνόμιζα, ὅτι εἶχα ζωὴν πνευματικήν, διότι δὲν ἠνωχλούμην καὶ δὲν ἐπιεζόμην ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζα τὸν νόμον. Ὅταν ὅμως ἦλθεν ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου, τότε ἡ ἁμαρτία ἑξαναζωντάνευσε μέσα μου.
10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωὴν, αὕτη εἰς θάνατον· 10 Συνέπεια αυτού είναι, ότι εγώ απέθανα πνευματικώς εξ αιτίας των παραβάσεων. Και έτσι η εντολή του Νομου, που είχε δοθή δια να με χειραγωγήση εις την λύτρωσιν και ζωήν, αυτή ευρέθη ότι με ωδήγησεν στον θάνατον. 10 Ἐγὼ δὲ ἀπέθανα πνευματικῶς διὰ τῶν καθημερινῶν παραβάσεων τοῦ νόμου. Καὶ ἀνελπίστως ἡ ἐντολή, ἡ ὁποία ἐδόθη διὰ νὰ μὲ ὁδηγήσῃ εἰς ζωήν, αὐτὴ ἀκριβῶς μὲ ὠδήγησεν εἰς τὸν θάνατον.
11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ δι’ αὐτῆς ἀπέκτεινεν. 11 Διότι η αμαρτία επήρε αφορμήν από την εντολήν, με ηπάτησε και με παρέσυρε δελεαστικώς εις την παράβασιν και δι' αυτής με εθανάτωσε πνευματικώς. 11 Καὶ μὲ ὠδηγησεν εἰς τὸν θάνατον, διότι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἦτο κρυμμένη μέσα μου, λαβοῦσα ἀφορμὴν ἀπὸ τὴν ἐντολήν, μὲ ἐξηπάτησε καὶ διὰ τῆς παραβάσεως αὐτῆς μὲ ἐθανάτωσε.
12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή. 12 Ωστε ο μεν Νομος, που εδόθη δια του Μωϋσέως, είναι άγιος και κάθε εντολή του είναι αγία και δικαία και αγαθή δι' εμέ τον άνθρωπον. 12 Ὥστε ὁ μὲν μωσαϊκὸς νόμος εἶναι ἅγιος καὶ κάθε ἐντολὴ τοῦ νόμου αὐτοῦ εἶναι ἁγία καὶ δικαία καὶ εὐεργετική.
13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ’ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς. 13 Αλλά θα ερωτήση κανείς· Αυτό, λοιπόν, το αγαθόν, ο άγιος δηλάδη και δίκαιος Νομος, έγινε δι' εμέ αιτία θανάτου; Μη γένοιτο! Αλλ' η αμαρτία, δια να φανή πόσον ολεθρία και φοβερά είναι, επέτυχε δια του Νομου, που είναι αγαθός και δίκαιος, να κατεργασθή και πραγματοποιήση έντος μου τον θάνατον· δια να γίνη έτσι και αποδειχθή ολοκάθαρα δια μέσου της εντολής, πόσον υπερβολικά καταστρεπτική και ύπουλος είναι η αμαρτία δια τον άνθρωπον. 13 Ἀλλὰ τότε λοιπὸν ὁ ἅγιος καὶ ἀγαθὸς νόμος ἔγινε δι’ ἐμὲ πρόξενος καὶ αἴτιος θανάτου; Μὴ γένοιτο νὰ παραδεχθῇ κανείς, ὅτι ὁ νόμος ἔγινε φονιᾶς δι’ ἐμέ. Ἀλλὰ τὸν θάνατόν μου τὸν ἔφερεν ἡ ἁμαρτία, διὰ νὰ φανῇ πόσον κακὴ καὶ καταστρεπτικὴ εἶναι, ἀφοῦ διὰ τοῦ νόμου, ποὺ εἶναι κάτι ἀγαθὸν καὶ ἅγιον, προξενεῖ εἰς ἐμὲ θάνατον· διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι ὑπερβολικὰ ὀλέθρια καὶ μισητὴ ἡ ἁμαρτία διὰ μέσου τῆς ἐντολῆς.
14 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. 14 Διότι γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι πνευματικός, δώρον δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, δια να εξυπηρετή την ιδικήν μας πνευματικήν ζωήν. Εγώ όμως είμαι δούλος της σαρκός, σαν πουλημένος σκλάβος υπό την κυριαρχίαν της αμαρτίας. 14 Ναί· ἡ ἁμαρτία μοῦ ἔφερε τὸν θάνατον. Διότι γνωρίζομεν ὅτι ὁ νόμος εἶναι δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀποβλέπει νὰ καταστήσῃ τοὺς ἀνθρώπους πνευματικοὺς καὶ ἐναρέτους. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι δοῦλος τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός, πουλημένος σὰν σκλάβος εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ. 15 Κυριευμένος και σκοτισμένος από το πάθος δεν γνωρίζω καλά αυτό το κακόν που πράττω. Διότι δεν πράττω αυτό το οποίον εσωτερικώς θέλω, αλλά κάμνω εκείνο το οποίον μισώ. 15 Εἶμαι δὲ σκλάβος τῆς ἁμαρτίας, διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐκτελῶ, τὸ ἐκτελῶ τυφλά, μεθυσμένος ἀπὸ τὸ πάθος, χωρὶς νὰ ξεύρω τί πράττω. Διότι δεν πράττω ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ τὸ βάθος τῆς καρδίας μου θέλω, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ μισῶ, ὅταν δὲν εἶμαι σκοτισμένος ἀπὸ τὸ πάθος, αὐτὸ πράττω.
16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός. 16 Εάν δε, παρασυρόμενος από την εσωτερικήν μου αμαρτωλότητα και τους εξωτερικούς πειρασμούς, πράττω αυτό που δεν θέλω, τότε με την θέλησίν μου και αντίθετα προς τα έργα μου συμφωνώ με τον Νομον και ομολογώ ότι είναι καλός. 16 Ἐὰν δὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἰς τὸ βάθος μου δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω, συμφωνῶ καὶ συμμαρτυρῶ μὲ τὸν νόμον, ὅτι εἶναι καλός.
17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 17 Τωρα δε δεν πράττω εγώ το κακόν, αλλά η αμαρτία, η οποία κατοικεί μέσα μου και με εξουσιάζει. 17 Τώρα ὅμως, ποὺ εἶμαι κυριευμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, δὲν ἐκτελῶ πλέον ἐγὼ τὸ κακόν, ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία σὰν ἄλλος τύραννος κατοικεῖ μέσα μου.
18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ’ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· 18 Διότι γνωρίζω καλά ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή εις την διεφθαρμένην ανθρωπίνην φύσιν, το αγαθόν· αυτό δε φαίνεται καθαρά και εκ του γεγονότος, ότι το να θέλω μεν το καλόν είναι τούτο κοντά μου, το να πραγματοποιώ όμως το καλόν δεν το ευρίσκω κοντά μου και εύκολον. 18 Γνωρίζω δηλαδή, ὅτι δὲν κατοικεῖ μέσα μου ἀγαθόν. Καὶ ὅταν λέγω μέσα μου, ἐννοῶ τὸν ἑαυτόν μου, ὅπως γίνεται ἀπὸ τὴν κυριαρχίαν τῆς σαρκός μου, ἡ ὁποία εὔκολα παρασύρεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ δὲν εἶναι μέσα μου ἀγαθόν, διότι τὸ νὰ θέλω μὲν τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετὴν εἶναι κοντά μου καὶ πρόχειρον εἰς ἐμέ· τὸ νὰ ἐκτελῶ ὅμως τὸ καλὸν εἶναι μακρὰν καὶ δὲν τὸ κατορθώνω.
19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. 19 Διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον εσωτερικώς με όλην μου την θέλησιν επιθυμώ, αλλά το κακόν, που δεν θέλω, αυτό πράττω. 19 Δὲν πράττω δηλαδὴ τὸ ἀγαθόν, ποὺ ἡ θέλησίς μου ἀσπάζεται, ἀλλὰ τὸ κακὸν ποὺ δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω.
20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 20 Εάν δε εγώ πράττω το κακόν, που εις την πραγματικότητα δεν το θέλω, αυτό σημαίνει ότι δεν το πραγματοποιώ πλέον εγώ, αλλ' η αμαρτία, που κατοικεί μέσα μου και η οποία με έχει κάμει δούλον της. 20 Ἐὰν δὲ ἐγὼ πράττω τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον δὲν θέλω, δὲν εἶμαι πλέον κύριος τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ δὲν πράττω πλέον τὸ κακὸν ἐγώ, ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία ποὺ κατοικεῖ μέσα μου καὶ μὲ κρατεῖ αἰχμάλωτόν της.
21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλὸν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· 21 Αρα ευρίσκω τον Νομον του Θεού βοηθόν και σύμφωνον με την θέλησίν μου, η οποία και θέλει να πράττω το καλόν. Δεν ημπορώ όμως να τηρήσω αυτόν, διότι υπάρχει κοντά μου και έντος μου το κακόν, η δύναμις της αμαρτίας. 21 Συνεπῶς εὑρίσκω εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ πράττω τὸ καλόν, ὅτι κυριαρχεῖ ὁ νόμος αὐτός, δηλαδὴ ὁ νόμος, ὅτι τὸ κακὸν εἶναι πρόχειρον καὶ πολὺ πλησίον εἰς ἐμέ.
22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, 22 Διότι ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στον νόμον του Θεού με όλην μου την ψυχήν, την καρδίαν και τον νουν. 22 Εἶναι δὲ φανερόν, ὅτι κυριαρχεῖ αὐτὸς ὁ νόμος, διότι εὐχαριστοῦμαι πάρα πολὺ εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν μου, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ἐσωτερικόν μου ἄνθρωπον.
23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. 23 Βλέπω όμως να κυριαρχή εις τα μέλη μου άλλος νόμος, η δύναμις της αμαρτίας, που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδησις μου υποδεικνύουν ως ορθά, και με υποδουλώνει στον νόμον της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί εις την αμαρτωλήν ανθρωπίνην μου φύσιν. 23 Βλέπω ὅμως νὰ κυριαρχῇ ἄλλος νόμος καὶ ἄλλη δύναμις εἰς τὰ μέλη μου, ὁ νόμος καὶ ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸς δὲ ὁ νόμος ἐναντιοῦται καὶ μάχεται εἰς ὅσα ὁ νοῦς μου καὶ ἡ συνείδησίς μου ἀναγνωρίζουν ὡς νόμον ὀρθόν, καὶ μὲ κάνει δοῦλον αἰχμάλωτον εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κυριαρχεῖ εἰς τὰ μέλη μου.
24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; 24 Δυστυχισμένος και ταλαιπωρημένος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση και θα με γλυτώση από το σώμα τούτο, μέσα στο οποίον κυριαρχεί η αμαρτία και δια της αμαρτίας ο θάνατος; 24 Ὤ! πόσον δυστυχὴς καὶ ἀξιολύπητος ἄνθρωπος εἶμαι ἐγώ! Ποῖος θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ κυριευμένον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας σῶμα μου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἔδρα καὶ τὸ ὅργανον τοῦ θανάτου αὐτοῦ;
25 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας. 25 Ευχαριστώ τον Θεόν, ο οποίος με ηλευθέρωσε και με έσωσε δια του Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι εγώ δουλεύω εις δύο κυρίους· με τον νουν και την συνείδησιν δουλεύω στον νόμον του Θεού, με τα μέλη όμως της σαρκός μου δουλεύω στον νόμον της αμαρτίας. 25 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ ἔσωσε διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν τῶν ὅσων εἴπομεν εἶναι, ὅτι ἐγὼ καθ’ ἑαυτόν, χωρὶς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν νοῦν μου μὲν δουλεύω εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ μέλη ὅμως τῆς σαρκός μου δουλεύω εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας.