Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν· 1 Καθε άνθρωπος, ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας της πολιτείας, τους άρχοντας δηλαδή, που είναι φορείς αυτής της εξουσίας, (εφ' Οσον αι εντολαί των δεν αντίκεινται στο θέλημα του Θεού)· διότι δεν υπάρχει εξουσία μέσα εις την κοινωνίαν, που να μη απορρέη από τον Θεόν· οι άρχοντες, που ασκούν σήμερον τας εξουσίας, έχουν ταχθή από τον Θεόν (έστω και κατ' ανοχήν). 1 Εἶσθε ὅμως καὶ μέλη τῆς ἄλλης κοινωνίας, ποὺ ἀγνοεῖ τὸν Χριστόν. Ἔρχομαι λοιπὸν νὰ σᾶς γράψω, πῶς πρέπει νὰ φέρεσθε καὶ ἐν μέσῳ τῆς κοινωνίας αὐτῆς. Κάθε ἄνθρωπος ἂς ὑποτάσσεται εἰς ἐκείνους, ποὺ κατέχουν ἀνωτέρας ἐξουσίας ἐν τῇ πολιτείᾳ. Διότι τὸ καθεστὼς τοῦ Κράτους μὲ τὰς ἐξουσίας του εἶναι σύμφωνον μὲ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ ζοῦν εἰς κοινωνίας. Συνεπῶς κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Οἱ δὲ ἄρχοντες, ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἐξουσίαν, ἔχουν ταχθῆ κατ’ ἀπόφασιν ἢ ἀνοχὴν τοῦ Θεοῦ.
2 ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρίμα λήψονται. 2 Ωστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτίθεται εις την διαταγήν του Θεού· δι' αυτό δε και όσοι αντιτάσσονται θα επισύρουν επάνω τους την τιμωρίαν, που τους πρέπει. 2 Ὥστε ἐκεῖνος ποὺ ἀπειθεῖ εἰς τὴν ἐξουσίαν, ἐναντιώνεται εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι δὲ ἐναντιώνονται, θὰ λάβουν εἰς τὸν ἑαυτόν τους τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν.
3 οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἀλλὰ τῶν κακῶν. θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς· 3 Διότι οι άρχοντες (εφ' όσον διατάσσουν το ορθόν) δεν εμπνέουν φόβον δια τα καλά έργα, που υποβοηθούν την ζωήν και την πρόοδον της κοινωνίας, αλλά δια τα κακά έργα και τους κακούς· θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν των αρχόντων; Πράττε το αγαθόν και θα έχης έπαινον από αυτούς. 3 Πράγματι δὲ ὅποιος ἀπειθεῖ εἰς τοὺς ἄρχοντας, ἐναντιώνεται εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ Θεοῦ, διότι οἱ ἄρχοντες δὲν ἐμπνέουν φόβον διὰ τὰ καλὰ ἔργα, ποὺ συντελοῦν εἰς τὴν κοινωνικὴν δικαιοσύνην καὶ πρόοδον, ἀλλὰ διὰ τὰ κακὰ ἔργα, ποὺ διαταράττουν τὴν κοινωνικὴν ἀσφάλειαν καὶ τάξιν. Θέλεις δὲ νὰ μὴ φοβῆσαι τοὺς ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ἄρχοντας; Πρᾶττε κάθε τι ποὺ συντελεῖ εἰς τὸ καλὸν τῆς κοινωνίας καὶ θὰ ἔχῃς ἔπαινον ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας.
4 Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστι σοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργὴν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. 4 Διότι ο άρχων είναι υπηρέτης του Θεού δια το αγαθόν, το ιδικόν σου και των άλλων. Εάν όμως πράττης το κακόν, τότε να φοβήσαι, διότι δεν φέρει ματαίως και ανωφελώς ο άρχων την μάχαιραν, το δικαίωμα δηλαδή να δικάζη και να τιμωρή. Την φέρει δια να επιβάλλη τιμωρίας, και τας πλέον αυστηράς ακόμη, διότι είναι υπηρέτης Θεού, εκδικητής υπέρ του αγαθού και εναντίον του κακού, δια να επιβάλλη την πρέπουσαν τιμωρίαν στους κακοποιούς και παραβάτας. 4 Θὰ ἔχῃς δὲ ἔπαινον ἀπὸ τὸν ἄρχοντα, διότι αὐτὸς εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ πρὸς προστασίαν ἰδικήν σου καὶ διὰ τὸ καλὸν τῶν πολιτῶν. Ἐὰν ὅμως πράττῃς τὸ κακόν, τότε νὰ φοβῆσαι. Διότι δὲν φορεῖ ματαίως τὴν μάχαιραν, τὸ σύμβολον αὐτὸ τῆς δικαστικῆς καὶ ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας. Τὴν φορεῖ διὰ νὰ τιμωρῇ καὶ διὰ θανάτου ἀκόμη κάθε ἄτακτον στοιχεῖον. Διότι εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἐκδικητὴς ποὺ ἔχει ἐντολὴν καὶ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλῃ τιμωρίας εἰς κάθε κακοποιόν.
5 διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι, οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργὴν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. 5 Δι' αυτό είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε, όχι μόνον δια τον φόβον της τιμωρίας, αλλά και από σεβασμόν προς την συνείδησίν σας, η οποία επιβάλλει, όπως και ο Θεός διατάσσει, αυτήν την υποταγήν. 5 Δι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑποτάσσεσθε ὄχι μόνον διὰ τὸν φόβον τῆς τιμωρίας, ἀλλὰ καὶ διότι ἡ συνείδησις ἐπιβάλλει ὡς δικαίαν τὴν ὑποταγὴν ταύτην.
6 διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες. 6 Δι' αυτό άλλωστε και καταβάλλετε φόρους στους άρχοντας, διότι αυτοί είναι υπηρέται του Θεού, που αφήκαν κάθε άλλο ατομικόν των έργον, δια να ασχολούνται και επαγρυπνούν συνεχώς εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντός των. 6 Διότι δὲ εἶναι δικαία ἡ ὑποταγὴ αὐτή, δι’ αὐτὸ πληρώνετε καὶ φόρους πρὸς συντήρησιν τῶν ἀρχόντων. Διότι εἶναι ὑπηρέται Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀφίνουν κάθε ἄλλο ἰδιωτικόν τους ἔργον καὶ ἀσχολοῦνται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν δημοσίαν ὑπηρεσίαν.
7 ἀπόδοτε πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν. 7 Λοιπόν να αποδίδετε εις όλους αυτούς, που κατέχουν εξουσίας, τας οφειλάς σας· εις εκείνον που εισπράττει τον φόρον, αποδώσατε τον φόρον· εις εκείνον που έχει καθήκον να εισπράττη τον τελωνειακόν δασμόν, αποδώσατε αυτόν τον δασμόν· εις εκείνον που του ανήκει ο σεβασμός, όπως είναι τα δικαστικά και εκτελεστικά όργανα της Πολιτείας, αποδώσατε τον σεβασμόν· εις εκείνον που κατέχει ανώτερα αξιώματα και του πρέπει ιδιαιτέρα τιμή, αποδώσατε αυτήν την τιμήν. 7 Ἀποδώσατε λοιπὸν εἰς ὅλους, ὅσοι κατέχουν ἐξουσίαν, ὅ,τι τοὺς ὀφείλετε ὡς χρέος καὶ ὡς καθῆκον. Εἰς ἐκεῖνον, ποὺ εἰσπράττει τὸν ἐπὶ τῶν εἰσοδημάτων καὶ τὸν κεφαλικὸν φόρον, ἀποδώσατε τὸν φόρον. Εἰς ἐκεῖνον, ποὺ εἰσπράττει τοὺς τελωνειακοὺς δασμούς, ἀποδώσατε τὸν τελωνειακὸν δασμόν. Εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἀνήκει ὁ βαθὺς σεβασμός, ἀποδώσατε τὸν βαθὺν σεβασμόν. Εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἀνήκει ἡ τιμή, ἀποδώσατε τὴν τιμήν.
8 μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε· 8 Εις δε τους άλλους πολίτας της κοινωνίας τίποτε εις κανένα να μη χρεωστήτε, παρά μόνον το να αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Διότι εκείνος που αγαπά τον άλλον έχει εκπληρώσει όλον τον Νομον. 8 Ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς κοινωνίας, ποὺ δὲν ἔχουν ἐξουσίαν ἢ ἀξίωμα, σᾶς παραγγέλλω νὰ μὴ χρεωστῆτε εἰς κανένα τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον τὸ νὰ ἀγαπᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν ἄλλον, ἔχει ἐκπληρώσει διὰ τῆς ἀγάπης τὸν ὅλον νόμον.
9 τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 9 Διότι αι αντολαί του Θεού· “δεν θα καταπατήσης την συζυγικήν πίστιν, δεν θα φονεύσης, δεν θα κλέψης, δεν θα ψευδομαρτυρήσης, δεν θα επιθυμήσης όσα ανήκουν στον πλησίον σου” και οποιαδήποτε άλλη εντολή του Θεού, συμπεριλαμβάνεται στούτο· “να αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον εαυτόν σου”. 9 Ἔχει δὲ ἐκπληρώσει τὸν ὅλον νόμον, διότι αἱ ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ: Δὲν θὰ μοιχεύσῃς· δὲν θὰ φονεύσῃς· δὲν θὰ κλέψῃς· δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς καὶ πᾶσα ἅλλη ἐντολὴ περιλαμβάνονται καὶ συγκεφαλαιώνονται εἰς αὐτὸ τὸ παράγγελμα, εἰς τὸ θὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου.
10 ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη. 10 Η αγάπη ποτέ δεν πράττει το κακόν εις βάρος του πλησίον. Είναι, λοιπόν, η τελεία αγάπη εκπλήρωσις και τήρησις όλου του νόμου. 10 Ὅποιος ἔχει ἀγάπην δὲν πράττει κακὸν εἰς τὸν πλησίον του. Εἶναι λοιπὸν ἡ ἀγάπη τελεία τήρησις καὶ ἐκπλήρωσις τοῦ νόμου.
11 Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. 11 Και αυτά θα τα πράττωμεν, έχοντες υπ' όψιν μας την προσωρινότητα και βραχύτητα της παρούσης ζωής· και ότι ακόμη είναι πλέον ώρα να εξυπνήσωμεν από τον ύπνον της πνευματικής ραθυμίας, που μας κάνει νωθρούς δια τα καλά έργα. Διότι τώρα είναι πιο κοντά η ημέρα της σωτηρίας και απολυτρώσεώς μας, παρ' όσον ήτο τότε που επιστεύσαμεν. 11 Ἂς πράττωμεν δὲ τὰ ἔργα αὐτὰ τῆς ἀγάπης ἀκούραστοι καὶ χωρὶς ἀναβολήν, γνωρίζοντες εἰς ποῖον καιρὸν ζῶμεν. Ζῶμεν εἰς ἐποχήν, ποὺ ἀπαιτεῖ ἐπειγόντως τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς. Διότι εἶναι πλέον ὥρα νὰ σηκωθῶμεν ἀπὸ τὸν ὕπνον τῆς ἀμελείας, ποὺ μᾶς κάνει δυσκολοκινήτους εἰς τὸ ἀγαθόν. Διότι τώρα ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας, ἡ ὁποία θὰ σημάνῃ τὴν πλήρη ἀπολύτρωσιν τῶν πιστῶν, εἶναι πλησιέστερα πρὸς ἡμᾶς παρὰ τότε ποὺ ἐπιστεύσαμεν. Ἐὰν λοιπὸν τότε ἐδείξαμεν ζῆλον καὶ δραστηριότητα, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ τὰ δείξωμεν καὶ τώρα.
12 ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 12 Η νύχτα, δηλαδή η παρούσα ζωη, που ομοιάζει με νύχτα, έχει πλέον προχωρήσει· η δε ημέρα της μελλούσης ζωής και της εκδημίας μας προς τον ουρανόν επλησίασε. Ας αποθέσωμεν, λοιπόν, και ας πετάξωμεν από την ψυχήν μας και την ζωήν μας τα έργα του σκότους και ας ενδυθώμεν, σαν φωτεινά όπλα, τα έργα της αρετής. 12 Ὁ παρὼν βίος, ποὺ μοιάζει μὲ νύκτα σκοτεινήν, ἐπροχώρησε, ἡ δὲ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς ἐπλησίασε. Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ Κύριος δὲν ἔλθῃ σύντομα διὰ τῆς δευτέρας του ἐνδόξου παρουσίας, ἔρχεται ὅμως διὰ τὸν καθένα μας διὰ τοῦ θανάτου. Πλησιάζει λοιπὸν διὰ τὸν καθένα μας ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς. Ἂς ἀποθέσωμεν λοιπὸν σὰν ἄλλα νυκτερινὰ ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ γίνονται εἰς τὸ σκοτάδι, καὶ ἂς ἐνδυθῶμεν σὰν ἄλλα ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς.
13 ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, 13 Ας ζώμεν και ας φερώμεθα με ευπρέπειαν και σεμνότητα, όπως εκείνος, που περιπατεί κατά το διάστημα της ημέρας και τον βλέπουν οι άνθρωποι. Οχι με αμαρτωλά φαγοπότια και μέθας, ούτε με πράξεις αισχράς και εξευτελιστικάς ούτε με φιλονεικίας και ζηλοφθονίας. 13 Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέραν, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἂς συμπεριφερθῶμεν μὲ εὐπρέπειαν καὶ εὐταξίαν· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μέθας, οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσελγείας, οὔτε μὲ φιλονεικίας καὶ ζηλοτυπίας.
14 ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. 14 Αλλά, σαν πολυτιμότατον φέρεμα της ψυχής σας, ενδυθήτε τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, ώστε να ζήτε εν τω Χριστώ και ο Χριστός να ζη εις σας· και μη φροντίζετε δια τας ικανοποιήσεις των ατάκτων και παρανόμων επιθυμιών της σαρκός. 14 Ἀλλὰ φορέσατε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς σας τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὥστε εἰς τὴν ὅλην ζωήν σας νὰ ὁμοιάσετε τελείως πρὸς αὐτόν. Καὶ μὴ φροντίζετε διὰ τὴν σάρκα, πῶς νὰ ἰκανοποιῆτε τὰς παρανόμους ἐπιθυμίας της. Τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά σας μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν ποὺ ζῆτε.