Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. 1 Ερωτώ λοιπόν τώρα· Μηπως ο Θεός απώθησε και απέρριψε μακρυά τον λαόν του; Ποτέ ας μη λεχθή κάτι τέτοιο· διότι και εγώ, που έχω κληθή από τον Θεόν Απόστολος, είμαι Ισραηλίτης, από τους απογόνους του Αβραάμ, από την φυλήν του Βενιαμίν. 1 Κατόπιν λοιπὸν αὐτῶν, ποὺ εἴπομεν, ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ἔσπρωξε μακρυὰ καὶ ἀπέρριψε τὸν ἐκλεκτὸν λαόν του; Μὴ γένοιτο νὰ εἴπωμεν κάτι τέτοιο. Διότι καὶ ἐγώ, τὸν ὁποῖον ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς Ἀπόστολον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶμαι Ἰσραηλίτης, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν. Πῶς λοιπὸν θὰ μὲ ἐξέλεγεν Ἀπόστολόν του ὁ Θεός, ἐὰν εἶχεν ἀπορρίψει τοὺς Ἰσραηλίτας;
2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω. ἢ οὐκ οἴδατε ἐν Ἠλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ Ἰσραήλ λέγων;, 2 Οχι, δεν απέρριψε ο Θεός τον λαόν του, τον οποίον είχε προγνωρίσει και εκλέξει. Η δεν γνωρίζετε και δεν ενθυμείσθε τι λέγει η Γραφή εις την ιστορίαν του Ηλία; Οτι δηλαδή ο Ηλίας προσεύχεται προς τον Θεόν εναντίον του Ισραηλιτικού λαού λέγων· 2 Ὄχι· δὲν ἀπέρριψεν ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ὁποίους, προτοῦ νὰ καλέσῃ τὰ ἔθνη, ἐπρογνώρισε καὶ ἐξέλεξεν ὡς λαὸν ἰδικόν του. Ἀλλ’ αὐτὸ, ποὺ συνέβη σήμερον, ἔγινε καὶ προτήτερα εἰς ἄλλους χρόνους τῆς Π. Διαθήκης. Ἢ δὲν ἠξεύρετε, τί λέγει ἡ Γραφή, ὅταν ἐξιστορῇ τὴν δρᾶσιν τοῦ προφήτου Ἠλία; Πῶς δηλαδὴ ὁ Ἠλίας προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν ὁμίλει κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ λέγων:
3 Κύριε, τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν, τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου. 3 “Κυριε, οι Ισραηλίται εφόνευσαν τους προφήτας σου, εκρήμνισαν και κατέσκαψαν τα θυσιαστήριά σου, εγώ δε απέμεινα πλέον μόνος και ζητούν αυτοί να μου πάρουν την ζωήν!”. 3 Κύριε, τοὺς προφήτας σου ἐφόνευσαν καὶ κατέστρεψαν τὰ θυσιαστήριά σου καὶ ἐγὼ ἀπέμεινα μοναχὸς καὶ ζητοῦν τὴν ζωήν μου.
4 ἀλλὰ τί λέγει αὐτῷ ὁ χρηματισμός; κατέλιπον ἐμαυτῷ ἑπτακισχιλίους ἄνδρας, οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν γόνυ τῇ Βάαλ. 4 Αλλά τι λέγει εις αυτόν ο Θεός με ειδικήν αποκάλυψιν; “Εχω αφήσει και έχω φυλάξει δια τον ευατόν μου επτά χιλιάδας άνδρας, οι οποίοι δεν έκλιναν τα γόνατά των, δια να προσκυνήσουν το είδωλον του Βααλ”. 4 Ἀλλὰ τί τοῦ λέγει ἡ ἀποκάλυψις, ποὺ ἔγινεν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεόν; Ἐφύλαξα διὰ τὸν ἑαυτόν μου ἑπτὰ χιλιάδας ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐγονάτισαν διὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ εἴδωλον τοῦ Βάαλ.
5 οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ’ ἐκλογὴν χάριτος γέγονεν. 5 Ετσι λοιπόν και εις την σημερινήν εποχήν έχει απομείνει ένα υπόλοιπον πιστών Ισραηλιτών, σύμφωνα με την εκλογήν, την οποίαν κατά χάριν έκαμεν ο Θεός. 5 Ὅπως λοιπὸν τότε, ἔτσι καὶ εἰς τὴν σημερινὴν ἐποχὴν ἔχει ξεχωρισθῇ κάποιο ὑπόλοιπον πιστῶν Ἰσραηλιτῶν σύμφωνα μὲ ἐκλογήν, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ Θεὸς κατὰ χάριν.
6 εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. εἰ δὲ ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν ἔργον. 6 Εάν δε αυτό το υπόλοιπον το εξέλεξεν ο Θεός σύμφωνα με την ιδικήν του χάριν, τότε δεν το εξέλεξε δια την αξίαν των έργων. Διότι άλλως η χάρις παύει πλέον να είναι χάρις. Εάν όμως από τα έργα των εκείνοι εξελέγησαν και εδικαιώθησαν, δεν ημπορεί πλέον να γίνεται λόγος δια χάριν, διότι άλλως το έργον το αγαθόν παύει πλέον να είναι άξιον αμοιβής. 6 Ἐὰν δὲ τὸ ὑπόλοιπον αὐτὸ ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς κατὰ χάριν, τότε ἡ ἐκλογὴ δὲν ἔγινε πλέον δι’ ἔργα ἀξιόμισθα. Διότι ἄλλως ἡ χάρις παύει πλέον νὰ εἶναι καὶ εἰς τὴν πραγματικότητα χάρις. Ἐὰν δὲ ἐξελέγη τὸ ὑπόλοιπον αὐτὸ λόγῳ τῶν ἔργων του τῶν ἀγαθῶν, ἡ χάρις δὲν εἶναι πλέον χάρις. Διότι ἀλλοιῶς τὸ ἀγαθὸν ἔργον παύει πλέον νὰ εἶναι πρᾶξις ἀξιόμισθος καὶ ἀξία ἀνταμοιβῆς.
7 Τί οὖν; ὃ ἐπιζητεῖ Ἰσραήλ, τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ ἐκλογὴ ἐπέτυχεν· οἱ δὲ λοιποὶ ἐπωρώθησαν, 7 Τι, λοιπόν, ημπορούμεν να συμπεράνωμεν επί του προκειμένου; Αυτό το οποίον επιζητούσεν ο Ισραηλιτικός λαός, δηλαδή την δικαίωσίν του δια του Νομου, δεν το επέτυχεν. Οσοι όμως δια την πίστιν των εξελέγησαν από τον Θεόν, επέτυχαν και έλαβαν την δικαίωσιν· οι άλλοι όμως, οι οποίοι ένεκα της απιστίας των δεν εξελέγησαν, απεμακρύνθησαν από τον Θεόν, και εσκληρύνθησαν. 7 Τί λοιπὸν συνέβη μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἐν σχέσει μὲ τὴν πλήρωσιν τῆς ἐπαγγελίας; Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἐπιμονὴν ζητεῖ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ἤτοι τὴν δικαίωσιν διὰ τοῦ νόμου, δὲν τὸ ἐπέτυχεν. Ἐπέτυχαν ὅμως τὴν δικαίωσιν διὰ τῆς πίστεως ἑκεῖνοι ἐκ τῶν Ἰσραηλιτῶν, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξεν ὁ Θεός. Οἱ δὲ λοιποί, ποὺ δὲν ἐξελέγησαν, ἔγιναν σκληροὶ καὶ πωρωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν των.
8 καθὼς γέγραπται· ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ μὴ ἀκούειν, ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 8 Ετσι άλλωστε έχει προφητευθή από τον Ησαΐαν· “παρεχώρησεν ο Θεός να τους καραλάβη πνεύμα και τάσις νυσταγμού και σκοτισμού, νάρκωσις και αναισθησία πνευματική. Τους έδωσεν ο Θεός οφθαλμούς, που οι ίδιοι τους εκότισαν, ώστε να μη βλέπουν την αλήθεια, και αυτιά να μην ακούουν την θείαν διδασκαλίαν μέχρι της σημερινής ημέρας”. 8 Καὶ ἔγινεν αὐτὸ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ προφητικῶς: Παρεχώρησεν ὁ Θεὸς νὰ τοὺς καταλάβῃ πνεῦμα, ποὺ ἔκαμεν ἀναισθήτους τὰς ψυχάς των, ὥστε νὰ μὴ συγκινηθοῦν διόλου ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Καὶ ἔτσι τὰ μάτια τους βλέπουν μὲν ἐξωτερικῶς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν βλέπουν καὶ τὸ ἐσωτερικὸν νόημά τους· καὶ τὰ αὐτιά τους ἀκούουν μὲν τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτοὶ σὰν νὰ ἦσαν κωφοί, δὲν τοὺς ἐννοοῦν μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
9 καὶ Δαυῒδ λέγει· γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς θήραν καὶ εἰς σκάνδαλον καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς· 9 Αλλά και ο Δαυίδ λέγει· “η τράπεζά των, εις την οποίαν απολαμβάνουν με ένα πνεύμα υλοφροσύνης τα εκλεκτά φαγητά, ας γίνη δι' αυτούς παγίδα, δίκτυ και θηλειά που θα τους πιάση, πρόσκομμα δια να σκοντάψουν και πέσουν και έτσι κατά λόγον δικαιοσύνης να τιμωρηθούν. 9 Εἰς αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἡσαΐου προσθέτει καὶ ὁ Δαβὶδ διὰ τὴν τιμωρίαν, ποὺ ἁρμόζει εἰς τὴν ἀπιστίαν τους: Ἡ τράπεζά τους, ποὺ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθὰ τῆς χαρούμενης ζωῆς των, ἂς μεταβληθῇ εἰς παγίδα διὰ νὰ πιασθοῦν εἰς αὐτήν· ἂς μεταβληθῇ καὶ εἰς βρόχον κυνηγίου διὰ νὰ συλληφθοῦν σὰν θηράματα, καὶ εἰς πρόσκομμα διὰ νὰ σκοντάψουν καὶ πέσουν μέσα εἰς λάκκον καὶ εἰς δικαίαν τιμωρίαν.
10 σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διὰ παντὸς σύγκαμψον. 10 Ας σκοτισθούν τα μάτια της ψυχής και του νου των δια να μη βλέπουν, και ας λυγίση η ράχη των, δια να μένουν πάντοτε δούλοι κάτω από το βαρύ φορτίον της αμαρτίας των”. 10 Ἂς κυριεύσῃ σκοτισμὸς τὰ μάτια τοῦ νοῦ των διὰ νὰ μὴ βλέπουν, καὶ ἂς κυρτωθῇ γιὰ πάντα ἡ ράχη των διὰ νὰ μένουν ὑποδουλωμένοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν τῆς ἀπιστίας των.
11 Λέγω οὖν, μὴ ἔπταισαν ἵνα πέσωσι; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τῷ αὐτῶν παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς ἔθνεσιν, εἰς τὸ παραζηλῶσαι αὐτούς. 11 Ερωτώ ακόμη, μήπως οι Ισραηλίται έφταιξαν τόσο βαρειά, ώστε να πέσουν πολύ βαθειά, που να μη υπάρχη πλέον ελπίς ανορθώσεώς των; Μη γένοιτο! Αλλ' επεσαν, ώστε δια μέσου της ιδικής των απιστίας και πτώσεως, να κηρυχθή και διαδοθή η σωτηρία εις τα έθνη, έτσι δε να κεντήση ο Θεός την ζήλειαν των και να τους παρακινήση με τον τρόπον αυτόν να πιστεύσουν και οι ίδιοι. 11 Δὲν ἡμπορεῖ λοιπὸν κανεὶς νὰ ἀρνηθῇ, ὅτι οἱ Ἰσραηλῖται ὑπέχουν ὁλόκληρον τὴν εὐθύνην τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπιστίας των. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα: Μήπως οἱ ἀπιστήσαντες Ἰουδαῖοι ἐσκόνταψαν διὰ νὰ πέσουν τελειωτικά, χωρὶς νὰ ὑπάρχη καμμία ἐλπὶς νὰ ἀνορθωθοῦν ἀπὸ τὴν πτῶσιν τους αὐτήν; Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ εἴπωμεν κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ ἔπεσαν διὰ νὰ ἑξασφαλισθῇ μὲ τὴν πτῶσιν τους αὐτὴν ἡ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρία εἰς τοὺς ἐθνικούς, ἔτσι δὲ νὰ διεγείρῃ εἰς αὐτοὺς ζηλοτυπίαν ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὴν ζήλειαν ποὺ θὰ τοὺς πιάσῃ, ὅταν βλέπουν τοὺς ἐθνικοὺς νὰ κληρονομοῦν τὴν ἐπαγγελίαν, νὰ παρακινηθοῦν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ νὰ πιστεύσουν.
12 εἰ δὲ τὸ παράπτωμα αὐτῶν πλοῦτος κόσμου καὶ τὸ ἥττημα αὐτῶν πλοῦτος ἐθνῶν, πόσῳ μᾶλλον τὸ πλήρωμα αὐτῶν; 12 Εάν δε η πτώσις αυτών έφερε κατά ένα έμεσον τρόπον πλούτον δωρεών και ευλογιών εις τα έθνη και η ήττα των εις την πνευματικήν ζωήν έγινε πρόξενος πλουσίων ευεργεσιών, πόσω μάλλον η προσέλευσις όλων των στον Χριστόν, θα γίνη αιτία ακόμη πλουσιωτέρων ευλογιών δια τα έθνη; 12 Ἐὰν δὲ ἡ πτῶσις των ἔφερε πλοῦτον εὐλογιῶν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἐὰν ἡ ἧττα των καὶ ἡ κατάπτωσίς των ἐν τῇ πνευματικῇ ζωῇ ἔγινε πρόξενος πλουσίων δωρεῶν εἰς τοὺς ἐθνικούς, πόσῳ μᾶλλον ἡ προσέλευσις ὁλοκλήρου τοῦ ἀριθμοῦ των εἰς τὴν πίστιν θὰ γίνῃ πηγὴ πλουσίων δωρεῶν καὶ χαρίτων εἰς ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα;
13 Ὑμῖν γὰρ λέγω τοῖς ἔθνεσιν· ἐφ’ ὅσον μὲν οὖν εἰμι ἐγὼ ἀπόστολος, τὴν διακονίαν μου δοξάζω, 13 Εις σας τους εθνικούς τα λέγω αυτά, δια να μη υψηλοφρονήσετε και περιφρονήσετε τους Ιουδαίους. Εφ' όσον άλλωστε εγώ είμαι Απόστολος των εθνών, εργάζομαι με κάθε αυταπάρνησιν να σας μεταδώσω το Ευαγγέλιον, να εκπληρώσω την αποστολήν μου και να σας οδηγήσω εις την δόξαν του Θεού. 13 Μὴ νομίσετε δέ, ὅτι αἱ ἰδέαι μου αὐταὶ περὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ συντελοῦν εἰς τὸ νὰ λησμονήσω τὴν ἀποστολήν μου εἰς τὰ ἔθνη. Διότι λέγω εἰς σᾶς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς· Ἐφ’ ὅσον εἶμαι ἐγὼ ἀπόστολος διὰ νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον εἰς τοὺς ἐθνικούς, προσπαθῶ νὰ τιμήσω τὴν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν ἀποστολήν μου αὐτὴν καὶ νὰ ἀποδείξω αὐτὴν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον καρποφόρον.
14 εἴ πως παραζηλώσω μου τὴν σάρκα καὶ σώσω τινὰς ἐξ αὐτῶν. 14 Ακόμη δε μήπως και διεγείρω τον ζήλον των ομοεθνών μου και οδηγήσω, έστω και μερικούς από αυτούς, στον δρόμον της σωτηρίας. 14 Ναί· προσπαθῶ νὰ ἑλκύσω μὲ τὸ κήρυγμά μου ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρους εἰδωλολάτρας εἰς τὸν Χριστόν, μήπως ἔτσι διεγείρω τὴν ζήλειαν τῶν κατὰ σάρκα ὁμοεθνῶν μου καὶ σώσω μερικοὺς ἀπὸ αὐτούς, ὅσοι θὰ παρακινηθοῦν ἀπὸ τὴν ζήλειαν αὐτὴν νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ Χριστιανοί.
15 εἰ γὰρ ἡ ἀποβολὴ αὐτῶν καταλλαγὴ κόσμου, τίς ἡ πρόσληψις εἰ μὴ ζωὴ ἐκ νεκρῶν; 15 Διότι εάν η αποπομπή των από την Χριστινικήν πίστιν έγινεν έμμεσος αιτία να συμφιλιωθή ο ειδωλολατρικός κόσμος με τον Θεόν, η πρόσληψίς των εις την πίστιν τι άλλο θα είναι ειμή ζωή όλων και πνευματική ανάστασις εκ των νεκρών; 15 Προσπαθῶ δὲ νὰ σώσω ἔστω καὶ ὀλίγους συμπατριώτας μου, διότι ἐὰν ἡ ἀποβολὴ καὶ ἀποδοκιμασία τους ἔγινεν αἰτία νὰ συνδιαλλαγῇ ὁ κόσμος μὲ τὸν Θεόν, τί ἄλλο θὰ εἶναι ἡ πρόσληψίς τους εἰς τὴν πίστιν παρὰ ζωὴ ὅλων καὶ ἀνάστασις πνευματικὴ ἐκ νεκρῶν;
16 εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἁγία, καὶ τὸ φύραμα· καὶ εἰ ἡ ῥίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι. 16 Εάν δε η απαρχή του Ισραηλιτικού λαού, δηλαδή οι πατριάρχαι, οι προφήται, οι δίκαιοι, που πρώτοι δια την αξίαν των ευλογήθησαν από τον Θεόν, είναι αγία, τότε και η μάζα του Ισραηλιτικού λαού είναι δεκτική αγιότητος. Και εάν η ρίζα είναι αγία, τότε και οι κλάδοι, δηλαδή οι Ισραηλίται, ημπορεί να γίνουν άγιοι. 16 Ἐὰν δὲ οἱ ἔνδοξοι πατέρες καὶ προφῆται τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τοὺς ὁποίους ἠμποροῦμεν νὰ παρομοιάσωμεν μὲ τὸ προζύμιον ἐκ τῆς νέας ἐσοδείας, εἶναι ἅγιοι ὡς ἀφιερωθέντες εἰς τὸν Θεὸν καὶ εὐλογηθέντες ὑπ’ αὐτοῦ, τότε καὶ ὁλόκληρον τὸ ζυμούμενον δι’ αὐτοῦ ὑλικόν, ἤτοι ὁλόκληρον τὸ ἰουδαϊκὸν ἔθνος εἶναι κατάλληλον διὰ νὰ γίνῃ ἅγιον. Καὶ ἐὰν ἡ ρίζα, ἤτοι οἱ πατριάρχαι τῶν Ἰουδαίων, εἶναι ἁγία, τότε καὶ τῆς ρίζης αὐτῆς οἱ κλάδοι, ἤτοι οἱ Ἰσραηλῖται, εἶναι κατάλληλοι νὰ γίνουν ἅγιοι.
17 Εἰ δέ τινες τῶν κλάδων ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ ἀγριέλαιος ὢν ἐνεκεντρίσθης ἐν αὐτοῖς καὶ συγκοινωνὸς τῆς ῥίζης καὶ τῆς πιότητος τῆς ἐλαίας ἐγένου, 17 Εάν δε μερικοί από τους κλάδους εκόπησαν από τον κορμόν, απεσπάσθησαν και επετάχθησαν δια την απιστίαν των, συ δε, ο ειδωλολάτρης, που μέχρι προ ολίγου παρέμεινες αγριέλαια και εκεντρώθηκες εις την θέσιν των αποκοπτέντων κλάδων, συνεδέθης δε με την ρίζαν και μετέχεις στους παχείς χυμούς της ελαίας, 17 Ἀλλ’ ἐὰν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς κλάδους ἀπεκόπησαν ἕνεκα τῆς ἀπιστίας των καὶ ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὴν ἁγίαν ρίζαν τῶν πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, σὺ δὲ ὁ μέχρι πρὸ ὀλίγου εἰδωλολάτρης, καίτοι ἦσο ἀγριελαία καὶ ὠμοίαζες πρὸς δένδρον ἄγριον καὶ ἄκαρπον, ἐκεντρώθης μεταξὺ τῶν κλάδων τῆς εὐλογημένης ρίζης καὶ ἔγινες συγκοινωνὸς τῆς ρίζης αὐτῆς καὶ τοῦ παχέος χυμοῦ τῆς ἐλαίας,
18 μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων· εἰ δὲ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ τὴν ῥίζαν βαστάζεις, ἀλλὰ ἡ ῥίζα σέ. 18 μη υπερηφανεύεσαι εις βάρος των κλάδων, που απεσπάσθησαν. Εάν δε αλαζονεύεσαι και υπερηφανεύεσαι, μάθε, ότι δεν βαστάζεις συ την ρίζαν, αλλά η ρίζα βαστάζει σε· “και ως Χριστιανός δε που είσαι, στηρίζεσαι στους πατριάρχας και τους προφήτας των Εβραίων. 18 μὴ ὑπερηφανεύεσαι καὶ μὴ περιφρονῇς τοὺς κλάδους ποὺ ἀπεκόπησαν. Ἐὰν δὲ ὑψηλοφρονῇς ἀλαζονικῶς, μάθε, ὅτι δὲν βαστάζεις σὺ τὴν ρίζαν, ἀλλ’ ἡ ρίζα βαστάζει σέ, καὶ εἰς αὐτήν, ἤτοι εἰς τοὺς πατριάρχας, ὀφείλεται τὸ ὅτι σὺ ἀπολαύεις τὰς θείας εὐλογίας.
19 ἐρεῖς οὖν· ἐξεκλάσθησαν οἱ κλάδοι, ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ. 19 Θα πης ίσως προς δικαιολογίαν σου· Εκόπησαν οι κλάδοι, δια να κεντρωθώ εγώ εις την θέσιν των. 19 Θὰ εἴπῃς λοιπὸν ἴσως δικαιολογῶν τὴν ἀλαζονείαν σου: Ἀπεκόπησαν οἱ κλάδοι, διὰ νὰ γίνῃ τόπος δι’ ἐμὲ καὶ ἐγκεντρισθῶ ἐγὼ εἰς τὸ ἥμερον καὶ εὐλογημένον δένδρον.
20 καλῶς· τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ τῇ πίστει ἕστηκας. μὴ ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ· 20 Πολύ καλά· ένεκα της απιστίας των εκόπησαν και επετάχθησαν οι κλάδοι· συ δε όχι ένεκα των έργων σου, αλλά ένεκα της πίστεως στέκεις και είσαι κολλημένος με την ρίζαν. Λοιπόν μη υψηλοφρονής, αλλά ταπεινώσου με τον φόβον, μήπως τυχόν ξεπέσης απ' εκεί που είσαι. 20 Πολὺ καλά. Οἱ κλάδοι ὅμως ἀπεκόπησαν ἕνεκα τῆς ἀπιστίας· σὺ δὲ οὐχὶ ἕνεκα τῶν ἔργων σου καὶ τῆς ἰδικῆς σου ἀξιομισθίας, ἀλλ’ ἕνεκα τῆς πίστεως στέκεις ὄρθιος καὶ κολλημένος ἐπὶ τῆς ρίζης. Πρόσεξε λοιπόν. Μὴ ὑπερηφανεύεσαι, ἀλλὰ ταπεινοφρόνων ἔχε φόβον.
21 εἰ γὰρ ὁ Θεὸς τῶν κατὰ φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο, μή πως οὐδὲ σοῦ φείσεται. 21 Διότι εάν ο Θεός δεν ελυπήθη, αλλ' έκοψε και επέταξε τους φυσικούς κλάδους της ελαίας, δηλαδή τους Ισραηλίτας, φοβήσου μήπως δεν λυπηθή και σένα, εάν υψηλοφρονήσης. 21 Διότι, ἐὰν ὁ Θεὸς τοὺς φυσικοὺς κλάδους δὲν ἐλυπήθη καὶ δὲν ἐλογάριασε, φοβήθητι, μήπως δὲν λογαριάσῃ οὔτε σέ, ποὺ δὲν εἶσαι φυσικὸς κλάδος.
22 ἴδε οὖν χρηστότητα καὶ ἀποτομίαν Θεοῦ, ἐπὶ μὲν τοὺς πεσόντας ἀποτομίαν, ἐπὶ δὲ σὲ χρηστότητα, ἐὰν ἐπιμένῃς τῇ χρηστότητι· ἐπεὶ καὶ σὺ ἐκκοπήσῃ. 22 Πρόσεξε, λοιπόν, και κύτταξε την αγαθότητα, αλλά και την αυστηρότητα του Θεού· αυστηρότητα εναντίον εκείνων, που έδειξαν απιστίαν και έπεσαν, αγαθότητα δε εις σε, εάν επιμείνης να πιστεύης και να στηρίζεσαι εις αυτήν την αγαθότητα, διότι άλλως και συ θα αποκοπής. 22 Ἀντὶ λοιπὸν νὰ ὑψηλοφρονῇς, πρόσεχε καὶ κύτταζε καλά, ποίαν ἀγαθότητα καὶ ποίαν αὐστηρότητα ἀμείλικτον ἔδειξεν ὁ Θεός· πρὸς ἐκείνους μὲν οἱ ὁποῖοι διὰ τὴν ἀπιστίαν τους ἔπεσαν, αὐστηρότητα, ἐνῷ πρὸς σὲ ἔδειξεν ἀγαθότητα, ἐὰν ἐπιμείνῃς νὰ στηρίζεσαι καὶ ἐλπίζῃς εἰς τὴν ἀγαθότητα ταύτην· διότι ἄλλως καὶ σὺ θὰ κοπῇς ὁλότελα.
23 καὶ ἐκεῖνοι δέ, ἐὰν μὴ ἐπιμένωσι τῇ ἀπιστίᾳ, ἐγκεντρισθήσονται· δυνατὸς γὰρ ὁ Θεός ἐστι πάλιν ἐγκεντρίσαι αὐτούς. 23 Και εκείνοι δε, οι Ισραηλίται, εάν δεν επιμείνουν εις την απιστίαν των, θα κεντρωθούν πάλιν εις την ελαίαν. Διότι ο Θεός είναι δυνατός και ικανός να τους κεντρώση πάλιν. 23 Καὶ ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι ἀπεκόπησαν, ἐὰν δὲν ἐπιμείνουν εἰς τὴν ἀπιστίαν, θὰ κεντρωθοῦν. Διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς κεντρώσῃ πάλιν εἰς τὸ ἥμερον καὶ εὐλογημένον δένδρον.
24 εἰ γὰρ σὺ ἐκ τῆς κατὰ φύσιν ἐξεκόπης ἀγριελαίου καὶ παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς καλλιέλαιον, πόσῳ μᾶλλον οὗτοι οἱ κατὰ φύσιν ἐγκεντρισθήσονται τῇ ἰδίᾳ ἐλαίᾳ; 24 Διότι, εάν συ εκόπης ως άγριος κλάδος από την αγριελαίαν, που εκ φύσεως είναι τέτοια, και παρά την αγρίαν φύσιν σου εκεντρώθηκες εις την ήμερον ελαίαν, πόσω μάλλον θα κεντρωθούν εις την ιδικήν τους ήμερον ελαίαν αυτοί, που είναι της ιδίας φύσεως με εκείνην; 24 Λέγω δέ, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς κεντρώσῃ πάλιν, διότι, ἐὰν σὺ ἐκόπης ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ δένδρον, ποὺ ἀπὸ τὴν φύσιν του εἶναι ἀγρία ἐλαία, καὶ ὅλως ἀντίθετα πρὸς τὴν φύσιν σου ἐκεντρωθῇς εἰς ἥμερον καὶ καρποφόρον ἐλαίαν, πόσῳ μᾶλλον αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι κλάδοι τῆς αὐτῆς φύσεως πρὸς τὴν ἥμερον ρίζαν, θὰ κεντρωθοῦν εἰς τὴν ἰδικήν τους ἐλαίαν;
25 Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ’ ἑαυτοῖς φρόνιμοι, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ Ἰσραὴλ γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ, 25 Σας τα λέγω αυτά, αδελφοί, διότι δεν θέλω να αγνοήτε αυτήν την κρυμμένην μέχρι σήμερον αλήθειαν, δια να μη θεωρήτε σστον ευατόν σας συνετόν και άγιον και περιφρονήτε τους Ισραηλίτας. Η αλήθεια δε αυτή είναι ότι εις ένα μεγάλο μέρος του Ισραηλιτικού λαού έχει γίνει σκλήρυνσις, μέχρις ότου το πλήθος των εθνικών, που έχει προγνωρίσει ο Θεός, εισέλθουν εις την βασιλείαν του Χριστού. 25 Διότι δὲν θέλω νὰ ἀγνοῆτε, ἀδελφοί, μίαν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἕως τώρα ἦτο κρυμμένη καὶ μᾶς ἐφανερώθη ἀπὸ τὸν Θεόν. Εἶναι ὠφέλιμον νὰ μάθετε τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, διὰ νὰ μὴ θεωρῆτε σεῖς οἱ ἴδιοι τοὺς ἑαυτούς σας φρονίμους καὶ περιφρονῆτε ἀγέρωχα τοὺς Ἰσραηλίτας. Εἶναι δὲ ἡ ἀλήθεια αὐτή, ὅτι ἔχει γίνει σκλήρυνσις εἰς μέρος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἕως ὅτου εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ ὁ πλήρης ἀριθμὸς τῶν ἐθνικῶν, τὸν ὁποῖον ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός.
26 καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ῥυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ Ἰακώβ· 26 Και έτσι, όταν αυτό πραγματοποιηθή, όλος ο Ισραηλιτικός λαός θα σωθή, όπως άλλωστε είναι γραμμένον στον προφήτην Ησαΐαν· “θα έλθη από την Σιών ο υπερασπιστής και ελευθερωτής, ο οποίος θα αποβάλη και θα εξαλείψη τας ασεβείας και τας αμαρτίας από τους απογόνους του Ιακώβ. 26 Καὶ ἔτσι, ὅταν πληρωθῇ ὁ ὅρος αὐτός, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ὡς σύνολον θὰ σωθῇ, καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τὰς προφητείας τοῦ Ἡσαΐου: Θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Σιὼν ἐκεῖνος, ποὺ ἐλευθερώνει καὶ θὰ ἀποδιώξῃ τὰς ἀσεβείας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ.
27 καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ’ ἐμοῦ διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 27 Και αυτή είναι η συμφωνία και η διαθήκη μου με αυτούς, όταν θα αφαιρέσω και θα εξαλείψω τας αμαρτίας των”. 27 Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη, τὴν ὁποίαν θὰ συνάψω πρὸς αὐτούς, ὅταν σηκώσω καὶ ἐξαλείψω τὰς ἁμαρτίας των.
28 κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι’ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας· 28 Οσον δηλαδή αφορά το Ευαγγέλιον, οι άπιστοι Εβραίοι είναι εχθροί του Θεού και εξ αιτίας του γεγονότος ότι εκάλεσε σας τους εθνικούς εις σωτηρίαν ο Θεός· όσον αφορά όμως την από αιώνων εκλογήν των, είναι αγαπητοί στον Θεόν και δια τους προγόνους, από τους οποίους κατάγονται. 28 Καὶ καθ’ ὅσον μὲν ἀφορᾷ εἰς τὸ εὐαγγέλιον οἱ ἀπιστήσαντες Ἰουδαῖοι ἔγιναν ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ διὰ σᾶς, διὰ νὰ διευκολυνθῇ δηλαδὴ ἡ εἴσοδός σας εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Μεσσίου, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ θεωροῦν ὡς ἀποκλειστικὸν προνόμιον ἰδικόν τους καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐπιμένουν νὰ ἀποκλείωνται ἀπὸ αὐτὴν οἱ ἐθνικοί. Καθ’ ὅσον ὅμως ἀφορᾷ εἰς τὴν πρὸ πολλοῦ ἐκλογήν τους ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀγαπητοὶ εἰς τὸν Θεὸν διὰ τοὺς πατέρας, ἐκ τῶν ὁποίων κατάγονται.
29 ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ. 29 Διότι ο Θεός, όταν δίδη τα χαρίσματα και όταν εκλέγη και καλή ως αλάθητος και πάνσοφος που είναι, δεν κάμνει λάθος και είναι δι' αυτό τα χαρίσματά του αμετάκλητα και αμετακίνητα. 29 Εἶναι δὲ ἀγαπητοὶ εἰς τὸν Θεόν, διότι ὁ Θεὸς δὲν ὑπόκειται εἰς πλάνην, ὅταν ἐκλεγῇ καὶ καλὴ καὶ συνεπῶς δὲν μεταμέλεται διὰ τὰ χαρίσματα ποὺ δίδει, καὶ δὲν ἀνακαλεῖ τὴν κλῆσιν ποὺ ἔκαμε.
30 ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ Θεῷ, νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων ἀπειθείᾳ, 30 Διότι, όπως ακριβώς και σεις στο παρελθόν είχατε απειθήσει στον Θεόν και εδουλεύσατε εις τα είδωλα, τώρα δε έχετε ελεηθή χάρις εις την απείθειαν των Ισραηλιτών, 30 Μὴ σᾶς φαίνεται δὲ παράδοξον καὶ ἀντιφατικὸν τὸ ὅτι, ἐνῷ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα καὶ ἀμετάκλητα, ἀπεδοκιμάσθησαν πρὸς τὸ παρὸν οἱ Ἰουδαῖοι. Διότι καὶ σεῖς οἱ ἐθνικοὶ εἴχατε κληθῆ ἄλλοτε ἀπὸ τὸν Θεὸν προτοῦ κληθῇ ὁ Ἀβραάμ. Ἀλλὰ καθὼς σεῖς τότε ἠπειθήσατε εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐλατρεύσατε τὰ εἴδωλα, τώρα δὲ ἐλεήθητε διὰ μέσου τῆς ἀπειθείας τῶν Ἰουδαίων,
31 οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν, τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι· 31 έτσι και αυτοί τώρα έχουν απειθήσει και απιστήσει, δια να ελεηθούν έπειτα παραδειγματιζόμενοι από το έλεος, που έχετε λάβει σεις. 31 ἔτσι καὶ αὐτοὶ τώρα ἀπείθησαν καὶ ἀπίστησαν εἰς τὸ εὐαγγέλιον, διὰ νὰ ἐλεηθοῦν ἔπειτα καὶ αὐτοὶ παρακινούμενοι ἀπὸ τὸ ἔλεος, ποὺ ἐλάβατε σεῖς.
32 συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας ἐλεήσῃ. 32 Ετσι δε έκλεισε ο Θεός όλους μαζή τους ανθρώπους, Ιουδαίους και εθνικούς μέσα εις την απείθειάν των, δια να ελεήση τους πάντας. 32 Ἔγινε δὲ ἡ ἀπείθεια καὶ ἀπιστία αὐτὴ τῶν ἐθνικῶν προτήτερα καὶ τῶν Ἰουδαίων τώρα, διότι ὁ Θεὸς ἐπέτρεψεν, ἵνα κλεισθοῦν ὅλοι μαζὶ εἰς τὴν ἀπείθειαν, διὰ νὰ δείξῃ εἰς ὅλους τὸ ἔλεός του.
33 Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! 33 Ω απροσμέτρητον βάθος πλουσίων δωρεών και απείρους σοφίας και παγγνωσίας του Θεού! Ποσον ανεξερεύνητοι και ακατάληπτοι εις την ανθρωπίνην διάνοιαν είναι αι κρίσεις και αι αποφάσεις αυτού και πόσον ανεξιχνίαστοι είναι αι οδοί και αι μέθοδοι, δια των οποίων εργάζεται δια την σωτηρίαν των ανθρώπων! 33 Ὦ ἀκατάληπτον βάθος πλουσίας ἀγαθότητος καὶ σοφίας Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας ὁδηγοῦνται ὅλα εἰς τὸ ἄριστον τέλος των! Ὦ πλοῦτος γνώσεως Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας προγνωρίζει τὸ τέλος ὅλων! Πόσον ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρωπίνην ἔρευναν αἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις αὐτοῦ, καὶ πόσον εἶναι ἀδύνατον εἰς τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου νὰ παρακολουθήσῃ τὰ ἴχνη τῶν σοφῶν καὶ ἀγαθῶν μεθόδων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰς ὁποίας σώζει τοὺς ἀνθρώπους!
34 τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο; 34 Διότι “ποίος ποτέ εγνώρισε τον άπειρον νουν του Κυρίου, τας πανσόφους σκέψεις και δικαίας αποφάσστου; Η ποίος έγινε σύμβουλός του; 34 Διότι, ποῖος ἐγνώρισε τὴν σκέψιν καὶ τὰς βουλὰς τοῦ Κυρίου; Ἢ ποῖος ἔγινε σύμβουλός του;
35 ἢ τίς προέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἀνταποδοθήσεται αὐτῷ; 35 Η ποίος τον επρόλαβε και του έδωσε πρώτος, ώστε να ζητή δικαιωματικώς ανταπόδοσιν;” 35 Ἢ ποῖος τοῦ ἔδωκεν ἢ τοῦ ἐδάνεισε κάτι πρῶτος, ὥστε νὰ δικαιοῦται, ὅπως ἀξιώσῃ ἀνταπόδοσιν καὶ χρεωστικὴν ἀμοιβὴν ἀπὸ αὐτόν;
36 ὅτι ἐξ αὐτοῦ καὶ δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα. αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 36 Κανείς βέβαια. Διότι από αυτόν εκτίσθησαν τα πάντα και από αυτόν κυβερνώνται, και εις δόξαν του αγίου ονόματός του αποβλέπουν. Εις αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνας. Αμήν. 36 Κανείς. Διότι ἀπὸ αὐτὸν ἐδημιουργήθησαν ὅλα καὶ διὰ τῆς πανσοφίας του κυβερνῶνται καὶ πρὸς δόξαν του ὡς εἰς ὕψιστον σκοπὸν ἀποβλέπουν ὅλα τὰ δημιουργήματα. Εἰς αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.