Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἐπὶ τὸ αὐτὸ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς τὸ ἱερὸν ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην. | 1 Ο Πετρος δε και ο Ιωάννης ανέβαιναν μαζή στον ναόν μίαν από τας ημέρας εκείνας, κατά την τρίτην απογευματινήν, που ήτο ώρα προσευχής. | 1 Κατὰ μίαν δὲ ἀπὸ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἀνέβαιναν μαζὶ εἰς τὸ ἱερὸν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς προσευχῆς, ἤτοι κατὰ τὴν τρίτην ἀπογευματινήν. |
2 καί τις ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐβαστάζετο, ὃν ἐτίθουν καθ’ ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἱεροῦ τὴν λεγομένην ὡραίαν τοῦ αἰτεῖν ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν· | 2 Και έφεραν, κατά την ώραν εκείνη, εις τα χέρια, ένα άνθρωπον εκ γενετής χωλόν, τον οποίον κάθε ημέραν έβαζαν εις την θύραν της αυλής του ναού, η οποία ελέγετο ωραία, δια να ζητή ελεημοσύνην από εκείνους, που εισήρχοντο στον ναόν. | 2 Καὶ κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἔφεραν εἰς τὰ χέρια κάποιον ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο χωλὸς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του, καὶ τὸν ὁποῖον ἔβαναν κάθε ἡμέραν εἰς τὴν πόρταν τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τοῦ ναοῦ, ἡ ὁποία ἐκαλεῖτο Ὡραία, διὰ νὰ ζητῇ ἐλεημοσύνην ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔμβαιναν εἰς τὸ ἱερόν. |
3 ὃς ἰδὼν Πέτρον καὶ Ἰωάννην μέλλοντας εἰσιέναι εἰς τὸ ἱερὸν ἠρώτα ἐλεημοσύνην. | 3 Αυτός, όταν είδε τον Πετρον και τον Ιωάννην να προχωρούν, δια να εισέλθουν στον ναόν, τους παρεκάλεσε να τον ελεήσουν. | 3 Οὗτος δέ, ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην, οἱ ὁποῖοι ἔμελλον νὰ ἔμβουν εἰς τὸ ἱερόν, ἐζήτει νὰ λάβῃ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐλεημοσύνην. |
4 ἀτενίσας δὲ Πέτρος εἰς αὐτὸν σὺν τῷ Ἰωάννῃ εἶπε· Βλέψον εἰς ἡμᾶς. | 4 Τον εκύτταξε κατάματα ο Πετρος μαζή με τον Ιωάννην και είπε· “κύτταξέ μας”. | 4 Τότε ὁ Πέτρος διηύθυνε καὶ ἐστήριξε τὰ βλέμματά του εἰς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπε· Κύτταξέ μας προσεκτικά. |
5 ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῖς προσδοκῶν τι παρ’ αὐτῶν λαβεῖν. | 5 Εκείνος δε τους εκύτταξε με πολύ ενδιαφέρον και προσοχήν, περιμένων κάτι να λάβη από αυτούς. | 5 Αὐτὸς δὲ ἐστράφη μὲ ἐνδιαφέρον εἰς αὐτοὺς περιμένων νὰ λάβῃ κάποιαν ἐλεημοσύνην ἀπὸ αὐτούς. |
6 εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει. | 6 Είπε δε ο Πετρος· “αργυρά και χρυσά νομίσματα δεν έχω. Εκείνο δε που έχω, αυτό και σου δίδω, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περιπάτει ελεύθερα”. | 6 Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· Οὔτε ἀργυρᾶ οὔτε χρυσᾶ νομίσματα ἔχω. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἔχω, αὐτὸ καὶ σοῦ δίδω. Διὰ τῆς δυνάμεως, τὴν ὁποίαν δίδει ἡ μετὰ πίστεως ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, σήκω ὄρθιος καὶ περιπάτει. |
7 καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε· παραχρῆμα δὲ ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά, | 7 Και αφού τον επιασε από το δέξι χέρι τον εσήκωσε. Αμέσως δε εστερεώθησαν τα πέλματα αυτού και οι αστράγαλοι | 7 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ δεξιόν του χέρι, τὸν ἐσήκωσε ὄρθιον· ἀμέσως δὲ ἐστερεώθησαν οἱ πατοῦσες του καὶ οἱ ἀστράγαλοί του. |
8 καὶ ἐξαλλόμενος ἔστη καὶ περιεπάτει, καὶ εἰσῆλθε σὺν αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν περιπατῶν καὶ ἁλλόμενος καὶ αἰνῶν τὸν Θεόν. | 8 και γεμάτος χαράν εσηκώθηκε με πήδημα, εστάθηκε όρθιος και περιπατούσε χωρίς καμμίαν δυσκολίαν. Εμπήκε δε μαζή με αυτούς εις την αυλήν του ναού, ελεύθερα περιπατών και πηδών και δοξάζων τον Θεόν δια την θεραπείαν του. | 8 Καὶ γεμᾶτος χαρὰν ὁ χωλὸς ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του μὲ πηδήματα καὶ ἐστάθη ὄρθιος καὶ ἐβάδιζεν ἐλεύθερα. Καὶ ἐμβῆκε μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὸ ἱερόν, περιπατῶν ἐλεύθερα καὶ πηδῶν καὶ δοξάζων τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἐθεράπευσε. |
9 καὶ εἶδεν αὐτὸν πᾶς ὁ λαὸς περιπατοῦντα καὶ αἰνοῦντα τὸν Θεόν· | 9 Ολος δε ο λαός τον είδε να περιπατή εντελώς υγιής και να δοξάζη τον Θεόν. | 9 Καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ ἦτο ἐκεῖ, τὸν εἶδε νὰ περιπατῇ καὶ νὰ ὑμνῇ τὸν Θεόν. |
10 ἐπεγίνωσκόν τε αὐτὸν ὅτι αὐτὸς ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθήμενος ἐπὶ τῇ ὡραίᾳ πύλῃ τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἐπλήσθησαν θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι αὐτῷ. | 10 Εγνώριζαν δε πολύ καλά αυτόν και ήσαν απολύτως βέβαιοι ότι αυτός ήτο εκείνος, που εκάθητο εις την ωραίαν πύλην της αυλής του ναού, δια να ζητή ελεημοσύνην. Και εγέμισαν από θάμβος και κατάπληξιν εμπρός στο μεγάλο αυτό γεγονός. | 10 Καὶ τὸν ἐξήταζαν μὲ περιέργειαν καὶ ἐπείθοντο, ὅτι ἦτο πράγματι αὐτός, ποὺ ἐκάθητο πλησίον τῆς ὡραίας πύλης τοῦ ἱεροῦ διὰ να ζητῇ ἐλεημοσύνην. Καὶ ἐθάμβωσαν ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸν θαυμασμόν τους καὶ ἔμειναν ἐκστατικοὶ ἀπὸ αὐτὸ, ποὺ ἔγινεν εἰς αὐτόν. |
11 Κρατοῦντος δὲ τοῦ ἰαθέντος χωλοῦ τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην συνέδραμε πρὸς αὐτοὺς πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ Σολομῶντος ἔκθαμβοι. | 11 Ενώ δε ο θεραπευθείς χωλός ακολουθούσε κατά πόδας τον Πετρον και τον Ιωάννην και δεν εχωρίζετο καθόλου από αυτούς, έτρεξε προς αυτούς όλος ο λαός μαζή με πολύν θαυμασμόν και έκπληξιν στο υπόστεγον, που ωνομάζετο στοά του Σολομώντος. | 11 Ἐνῷ δὲ ὁ ἰατρευθεῖς χωλὸς δὲν ἐχωρίζετο ἀπὸ τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην, ἀλλὰ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην ἠκολούθει αὐτούς, ἔτρεξε μαζὶ πρὸς αὐτοὺς ὅλος ὁ λαός, ποὺ εἶχεν ἔλθει τὴν στιγμὴν ἐκείνην διὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ἐμαζεύθη εἰς τὴν κάμαραν τοῦ ἱεροῦ, ποὺ ἐκαλεῖτο στοὰ τοῦ Σολομῶντος, γεμᾶτος θαυμασμὸν καὶ κατάπληξιν. |
12 ἰδὼν δὲ ὁ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν; | 12 Οταν δε είδε ο Πετρος τον λαόν, έλαβε τον λόγον και είπε· “άνδρες Ισραηλίται, τι θαυμάζετε, δια το γεγονός αυτό, η διατί έχετε καρφώσει τα μάτια σας εις ημάς, ως εάν ημείς με την ιδικήν μας δύναμιν η ευσέβειαν εκάμαμε αυτόν να περιπατή; | 12 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Πέτρος τὸ πλῆθος αὐτό, ἔλαβε τὸν λόγον καὶ εἶπε πρὸς τὸν λαόν· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, διατὶ θαυμάζετε διὰ τὴν θεραπείαν τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καὶ διατὶ ἔχετε καρφώσει τὰ μάτια σας εἰς ἡμᾶς, ὡσὰν μὲ ἰδικήν μας δύναμιν ἢ λόγῳ τῆς εὐσεβείας μας νὰ ἔχωμεν κατορθώσει τὸ νὰ περιπατῇ οὗτος; |
13 ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτόν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνον ἀπολύειν· | 13 Ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των προγόνων μας, εδόξασε τον παίδα αυτού Ιησούν, ο οποίος με την ενανθρώπησίν του έγινε κατά πάντα υπάκουος στον Πατέρα του, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Σεις όμως τον παρεδώκατε στον σταυρικόν θάνατον και τον αρνηθήκατε εμπρός στον Πιλάτον, όταν εκείνος έκρινε ότι έπρεπε να τον απολύση. | 13 Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεὸς τῶν προγόνων μας ἐδόξασε τὸν Μεσσίαν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἔγινε πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος δοῦλος του. Ἀντιθέτως ὅμως σεῖς παρεδώκατε αὐτὸν διὰ νὰ σταυρωθῇ καὶ τὸν ἠρνήθητε ἐμπρὸς εἰς τὸν Πιλᾶτον, ὅταν ἐκεῖνος ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἀφήσῃ ἐλεύθερον ὡς ἀθῷον. |
14 ὑμεῖς δὲ τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον ἠρνήσασθε, καὶ ᾐτήσασθε ἄνδρα φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν, | 14 Σεις όμως αντιθέτως προς τον Πιλάτον αρνηθήκατε τον απολύτως άγιον και δίκαιον, τον Ιησούν, και εζητήσατε να σας χαρισθή ένας φονιάς. | 14 Ἐνῷ δὲ ὁ εἰδωλολάτρης αὐτὸς ἀνεγνώρισε τὴν ἀθωότητά του, σεῖς ἀρνηθήκατε τὸν κατ’ ἐξοχὴν καὶ μοναδικὸν ἅγιον καὶ ἀπολύτως ἀναμάρτητον καὶ δίκαιον καὶ ἐζητήσατε νὰ σᾶς δοθῇ ὡς χάρις ἄνθρωπος φονεύς, ὁ Βαραββᾶς. |
15 τὸν δὲ ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν. | 15 Αυτόν δε, ο οποίος είναι αρχηγός και χορηγός της ζωής, τον εφονεύσατε. Ο Θεός όμως τον ανέστησε εκ νεκρών και του γεγονότος αυτού ημείς οι Απόστολοί του είμεθα οι αυτόπται μάρτυρες. | 15 Αὐτὸν δέ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον δὲν ἀφήρεσε κανενὸς τὴν ζωήν, ἀλλ’ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ αἴτιος τῆς πνευματικῆς μας σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς φυσικῆς ζωῆς μας, τὸν ἐφονεύσατε. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ μάρτυρες εἴμεθα ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοί του. |
16 καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον, ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι’ αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν. | 16 Και αυτή η πίστις μας στο όνομα αυτού εστερέωσε εις τα πόδια του τούτον τον άνθρωπον, τον οποίον βλέπετε υγιή και εγνωρίζατε καλά ότι ήτο προηγουμένως χωλός. Η πίστις, η οποία προέρχεται από αυτόν και αναφέρεται εις αυτόν, έδωσε στον τέως χωλόν πλήρη και τελείαν την θεραπείαν εμπρός εις τα μάτια όλων. | 16 Καὶ μὲ τὴν πίστιν, ποὺ ἔχομεν εἰς τὸ ὄνομά του, ἐθεραπεύσαμεν αὐτόν, τὸν ὁποῖον βλέπετε ὑγιῆ, καὶ τὸν ὁποῖον γνωρίζετε, ὅτι ἦτο χωλός. Αὐτὸν τὸν ἐκ γενετῆς χωλὸν ἐστερέωσεν εἰς τὰ πόδια του τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἡ πίστις, εἰς τὴν ὁποίαν μᾶς στηρίζει αὐτὸς διὰ τῆς διδασκαλίας του καὶ τῆς χάριτός του, ἔδωκεν εἰς τὸν χωλὸν αὐτὸν τὴν τελείαν καὶ ὁλοκληρωτικὴν αὐτὴν θεραπείαν, ποὺ συνετελέσθη ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλων σας. |
17 καὶ νῦν, ἀδελφοί, οἶδα ὅτι κατὰ ἄγνοιαν ἐπράξατε, ὥσπερ καὶ οἱ ἄρχοντες ὑμῶν· | 17 Τωρα δε, αδελφοί, προσέξατε αυτά, που θα σας πω. Γνωρίζω ότι εξ αγνοίας επράξατε σεις, όπως και οι άρχοντες σας, το μεγάλο αυτό έγκλημα της σταυρώσεως του αθώου. | 17 Καὶ διὰ νὰ ἔλθω, ἀδελφοί, εἰς ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ γίνουν τώρα ἀπὸ σᾶς, ἠξεύρω, ὅτι ἐξ ἀγνοίας, ἐπειδὴ δὲν ἐγνωρίζατε, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, ἐπράξατε καὶ σεῖς καθὼς καὶ οἱ ἄρχοντές σας τὸ ἔγκλημα τοῦ νὰ τὸν σταυρώσετε. |
18 ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῦ παθεῖν τὸν Χριστὸν ἐπλήρωσεν οὕτω. | 18 Ο Θεός όμως με την σταυρικήν θυσίαν του Υιού του επραγματοποίησε όσα είχε προαναγγείλει με το στόμα όλων των προφητών του δια το σωτήριον πάθος του Χριστού. | 18 Ὁ Θεὸς ὅμως μὲ τὸν σταυρικὸν αὐτὸν θάνατον ἐπραγματοποίησε τελείως ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα διεκήρυξεν ἐκ προτέρου διὰ στόματος ὅλων τῶν προφητῶν του προαναγγείλας, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ὑφίστατο παθήματα καὶ θάνατον σκληρόν. |
19 μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας, | 19 Μετανοήσατε, λοιπόν, και γυρίσατε πλησίον στον Θεόν· πιστεύσατε στον Χριστόν, δια να εξαλειφθούν αι αμαρτίαι σας. | 19 Μὴ νομίσετε ὅμως, ὅτι ἐπειδὴ διὰ τῆς πράξεώς σας αὐτῆς ἐπληρώθησαν αἱ προφητεῖαι, εἶσθε ἀνένοχοι καὶ ἀνεύθυνοι δι’ αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐκάματε. Ἡ ἐνοχή σας εἶναι μεγάλη. Μετανοήσατε λοιπὸν καὶ μὲ συμπεριφορὰν εἰς τὸ ἑξῆς ἐνάρετον γυρίσατε ὀπίσω πλησίον τοῦ Θεοῦ ἐγκολπούμενοι διὰ τῆς πίστεως τὸν Ἰησοῦν διὰ νὰ ἑξαλειφθοῦν αἱ ἁμαρτίαι σας. |
20 ὅπως ἂν ἔλθωσι καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου καὶ ἀποστείλῃ τὸν προκεχειρισμένον ὑμῖν Χριστόν Ἰησοῦν, | 20 Και δια να έλθουν εις σας εκ μέρους του Κυρίου καιροί λυτρώσεως και αναψυχής και να αποστείλη εις σας λυτρωτήν τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον προ πάντων των αιώνων είχε προορίσει και ως ιδικόν σας Μεσσίαν. | 20 Μετανοήσατε καὶ ἐπιστρέψατε, διὰ νὰ ἐπιβλέψῃ εἰς σᾶς πλήρης ἐλέους ὁ Κύριος καὶ διὰ νὰ σᾶς ἔλθουν ἀπὸ τὸ ἐξευμενισμένον πλέον πρόσωπόν του καιροὶ ἀναψυχῆς ἀπὸ τὰς θλιβεράς περιπετείας σας διὰ τῆς ἀπολαύσεως τῶν εὐλογιῶν τῆς Νέας Διαθήκης, καὶ διὰ νὰ σᾶς ἀποστείλῃ πάλιν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴν τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἔχει προορισθῇ διὰ νὰ εἶναι ἰδικός σας Μεσσίας. |
21 ὃν δεῖ οὐρανὸν μὲν δέξασθαι ἄχρι χρόνων ἀποκαταστάσεως πάντων ὧν ἐλάλησεν ὁ Θεὸς διὰ στόματος πάντων ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν ἀπ’ αἰῶνος. | 21 Αυτόν, σύμφωνα με τας προφητείας, πρέπει να τον υποδεχθή και να τον έχη εκεί εν μέσω του πνευματικού κόσμου ένδοξον ο ουρανός, έως ότου έλθουν οι προκαθωρισμένοι χρόνοι δια την αποκατάστασιν και ανακαίνισιν του σύμπαντος, δια τους οποίους χρόνους έχει ομιλήσει ο Θεός με το στόμα όλων των δια μέσου των αιώνων αγίων προφητών του. | 21 Μὴ περιμένετε ὅμως τώρα νὰ τὸν ἴδετε πάλιν μὲ τὰ σωματικά σας μάτια, ὅπως τὸν ἐβλέπατε προτήτερα. Διότι αὐτόν, τὸν Μεσσίαν καὶ Χριστόν, δὲν πρόκειται νὰ τὸν δεχθῇ ὡς κοσμικὸν βασιλέα ἡ γῆ, ὅπως τὸν φαντάζονται σύμφωνα μὲ τὰς παχυλάς των ἀντιλήψεις οἱ ὁμοεθνεῖς μας. Ἀλλὰ πρέπει σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας νὰ ὑποδεχθῇ αὐτὸν ὁ οὐρανός. Καὶ θὰ μείνῃ ἐκεῖ δοξαζόμενος, ἕως ὅτου ἔλθουν οἱ χρόνοι, κατὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἀνακαινισθοῦν καὶ θὰ ἀποκατασταθοῦν τὰ πάντα. Περὶ τῶν χρόνων δὲ αὐτῶν καὶ τοῦ ἀνακαινισμοῦ τῶν πάντων ἐλάλησεν ὁ Θεὸς διὰ στόματος ὅλων τῶν ἁγίων του προφητῶν ἀπὸ παλαιοτάτων χρόνων. |
22 Μωϋσῆς μὲν γὰρ πρὸς τοὺς πατέρας εἶπεν ὅτι προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἂν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς. | 22 Διότι ο μεν Μωϋσής είπε στους προγόνους σας, ότι προφήτην ωσάν εμέ, νομοθέτην και μεσίτην, θα αναδείξη εις σας Κυριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας. Αυτόν έχετε καθήκον να υπακούετε εις όλα όσα θα σας διδάξη. | 22 Ναί· διὰ στόματος ὅλων τῶν προφητῶν. Διότι ὁ μὲν Μωϋσῆς εἶπε πρὸς τοὺς προπάτοράς μας, ὅτι προφήτην θὰ σᾶς ἀναστήσῃ Κύριος ὁ Θεός σας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ὁμοεθνεῖς σας ὅμοιον πρὸς ἐμέ, νομοθέτην δηλαδὴ καὶ μεσίτην ὡς ἐγώ· αὐτὸν ἔχετε καθῆκον νὰ ὑπακούσετε εἰς ὅλα, ὅσα θὰ σᾶς εἴπῃ. |
23 ἔσται δὲ πᾶσα ψυχὴ, ἥτις ἐὰν μὴ ἀκούσῃ τοῦ προφήτου ἐκείνου, ἐξολεθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ. | 23 Καθε δε ψυχή, η οποία δεν θα υπακούση στον προφήτην εκείνον, θα εξολοθρευθή ανάμεσα από τον λαόν. | 23 Ὁποιοσδήποτε δὲ δὲν ὑπακούσῃ εἰς τὸν προφήτην ἐκεῖνον, ὠρισμένως αὐτὸς θὰ ἑξαφανισθῇ ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. |
24 καὶ πάντες δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ Σαμουὴλ καὶ τῶν καθεξῆς ὅσοι ἐλάλησαν, καὶ κατήγγειλαν τὰς ἡμέρας ταύτας. | 24 Και όλοι οι προφήται από τον Σαμουήλ και έπειτα, όσοι εκήρυξαν προς τους προγόνους σας, προανήγγειλαν αυτάς τας ημέρας που ζώμεν σήμερα. | 24 Αὐτὰ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς. Καὶ ὅλοι δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ τοῦ Σαμουὴλ καὶ ἔπειτα, ὅσοι ἐλάλησαν πρὸς τοὺς πατέρας μας, αὐτοὶ καὶ προανήγγειλαν τὰς ἡμέρας αὐτὰς τῆς εὐτυχοῦς βασιλείας τοῦ Μεσσίου, κατὰ τὰς ὁποίας οἱ κακοὶ θὰ τιμωρηθοῦν ὁριστικῶς καὶ οἱ δίκαιοι θὰ ἀνταμειφθοῦν. |
25 ὑμεῖς ἐστε υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ· καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς. | 25 Σεις είσθε οι απόγονοι των προφητών και οι κληρονόμοι της διαθήκης, την οποίαν ο Θεός έκαμε με τους πατέρας σας λέγων προς τον Αβραάμ· Δια του Μεσσίου, ο οποίος κατά σάρκα θα είναι ιδικός σου απόγονος, θα ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης. | 25 Σεῖς εἶσθε οἱ ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τῶν προφητῶν, καὶ ἰδικοί σας εἶναι οἱ προφῆται, καθὼς καὶ ἡ Διαθήκη, τὴν ὁποίαν σύνηψεν ὁ Θεὸς μὲ τοὺς προπάτοράς μας, ὅταν εἶπε πρὸς τὸν Ἀβραάμ: Καὶ διὰ τοῦ Μεσσίου, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἀπόγονός σου, θὰ λάβουν τὰς εὐλογίας καὶ χάριτας τοῦ Θεοῦ ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. |
26 ὑμῖν πρῶτον ἀναστήσας ὁ Θεὸς τὸν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν ἀπέστειλεν αὐτὸν εὐλογοῦντα ὑμᾶς ἐν τῷ ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν. | 26 Εις σας πρώτον ο Θεός, αφού ανέστησε τον παίδα του τον Ιησούν, και τον απέδειξε ως Μεσσίαν, τον έστειλε να σας ευλογή, όταν θα μετανοήσετε δια τας αμαρτίας σας και ο καθένας σας θα ξεκόβη από τας πονηρίας σας | 26 Εἰς σᾶς πρῶτον ὁ Θεός, ἀφοῦ ἔδωκε ζωὴν εἰς τὸν δοῦλον του Ἰησοῦν καὶ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τὸν ἀνέδειξε τὸ εὐλογημένον σπέρμα καὶ ἀπόγονον τοῦ Ἀβραάμ, ἀπέστειλεν αὐτὸν διὰ νὰ σᾶς εὐλογῇ, ἐφ’ ὅσον καὶ σεῖς καταβάλλετε πᾶσαν προσπάθειαν νὰ ἀπομακρυνθῇ ὁ καθένας σας ἀπὸ τὰς πονηρίας σας. |