Τρίτη, 10 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 17:07
Σελ. 10 ημ.
345-21
16ος χρόνος, 6142η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 (ΚΖ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ὡς δὲ ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν ἡμᾶς εἰς τὴν Ἰταλίαν, παρεδίδουν τόν τε Παῦλον καί τινας ἑτέρους δεσμώτας ἑκατοντάρχῃ ὀνόματι Ἰουλίῳ σπείρης Σεβαστῆς. 1 Οταν δε απεφασίσθη να πλεύσωμεν δια την Ιταλίαν, παρέδωσαν και τον Παύλον και μερικούς άλλους κρατουμένους εις ένα εκατόνταρχον, ονόματι Ιούλιον, του τάγματος, που έφερε το όνομα “σπείρα Σεβαστή”. 1 Όταν δὲ ἀπεφασίσθη νὰ ἀποπλεύσωμεν εἰς Ἰταλίαν, παρέδωκαν καὶ τὸν Παῦλον καὶ μερικοὺς ἄλλους φυλακισμένους εἰς κάποιον ἑκατόνταρχον, ποὺ ἐλέγετο Ἰούλιος καὶ ἀνῆκεν εἰς τὸ τάγμα, ποὺ ἔφερε τὸν τίτλον σπεῖρα Σεβαστή.
2 ἐπιβάντες δὲ πλοίῳ Ἀδραμυττηνῷ μέλλοντες πλεῖν τοὺς κατὰ τὴν Ἀσίαν τόπους ἀνοίχθημεν, ὄντος σὺν ἡμῖν Ἀριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως, 2 Αφού δε απεβιβάσθημεν στο πλοίον, που ανήκε εις την πόλιν Αδραμύττιον, ανοιχθήκαμε στο πέλαγος με διεύθυνσιν προς τους λιμένας, που ευρίσκοντο κατά μήκος της Μικρασιατικής παραλίας. Ητο δε μαζή μας και ο Αρίσταρχος ο Μακεδών από την Θεσσαλονίκην. 2 Ἀφοῦ δὲ ἐπεβιβάσθημεν εἰς πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἀνῆκεν εἰς τὸν λιμένα τῆς πόλεως Ἀδραμυττίου, ἡ ὁποία ἔκειτο ἐπὶ τῆς Μικρασιατικῆς ἀκτῆς καὶ ἀπέναντι τῆς Λέσβου, ἀπεπλεύσαμεν εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος μὲ δρομολόγιον νὰ πλεύσωμεν πρὸς τοὺς λιμένας, ποὺ εὑρίσκοντο κατὰ μῆκος τῆς ἀσιατικῆς ἀκρογιαλιᾶς, ἦτο δὲ μαζί μας καὶ ὁ Ἀρίσταρχος, Μακεδὼν ἐκ Θεσσαλονίκης.
3 τῇ τε ἑτέρᾳ κατήχθημεν εἰς Σιδῶνα· φιλανθρώπως τε ὁ Ἰούλιος τῷ Παύλῳ χρησάμενος ἐπέτρεψε πρὸς τοὺς φίλους πορευθέντα ἐπιμελείας τυχεῖν. 3 Την άλλην ημέραν αγκυροβολήσαμε εις την Σιδώνα· και ο Ιούλιος με εύνοιαν φερόμενος προς τον Παύλον, του επέτρεψε να υπάγη στους φίλους του δια να τον περιποιηθούν. 3 Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀράξαμεν εἰς τὴν Σιδῶνα. Καὶ ὁ Ἰούλιος συμπεριεφέρθη μὲ φιλανθρωπίαν καὶ εὔνοιαν πρὸς τὸν Παῦλον καὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ συναντήσῃ τοὺς φίλους του καὶ νὰ τύχη τῆς περιποιήσεώς των.
4 κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον διὰ τὸ τοὺς ἀνέμους εἶναι ἐναντίους, 4 Και από εκεί εβγήκαμε στο ανοικτόν πέλαγος, επλεύσαμεν κοντά και κατά μήκος της Κυπρου, επειδή οι άνεμοι ήσαν αντίθετοι. 4 Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀνεχωρήσαμεν, ἐπλεύσαμεν πλησίον καὶ κατὰ μῆκος τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τῆς Κύπρου, ἐπειδὴ οἱ ἄνεμοι ἦσαν ἐνάντιοι.
5 τό τε πέλαγος τὸ κατὰ τὴν Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εἰς Μύρα τῆς Λυκίας. 5 Και αφού διεσχίσαμεν το πέλαγος της περιοχής Κιλικίας και Παμφυλίας, προσωρμίσθημεν εις τα Μυρα της Λυκίας. 5 Καὶ ἀφοῦ διεσχίσαμεν τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν τῆς Κιλικίας καὶ Παμφυλίας, ἐφθάσαμεν εἰς τὰ Μύρα τῆς Λυκίας.
6 Κἀκεῖ εὑρὼν ὁ ἑκατοντάρχης πλοῖον Ἀλεξανδρῖνον πλέον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐνεβίβασεν ἡμᾶς εἰς αὐτό. 6 Εκεί δε ευρήκε ο εκατόνταρχος ένα πλοίον της πόλεως Αλεξανδρείας, που επρόκειτο να ταξιδεύση εις την Ιταλίαν και μας επεβίβασε εις αυτό. 6 Καὶ ἐκεῖ εὗρεν ὁ ἑκατόνταρχος πλοῖον ἐξ Ἀλεξάνδρείας, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ μᾶς ἐπεβίβασεν εἰς αὐτό.
7 ἐν ἱκαναῖς δὲ ἡμέραις βραδυπλοοῦντες καὶ μόλις γενόμενοι κατὰ τὴν Κνίδον, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου, ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην κατὰ Σαλμώνην, 7 Αφού επί αρκετάς ημέρας επλέαμεν βραδέως, λόγω του αντιθέτου ανέμου, μόλις και με δυσκολίαν πολλήν προσεγγίσαμεν κοντά εις την Κνίδον. Και επειδή δεν μας άφινε ο άνεμος, επλεύσαμεν νοτίως, επεράσαμεν πλησίον του ακρωτηρίου Σαλμώνη και εσυνεχίσαμεν τον πλουν κατά μήκος της νοτίας ακτής της Κρήτης. 7 Λόγῳ δὲ τοῦ ἐναντίου ἀνέμου, ἀφοῦ ἐπὶ ἀρκετὰς ἡμέρας ἐπλεύσαμεν βραδέως, μὲ πολὺν κόπον ἐφθάσαμεν πλησίον τῆς Κνίδου, ποὺ κεῖται ἀπέναντι τῆς Ρόδου καὶ τῆς Κῶ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μᾶς ἐπέτρεπεν ὁ ἄνεμος, δὲν ἐπλεύσαμεν κατ’ εὐθεῖαν πρὸς δυσμάς, ἀλλ’ ἐπλεύσαμεν κατὰ μῆκος τῆς νοτίας ἀκτῆς τῆς νήσου Κρήτης καὶ ἐπεράσαμεν πλησίον τοῦ ἀκρωτηρίου Σαλμώνη, τὸ ὁποῖον κεῖται ἔναντι τῆς Κάσου.
8 μόλις τε παραλεγόμενοι αὐτὴν ἤλθομεν εἰς τόπον τινὰ καλούμενον Καλοὺς λιμένας, ᾧ ἐγγὺς ἦν πόλις Λασαία. 8 Καθώς δε μόλις και με δυσκολίαν πολλήν επλέαμεν κοντά εις την Κρήτην, εφθάσαμεν εις κάποιον τόπον, που ελέγετο “Καλοί λιμένες”. πλησίον στον οποίον ήτο μία πόλις, ονόματι Λασαία. 8 Μὲ πολλὴν δὲ δυσκολίαν πλέοντες πλησίον τῆς Κρήτης ἢλθομεν εἰς κάποιον τόπον, ποὺ καλεῖται Καλοὶ λιμένες, πλησίον τοῦ ὁποίου ἦτο κάποια πόλις ὀνομαζομένη Λασαία.
9 Ἱκανοῦ δὲ χρόνου διαγενομένου καὶ ὄντος ἤδη ἐπισφαλοῦς τοῦ πλοὸς διὰ τὸ καὶ τὴν νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι, παρῄνει ὁ Παῦλος 9 Επειδή δε είχε περάσει αρκετός καιρός έως ότου φθάσωμεν εκεί, ήτο δε επικίνδυνον το ταξίδι, καθόσον είχε περάσει η νηστεία των Εβραίων, που εγίνετο κατά Οκτώβριον, και ευρισκόμεθα πλέον στον Νοέμβριον με τας τρικυμίας του, τους προέτρεπε ο Παύλος να μη συνεχίσουν το ταξίδι των, 9 Ἐπειδὴ δέ, ἕως ὅτου φθάσωμεν ἐκεῖ, ἐπέρασε χρόνος ἀρκετὸς καὶ ἦτο πλέον ἐπικίνδυνον τὸ διὰ θαλάσσης ταξίδιον, καθ’ ὅσον εἶχε παρέλθει πλέον καὶ ἡ ἐποχὴ τῆς φθινοπωρινῆς νηστείας τῶν Ἰουδαίων καὶ σύντομα θὰ ἀντιμετωπίζαμεν τὰς τρικυμίας τοῦ Νοεμβρίου, προέτρεπεν ὁ Παῦλος
10 λέγων αὐτοῖς· Ἄνδρες, θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας οὐ μόνον τοῦ φόρτου καὶ τοῦ πλοίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν μέλλειν ἔσεσθαι τὸν πλοῦν. 10 λέγων εις αυτούς· “άνδρες, βλέπω ότι το ταξίδι μας μέλλει να γίνη με κακοπάθειαν μεγάλην και πολλήν ζημίαν, όχι μόνον του φορτίου και του πλοίου, αλλά και της ζωής μας”. 10 καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Ἄνδρες, ἀντιλαμβάνομαι, ὅτι τὸ διὰ θαλάσσης ταξίδιον μας μέλλει νὰ γίνῃ μὲ κίνδυνον καὶ κακοπάθειαν καὶ πολλὴν ζημίαν ὄχι μόνον τοῦ φορτίου καὶ τοῦ πλοίου, ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς μας.
11 ὁ δὲ ἑκατοντάρχης τῷ κυβερνήτῃ καὶ τῷ ναυκλήρῳ ἐπείθετο μᾶλλον ἢ τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένοις. 11 Ο εκατόνταρχος όμως έδιδε μεγαλυτέραν πίστιν στον κυβερνήτην του πλοίου και στον ιδιοκτήτην παρά εις τα λόγια του Παύλου. 11 Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως ἔδιδε πίστιν περισσότερον εἰς αὐτόν, ποὺ ἐκυβερνοῦσε τὸ πλοῖον, καθὼς καὶ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην αὐτοῦ, παρὰ εἰς ὅσα ἔλεγεν ὁ Παῦλος.
12 ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν οἱ πλείους ἔθεντο βουλὴν ἀναχθῆναι κἀκεῖθεν, εἴ πως δύναιντο καταντήσαντες εἰς Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον. 12 Επειδή δε ο λιμήν ήτο ακατάλληλος, δια να παραχειμάσωμεν εκεί, οι περισσότεροι επήραν την απόφασιν να ανοιχθούν από εκεί στο πέλαγος, μήπως και ημπορούσαν να φθάσουν και να παραχειμάσουν εις ένα λιμάνι της Κρήτης, ονόματι Φοίνικα, που έβλεπε προς τα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά. 12 Ἐπειδὴ δὲ ὁ λιμὴν ἦτο ἀκατάλληλος διὰ νὰ περάσουν ἐκεῖ τὸν χειμῶνα, οἱ περισσότεροι ἔλαβον τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀποπλεύσουν ἀπὸ τοὺς Καλοὺς λιμένας εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἠμποροῦσαν νὰ φθάσουν εἰς Φοίνικα, ὁ ὁποῖος εἶναι λιμὴν τῆς Κρήτης, κάτω ἀπὸ πλαγιὲς λόφου ἐστραμμένου πρὸς τὸν νοτιοδυτικὸν καὶ βορειοδυτικὸν ἄνεμον, καὶ νὰ περάσουν τὸν χειμῶνα ἐκεῖ, προστατευόμενοι ἀπὸ τὰς μεγάλας τρικυμίας τῶν νοτίων καὶ τῶν δυτικῶν ἀνέμων.
13 Ὑποπνεύσαντος δὲ νότου δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι, ἄραντες ἆσσον παρελέγοντο τὴν Κρήτην. 13 Οταν δε ο νότιος άνεμος ήρχισε να πέφτη, ενόμισαν ότι ημπορούσαν να θέσουν εις εφαρμογήν το σχέδιον των. Και αφού εσήκωσαν τις άγκυρες, έπλεαν πολύ κοντά, παρά την ακτήν της Κρήτης. 13 Εἰς ὥραν δέ, ποὺ ἤρχισε νὰ πνέῃ σιγὰ ἄνεμος νότιος, ἐνόμισαν, ὅτι ἠδύναντο νὰ πραγματοποιήσουν ἀσφαλῶς τὸ σχέδιον των καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσαν τὰς ἀγκύρας, ἔπλεον ὅσον τὸ δυνατὸν πλησιέστερον πρὸς τὴν ἀκτὴν τῆς Κρήτης.
14 μετ’ οὐ πολὺ δὲ ἔβαλε κατ’ αὐτῆς ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων. 14 Αλλά έπειτα από ολίγον επέπεσε με σφοδρότητα εναντίον της Κρήτης θυελλώδης άνεμος, που καλείτα Ευροκλύδων, δηλαδή νοτιοανατολικός τρικυμιώδης. 14 Ἀλλα μετ’ ὀλίγον ἐπέπεσε κατὰ τῆς Κρήτης ἄνεμος θυελλώδης σφοδρός, ποὺ καλεῖται ἀπὸ τὸν λαὸν Εὐροκλύδων, δηλαδὴ ἀνατολικὸς τρικυμιώδης.
15 συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ ἐπιδόντες ἐφερόμεθα. 15 Επειδή δε από την μανίαν του ανέμου είχεν αρπαγή το πλοίον και δεν ημπορούσε να αντισταθή εις την ορμήν αυτού, αφήκαμεν, ανίσχυροι πλέον, την κυβέρνησιν του πλοίου εις την διάθεσιν του ανέμου και εφερόμεθα έτσι, όπου αυτός μας έσπρωχνε. 15 Ἐπειδὴ δὲ τὸ πλοῖον παρεσύρθη, σὰν νὰ ἡρπάγη ἀπὸ τὸν ἄνεμον, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν βίαν αὐτοῦ, ἐγκατελείψαμεν πᾶσαν κυβέρνησιν τοῦ πλοίου καὶ ἀφήκαμεν αὐτὸ εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ ἀνέμου καὶ ἔτσι ἐφερόμεθα ὅπου μᾶς ἔσπρωχναν τὰ κύματα.
16 νησίον δέ τι ὑποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ἰσχύσαμεν περικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης, 16 Οταν δε επεράσαμεν με ταχύτητα κοντά από κάποιαν μικράν νήσον ονόματι Κλαύδην, μόλις και μετά βίας κατωρθώσαμεν να γίνωμεν κύριοι της βάρκας, 16 Ἀφοῦ δὲ ἐπεράσαμεν γρήγορα κάτω ἀπὸ κάποιαν μικρὰν νῆσον, ποὺ καλεῖται Κλαύδη, μόλις καὶ μετὰ βίας ἠμπόρεσα μὲν νὰ τραβήξωμεν ἐπάνω εἰς τὸ πλοῖον καὶ νὰ γίνωμεν κύριοι τῆς βάρκας, ποὺ ἦτο ἕως τότε δεμένη ὀπίσω τοῦ πλοίου καὶ ἑσύρετο ἀπὸ αὐτό.
17 ἣν ἄραντες βοηθείαις ἐχρῶντο ὑποζωννύντες τὸ πλοῖον· φοβούμενοί τε μὴ εἰς τὴν Σύρτιν ἐκπέσωσι, χαλάσαντες τὸ σκεῦος, οὕτως ἐφέροντο. 17 την οποίαν και εσύραμεν από τα κύματα επάνω στο πλοίον. Εχρησιμοποιούσαν τότε σχοινία περασμένα κάτω από την καρίνα του πλοίου και με αυτά έζωναν σφικτά εις τα πλευρά του το πλοίον. Επειδή δε εφοβούντο, μήπως παρασυρθούν από τον άνεμον και πέσουν εις την Συρτιν της Αφρικανικής ακτής, εκρέμασαν μέσα στο νερό και την άγκυραν του πλοίου. Ετσι δε με ζωσμένο το πλοίον και κρεμασμένην την άγκυραν εφέροντο από τα κύματα. 17 Ἀφοῦ δὲ ἔσυραν αὐτὴν ἐπάνω καὶ τὴν ἐτοποθέτησαν εἰς τὸ πλοῖον, ἐχρησιμοποίουν σχοινία περασμάνα κάτω ἀπὸ τὴν τρόπιδα τοῦ πλοίου καὶ μὲ αὐτὰ ἔζωναν ὑποκάτω τὸ πλοῖον σφίγγοντες καὶ τὰ πλευρά του. Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως πέσουν ἔξω καὶ ριφθοῦν εἰς τὴν μεγάλην Σύρτιν τῆς Ἀφρικανικῆς ἀκτῆς, ἡ ὁποία δὲν εἶχε κανένα λιμένα, ἔρριψαν κάτω τὴν ἄγκυραν νὰ κρέμεται μέσα εἰς τὸ νερό, καὶ ἔτσι μὲ τὸ πλοῖον ζωσμένον καὶ μὲ τὴν ἄγκυράν του κρεμασμένην μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ἀφέθησαν νὰ φέρωνται ἀπὸ τὰ κύματα.
18 σφοδρῶς δὲ χειμαζομένων ἡμῶν τῇ ἑξῆς ἐκβολὴν ἐποιοῦντο, 18 Επειδή δε εβασανιζόμεθα πολύ από την τρικυμίαν, έρριψαν την επομένην ημέραν μέρος του φορτίου εις την θάλασσαν, δια να ελαφρώση και σηκωθή ολίγον υψηλότερα το πλοίον. 18 Ἐπειδὴ δὲ ἐταλαιπωρούμεθα πολὺ ἀπὸ τὴν τρικυμίαν, κατὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἔρριπταν εἰς τὴν θάλασσαν μέρος ἀπὸ τὸ φορτίον διὰ νὰ ἐλαφρώσῃ καὶ σηκωθῇ ὑψηλότερα τὸ πλοῖον.
19 καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν. 19 Κατά δε την τρίτην ημέραν δια τον αυτόν λόγον ερρίψαμεν εις την θάλασσαν με τα ίδια μας τα χέρια τα εξαρτήματα του πλοίου. 19 Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν μὲ τὰς ἰδίας μας χεῖρας ἐρρίψαμεν εἰς τὴν θάλασσαν τὰ σχοινία, τὰ κατάρτια καὶ ἐν γένει τὰ ἐξαρτήματα τοῦ πλοίου.
20 μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας, χειμῶνός τε οὐκ ὀλίγου ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς. 20 Επειδή δε ούτε ήλιος ούτε αστέρια επί πολλάς ημέρας δεν εφαίνοντο και βαρύς χειμών είχε ενσκήψει, λοιπόν, ολονέν και περισσότερον εχάνετο κάθε ελπίς να σωθώμεν. 20 Ἐπειδὴ δὲ οὔτε ἥλιος, οὔτε ἄστρα ἐφαίνοντο ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας καὶ ἐπλάκωνεν ὅχι ὀλίγος χειμὼν καὶ κακοκαιρία, ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἐχάνετο κάθε ἐλπὶς περὶ τοῦ ὅτι θὰ ἐσωζόμεθα.
21 Πολλῆς δὲ ἀσιτίας ὑπαρχούσης τότε σταθεὶς ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· Ἔδει μέν, ὦ ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μὴ ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν. 21 Ενώ δε οι ταξιδιώται δεν είχαν φάγει τίποτε κατά τας ημέρας αυτάς και ήσαν εξηντλημένοι, ο Παύλος εστάθηκε στο μέσον αυτών και είπε· “έπρεπε, ω άνδρες, να με είχατε υπακούσει και να μη είχατε αναχωρήσει από την Κρήτην, δια να γλυτώσετε έτσι την κακοπάθειαν αυτήν και την ζημίαν. 21 Ἐνῷ δὲ οἱ ταξιδιῶται ἦσαν ἐξηντλημένοι λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν εἶχον φάγει τίποτε ἀπὸ πολλῶν ἡμερῶν, ἐστάθη τότε ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν· Ἔπρεπε μέν, οἱ ἄνδρες, νὰ ὑπακούσετε εἰς τὴν συμβουλήν μου καὶ νὰ μὴ ἀποπλεύσετε ἀπὸ τὴν Κρήτην, ὁπότε θὰ ἀπεφεύγατε τὴν κακοπάθειαν αὐτὴν καὶ τὴν ζημίαν.
22 καὶ τὰ νῦν παραινῶ ὑμᾶς εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ πλοίου. 22 Αλλά και τώρα σας προτρέπω να αναθαρρήσετε και να χαρήτε, διότι κανείς από σας δεν θα χάση την ζωήν του· μόνον το πλοίον θα χαθή. 22 Ἀλλὰ καὶ τώρα σᾶς προτρέπω νὰ καλοκαρδίσετε. Διότι ἐκτὸς τοῦ πλοίου, ποὺ θὰ χαθῇ, κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του, ἀλλὰ θὰ σωθῶμεν ὅλοι.
23 παρέστη γάρ μοι τῇ νυκτὶ ταύτῃ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ οὗ εἰμι, ᾧ καὶ λατρεύω, 23 Το ξεύρω δε αυτό καλά, διότι αυτήν την νύκτα μου παρουσιάστηκε ένας άγγελος του Θεού, στον οποίον Θεόν ανήκω και τον οποίον λατρεύω, 23 Ἠξεύρω δὲ τοῦτο καλά, διότι μοῦ παρουσιάσθη κατὰ τὴν νύκτα αὐτὴν ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκω καὶ τὸν ὁποῖον λατρεύω,
24 λέγων· μὴ φοβοῦ, Παῦλε· Καίσαρί σε δεῖ παραστῆναι· καὶ ἰδοὺ κεχάρισταί σοι ὁ Θεὸς πάντας τοὺς πλέοντας μετὰ σοῦ. 24 και μου είπε· Παύλε, μη φοβείσαι· όπως ο Θεός εκανόνισε, πρέπει συ να εμφανισθής ενώπιον του Καίσαρος· και ιδού, ότι ο Θεός σου έχει χαρίσει και όλους όσοι ταξιδεύουν μαζή σου. 24 καὶ μοῦ εἶπε· Μὴ φοβῆσαι, Παῦλε. Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τῆς θείας Προνοίας πρέπει νὰ ἐμφανισθῇς ἐνώπιον τοῦ Καίσαρος. Καὶ ἰδοὺ ὄχι μόνον σὺ θὰ σωθῇς, ἀλλὰ σοῦ ἔχει χαρίσει ὁ Θεὸς ὅλους, ὅσοι ταξιδεύουν μαζί σου.
25 διὸ εὐθυμεῖτε, ἄνδρες· πιστεύω γὰρ τῷ Θεῷ ὅτι οὕτως ἔσται καθ’ ὃν τρόπον λελάληταί μοι. 25 Δι' αυτό, ω άνδρες, χαρήτε. Διότι έχω απόλυτον πίστιν εγώ στον Θεόν, ότι θα γίνη έτσι, όπως ακριβώς μου έχει λεχθή από τον άγγελον. 25 Δι’ αὐτό, ὦ ἄνδρες, λάβετε θάρρος καὶ εὐδιαθεσίαν, διότι ἔχω πεποίθησιν εἰς τὸν Θεόν, ὅτι θὰ γίνῃ ἔτσι καθὼς μοῦ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν ἄγγελον.
26 εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς ἐκπεσεῖν. 26 Συμφωνα με το θείον σχέδιον εις κάποιο νησί θα ξεπέσωμε”. 26 Πρέπει δὲ σύμφωνα μὲ τὴν θείαν ἀπόφασιν, ποὺ μοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ ἄγγελος, να ἐξοκείλωμεν εἰς τὴν ἀκτὴν κάποιας νήσου.
27 Ὡς δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο διαφερομένων ἡμῶν ἐν τῷ Ἀδρίᾳ, κατὰ μέσον τῆς νυκτὸς ὑπενόουν οἱ ναῦται προσάγειν τινὰ αὐτοῖς χώραν. 27 Οταν δε έφθασε η δεκάτη τετάρτη νύκτα από τότε που παραδέρναμε στο Αδριατικόν πέλαγος, κατά τα μεσάνυκτα οι ναύτες σαν να εκατάλαβαν ότι επλησίαζαν εις κάποιαν ξηράν. 27 Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ δεκάτη τετάρτη νύκτα, ἀφ’ ὅτου ἐταλαντευόμεθα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν Ἀδριατικὴν θάλασσαν, κατὰ τὸ μεσονύκτιον οἱ ναῦται συνεπέραναν, ὅτι ἐπλησίαζαν οὗτοι εἰς καποίαν ξηράν.
28 καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργιὰς εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες καὶ πάλιν βολίσαντες εὗρον ὀργιὰς δεκαπέντε· 28 Και αφού έρριψαν βολίδα, ευρήκαν βάθος θαλάσσης είκοσι οργυές, τριάντα εξ περίπου μέτρα. Αφού δε επροχώρησαν ολίγον και έρριψαν πάλιν την βολίδα, ευρήκαν βάθος δέκα πέντε οργυές, ήτο εικόσι επτά περίπου μέτρα. 28 Καὶ ἀφοῦ ἔρριψαν βολίδα διὰ νὰ μετρήσουν τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσιν, ἤτοι μέτρα τριάκοντα ἕξ. Ἀφοῦ δὲ ἐπροχώρησαν ὀλίγον καὶ ἔρριψαν πάλιν βολίδα, εὗρον ὀργυιὰς δέκα πέντε, ἤτοι μέτρα εἴκοσιν ἑπτά.
29 φοβούμενοί τε μήπως εἰς τραχεῖς τόπους ἐκπέσωμεν, ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας τέσσαρας ηὔχοντο ἡμέραν γενέσθαι. 29 Και επειδή εφοβούντο, μήπως πέσουν εις βράχους και σκοπέλους, έρριψαν από την πρύμνην του πλοίου τέσσαρες άγκυρες και ηύχοντο πότε να ξημερώση. 29 Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως πέσωμεν ἔξω καὶ προσκρούσωμεν εἰς βράχους καὶ σκοπέλους, ἔρριψαν ἀπὸ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου τέσσαρας ἀγκύρας καὶ ηὔχοντο νὰ ξημερώσῃ.
30 Τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καὶ χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν, προφάσει ὡς ἐκ πρῴρας μελλόντων ἀγκύρας ἐκτείνειν, 30 Επειδή δε οι ναύται ήθελαν να φύγουν και να εγκαταλείψουν το πλοίον, κατέβασαν την βάρκα εις την θάλασσαν με την πρόφασιν ότι επρόκειτο τάχα να ρίψουν από την πρώραν άγκυρες εις κάποιαν απόστασιν από το πλοίον. 30 Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ναῦται ἐζήτουν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ πλοῖον καὶ ἔρριψαν τὴν βάρκαν εἰς τὴν θάλασσαν μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι ἔμελλον ἀπὸ τὴν πρῷραν νὰ ρίψουν ἀγκύρας εἰς κάποιαν ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ πλοίου,
31 εἶπεν ὁ Παῦλος τῷ ἑκατοντάρχῃ καὶ τοῖς στρατιώταις· Ἐὰν μὴ οὗτοι μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ, ὑμεῖς σωθῆναι οὐ δύνασθε. 31 Τοτε ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχον και τους στρατιώτας· “εάν δεν μείνουν αυτοί μέσα στο πλοίον, σεις δεν θα μπορέσετε να σωθήτε”. 31 εἶπεν ὁ Παῦλος εἰς τὸν ἑκατόνταρχον καὶ τοὺς στρατιώτας· Ἐὰν δὲν μείνουν αὐτοὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον, σεῖς δὲν θὰ μπορέσετε νὰ σωθῆτε.
32 τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν τὰ σχοινία τῆς σκάφης καὶ εἴασαν αὐτὴν ἐκπεσεῖν. 32 Τοτε οι στρατιώται έκοψαν τα σχοινιά της βάρκας και την άφησαν να πέση και να παρασυρθή από την θάλασσαν. 32 Τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν τὰ σχοινία, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ βάρκα ἦτο δεμένη εἰς τὸ πλοῖον καὶ τὴν ἄφησαν νὰ πέσῃ ἔξω εἰς τὴν θάλασσαν.
33 Ἄχρι δὲ οὗ ἔμελλεν ἡμέρα γίνεσθαι, παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων· Τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε, μηδὲν προσλαβόμενοι. 33 Μεχρις ότου δε φανή η ημέρα ο Παύλος (γεμάτος πίστιν και ελπίδα εις την προστασίαν του Κυρίου) παρακαλούσε και προέτρεπε όλους να φάγουν λέγων· “είναι η δεκάτη τετάρτη ημέρα σήμερα, που είσθε νηστικοί, χωρίς να πάρετε τίποτε περιμένοντες τι θα γίνη τέλος πάντων με αυτήν την τρικυμίαν. 33 Μέχρις ὅτου δὲ φανῇ ἡ ἡμέρα, προέτρεπεν ὁ Παῦλος ὅλους νὰ πάρουν τροφὴν καὶ τοὺς ἔλεγεν· Εἶναι ἡ δεκάτη τετάρτη ἡμέρα σήμερον, ἀφ’ ὅτου περιμένοντες τὶ θὰ γίνῃ μὲ τὴν τρικυμίαν αὐτὴν εἶσθε νηστικοί, χωρὶς νὰ πάρετε σχεδὸν τίποτε.
34 διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς μεταλαβεῖν τροφῆς· τοῦτο γὰρ πρὸς τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὑπάρχει· οὐδενὸς γὰρ ὑμῶν θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται. 34 Δι' αυτό σας παρακαλώ να πάρετε τροφήν. Και τούτο διότι είναι απαραίτητον δια την σωτηρίαν σας. Πρέπει να αναλάβετε τας δυνάμεις σας, δια να ημπορέσετε να βγήτε εις την ξηράν. Φάτε, διότι κανενός από σας ούτε τρίχα από την κεφαλήν δεν πρόκειτε να πέση”. 34 Δι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ λάβετε τροφήν, διότι θὰ ὑποβλήθητε εἰς μέγαν κόπον, πρὶν ἢ πατήσετε εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἐπειδὴ πρέπει νὰ ἀνακτήσετε δυνάμεις, τὸ νὰ φάγετε τώρα εἶναι ἀναγκαῖον διὰ τὴν διάσωσίν σας. Ἀνακτήσατε λοιπὸν τὴν ὄρεξίν σας, τὴν ὁποίαν λόγῳ τοῦ φόβου ἐχάσατε. Μὴ φοβεῖσθε, διότι κανενὸς ἀπὸ σᾶς δὲν θὰ πέσῃ οὔτε τρίχα ἀπὸ τὴν κεφαλήν του καὶ συνεπῶς δὲν πρόκειται οὔτε τὴν παραμικρὰν βλάβην νὰ πάθετε.
35 εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ ἐνώπιον πάντων, καὶ κλάσας ἤρξατο ἐσθίειν. 35 Αφού δε είπε αυτά, επήρε άρτον εις τα χέρια, ευχαρίστησε τον Θεόν εμπρός εις όλους και αφού έκοψε το ψωμί, ήρχισε να τρώγη. 35 Ἀφοῦ δὲ εἶπε ταῦτα, ἐπῆρε εἰς τὰς χεῖρας του ἄρτον, καὶ ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν ἐμπρὸς εἰς ὅλους καὶ ἀφοῦ ἔκοψε τὸν ἄρτον, ἤρχισε νὰ τρώγῃ.
36 εὔθυμοι δὲ γενόμενοι πάντες καὶ αὐτοὶ προσελάβοντο τροφῆς· 36 Τοτε δε απέκτησαν θάρρος και ευδιαθεσίαν όλοι, επήραν τροφήν και έφαγαν. 36 Ἀφοῦ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ ἐνεθαρρύνθησαν καὶ ἀπέκτησαν καλὴν διάθεσιν ὅλοι, ἔλαβον καὶ αὐτοὶ τροφήν.
37 ἦμεν δὲ ἐν τῷ πλοίῳ αἱ πᾶσαι ψυχαὶ διακόσιαι ἑβδομήκοντα ἕξ. 37 Ημεθα δε όλοι μέσα στο πλοίον διακόσιοι εβδομήντα εξ. 37 Ἤμεθα δὲ ἐντὸς τοῦ πλοίου ὅλα τὰ πρόσωπα διακόσια ἑβδομήκοντα ἕξ.
38 κορεσθέντες δὲ τροφῆς ἐκούφιζον τὸ πλοῖον ἐκβαλλόμενοι τὸν σῖτον εἰς τὴν θάλασσαν. 38 Αφού δε εχόρτασαν με τροφήν, ελάφρωναν το πλοίον, δια να σηκωθή υψηλότερα, ρίπτοντες το σιτάρι εις την θάλασσαν. 38 Ἀφοῦ δὲ ἐχορτάσθησαν μὲ τροφήν, ἐλάφρωσαν τὸ πλοῖον διὰ νὰ σηκωθῇ ὑψηλότερον καὶ ἔτσι νὰ πλησιάσῃ εὐκολώτερον καὶ περισσότερον πρὸς τὴν ἀκτήν. Τὸ ἐλάφρωναν δὲ ρίπτοντες τὸν σῖτον ἔξω εἰς τὴν θάλασσαν.
39 Ὅτε δὲ ἡμέρα ἐγένετο, τὴν γῆν οὐκ ἐπεγίνωσκον, κόλπον δέ τινα κατενόουν ἔχοντα αἰγιαλὸν, εἰς ὃν ἐβουλεύσαντο, εἰ δύναιντο, ἐξῶσαι τὸ πλοῖον. 39 Οταν δε έγινε ημέρα, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν ποιά ήτο η ξηρά αυτή, αλλά διέκριναν κάποιον κόλπον, που είχε ομαλήν παραλίαν, όπου και απεφάσισαν, εάν θα ημπορούσαν, να ρίξουν έξω το πλοίον. 39 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν εἰς ποίαν χώραν ἀνῆκεν ἡ ξηρά, ἀλλὰ διέκριναν καλὰ κάποιον κόλπον, ποὺ εἶχεν ἀκρογιαλιὰ μὲ ἀμμουδιάν, καὶ ἐκεῖ ἀπεφάσισαν, ἐὰν θὰ τὸ κατώρθωναν, νὰ ρίψουν ἔξω τὸ πλοῖον.
40 καὶ τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν ἅμα ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων, καὶ ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα τῇ πνεούσῃ κατεῖχον εἰς τὸν αἰγιαλόν. 40 Και αφού έλυσαν τις άγκυρες, τις αφήκαν να πέσουν εις την θάλασσαν, συγχρόνως δε εχαλάρωσαν και τα σχοινιά, με τα οποία προηγουμένως είχαν ανασηκώσει τα πηδάλια έξω από την θάλασσαν και αφού εσήκωσαν το μικρό πανί της πρώρας, προσπαθούσαν με την πνοήν του ανέμου να φθάσουν την παραλίαν. 40 Καὶ ἀφοῦ ἔλυσαν τὰ σχοινιά, μὲ τὰ ὁποῖα ἦσαν δεμέναι εἰς τὸ πλοῖον αἱ ἄγκυραι, τὰς ἀφῆκαν νὰ πέσουν εἰς τὴν θάλασσαν. Συγχρόνως δὲ ἔλυσαν καὶ τὰ σχοινιά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν δέσει σηκωμένα ἔξω ἀπὸ τὸ νερὸν τὰ πηδάλια, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀχρηστεύσει ἕνεκα τῆς τρικυμίας, τώρα ὅμως θὰ ἐχρησιμοποίουν αὐτά. Καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσαν τὸ μικρὸ πανὶ τῆς πρώρας, προσεπάθουν μὲ τὸν πνέοντα ἄνεμον νὰ διευθύνουν τὸ πλοῖον πρὸς τὴν ἀμμουδιάν.
41 περιπεσόντες δὲ εἰς τόπον διθάλασσον ἐπώκειλαν τὴν ναῦν, καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτος, ἡ δὲ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων. 41 Αλλ' επειδή έπεσαν εις ένα ακρωτήριον, που έκοβε εις δύο την θάλασσαν, έρριξαν έξω το πλοίον και η μεν πρώρα εσφηνώθηκε μέσα εις την γην και έμεινε ακίνητος, η δε πρύμνη ήρχισε να διαλύεται από την σφοδρότητα των κυμάτων. 41 Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔπεσαν εἰς μέρος, ποὺ εἶχεν εἰς τὸ μέσον ξηράν, ἡ ὁποία ἔκοπτε τὴν θάλασσαν εἰς τὰ δύο καὶ ἐσχημάτιζεν οὗτω δύο θαλάσσας, ἔρριψαν ἔξω τὸ πλοῖον. Καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐμπηχθεῖσα στερεὰ μέσα εἰς τὴν γῆν ἔμεινεν ἀκίνητος, ἡ δὲ πρύμνη ἤρχισε νὰ διαλύεται ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τῶν κυμάτων.
42 τῶν δὲ στρατιωτῶν βουλὴ ἐγένετο ἵνα τοὺς δεσμώτας ἀποκτείνωσι, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγοι. 42 Εν τω μεταξύ οι στρατιώται επήραν την απόφασιν να φονεύσουν τους κρατουμένους, μήπως τυχόν και κανείς διαφύγη κολυμβών (οπότε θα ήσαν υπεύθυνοι με την ζωήν των δια την απόδρασίν των). 42 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ στρατιῶται ἔλαβον τὴν ἀπόφασιν νὰ φονεύσουν τοὺς δεσμίους ἐκ φόβου, μήπως κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς πέσῃ ἀπὸ τὸ πλοῖον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κολυμβῶν διαφύγῃ.
43 ὁ δὲ ἑκατοντάρχης βουλόμενος διασῶσαι τὸν Παῦλον ἐκώλυσεν αὐτοὺς τοῦ βουλήματος, ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν ἀπορρίψαντας πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι, 43 Επειδή όμως ο εκατόνταρχος ήθελε να διασώση τον Παύλον, τους ημπόδισε από την απόφασιν των αυτήν και διέταξε όσοι ήξευραν να κολυμβούν να ριφθούν πρώτοι εις την θάλασσαν και να βγουν εις την ξηράν. 43 Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διασώσῃ τὸν Παῦλον, τοὺς ἠμπόδισεν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἀπόφασιν ταύτην, καὶ διέταξεν, ὅσοι ἤξευραν νὰ κολυμβοῦν, νὰ ριφθοῦν πρῶτοι εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ ἐξέλθουν εἰς τὴν ξηράν.
44 καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ σανίσιν, οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ τοῦ πλοίου. καὶ οὕτως ἐγένετο πάντας διασωθῆναι ἐπὶ τὴν γῆν. 44 Και τους υπολοίπους διέταξε να εξέλθουν άλλοι μεν επάνω εις σανίδες, άλλοι δε επάνω εις τα ξύλινα συντρίμματα του πλοίου. Και έτσι επετεύχθη να διασωθούν όλοι εις την ξηράν. 44 Καὶ τοὺς λοιποὺς διέταξε νὰ ἐξέλθουν, ἄλλοι μὲν ἐπάνω εἰς σανίδας, ἄλλοι δὲ ἐπάνω εἰς συντρίμματα τῶν ξυλίνων μερῶν τοῦ πλοίου. Καὶ ἔτσι κατωρθώθῃ ὅλοι νὰ διασωθοῦν εἰς τὴν ξηράν.