Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Μετὰ δὲ τὸ παύσασθαι τὸν θόρυβον προσκαλεσάμενος ὁ Παῦλος τοὺς μαθητὰς καὶ ἀσπασάμενος ἐξῆλθε πορευθῆναι εἰς Μακεδονίαν. | 1 Οταν πλέον έπαυσεν ο θόρυβος, εκάλεσε ο Παύλος τους μαθητάς, τους αποχαιρέτησε και ανεχώρησε, δια να μεταβή εις Μακεδονίαν. | 1 Όταν δὲ κατέπαυσεν ὁ θόρυβος καὶ ἀποκατεστάθη εἰς τὴν πόλιν ἡ ἡσυχία, προσεκάλεσεν ὁ Παῦλος τοὺς μαθητὰς καὶ ἀποχαιρετήσας αὐτοὺς ἀνεχώρησε διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Μακεδονίαν. |
2 διελθὼν δὲ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ παρακαλέσας αὐτοὺς λόγῳ πολλῷ ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα· | 2 Αφού δε επέρασε τα γνωστά του μέρη της Μακεδονίας και με την διδασκαλίαν του και πολλούς άλλους λόγους του Ευαγγελίου ενίσχυσε τους εκεί μαθητάς, ήλθε εις την Ελλάδα. | 2 Ἀφοῦ δὲ περιώδευσε τὰ μέρη ἐκεῖνα, τοὺς Φιλίππους δηλαδὴ καὶ τὴν Θεσσαλονίκην καὶ τὴν Βέροιαν, καὶ ἀφοῦ μὲ διδασκαλίαν καὶ λόγους πολλοὺς προέτρεψε καὶ ἐνίσχυσε τοὺς ἐκεῖ μαθητάς, ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα. |
3 ποιήσας τε μῆνας τρεῖς, γενομένης αὐτῷ ἐπιβουλῆς ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων μέλλοντι ἀνάγεσθαι εἰς τὴν Συρίαν, ἐγένετο γνώμη τοῦ ὑποστρέφειν διὰ Μακεδονίας. | 3 Εις αυτήν έμεινε επί τρεις μήνας. Επειδή δε μερικοί Ιουδαίοι τον επιβουλεύθησαν και εσχεδίαζαν να τον φονεύσουν, όταν επρόκειτο να ταξιδεύση με πλοίον δια την Συρίαν, απεφασίσθη να επιστρέψη δια μέσου της Μακεδονίας. | 3 Καὶ ἀφοῦ ἔμεινεν ἐκεῖ ἐπὶ μήνας τρεῖς, ἐπειδὴ ἔγινε κατ’ αὐτοῦ ἐπιβουλὴ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἐσχεδίαζαν νὰ τὸν φονεύσουν ὅταν ἔμελλε διὰ πλοίου νὰ ταξιδεύσῃ εἰς τὴν Συρίαν, ἀπεφασίσθη νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Μακεδονίαν διὰ ξηρὰς καὶ διὰ μέσου Μακεδονίας νὰ μεταβὴ εἰς Ἀσίαν. |
4 συνείπετο δὲ αὐτῷ ἄχρι τῆς Ἀσίας Σώπατρος Βεροιαῖος, Θεσσαλονικέων δὲ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος, καὶ Γάϊος Δερβαῖος καὶ Τιμόθεος, Ἀσιανοὶ δὲ Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος. | 4 Συνώδευαν δε αυτόν μέχρι της Ασίας ο Σωπατρος από την Βεροιαν, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος από την Θεσσαλονίκην, όπως επίσης ο Γαϊος, που κατήγετο από την Δερβην, και ο Τιμόθεος, από δε την Ασίαν ο Τυχικός και Τρόφιμος. | 4 Συνώδευον δὲ αὐτὸν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν μέχρι τῆς Ἀσίας ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴν Βέροιαν, ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεὶς δὲ ὁ Ἀρίσταρχος καὶ ὁ Σεκοῦνδος, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὁ Γάϊος, ποὺ ἦτο ἐκ Δέρβης καὶ ὁ Τιμόθεος, ἐξ Ἀσίας δὲ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος. |
5 οὗτοι προελθόντες ἔμενον ἡμᾶς ἐν Τρῳάδι· | 5 Αυτοί δε ήλθαν ενωρίτερον εις την Τρωάδα και μας επερίμεναν. | 5 Αὐτοὶ οἱ ἑπτὰ ἦλθαν διὰ θαλάσσης προτήτερα καὶ μᾶς ἐπερίμεναν εἰς τὴν Τρῳάδα. |
6 ἡμεῖς δὲ ἐξεπλεύσαμεν μετὰ τὰς ἡμέρας τῶν ἀζύμων ἀπὸ Φιλίππων καὶ ἤλθομεν πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν Τρῳάδα ἄχρι ἡμερῶν πέντε, οὗ διετρίψαμεν ἡμέρας ἑπτά. | 6 Ημείς δε εξεκινήσαμεν με πλοίον από την Νεάπολιν, έπειτα από την εορτήν των αζύμων, έπειτα δηλαδή από το εβραϊκόν πάσχα, και μετά πέντε ημέρας ήλθαμε προς αυτούς εις την Τρωάδα, όπου και εμείναμεν επτά ημέρας. | 6 Ἡμεῖς δὲ ἀπεπλεύσαμεν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους καὶ τὴν Νεάπολιν μετὰ τὰς ἡμέρας τῶν ἀζύμων καὶ συνηντήσαμεν αὐτοὺς εἰς τὴν Τρωάδα μετὰ πέντε ἡμέρας. Ἐμείναμεν δὲ ἐκεῖ ἑπτὰ ἡμέρας. |
7 Ἐν δὲ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου. | 7 Κατά δε την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, δηλαδή την Κυριακήν, όταν οι μαθηταί είχαν συγκεντρωθή, δια να κόψουν και κοινωνήσουν τον άρτον της θείας Ευχαριστίας, ο Παύλος ωμιλούσε και συνωμιλούσε προς αυτούς, επειδή την επομένη έμελλε ν' αναχωρήση. Παρέτεινε δε την διδασκαλίαν μέχρι του μεσονυκτίου. | 7 Κατὰ δὲ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, τὴν Κυριακὴν δηλαδή, ὅτε εἶχον συναχθῇ οἱ μαθηταὶ περὶ τὸ ἑσπέρας διὰ νὰ κόψουν καὶ κοινωνήσουν τὸν ἄρτον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ Παῦλος συνδιελέγετο καὶ ἐδίδασκεν αὐτούς, ἕτοιμος νὰ ἀναχωρήσῃ τὴν ἑπομένην. Καὶ παρέτεινε τὸν λόγον μέχρι τοῦ μεσονυκτίου. |
8 ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι. | 8 Εκεί δε στο υπερώον, όπου είμεθα συγκεντρωμένοι. ήσαν αρκεταί λαμπάδες ανεμμέναι. | 8 Ἦσαν δὲ ἀρκεταὶ λαμπάδες ἀναμμέναι εἰς τὸ ἐπάνω πάτωμα τῆς οἰκίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἤμεθα συνηγμένοι. |
9 καθήμενος δέ τις νεανίας ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἤρθη νεκρός. | 9 Ενας νέος, ονόματι Εύτυχος εκάθητο στο παράθυρον και είχε καταληφθή από βαθύν ύπνον. Επειδή δε ο Παύλος παρέτεινε πολλήν ώραν την διδασκαλίαν, εκυριεύθη εξ ολοκλήρου ο Εύτυχος από τον ύπνον και έπεσε από το τρίτο πάτωμα κάτω, απ' όπου και τον εσήκωσαν νεκρόν. | 9 Ἐνῷ δὲ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ παραθύρου κάποιος νέος ὀνομαζόμενος Ἐὔτυχος, ἐφέρετο διαρκῶς τὸ σῶμα του πρὸς τὰ κάτω, διότι ἐνύσταζε πολὺ καὶ τὸν κατελάμβανε βαθὺς ὕπνος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος ὡμίλει, ἐπὶ μακρόν, καταβληθεὶς καὶ παραλύσας ὁ νέος οὗτος ἀπὸ τὸν ὕπνον ἔπεσεν ἀπὸ τὸ τρίτον πάτωμα κάτω καὶ τὸν ἐσήκωσαν νεκρόν. |
10 καταβὰς δὲ ὁ Παῦλος ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· Μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν. | 10 Αλλά ο Παύλος κατέβηκε κάτω, έπεσε επάνω εις αυτόν, τον επήρε εις την αγκάλην του και είπε· “μη ταράσσεσθε και μη λυπείσθε, διότι η ψυχή του επανήλθε και υπάρχει μέσα του”. | 10 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος κατέβη κάτω καὶ ἔπεσεν ἐπάνω του. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπῆρεν εἰς τὰς ἀγκάλας του, εἶπε· Μὴν ἀνησυχῆτε καὶ μὴ κλαίετε. Διότι ἡ ψυχή του ἐπανῆλθε καὶ εἶναι μέσα του. |
11 ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος ἐφ’ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν. | 11 Ανέβηκε δε και πάλιν επάνω, έκοψε τον άρτον της θείας Ευχαριστίας και έφαγε και αφού επί αρκετάς ακόμη ώρας, μέχρι την αυγήν, τους ωμίλησε, έτσι κουρασμένος από την αϋπνίαν και το κήρυγμα ανεχώρησε. | 11 Ἀφοῦ δὲ ἀνέβη καὶ ἔκοψε τὸν ἄρτον τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἔφαγε, καὶ ὡμίλησεν ἀκόμη ἐπ’ ἀρκετὸν μέχρι τῆς αὐγῆς, ἔτσι χωρὶς διόλου να ἀναπαυθῇ καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὸν ὁλονύκτιον ἐκεῖνον κόπον ἀνεχώρησε. |
12 ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως. | 12 Εφεραν δε στο υπερώον τον νέον ζωντανόν και παρηγορήθηκαν όλοι παρά πολύ. | 12 Ἔφεραν δὲ εἰς τὸ ὑπερῷον τὸν νέον ζωντανὸν καὶ ἐπαρηγορήθησαν ὅλοι μεγάλως. |
13 Ἡμεῖς δὲ προελθόντες ἐπὶ τὸ πλοῖον ἀνήχθημεν εἰς τὴν Ἆσσον, ἐκεῖθεν μέλλοντες ἀναλαμβάνειν τὸν Παῦλον· οὕτω γὰρ ἦν διατεταγμένος, μέλλων αὐτὸς πεζεύειν. | 13 Ημείς δε ήλθαμε ολίγον ενωρίτερα στο πλοίον και επλεύσαμεν εις την Ασσον, απ' όπου επρόκειτο να πάρωμεν μαζή μας τον Παύλον. Διότι έτσι είχε κανονίσει ο Παύλος, επειδή αυτός επρόκειτο να ταξιδεύση έως εκεί δια ξηράς. | 13 Ἡμεῖς δὲ προτοῦ νὰ ἀναχωρήσῃ ὁ Παῦλος, ἤλθομεν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἀπεπλεύσαμεν διὰ τὴν Ἄσσον, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ συναντηθῶμεν μὲ τὸν Παῦλον καὶ ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὸν πάρωμεν μαζί μας εἰς τὸ πλοῖον. Καὶ ἐφύγαμεν ἡμεῖς προτήτερα, διότι ἔτσι εἶχε κανονίσει ὁ Παῦλος, ἐπειδὴ τὸ ἀπὸ Τρωάδος εἰς Ἄσσον ταξίδιον ἐπρόκειτο νὰ τὸ κάμῃ αὐτὸς διὰ ξηρᾶς. |
14 ὡς δὲ συνέβαλεν ἡμῖν εἰς τὴν Ἆσσον, ἀναλαβόντες αὐτὸν ἤλθομεν εἰς Μιτυλήνην· | 14 Οταν δε μας συνήντησε εις την Ασσον, τον επήραμεν στο πλοίον και ήλθαμε εις την Μιτυλήνην. | 14 Ὅταν δὲ μᾶς συνήντησεν εἰς τὴν Ἄσσον, τὸν ἐπήραμεν πάλιν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤλθομεν εἰς Μυτιλήνην. |
15 κἀκεῖθεν ἀποπλεύσαντες τῇ ἐπιούσῃ κατηντήσαμεν ἀντικρὺ Χίου, τῇ δὲ ἑτέρᾳ παρεβάλομεν εἰς Σάμον, καὶ μείναντες ἐν Τρωγυλίῳ τῇ ἐχομένῃ ἤλθομεν εἰς Μίλητον. | 15 Από εκεί την επομένην ημέραν απεπλεύσαμεν και εφθάσαμεν αντικρύ εις την Χιον. Κατά δε την άλλην ημέραν προσεγγίσαμεν εις την Σαμον, και αφού εμείναμεν την νύκτα στον Τρωγύλιον, ήλθομεν κατά την τρίτην ημέραν εις την Μιλητον. | 15 Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀπεπλεύσαμεν τὴν ἑπομένην ἡμέραν καὶ ἐφθάσαμεν ἀπέναντι τῆς Χίου. Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν ἐπλησιάσαμεν εἰς τὴν Σάμον καὶ ἀφοῦ ἐμείναμεν τὴν νύκτα εἰς τὸ ἀκρωτήριον Τρωγύλιον, τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἤλθομεν εἰς Μίλητον. |
16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γὰρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. | 16 Ηλθομεν δε εκεί, διότι ο Παύλος απεφάσισε να προσπεράση με το πλοίον την Εφεσον και να μη αποβιβασθή εις αυτήν, δια να μη χρονοτριβήση εις την Ασίαν. Και τούτο, διότι εβιάζετο, εάν θα του ήτο δυνατόν, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής να φθάση εις Ιεροσόλυμα. | 16 Ἐπλεύσαμεν δὲ εἰς τὴν Μίλητον, διότι ἀπεφάσισεν ὁ Παῦλος νὰ παρακάμψῃ διὰ τοῦ πλοίου τὴν Ἔφεσον καὶ νὰ μὴ ἀποβιβασθῇ εἰς αὐτήν, διὰ νὰ μὴ τοῦ συμβῇ νὰ ἀργοπορήσῃ ἐν τῇ Ἀσίᾳ. Δὲν ἤθελε δὲ νὰ ἀργοπορήσῃ, διότι ἔσπευδεν, ἐὰν καθίστατο δυνατὸν εἰς αὐτόν, τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς νὰ ἔλθῃ εἰς Ἱεροσόλυμα. |
17 Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. | 17 Από την Μιλητον δε έστειλε ανθρώπους εις την Εφεσον και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας. | 17 Ἀπὸ τὴν Μίλητον δὲ ἔστειλεν ἀνθρώπους εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἐκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἔλθουν εἰς συνάντησίν του. |
18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν, εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ’ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ’ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην, | 18 Οταν δε ήλθαν προς αυτόν, τους είπε· “σεις γνωρίζετε πολύ καλά, πως συμπεριεφέρθην μαζή σας από την πρώτην ημέραν που ήλθα εις την Ασίαν και καθ' όλον τον χρόνον της παραμονής μου. | 18 Ὅταν δὲ ἦλθον πρὸς αὐτόν, τοὺς εἶπε· Σεῖς γνωρίζετε καλά, πῶς ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν, ποὺ ἐπάτησα εἰς τὴν Ἀσίαν, συμπεριεφέρθην μαζί σας καθ’ ὅλον τὸν χρόνον τῆς παραμονῆς μου. |
19 δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πολλῶν δακρύων καὶ πειρασμῶν τῶν συμβάντων μοι ἐν ταῖς ἐπιβουλαῖς τῶν Ἰουδαίων, | 19 Υπηρετούσα, ως πιστός δούλος τον Κυριον, με κάθε ταπεινοφροσύνην και με πολλά δάκρυα, που έχυνα δια τους απιστούντας και πολεμούντας το Ευαγγέλιον, και με πολλήν υπομονήν εν μέσω των δυσκολιών και των κατατρεγμών, που μου συνέβησαν από τας επιβουλάς των Ιουδαίων. | 19 Συμπεριεφέρθην ὡς πιστὸς δοῦλος τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον ἐδούλευον μὲ πᾶσαν ταπεινοφροσύνην καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα, ποὺ ἔχυνα διὰ τοὺς ἁμαρτάνοντας καὶ ἀνθισταμένους εἰς τὸ εὐαγγέλιον, καὶ μὲ καρτερίαν ἐν μέσῳ τῶν πειρασμῶν, ποὺ μοῦ συνέβησαν ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς τῶν Ἰουδαίων. |
20 ὡς οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν καὶ διδάξαι ὑμᾶς δημοσίᾳ καὶ κατ’ οἴκους, | 20 Γνωρίζετε ακόμη, ότι καμμία δυσκολία και κανένας κίνδυνος δεν με ημπόδισε από του να κηρύξω εις σας, και εις δημόσια κέντρα και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια σας, κάθε τι που εξυπηρετούσε το πνευματικόν σας συμφέρον. | 20 Γνωρίζετε, ὅτι προκειμένου δι’ ἐκεῖνα, ποὺ σᾶς ὠφελοῦν, δὲν ἠμποδίσθην διὰ κανὲν ἐξ αὐτῶν ἐκ δειλίας ἢ προσωποληψίας ἢ ἀποβλέπων εἰς ἄλλο τι, ὥστε νὰ μὴ σᾶς ἀναγγείλω τοῦτο καὶ νὰ μὴ σᾶς τὸ διδάξω καὶ εἰς κέντρα δημόσια καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς οἴκους σας. |
21 διαμαρτυρόμενος Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι τὴν εἰς τὸν Θεὸν μετάνοιαν καὶ πίστιν τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. | 21 Ετόνιζα δε στους Ιουδαίους και στους Ελληνας την ανάγκην της μετανοίας απέναντι του Θεού και την ανάγκην της πίστεως στον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν. | 21 Καὶ σᾶς ἐδίδαξα μετὰ παρρησίας καὶ δυνάμεως μαρτύρων καὶ εἰς Ἰουδαίους καὶ εἰς Ἕλληνας τὴν ἀνάγκην τῆς μετανοίας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἀνάγκην τῆς πίστεως εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦ ὁποίου συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι μας καὶ σωζόμεθα. |
22 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ δεδεμένος τῷ πνεύματι πορεύομαι εἰς Ἱερουσαλήμ, τὰ ἐν αὐτῇ συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς, | 22 Και ιδού τώρα εγώ, σαν να είμαι δεμένος από το Πνεύμα το Αγιον, πηγαίνω υποχρεωτικά εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς να ξέρω εκείνα, που θα μου συμβούν εις αυτήν. | 22 Καὶ τώρα ἰδοὺ ἐγὼ σπρώχνομαι δυνατὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμά μου, ποὺ διατελεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σπρώχνομαι ὑπ’ αὐτοῦ, σὰν νὰ εἶμαι δεμένος καὶ νὰ μὴ ἡμπορῶ νὰ ὑπάγω ἀλλοῦ, παρὰ ὅπου μὲ τραβᾷ ἐκεῖνο. Καὶ ὑπὸ τὴν ὤθησιν ταύτην πηγαίνω τώρα εἰς Ἱεροσόλυμα, χωρὶς νὰ ἡξεύρω, τί θὰ μοῦ συμβῇ ἐκεῖ. |
23 πλὴν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον κατὰ πόλιν διαμαρτύρεται λέγον ὅτι δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν. | 23 Πλην τούτο μόνον γνωρίζω ότι το Πνεύμα το Αγιον από πόλεως εις πόλιν μαρτυρεί καθαρά μέσα μου και μου λέγει, ότι με περιμένουν δεσμά και θλίψεις. | 23 Πλὴν ἕνα μόνον ἡξεύρω, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν μαρτυρεῖ ἐντόνως καὶ λέγει, ὅτι μὲ περιμένουν δεσμὰ καὶ θλίψεις. |
24 ἀλλ’ οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ, ὡς τελειώσαι τὸν δρόμον μου μετὰ χαρᾶς καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. | 24 Αλλά τίποτε από αυτά δεν θεωρώ άξιον λόγου, να με εμποδίση από την πορείαν μου, ούτε και θεωρώ την ζωήν μου πολύτιμον δι' εμέ, όσον θεωρώ σπουδαίον να φθάσω στο τέλος του δρόμου μου με χαράν και ειρήνην συνειδήσεως και να φέρω εις πέρας την αποστολήν, που έχω λάβει από τον Κυριον Ιησούν, και η οποία είναι να κηρύξω και να δώσω αφόβως την καλήν μαρτυρίαν δια το Ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού. | 24 Δὲν λογαριάζω ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτά, οὔτε θεωρῶ τὴν ζωήν μου πολύτιμον δι’ ἐμέ, ὅσον θεωρῶ σπουδαῖον καὶ πολύτιμον τὸ νὰ τελειώσω μὲ ἀνάπαυσιν συνειδήσεως καὶ χαρὰν τὸν δρόμον τῆς ἀποστολῆς μου καὶ νὰ φέρω εἰς πέρας τὴν διακονίαν, ποὺ ἔλαβον παρὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἡ ὁποία συνίσταται εἰς τὸ νὰ δίδω μαρτυρίαν περὶ τοῦ εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον γνωστοποιεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεός. |
25 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ οἶδα ὅτι οὐκέτι ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου ὑμεῖς πάντες, ἐν οἷς διῆλθον κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. | 25 Και ιδού τώρα εγώ προβλέπω, κατά το ανθρώπινον, ότι δεν θα ξαναϊδήτε πλέον το πρόσωπόν μου όλοι σεις, ανάμεσα στους οποίους επέρασα, κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού. | 25 Καὶ τώρα ἰδοὺ ἐγὼ προβλέπω ἀνθρωπίνως, ὅτι δὲν θὰ ἴδετε πλέον τὸ πρόσωπόν μου σεῖς ὅλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων περιώδευσα κηρύττων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. |
26 διό μαρτύρομαι ὑμῖν ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὅτι καθαρός ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων· | 26 Δι' αυτό και κατά την σημερινήν ημέραν, την τελευταίαν που με βλέπετε, βεβαιώνω, με καθαράν την συνείδησιν ενώπιον του Θεού, ότι είμαι ανεύθυνος δι' όλους σας, εάν συμβή και παραστρατήση κανείς από σας. | 26 Ἐπειδὴ δὲ δὲν πρόκειται νὰ ἰδωθῶμεν πάλιν, δι’ αὐτὸ σᾶς βεβαιῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀνεύθυνος δι’ ὅλους σας, ἐὰν συμβῇ κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ ἀπολεσθῇ. |
27 οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ. | 27 Δεν έχω ευθύνην, διότι δεν παρέλειψα ποτέ να μη καταστήσω γνωστήν εις σας κάθε βουλήν του Θεού, που σχετίζεται με την σωτηρίαν του ανθρώπου. | 27 Δὲν ἔχω δὲ εὐθύνην, διότι δὲν ἠμποδίσθην, ὥστε νὰ μὴ σᾶς ἀναγγείλω ὅλον τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποβλέπει εἰς τὴν διὰ τῆς Ἐκκλησίας σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου. |
28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. | 28 Προσέχετε λοιπόν στον εαυτόν σας, πως θα ζήτε. Προσέχετε δε πως θα φέρεσθε και τι θα διδάσκετε εις όλον το πνευματικόν σας ποίμνιον, στο οποίον το Πνεύμα το Αγιον σας έβαλε επισκόπους, να ποιμαίνετε την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, την οποίαν αυτός ο Κυριος απέκτησε με το αίμα του. | 28 Προσέχετε λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σας, πῶς θὰ συμπεριφέρεσθε καὶ τί θὰ διδάσκετε. Προσέχετε καὶ εἰς ὅλον τὸ πνευματικόν σας ποίμνιον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σᾶς ἐτοποθέτησεν ἐπισκόπους νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα του μὲ τὸ ἴδιον του αἷμα. |
29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· | 29 Διότι εγώ γνωρίζω τούτο· ότι μετά την έλευσίν μου αυτήν και την αναχώρησιν θα εισέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι και αιρετικοί, σαν άγριοι λύκοι, οι οποίοι δεν θα λογαριάζουν καθόλου τα λογικά πρόβατα του Χριστού, αλλά θα προσπαθούν να τα παρασύρουν εις τας πλάνας των και να τα κατασπαράξουν ψυχικώς. | 29 Σᾶς λέγω δὲ νὰ προσέχετε, διότι ἐγὼ γνωρίζω τοῦτο, ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου θὰ εἰσέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι καὶ πλάνοι σὰν ἄλλοι λύκοι ἄγριοι καὶ σκληροί, ποὺ ἀλύπητα θὰ διαρπάζουν τὸ ποίμνιον βλάπτοντες καὶ ἀφανίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν λογικῶν προβάτων. |
30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. | 30 Και από σας τους ίδιους θα εγερθούν εγωπαθείς άνδρες, οι οποίοι θα διδάσκουν διεστραμμένας και ψευδείς διδασκαλίας, δια να αποσπούν τους μαθητάς από τον ορθόν δρόμον της σωτηρίας και να τους παρασύρουν με το μέρος των ως ιδικούς των οπαδούς. | 30 Καὶ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους θὰ ἀναφανοῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ διδάσκουν διδασκαλίας, αἱ ὀποῖαι θὰ διαστρέφουν τὴν ἀλήθειαν, διὰ νὰ ἀποσποῦν τοὺς μαθητὰς ἀπὸ τὸν εὐθὺν δρόμον τῆς ἀληθείας καὶ νὰ τοὺς παρασύρουν ἀπὸ πίσω των ὡς ὁπαδοὺς καὶ ἀκολούθους των. |
31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. | 31 Δι' αυτό πρέπει να είσθε άγρυπνοι και προσεκτικοί, ενθυμούμενοι το παράδειγμά μου, ότι επί τρία κατά συνέχειαν έτη δεν έπαυσα νύκτα και ημέραν με δάκρυα να συμβουλεύω και καθοδηγώ τον καθένα σας. | 31 Δι’ αὐτὸ προσέχετε ἄγρυπνοι, ἔχοντες παράδειγμα ἐμὲ καὶ ἐνθυμούμενοι, ὅτι ἐπὶ τριετίαν συνεχῶς νύκτα καὶ ἡμέραν δὲν ἔπαυσα μὲ δάκρυα νὰ νουθετῶ ἕνα ἕκαστον. |
32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. | 32 Και τώρα, αδελφοί, σας εμπιστεύομαι εις τα χέρια του Θεού και εις την διδασκαλίαν της χάριτος αυτού, ο οποίος Θεός μόνος ημπορεί να σας οικοδομήση εις την κατά Χριστόν ζωήν και να σας δώση κληρονομίαν μεταξύ όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν προχωρήσει στον αγιασμόν δια της χάριτος του Χριστού. | 32 Καὶ τώρα σᾶς ἐμπιστεύομαι, ἀδελφοί, εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον ἡ χάρις του μᾶς ἀπεκάλυψε, καὶ ὁ ὁποῖος λόγος του θὰ σᾶς προφυλάξῃ ἀπὸ πᾶσαν πλάνην καὶ διαστροφήν. Σᾶς ἐμπιστεύομαι εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ συνέχισῃ τὴν οἰκοδομήν σας καὶ νὰ σᾶς δώσῃ κληρονομίαν μεταξὺ ὅλων ἐκείνων, ποὺ προώδευσαν εἰς τὸν ἁγιασμόν, τὸν ὁποῖον ἔλαβον διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. |
33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· | 33 Αργύριον η χρυσίον η ενδύματα, τίποτε από αυτά δεν επεθύμησα. | 33 Ἀργύριον ἢ χρυσίον ἢ ρουχισμὸν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπεθύμησα. |
34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. | 34 Σεις δε οι ίδιοι γνωρίζετε ότι εις τας ανάγκας μου και εις τας ανάγκας εκείνων, που ήσαν μαζή μου, υπηρέτησαν αυτά τα χέρια. | 34 Σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε, ὅτι εἰς τὰς ἀνάγκας μου καὶ εἰς τὰς ἀνάγκας ἐκείνων ποὺ ἦσαν μαζί μου, ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα αὐτὰ χέρια. |
35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. | 35 Ολα, έργω και λόγω, σας τα έχω υποδείξει, ότι δηλαδή έτσι εργαζόμενοι πνευματικώς και υλικώς θα βοηθήτε και θα στηρίζετε τους ασθενείς εις την πίστιν αδελφούς. Να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, τους οποίους αυτός είπε· Είναι περισσότερον μακάριον να δίδη κανείς, παρά να λαμβάνη”. | 35 Μὲ κάθε τρόπον σᾶς ἔδωκα παράδειγμα, ὅτι ἔτσι ἐργαζόμενοι βαρειὰ πρέπει νὰ προλαμβάνετε κάθε σκανδαλισμὸν τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν καὶ νὰ τοὺς βοηθῆτε, ὅπως γίνουν δυνατοὶ πνευματικῶς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνθυμῆσθε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Νὰ ἐνθυμῆσθε δηλαδή, ὅτι εἶπεν αὐτός: Εἶναι μακαριώτερον τὸ νὰ δίδῃ κανεὶς παρὰ τὸ να λαμβάνῃ, καὶ ὅταν ἀκόμη δικαιοῦται νὰ λάβῃ. |
36 καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο. | 36 Και αφού είπε αυτά, εγονάτισε και μαζή με όλους προσευχήθηκε. | 36 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ἐγονάτισε καὶ προσηυχήθη μαζὶ μὲ ὅλους αὐτούς. |
37 ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν, | 37 Εγινε δε πολύς κλαυθμός από όλους και αφού έπεσαν στον τράχηλον του Παύλου, τον εφιλούσαν και τον ξαναφιλούσαν με πολλήν στοργήν, | 37 Ἔγινε δὲ μεγάλος κλαυθμὸς ἀπὸ ὅλους καὶ ἀφοῦ ἔπεσαν ἐπὶ τοῦ τραχήλου τοῦ Παύλου, τὸν ἐφίλουν μὲ πολλὴν στοργήν. |
38 ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οὐκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον. | 38 πονούντες μάλιστα και λυπούμενοι δια τον λόγον, που τους είπε, ότι δεν πρόκειτε πλέον να ξαναϊδούν το πρόσωπόν του. Ετσι δε συγκινημένοι τον συνώδευσαν έως το πλοίον και τον κατευώδωσαν. | 38 Καὶ ἔγινεν ὁ θλιβερὸς αὐτὸς χωρισμός, διότι ἐλυποῦντο πρὸ παντὸς διὰ τὸν λόγον, ποὺ εἶχεν εἴπει, ὅτι δὲν ἐπρόκειτο πλέον νὰ ἴδουν τὸ πρόσωπόν του. Τὸν ἠκολούθουν δὲ καὶ τὸν συνέβγαλαν μέχρι τοῦ πλοίου. |