Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατέ μου τῆς πρὸς ὑμᾶς νυνὶ ἀπολογίας. 1 Ανδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε την απολογίαν μου, που απευθύνω τώρα προς σας”. 1 Άνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες καὶ πατέρας προσφωνῶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους ἀκούσατε τὴν ἀπολογίαν μου, τὴν ὁποίαν ἀπευθύνω κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην πρὸς σᾶς.
2 ἀκούσαντες δὲ ὅτι τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ προσεφώνει αὐτοῖς, μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν. 2 Οταν δε ήκουσαν ότι ωμιλούσε την εβραϊκήν γλώσσαν, τον επρόσεξαν περισσότερον και έκαμαν μεγαλυτέραν ησυχίαν. 2 Ὅταν δὲ ἤκουσαν, ὅτι ὡμίλει πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, ἐκολακεύθησαν καὶ ἔκαμαν περισσοτέραν ἡσυχίαν.
3 καὶ φησίν· Ἐγὼ μέν εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιὴλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ καθὼς πάντες ὑμεῖς ἐστε σήμερον. 3 Και τότε ο Παύλος είπε· “εγώ είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, που έχω γεννηθή εις την Ταρσόν της Κιλικίας· έχω όμως εκπαιδευθή εις την πόλιν αυτήν, εις την Ιερουσαλήμ, κοντά στον γνωστόν σας διδάσκαλον Γαμαλιήλ. Επομένως έχω διδαχθή με πολλήν ακρίβειαν τον νόμον των πατέρων μας και ήμουν πάντοτε γεμάτος ζήλον δια την δόξαν του Θεού, όπως είσθε και σεις σήμερα. 3 Καὶ τότε εἶπεν ὁ Παῦλος· Ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος, ὁ ὁποῖος ἔχω γεννηθῇ μὲν ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἔχω ὅμως ἐκπαιδευθῇ εἰς τὴν πόλιν ταύτην τῶν Ἱεροσολύμων ὡς μαθητής, ποὺ ἐκάθημην κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Γαμαλιὴλ καὶ ἤκουα τὴν διδασκαλίαν του. Καὶ εἶμαι συνεπῶς διδαγμένος σύμφωνα πρὸς τὴν ἀκριβῆ διδασκαλίαν καὶ ἐξήγησιν τοῦ νόμου τῶν πατέρων μας, εἶχα δὲ καὶ ζῆλον διὰ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, καθὼς ὅλοι σεῖς εἶσθε σήμερον ζηλωταί.
4 ὃς ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα ἄχρι θανάτου, δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, 4 Ακριβώς δε διότι είχα τέτοιον ζήλον, κατεδίωξα μέχρι θανάτου την νέαν αυτήν πίστιν, τον δρόμον της χριστιανικής ζωής, συλλαμβάνων, δεσμεύων και παραδίδων εις τας φυλακάς άνδρας και γυναίκας. 4 Ἀπέδειξα δέ, ὅτι εἶχα ζῆλον διὰ τὸν Θεὸν καὶ τὸν νόμον. Πράγματι· ἐγὼ εἶμαι, ποὺ κατεδίωξα τὴν πίστιν καὶ τὸν δρόμον αὐτὸν τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μέχρι θανάτου, καὶ ἔδενα μὲ ἁλύσεις τοὺς ὀπαδούς της καὶ παρέδιδα εἰς φυλακὰς ἄνδρας καὶ γυναῖκας,
5 ὡς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς μαρτυρεῖ μοι καὶ πᾶν τὸ πρεσβυτέριον· παρ’ ὧν καὶ ἐπιστολὰς δεξάμενος πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εἰς Δαμασκὸν ἐπορευόμην ἄξων καὶ τοὺς ἐκεῖσε ὄντας δεδεμένους εἰς Ἱερουσαλὴμ ἵνα τιμωρηθῶσιν. 5 Αυτά ακριβώς τα βεβαιώνουν ο αρχιερεύς και όλον το συνέδριον των Ιουδαίων. Από αυτούς δε αφού έλαβα συστατικάς και εξουσιοδοτικάς επιστολάς δια τους Ιουδαίους αδελφούς της Δαμασκού, επήγαινα με τον σκοπόν να φέρω εις την Ιερουσαλήμ δεμένους τους χριστιανούς, που θα ήσαν εκεί, δια να τιμωρηθούν. 5 καθὼς μαρτυροῦν δι’ ὅσα λέγω καὶ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον τῶν Ἰουδαίων. Αὐτοὶ μαρτυροῦν, ὅτι ἀφοῦ ἔλαβον ἀπὸ αὐτοὺς καὶ συστατικὰς ἐπιστολὰς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς Ἰουδαίους τῆς Δαμασκοῦ, ἐπήγαινα μὲ τὸν σκοπὸν νὰ φέρω καὶ τοὺς ἐκεῖ εὐρισκομένους Χριστιανοὺς δεμένους εἰς Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ τιμωρηθοῦν.
6 Ἐγένετο δέ μοι πορευομένῳ καὶ ἐγγίζοντι τῇ Δαμασκῷ περὶ μεσημβρίαν ἐξαίφνης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ περιαστράψαι φῶς ἱκανὸν περὶ ἐμέ, 6 Ενώ δε επροχωρούσα και επλησίαζα εις την Δαμασκόν, αίφνης κατά το μεσημέρι άστραψε γύρω μου ολόλαμπρο φως από τον ουρανόν. 6 Ἐνῷ δὲ ἐπήγαινα καὶ ἐπλησίαζα εἰς τὴν Δαμασκόν, κατὰ τὸ μεσημέρι, ἔξαφνα καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένω, μοῦ συνέβη νὰ ἀστράψῃ γύρω μου φῶς πολὺ ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
7 ἔπεσόν τε εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· Σαοὺλ, Σαούλ, τί με διώκεις; 7 Επεσα τότε κάτω στο έδαφος και ήκουσα φωνήν, που μου έλεγε· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις; 7 Καὶ ἀπὸ τὴν λάμψιν ἔπεσα χάμω εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἤκουσα φωνήν, ποὺ μοῦ ἔλεγε· Σαούλ, Σαούλ, διατὶ μὲ καταδιώκεις;
8 ἐγὼ δὲ ἀπεκρίθην· τίς εἶ, Κύριε; εἶπέ τε πρός με· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὃν σὺ διώκεις. 8 Εγώ δε απήντησα· Ποιός είσαι Κυριε; Και μου είπε· Εγώ είμαι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, τον οποίον συ καταδιώκεις. 8 Ἐγὼ δὲ ἀπεκρίθην· Ποῖος εἶσαι, Κύριε; Καὶ μοῦ εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ὀπαδῶν μου.
9 οἱ δὲ σὺν ἐμοὶ ὄντες τὸ μὲν φῶς ἐθεάσαντο καὶ ἔμφοβοι ἐγένοντο, τὴν δὲ φωνὴν οὐκ ἤκουσαν τοῦ λαλοῦντός μοι. 9 Αυτοί δε που ήσαν μαζή μου, είδαν το φως, εκυριεύθησαν από φόβον, αλλά δεν εξεχώρισαν τις λέξεις εκείνου, ο οποίος μου ωμιλούσε. 9 Αὐτοὶ δὲ ποὺ ἦσαν μαζί μου, εἶδαν μὲν τὸ φῶς, χωρὶς νὰ διακρίνουν τὸ πρόσωπον ποὺ ὡμίλει, καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον, τὴν φωνὴν ὅμως ἐκείνου, ποὺ ὡμίλει, δὲν τὴν ἤκουσαν, ἀλλὰ μόνον μία βοὴ ἠκούσθη ἀπὸ αὐτούς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ξεχωρίσουν τὰς λέξεις.
10 εἶπον δέ· τί ποιήσω, Κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπε πρός με· ἀναστὰς πορεύου εἰς Δαμασκόν, κἀκεῖ σοι λαληθήσεται περὶ πάντων ὧν τέτακταί σοι ποιῆσαι. 10 Εγώ δε είπα· Τι να κάμω, Κυριε; Ο δε Κυριος μου είπε· Σηκω, πήγαινε εις την Δαμασκόν και εκεί θα σου λεχθή δι' όλα όσα ο Θεός έχει ορίσει να κάμης εσύ. 10 Ἐγὼ δὲ εἶπον τότε· Τί νὰ κάμω, Κύριε; Ὁ δὲ Κύριός μου εἶπε· Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν Δαμασκὸν καὶ ἐκεῖ θὰ σοῦ δοθοῦν ὁδηγίαι δι’ ὅλα, ὅσα ἔχουν ὁρισθῇ διὰ σὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κάμῃς.
11 ὡς δὲ οὐκ ἐνέβλεπον ἀπὸ τῆς δόξης τοῦ φωτὸς ἐκείνου, χειραγωγούμενος ὑπὸ τῶν συνόντων μοι ἦλθον εἰς Δαμασκόν. 11 Επειδή δε, εξ αιτίας του λαμπρού εκείνου φωτός, δεν έβλεπα πλέον, ήλθα εις την Δαμασκόν χειραγωγούμενος, από εκείνους, που ήσαν μαζή μου. 11 Ἐφ’ ὅσον δὲ δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἴδω ἕνεκα τῆς ἀμαυρώσεως, ποὺ ἔπαθα ἀπὸ τὴν λάμψιν τοῦ φωτὸς ἐκείνου, ἦλθον εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁδηγούμενος μὲ τὸ χέρι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μαζί μου.
12 Ἀνανίας δέ τις, ἀνὴρ εὐλαβὴς κατὰ τὸν νόμον, μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων ἐν Δαμασκῷ Ἰουδαίων, 12 Καποιος δε, ονόματι Ανανίας, άνθρωπος σύμφωνα με τον Νομον πιστός και ευλαβής και ο οποίος εμαρτυρείτο ως ενάρετος από όλους τους Ιουδαίους κατοίκους της Δαμασκού, 12 Κάποιος Ἀνανίας δέ, ἄνθρωπος, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον ἦτο εὐλαβῆς καὶ ἐμαρτυρεῖτο ὡς τοιοῦτος ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοικοῦντας εἰς τὴν Δαμασκὸν Ἰουδαίους,
13 ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέ μοι· Σαοὺλ ἀδελφέ, ἀνάβλεψον. κἀγὼ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἀνέβλεψα εἰς αὐτόν. 13 ήλθε εις εμέ, εστάθηκε κοντά μου και μου είπε· Σαούλ, αδελφέ, σήκωσε τα μάτια σου επάνω. Και εγώ αμέσως την στιγμήν εκείνην απέκτησα το φως των οφθαλμών μου και τον εκύτταξα. 13 ἦλθε πρὸς ἐμὲ καὶ ἐστάθη πλησίον μου καὶ εἶπε· Σαούλ, ἀδελφέ, κύτταξε ἐπάνω πρὸς ἐμέ. Καὶ ἐγὼ κατὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν μὲ ὑγιεῖς πλέον ὀφθαλμοὺς τὸν ἐκύτταξα.
14 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν προεχειρίσατό σε γνῶναι τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν τὸν δίκαιον καὶ ἀκοῦσαι φωνὴν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, 14 Εκείνος δε είπε· Ο Θεός των πατέρων μας σε προώρισε να μάθης το θέλημα του και να ιδής τον δίκαιον Ιησούν και να ακούσης τα λόγια του από το ίδιο του το στόμα. 14 Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας σὲ ἐξέλεξε καὶ σὲ προώρισε νὰ γνωρίσῃς τὸ θέλημά του καὶ σὲ ἠξίωσε νὰ ἴδῃς ἐμφανιζόμενον εἰς σὲ τὸν δίκαιον Ἰησοῦν καὶ νὰ ἀκούσῃς φωνὴν ἀπὸ τὸ στόμα του.
15 ὅτι ἔσῃ μάρτυς αὐτῷ πρὸς πάντας ἀνθρώπους ὧν ἑώρακας καὶ ἤκουσας. 15 Και τούτο, διότι θα είσαι κήρυξ και μάρτυς αυτού προς όλους τους ανθρώπους, στους οποίους θα αναγγείλης αυτά που είδες και ήκουσες. 15 Σὲ ἠξίωσε δὲ νὰ ἴδῃς καὶ νὰ ἀκούσῃς τὸν Ἰησοῦν, διότι θὰ εἶσαι μάρτυς αὐτοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μάρτυς ἐκείνων, τὰ ὁποῖα εἶδες καὶ ἤκουσες.
16 καὶ νῦν τί μέλλεις; ἀναστὰς βάπτισαι καὶ ἀπόλουσαι τὰς ἁμαρτίας σου, ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. 16 Και τώρα τι περιμένεις; (Θεσε αμέσως εις ενέργειαν αυτά που ήκουσες). Σηκω, βαπτίσου και καθαρίσου από τας αμαρτίας σου με το άγιον βάπτισμα, αφού επικαλεσθής το όνομα του Κυρίου Ιησού. 16 Καὶ τώρα διατὶ βραδύνεις; Σήκω καὶ βαπτίσου καὶ λούσου ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σου. Θὰ λουσθῇς δὲ καὶ θὰ καθαρισθῇς ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σου, ὅταν μαζὶ μὲ τὸ βάπτισμα ἐπικαλεσθῇς ὡς Μεσσίαν καὶ Κύριον αὐτόν, ποὺ εἶδες καὶ ἤκουσες.
17 Ἐγένετο δέ μοι ὑποστρέψαντι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ γενέσθαι με ἐν ἐκστάσει καὶ ἰδεῖν αὐτὸν λέγοντά μοι· 17 Οταν δε επέστρεψα εις την Ιερουσαλήμ και εις ώραν που προσευχόμουν στο ιερόν, περιέπεσα εις έκστασιν και είδα αυτόν τον Κυριον να μου λέγη· 17 Ὅταν δὲ κατόπιν ἐπέστρεψα εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς ὤραν, ποὺ προσηυχόμην εἰς τὸ ἱερόν, μοῦ συνέβη νὰ περιέλθω εἰς ἔκστασιν, εἰς κατάστασιν δηλαδή, ποὺ αἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματός μου ἔπαυσαν νὰ ἐνεργοῦν καὶ ἀπεξενώθην ἀπὸ τὸν ὑλικὸν κόσμον, ὁ νοῦς μου ὅμως καὶ ἡ ψυχή μου ἔβλεπον καὶ ἀντελαμβάνοντο καὶ ἦσαν ἐκτάκτως διαυγεῖς. Εἰς τὴν κατάστασιν αὐτήν, τὸν εἶδον νὰ μοῦ λέγῃ·
18 σπεῦσον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ Ἱερουσαλήμ, διότι οὐ παραδέξονταί σου μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ. 18 Σπεύσε και φύγε γρήγορα από την Ιερουσαλήμ, διότι οι Ιουδαίοι δεν θα παραδεχθούν την μαρτυρίαν και το κύρυγμά σου περί εμού. 18 Σπεῦσε καὶ φύγε γρήγορα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι δὲν θὰ παραδεχθοῦν τὴν μαρτυρίαν, ποὺ θὰ δίδῃς δι’ ἐμέ.
19 κἀγὼ εἶπον· Κύριε, αὐτοὶ ἐπίστανται ὅτι ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας ἐπὶ σέ· 19 Και εγώ είπα· Κυριε, αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι εγώ εφυλάκιζα και έδερνα εις τας διαφόρους συναγωγάς εκείνους, που επίστευσαν εις σε. 19 Καὶ ἐγὼ εἶπα· Κύριε, γνωρίζουν καλὰ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ὅτι ἐγὼ ἐπὶ καιρὸν πολὺν ἐφυλάκιζα καὶ ἔδερνα ἀπὸ τὴν μίαν συναγωγὴν εἰς τὴν ἄλλην ἐκείνους, ποὺ ἐπίστευον εἰς σέ.
20 καὶ ὅτε ἐξεχετο τὸ αἷμα Στεφάνου τοῦ μάρτυρός σου, καὶ αὐτὸς ἤμην ἐφεστὼς καὶ συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ καὶ φυλάσσων τὰ ἱμάτια τῶν ἀναιρούντων αὐτόν. 20 Και όταν εχύνετο το αίμα του Στεφάνου, του μάρτυρός σου εγώ ο ίδιος ήμουν εκεί κοντά παρών και επεδοκίμαζα τον φόνον του και εφύλασσα τα ενδύματα εκείνω, που τον εφόνευαν. 20 Καὶ ὅταν ἐχύνετο τὸ αἷμα Στεφάνου τοῦ μάρτυρός σου, καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἤμην τότε παρὼν καὶ εὐχαριστούμην διὰ τὸν φόνον του καὶ ἐπεδοκίμαζα αὐτὸν καὶ ἐφύλαττον τὰ ἐνδύματά ἑκείνων, ποὺ τὸν ἐφόνευαν.
21 καὶ εἶπε πρός με· πορεύου, ὅτι ἐγὼ εἰς ἔθνη μακρὰν ἐξαποστελῶ σε. 21 Και μου είπε· Πηγαινε, διότι εγώ θα σε στείλω εις έθνη μακράν”. 21 Καὶ μοῦ εἶπεν εἰς ἀπάντησιν ὁ Κύριος· Πήγαινε, διότι ἐγὼ θὰ σὲ στείλω εἰς ἔθνη μακράν.
22 Ἤκουον δὲ αὐτοῦ ἄχρι τούτου τοῦ λόγου, καὶ ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν λέγοντες· Αἶρε ἀπὸ τῆς γῆς τὸν τοιοῦτον, οὐ γὰρ καθῆκεν αὐτὸν ζῆν. 22 Οι Ιουδαίοι τον ήκουαν ήσυχοι έως το σημείον αυτό του λόγου. Οταν όμως ανέφερε τα έθνη (εκυριεύθησαν από φανατισμόν και σκοτισμόν νου) εσήκωσαν την φωνήν των κράζοντες· “φόνευσέ τον, εξαφάνισε από την γην αυτόν τον άνθρωπον. Διότι δεν θα έπρεπε ήδη να ζη αυτός”. 22 Τὸν ἤκουον δὲ οἱ Ἰουδαῖοι ἕως τὸ σημεῖον αὐτὸ τοῦ λόγου. Δὲν ἠμποροῦσαν ὅμως νὰ ἀκούσουν ὅτι τὰ ἔθνη θὰ ἀπελάμβανον τὰ προνόμια τῶν Ἰσραηλιτῶν. Δι’ αὐτό, ὅταν εἶπεν ὁ Παῦλος τὴν φράσιν θὰ σὲ στείλω εἰς ἔθνη μακράν, ἐσήκωσαν τὴν φωνήν τους λέγοντες· Ἕνα τέτοιο ὑποκείμενον σήκωσέ το καὶ ἀφάνισό το ἀπὸ τὴν γῆν, διότι αὐτὸς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ζῇ.
23 κραυγαζόντων δὲ αὐτῶν καὶ ῥιπτόντων τὰ ἱμάτια καὶ κονιορτὸν βαλλόντων εἰς τὸν ἀέρα, 23 Επειδή δε αυτοί εκραύγαζαν και έρριπταν τα ρούχα των και επετούσαν χώμα στον αέρα, 23 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔρριπταν ἐπάνω τὰ ρούχα των καὶ ἐπετοῦσαν σκόνην εἰς τὸν ἀέρα,
24 ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ χιλίαρχος ἄγεσθαι εἰς τὴν παρεμβολήν, εἰπὼν μάστιξιν ἀνετάζεσθαι αὐτὸν, ἵνα ἐπιγνῷ δι’ ἣν αἰτίαν οὕτως ἐπεφώνουν αὐτῷ. 24 διέταξε ο χιλίαρχος να οδηγηθή ο Παύλος στο στρατόπεδον και έδωσε εντολήν να τον ανακρίνουν χρησιμοποιούντες και την μαστίγωσιν, δια να τον αναγκάσουν έτσι να πη την αλήθειαν, ώστε να μάθη ο χιλίαρχος την αιτίαν, δια την οποίαν εκραύγαζαν έτσι εναντίον του οι Εβραίοι. 24 διέταξεν ὁ χιλίαρχος νὰ ὁδηγηθῇ ὁ Παῦλος εἰς τὸ στρατόπεδον. Καὶ συγχρόνως εἶπε νὰ τὸν ἀνακρίνουν χρησιμοποιοῦντες καὶ μαστίγωσιν κατὰ τὴν ἀνάκρισιν, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ οὗτος νὰ προβῇ εἰς ὁμολογίας, ἀπὸ τὰς ὁποίας θὰ ἐμάνθανεν ὁ χιλίαρχος τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐφώναζαν ἔτσι ἐνάντιόν του.
25 ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῖς ἱμᾶσιν, εἶπε πρὸς τὸν ἑστῶτα ἑκατόνταρχον ὁ Παῦλος· Εἰ ἄνθρωπον Ρωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν; 25 Οταν όμως γυμνόν τον ετέντωσαν και τον έδεσαν εις την σανίδα, δια να τον μαστιγώσουν, είπε ο Παύλος στον εκατόνταρχον, που εστέκετο εκεί όρθιος· “έχετε λοιπόν το δικαίωμα και την εξουσίαν να μαστιγώσετε Ρωμαίον πολίτην, χωρίς προηγουμένως να τον δικάσετε και να τον κρίνετε;” 25 Ὅταν ὅμως τὸν ἔδεσαν μὲ δερμάτινα λουριὰ καὶ τὸν ἐτέντωναν γυμνὸν ἐπὶ τῆς σανίδος διὰ νὰ τὸν δείρουν, εἶπεν ὁ Παῦλος πρὸς τὸν ἑκατόνταρχον, ποὺ ἐστέκετο ἐκεῖ· Σᾶς ἐπιτρέπεται ἄραγε νὰ μαστιγώνετε ἄνθρωπον πολίτην Ρωμαῖον καὶ μάλιστα χωρὶς οὗτος νὰ ὑποβληθῇ προηγουμένως εἰς δίκην καὶ νὰ κριθῇ;
26 ἀκούσας δὲ ὁ ἑκατόνταρχος προσελθὼν ἀπήγγειλε τῷ χιλιάρχῳ λέγων· ὅρα τί μέλλεις ποιεῖν· ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὗτος Ρωμαῖός ἐστι. 26 Οταν ο εκατόνταρχος ήκουσε αυτό, προσήλθε στον χιλίαρχον και του είπε· “πρόσεχε τι μέλλεις να πράξης· διότι ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος πολίτης”. 26 Ὅταν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος ἤκουσε τοῦτο, ἐπλησίασε καὶ ἀνέφερεν εἰς τὸν χιλίαρχον λέγων· Πρόσεξε, τί πρόκειται νὰ κάμῃς· διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι Ρωμαῖος πολίτης.
27 προσελθὼν δὲ ὁ χιλίαρχος εἶπεν αὐτῷ· Λέγε μοι, εἰ σὺ Ρωμαῖος εἶ. ὁ δὲ ἔφη· Ναί. 27 Ηλθε τότε ο χιλίαρχος προς τον Παύλον και του είπε· “λέγε μου, εάν πράγματι συ είσαι Ρωμαίος πολίτης”. Ο δε Παύλος του είπε· “ναι”. 27 Πλησιάσας δὲ τότε ὁ χιλίαρχος εἶπε εἰς τὸν Παῦλον· Λέγε μου, ἐὰν πράγματι σὺ εἶσαι Ρωμαῖος πολίτης. Ὁ δὲ Παῦλος εἶπε· ναί.
28 ἀπεκρίθη τε ὁ χιλίαρχος· Ἐγὼ πολλοῦ κεφαλαίου τὴν πολιτείαν ταύτην ἐκτησάμην. ὁ δὲ Παῦλος ἔφη· Ἐγὼ δὲ καὶ γεγέννημαι. 28 Απεκρίθη ο χιλίαρχος· “εγώ με πολλά χρήματα απέκτησα το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτου”. Ο δε Παύλος είπε· “εγώ όμως και έχω γεννηθή Ρωμαίος πολίτης”. 28 Καὶ ὁ χιλίαρχος ἀπεκρίθη· Ἐγὼ ἐξώδευσα πολλὰ χρήματα καὶ ἀπέκτησα τὸ δικαίωμα τοῦτο τοῦ Ρωμαίου πολίτου. Ὁ Παῦλος δὲ εἶπεν· Ἐγὼ ὅμως δὲν εἶμαι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἔχω γεννηθῆ Ρωμαῖος πολίτης, διότι καὶ ὁ πατήρ μου ἦτο τοιοῦτος.
29 εὐθέως οὖν ἀπέστησαν ἀπ’ αὐτοῦ οἱ μέλλοντες αὐτὸν ἀνετάζειν· καὶ ὁ χιλίαρχος δὲ ἐφοβήθη ἐπιγνοὺς ὅτι Ρωμαῖός ἐστι, καὶ ὅτι ἦν αὐτὸν δεδεκώς. 29 Αμέσως δε τότε απεμακρύνθησαν από αυτόν εκείνοι, που επρόκειτο να τον ανακρίνουν. Αλλά και ο χιλίαρχος εφοβήθηκε, όταν έμαθε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης και διότι τον είχε δέσει. 29 Ἀμέσως λοιπὸν ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὸν Παῦλον ἐκεῖνοι, ποὺ ἔμελλον νὰ τὸν ἀνακρίνουν. Ἀλλὰ καὶ ὁ χιλίαρχος ἐφοβήθη, ὅταν ἔμαθεν ὅτι εἶναι Ρωμαῖος πολίτης. Ἐφοβήθη δὲ καὶ διότι τὸν εἶχε δέσει.
30 Τῇ δὲ ἐπαύριον βουλόμενος γνῶναι τὸ ἀσφαλὲς, τὸ τί κατηγορεῖται παρὰ τῶν Ἰουδαίων, ἔλυσεν αὐτόν ἀπὸ τῶν δεσμῶν καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῖν τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον αὐτῶν, καὶ καταγαγὼν τὸν Παῦλον ἔστησεν εἰς αὐτούς. 30 Την άλλην δε ημέραν επειδή ήθελε να μάθη με ακρίβειαν, τι είναι εκείνο, δια το οποίον κατηγορείται από τους Εβραίους, έλυσε αυτόν από τις αλυσίδες και διέταξε να συγκεντρωθούν οι αρχιερείς και όλον το συνέδριόν των και αφού κατέβασε τον Παύλον από το στρατόπεδον, τον έβαλε να σταθή όρθιος εμπρός εις αυτούς. 30 Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν ὁ χιλίαρχος, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μάθῃ μετὰ βεβαιότητος, τί ἦτο ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον κατηγορεῖτο ὁ Παῦλος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν ἔλυσεν ἀπὸ τὰς ἁλύσεις, μὲ τὰς ὁποίας ἦτο δεμένος, καὶ διέταξε νὰ ἔλθουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριόν των. Καὶ ἀφοῦ κατέβασεν ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τὸν Παῦλον, τὸν ἔβαλε νὰ σταθῇ ὄρθιος ἐνώπιον αὐτῶν.