Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἐγένετο δὲ ἐν Ἰκονίῳ κατὰ τὸ αὐτὸ εἰσελθεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ λαλῆσαι οὕτως ὥστε πιστεῦσαι Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος. | 1 Συνέβη δε στο Ικόνιον το ίδιο με εκείνο, που είχε συμβή εις την Αντιόχειαν· εισήλθαν δηλαδή ο Παύλος και ο Βαρνάβας εις την συναγωγήν των Ιουδαίων και ωμίλησαν με τόσην πολλήν δύναμιν και πειστικότητα, ώστε να πιστεύσουν πλήθος Ιουδαίοι και Ελληνες. | 1 Συνέβη δὲ καὶ ἐν Ἰκονίῳ τὸ αὐτὸ μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔκαναν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ εἰς τὰς ἄλλας πόλεις. Εἰσῆλθον δηλαδὴ οὗτοι εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ ὁμίλησαν τόσον πειστικά, ὥστε πολὺ πλῆθος Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων ἐπίστευσαν. |
2 οἱ δὲ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι ἐπήγειραν καὶ ἐκάκωσαν τὰς ψυχὰς τῶν ἐθνῶν κατὰ τῶν ἀδελφῶν. | 2 Οι Ιουδαίοι όμως, που επέμεναν εις την απιστίαν των, εξηρέθισαν και ανετάραξαν τας ψυχάς των εθνικών εναντίον των αδελφών Χριστιανών. | 2 Ὅσοι ὅμως ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐπέμενον νὰ ἀπειθοῦν καὶ νὰ μὴ πιστεύουν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, ἠρέθισαν καὶ ἐξώργισαν τὰς ψυχὰς τῶν ἐθνικῶν κατὰ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν. |
3 ἱκανὸν μὲν οὖν χρόνον διέτριψαν παρρησιαζόμενοι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ τῷ μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, διδόντι σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν χειρῶν αὐτῶν. | 3 Παρ' όλον όμως τούτο οι Απόστολοι, διότι το κήρυγμά των έφερνε πολλά αγαθά αποτελέσματα, έμειναν αρκετόν χρόνον εκεί. Εκήρυτταν δε αφόβως με το θάρρος, που τους έδιδε η πίστις των στον Κυριον, ο οποίος επεβεβαίωνε το κήρυγμά των περί της χάριτος αυτού και τους έδιδε την δύναμιν, ώστε με τα χέρια των να γίνωνται καταπληκτικά σημεία και θαύματα. | 3 Λόγῳ λοιπὸν τοῦ ὅτι παρὰ τὴν ἀντίδρασιν αὐτὴν τόσην ἐπιτυχίαν ἐσημείωσε τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἔμειναν ἐκεῖ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀρκετὸν χρόνον. Καὶ ἐκήρυττον μετὰ θάρρους καὶ ἀφοβίας, ποὺ τοὺς ἐνέπνεεν ἡ πίστις καὶ ἡ πεποίθησίς των εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρει περὶ τοῦ λόγου καὶ τοῦ κηρύγματος, μὲ τὸ ὁποῖον ἐγνωστοποιεῖτο ἡ φιλάνθρωπος βουλὴ καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐμαρτύρει δὲ ὁ Κύριος δίδων δύναμιν, διὰ τῆς ὁποίας ἐγίνοντο διὰ τῶν χειρῶν τῶν κηρύκων τοῦ λόγου ἀποδεικτικὰ καὶ καταπληκτικὰ θαύματα. |
4 ἐσχίσθη δὲ τὸ πλῆθος τῆς πόλεως, καὶ οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις. | 4 Διαιρέθηκε δε το πλήθος της πόλεως εις δύο παρατάξεις· και άλλοι μεν ήσαν με το μέρος των Ιουδαίων, άλλοι δε με το μέρος των Αποστόλων. | 4 Ἐδιχάσθη δὲ ὁ πληθυσμὸς τῆς πόλεως. Καὶ ἄλλοι μὲν ἐτάχθησαν μὲ τὸ μέρος τῶν Ἰουδαίων, ἄλλοι δὲ ἦσαν μὲ τὸ μέρος τῶν Ἀποστόλων. |
5 ὡς δὲ ἐγένετο ὁρμὴ τῶν ἐθνῶν τε καὶ Ἰουδαίων σὺν τοῖς ἄρχουσιν αὐτῶν ὑβρίσαι καὶ λιθοβολῆσαι αὐτούς, | 5 Επειδή δε έγινε πολύς ερεθισμός και εξέγερσις των απιστούντων εθνικών και Ιουδαίων μαζή με τους άρχοντάς των και επήραν την απόφασιν να υβρίσουν και να λιθοβολήσουν τους Αποστόλους, | 5 Ὅταν δὲ ὁ διχασμὸς αὐτὸς ἐπροχώρησε καὶ ἔγινεν ἀναβρασμὸς καὶ ἐξέγερσις τῶν ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων μὲ τοὺς ἄρχοντάς των καὶ ἐσχεδίαζαν ὅλοι αὐτοὶ νὰ ὑβρίσουν καὶ νὰ λιθοβολήσουν τοὺς Ἀποστόλους, |
6 συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον, | 6 εκατάλαβαν αυτοί τας κακάς εκείνων διαθέσεις και κατέφυγαν εις τας πόλεις της Λυκαονίας, την Λυστραν και την Δερβην και εις τα περίχωρα. | 6 τὸ ἀντελήφθησαν οὗτοι καὶ κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ εἰς τὰ περίχωρα αὐτῶν. |
7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι. | 7 Και εκεί εκήρυτταν το Ευαγγέλιον. | 7 Καὶ ἐκεῖ ἐξηκολουθοῦν νὰ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον. |
8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιεπεπατήκει. | 8 Εις τα Λυστρα εκάθητο κάποιος άνθρωπος, ο οποίος είχε αδύνατα πόδια, διότι ήτο χωλός από την κοιλίαν της μητέρας του και δεν είχε ποτέ περιπατήσει. | 8 Καὶ ἐκάθητο κάποιος ἄνθρωπος εἰς τὰ Λύστρα, ποὺ εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς τὰ πόδια, διότι ἦτο χωλὸς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του καὶ δὲν εἶχε περιπατήσει ποτὲ εἰς τὴν ζωήν του. |
9 οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι, | 9 Αυτός ήκουσε με προσοχήν και πίστιν τον Παύλον. Ο Παύλος, όταν τον παρετήρησε προσεκτικά και είδε ότι είχεν πίστιν, δια να γίνη το θαύμα της θεραπείας του, | 9 Αὐτὸς ἤκουε μὲ προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον τὸν Παῦλον, ὅταν ἐκήρυττεν. Ὁ Παῦλος δέ, ὅταν εἰς κάποιαν στιγμὴν τὸν παρετήρησε προσεκτικὰ καὶ εἶδεν, ὅτι εἶχε τὴν πίστιν, ποὺ ἐχρειάζετο διὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας του, |
10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει. | 10 είπε με μεγάλην φωνήν· “σήκω εις τα πόδια σου ορθός”. Και αμέσως εκείνος επήδησε και εντελώς υγιής περιπατούσε. | 10 εἶπε μὲ μεγάλην φωνήν· Σήκω ὀρθὸς εἰς τὰ πόδια σου. Καὶ ἐκεῖνος ἐπήδησεν ἐπάνω καὶ περιεπάτει. |
11 οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· Οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς· | 11 Τα πλήθη δε του λαού, όταν είδαν το θαύμα αυτό, που έκαμε ο Παύλος, εσήκωσαν μεγάλην την φωνήν των λέγοντες εις την λυκαονικήν γλώσσαν των· “οι θεοί επήραν μορφήν ανθρώπων και κατέβηκαν εις ημάς”. | 11 Τὰ πλήθη δὲ τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδαν αὐτό, ποὺ ἔκαμεν ὁ Παῦλος, ἐσήκωσαν τὴν φωνήν τους καὶ ἔλεγαν εἰς τὴν Λυκαονικὴν γλῶσσαν· Οἱ θέοι ἔγιναν ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς. |
12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου. | 12 Ωνόμαζαν δε τον με Βαρνάβαν Διαν, δια το παράστημα και την σοβαρότητα του, τον δε Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ήτο ο αρχηγός του λόγου. | 12 Καὶ ἐκάλουν τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, ὡς περισσότερον ἠλικιωμένον καὶ σοβαρώτερον· τὸν δὲ Παῦλον ἐκάλουν Ἑρμῆν, διότι αὐτὸς ἦτο ὁ ἀρχηγὸς τοῦ λόγου καὶ ὡμίλει περισσότερον καὶ εὐχερέστερον. |
13 ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν. | 13 Ο δε ιερεύς του Διός, του οποίου ο ναός ήτο κτισμένος εμπρός από την πόλιν, έφερε ταύρους και στεφάνια κοντά εις τας μεγάλας θύρας του τείχους, όπου ευρίσκετο ο ναός, και ήθελε μαζή με το πλήθος του λαού να προσφέρη θυσίαν προς τιμήν των δύο Αποστόλων. | 13 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ὁ ἱερεὺς τοῦ Διός, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἦτο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Λύστρων, ἔφερε πρὸς τὸ γειτονικὸν πρὸς τὸν ναὸν μέρος, ὅπου ἦσαν αἱ πόρται τοῦ τείχους τῆς πόλεως, ταύρους καὶ στεφάνους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἐστεφάνωναν τὰ ζῶα, ποὺ θὰ ἐθυσιάζοντο, καὶ ἤθελε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ νὰ προσφέρῃ θυσίαν πρὸς λατρείαν τῶν δύο ἀποστόλων. |
14 ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες | 14 Οι δε Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, όταν ήκουσαν αυτό, έσχισαν τα ιμάτιά των, δια να εκφράσουν έτσι την διαμαρτυρίαν και αγανάκτησίν των και ώρμησαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντες | 14 Ὅταν ὅμως ἤκουσαν ταῦτα οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, ἐξέσχισαν τὰ ρούχα των πρὸς ἐκδήλωσιν τῆς ἀγανακτήσεως καὶ ἀποστροφῆς των κατὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς ταύτης πράξεως καὶ τῆς ἀσεβοῦς θεοποιήσεως, ποὺ τοὺς ἔκαμαν οἱ κάτοικοι τῶν Λύστρων, καὶ ἐπήδησαν μέσα εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ φωνάζοντες |
15 καὶ λέγοντες· Ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· | 15 και λέγοντες· “άνθρωποι, διατί κάνετε όλα αυτά; Και ημείς είμεθα όμοιοι με σας άνθρωποι, έχοντες την ιδίαν ασθενή και αδύνατον ανθρωπίνην φύσιν. Κηρύττομεν δε εις σας, να αφήσετε αυτά τα ψευδή και μάταια περί θεών και θυσιών, που έως τώρα επιστεύατε, και να γυρίσετε στον Θεόν τον ζωντανόν και αληθινόν, ο οποίος έκαμε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. | 15 καὶ λέγοντες· Ἄνθρωποι, τί εἶναι αὐτά, ποὺ κάνετε; Καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἄνθρωποι μὲ τὴν αὐτὴν ἀσθενῆ καὶ θνητὴν φύσιν, ποὺ ἔχετε καὶ σεῖς. Καὶ σᾶς κηρύττομεν νὰ ἀφήσετε τὰ μάταια αὐτά, ποὺ σχεδιάζετε νὰ κάνετε ὡς θυσίαν εἰς θεοὺς ψευδεῖς καὶ τιποτένιους καὶ νὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὸν Θεόν, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ εἶναι Θεὸς ζωντανός, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά. |
16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· | 16 Αυτός ο Θεός, εις τας περασμένας γενεάς, αφήκε τους εθνικούς να βαδίζουν τον δρόμον των, να ζουν και να συμπεριφέρωνται σύμφωνα με τας αμαρτωλάς διαθέσεις της καρδίας των, | 16 Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἰς τὰς παρελθοῦσας γενεὰς ἐγκατέλιπεν ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς νὰ πολιτεύωνται καὶ νὰ συμπεριφέρωνται κατὰ τὰς ἁμαρτωλὰς συνηθείας των καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ φρονήματά των. |
17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν. | 17 μολονότι δεν αφήκε και μεταξύ αυτών ο Θεός τον ευατόν του χωρίς μαρτυρίας, δια την ύπαρξίν του και τας τελειότητάς του, διότι και τότε σας ευεργετούσε, έστελνε από τον ουρανόν ωφελίμους βροχάς και καταλλήλους καιρούς δια πλουσίαν καρποφορίαν και σας έδιδεν άφθονον τροφήν και χαράν εις τας καρδίας σας”. | 17 Καὶ ἔζων ἐκεῖνοι εἰδωλολατρικῶς μακρὰν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἀγνοοῦντες αὐτόν, καίτοι ὁ Θεὸς δὲν ἀφῆκεν ἄγνωστον καὶ χωρὶς μαρτυρίαν τὸν ἑαυτόν του. Διότι ἐξηκολούθει καὶ τότε νὰ σᾶς εὐεργετῇ καὶ νὰ σᾶς δίδῃ ἐξ οὐρανοῦ βροχὰς καὶ ἐποχάς, κατὰ τὰς ὁποίας γίνονται καὶ ὠριμάζουν οἱ καρποί, καὶ παρεῖχεν ἀφθόνως τροφὴν καὶ εὐφροσύνην εἰς τὰς καρδίας σας. |
18 καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς. | 18 Και με αυτά τα λόγια οι Απόστολοι μόλις και μετά βίας εσταμάτησαν τους όχλους, να μη προσφέρουν εις αυτούς τας θυσίας εκείνας. | 18 Καὶ μὲ αὐτά, ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι, μόλις καὶ μετὰ βίας ἐσταμάτησαν τοὺς ὄχλους, ὥστε νὰ μὴ προσφέρουν θυσίαν εἰς αὐτούς. |
19 Ἐπῆλθον δὲ ἀπὸ Ἀντιοχείας καὶ Ἰκονίου Ἰουδαῖοι καὶ πείσαντες τοὺς ὄχλους καὶ λιθάσαντες τὸν Παῦλον ἔσυραν ἔξω τῆς πόλεως, νομίσαντες αὐτὸν τεθνάναι. | 19 Τοτε όμως ήλθαν εις την Λυστραν από την Αντιόχειαν και το Ικόνιον φανατικοί Ιουδαίοι, οι οποίοι έπεισαν τους όχλους και ελιθοβόλησαν τον Παύλον και τον έσυραν αναίσθητον έξω από την πόλιν, επειδή ενόμισαν ότι είχε αποθάνει. | 19 Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἦλθον ἐκεῖ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ τὸ Ἰκόνιον καὶ ἀφοῦ παρέπεισαν τοὺς ὄχλους, ἐλιθοβόλησαν τὸν Παῦλον, καὶ ἔσυραν αὐτόν, καθὼς ἦτο ἐπὶ τοῦ ἑδάφους ἀναίσθητος, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἐπειδὴ ἐνόμισαν, ὅτι εἶχεν ἀποθάνει οὗτος καὶ ἔσπευδαν νὰ ἀποκρύψουν ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τὸ ἔγκλημά των. |
20 κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν μαθητῶν ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην. | 20 Οταν δε οι Χριστιανοί περιεκύκλωσαν με πόνον αυτόν, δια να τον κηδεύσουν, εσηκώθηκε ο Παύλος υγιής, με την δύναμιν του Θεού, και εισήλθε εις την πόλιν. Την επομένην δε έφυγε μαζή με τον Βαρνάβαν και ήλθε εις την Δερβην. | 20 Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν, ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην. |
21 εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ Ἰκόνιον καὶ Ἀντιόχειαν, | 21 Αφού δε εκήρυξαν και εις την πόλιν εκείνην το Ευαγγέλιον και εδίδαξαν πολλούς, επέστρεψαν εις την Λυστραν και το Ικόνιον και την Αντιόχειαν | 21 Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν, ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην. |
22 ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. | 22 στηρίζοντες περισσότερον τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες αυτούς να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν και λέγοντες ότι δια μέσου πολλών θλίψεων θα εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών. | 22 στηρίζοντες ἀκόμη περισσότερον τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, προτρέποντες αὐτοὺς νὰ μένουν ἀμετακίνητοι εἰς τὴν πίστιν καὶ λέγοντες ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὸ ὥρισεν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἠθικὴ κατάστασις τόσον τοῦ κόσμου, ὅσον καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων τὸ καθιστᾷ ἀναπόφευκτον, πρέπει νὰ ὑποστῶμεν ἡμεῖς πολλὰς θλίψεις διὰ νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. |
23 χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι. | 23 Αφού δε εχειροτόνησαν δι' αυτούς πρεσβυτέρους εις κάθε Εκκλησίαν και προσηυχήθησαν με νηστείας, ενεπιστεύθησαν αυτούς στον Κυριον, στον οποίον είχαν πιστεύσει. | 23 Ἀφοῦ δὲ διὰ χειροθεσίας καὶ εὐχῶν ἐγκατέστησαν πρεσβυτέρους εἰς μίαν ἐκάστην Ἐκκλησίαν καὶ προσηυχήθησαν μὲ ἀφοσίωσιν, τὴν ὁποίαν καθιστῶν θερμοτέραν αἱ συνοδεύουσαι τὰς προσευχὰς νηστεῖαι, ἐνεπιστεύθησαν αὐτοὺς εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον πιστεύσει. |
24 καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν, | 24 Και αφού περιώδευσαν την χώραν της Πισιδίας, ήλθαν εις την Παμφυλίαν. | 24 Καὶ ἀφοῦ κηρύττοντες περιώδευσαν τὴν χώραν τῆς Πισιδίας, ἦλθον εἰς τὴν Παμφυλίαν. |
25 καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν λόγον κατέβησαν εἰς Ἀττάλειαν, | 25 Αφού δε και εις την Περγην εκήρυξαν τον λόγον του Θεού, κατέβηκαν εις την παράλιον πόλιν Αττάλειαν. | 25 Καὶ ἀφοῦ ἐδίδαξαν τὸν λόγον εἰς τὴν Πέργην, κατέβησαν ἀπὸ τὰ μεσόγεια μέρη εἰς τὴν παραλιακὴν Ἀττάλειαν. |
26 κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς Ἀντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν. | 26 Από εκεί έπλευσαν εις την Αντιόχειαν, εις πόλιν όπου οι αδελφοί τους είχαν παραδώσει εις την χάριν του Θεού δια το έργον του ευαγγελισμού, το οποίον και έφεραν εις πέρας. | 26 Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀνεχώρησαν μὲ πλοῖον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Εἰς τὴν πόλιν δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχαν ξεκινήσει, ὅταν οἱ ἀδελφοί τους εἶχαν παραδώσει εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ἔφερον εἰς πέρας. Οὕτως ἔλαβε τέλος ἡ πρώτη ἀποστολικὴ πορεία. |
27 Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ’ αὐτῶν καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως. | 27 Οταν λοιπόν ήλθαν, συνεκέντρωσαν τους πιστούς της Εκκλησίας και εγνωστοποίησαν εις αυτούς όσα ο Θεός, χρησιμοποιών αυτούς ως συνεργούς του, έκαμε και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας. | 27 Ὅταν δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἦλθον καὶ συνήθροισαν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας, διηγήθησαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς παρέχων τὴν χάριν του καὶ συνεργαζόμενος μετ’ αὐτῶν καὶ ὅτι ἤνοιξεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς τὴν θύραν, διὰ τῆς ὁποίας οὗτοι θὰ ἐκαλοῦντο εἰς τὴν πίστιν καὶ θὰ ἐσώζοντο δι’ αὐτῆς. |
28 διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς. | 28 Εμειναν δε εκεί μαζή με τους άλλους Χριστιανούς αρκετόν χρόνον. | 28 Παρέμειναν δὲ ἀρκετὸν χρόνον ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς. |