Τετάρτη, 17 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:47
Δύση: 20:03
Σελ. 9 ημ.
108-258
16ος χρόνος, 5905η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Μετὰ δὲ πέντε ἡμέρας κατέβη ὁ ἀρχιερεὺς Ἁνανίας μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ῥήτορος Τερτύλλου τινός, οἵτινες ἐνεφάνισαν τῷ ἡγεμόνι κατὰ τοῦ Παύλου. 1 Επειτα δε από πέντε ημέρας κατέβηκε ο αρχιερεύς Ανανίας εις την Καισάρειαν μαζή με τους πρεσβυτέρους και με κάποιον δικηγόρον, ονόματι Τερτυλλον, οι οποίοι και κατέθεσαν στον επίτροπον καταγγελίαν εναντίον του Παύλου. 1 Ύστερον δὲ ἀπὸ πέντε ἡμέρας κατέβη ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Καισάρειαν ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ μὲ κάποιον δικηγόρον ποὺ ἐλέγετο Τέρτυλλος, καὶ ἔδωκαν εἰς τὸν ἡγεμόνα καταγγελίαν κατὰ τοῦ Παύλου.
2 κληθέντος δὲ αὐτοῦ ἤρξατο κατηγορεῖν ὁ Τέρτυλλος λέγων· 2 Αφού δε εκλήθη ο Παύλος, ήρχισε ο Τερτυλλος να τον κατηγορή λέγων· 2 Ἀφοῦ δὲ ἐκλήθη οὗτος νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος καὶ τῶν κατηγόρων του, ἤρχισεν ὁ Τέρτυλλος νὰ τὸν κατηγορῇ λέγων·
3 Πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες διὰ σοῦ καὶ κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας, πάντῃ τε καὶ πανταχοῦ ἀποδεχόμεθα, κράτιστε Φῆλιξ, μετὰ πάσης εὐχαριστίας. 3 “επειδή, ευγενέστατε Φήλιξ, απολαμβάνομεν χάρις εις σε πολλήν ειρήνην και γίνονται μεγάλα έργα στο έθνος τούτο, χάρις εις την ιδικήν σου φροντίδα, εις κάθε περίστασιν και εις όλας τας περιοχάς τα βλέπομεν και τα δεχόμεθα με κάθε ευγνωμοσύνην. 3 Ἐπειδή, ἐξοχώτατε Φήλιξ, ἀπολαμβάνομεν διὰ τῆς διοικήσεώς σου πολλὴν εἰρήνην καὶ γίνονται μεγάλαι ἐπιτυχίαι καὶ ἔργα δράσεως ἐπωφελῆ εἰς τὸ ἔθνος αὐτὸ διὰ τῆς προνοητικότητος καὶ προβλέψεώς σου, γίνονται δὲ ταῦτα εἰς κάθε εὐκαιρίαν καὶ περίστασιν καὶ εἰς κάθε τόπον, ἀποδεχόμεθα καὶ ἐπικροτοῦμεν τὴν εὐεργετικὴν αὐτὴν δρᾶσιν σου μὲ πᾶσαν εὐγνωμοσύνην.
4 ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλεῖόν σε ἐγκόπτω, παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ. 4 Δια να μη σε ενοχλώ δε περισσότερον, διηγούμενος τα έργα σου, σε παρακαλώ να ακούσης με ευμένειαν αυτά, που με συντομίαν θα σου είπωμεν. 4 Διὰ νὰ μὴ λέγω δὲ περισσότερα διὰ τὴν ἀξιέπαινον δρᾶσιν σου καὶ μὲ αὐτὰ σὲ κουράζω περισσότερον, εἰσέρχομαι είς τὴν ἐξέτασιν τῆς καταγγελίας καὶ παρακαλῶ νὰ ἀκούσῃς μὲ τὴν εὐμένειάν σου, ὅσα μὲ συντομίαν θὰ εἴπωμεν.
5 εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον λοιμὸν καὶ κινοῦντα στάσιν πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην, πρωτοστάτην τε τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως, 5 Διότι ευρήκαμεν αυτόν τον άνθρωπον πολύ επικίνδυνον δια τον λαόν, αληθινήν πληγήν, να αναταράσση και να εξερεθίζη εις στάσιν όλους τους Ιουδαίους, ανά τας διαφόρους επαρχίας, να είναι δε η ψυχή και ο πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων. 5 Ἐὕρομεν δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν κακοποιὸν καὶ σωστὴν πληγήν, ποὺ διαταράττει τὴν τάξιν εἰς τὰς ἐπαρχίας καὶ διεγείρει ταραχὴν μεταξὺ ὅλων τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶναι εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Εἶναι δὲ καὶ ἀρχηγὸς τῆς θρησκευτικῆς μερίδος τῶν Ναζωραίων.
6 ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασε βεβηλῶσαι, ὃν καὶ ἐκρατήσαμεν καὶ κατὰ τὸν ἡμέτερον νόμον ἠθελήσαμεν κρίνειν· 6 Αυτός επεχείρησε να βεβηλώση και το ιερόν. Δι' αυτό και τον επιάσαμε· και ηθελήσαμεν σύμφωνα με τον Νομον μας να τον δικάσωμεν. 6 Ἀπεπειράθη δὲ οὗτος καὶ τὸ ἱερόν μας νὰ βεβηλώσῃ, καὶ δι’ αὐτὸ τὸν συνελάβομεν καὶ ἠθελήσαμεν νὰ τὸν καταδικάσωμεν σύμφωνα μὲ τὸν ἰδικόν μας νόμον.
7 παρελθὼν δὲ ὁ Λυσίας ὁ χιλίαρχος μετὰ πολλῆς βίας ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν ἀπήγαγε, 7 Αλλά κατέφθασε ο Λυσίας ο χιλίαρχος και τον ήρπασε από τα χέρια μας με πολλήν βίαν. 7 Καταφθάσας ὅμως ὁ χιλίαρχος Λυσίας τὸν ἥρπασε ἀπὸ τὰς χεῖρας μας μὲ πολλὴν βίαν
8 κελεύσας τοὺς κατηγόρους αὐτοῦ ἔρχεσθαι ἐπὶ σέ· παρ’ οὗ δυνήσῃ αὐτὸς ἀνακρίνας περὶ πάντων τούτων ἐπιγνῶναι ὧν ἡμεῖς κατηγοροῦμεν αὐτοῦ. 8 Διέταξε δε να έλθουν οι κατήγοροί του ενώπιόν σου. Από τον ίδιον δε τον Λυσίαν, εάν κάμης έρευναν και ανάκρισιν, θα γνωρίσης πολύ καλά όλα αυτά, δια τα οποία ημείς τον κατηγορούμε”. 8 καὶ διέταξεν οἱ κατηγοροί του νὰ ἔλθουν ἐνώπιόν σου. Παρ’ αὐτοῦ τοῦ Λυσίου, ἀφοῦ προηγουμένως σὺ ὁ ἴδιος ἐνεργήσῃς ἀνάκρισιν, θὰ δυνηθῇς νὰ μάθῃς ἐπακριβῶς ὅλα αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα ἡμεῖς κατηγοροῦμεν τὸν Παῦλον.
9 συνεπέθεντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι φάσκοντες ταῦτα οὕτως ἔχειν. 9 Συνεφώνησαν δε και οι παριστάμενοι Ιουδαίοι λέγοντες ότι έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. 9 Συνεφώνησαν δὲ πρὸς τὸν Τέρτυλλον καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἐπιβεβαιώσαντες ἐντόνως, ὅτι ἔτσι εἶχον τὰ πράγματα.
10 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Παῦλος νεύσαντος αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος λέγειν· Ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα σε κριτὴν τῷ ἔθνει τούτῳ ἐπιστάμενος εὐθυμότερον τὰ περὶ ἐμαυτοῦ ἀπολογοῦμαι, 10 Ο δε Παύλος, όταν ο ηγεμών του έκαμε νεύμα να ομιλήση, απεκρίθη· “επειδή γνωρίζω, ότι από πολλά χρόνια είσαι δικαστής στο έθνος τούτο, με πρόθυμον διάθεσιν και με εμπιστοσύνην απολογούμαι ενώπιόν σου δια τα περί εμέ. 10 Ἀκολούθως δὲ ὁ Παῦλος, ὅταν ὁ ἡγεμὼν τοῦ ἔκαμε νεῦμα νὰ ὁμιλήσῃ, ἀπήντησε τὰ ἑξῆς· Γνωρίζων ὅτι ἀπὸ πολλὰ ἔτη εἶσαι δικαστὴς εἰς τὸ ἔθνος αὐτό, μὲ καλὴ καὶ ἥσυχη καρδία λέγω, τὰ ὅσα πρὸς ὑπεράσπισίν μου πρέπει νὰ ἀπολογηθῶ.
11 δυναμένου σου γνῶναι ὅτι οὐ πλείους εἰσί μοι ἡμέραι δεκαδύο ἀφ’ ἧς ἀνέβην προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ· 11 Και τούτο, διότι ημπορείς συ να πληροφορηθής, ότι δεν είναι περισσότερες από δώδεκα ημέρες από τότε που ανέβηκα εις Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσω. 11 Καὶ ἀπολογοῦμαι μὲ τέτοια αἰσθήματα, διότι σύ, ποὺ τόσην δικαστικὴν πεῖραν ἔχεις καὶ γνωρίζεις καλῶς τὸ ἔθνος μας, δύνασαι νὰ πληροφορηθῇς μὲ τὴν ἀνάκρισίν σου, ὅτι δὲν ἐπέρασαν περισσότεροι ἀπὸ δώδεκα ἡμέραι ἀπὸ τὴν ἡμέραν, ποὺ ἀνέβην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσω.
12 καὶ οὔτε ἐν τῷ ἱερῷ εὗρόν με πρός τινα διαλεγόμενον ἢ ἐπισύστασιν ποιοῦντα ὄχλου, οὔτε ἐν ταῖς συναγωγαῖς οὔτε κατὰ τὴν πόλιν· 12 Και ούτε στο ιερόν με ευρήκαν να συζητώ με κανένα η να κάνω συναγερμόν του όχλου ούτε εις τας συναγωγάς ούτε εις οποιονδήποτε άλλο μέρος της πόλεως. 12 Καὶ οὔτε μὲ εὗρον νὰ συζητῶ μὲ ὁποιονδήποτε ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ ἢ νὰ προκαλῶ στασιαστικὴν σύναξιν λαοῦ πουθενά, οὔτε εἰς τὰς συναγωγάς, οὔτε εἰς ὁποιονδηποτε σημεῖον τῆς πόλεως.
13 οὔτε παραστῆσαι δύνανται περὶ ὧν νῦν κατηγοροῦσί μου. 13 Ούτε ημπορούν να αποδείξουν αυτά, δια τα οποία τώρα με κατηγορούν. 13 Οὔτε ἡμποροῦν νὰ ἀποδείξουν ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα τώρα μὲ κατηγοροῦν.
14 ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ, πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις, 14 Ομολογώ όμως εις σε τούτο· ότι σύμφωνα με την νέαν πίστιν, την χριστιανικήν, την οποίαν αυτοί ονομάζουν αίρεσιν, έτσι λατρεύω τον Θεόν των πατέρων μας, πιστεύων εις όλα όσα διατάσσει ο Νομος και εις όσα είνα γραμμένα στους προφήτας. 14 Ὁμολογῶ ὅμως τοῦτο εἰς σέ, ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν θρησκείαν, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ ἀποκαλοῦν αἵρεσιν, ἔτσι λατρεύω καὶ εἶμαι ἀφωσιωμένος εἰς τὸν Θεόν, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευαν καὶ οἱ πατέρες μας Ἰουδαῖοι, καὶ συγχρόνως πιστεύω εἰς ὅλα, ὅσα διδάσκονται ἀπὸ τὸν νόμον καὶ εἶναι γραμμένα εἰς τοὺς προφήτας.
15 ἐλπίδα ἔχων εἰς τὸν Θεόν, ἣν καὶ αὐτοὶ οὗτοι προσδέχονται, ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι νεκρῶν, δικαίων τε καὶ ἀδίκων· 15 Εχω πίστιν και ελπίδα στον Θεόν, την οποίαν και αυτοί οι ίδιοι έχουν και συμμερίζονται, ότι δηλαδή θα γίνη ανάστασις νεκρών, δικαίων και αδίκων. 15 Ἔχω δὲ ἐλπίδα στηριζομένην εἰς τὰς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ αὐτὴν ἀκριβῶς, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι περιμένουν. Ἐλπίζω δηλαδή, ὅπως ἐλπίζουν καὶ αὐτοί, ὅτι μέλλει νὰ γίνῃ ἀνάστασις νεκρῶν, καὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων.
16 ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς ἀσκῶ ἀπρόσκοπον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ παντός. 16 Ακριβώς δε διότι έχω αυτή την ελπίδα, εργάζομαι προσπαθών να έχω πάντοτε συνείδησιν αγαθήν, χωρίς καμμίαν τύψιν ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων. 16 Διότι δὲ περιμένω νὰ γίνῃ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ἐργάζομαι καὶ μοχθῶ προσπαθῶν νὰ ἔχω πάντοτε συνείδησιν ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε μομφὴν καὶ τύψιν τόσον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.
17 δι’ ἐτῶν δὲ πλειόνων παρεγενόμην ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ προσφοράς· 17 Αφού δε απουσίασα αρκετά έτη, ήρθα εις την Ιερουσαλήμ, δια να φέρω ελεημοσύνας στο έθνος μου και να προσφέρω θυσίας στον ναόν. 17 Ὕστερα δὲ ἀπὸ ἀπουσίαν ἀρκετῶν ἐτῶν ἦλθα πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ φέρω ἐλεημοσύνας διὰ τὸ ἔθνος μου καὶ διὰ νὰ προσφέρω θυσίας εἰς τὸν ναόν.
18 ἐν αἷς εὗρόν με ἡγνισμένον ἐν τῷ ἱερῷ, οὐ μετὰ ὄχλου οὐδὲ μετὰ θορύβου, τινὲς ἀπὸ τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι, 18 Εις αυτά ακριβώς τα έργα μου με ευρήκαν στο ιερόν να εκπληρώνω όσα δια τον αγνισμόν είναι καθιερωμένα, όχι με όχλον ούτε με αναταραχήν και αναστάτωσιν. Με ευρήκαν δε μερικοί Ιουδαίοι από την Ασίαν, 18 Ἐνῷ δὲ ἐγὼ ἐφρόντιζα δι’ αὐτὰ ποὺ ἦλθα, μὲ ηὗραν ἐν τῷ ἱερῷ ὅχι νὰ βεβηλώνω αὐτό, ἀλλὰ νὰ ἐπιτελῶ τὰς τελετὰς τοῦ ἁγνισμοῦ καὶ νὰ εἶμαι καθαρισμένος μὲ μερικοὺς ναζιραίους. Καὶ ἐπὶ πλέον μὲ ηὗραν ὄχι αὐτοί, ποὺ μὲ κατηγοροῦν τώρα, ἀλλὰ μερικοὶ ἀπὸ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν Ἰουδαῖοι. Καὶ ὄχι ἀνακατευμένον μὲ ὄχλον, οὔτε μέσα εἰς ταραχὴν καὶ θόρυβον, ἀλλὰ μὲ ηὗραν μοναχόν.
19 οὓς ἔδει ἐπὶ σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρός με. 19 οι οποίοι έπρεπε και να παρουσιασθούν ενώπιόν σου και να καταθέσουν κατηγορίαν, εάν βέβαια υποτεθή ότι έχουν κάτι εναντίον να καταθέσουν. 19 Ἔπρεπε δὲ αὐτοί, ποὺ μὲ ηὗραν, νὰ εἶναι παρόντες ἐνώπιόν σου καὶ νὰ κατηγοροῦν, ἐὰν τυχὸν ἔχουν κάτι ἐνάντιόν μου νὰ καταγγείλουν.
20 ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ συνεδρίου, 20 Η επί τέλους, ας πουν αυτοί εδώ, ποίον αδίκημα ευρήκαν εις εμέ, όταν εστάθηκα ως κατηγορούμενος στο συνέδριόν των. 20 Ἤ ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἀπουσιάζουν, ἂς εἴπουν ἐπὶ τέλους αὐτοὶ ἐδῶ οἱ ἴδιοι, ποῖον ἀδίκημα εὗρον εἰς ἐμέ, ὅταν παρουσιάσθην ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου.
21 ἢ περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς ἔκραξα ἑστὼς ἐν αὐτοῖς, ὅτι περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι σήμερον ἐφ’ ὑμῶν. 21 Εκτός εάν αδίκημα θεωρούν μίαν φωνήν, που εφώναξα δυνατά όρθιος εν μέσω αυτών, ότι εγώ δικάζομαι σήμερα από σας περί αναστάσεως νεκρών”. 21 Δὲν ηὗραν κανὲν ἀδίκημα, ἐκτὸς ἐὰν εἶναι ἀδίκημα μία φωνή, τὴν ὁποίαν δυνατὰ ἐφώναξα, ὅταν ἔστεκα ἐν μέσῳ αὐτῶν, ὅτι ἐγὼ δικάζομαι σήμερον ἀπὸ σᾶς, ἐπειδὴ πιστεύω εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.
22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φῆλιξ ἀνεβάλετο αὐτοὺς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ, εἰπών· Ὅταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος καταβῇ, διαγνώσομαι τὰ καθ’ ὑμᾶς, 22 Οταν δε ο Φήλιξ ήκουσε αυτά, ανέβαλε να βγάλη απόφασιν, και τούτο διότι εγνώριζε πολύ καλύτερα τα περί νέας θρησκείας και αντελήφθη ότι είναι ασύστατοι αι κατηγορίαι των Ιουδαίων εναντίον του Παύλου. Είπε όμως· “όταν ο Λυσίας ο χιλίαρχος κατεβή εις την Καισάρειαν, θα πληροφορηθώ καλύτερον το ζήτημά σας”. 22 Ὅταν δὲ ὁ Φήλιξ ἤκουσε ταῦτα, ἀνέβαλε νὰ ἐκδώσῃ ἀπόφασιν. Ἔπραξε δὲ τοῦτο, διότι ἔχων ἀκριβεστέραν γνῶσιν περὶ τῆς νέας θρησκείας καὶ πίστεως, ἀντελήφθη, ὅτι ἀναιτίως κατεφέροντο οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τοῦ Παύλου. Καὶ μὴ θέλων νὰ δυσαρεστήσῃ αὐτοὺς εἶπεν· Ὅταν ὁ χιλίαρχος Λυσίας καταβῇ θὰ ἐξετάσω καὶ θὰ μάθω ἀκριβῶς τὴν ὑπόθεσίν σας.
23 διαταξάμενός τε τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ. 23 Εδωσε δε διαταγήν στον εκατόνταρχον, να φρουρήται ο Παύλος, να έχη σχετικήν ελευθερίαν και ευκολίαν και να μη εμποδίζεται κανείς από τους ιδικούς του να τον υπηρετή η να τον επισκέπτεται. 23 Ἔδωκε δὲ καὶ διαταγὰς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον νὰ φυλάττεται ὁ Παῦλος καὶ νὰ ἔχῃ ἐλευθερίαν καὶ πᾶσαν σχετικὴν εὐκολίαν, καὶ νὰ μὴ ἐμποδίζῃ ὁ ἑκατόνταρχος κανένα ἀπὸ τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὸν Παῦλον καὶ σχετιζομένους πρὸς αὐτὸν νὰ τὸν ὑπηρετοῦν καὶ νὰ ἔρχωνται πρὸς αὐτόν.
24 Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς παραγενόμενος ὁ Φῆλιξ σὺν Δρουσίλλῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, οὔσῃ Ἰουδαίᾳ, μετεπέμψατο τὸν Παῦλον καὶ ἤκουσεν αὐτοῦ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως. 24 Επειτα δε από ολίγας ημέρας ήλθε ο Φήλιξ μαζή με την σύζυγόν του την Δρούσιλλαν, η οποία ήτο Ιουδαία, εκάλεσε τον Παύλον και τον ήκουσε να ομιλή περί της πίστεως στον Χριστόν. 24 Ὕστερον δὲ ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας ἦλθεν εἰς τὸ πραιτώριον ὁ Φήλιξ μαζὶ μὲ τὴν Δρούσιλλαν, τὴν γυναῖκα του, ἡ ὁποία ἦτο Ἰουδαία, καὶ ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Παῦλον καὶ τὸν ἤκουσε να ὁμιλῇ περὶ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
25 διαλεγομένου δὲ αὐτοῦ περὶ δικαιοσύνης καὶ ἐγκρατείας καὶ τοῦ κρίματος τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι, ἔμφοβος γενόμενος ὁ Φῆλιξ ἀπεκρίθη· Τὸ νῦν ἔχον πορεύου, καιρὸν δὲ μεταλαβὼν μετακαλέσομαί σε, 25 Καθώς όμως αυτός ωμιλούσε περί δικαιοσύνης και περί εγκρατείας και περί της κρίσεως, η οποία έμελλε να γίνη, ο Φήλιξ, καθό ένοχος εις πολλά αμαρτήματα, κατελήφθη από φόβον και απήντησεν στον Παύλον· “επί του παρόντος πήγαινε και όταν εύρω ευκαιρίαν θα στείλω να σε καλέσω πάλιν”. 25 Ὅταν δὲ οὗτος ὡμίλει περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ ἐγκρατείας καὶ περὶ τῆς κρίσεως, ἡ ὁποία μέλλει νὰ γίνῃ, κατελήφθη ὑπὸ φόβου ὁ Φήλιξ, διότι καὶ πάντα νόμον δικαιοσύνης εἶχε παραβιάσει καὶ τὴν Δρούσιλλαν εἶχεν ἁρπάσει ἀπὸ τὸν πρῶτον σύζυγον αὐτῆς. Ἕνεκα δὲ τοῦ φόβου τούτου ἀπήντησε πρὸς τὸν Παῦλον: Πρὸς τὸ παρὸν πήγαινε, ὅταν δὲ λάβω πάλιν εὐκαιρίαν, θὰ στείλω νὰ σὲ καλέσω.
26 ἅμα δὲ καὶ ἐλπίζων ὅτι χρήματα δοθήσεται αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Παύλου ὅπως λύσῃ αὐτὸν· διὸ καὶ πυκνότερον αὐτὸν μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ. 26 Συγχρόνως ήλπιζε ο Φήλιξ ότι θα πάρη χρήματα από τον Παύλον, δια να τον απολύση. Δι' αυτό δε και τον προσκαλούσε συχνότερα και συνωμιλούσε μαζή του. 26 Συγχρόνως δὲ καὶ ἤλπιζεν ὁ Φήλιξ, ὅτι θὰ δοθοῦν ὑπὸ τοῦ Παύλου χρήματα εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀπολύσῃ. Δι’ αὐτὸ καὶ τὸν προσεκάλει συχνάκις διὰ νὰ συνομιλῇ μετ’ αὐτοῦ.
27 Διετίας δὲ πληρωθείσης ἔλαβε διάδοχον ὁ Φῆλιξ Πόρκιον Φῆστον· θέλων δὲ χάριν καταθέσθαι τοῖς Ἰουδαίοις ὁ Φῆλιξ κατέλιπε τὸν Παῦλον δεδεμένον. 27 Οταν δε συνεπληρώθησαν δύο χρόνια, ήλθε διάδοχος του Φηλικος ο Πορκιος Φήστος. Επειδή δε ο Φήλιξ ήθελε να κάμη χάριν στους Ιουδαίους και να τους καλοπιάση, αφήκε τον Παύλον φυλακισμένον. 27 Ὅταν δὲ συνεπληρώθη διετία, ἐστάλη διάδοχος τοῦ Φήλικος ὁ Πόρκιος Φῆστος. Ἐπειδὴ δὲ ἤθελεν ὁ Φήλιξ νὰ ὑποχρεώσῃ τοὺς Ἰουδαίους καὶ νὰ ἑξασφαλίσῃ ὑπὲρ ἑαυτοῦ τὴν εὐγνωμοσύνην των, ἀφῆκε τὸν Παῦλον φυλακισμένον.