Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ΙΗ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Μετὰ δὲ ταῦτα χωρισθεὶς ὁ Παῦλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἦλθεν εἰς Κόρινθον· 1 Επειτα δε από αυτά ανεχώρησε ο Παύλος από τας Αθήνας και ήλθε εις την Κορινθον. 1 Μετὰ δὲ τὰ συμβάντα ταῦτα τοῦ Ἀρείου Πάγου ἀπεχωρίσθη καὶ ἔφυγεν ὁ Παῦλος ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἦλθεν εἰς Κόρινθον.
2 καὶ εὑρών τινα Ἰουδαῖον ὀνόματι Ἀκύλαν, Ποντικὸν τῷ γένει, προσφάτως ἐληλυθότα ἀπὸ τῆς Ἰταλίας, καὶ Πρίσκιλλαν γυναῖκα αὐτοῦ, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ρώμης, προσῆλθεν αὐτοῖς, 2 Εκεί δε ευρήκε κάποιον Ιουδαίον, Ακύλαν ονόματι, ο οποίος κατήγετο από τον Ποντον. Είχε δε έλθει κατάς τας ημέρας εκείνας αυτός και η γυναίκα του η Πρίσκιλλα από την Ιταλίαν, επειδή είχε διατάξει ο Κλαύδιος να απομακρυνθούν όλοι οι Ιουδαίοι από την Ρωμην. Εις αυτούς λοιπόν ήλθεν ο Παύλος. 2 Καὶ εὗρεν ἐκεῖ κάποιον Ἰουδαῖον, ποὺ ἐλέγετο Ἀκύλας καὶ κατήγετο ἀπὸ τὸν Πόντον, εἶχεν ἔλθει δὲ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, αὐτὸς καὶ ἡ σύζυγός του Πρίσκιλλα. Προτήτερα δηλαδὴ ἔμεναν οὗτοι εἰς τὴν Ρώμην καὶ ἦλθον εἰς τὴν Κόρινθον τὸ πλησιέστερον πρὸς τὴν Ρώμην κέντρον, ἐπειδὴ εἶχε διατάξει ὁ Κλαύδιος νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἐκ τῆς Ρώμης ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι. Σὰν εὗρε λοιπὸν εἰς τὴν Κόρινθον ὁ Παῦλος τὸ ζεῦγος αὐτό, ἦλθε πρὸς αὐτούς.
3 καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ’ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο· ἦσαν γὰρ σκηνοποιοὶ τῇ τέχνῃ. 3 Επειδή δε εγνώριζε την ιδίαν τέχνην με εκείνους, έμενε στο σπίτι των και ειργάζετο. Διότι και εκείνοι ήσαν σκηνοποιοί. 3 Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἀκύλας εἰργάζετο τὴν αὐτὴν τέχνην, τὴν ὁποίαν ἐγνώριζε καὶ ὁ Παῦλος, δι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἔμενεν εἰς τὸ σπίτι των καὶ εἰργάζετο· διότι ἦσαν καὶ οἱ δύο κατασκευασταὶ σκηνῶν.
4 διελέγετο δὲ ἐν τῇ συναγωγῇ κατὰ πᾶν σάββατον, ἔπειθέ τε Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας. 4 Καθε δε Σαββατον ωμιλούσε και συνωμιλούσε με τους Εβραίους εις την συναγωγήν και έπειθεν Ιπυδαίους και Ελληνας με την διδασκαλίαν του. 4 Συνδιελέγετο δὲ συγχρόνως μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν κάθε Σάββατον, καὶ ἔπειθεν Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας προσηλύτους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.
5 Ὡς δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, συνείχετο τῷ πνεύματι ὁ Παῦλος διαμαρτυρόμενος τοῖς Ἰουδαίοις τὸν Χριστόν Ἰησοῦν. 5 Οταν δε κατέβηκαν από την Μακεδονίαν ο Σιλας και ο Τιμόθεος, ο Παύλος ευρίσκετο εις κατάστασιν στενοχωρίας δια την απροθυμίαν των Ιουδαίων, προς τους οποίους αυτός απεδείκνυε ότι ο Ιησούς ήτο ο Χριστός. 5 Ὅταν δὲ κατέβησαν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν καὶ ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, εὗρον τὸν Παῦλον στενοχωρημένον ἐσωτερικῶς λόγῳ τῆς ἀπροθυμίας τῶν Ἰουδαίων καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν Κορινθίων. Καὶ ἐμαρτύρει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐβεβαίωνεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο ὁ Μεσσίας.
6 ἀντιτασσομένων δὲ αὐτῶν καὶ βλασφημούντων ἐκτιναξάμενος τὰ ἱμάτια εἶπε πρὸς αὐτούς· Τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν· καθαρὸς ἐγώ· ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὰ ἔθνη πορεύσομαι. 6 Επειδή όμως εκείνοι αντετάσσοντο στο έργον του και εξεστόμιζαν ύβρεις και βλασφημίας εναντίον αυτού και του Χριστού, ετίναξε τα ενδύματά του και είπε προς αυτούς· “η ευθύνη δια την απιστίαν σας ας πέση επάνω εις τα κεφάλια σας· εγώ είμαι ανεύθυνος. Από τώρα δε και στο εξής θα υπάγω να κηρύξω στους εθνικούς της Κορίνθου”. 6 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἀντετάσσοντο καὶ ἐξεστόμιζον βλασφημίας κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ἐτίναξε τὰ ἐνδύματά του εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας καὶ τοὺς εἶπεν· Ἡ εὐθύνη διὰ τὸν πνευματικὸν θάνατον καὶ ὅλεθρόν σας ἂς πέσῃ εἰς τὰς κεφαλάς σας. Ἐγὼ εἶμαι καθαρὸς καὶ ἀνεύθυνος ἀπὸ πᾶσαν ἐνοχήν. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν αὐτὴν θὰ ὑπάγω να κηρύξω εἰς τοὺς ἐθνικούς.
7 καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς οἰκίαν τινὸς ὀνόματι Ἰούστου, σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ. 7 Και πράγματι έφυγε από την συναγωγήν. Και ήλθε στο σπίτι κάποιου προσηλύτου, ονόματι Ιούστου, που εσέβετο τον Θεόν και του οποίου η οικία εγειτόνευε με την συναγωγήν. 7 Καὶ ἀφοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι κάποιου, ποὺ ὠνομάζετο Ἰοῦστος. Αὐτὸς εἶχε προσηλυτισθῇ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐσέβετο τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἡ οἰκία του δὲ ἐγειτόνευε πρὸς τὴν συναγωγήν.
8 Κρίσπος δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπίστευσε τῷ Κυρίῳ σὺν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τῶν Κορινθίων ἀκούοντες ἐπίστευον καὶ ἐβαπτίζοντο. 8 Ο Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε στον Κυριον μαζή με όλο του το σπίτι και πολλοί από τους Κορινθίους, καθώς ήκουαν το κήρυγμα του Παύλου, επίστευαν και εβαπτίζοντο. 8 Ὁ Κρίσπος δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπίστευσεν εἰς τὸν Κύριον μὲ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Κορινθίους, ὅταν ἤκουαν τὸ κήρυγμα, ἐπίστευον καὶ ἐβαπτίζοντο.
9 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος δι’ ὁράματος ἐν νυκτὶ τῷ Παύλῳ· Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, 9 Είπε δε ο Κυριος στον Παύλον κατά την νύκτα με ένα όραμα· “μη φοβάσαι, αλλά κήρυττε και μη σιωπήσης. 9 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Παῦλον μὲ ὅραμα, τὸ ὁποῖον τοῦ παρουσιάσθῃ ἐν καιρῷ νυκτός· Μὴ φοβεῖσαι τὰς ἀπειλὰς τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἐξεμάνησαν ἀπὸ τὴν ἀποσκίρτησιν τοῦ Κρίσπου, ἀλλὰ δίδασκε τὸ εὐαγγέλιον καὶ μὴ σιωπήσῃς.
10 διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε, διότι λαός ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ. 10 Διότι εγώ είμαι μαζή σου και κανείς δεν θα σου επιτεθή δια να σε βλάψη. Κηρυττε, διότι εις την πόλιν αυτήν είναι πολύς λαός μου”. 10 Μὴ φοβεῖσαι, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζί σου καὶ κανεὶς δὲν θὰ σοῦ ἐπιτεθῇ διὰ νὰ σὲ κακοποιήσῃ. Αἱ ἀντιδράσεις, ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσῃς, δὲν θὰ βλάψουν οὔτε σὲ οὔτε τὸ ἔργον σου. Διδάσκε, διότι ἔχω εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν λαὸν πολυάριθμον, ὁ ὁποῖος ἐντὸς ὀλίγου θὰ πιστεύσῃ καὶ θὰ προστεθῇ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου.
11 ἐκάθισέ τε ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἓξ διδάσκων ἐν αὐτοῖς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. 11 Εκάθισε, πράγματι, ο Παύλος εκεί ένα έτος και εξ μήνες, διδάσκων μεταξύ των κατοίκων τον λόγον του Θεού. 11 Κατόπιν δὲ τοῦ ὁράματος αὐτοῦ παρέμεινεν ὁ Παῦλος εἰς τὴν Κόρινθον ἓν ἔτος καὶ μήνας ἓξ διδάσκων μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς πόλεως τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
12 Γαλλίωνος δὲ ἀνθυπατεύοντος τῆς Ἀχαΐας κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸ βῆμα, 12 Κατά τον καιρόν δε που εκυβερνούσε την Αχαΐαν ως ανθύπατος ο Γαλλίων, εξηγέρθησαν οι Ιουδαίοι με μια γνώμη εναντίον του Παύλου και τον έφεραν εμπρός εις την δικαστικήν έδραν του Γαλλίωνος 12 Ὅτε δὲ ἐκυβέρνα τὴν Ἀχαΐαν ὡς ἀνθύπατος ὁ Γαλλίων, ἐξηγέρθησαν ἀπὸ συμφώνου καὶ μὲ μίαν γνώμην οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τοῦ Παύλου καὶ τὸν ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ δικαστικοῦ βήματος.
13 λέγοντες ὅτι παρὰ τὸν νόμον οὗτος ἀναπείθει τοὺς ἀνθρώπους σέβεσθαι τὸν Θεόν. 13 λέγοντες ότι αυτός παρασύρει με δολίους λόγους τους ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεόν, με τρόπον διαφορετικόν από αυτόν, που λέγει ο νόμος του Μωϋσέως. 13 Ἔλεγον δέ, ὅτι οὗτος διὰ παραπειστικῶν λόγων παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸν κατὰ τρόπον ἀντίθετον πρὸς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον
14 μέλλοντος δὲ τοῦ Παύλου ἀνοίγειν τὸ στόμα εἶπεν ὁ Γαλλίων πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· Εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἢ ῥᾳδιούργημα πονηρόν, ὦ Ἰουδαῖοι, κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν· 14 Οταν δε επρόκειτο να ανοίξη το στόμα του ο Παύλος και να απολογηθή, είπε ο Γαλλίων προς τους Ιουδαίους· “εάν μεν αυτό που καταγγέλετε, ω Ιουδαίοι, ήτο αδίκημα που το τιμωρεί ο νόμος η ήτο κάποια εγκληματική πράξις εναντίον σας, θα σας ήκουα με υπομονήν κατά λόγον δικαιοσύνης. 14 Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο ὁ Παῦλος νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του καὶ νὰ ἀπολογηθῇ, εἶπεν ὁ Γαλλίων πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· Ἐὰν μὲν αὐτό, ποὺ καταγγέλλετε, ἦτο παράβασις νόμου προξενοῦσα ἀδικίαν κατὰ τοῦ κράτους ἢ κατὰ τῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν, ἢ ἐὰν ἦτο κακούργημα προκαλοῦν βλάβην, θὰ σᾶς ἤκουα, ὦ Ἰουδαῖοι, μὲ ὑπομονὴν κατὰ δίκαιον λόγ
15 εἰ δὲ ζήτημά ἐστι περὶ λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου τοῦ καθ’ ὑμᾶς, ὄψεσθε αὐτοί· κριτὴς γὰρ ἐγὼ τούτων οὐ βούλομαι εἶναι. 15 Εάν όμως είναι ζήτημα σχετικόν με διδασκαλίας και ονόματα και με διατάξστου νόμου σας, τακτοποιήσατέ το σεις μόνοι σας. Διότι εγώ δεν θέλω να γίνω δικαστής εις τέτοια ζητήματα”. 15 Ἀλλ’ ἐὰν πρόκειται περὶ ὑποθέσεως, ἡ ὁποία ἔχει σχέσιν μὲ διδασκαλίαν καὶ μὲ ὀνόματα (Μωϋσέως καὶ Ἰησοῦ καὶ Μεσσίου) καὶ μὲ τὸν ἰδικόν σας νόμον, πρέπει μόνοι σας νὰ φροντίσετε διὰ τὴν διευθέτησίν της. Διότι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀναμιχθῶ καὶ νὰ εἶμαι δικαστὴς ἐπὶ τῶν ζητημάτων τούτων.
16 καὶ ἀπήλασεν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ βήματος. 16 Και τους εδίωξε από το δικαστήριον. 16 Καὶ τοὺς ἐξεδίωξεν ἀπὸ τὴν περιοχὴν τοῦ δικαστικοῦ βήματος.
17 ἐπιλαβόμενοι δὲ πάντες οἱ Ἕλληνες Σωσθένην τὸν ἀρχισυνάγωγον ἔτυπτον ἔμπροσθεν τοῦ βήματος· καὶ οὐδὲν τούτων τῷ Γαλλίωνι ἔμελεν. 17 Τοτε όλοι οι Ελληνες επιασαν τον Σωσθένην, τον αρχισυνάγωγον, και τον εκτυπούσαν εμπρός στο δικαστικόν βήμα. Αλλά όλα αυτά αφήκαν εντελώς αδιάφορον τον Γαλλίωνα. 17 Τότε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔπιασαν τὸν ἀρχισυνάγωγον Σωσθένην καὶ τὸν ἐκτύπων ἐμπρὸς εἰς τὸ δικαστικὸν βῆμα. Καὶ ὁ Γαλλίων δὲν ἐνδιεφέρετο δι’ αὐτό.
18 Ὁ δὲ Παῦλος ἔτι προσμείνας ἡμέρας ἱκανὰς, τοῖς ἀδελφοῖς ἀποταξάμενος ἐξέπλει εἰς τὴν Συρίαν, καὶ σὺν αὐτῷ Πρίσκιλλα καὶ Ἀκύλας, κειράμενος τὴν κεφαλήν ἐν Κεγχρεαῖς· εἶχε γὰρ εὐχήν. 18 Ο δε Παύλος, αφού έμεινε αρκετάς ημέρας ακόμη εκεί, απεχαιρέτησε τους αδελφούς και με πλοίον ανεχώρησε δια την Συρίαν. Μαζή δε με αυτόν ανεχώρησαν η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας. Πριν δε ο Παύλος αναχωρήση εκούρευσε την κεφαλήν του εις τας Κεγχρεάς· διότι είχε κάνει τάξιμον σύμφωνα με τον ιουδαϊκόν έθιμον να μείνη ακούρευτος επί ωρισμένον χρόνον και να προσφέρη κατόπιν την κόμην του θυσίαν στον Θεόν. 18 Ὁ Παῦλος δέ, ἀφοῦ παρέμεινεν ἀρκετὰς ἀκόμη ἡμέρας μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, ἀπεχαιρέτησε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἀνεχώρησε μὲ πλοῖον διὰ τὴν Συρίαν, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἀνεχώρησαν ἡ Πρίσκιλλα καὶ ὁ Ἀκύλας. Προηγουμένως δὲ ὁ Παῦλος ἐκούρευσε τὴν κεφαλήν του εἰς τὰς Κεγχρεάς, διότι κατὰ συνήθειαν Ἰουδαϊκὴν εἶχε κάμει τάξιμον νὰ διατηρήσῃ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του ἐπὶ ὡρισμένον χρόνον καὶ νὰ προσφέρῃ αὐτὰς εἰς τὸν Κύριον.
19 κατήντησε δὲ εἰς Ἔφεσον, κἀκείνους κατέλιπεν αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν διελέχθη τοῖς Ἰουδαίοις. 19 Ηλθε δε εις την Εφεσον· και τον μεν Ακύλαν και την Πρίσκιλλαν άφησε εκεί, αυτός δε εισελθών εις την συναγωγήν συνωμίλησε με τους Ιουδαίους. 19 Ἦλθαν δὲ εἰς Ἔφεσον. Καὶ ἐκείνους μέν, τὴν Πρίσκιλλαν καὶ τὸν Ἀκύλαν δηλαδή, ἀφῆκεν ἐκεῖ, αὐτὸς δέ, ἀφοῦ εἰσῆλθεν εἰς τὴν συναγωγήν, συνδιελέχθη μὲ τοὺς Ἰουδαίους.
20 ἐρωτώντων δὲ αὐτῶν ἐπὶ πλείονα χρόνον μεῖναι παρ’ αὐτοῖς οὐκ ἐπένευσεν, 20 Επειδή δε εκείνοι τον παρακαλούσαν να μείνη περισσότερον χρόνον κοντά των, αυτός δεν συγκατετέθη, 20 Ὅταν δὲ οὗτοι παρεκάλουν τὸν Παῦλον νὰ παραμείνῃ πλησίον των περισσότερον χρόνον, δὲν συγκατετέθη οὗτος,
21 ἀλλὰ ἀποτάξατο αὐτοῖς εἰπών· Δεῖ με πάντως τὴν ἑορτὴν τὴν ἐρχομένην ποιῆσαι εἰς Ἱεροσόλυμα, πάλιν δὲ ἀνακάμψω πρὸς ὑμᾶς τοῦ Θεοῦ θέλοντος. καὶ ἀνήχθη ἀπὸ τῆς Ἐφέσου, 21 αλλά τους απεχαιρέτησε και είπε· “πρέπει οπωσδήποτε την προσεχή εορτήν να την κάνω εις τα Ιεροσόλυμα. Παλιν δε, Θεού θέλοντος, θα επιστρέψω εις σας”. Και ανεχώρησε από την Εφεσον με πλοίον. 21 ἄλλα τοὺς ἀπεχαιρέτησε καὶ εἶπε· Πρέπει μὲ κάθε τρόπον τὴν ἑορτήν, ποὺ ἔρχεται, νὰ τὴν κάμω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ ἐπιστρέψω δὲ πάλιν πρὸς σᾶς, ἐὰν θέλῃ ὁ Θεός. Καὶ ἀνεχώρησε μὲ πλοῖον ἀπὸ τὴν Ἔφεσον.
22 καὶ κατελθὼν εἰς Καισάρειαν, ἀναβὰς καὶ ἀσπασάμενος τὴν ἐκκλησίαν κατέβη εἰς Ἀντιόχειαν, 22 Απεβιβάσθη εις την Καισάρειαν και αφού ανέβηκε εις τα Ιεροσόλυμα και εχαιρέτησε την εκεί Εκκλησίαν των πιστών, κατέβηκε εις την Αντιόχειαν. 22 Καὶ ἀποβιβασθεὶς εἰς τὸν λιμένα τῆς Καισαρείας, ἀνέβη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀφοῦ ἐχαιρέτησε τὴν σύναξιν τῶν πιστῶν, κατέβη εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἔλαβεν οὖτω τέλος ἡ δευτέρα ἀποστολικὴ πορεία του.
23 καὶ ποιήσας χρόνον τινὰ ἐξῆλθε διερχόμενος καθεξῆς τὴν Γαλατικὴν χώραν καὶ Φρυγίαν, ἐπιστηρίζων πάντας τοὺς μαθητάς. 23 Αφού δε έμεινεν ολίγον χρόνον εκεί, έφυγε και περιώδευε εν συνεχεία την χώραν της Γαλατίας και την Θρυγίαν, στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν όλους τους μαθητάς. 23 Καὶ ἀφοῦ ἔμεινε κάμποσον χρόνον ἐκεῖ, ἀνεχώρησε. Καὶ ἤρχισε τὴν τρίτην ἀποστολικὴν πορείαν του περιοδεύων μὲ τὴν σειρὰν τὴν Γαλατικὴν χώραν καὶ τὴν Φρυγίαν, στηρίζων εἰς τὴν πίστιν ὅλους τοὺς μαθητάς.
24 Ἰουδαῖος δέ τις Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἔφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς. 24 Εν τω μεταξύ δε κάποιος Ιουδαίος, ονόματι Απολλώς, που κατήγετο από την Αλεξάνδρειαν και ήτο μορφωμένος και εύγλωττος και βαθύς γνώστης της Αγίας Γραφής, ήλθεν εις την Εφεσον. 24 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κάποιος Ἰουδαῖος, ὁ ὁποῖος ἐλέγετο Ἀπολλὼς καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἀνὴρ εὔγλωττος, ἦλθεν εἰς Ἔφεσον, ἦτο δὲ δυνατὸς εἰς τὴν γνῶσιν καὶ τὴν ἑρμηνείαν τῶν Γραφῶν.
25 οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα Ἰωάννου· 25 Αυτός είχε διδαχθή την οδόν του Κυρίου και ήτο θερμός και ενθουσιώδης κατά το πνεύμα. Ωμιλούσε και εδίδασκε με ακρίβειαν τα περί του Κυρίου, μολονότι εγνώριζε μόνον το βάπτισμα και το κήρυγμα του Ιωάννου. 25 Αὐτὸς εἶχε κατηχηθῆ περὶ τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τοῦ δρόμου, τὸν ὁποῖον πρέπει κανεὶς νὰ ἀκολουθῇ διὰ νὰ εὐαρεστήσῃ εἰς τὸν Κύριον, καὶ ἐπειδὴ ἦτο ζηλωτὴς καὶ τὸ πνεῦμα του ἐνεπνέετο ἀπὸ θερμὰ καὶ ἐνθουσιώδη συναισθήματα καὶ διαθέσεις, ὡμίλει κατ’ ἰδίαν καὶ ἐδίδασκε δημοσίως μὲ σχετικὴν ἀκρίβειαν τὰς ἀφορώσας εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν ἀληθείας, μολονότι ἐγνώριζε μόνον τὸ βάπτισμα καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου.
26 οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ. ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ. 26 Αυτός ήρχισε με θάρρος να κηρύττη εις την συναγωγήν. Οταν δε τον ήκουσαν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, τον επήραν με αγάπην κοντά των και εξέθεσαν εις αυτόν με ακόμη μεγαλυτέραν ακρίβειαν τον δρόμον του Θεού. 26 Καὶ οὗτος ἤρχισε νὰ κηρύττῃ μετὰ ἀφοβίας καὶ θάρρους ἐν τῇ συναγωγῇ. Ὅταν δὲ τὸν ἤκουσαν ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, τὸν ἐπῆραν μὲ πᾶσαν οἰκειότητα πλησίον των καὶ ἐξέθεσαν εἰς αὐτὸν ἀκριβέστερον τὸν δρόμον τῆς ἀληθείας καὶ σωτηρίας, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε.
27 βουλομένου δὲ αὐτοῦ διελθεῖν εἰς τὴν Ἀχαΐαν προτρεψάμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἔγραψαν τοῖς μαθηταῖς ἀποδέξασθαι αὐτόν· ὃς παραγενόμενος συνεβάλετο πολὺ τοῖς πεπιστευκόσι διὰ τῆς χάριτος. 27 Επειδή δε αυτός ήθελε να περάση εις την Αχαΐαν, τον παρεκίνησαν και τον ενεθάρρυναν οι αδελφοί δι' αυτό και έγραψαν στους εκεί Χριστιανούς να τον δεχθούν με κάθε αγάπην και εμπιστοσύνην. Αυτός δε, όταν ήλθε εις την Κορινθον, ωφέλησε και εστήριξε εις την πίστιν πολύ εκείνους, οι οποίοι με την χάριν του Θεού είχον πιστεύσει στον Κυριον. 27 Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς ἤθελε ἀπὸ τὴν Ἔφεσον νὰ διαπεράσῃ εἰς τὴν Ἀχαΐαν, τὸν προέτρεψαν καὶ τὸν ἐνεθάρρυναν οἱ ἀδελφοὶ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸ ταξίδιον τοῦτο καὶ ἔγραψαν συστατικὴν ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς μαθητὰς διὰ νὰ τὸν δεχθοῦν μὲ πᾶσαν ἐμπιστοσύνην. Πράγματι δὲ αὐτὸς ἦλθεν εἰς Κόρινθον καὶ ὠφέλησε πολὺ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶχον πιστεύσει.
28 εὐτόνως γὰρ τοῖς Ἰουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ ἐπιδεικνὺς διὰ τῶν γραφῶν εἶναι τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν. 28 Διότι με πολλήν δύναμιν εξήλεγχε και απεστόμωνε δημοσία τους Ιουδαίους αποδεικνύων δια των Γραφών, ότι ο Ιησούς ήτο ο Μεσσίας, ο Χριστός. 28 Διότι μετὰ δυνάμεως ἀνεσκεύαζε καὶ ἀπεστόμωνε δημοσίᾳ τοὺς Ἰουδαίους ἀποδεικνύων διὰ τῶν Γραφῶν καὶ τῆς ἐπαληθεύσεως τῶν προφητειῶν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο ὁ Μεσσίας.