Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΩΣΗΕ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΤΑ τὸν λόγον ᾿Εφραὶμ δικαιώματα ἔλαβεν αὐτὸς ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἔθετο αὐτὰ τῇ Βάαλ καὶ ἀπέθανε. 1 Ωμιλούσεν από θέσεως ισχύος η του Εφραίμ και εζητούσε και ελάμβανε δικαιώματα από τον ισραηλιτικόν λαόν, τα οποία εν τούτοις κατέθετεν στο είδωλον Βαάλ. Δια τούτο και επέσυρε την καταστροφήν της. 1 Η φυλὴ τοῦ Ἐφραίμ, ὅσον χρόνον ὡμιλοῦσε ταπεινά, μὲ φόβον καὶ χωρὶς προπέτειαν κατὰ τοῦ Θεοῦ «ἢ ἐπειδὴ διατηροῦσε στρατόν», ὑπερεῖχεν εἰς δύναμιν μεταξὺ τῶν ἄλλων φυλῶν. Ἐνῷ δὲ ἔλαβεν ἀπὸ ἐμὲ τὸν Θεὸν δικαιώματα καὶ νόμους, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ ζῇ καὶ νὰ πολιτεύεται, ἀγάπησε ἀντ’ αὐτῶν τὶς παρανομίες τῶν εἰδώλων καὶ κατέθετεν αὐτὰ εἰς τὴν Βάαλ, τὴν ὁποίαν ἐλάτρευε. Διὰ τοῦτο ἐτρύγησεν ἀπὸ τὰ εἴδωλα ἀντὶ ζωῆς καταστροφὴν καὶ θάνατον.
2 καὶ νῦν προσέθεντο τοῦ ἁμαρτάνειν ἔτι, καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς χώνευμα ἐκ τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν κατ᾿ εἰκόνα εἰδώλων, ἔργα τεκτόνων συντετελεσμένα αὐτοῖς· αὐτοὶ λέγουσι· θύσατε ἀνθρώπους, μόσχοι γὰρ ἐκλελοίπασι. 2 Αλλά και τώρα οι της φυλής Εφραίμ εξακολουθούν ακόμη να αμαρτάνουν. Κατεσκεύασαν αγάλματα χωνευτά από τον άργυρόν των κατά τας εικόνας των ειδώλων, έργα τεχνιτών, κατεσκευασμένα από χέρια ανθρώπων. Επάνω δε εις την αλλοφροσύνην της ειδωλολατρείας των λέγουν· “θυσιάσατε ανθρώπους, διότι δεν υπάρχουν πλέον μόσχοι”. 2 Οἱ φυλὲς ὅμως τοῦ Ἐφραὶμ δὲν ἐσωφρονίσθησαν ἀπὸ τὸν θάνατον· συνέχιζαν καὶ τώρα νὰ ἁμαρτάνουν καὶ κατεσκεύασαν εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα ἰδικῆς των ἐπινοήσεως, χωνευτὰ ἀπὸ τὸν ἄργυρόν των· κατεσκεύασαν ἐπίσης ἔργα τεχνιτῶν «ἢ κατ’ ἄλλους ξύλινα ἀγάλματα, ξόανα», τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι ἐπεξειργάσθησαν. Καὶ ὄχι μόνον κατεσκεύασαν τέτοια εἴδωλα, ἀλλ’ ἔφθασαν εἰς τέτοιο σημεῖον καταπτώσεως καὶ πωρώσεως, ὥστε «οἱ ἱερεῖς» παρακινοῦσαν καὶ ἔλεγαν: «Θυσιάστε ἀνθρώπους, διότι δὲν ὑπάρχουν πλέον μοσχάρια»!
3 διὰ τοῦτο ἔσονται ὡς νεφέλη πρωϊνὴ καὶ ὡς δρόσος ὀρθρινὴ πορευομένη, ὥσπερ χνοῦς ἀποφυσώμενος ἀφ᾿ ἅλωνος καὶ ὡς ἀτμὶς ἀπό δακρύων. 3 Εξ αιτίας της διαφθοράς και ειδωλολατρείας των αυτής, θα γίνουν και θα σβήσουν ωσάν την πρωϊνήν ομίχλην, η οποία διαλύεται. Ωσάν την πρωϊνήν δρόσον, η οποία ταχέως παρέρχεται, όπως το χνούδι, το οποίον φυσά ο άνεμος μακρυά από το αλώνι. Ωσάν το δάκρυον από τα μάτια. 3 Διὰ τοῦτο οἱ Ἰσραηλῖται, ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς των ἀσεβείας καὶ διαφθορᾶς, θὰ ἀφανισθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὴν ἔφοδον τῶν ἐχθρῶν των, ὅπως εὔκολα καὶ γρήγορα ἐξαφανίζεται ἐμπρὸς εἰς τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἡ πρωϊνὴ νεφέλη καὶ ἡ ὀρθρινὴ δρόσος· καὶ ὅπως τὸ ψιλὸν καὶ τριμμένον ἄχυρον, τὸ ὁποῖον φυσᾷ καὶ ἁρπάζει ὁ ἄνεμος σὰν χνούδι ἀπὸ τὸ ἁλῶνι καὶ τὸ ἀπομακρύνει· καὶ ὅπως ἐξατμίζεται τὸ δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια «ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: Ὅπως διαλύεται ὁ καπνός, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν καπνοδόχον».
4 ἐγὼ δὲ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ στερεῶν τὸν οὐρανὸν καὶ κτίζων γῆν, οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐ παρέδειξά σοι αὐτὰ τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω αὐτῶν· καὶ ἐγὼ ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ Θεὸν πλὴν ἐμοῦ οὐ γνώσῃ, καὶ σῴζων οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ. 4 Εγώ όμως είμαι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος εστερέωσα τον ουρανόν και έκτισα την γην. Εγώ είμαι εκείνος, του οποίου αι χείρες εδημιούργησαν όλην την στρατιάν των αστέρων του ουρανού και όχι μόνον δεν σου υπέδειξα αλλά και ρητώς σου απηγόρευσα να τα μεταβάλλης εις είδωλα και να τα ακολουθής ως εάν ήσαν θεοί. Εγώ σε εβγαλα ελεύθερον από την γην της Αιγύπτου, δια τούτο δεν πρέπει να γνωρίσης και να λατρεύσης και να ακολουθήσης άλλον Θεόν πλην εμού. Εγώ είμαι εκείνος ο οποίος δίδω σωτηρίαν, και εκτός εμού δεν υπάρχει άλλος. 4 Καὶ σὺ μὲν ἐθυσίαζες εἰς τὰ εἴδωλα, ὡσὰν νὰ ἦσαν κύριοι καὶ θεοί· Κύριος ὁ Θεός σου ὅμως εἶμαι Ἑγώ, ὁ ὁποῖος ἐστηριξα στερεὰ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔκτισα τὴν γῆν, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ ὅπως ἐκτίσθη ἀπ’ ἀρχῆς. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, τοῦ ὁποίου τὰ χέρια ἐδημιούργησαν τὰ πλήθη τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ· καὶ δὲν τὰ ἐπρόβαλα ἐνώπιόν σου διὰ νὰ τὰ προσκυνῇς καὶ νὰ τὰ λατρεύης ὡς θεούς, ἀλλὰ διὰ νὰ θαυμάζῃς καὶ νὰ λατρεύης Ἐμέ, τὸν Δημιουργόν των. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος κατόπιν σὲ ἐλευθέρωσα καὶ σὲ ἀνέβασα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν Χαναάν. Σοῦ ἔδωσα δὲ ἐντολὴν καὶ ὥρισα νὰ μὴ ἀναγνωρίζῃς καὶ νὰ μὴ θεωρῇς ἄλλον θεὸν ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμέ, διότι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σῴζῃ, ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμέ.
5 ἐγὼ ἐποίμανόν σε ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀοικήτῳ 5 Εγώ σε καθοδηγούσα και σε διέτρεφα εις την έρημον, εις χώραν ακατοίκητον. 5 Ἐγὼ σὲ ἐποίμανα εἰς τὴν ἔρημον, εἰς χώραν ἀκατοίκητον·
6 κατὰ τὰς νομὰς αὐτῶν. καὶ ἐνεπλήσθησαν εἰς πλησμονὴν καὶ ὑψώθησαν αἱ καρδίαι αὐτῶν· ἕνεκα τούτου ἐπελάθοντό μου. 6 Εχορηγούσα στους προγόνους σου τας απαραιτήτους τροφάς. Εκείνοι δε έφαγον καθ' υπερβολήν, εχορτάσθησαν με το παραπάνω, υπερηφανεύθησαν αι καρδίαι των μέσα εις την αφθονίαν των αγαθών και ένεκα τούτου με ελησμόνησαν και με εγατέλειψαν. 6 ἐχορηγοῦσα κατὰ τὴν διέλευσιν τῶν προγόνων σου διὰ μέσου τῆς ἐρήμου τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν συντήρησίν των ἀγαθά. Καὶ ἐκεῖνοι ἔφαγαν καὶ ἀπήλαυσαν τὰ ἀγαθὰ μέχρι κορεσμοῦ καὶ μέσα εἰς τὰ ἄφθονα ἀγαθὰ ὑπερηφανεύθησαν αἱ καρδίαι των διὰ τοῦτο ἐλησμόνησαν Ἐμὲ τὸν εὐεργέτην των καὶ μὲ ἐγκατέλειψαν.
7 καὶ ἔσομαι αὐτοῖς ὡς πανθὴρ καὶ ὡς πάρδαλις κατὰ τὴν ὁδὸν ᾿Ασσυρίων· 7 Δια τούτο εγώ θα είμαι δι' αυτούς ως άγριος πάνθηρ, ως λεοπάρδαλις εις την οδόν των προς την Ασσυρίαν. 7 Ἐπειδὴ ὑπερηφανεύθησαν, θὰ συμπεριφερθῶ πρὸς αὐτοὺς ὡσὰν ἄγριος πάνθηρας καὶ ὡσὰν λεοπάρδαλις, παραμονεύων εἰς τὸν δρόμον των πρὸς τοὺς Ἀσσυρίους·
8 ἀπαντήσομαι αὐτοῖς ὡς ἄρκος ἀπορουμένη καὶ διαρρήξω συγκλεισμὸν καρδίας αὐτῶν, καὶ καταφάγονται αὐτοὺς ἐκεῖ σκύμνοι δρυμοῦ, θηρία ἀγροῦ διασπάσει αὐτούς. 8 Θα ορμήσω εναντίον των ωσάν άρκτος αγριεμένη από την πείναν. Θα διαρρήξω το στήθος των, το οποίον περικλείει την αμαρτωλήν καρδίαν των. Εκεί θα τους καταφάγουν νεαροί πεινασμένοι λέοντες του δρυμού. Θηρία του αγρού θα τους κατασπαράξουν. 8 θὰ ὁρμήσω ἐναντίον των μὲ ἀσυγκράτητον μανίαν ὡσὰν ἀρκούδα πεινασμένη, ποὺ πιέζεται καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ φύγῃ «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ποὺ στενοχωρεῖται ἀφόρητα, διότι οἱ κυνηγοὶ τῆς ἀφῄρεσαν τὰ νεογνά», καὶ θὰ ξεσχίσω τὸ σφικτοκλεισμένον στῆθος, τὸ ὁποῖον περικλείει τὴν πωρωμένην καρδίαν των, καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν ἐχθρικὴν χώραν θὰ τοὺς καταφάγουν τὰ νεαρὰ λιοντάρια τοῦ δάσους, τὰ δὲ ἄγρια θηρία θὰ τοὺς κατακομματιάσουν.
9 τῇ διαφθορᾷ σου, ᾿Ισραήλ, τίς βοηθήσει; 9 Εις αυτήν λοιπόν την καταστροφήν σου, ποιός, ω ισραηλιτικέ λαέ, θα σε βοηθήση; 9 Ποῖος θὰ σὲ βοηθήσῃ, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, εἰς αὐτὴν τὴν ὁλοκληρωτικὴν ἐρήμωσίν σου;
10 ποῦ ὁ βασιλεύς σου οὗτος; καὶ διασωσάτω σε ἐν πάσαις ταῖς πόλεσί σου· κρινάτω σε ὃν εἶπας· δός μοι βασιλέα καὶ ἄρχοντα. 10 Που είναι αυτός ο βασιλεύς σου; Ας σε υπερασπίση εναντίον των εχθρών σου και ας διασώση τας πόλεις σου. Ας σε διοικήση και ας σε κατευθύνη ο βασιλεύς, δια τον οποίον συ είπες· “δος μου βασιλέα ως άρχοντά μου”. 10 Ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς σου; Ἂς ἔλθῃ λοιπὸν τώρα νὰ σὲ προστατεύσω καὶ νὰ σὲ διασώσῃ εἰς ὅλες τὶς πόλεις σου· ἂς ἀναλάβῃ τὴν ὑπεράσπισίν σου ὁ βασιλιᾶς σου, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ μὲ παρεκάλεσες καὶ μοῦ εἶπες: «Δός μου βασιλιᾶ ὡς ἄρχοντα».
11 καὶ ἔδωκά σοι βασιλέα ἐν ὀργῇ μου καὶ ἔσχον ἐν τῷ θυμῷ μου 11 Ωργίσθην δια το αίτημά σου και σου έδωκα τότε βασιλέα. Ωργίσθην όμως βραδύτερον πολύ περισσότερον 11 Ἐγὼ ὠργίσθηκα τότε διὰ τὸ ἀνόητον αἴτημα καὶ θέλημά σου καὶ σοῦ ἔδωκα βασιλιᾶ, καὶ μακροθυμῶν, χωρὶς ὅμως νὰ ἀρέσκωμαι εἰς τὸ αἴτημα αὐτό, ἐνέδωκα εἰς τὴν ἄδικον αὐτὴν σύμπνοιαν καὶ συμφωνίαν σας καὶ ὠργίσθηκα πολὺ μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου,
12 συστροφὴν ἀδικίας. ᾿Εφραίμ, ἐγκεκρυμμένη ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ· 12 δια το πλήθος των αδικιών των ιδικών σου και εκείνου. Ισραηλιτικέ λαέ, η τιμωρία σου μένει κρυμμένη, αλλ' όχι όμως άγνωστος εις εμέ. 12 12α τὶς ὁποῖες συγκεντρώνεις καὶ συνενώνεις καὶ πολλαπλασιάζεις καὶ ἔτσι προχωρεῖς ὁλονὲν βαθύτερον εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς ἀνομίας. 12β Τοῦ Ἐφραίμ «τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ» ἡ ἀνομία ἔχει ριζωθῆ βαθιά· δύσκολα ἠμπορεῖ νὰ ξερριζωθῇ.
13 ὠδῖνες ὡς τικτούσης ἥξουσιν αὐτῷ. οὗτος ὁ υἱός σου ὁ φρόνιμος, διότι οὐ μὴ ὑποστῇ ἐν συντριβῇ τέκνων. 13 Θα τιμωρηθής δι' αυτήν. Θα επέλθουν εναντίον σου μεγάλοι πόνοι, οι οποίοι θα ομοιάζουν με τας ωδίνας του τοκετού. Φυλή του Ισραήλ, αυτά είναι τα παιδιά σου τα φρόνιμα! Είναι εις την πραγματικότητα ασύνετα και άφρονα. Δια τούτο δεν θα ημπορέσουν να αντισταθούν εις επιδρομήν εχθρών, όταν εκείνοι εν τη μανία των θα συντρίβουν τα τέκνα των. 13 Διὰ τοῦτο θὰ παραχωρήσω νὰ ἐπέλθουν ἐναντίον του πόνοι τόσον ἰσχυροί, ὅμοιοι πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ὑποφέρει ἡ γυναῖκα, ὅταν γεννᾷ. Ποῖος δὲ θὰ τὸν σώσῃ; Μήπως ὁ υἱός σου, ὁ βασιλιᾶς αὐτὸς τῆς φυλῆς Ἐφραίμ, τὸν ὁποῖον ὡς φρόνιμον ἀνέβασες εἰς τὸν θρόνον; Δὲν πρόκειται ὅμως νὰ σὲ ὠφελήσῃ εἰς τίποτε, διότι αὐτός, ἐνῷ τὰ τέκνα σου θὰ συντρίβωνται, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ να ἀντισταθῇ εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ συλληφθῇ αἰχμάλωτος.
14 ἐκ χειρὸς ᾅδου ρύσομαι καὶ ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς, ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τὸ κέντρον σου, ᾅδη; παράκλησις κέκρυπται ἀπὸ ὀφθαλμῶν μου, 14 Εγώ όμως είμαι Θεός ελέους και θα σε γλυτώσω από τα δεσμά του άδου. Θα σε λυτρώσω από τον θάνατον και τότε θα διαλαλήσω· “που είναι η καταδίκη σου, ω θάνατε, εναντίον των ανθρώπων; Που είναι το δηλητηριώδες κεντρί σου, ω άδη;” Αλλά επί του παρόντος η παρηγορία σου, ω λαέ του Ισραήλ, έχει αποκρυβή από το μάτια μου. Δεν θα σου δοθή. 14 Ἀλλ’ Ἐγὼ θὰ τοὺς σώσω ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἅδου καὶ θὰ τοὺς λυτρώσω ἀπὸ τὸν θάνατον, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν. «Ποὺ εἶναι ἡ καταδίκη, ἡ τιμωρία, οἱ πληγὲς ποὺ ἐπιφέρεις, θάνατε; Ποὺ εἶναι τὸ φαρμακερὸ κεντρί σου, ἅδῃ;» Μέχρι τότε ὅμως, ποὺ θὰ σώσω τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἡ παρηγορία καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας φαίνεται ὅτι ἔχει κρυβῆ ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ δὲν θὰ σοῦ δοθῇ·
15 διότι οὗτος ἀνὰ μέσον ἀδελφῶν διαστελεῖ· ἐπάξει καύσωνα ἄνεμον Κύριος ἐκ τῆς ἐρήμου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἀναξηρανεῖ τὰς φλέβας αὐτοῦ, ἐξερημώσει τὰς πηγὰς αὐτοῦ· αὐτὸς καταξηρανεῖ τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτοῦ. 15 Τούτο δέ, διότι ω Εφραίμ, ο ισραηλιτικός λαός έχει χωρισθή από τον αδελφόν του ιουδαϊκόν λαόν. Δι' αυτό και ο Κυριος θα επιφέρη εναντίον του ισραηλιτικού λαού καυστικόν άνεμον από την έρημον, εχθρούς φοβερούς, οι οποίοι θα ξηράνουν τας πλουτοπαραγωγικάς πηγάς της γης, θα ερημώσουν την περιοχήν. Αυτοί θα μεταβάλουν εις κατάξηρον την χώραν του και θα λεηλατήσουν και θα καταστρέψουν όλα τα πολύτιμά του αντικείμενα. 15 διότι τοὺς ἀδελφούς, ποὺ εἶναι αἰχμάλωτοι, θὰ τοὺς χωρίζῃ μεταξύ των ὁ θάνατος «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Διότι αὐτός, ὁ Ἐφραίμ, ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν»· ὁ Κύριος θὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καυστικὸν ἄνεμον ἀπὸ τὴν ἔρημον «ἐχθρούς) καὶ θὰ ἀποξηράνῃ τὶς πλουτοφόρες πηγές του καὶ θὰ ἐρημώσῃ ἐντελῶς τὶς πηγὲς τῆς χώρας του. Αὐτὸς θὰ ξηράνῃ ὅλως διόλου τὴν χώραν του οἱ ἐχθροὶ θὰ λεηλατήσουν ὅλα τὰ πολύτιμα ἀντικείμενά του - τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ - τὰ ὁποῖα πάντοτε ἐπιθυμοῦν καὶ ὀρέγονται οἱ ἐχθροί.