Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρός με· ἔτι πορεύθητι καὶ ἀγάπησον γυναῖκα ἀγαπῶσαν πονηρὰ καὶ μοιχαλίν, καθὼς ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ καὶ αὐτοὶ ἀποβλέπουσιν ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους καὶ φιλοῦσι πέμματα μετὰ σταφίδων. | 1 Ο Κυριος μου είπε· “πήγαινε πάλιν και αγάπησε μίαν γυναίκα μοιχαλίδα, γυναίκα, η οποία αγαπά την πονηρίαν· αγάπησέ την, όπως αγαπά ο Θεός τους Ισραηλίτας, οι οποίοι εν τούτοις στρέφουν τα βλέμματά των και δίδουν τας καρδίας των εις ξένους θεούς και αγαπούν τα γλυκίσματα των ειδώλων, πίττας με σταφίδας”. | 1 Τότε ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: «Πήγαινε πάλιν καὶ ἀγάπησε γυναῖκα, ἡ ὁποία ζῇ εἰς τὴν ἁμαρτίαν μὲ ἄλλον ἄνδρα, γυναῖκα μοιχαλίδα· ἀγάπησέ την, ὅπως ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσραηλίτες, παρ’ ὅλον ὅτι αὐτοὶ στρέφονται πρὸς θεοὺς ξένους καὶ ἀγαποῦν τὰ εἰδωλολατρικὰ γλυκίσματα, τὶς σταφιδίσιες πίττες». |
2 καὶ ἐμισθωσάμην ἐμαυτῷ πεντεκαίδεκα ἀργυρίου καὶ γομὸρ κριθῶν καὶ νέβελ οἴνου | 2 Επραξα, όπως ο Κυριος με διέταξε, και εμίσθωσα αυτήν δια τον εαυτόν μου αντί δεκαπέντε αργυρών σίκλων, ενός γομόρ κριθής και ενός ασκού οίνου. | 2 Καὶ ἐγὼ ἔκαμα, ὅπως μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος. Ἐμίσθωσα τὴν γυναῖκα αὐτὴν διὰ τὸν ἑαυτόν μου ἀντὶ δεκαπέντε ἀργυρῶν σίκλων, ἑνὸς γομὸρ κριθαριοῦ καὶ ἑνὸς ἀσκοῦ κρασιοῦ. |
3 καὶ εἶπα πρὸς αὐτήν· ἡμέρας πολλὰς καθήσῃ ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ οὐ μὴ πορνεύσῃς, οὐδὲ μὴ γένῃ ἀνδρὶ ἑτέρῳ, καὶ ἐγὼ ἐπὶ σοί. | 3 Και είπα προς αυτήν. “Επί πολλάς ημέρας θα μείνης κοντά μου ήσυχος και πιστή. Δεν θα εκτροπής εις πορνείαν, δεν θα έλθης εις ένωσιν με άλλον άνδρα και τότε εγώ θα είμαι δια σε σύζυγος”. | 3 Καὶ εἶπα πρὸς αὐτήν: «Θὰ μείνῃς κοντά μου καὶ θὰ μὲ περιμένῃς ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες· κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς δοκιμασίας δὲν θὰ πέσῃς εἰς πορνείαν, οὔτε θὰ συνευρεθῇς μὲ ἄλλον ἄνδρα καὶ κατόπιν θὰ γίνῃς ἰδική μου σύζυγος». |
4 διότι ἡμέρας πολλὰς καθήσονται οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ οὐκ ὄντος βασιλέως οὐδὲ ὄντος ἄρχοντος οὐδὲ οὔσης θυσίας οὐδὲ ὄντος θυσιαστηρίου οὐδὲ ἱερατείας οὐδὲ δήλων. | 4 Τούτο συμβολίζει τους Ισραηλίτας, διότι και αυτοί θα παραμείνουν επί πολύν χρόνον χωρίς βασιλέα, χωρίς άρχοντας, χωρίς θυσίας, χωρίς θυσιαστήριον, χωρίς ιερατείον, χωρίς το εφώδ, την “Δηλωσιν” και “Αλήθειαν”, δια της οποίας εξεβράζετο η βουλή του Θεού. | 4 Διότι οἱ Ἰσραηλῖται θὰ διανύσουν πολὺν χρόνον χωρὶς βασιλιᾶ καὶ χωρὶς ἄρχοντα, χωρὶς θυσίαν καὶ χωρὶς θυσιαστήριον, χωρὶς ἱερατεῖον καὶ χωρὶς τὸ ἐφώδ, τὸ ἱερατικὸν ἄμφιον τοῦ ἀρχιερέως, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποκαλύπτεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. |
5 καὶ μετὰ ταῦτα ἐπιστρέψουσιν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπιζητήσουσι Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν καὶ Δαυὶδ τὸν βασιλέα αὐτῶν· καὶ ἐκστήσονται ἐπὶ τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν. | 5 Μετά ταύτα όμως οι Ισραηλίται θα επιστρέψουν και θα αναζητήσουν Κυριον τον Θεόν των, οπότε ως βασιλέα των θα έχουν τον απόγονον του Δαβίδ, τον Μεσσίαν. Θα μείνουν κατάπληκτοι δια την ευλογίαν αυτήν του Κυρίου και δια τα άλλα αγαθά, τα οποία θα τους δώση κατά την νέαν αυτήν μεσσιακήν εποχήν, που θα αρχίση από τας ημέρας εκείνας. | 5 Ἀλλ' ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ἐπιστρέφουν καὶ θὰ ἀναζητήσουν πάλιν Κύριον τὸν Θεόν των καὶ τὸν ἀπόγονον τοῦ Δαβίδ, τοῦ βασιλιᾶ των, δηλαδὴ τὸν Μεσσίαν. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ἐκπλήττονται, θὰ συγκλονίζωνται καὶ θὰ θαυμάζουν διὰ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Κυρίου καὶ τὰ πλούσια ἀγαθά του κατὰ τὶς ἡμέρες, ποὺ θὰ τελειώσῃ ἡ παλαιὰ ἐποχὴ καὶ θὰ ἀρχίσῃ ἡ νέα, ἡ ἐποχὴ τοῦ Μεσσία. |