Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΩΣΗΕ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΦΑΝΙΣΘΗΣΕΤΑΙ Σαμάρεια, ὅτι ἀντέστη πρὸς τὸν Θεὸν αὐτῆς· ἐν ρομφαίᾳ πεσοῦνται αὐτοί, καὶ τὰ ὑποτίτθια αὐτῶν ἐδαφισθήσονται, καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχουσαι αὐτῶν διαρραγήσονται. 1 Η Σαμάρεια θα εξαφανισθή, διότι αντεστάθηκε προς τον Θεόν της. Εν στόματι ρομφαίας, θα φονευθούν από τους εχθρούς οι μεγάλοι κατά την ηλικίαν. Τα θηλάζοντα βρέφη θα συντρίβωνται κάτω στο έδαφος και θα σχίζωνται αι κοιλίαι των εγκύων γυναικών. 1 Επειδὴ ἡ Σαμάρεια ἀντεστάθη εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ ἑξαφανισθῇ. Οἱ μὲν ἄνδρες της θὰ φονευθοῦν ἀπὸ τὴν ρομφαίαν «τὸ μεγάλο, πλατύ, ἀμφίστομον σπαθί», καὶ τὰ βυζανιάρικα βρέφη των θὰ συντριβοῦν, ἐκσφενδονιζόμενα μὲ δύναμιν εἰς τὸ ἔδαφος, τῶν δὲ ἐγκύων γυναικῶν θὰ ξεσχισθοῦν οἱ κοιλιές, ὥστε νὰ ἀπολεσθοῦν μαζὶ μὲ τὰ ἔμβρυά των.
2 ἐπιστράφηθι, ᾿Ισραήλ, πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου, διότι ἠσθένησαν ἐν ταῖς ἀδικίαις σου. 2 Επιστρέψατε, ω Ισραηλίται, προς Κυριον τον Θεόν σας, διότι έχετε περιέλθει εις αδυναμίαν και ασθένειαν εξ αιτίας των αμαρτιών σας. 2 Διὰ νὰ μὴ ὑποστῆτε ὅλα αὐτὰ τὰ δεινά, Ἰσραηλῖται, ἐπιστρέψατε πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας, διότι ὅλα, ὅσα ἐπάθατε μὲ τὸ νὰ παραδοθῆτε εἰς τοὺς ἐχθρούς σας, τὰ ὑπέστητε ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ἐνοχῆς σας.
3 λάβετε μεθ᾿ ἑαυτῶν λόγους καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν· εἴπατε αὐτῷ, ὅπως μὴ λάβητε ἀδικίαν καὶ λάβητε ἀγαθά, καὶ ἀνταποδώσομεν καρπὸν χειλέων ἡμῶν. 3 Παρετε μαζή σας λόγους, προπαρασκευασθήτε, δια να συνομιλήσετε με τον Κυριον. Επιστραφήτε εν μετάνοια προς Κυριον τον Θεόν σας. Είπατε εις αυτόν τας αμαρτίας σας, δια να μη λάβετε τα επίχειρα των κακιών σας, αλλά να απολαύσετε αγαθά εκ μέρους του Κυρίου. Και τότε λυτρωμένοι θα ανταποδώσωμεν προς τον Κυριον, αντί παντός άλλου καρπού, θερμήν την ευγνωμοσύνην της καρδίας μας δια του στόματός μας. 3 Σᾶς συμβουλεύω νὰ λάβετε ὡς δῶρα πρὸς ἐξιλέωσιν τοῦ Κυρίου ὄχι χρυσάφι οὔτε ἀσῆμι, ἀλλὰ στααθερὰν ἀπόφασιν δι’ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, καὶ ἐπιστρέψατε πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας. Ἱκετεύσατε τὸν Θεὸν καὶ εἴπατέ Του λόγους ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας, διὰ νὰ μὴ λάβετε τοὺς καρποὺς τῶν ἁμαρτιῶν σας - τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς φοβερὰ δεινά - ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσετε τὰ παντὸς εἴδους ἀγαθὰ τῆς μετανοίας. Προσθέσατε δὲ ἀκόμη καὶ τοῦτο: Ὑποσχόμεθα ὅτι δὲν θὰ ὁμολογῶμεν πλέον τὰ εἴδωλα ὡς θεούς, ἀλλ' ἀπὸ τὰ χείλη μας θὰ βγαίνῃ ὡς καρπὸς θερμῆς εὐγνωμοσύνης ἡ ὁμολογία τοῦ Ὀνόματός Σου καὶ τῶν εὐεργεσιῶν Σου.
4 ᾿Ασσοὺρ οὐ μὴ σώσῃ ἡμᾶς, ἐφ᾿ ἵππον οὐκ ἀναβησόμεθα· οὐκέτι μὴ εἴπωμεν· θεοὶ ἡμῶν, τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ἡμῶν· ὁ ἐν σοὶ ἐλεήσει ὀρφανόν. 4 Δεν θα ζητήσωμεν τότε να μας σώσουν οι Ασσύριοι, ούτε και θα χρειασθώμεν ιππικόν, δια να αποκρούσωμεν τους εχθρούς μας. Δεν θα είπωμεν πλέον εις τα κατασκευάσματα των χειρών μας, ότι είναι οι θεοί μας. Θα απαλυνθούν αι καρδίαι και κάθε άνθρωπος θα ευσπλαγχνίζεται τα ορφανόν. 4 Ποτὲ πλέον δὲν θὰ στηρίξωμεν τὶς ἐλπίδες μας εἰς κανένα ἄνθρωπον. Δὲν θὰ καταφύγωμεν εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, διότι οἱ Ἀσσύριοι δὲν ἠμποροῦν νὰ μᾶς σώσουν· δὲν θὰ ἀνεβοῦμε εἰς ἵππους, διότι δὲν θὰ στηριχθῶμεν εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἱππικοῦ μας· ποτὲ πλέον δὲν θὰ εἴπωμεν εἰς τὰ εἴδωλα, εἰς τὰ ἔργα αὐτὰ τῶν χειρῶν μας, «εἶσθε θεοί μας». Διότι Σὺ εἶσαι ὁ μόνος, εἰς τὸν Ὁποῖον τὰ ὀρφανὰ εὐρίσκουν εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος. «Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐγὼ ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος κατοικῶ μεταξύ σου, θὰ σὲ ἐλεήσω, Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἔμεινες ὀρφανός, ἐπειδὴ ἀπεμακρύνθης ἀπὸ Ἐμὲ καὶ ἐστερήθης τῆς προστασίας καὶ τῆς προνοίας μου. Ἢ κατ’ ἄλλην, ὀλιγώτερον πιθανὴν ἑρμηνείαν: Καθένας ποὺ κατοικεῖ μεταξύ σου, θὰ εὐσπλαγχνίζεται τὸ ὀρφανόν».
5 ἰάσομαι τὰς κατοικίας αὐτῶν, ἀγαπήσω αὐτοὺς ὁμολόγως, ὅτι ἀποστρέψω τὴν ὀργήν μου ἀπ᾿ αὐτοῦ. 5 Εγώ θα βοηθήσω να αποκατασταθούν αι πόλεις και αι κατοικίαι των. Θα τους αγαπήσω ολοφάνερα, ώστε και οι ίδιοι να βλέπουν και να διακηρύσσουν την αγάπην μου. Διότι θα έχω απομακρύνει πλέον την οργήν μου από αυτούς. 5 Ἐγὼ ὁ Θεός, ἀφοῦ οἱ Ἰσραηλῖται ἐπανέλθουν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὴν πατρίδα των, θὰ τοὺς ἰατρεύσω ἀπὸ τὴν μεγάλην ταλαιπωρίαν, ποὺ ὑπέστησαν θὰ τοὺς ἀποκαταστήσω εἰς τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά των· θὰ τοὺς ἀγαπήσω ἀναμφιβόλως καὶ γνησίως μὲ ὅλην μου τὴν καρδιά, διότι, ἐφ’ ὅσον ἐπέστρεψαν, θὰ ἀποστρέψω τὴν ὀργήν μου ἀπὸ αὐτούς.
6 ἔσομαι ὡς δρόσος τῷ ᾿Ισραήλ, ἀνθήσει ὡς κρίνον καὶ βαλεῖ τὰς ρίζας αὐτοῦ ὡς ὁ Λίβανος· 6 Θα είμαι δια τον Ισραήλ όπως η ζωογόνος και ευεργετική δρόσος. Αυτός δε θα ανθήση ωσάν κρίνον, θα ρίψη βοθείας τας ρίζας του, όπως αι κέδροι του Λιβάνου. 6 Θὰ ἐπιχορηγήσω εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τὶς εὐεργεσίες μου ὡς δρόσος, καὶ αὐτὸς θὰ ἀνθίσῃ ὡς κρίνος καὶ θὰ ρίψῃ βαθιὰ τὶς ρίζες, ὅπως ἡ κέδρος τοῦ Λιβάνου.
7 πορεύσονται οἱ κλάδοι αὐτοῦ, καὶ ἔσται ὡς ἐλαία κατάκαρπος, καὶ ἡ ὀσφρασία αὐτοῦ ὡς Λιβάνου· 7 Θα εκταθούν ισχυροί οι κλάδοι του, θα είναι ως ελαία κατάκαρπος και η οσμή του ευώδης, όπως η ευωδία του Λιβάνου. 7 Θὰ ἀπλωθοῦν καὶ θὰ ἐπεκταθοῦν τὰ κλαδιά του «θὰ γίνῃ πολυπληθής» καὶ θὰ γίνῃ ὡς ἐλιὰ κατάφορτη ἀπὸ καρπούς, ἡ δὲ ὀσμή του εὐώδης, ὅπως ἐκείνη τοῦ Λιβάνου.
8 ἐπιστρέψουσι καὶ καθιοῦνται ὑπὸ τὴν σκέπην αὐτοῦ, ζήσονται καὶ μεθυσθήσονται σίτῳ· καὶ ἐξανθήσει ὡς ἄμπελος μνημόσυνον αὐτοῦ, ὡς οἶνος Λιβάνου. 8 Θα επιστρέψουν από την αιχμαλωσίαν και θα εγκατασταθούν ασφαλείς κάτω από την προστασίαν του Θεού. Θα ζήσουν και θα χορτάσουν από τα πλήθη των σιτηρών. Θα ανθήση και θα καρποφορήση ο ισραηλιτικός λαός, όπως η άμπελος. Το όνομά του θα είναι ζηλευτόν, όπως ο ευώδης οίνος του Λιβάνου. 8 Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ θὰ καθίσουν ὑπὸ τὴν ἀσφαλῆ σκέπην καὶ μόνιμον προστασίαν τοῦ Θεοῦ· θὰ ζήσουν καὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ τὴν ἀφθονίαν τοῦ σιταριοῦ. Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰσραὴλ θὰ γίνῃ καὶ πάλιν περίφημον, ὅπως τὰ ἀμπέλια καὶ ὅπως τὸ μυρωδάτο κρασί, ποὺ παράγεται ἀπὸ ἀμπέλια, τὰ ὁποῖα καλλιεργοῦνται εἰς τὸ ὄρος τοῦ Λιβάνου.
9 τῷ ᾿Εφραίμ, τί αὐτῷ ἔτι καὶ εἰδώλοις; ἐγὼ ἐταπείνωσα αὐτόν, καὶ ἐγὼ κατισχύσω αὐτόν· ἐγὼ ὡς ἄρκευθος πυκάζουσα, ἐξ ἐμοῦ ὁ καρπός σου εὕρηται. 9 Και λοιπόν, ποία σχέσις υπάρχει πλέον μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού και των ειδώλων; Καμμία. Εγώ τον εταπείνωσα δια τας αμαρτίας του, λέγει ο Κυριος, εγώ και θα τον ενισχύσω. Εγώ θα είμαι δι' αυτόν ωσάν πυκνόφυλλος κέδρος. Από εμέ θα προέρχεται η πλουσία καρποφορία σου. 9 Κατόπιν τῆς προστασίας καὶ ὄλων αὐτῶν τῶν εὐλογιῶν καὶ δωρεῶν, ποὺ θὰ ἀπολαύση ὁ Ἐφραὶμ ἀπὸ Ἐμέ, ποίαν σχέσιν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ πλέον μὲ τὰ εἴδωλα; Ἀσφαλῶς καμμίαν. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὸν ἐπαιδαγώγησα, τὸν ἐταπείνωσα καὶ τὸν κατέστησα ἀδύνατον καὶ Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν ἐνισχύσω. Ἐγὼ θὰ εἶμαι διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ὡς πυκνόφυλλος καὶ σκιερὰ μικρὴ «ἀκανθώδης» κέδρος. Ἀπὸ Ἐμὲ θὰ προέρχεται ἡ δύναμις καὶ ὁ πλοῦτος τῆς καρποφορίας σου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ.
10 τίς σοφὸς καὶ συνήσει ταῦτα; ἢ συνετὸς καὶ ἐπιγνώσεται αὐτά; ὅτι εὐθεῖαι αἱ ὁδοὶ τοῦ Κυρίου, καὶ δίκαιοι πορεύσονται ἐν αὐταῖς, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἀσθενήσουσιν ἐν αὐταῖς. 10 Ποιός είναι σοφός και θα θελήση να εννοήση αυτά; Η ποιός είναι συνετός και θα θελήση να το γνωρίση κατ' ακρίβειαν; Οτι δηλαδή αι οδοί του Κυρίου είναι ευθείαι και οι δίκαιοι θα πορευθούν ασφαλείς εις αυτάς, οι δε ασεβείς θα εξασθενήσουν και θα καταστραφούν. 10 Ποῖος εἶναι ὁ σοφὸς ἄνδρας, ὁ ὁποῖος θὰ ἐμβαθύνῃ καὶ θὰ κατανοήσῃ αὐτά; Ἢ ποῖος εἶναι ὁ γνωστικὸς καὶ ἔξυπνος, ὁ ὁποῖος θὰ διακρίνῃ καὶ θὰ γνωρίσῃ με ἀκρίβειαν αὐτά; Διότι αἱ ὁδοὶ τοῦ Κυρίου εἶναι ὀρθαὶ καὶ ἀληθιναί, καὶ οἱ δίκαιοι θὰ βαδίσουν εἰς αὐτὰς μὲ ἀσφάλειαν καὶ ἐπιτυχίαν, οἱ δὲ ἀσεβεῖς θὰ σκοντάψουν εἰς αὐτὰς καὶ θὰ δρέψουν τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀσεβείας των.