Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:41
Δύση: 17:15
Σελ. 0 ημ.
365-1
16ος χρόνος, 6162η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΩΣΗΕ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΚΥΚΛΩΣΕ με ἐν ψεύδει ᾿Εφραὶμ καὶ ἐν ἀσεβείας οἶκος ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα. νῦν ἔγνω αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ λαὸς ἅγιος κεκλήσεται Θεοῦ. 1 Με περιεκύκλωσαν οι Ισραηλίται με τας ψευδαλογίας των, με τας ασεβείας των η φυλή Ισραήλ και Ιούδα. Ο Θεός όμως αποβλέπων εις μετάνοιάν των θα τους δεχθή και θα τους αναγνωρίση ως λαόν του. Και έτσι αυτοί θα κληθούν πάλιν λαός άγιος του Θεού. 1 Ο Ἐφραίμ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός» μὲ περιεκύκλωσε μὲ τὴν ψευδῆ λατρείαν, τὴν εἰδωλολατρίαν μαζὶ δὲ μὲ τὶς δολιότητες καὶ διπλοπροσωπίες τοῦ Ἰσραὴλ μὲ περιεκύκλωσαν καὶ ἐκεῖνες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ «τοῦ νοτίου βασιλείου». Ὅμως, παρ’ ὅλον ὅτι εἶναι τέτοιοι, ὁ Θεὸς τοὺς ἀγάπησε καὶ θὰ τοὺς ἀποκαταστήσῃ· θὰ τοὺς ὀνομάσῃ καὶ θὰ τοὺς ἀναγνωρίσῃ λαὸν ἅγιον, ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν.
2 ὁ δὲ ᾿Εφραὶμ πονηρὸν πνεῦμα ἐδίωξε, καύσωνα ὅλην τὴν ἡμέραν· κενὰ καὶ μάταια ἐπλήθυνε καὶ διαθήκην μετὰ ᾿Ασσυρίων διέθετο, καὶ ἔλαιον εἰς Αἴγυπτον ἐνεπορεύετο. 2 Προηγουμένως όμως ο Ισραηλιτικός λαός αφέθη να στροβιλισθή εις βίαιον άνεμον, ερρίφθη εις φοβερόν καύσωνα καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του. Πολλά κούφια και ψευδή αγάλματα κατεσκεύασε. Συνήψε συμφωνίαν με τους Ασσυρίους, και έλαιον φιλίας διεπραγματεύετο εις την Αίγυπτον. 2 Ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποκατάστασιν αὐτὴν ὁ Ἐφραὶμ ἐπεζήτησε τὸν ὁρμητικὸν ἄνεμον τῶν κακῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἐπεδίωξεν ὅλην τὴν ἡμέραν τῆς ζωῆς του τὸν ἀφόρητον καύσωνα τῶν συμφορῶν. Πῶς; Μὲ τὸ νὰ κατασκευάσει πλῆθος κούφια εἴδωλα καὶ μάταια θυσιαστήρια τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὸ νὰ συνάψῃ συμφωνίες μὲ τοὺς Ἀσσυρίους καὶ μὲ τὸ νὰ προσφέρῃ εἰς τοὺς Αἰγυπτίους ὡς δῶρον φιλίας λάδι.
3 καὶ κρίσις τῷ Κυρίῳ πρὸς ᾿Ιούδαν τοῦ ἐκδικῆσαι τὸν ᾿Ιακώβ· κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἀποδώσει αὐτῷ. 3 Ο Κυριος θα κρίνη και θα δικάση εκ παραλλήλου προς τον ισραηλιτικόν λαόν και αυτήν την φυλήν του Ιούδα όλους τους απογόνους του Ιακώβ. Θα αποδώση εις αυτούς ανάλογα προς τα καικά έργα των, προς τας πορείας της ζωής των. 3 Ὁ Κύριος θὰ κατακρίνῃ καὶ θὰ καταδικάσῃ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ «τὸ βόρειον βασίλειον» καὶ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα «τὶς δύο φυλὲς τοῦ νοτίου βασιλείου). Ἔτσι θὰ τιμωρήσῃ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ δικαίου Ἰακώβ, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐμιμήθησαν τὴν ἀρετὴν τοῦ Πατριάρχου. Θὰ τοὺς τιμωρήσῃ ἀξίως καὶ ἀναλόγως πρὸς τὴν ὅλην διαγωγὴν καὶ τὰ πονηρά των ἔργα.
4 ἐν τῇ κοιλίᾳ ἐπτέρνισε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἐν κόποις αὐτοῦ ἐνίσχυσε πρὸς Θεὸν 4 Αλλοτε ο Ιακώβ, εις την κοιλίαν της μητρός του, υπεσκέλισε τον αδελφόν του τον Ησαύ, με κόπον δε εις πάλην μετά του Θεού υπερίσχυσεν αυτού. 4 Ὁ Ἰακώβ,ὅταν ἀκόμη εὑρίσκετο εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του μὲ τὸν δίδυμον ἀδελφὸν τοῦ Ἡσαῦ, παρηγκώνισε τὸν ἀδελφόν του καὶ τὸν ὑπεσκέλισε· καὶ εἰς τὴν ἀνδρικήν του ἡλικίαν ἔπειτα ἀπὸ κόπον, ἀγῶνα καὶ πάλην μὲ τὸν Θεὸν ἀνεδείχθη ἰσχυρός.
5 καὶ ἐνίσχυσε μετὰ ἀγγέλου, καὶ ἠδυνάσθη. ἔκλαυσαν καὶ ἐδεήθησάν μου, ἐν τῷ οἴκῳ ῏Ων εὕροσάν με, καὶ ἐκεῖ ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. 5 Επάλαισεν εναντίον του αγγέλου και ανεδείχθη ισχυρότερος. Εκλαυσαν και με θερμάς δεήσεις με παρεκάλεσαν οι Ισραηλίται. Με ευρήκαν εις την Βαιθήλ, η οποία έγινε οίκος του ειδώλου Ων, και εκεί ωμίλησα προς αυτούς. 5 Ὁ Ἰακὼβ ἐπάλαισε γενναῖα μὲ ἄγγελον καὶ τὸν ἐνίκησεν. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, οἱ Ἰσραηλῖται, μὲ παρεκάλεσαν μὲ δάκρυα καὶ μὲ εὐρῆκαν εἰς τὴν Βαιθήλ, «ποὺ ἔγινε ἀργότερα οἶκος τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Ὦν», ἐκεῖ δὲ τοὺς ἐμίλησα.
6 ὁ δὲ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ ἔσται μνημόσυνον αὐτοῦ. 6 Είπα· Κυριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, αυτός να είναι πάντοτε εις την μνήμην και την καρδίαν του λαού. 6 Καὶ ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, θὰ μνημονεύεται πάντοτε ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
7 καὶ σὺ ἐν Θεῷ σου ἐπιστρέψεις· ἔλεον καὶ κρίμα φυλάσσου καὶ ἔγγιζε πρὸς τὸν Θεόν σου διαπαντός. - 7 Και συ, λαέ, πρέπει να επιστρέψης προς τον Θεόν σου. Φυλαττε ευσπλαγχνίαν και δικαιοσύνην και έτσι πλησίαζε προς τον Θεόν σου δια παντός. 7 Καὶ σύ, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἂν καὶ εἶσαι τώρα ἀπειθὴς καὶ ἄτακτος, ἀφοῦ παιδαγωγηθῇς ἀπὸ τὸν Θεόν, νὰ ἐπιστρέψῃς. Πρόσεχε δὲ νὰ φυλάσσῃς εὐσπλαγχνίαν καὶ δικαιοσύνην καὶ μὴ παραπλανᾶσαι εἰς εἰδωλολατρίαν, ἀλλὰ πλησίαζε συνεχῶς εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὸ νὰ τηρῇς πάντοτε καὶ σταθερὰ τὰ θεῖα προστάγματα.
8 Χαναὰν ἐν χειρὶ αὐτοῦ ζυγὸς ἀδικίας, καταδυναστεύειν ἠγάπησε. 8 Οι κάτοικοι της Χαναάν κρατούν εις τα χέρια των ζυγόν άδικον. Αγαπούν να καταδυναστεύουν και εκμεταλλεύωνται τους άλλους. 8 Ὁ μὲν Θεὸς αὐτὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ· αὐτὸς δὲ ἔγινε ὅμοιος πρὸς τοὺς Χαναναίους, οἱ ὁποῖοι κρατοῦν εἰς τὰ χέρια των ζυγαριὰν ἀδικίας· εἶναι πλεονέκται καὶ ἄδικον ἀρέσκονται νὰ καταδυναστεύουν, νὰ καταπιέζουν καὶ νὰ ἐκμεταλλεύωνται.
9 καὶ εἶπε ᾿Εφραίμ· πλὴν πεπλούτηκα, εὕρηκα ἀναψυχὴν ἐμαυτῷ. πάντες οἱ πόνοι αὐτοῦ οὐχ εὑρεθήσονται αὐτῷ, δι᾿ ἀδικίας ἃς ἥμαρτεν. 9 Αλλά και ο ισραηλιτικός λαός είπε· Εγώ εν τούτοις έχω πλουτήσει· ευρήκα και εξησφάλισα δια τον εαυτόν μου άνετον και ευχάριστον ζωήν. Αλλά όλοι αυτοί οι κόποι του δεν θα αποβούν εις δικαίωσίν του και στο καλόν του εξ αιτίας των αδικιών, τας οποίας διέπραξε. 9 Ὁ Ἐφραίμ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός» εἶπε γεμᾶτος αὐταρέσκειαν: «Ὅμως ἐγὼ ἔχω πλουτήσει, ἔχω εὕρει ἄνεσιν, ἀναψυχὴν καὶ ἀνάπαυσιν ἀπὸ τὸν καύσωνα παντὸς πειρασμοῦ». Καὶ ὅμως δὲν θὰ συμβῇ αὐτό! Διότι ὅλοι οἰ κόποι του διὰ τὸν πλουτισμόν του θὰ ἀποβοῦν μάταιοι! Εἰς τίποτε δὲν θὰ τὸν ὠφελήσουν, ἕνεκα τῶν παρανομιῶν, τὶς ὁποῖες διέπραξε καὶ διὰ τὶς ὁποῖες εἶναι ἔνοχος.
10 ἐγὼ δὲ Κύριος ὁ Θεός σου ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἔτι κατοικιῶ σε ἐν σκηναῖς καθὼς ἡμέρᾳ ἑορτῆς. 10 Εγώ, ο Κυριος και Θεός σου, ο οποίος ελευθέρους σας έφερα από την γην της Αιγύπτου, θα σας διώξω από τας κατοικίας σας και θα σας βάλω να κατοικήσετε κάτω από σκηνάς, όπως κατά την ημέραν της εορτής της Σκηνοπηγίας. 10 Ἐγὼ δὲ ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, ὅπως σὲ ἐλευθέρωσα καὶ σὲ ἀνέβασα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ ἐγκατέστησα εἰς τὴν Χαναάν, ἔτσι θὰ σὲ μετοικίσω καὶ πάλιν καὶ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω εἰς σκηνές, ὅπως συνήθιζες νὰ κατοικῇς εἰς σκηνὲς κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.
11 καὶ λαλήσω πρὸς προφήτας, καὶ ἐγὼ ὁράσεις ἐπλήθυνα καὶ ἐν χερσὶ προφητῶν ὡμοιώθην. 11 Εγώ, ομιλώ προς τους προφήτας, εγώ έδειξα εις αυτούς πολυάριθμα οράματα. Δια μέσου αυτών ως δια των χειρών των, παρουσιάσθην στον λαόν. 11 Ἔχω ὁμιλήσει πρὸς τοὺς προφήτας «καὶ δι’ αὐτῶν εἰς σᾶς» καὶ Ἐγὼ ἀπεκάλυψα εἰς αὐτοὺς πλῆθος ὀπτασιῶν, ὁραμάτων καὶ τύπων καὶ ἐφανέρωσα τὸ θέλημά μου εἰς τὸν λαὸν ἐπάνω εἰς τὰ καθημερινὰ γεγονότα διὰ τῶν προφητῶν αὐτῶν.
12 εἰ μὴ Γαλαὰδ ἐστιν, ἄρα ψευδεῖς ἦσαν ἐν Γαλγὰλ ἄρχοντες θυσιάζοντες, καὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν ὡς χελῶναι ἐπὶ χέρσον ἀγροῦ. 12 Εις την Γαλαάδ δεν υπάρχει, ειμή αμαρτωλότης και ειδωλολατρεία. Αρα και αυτοί και οι άρχοντες εις Γαλγαλα, εφ' όσον εθυσίαζαν εις τα είδωλα, ήσαν ψευδολόγοι και απατεώνες. Και τα θυσιαστήρια αυτών είναι πολυάριθμα εις την χώραν, όπως αι χελώναι στους χέρσους αγρούς. 12 Ὁ Θεὸς ἔτσι ἐνουθετοῦσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Αὐτὸς ὅμως ἀνέβαινεν εἰς τὰ Γάλγαλα, ὅπου ἦσαν ναοὶ τῶν εἰδώλων. Ἐκεῖ εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ Γάλγαλα καὶ εἰς τὴν πόλιν τῆς Γαλαάδ, ὅπου ἦσαν τὰ εἴδωλα καὶ ἡ ἁμαρτία, τόσον οἰ Ἰσραηλῖται, ὅσον καὶ οἱ ἄρχοντές των, ποὺ ἀνέβαιναν καὶ ἐθυσίαζαν εἰς τὰ εἴδωλα, ἦσαν ψεῦτες καὶ ἀπατεῶνες. Τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήριά των ἐγέμισαν τὴν χώραν, ὅπως γεμίζουν ἀπὸ χελῶνες τὰ χέρσα χωράφια.
13 καὶ ἀνεχώρησεν ᾿Ιακὼβ εἰς πεδίον Συρίας, καὶ ἐδούλευσεν ᾿Ισραὴλ ἐν γυναικὶ καὶ ἐν γυναικὶ ἐφυλάξατο. 13 Ο Ιακώβ είχεν αναχωρήσει εις την πεδιάδα της Συρίας, ειργάσθη εκεί ως δούλος δια την απόκτησιν της συζύγου. Προς χάριν της γυναικός του αυτής εφύλαξε πρόβατα. 13 Ὁ Ἰακὼβ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Χαναὰν καὶ μετέβη εἰς τὴν πεδιάδα τῆς Συρίας πλησίον τοῦ Λάβαν. Εἰς αὐτὸν ὁ Ἰακὼβ εἰργάσθη σκληρὰ ὡς δοῦλος, διὰ νὰ ἀποκτήσῃ ὡς σύζυγον τὴν θυγατέρα τοῦ Λάβαν καὶ πρὸς χάριν τῆς γυναικὸς αὐτῆς ἐφύλαξε τὰ πρόβατα τοῦ Λάβαν.
14 καὶ ἐν προφήτῃ ἀνήγαγε Κύριος τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ἐν προφήτῃ διεφυλάχθη. 14 Ο Κυριος όμως, δια μέσου του προφήτου Μωϋσέως ανέβασε τον πολυάριθμον ισραηλιτικόν λαόν από την χώραν της δουλείας, από την Αίγυπτον, και υπό την καθοδήγησιν και ηγεσίαν αυτού του προφήτου διετηρήθη ο λαός. 14 Ἐπίσης ὁ Κύριος ἐλευθέρωσε καὶ ὠδήγησε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον διὰ τοῦ προφήτου Μωϋσέως καὶ διὰ τοῦ ἰδίου προφήτου τοὺς διεφύλαξεν εἰς τὴν ἔρημον ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των.
15 ἐθύμωσεν ᾿Εφραὶμ καὶ παρώργισε, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν ἐκχυθήσεται, καὶ τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ Κύριος. 15 Ο Ισραηλιτικός όμως λαός, παραβλέπων τας τόσας δωρεάς του Θεού, εφέρθη προκλητικώς απέναντί του. Εξώργισε τον Θεόν εναντίον του. Δια τούτο και εξ αιτίας των αμαρτιών του θα χυθή επάνω του το αίμα της φυλής του, διότι ο Κυριος θα ανταποδώση εις αυτόν τους ονειδισμούς και τας ύβρστου. 15 Ἔτσι ἐφέρθη ὁ Ἰακὼβ καὶ διὰ τὴν ἀρετήν του ἔτσι τὸν εὐηργέτησεν ὁ Θεός. Ὅμως ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἐφραίμ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός» ὕβρισε καὶ ἐπροκάλεσε τὸν Θεὸν μὲ τὴν διαγωγήν του καὶ Τὸν ἐξώργισεν ἐναντίον του. Ἀλλὰ κανεὶς ἄλλος δὲν πταίει διὰ τὴν καταστροφήν του, διότι ἡ ἐνοχὴ καὶ ἡ εὐθύνη διὰ τὸ αἷμα, ποὺ ἔχυσε, θὰ ἐπέλθῃ ἐπάνω του· ὁ δὲ Κύριος θὰ ἀνταποδώσῃ εἰς αὐτὸν κατάλληλον καὶ δικαίαν τιμωρίαν, ἀναλόγως τῶν δυσσεβειῶν του.