Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΠΟΡΕΥΘΩΜΕΝ καὶ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὅτι αὐτὸς ἥρπακε καὶ ἰάσεται ἡμᾶς, πατάξει καὶ μοτώσει ἡμᾶς· | 1 Ελάτε, ας επιστρέψωμεν εν μετανοία προς τον Κυριον και Θεόν μας, διότι αυτός ο οποίος επέτρεψε και μας διήρπασαν, αυτός και θα μας θεραπεύση. Αυτός που μας εμαστίγωσεν, αυτός και θα επουλώση τα τραύματά μας. | 1 Οἱ Ἰσραηλῖται λέγουν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον: «Ἐμπρὸς ἂς μετανοήσωμεν καὶ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν μας, διότι Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔχει ἁρπάσει καὶ «καταξεσχίσει», Αὐτὸς καὶ θὰ μᾶς θεραπεύσῃ· Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔχει μαστιγώσει, Αὐτὸς θὰ ἐπιδέσῃ καὶ θὰ ἐπουλώσῃ τις πληγές μας. |
2 ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἐξαναστησόμεθα καὶ ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ | 2 Ημπορεί αυτός έντος δύο ημερών να μας αποδώση την υγείαν μας και κατά την τρίτην ημέραν θα εγερθώμεν από την κλίνην της ασθενείας μας και θα ζήσωμεν ενώπιόν του και από την προστασίαν του. | 2 Πολὺ σύντομα, ὕστερα ἀπὸ δύο μόλις ἡμέρες, θὰ μᾶς κάμῃ ὑγιεῖς, θὰ μᾶς ἀναζωογονήσῃ· καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ σηκωθῶμεν ἀπὸ τὸ κρεββάτι τοῦ πόνου καὶ θὰ ζήσωμεν κάτω ἀπὸ τὸ προστατευτικὸν βλέμμα του |
3 καὶ γνωσόμεθα· διώξωμεν τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον, ὡς ὄρθρον ἕτοιμον εὑρήσομεν αὐτόν, καὶ ἥξει ὡς ὑετὸς ἡμῖν πρώϊμος καὶ ὄψιμος γῇ. | 3 Τοτε και θα τον γνωρίσωμεν. Ας επιδιώξωμεν, λοιπόν, με την καρδίαν μας να γνωρίσωμεν τον Κυριον. Θα τον εύρωμεν πρόθυμον και έτοιμον να μας βοηθήση· η έλευσίς του θα είναι βεβαία, όπως η έλευσις του ωραίου όρθρου. Θα έλθη στον κατάλληλον καιρόν, όπως έρχεται από τον ουρανόν εις την γην η πρώϊμος και η όψιμος βροχή. | 3 καὶ τότε θὰ Τὸν γνωρίσωμεν καλύτερα. Ἂς ἐπιδιώξωμεν λοιπὸν καὶ ἂς ἀγωνισθῶμεν μὲ προθυμίαν νὰ γνωρίσωμεν τὸν Κύριον. Θὰ Τὸν εὕρωμεν ὡς ὄρθρον φωτεινόν, ὁ ὁποῖος διαλύει τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας· ἔτσι καὶ Αὐτὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς. Ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ εἰς βοήθειάν μας εἰς τὴν κατάλληλον ὥραν, ὅπως ἡ πρώϊμη καὶ ὄψιμη βροχὴ εἰς τὴν γῆν, καὶ θὰ μᾶς παράσχῃ ἀφθονίαν ἀγαθῶν». |
4 τί σοι ποιήσω ᾿Εφραίμ; τί σοι ποιήσω ᾿Ιούδα; τὸ δὲ ἔλεος ὑμῶν ὡς νεφέλη πρωϊνὴ καὶ ὡς δρόσος ὀρθρινὴ πορευομένη. - | 4 Θα μας ερωτήση· “τι θέλεις να σου κάμω, ισραηλιτικέ λαέ; Τι θέλεις να κάμω εις σέ, ιουδαϊκέ λαέ; Η αγάπη σας είναι προσωρινή και διαλύεται ωσάν την πρωϊνήν ομίχλην, φεύγει και χάνεται όπως η πρωϊνή δροσιά. | 4 Ὁ Θεὸς ὡς πατέρας φιλόστοργος ἐρωτᾷ: Τί νὰ σοῦ κάμω, λαὲ τοῦ Ἐφραίμ «Ἰσραήλ»; Τί νὰ σοῦ κάμω, λαὲ τοῦ Ἰούδα; Διότι ἡ πρὸς ἐμὲ ἀγάπη σας ὁμοιάζει πρὸς πρωϊνὴν λεπτὴν ὁμίχλην, πρὸς πρωϊνὴν δροσιάν, ἡ ὁποία διαλύεται καὶ φεύγει. |
5 Διὰ τοῦτο ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας ὑμῶν, ἀπέκτεινα αὐτοὺς ἐν ρήματι στόματός μου, καὶ τὸ κρίμα μου ὡς φῶς ἐξελεύσεται· | 5 Δια τούτο εθέρισα τους ψευδοπροφήτας σας, τους εφόνευσα με το πρόσταγμα του στόματός μου. Η δικαία μου κρίσις θα εξέλθη και θα λάμψη ωσάν το φως. | 5 Ἕνεκα τῆς ἀσταθείας καὶ ἐπιπολαιότητός σας αὐτῆς, ἀπέκοψα θερίζων τοὺς ψευδοπροφήτας σας, τοὺς ἐφόνευσα μὲ τὸν λόγον τοῦ στόματός μου· οἱ καταδικαστικὲς ἀποφάσεις μου θὰ ἀκτινοβολήσουν ὅπως τὸ φῶς. |
6 διότι ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα. | 6 Διότι εγώ προτιμώ την προς εμέ αγάπην σας και οχι τας τυπικάς θυσίας, την επίγνωσιν του θείου θελήματος περισσότερον από τα ολοκαυτώματα. | 6 Διότι ἔλεος καὶ συμπάθειαν θέλω καὶ ὄχι ἐξωτερικὴν τυπικὴν θυσίαν, ποὺ δὲν ἐμψυχώνεται ἀπὸ ἐσωτερικὴν ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ εὐσκλαγχνίαν θέλω ἀκριβὴ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελήματός του, περισσότερον ἀπὸ τὶς θυσίες ὁλοκαυτωμάτων. |
7 αὐτοὶ δέ εἰσιν ὡς ἄνθρωπος παραβαίνων διαθήκην· ἐκεῖ κατεφρόνησέ μου | 7 Οι Ισραηλίται όμως παραβαίνουν και καταπατούν την Διαθήκην μου ως άνθρωπος αμαρτωλός και αναίσθητος. Και με τας παραβάσεις των αυτάς εκεί με κατεφρόνησαν. | 7 Δυστυχῶς ὅμως οἰ Ἰσραηλῖται μὲ τὴν εἰδωλολατρίαν των εἶναι ὡς ἄνθρωποι, ποὺ παραβαίνουν καὶ καταπατοῦν τὴν Διαθήκην μου· ἐκεῖ εἰς τὸ βόρειον βασίλειον οἱ Ἰσραηλῖται μὲ ἐπεριφρόνησαν. |
8 Γαλαὰδ πόλις ἐργαζομένη μάταια, ταράσσουσα ὕδωρ, | 8 Η χώρα Γαλαάδ ακολουθεί τα μάταια είδωλα. Αναταράσσει την κοινωνίαν, όπως η θύελλα το ύδωρ της θαλάσσης. | 8 Ἡ Γαλαὰδ μὲ ἐπεριφρόνησε, διότι λατρεύει τὰ εἴδωλα· ἔγινε κέντρον εἰδωλολατρίας καὶ ταράσσει τὸ ὕδωρ τῆς διδασκαλίας μὲ τὸ νὰ τὴν προσφέρῃ θολὴν καὶ ὄχι καθαρὰν εἰς τὸν λαόν «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Δημιουργεῖ κοινωνικὴν ἀναταραχήν». |
9 καὶ ἡ ἰσχύς σου ἀνδρὸς πειρατοῦ· ἔκρυψαν ἱερεῖς ὁδόν, ἐφόνευσαν Σίκιμα, ὅτι ἀνομίαν ἐποίησαν. | 9 Η δύναμίς σου, χώρα Γαλαάδ, εκδηλώνεται εις πειρατείας εκ μέρους των ανδρών σου. Και αυτοί ακόμη οι ιερείς του Ισραήλ εκρύβησαν και έστησαν ενέδραν παρά την οδόν, που οδηγεί εις τα Σικιμα, και εφόνευσαν τους διερχομένους, δια να τους ληστεύσουν και έτσι διέπραξαν ανομίαν μεγάλην. | 9 Ἡ δύναμίς σου, Γαλαάδ, ὁμοιάζει μὲ ἐκείνην τῶν πειρατῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιτίθενται κρυφὰ καὶ ληστεύουν τοὺς ναυτιλλομένους. Οἱ ἱερεῖς δὲν ἀπεκάλυψαν τὴν παρανομίαν, ποὺ ἐγένετο εἰς Ἐμέ, ἔκρυψαν τὴν θείαν ὁδὸν καὶ δὲν ἔδειξαν τὸν ζῆλον, ποὺ εἶχαν δείξει ἄλλοτε εἰς τὰ Σίκιμα ὁ προπάτοράς των Λευῒ μὲ συνεργὸν τὸν ἀδελφόν του Συμεών, ὅταν οἰ κάτοικοι τῆς Συχὲμ ἁμάρτησαν εἰς τὴν ἀδελφήν των Δείναν. «Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Συμμορία ἱερέων ἐλήστευσαν καὶ ἐφόνευσαν ὅσους διήρχοντο τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ Σίκιμα - ὁποία ἄνομος καὶ ἄτιμος συμπεριφορά!» |
10 ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ᾿Ισραὴλ εἶδον φρικώδη ἐκεῖ, πορνείαν τοῦ ᾿Εφραίμ· ἐμιάνθη ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα. | 10 Είδα εγώ φρικτά γεγονότα στο βασίλειον του Ισραήλ, είδα την πνευματικήν και σωματικήν πορνείαν της φυλής του Εφραίμ. Εμολύνθη και ο ισραηλιτικός και ο Ιουδαϊκός λαός. | 10 Εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἶδα νὰ συμβαίνουν φρικτὰ καὶ τρομακτικὰ γεγονότα· εἶδα τὴν βδελυκτὴν σωματικὴν καὶ πνευματικὴν πορνείαν «τὴν εἰδωλολατρίαν» τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ· τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα ἐμολύνθησαν ἀπὸ τὴν σιχαμερὴν εἰδωλολατρίαν. |
11 ἄρχου τρυγᾶν σεαυτῷ ἐν τῷ ἐπιστρέφειν με τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ μου ἐν τῷ ἰάσασθαί με τὸν ᾿Ισραήλ. | 11 Μετανοημένος όμως κατόπιν δια τας παρανομίας σου, θα αρχίσης να τρυγάς και ωφέλη από τας τιμωρίας αυτάς, όταν εγώ θα επαναφέρω τον λαόν μου από την εξορίαν, όταν θα θεραπεύσω τον ισραηλιτικόν λαόν. | 11 Δὲν ἠθέλησες, Ἰουδαϊκὲ λαέ, νὰ γνωρίσῃς τὸ θεῖον θέλημα καὶ νὰ τρυγήσῃς τοὺς καρποὺς τῆς ἀρετῆς· ἄρχισε ἔστω καὶ μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν νὰ ζῇς κατὰ τὸν θεῖον νόμον καὶ νὰ τρυγᾷς διὰ τὸν ἑαυτόν σου καρποὺς ἀρετῆς, ὅταν, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, θὰ παρηγορήσω καὶ θὰ θεραπεύσω τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. |