Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ὅτε ἤκουσαν τὰ ἔθνη κυκλόθεν ὅτι ᾠκοδομήθη τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐνεκαινίσθη τὸ ἁγίασμα ὡς τὸ πρότερον, καὶ ὠργίσθησαν σφόδρα 1 Οταν τα γύρω από την Ιουδαίαν ειδωλολατρικά έθνη επληροφορήθησαν, ότι ανοικοδομήθη το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, ότι έγινεν η αποκατάστασις του ναού, όπως ήτο προηγουμένως και ετελέσθησαν και τα εγκαίνια αυτού, ωργίσθησαν πάρα πολύ. 1 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν οἱ εἰδωλολατρικοὶ λαοί, ποὺ ἑκατοικοῦσαν γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, ἐπληροφορήθησαν ὅτι ἐκτίσθη καὶ πάλιν τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ ὅτι ἀποκατεστάθη, ἀνακαθιερώθη καὶ ἐνεκαινιάσθη ὁ Ναός, ὅπως ἦταν προηγουμένως, ἐξωργίσθησαν πάρα πολύ·
2 καὶ ἐβουλεύσαντο τοῦ ἆραι τὸ γένος ᾿Ιακώβ τοὺς ὄντας ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ ἤρξαντο τοῦ θανατοῦν ἐν τῷ λαῷ καὶ ἐξαίρειν. 2 Εσκέφθησαν, λοιπόν, και απεφάσισαν να εξολοθρεύσουν το γένος των Ισραηλιτών, τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο μεταξύ αυτών. Ηρχισαν δε και να θανατώνουν πολλούς μεταξύ του λαού και να τους εξολοθρεύουν. 2 καὶ ἀπεφάσισαν νὰ καταστρέψουν καὶ νὰ ἑξαφανίσουν ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ, τοὺς Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν μεταξύ των.Ἔτσι ἄρχισαν νὰ σφάξουν, νὰ δολοφονοῦν καὶ νὰ ἐκδιώκουν (πολλοὺς) ἀπὸ τὸν λαόν.
3 καὶ ἐπολέμει ᾿Ιούδας πρὸς τοὺς υἱοὺς ῾Ησαῦ ἐν τῇ ᾿Ιδουμαίᾳ, τὴν ᾿Ακραβαττήνην, ὅτι περιεκάθηντο τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς πληγὴν μεγάλην καὶ συνέστειλεν αὐτοὺς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν. 3 Ο Ιούδας ήρχισε τον πόλεμόν του εναντίον των απογόνων του Ησαύ εις την Ιδουμαίαν και συγκεκριμένως εις την Ακραβαττήνην, διότι εκεί είχον περικλείσει ως εις κλοιόν τους Ισραηλίτας. Εκτύπησεν αυτούς και τους επέφερε μεγάλην φθοράν, τους εταπείνωσε και επήρε λάφυρα από αυτούς. 3 Ὁ Ἰούδας ἐπολεμοῦσε ἐναντίον τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἡσαῦ εἰς τὴν Ἰδουμαίαν καὶ ἐπετέθη κατὰ τῆς Ἀκραβαττήνης, διότι ἐκεῖ ἐπολιορκοῦσαν καὶ περιέσφιγγαν τοὺς Ἰσραηλίτας.Ὁ Ἰούδας κατέφερεν ἐναντίον των σοβαρὸν κτύπημα, τοὺς ἐταπείνωσε καὶ τοὺς διέλυσε καὶ ἔλαβε τὰ λάφυρά των.
4 καὶ ἐμνήσθη τῆς κακίας υἱῶν Βαιάν, οἳ ἦσαν τῷ λαῷ εἰς παγίδα καὶ εἰς σκάνδαλον ἐν τῷ ἐνεδρεύειν αὐτοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς· 4 Ο Ιούδας ενεθυμήθη επίσης την κακότητα των υιών του Βαιάν, οι οποίοι είχαν καταντήσει παγίς δια τον Ισραηλιτικόν λαόν και κίνδυνος με τας ενέδρας, τας οποίας έστηναν στους δρόμους εναντίον των Ισραηλιτών. 4 Ὁ Ἰούδας ἐνεθυμήθη ἐπίσης τὴν κακότητα καὶ τὴν ὑπουλότητα τῶν υἱῶν τοῦ Βαιάν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς ἐνέδρες, τὶς παγίδες καὶ τοὺς ἀποκλεισμοὺς τῶν ὁδῶν ἦσαν συνεχὴς ἀπειλὴ διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
5 καὶ συνεκλείσθησαν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐν τοῖς πύργοις, καὶ παρενέβαλεν ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἀνεθεμάτισεν αὐτοὺς καὶ ἐνεπύρισε τοὺς πύργους αὐτῆς ἐν πυρὶ σὺν πᾶσι τοῖς ἐνοῦσι. 5 Τους περιεκύκλωσεν στους πύργους των, παρετάχθη εναντίον αυτών και τους παρέδωσεν στο ανάθεμα. Επειτα δε έθεσε πυρ στους πύργους της πόλεώς των, κατέκαυσεν αυτούς μαζή με όλους όσοι ευρίσκοντο έντος αυτών. 5 Ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἐκυκλώθησαν καὶ περιεκλείσθησαν ἀπὸ τὸν Ἰούδαν εἰς τὰ φρούρια των κατόπιν ἔλαβε θέσεις μάχης καὶ ἐπετέθη ἐναντίον των καὶ τοὺς παρέδωκεν εἰς ἀνάθεμα, δηλαδὴ εἰς ὁλοσχερῆ καταστροφὴν κατόπιν ἐπυρπόλησε τοὺς ὀχυροὺς πύργους (τὰ φρούρια) τῆς πόλεως μαζὶ μὲ ὅλους, ὅσοι ὑπῆρχαν μέσα εἰς αὐτούς.
6 καὶ διεπέρασεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμὼν καὶ εὗρε χεῖρα κραταιὰν καὶ λαὸν πολὺν καὶ Τιμόθεον ἡγούμενον αὐτῶν· 6 Επειτα διεπέρασε και ήλθεν εναντίον των Αμμωνιτών. Εκεί όμως ευρήκεν ισχυράν δύναμιν στρατού και λαόν πολυάριθμον με αρχηγόν όλων αυτών τον Τιμόθεον. 6 Κατόπιν ἐπροχώρησε ἀπέναντι καὶ ἐπετέθη ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν· ἐκεῖ εὑρῆκε ἰσχυρὰν στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ λαὸν πολὺν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Τιμοθέου.
7 καὶ συνῆψε πρὸς αὐτοὺς πολέμους πολλούς, καὶ συνετρίβησαν πρὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτούς. 7 Συνήψε πολλάς μάχας εναντίον αυτών, εκείνοι εν τέλει συνετρίβησαν ενώπιόν του και αυτός τους κατέκοψε. 7 Ὁ Ἰούδας συνῆψε μαζί τους πολλὲς μάχες καὶ ἐκεῖνοι ἡττήθησαν καὶ συνετρίβησαν ἐνώπιόν του, αὐτὸς δὲ τοὺς ἐκατακομμάτιασε.
8 καὶ προκατελάβετο τὴν ᾿Ιαζὴρ καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς καὶ ἀνέστρεψεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν. 8 Κατέλαβεν επίσης την πάλιν Ιαζήρ και τας εξαρτωμένας από αυτήν, ως θυγατέρας της, κώμας και κατόπιν επέστρεψεν εις την Ιουδαίαν. 8 Ἀφοῦ δὲ ἐκυρίευσεν αἰφνιδίως τὴν πόλιν Ἰαζὴρ καὶ τὰ χωριὰ ποὺ ἐξηρτῶντο ἀπὸ αὐτήν, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
9 Καὶ ἐπισυνήχθησαν τὰ ἔθνη τὰ ἐν τῇ Γαδαὰδ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τοὺς ὄντας ἐπὶ τοῖς ὁρίοις αὐτῶν τοῦ ἐξᾶραι αὐτούς, καὶ ἔφυγον εἰς Δάθεμα τὸ ὀχύρωμα. 9 Τα άλλα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκοντο εις την περιοχήν Γαλαάδ, συνεκεντρώθησαν και επετέθησαν εναντίον των Ισραηλιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος της χώρας των, δια να τους εξαφανίσουν. Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν Γαλαάδ, κατέφυγον εις ένα οχυρόν, την Δαθεμα. 9 Κατόπιν τὰ ἄλλα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Γαλαάδ, συνηνώθησαν καὶ συνεκεντρώθησαν μὲ σκοπὸν νὰ ἐξολοθρεύσουν τοὺς Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν εἰς τὴν περιοχήν των.Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως κατέφυγαν εἰς τὸ φρούριον τῆς Δάθεμα,
10 καὶ ἀπέστειλαν γράμματα πρὸς ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ λέγοντες· ἐπισυνηγμένα ἐστὶν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς 10 Από εκεί έστειλαν επιστολάς προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του, προς τους οποίους έγραφαν· “τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκονται γύρω μας, έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. 10 ἀπὸ ὅπου ἀπέστειλαν ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφούς του, εἰς τὶς ὁποῖες ἔγραφαν: Τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ εὑρίσκονται γύρω μας, συνηνώθησαν καὶ συνεκεντρώθησαν μὲ σκοπὸν νὰ μᾶς ἐξολοθρευσουν.
11 καὶ ἑτοιμάζονται ἐλθεῖν καὶ προκαταλαβέσθαι τὸ ὀχύρωμα, εἰς ὃ κατεφύγομεν, καὶ Τιμόθεος ἡγεῖται τῆς δυνάμεως αὐτῶν· 11 Ετοιμάζονται να έλθουν και να καταλάβουν το οχύρωμα, στο οποίον δια λόγους ασφαλείας κατεφύγαμεν. Ο Τιμόθεος δε είναι αρχηγός αυτού του στρατού. 11 Προετοιμάζονται δὲ νὰ ἔλθουν καὶ νὰ κυριεύσουν τὸ φρούριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἔχομεν καταφύγει· ἀρχηγὸς τῆς στρατιωτικῆς των δυνάμεως εἶναι ὁ Τιμόθεος.
12 νῦν οὖν ἐλθὼν ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτῶν, ὅτι πέπτωκεν ἐξ ἡμῶν πλῆθος, 12 Τωρα, λοιπόν, έλα, δια να μας γλυτώσης από τα χέρια αυτών, διότι μέχρι σήμερον ένα πολύ πλήθος ιδικών μας ανθρώπων έχει φονευθή. 12 Ἔλα λοιπὸν τώρα ἀμέσως καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὰ χέρια των, διότι ἤδη ἔχει φονευθῆ μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ τοὺς ιδικούς μας.
13 καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν οἱ ὄντες ἐν τοῖς Τωβίου τεθανάτωνται, καὶ ᾐχμαλωτίκασι τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα καὶ τὴν ἀποσκευήν, καὶ ἀπώλεσαν ἐκεῖ ὡσεὶ μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν. 13 Και όλοι οι αδελφοί μας, οι οποίοι ευρίσκονται εις την χώραν του Τωβίου, την Τωβ, εφονεύθησαν, αι δε γυναίκες των έχουν απαχθή αιχμάλωτοι από τους εχθρούς μας, όπως επίσης και τα τέκνα των. Αι περιουσίαι των έχουν λαφυραγωγηθή και έχασαν εκεί φονευθέντας χιλίους περίπου άνδρας”. 13 Ὅλοι οἱ ἀδελφοι μας Ἰουδαῖοι, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν χώραν τοῦ Τωβία (περιοχὴν Τώβ), ἔχουν θανατωθῆ καὶ οἱ ἐχθροὶ ἔχουν αἰχμαλωτίσει τὶς γυναῖκες των καὶ τὰ παιδια των καὶ ἔχουν ἁρπάξει τὴν περιουσίαν των.Ἐκεῖ δὲ ἐφονεύθησαν περίπου χίλιοι Ἰουδαῖοι ἄνδρες.
14 ἔτι αἱ ἐπιστολαὶ ἀνεγινώσκοντο, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι ἕτεροι παρεγένοντο ἐκ τῆς Γαλιλαίας διερρηχότες τὰ ἱμάτια ἀπαγγέλλοντες κατὰ τὰ ρήματα ταῦτα λέγοντες 14 Ενῷ ακόμη ανεγινώσκοντο αυταί αι επιστολαί, ιδού κατέφθασαν άλλοι αγγελιαφόροι από την Γαλιλαίαν με διερρηγμένα τα ιμάτιά των και οι οποίοι έφερον παρομοίας προς τας ανωτέρω δυσαρέστους ειδήσεις και έλεγαν· 14 Ἐνῷ ἀκόμη οἱ ἐπιστολὲς ἀνεγινώσκοντο ἀπὸ τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφούς του, νά· ἔφθασαν ἄλλοι ἀγγελιαφόροι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν μὲ τὰ ροῦχα των σχισμένα εἰς ἔνδειξιν πένθους, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν δυσάρεστα μηνύματα, παρόμοια μὲ αὐτὸ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Γαλαάδ· οἱ ἀγγελιαφόροι ἔλεγαν:
15 ἐπισυνῆχθαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐκ Πτολεμαΐδος καὶ Τύρου καὶ Σιδῶνος καὶ πάσης Γαλιλαίας ἀλλοφύλων τοῦ ἐξαναλῶσαι ἡμᾶς. 15 “Εχουν συγκεντρωθή από την Πτολεμαΐδα, την Τυρον, την Σιδώνα και από όλην την Γαλιλαίαν των ειδωλολατρικών εθνών άνδρες πολεμισταί, δια να μας εξολοθρεύσουν”. 15 Ἄνδρες ἀπὸ τὶς τρεῖς παραλιακὲς πόλεις Πτολεμαΐδα, Τύρον καὶ Σιδῶνα καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς εἰδωλολάτρες τῆς Γαλιλαίας συνεκεντρώθησαν καὶ συνηνώθησαν διὰ νὰ μᾶς ἑξαφανίσουν!
16 ὡς δὲ ἤκουσεν ᾿Ιούδας καὶ ὁ λαὸς τοὺς λόγους τούτους, ἐπισυνήχθη ἐκκλησία μεγάλη βουλεύσασθαι τί ποιήσωσι τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν, τοῖς οὖσιν ἐν θλίψει καὶ πολεμουμένοις ὑπ᾿ αὐτῶν. 16 Οταν ο Ιούδας και ο Ισραηλιτικός λαός ήκουσαν τας ειδήσεις αυτάς, συνηθροίσθησαν εις μεγάλην συγκέντρωσιν, δια να σκεφθούν και αποφασίσουν, τι πρέπει να κάμουν υπέρ των αδελφών των αυτών, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τόσον μεγάλην θλίψιν πολεμούμενοι από τους εχθρούς των. 16 Ὅταν ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἄκουσαν τὶς εἰδήσεις αὐτές, συνεκεντρώθησαν εἰς συνάθροισιν μεγάλων, διὰ νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ ἀποφασίσουν τὶ ἔπρεπε νὰ κάμουν διὰ τοὺς ἀδελφοως των, ποὺ κατεπιέζοντο καὶ ἐθλίβοντο καὶ ἦσαν πολεμούμενοι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των.
17 καὶ εἶπεν ᾿Ιούδας Σίμωνι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· ἐπίλεξον σεαυτῷ ἄνδρας καὶ πορεύου καὶ ρῦσαι τοὺς ἀδελφούς σου τοὺς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· ἐγὼ δὲ καὶ ᾿Ιωνάθαν ὁ ἀδελφός μου πορευσόμεθα εἰς τὴν Γαλααδῖτιν. 17 Ο Ιούδας είπεν στον αδελφόν του τον Σιμωνα· “διάλεξε και πάρε υπό την αρχηγίαν σου εκλεκτούς πολεμιστάς άνδρας και πήγαινε να γλυτώσης τους αδελφούς σου, που ευρίσκονται εις την Γαλιλαίαν. Εγώ δε και ο Ιωνάθαν ο αδελφός μου θα μεταβώμεν εις την χώραν Γαλαάδ”. 17 Καὶ ὁ Ἰούδας εἶπεν εἰς τὸν Σίμωνα, τὸν ἀδελφόν του: Διάλεξε καὶ παράλαβε τοὺς πολεμιστὲς ἄνδρες σου καὶ πήγαινε νὰ γλυτώσῃς τοὺς ἀδελφούς σου Ἰσραηλίτες, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐγὼ δὲ καὶ ὁ Ἰωνάθαν, ὁ ἀδελφός μου, θὰ κατευθυνθῶμεν πρὸς τὴν χώραν Γαλαάδ.
18 καὶ κατέλιπεν ᾿Ιώσηφον τὸν τοῦ Ζαχαρίου καὶ ᾿Αζαρίαν ἡγουμένους τοῦ λαοῦ μετὰ τῶν ἐπιλοίπων τῆς δυνάμεως ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ εἰς τήρησιν 18 Αφήκε δε ο Ιούδας τον Ιώσηφον, υιόν του Ζαχαρίου, και τον Αζαρίαν αρχηγούς του λαού, ίνα με την υπόλοιπον στρατιωτικήν δύναμιν περιφρουρούν την Ιουδαίαν από ενδεχομένας επιθέσεις των εχθρών. 18 Ὁ Ἰούδας ἀφῆκε τὸν Ἰώσηφον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζαχαρία, καὶ τὸν Ἀζαρίαν, ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τὸ ὑπόλοιπον τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων, διὰ τὴν φύλαξιν καὶ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς Ἰουδαίας ἀπὸ τυχὸν ἐπιθέσεις τῶν εἰδωλολατρῶν.
19 καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· πρόστητε τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ συνάψητε πόλεμον πρὸς τὰ ἔθνη ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι ἡμᾶς. 19 Τους έδωσε δε και αυτήν την εντολήν και είπε· “Θα είσθε οι αρχηγοί του λαού τούτου. Προσέχετε όμως να μη κινήσετε πόλεμον εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, μέχρις ότου επιστρέψωμεν ημείς”. 19 Εἰς αὐτοὺς δὲ ἔδωκε τὴν ἀκόλουθον διαταγήν: Ἀναλάβετε τὴν προστασίαν καὶ τὴν φροντίδα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ προσέχετε νὰ μὴ συγκρουσθῆτε εἰς μάχην ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, μέχρις ὅτου ἐπιστρέψωμεν ἡμεῖς.
20 καὶ ἐμερίσθησαν Σίμωνι ἄνδρες τρισχίλιοι τοῦ πορευθῆναι εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ᾿Ιούδᾳ δὲ ἄνδρες ὀκτακισχίλιοι εἰς τὴν Γαλααδῖτιν. 20 Διεμοιράσθη δε η στρατιωτική δύναμις των ανδρών και εις μεν τον Σιμωνα εδόθησαν τρεις χιλιάδες άνδρες, δια να μεταβή εις την Γαλιλαίαν, εις δε τον Ιούδαν εδόθησαν οκτώ χιλιάδες άνδρες, δια να εκστρατευση εις την χώραν Γαλαάδ. 20 Ἡ στρατιωτικὴ δύναμις ἐχωρίσθη καὶ παρεχωρήθησαν εἰς μὲν τὸν Σίμωνα τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἄνδρες, διὰ νὰ ἐκστρατεύσῃ κατὰ τῆς Γαλιλαίας, εἰς δὲ τὸν Ἰούδαν ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) ἄνδρες, διὰ νὰ ἐκστρατεύσῃ κατὰ τῆς χώρας Γαλαάδ.
21 καὶ ἐπορεύθη Σίμων εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ συνῆψε πολέμους πολλοὺς πρὸς τὰ ἔθνη, καὶ συνετρίβη τὰ ἔθνη ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, 21 Ο Σιμων εβάδισεν εναντίον της Γαλιλαίας, έκαμε πολλούς πολέμους εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, τα δε ειδωλολατρικά έθνη συνετρίβησαν ενώπιόν του. 21 Ὁ Σίμων εἰσέβαλεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ συνῆψε πολλὲς μάχες μὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, τὰ δὲ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ἡττήθησαν καὶ συνετρίβησαν ἐνώπιόν του.
22 καὶ ἐδίωξεν αὐτοὺς ἕως τῆς πύλης Πτολεμαΐδος. καὶ ἔπεσον ἐκ τῶν ἐθνῶν εἰς τρισχιλίους ἄνδρας, καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν. 22 Ο Σιμων τους κατεδίωξεν έως εις τας πύλας της Πτολεμαΐδος. Επεσαν δε από τα ειδωλολατρικά έθνη τρεις περίπου χιλιάδες άνδρες και επήρε τα λάφυρα αυτών. 22 Ὁ δὲ Σίμων τοὺς κατεδίωξε μέχρι τῆς πύλης τῆς Πτολεμαΐδος.Ἀπὸ τὸν στρατὸν τῶν εἰδωλολατρῶν ἐφονεύθησαν περίπου τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἄνδρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ Σίμων ἔλαβε τὰ λάφυρα.
23 καὶ παρέλαβε τοὺς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ καὶ ἐν ᾿Αρβάττοις σὺν ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτοῖς, καὶ ἤγαγεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν μετ᾿ εὐφροσύνης μεγάλης. 23 Ο δε Σιμων επήρε τους Ιουδαίους, που ευρίσκοντο εις την Γαλιλαίαν και εις Αρβαττα, μαζή με τας γυναίκας και τα τέκνα των και με όλα τα υπάρχοντά των, και τους έφερεν εις την Ιουδαίαν με μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν. 23 Μαζί του δὲ παρέλαβε τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ εἰς τὰ Ἄρβαττα, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὅλην τὴν κινητὴν περιουσίαν (τὰ ὑπάρχοντά) των καὶ τοὺς ἔφερεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν μὲ μεγάλην ἀγαλλίασιν.
24 καὶ ᾿Ιούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ ᾿Ιωνάθαν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ διέβησαν τὸν ᾿Ιορδάνην καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. 24 Εν τω μεταξύ και ο Ιούδας ο Μακκαβαίος μαζή με τον αδελφόν του τον Ιωνάθαν διεπέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν και επορεύθησαν εις κάποιαν έρημον, δρόμον τριών ημέρων. 24 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ Ἰωνάθαν, ὁ ἀδελφός του, διεπέρασαν τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην καὶ ἐβάδισαν εἰς τὴν ἔρημον πορείαν τριῶν ἡμερῶν.
25 καὶ συνήντησαν τοῖς Ναβαταίοις, καὶ ἀπήντησαν αὐτοῖς εἰρηνικῶς καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς ἅπαντα τὰ συμβάντα τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν ἐν τῇ Γαλααδίτιδι. 25 Εκεί συνήντησαν τους Ναβαταίους, οι οποίοι τους υπεδέχθησαν ειρηνικώς, και διηγήθησαν εις αυτούς όλα τα γεγονότα, τα οποία συνέβησαν στους αδελφούς των εις την χώραν Γαλαάδ· 25 Καὶ συνήντησαν τοὺς Ναβαταίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ὑπεδέχθησαν φιλικῶς καὶ εἰρηνικῶς· αὐτοὶ δὲ διηγήθησαν εἰς τὸν Ἰούδαν καὶ τὸν Ἰωνάθαν ὅλα, ὅσα εἶχαν συμβῆ εἰς τοὺς ἀδελφούς των Ἰουδαίους εἰς τὴν χώραν Γαλαάδ.
26 καὶ ὅτι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν συνειλημμένοι εἰσὶν εἰς Βόσορρα καὶ Βοσόρ, ἐν ᾿Αλέμοις, Χασφώρ, Μακὲδ καὶ Καρναΐν, πᾶσαι αἱ πόλεις αὗται ὀχυραὶ καὶ μεγάλαι· 26 και ότι πολλοί από αυτούς είναι κλεισμένοι εις Βοσορρα και Βοσόρ, εις Αλέμους, Χασφώρ, Μακέδ και Καρναΐν. Αυταί ήσαν πόλεις μεγάλαι και οχυραί. 26 Οἱ Ναβαταῖοι τοὺς εἶπαν ἀκόμη ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι ἀποκλεισμένοι εἰς τὶς πόλεις Βόσορρα καὶ Βοσόρ, εἰς τὰ Ἄλεμα, τὴν Χασφώρ, τὴν Μακὲδ καὶ τὴν Καρναΐν.Ὅλες αὐτὲς εἶναι πόλεις μεγάλες καὶ ὠχυρωμένες.
27 καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς πόλεσι τῆς Γαλααδίτιδός εἰσι συνειλημμένοι καὶ εἰς αὔριον τάσσονται παρεμβάλλειν ἐπὶ τὰ ὀχυρώματα καὶ καταλαβέσθαι καὶ ἐξᾶραι πάντας τούτους ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ. 27 “Και εις τας άλλας πόλεις της χώρας Γαλαάδ είναι κλεισμένοι Ιουδαίοι, οι δε εχθροί των ετοιμάζονται να κτυπήσουν αύριον τας οχυράς αυτάς πόλεις, να τας καταλάβουν και να εξολοθρεύσουν όλους αυτούς, οι οποίοι ευρίσκονται εις τας πόλεις αυτάς εις μίαν και μόνην ημέραν”. 27 Καὶ οἱ Ναβαταῖοι ἐπρόσθεσαν: Ἄλλοι Ἰουδαῖοι εἶναι ἀποκλεισμένοι εἰς τὶς ὑπόλοιπες πόλεις τῆς χώρας Γαλαάδ· καὶ οἱ ἐχθροί σας ἑτοιμάζονται αὔριον νὰ βαδίσουν καὶ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τῶν ὀχυρῶν πόλεων, νὰ τὶς κυριεύσουν καὶ νὰ ἐξολοθρεύσουν ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶναι ἀποκλεισμένοι εἰς αὐτάς, ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας.
28 καὶ ἀπέστρεψεν ᾿Ιούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὁδὸν εἰς τὴν ἔρημον Βόσορρα ἄφνω· καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ ἀπέκτεινε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν στόματι ρομφαίας καὶ ἔλαβε πάντα τὰ σκῦλα αὐτῶν καὶ ἐνέπρησεν αὐτὴν πυρί. 28 Κατόπιν των πληροφοριών αυτών ο Ιούδας και ο στρατός του ήλλαξαν κατεύθυνσιν, εστράφησαν προς την έρημον και ενεφανίσθησαν αιφνιδίως εμπρός εις Βοσορα. Κατέλαβον την πόλιν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλα τα αρσενικά, επήραν όλα τα λάφυρα των κατοίκων της πόλεως και παρέδωσαν στο πυρ την πόλιν. 28 Τότε ὁ Ἰούδας καὶ ὁ στρατός του ἄλλαξε γρήγορα κατεύθυνσιν καὶ ἀκολούθησε τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ διὰ τῆς ἐρήμου, καὶ παρουσιάσθη ἔξαφνα ἐμπρὸς εἰς τὴν Βόσορρα.Κατέλαβε τὴν πόλιν καὶ ἐπέρασεν ὅλους τοὺς ἄρρενες, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν, ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας καὶ ἐμάζευσεν ὅλα τὰ λάφυρά των καὶ ἐπυρπόλησε τὴν πόλιν.
29 καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν νυκτός, καὶ ἐπορεύετο ἕως ἐπὶ τὸ ὀχύρωμα· 29 Από εκεί εν καιρώ νυκτός ανεχώρησεν ο Ιούδας και εβάδισε προς το οχυρόν το λεγόμενον Δαθεμα. 29 Ἀπὸ ἐκεῖ ἀνεχώρησε κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νύκτας καὶ ἔφθασε μέχρι τὴν ὀχυρὰν πόλιν Δάθεμα.
30 καὶ ἐγένετο ἑωθινῇ ᾖραν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ ἰδοὺ λαὸς πολύς, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός, αἴροντες κλίμακας καὶ μηχανὰς καταλαβέσθαι τὸ ὀχύρωμα καὶ ἐπολέμουν αὐτούς. 30 Κατά την πρωΐαν εσήκωσαν τα μάτια των οι στρατιώται του Ιούδα του Μακκαβαίου και είδαν πολύν εχθρικόν στρατόν, του οποίου δεν ήτο δυνατόν να υπολογισθή ο αριθμός. Αυτοί, λοιπόν, έφεραν κλίμακας και πολιορκητικάς μηχανάς και επεχείρουν να καταλάβουν το οχυρωμα. Επολεμούσαν εναντίον των Ιουδαίων, που ήσαν κλεισμένοι εις αυτό. 30 Ὅταν δὲ ἀνέτειλε τὸ πρῶτον φῶς τῆς αὐγῆς, οἱ Ἰουδαῖοι ἐσήκωσαν τὰ μάτια των, ἐκύτταξαν καὶ νά· εἶδαν ἐχθρικὸν λαὸν πολύν, ἀναρίθμητον! Οἱ ἐχθροὶ ἐκρατοῦσαν καὶ μετέφεραν ἀνεμόσκαλες καὶ πολιορκητικὲς μηχανές, διὰ νὰ ἀνεβοῦν εἰς τὰ τείχη καὶ νὰὶ κυριεύσουν τὴν ὠχυρωμένην πόλιν Δάθεμα· καὶ οἱ ἐχθροὶ ἐπετίθεντο καὶ ἐπολεμοῦσαν τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἦσαν μέσα εἰς τὴν πόλιν.
31 καὶ εἶδεν ᾿Ιούδας ὅτι ἦρκται ὁ πόλεμος καὶ ἡ κραυγὴ τῆς πόλεως ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν σάλπιγξι καὶ φωνῇ μεγάλῃ, 31 Οταν ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδεν ότι είχεν αρχίσει η μάχη και ότι η κραυγή των Ιουδαίων, που ευρίσκοντο στο οχύρωμα, ήτο τόσον μεγάλη, ώστε μαζή με τον ήχον των σαλπίγγων έφθαναν έως στον ουρανόν, 31 Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος εἶδεν ὅτι ἡ ἐπίθεσις καὶ ἡ μάχη ἄρχισε ἤδη καὶ ὅτι ἡ πολεμικὴ ἰαχὴ τῶν πολιορκουμένων κατοίκων ἦταν τόσον ἰσχυρή, ὥστε ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνάμικτη μὲ τὰ πολεμικὰ σαλπίσματα καὶ τὴν ἰσχυρὰν κραυγήν,
32 καὶ εἶπε τοῖς ἀνδράσι τῆς δυνάμεως· πολεμήσατε σήμερον ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν. 32 είπεν στους άνδρας της δυνάμεώς του “πολεμήσατε σήμερον υπέρ των αδελφών μας”. 32 εἶπεν εἰς τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατοῦ του: Πολεμήσατε σήμερον ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν σας!
33 καὶ ἐξῆλθεν ἐν τρισὶν ἀρχαῖς ἐξόπισθεν αὐτῶν, καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ ἐβόησαν ἐν προσευχῇ. 33 Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος επροχώρησε με τα τρία σώματα του στρατού του όπισθεν από τους εχθρούς. Κατόπιν οι Ιουδαίοι εσάλπισαν με τας σάλπιγγάς των και προσηυχήθησαν με φωνήν μεγάλην προς τον Θεόν. 33 Καὶ ὁ Ἰούδας μὲ τρία σώματα στρατοῦ ἐπροχώρησε καὶ ἔφθασεν εἰς τὰ νῶτα τῶν ἐχθρῶν.Τότε οἱ Ἰουδαῖοι στρατιῶται ἐσάλπισαν μὲ τὶς πολεμικὲς σάλπιγγες καὶ ἐφώναξαν δυνατὰ μὲ θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Θεόν.
34 καὶ ἐπέγνω ἡ παρεμβολὴ Τιμοθέου ὅτι Μακκαβαῖός ἐστι, καὶ ἔφυγον ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς πληγὴν μεγάλην, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ εἰς ὀκτακισχιλίους ἄνδρας. 34 Αμέσως δε μόλις ο στρατός του Τιμοθέου αντελήφθη, ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είναι ο πολεμών αυτούς, κατελήφθησαν από φόβον και έφυγον από εμπρός του. Ο δε Ιούδας ο Μακκαβαίος με τους στρατιώτας του επέφερεν μεγάλην φθοράν εις αυτούς. Επεσαν από αυτούς κατ' εκείνην την ημέραν οκτώ χιλιάδες άνδρες. 34 Μόλις ὅμως ὁ εἰδωλολατρικὸς στρατὸς τοῦ Τιμοθέου ἐκατάλαβε ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔφθασεν εἶναι ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, ἐτράπησαν εἰς φυγὴν ἀπ' ἐμπρός του, ὁ δὲ Ἰούδας τοὺς ἐκτύπησε καὶ τοὺς ἐπροξένησε μεγάλην καταστροφήν.Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς περίπου ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) ἄνδρες.
35 καὶ ἀπέκλινεν εἰς Μααφὰ καὶ ἐπολέμησεν αὐτὴν καὶ προκατελάβετο αὐτὴν καὶ ἀπέκτεινε πᾶν ἀρσενικὸν αὐτῆς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῆς καὶ ἐνέπρησεν αὐτὴν πυρί. 35 Από εκεί ο Ιούδας εστράφη και επορεύθη εις Μααφά, επολέμησε την πόλιν, την κατέλαβε και εφόνευσεν όλα τα αρσενικά αυτής, επήρε τα λάφυρά της και την παρέδωσεν στο πυρ. 35 Κατόπιν ὁ Ἰούδας ἐστράφη εἰς τὴν Μασφά, ἐπετέθη ἐναντίον της, τὴν κατέλαβεν, ἐφόνευσεν ὅλους τοὺς ἄρρενες τῆς πόλεως, ἔλαβε τὰ λάφυρά της καὶ τὴν ἐπυρπόλησεν.
36 ἐκεῖθεν ἀπῇρε καὶ προκατελάβετο τὴν Χασφών, Μακέδ, Βοσὸρ καὶ τὰς λοιπὰς πόλεις τῆς Γαλααδίτιδος. 36 Από εκεί ανεχώρησε και κατέλαβε την Χασφών, την Μακέδ, την Βοσόρ και όλας τας άλλας πόλεις της χώρας Γαλαάδ. 36 Ἀπὸ ἐκεῖ ἀνεχώρησε καὶ κατέλαβε τὴν Χασφών, τὴν Μακέδ, τὴν Βοσὸρ καὶ τὶς ὑπόλοιπες πόλεις τῆς χώρας Γαλαάδ.
37 μετὰ δὲ τὰ ρήματα ταῦτα συνήγαγε Τιμόθεος παρεμβολὴν ἄλλην καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον Ραφὼν ἐκ πέραν τοῦ χειμάρρου. 37 Επειτα από όλα αυτά τα γεγονότα ο Τιμόθεος συνεκέντρωσε νέαν στρατιωτικήν δύναμιν και εστρατοπέδευσεν απέναντι της Ραφών, πέραν από κάποιον χείμαρρον. 37 Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁ Τιμόθεος συνεκέντρωσεν ἄλλην στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ ἐστρατοπέδευσεν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ραφῶν, εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τοῦ χειμάρρου (παραποτάμου Γιαρμούκ).
38 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιούδας κατασκοπεῦσαι τὴν παρεμβολήν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ἐπισυνηγμένα εἰσὶ πρὸς αὐτοὺς πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν, δύναμις πολλὴ σφόδρα· 38 Ο Ιούδας έστειλε μερικούς άνδρας, δια να κατασκοπεύσουν τα του στρατεύματος και τον πληροφορήσουν σχετικώς. Εκείνοι οι άνδρες επέστρεψαν και του ανήγγειλαν τα εξής λέγοντες· “όλα τα γύρω από ημάς ειδωλολατρικά έθνη έχουν συγκεντωθή εναντίον μας σχηματίσαντα μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν. 38 Ὀ Ἰούδας ἀπέστειλε κατασκόπους, διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον, αὐτοὶ δὲ μετὰ τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ ἀνέφεραν καὶ τοῦ εἶπαν: Μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον καὶ τὸν στρατόν του ἔχουν συγκεντρωθῆ ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ εὑρίσκονται γύρω μας· ὅλοι αὐτοὶ ἀπαρτίζουν πολὺ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν.
39 καὶ ῎Αραβας μεμίσθωνται εἰς βοήθειαν αὐτοῖς καὶ παρενέβαλον πέραν τοῦ χειμάρρου ἕτοιμοι τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ σὲ εἰς πόλεμον. καὶ ἐπορεύθη ᾿Ιούδας εἰς συνάντησιν αὐτῶν. 39 Εχουν μάλιστα πάρει ως μισθοφόρους Αραβας, δια να τους βοηθήσουν και είναι στρατοπεδευμένοι πέραν από τον χείμαρρον, έτοιμοι να έλθουν εναντίον σου εις πολεμικήν σύρραξιν”. Ο Ιούδας εξήλθε προς πόλεμον εναντίον των. 39 Ἔχουν δὲ μισθώσει καὶ μισθοφόρους Ἄραβες διὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν καὶ ἔχουν στρατοπεδεύσει εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τοῦ χειμάρρου καὶ ἑτοιμάζονται νὰ σοῦ ἐπιτεθοῦν.Τότε ὁ Ἰούδας προήλασε διὰ νὰ τοὺς συναντήσῃ καὶ νὰ τοὺς ἐπιτεθῇ.
40 καὶ εἶπε Τιμόθεος τοῖς ἄρχουσι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐν τῷ ἐγγίζειν ᾿Ιούδαν καὶ τὴν παρεμβολὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν χειμάρρουν τοῦ ὕδατος· ἐὰν διαβῇ πρὸς ἡμᾶς πρότερος, οὐ δυνησόμεθα ὑποστῆναι αὐτόν, ὅτι δυνάμενος δυνήσεται πρὸς ἡμᾶς· 40 Είπε τότε ο Τιμόθεος προς τους αρχηγούς της στρατιωτικής του δυνάμεως, “όταν ο Ιούδας με την στρατιωτικήν του δύναμιν πλησιάση εις τον χείμαρρον, εάν μεν διαπεράση προς ημάς πρώτος, δεν θα ημπορέσωμεν να υπομείνωμεν την επίθεσίν του, διότι, ισχυρός, καθώς είναι, θα υπερισχύση ασφαλώς εναντίον μας. 40 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰούδας καὶ ὁ στρατός του ἐπλησίαζαν εἰς τὴν κοίτην τοῦ χειμάρρου, ὁ Τιμόθεος εἶπεν εἰς τοὺς ἀρχηγούς (ἀξιωματικούς) τοῦ στρατοῦ του: Ἐὰν ὁ Ἰούδας διαπεράσῃ τὸν χείμαρρον καὶ φθάσῃ πρῶτος πρὸς τὴν πλευράν μας, δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ τοῦ ἀντισταθῶμεν, διότι θὰ εὑρίσκεται εἰς πλεονεκτικωτέραν θέσιν ἀπὸ ἡμᾶς καὶ θὰ ὁρμήσῃ ἐναντίον μας ἀσυγκράτητος.
41 ἐὰν δὲ δειλωθῇ καὶ παρεμβάλῃ πέραν τοῦ ποταμοῦ, διαπεράσομεν πρὸς αὐτὸν καὶ δυνησόμεθα πρὸς αὐτόν. 41 Εάν όμως δειλιάση, μείνη και παραταχθή πέραν από τον χείμαρρον, θα διαβώμεν ημείς προς αυτόν και ασφαλώς θα υπερισχύσωμεν εναντίον του”. 41 Ἐὰν ὅμως χάσῃ τὸ θάρρος του καὶ δειλιάσῃ καὶ ἀντὶ νὰ διαβῇ τὸν χείμαρρον στρατοπεδεύσῃ εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τοῦ ποταμοῦ, τότε θὰ διαβῶμεν ἡμεῖς τὸν ποταμὸν εὑρισκόμενοι δὲ εἰς πλεονεκτικωτέραν θέσιν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ τοῦ ἐπιτεθῶμεν καὶ νὰ τὸν νικήσωμεν.
42 ὡς δὲ ἤγγισεν ᾿Ιούδας ἐπὶ τὸν χειμάρρουν τοῦ ὕδατος, ἔστησε τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπὶ τοῦ χειμάρρου καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· μὴ ἀφῆτε πάντα ἄνθρωπον παρεμβαλεῖν, ἀλλ᾿ ἐρχέσθωσαν πάντες εἰς τὸν πόλεμον. 42 Ο Ιούδας, όταν έφθασεν εις την κοίτην του χειμάρρου, ετοποθέτησε κατά διαστήματα πλησίον της όχθης τους γραμματείς του στρατού και τους διέταξε λέγων· “μη αφήσετε κανένα στρατιώτην να αποθέση τον οπλισμόν του και στρατοπεδεύση, αλλά όλοι ας έλθουν έτοιμοι προς πόλεμον”. 42 Ὅταν ὁ Ἰούδας ἔφθασεν εἰς τὴν κοίτην τοῦ χειμάρρου, ἐτοποθέτησε τοὺς γραμματεῖς (διοικητικοὺς ἀξιωματικούς) τοῦ στρατοῦ εἰς τὴν ὄχθην τοῦ χειμάρρου, τοὺς διέταξε καὶ τοὺς εἶπε: Μὴ ἀφήσετε κανένα νὰ στήσῃ τὴν σκηνήν του καὶ νὰ στρατωνισθῇ, ἀλλ' ἂς ἔλθουν ὅλοι ἕτοιμοι διὰ τὸν πόλεμον.
43 καὶ διεπέρασεν ἐπ᾿ αὐτοὺς πρότερος καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ συνετρίβησαν πρὸ προσώπου αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη καὶ ἔρριψαν τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἔφυγον εἰς τὸ τέμενος ἐν Καρναΐν. 43 Διεπέρασε δε πρώτος ο Ιούδας τον ποταμόν βαδίζων εναντίον του εχθρού. Ολος δε ο στρατός τον ακολουθούσε. Κατά την μάχην συνετρίβησαν ενώπιόν του όλα τα ειδωλολατρικά έθνη, έρριψαν κατά γης τα όπλα των και πανικόβλητα κατέφυγαν στον ειδωλολατρικόν ναόν εις Καρναΐν. 43 Πρῶτος δὲ ἀπὸ ὅλους ἐπέρασε τὸν χείμαρρον καὶ ἐπροχώρησε κατὰ τῶν ἐχθρῶν ὁ Ἰούδας, καὶ ὅλος ὁ στρατὸς ἀκολουθοῦσε πίσω του.Καὶ κατὰ τὴν μάχην ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ἡττήθησαν καὶ συνετρίβησαν ἐνώπιόν του καὶ ἔρριψαν κατὰ γῆς τὸν ὁπλισμόν των καὶ ετρεξαν διὰ νὰ σωθοῦν εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναὸν τῆς πόλεως Καρναΐν.
44 καὶ προκατελάβοντο τὴν πόλιν καὶ τὸ τέμενος ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ σὺν πᾶσι τοῖς ἐν αὐτῷ· καὶ ἐτροπώθη ἡ Καρναΐν, καὶ οὐκ ἐδύναντο ἔτι ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον ᾿Ιούδα. 44 Οι Ιουδαίοι κατέλαβαν την πόλιν αυτήν, παρέδωκαν στο πυρ τον ναόν με όλους εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος αυτού. Ετσι η Καρναΐν κατετροπώθη και εξηυτελίσθη και δεν ημπόρεσε να αντισταθή ενώπιον του Ιούδα. 44 Ἀλλ’ οἱ στρατιῶται τοῦ Ἰούδα ἐκυρίευσαν τὴν πόλιν καὶ κατόπιν ἐπυρπόλησαν τὸν ναὸν μὲ ὅλους, ὅσοι εὑρίσκοντο μέσα εἰς αὐτόν.Ἔτσι ὑπετάγη καὶ κατετροπώθη τελείως ἡ Καρναΐν καὶ οἱ ἐχθροὶ εἶχαν ἀποδυναμωθῆ ἐντελῶς, ὥστε δὲν ἠμποροῦσαν νὰ προβάλουν πλέον καμμίαν ἀντίστασιν εἰς τὸν Ἰούδαν.
45 καὶ συνήγαγεν ᾿Ιούδας πάντα ᾿Ισραὴλ τοὺς ἐν τῇ Γαλααδίτιδι ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ τὴν ἀποσκευήν, παρεμβολὴν μεγάλην σφόδρα, ἐλθεῖν εἰς γῆν ᾿Ιούδα. 45 Επειτα συνεκέντρωσεν ο Ιούδας όλους τους Ισραηλίτας, που ευρίσκοντο εις την χώραν Γαλαάδ, από μικρού μέχρι μεγάλου, και τας γυναίκας των και τα παιδιά των και την περιουσίαν των, πλήθος μεγάλο λαού, δια να οδηγήση όλους αυτούς εις την χώραν της Ιουδαίας. 45 Κατόπιν ὁ Ἰούδας συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὴν χώραν Γαλαάδ, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, κι τὶς γυναῖκες των καὶ τὰ παιδιά των καὶ τὰ ὑπάρχοντα (τὴν κινητὴν περιουσίαν των), ἕνα πολὺ μεγάλο πλῆθος λαοῦ, διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ νὰ τοὺς προστατεύσῃ.
46 καὶ ἦλθον ἕως ᾿Εφρών, καὶ αὕτη ἡ πόλις μεγάλη ἐπὶ τῆς εἰσόδου ὀχυρὰ σφόδρα, οὐκ ἦν ἐκκλῖναι ἀπ᾿ αὐτῆς δεξιὰν ἢ ἀριστεράν, ἀλλ᾿ ἢ διὰ μέσου αὐτῆς πορεύεσθαι· 46 Οι Ιουδαίοι έφθασαν εις την Εφρών, πόλιν μεγάλην και καλώς ωχυρωμένην, η οποία ευρίσκετο εις την είσοδον της χώρας των. Δεν ημπορούσε δε κανείς να παρεκκλίνη δεξιά η αριστερά από αυτήν, δια να εισέλθη εις την χώραν, αλλ' ήτο υποχρεωμένος να βαδίση δια μέσου αυτής. 46 Ὅλοι αὐτοὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν Ἐφρών· αὐτὴ ἦταν πόλις μεγάλη καὶ πολὺ καλὰ ὠχυρωμένη, ἐδέσποζε δὲ τοῦ δρόμου, ποὺ ὠδηγοῦσε εἰς τὴν χώραν των.Καὶ καθὼς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παρεκκλίνῃ κανεὶς καὶ νὰ τὴν παρακάμψῃ ἀπὸ τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά, διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Ἰουδαίαν.ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ περάσῃ κατ’ εὐθεῖαν μέσα ἀπὸ αὐτήν.
47 καὶ ἀπέκλεισαν αὐτοὺς οἱ ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐνέφραξαν τὰς πύλας λίθοις. 47 Οι κάτοικοι της πόλεως αυτής ηρνήθησαν να επιτρέψουν δίοδον στους Ιουδαίους, έφραξαν δε και τας πύλας της πόλεώς των με λίθους. 47 Ἀλλ' οἱ κάτοικοι τῆς Ἐφρὼν ἠρνήθησαν εἰς τοὺς Ἰουδαίους τὴν διέλευσιν ἀπὸ τὴν πόλιν, ἐκλείσθησαν εἰς αὐτὴν καὶ ἔφραξαν τὶς πύλες τῆς πόλεως μὲ λίθους.
48 καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ᾿Ιούδας λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων· διελευσόμεθα διὰ τῆς γῆς σου τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν ἡμῶν, καὶ οὐδεὶς κακοποιήσει ὑμᾶς, πλὴν τοῖς ποσὶ παρελευσόμεθα· καὶ οὐκ ἠβούλοντο ἀνοῖξαι αὐτῷ. 48 Ο Ιούδας απέστειλε προς αυτούς αγγελιαφόρους με ειρηνικάς προτάσεις ειπών· “ημείς θα διέλθωμεν απλώς δια μέσου της χώρας σας, δια να μεταβώμεν εις την πατρίδα μας. Κανείς δεν θα σας βλάψη ούτε επ' ελάχιστον. Ζητούμεν απλώς να περάσωμεν πεζή δια μέσου της πόλεως σας”. Οι κάτοικοι όμως δεν ηθέλησαν να ανοίξουν εις αυτόν τας πύλας. 48 Ὁ Ἰούδας ἀπέστειλε πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Ἐφρὼν συμφιλιωτικὸν καὶ συνδιαλλακτικὸν μήνυμα, τὸ ὁποῖον ἔλεγε: Θέλομεν νὰ διέλθωμεν ἀπὸ τὴν χώραν σας, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν χώραν μας· κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ σᾶς κακοποιήσῃ ἢ νὰ σᾶς βλάψῃ· θὰ περάσωμεν ἁπλῶς ὅλοι μας πεζῇ.Οἱ κάτοικοι ὅμως τῆς Ἐφρὼν δὲν ἤθελαν νὰ ἀνοίξουν εἰς τὸν Ἰούδαν τὶς πύλες τῆς πόλεως.
49 καὶ ἐπέταξεν ᾿Ιούδας κηρῦξαι ἐν τῇ παρεμβολῇ τοῦ παρεμβαλεῖν ἕκαστον ἐν ᾧ ἐστι τόπῳ· 49 Τοτε ο Ιούδας διέταξε να κοινοποιήσουν στο στρατόπεδον την διαταγήν του, όπως καταλάβη ο κάθε στρατιώτης την θέσιν όπου ευρίσκεται, έτοιμος προς μάχην. 49 Ἔτσι ὁ Ἰούδας ἔδωκε διαταγὴν νὰ παραγγείλουν εἰς ὅλον τὸν στρατόν του, ὥστε κάθε στρατιώτης νὰ σταματήσῃ προσωρινῶς ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεται καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμος διὰ πόλεμον.
50 καὶ παρενέβαλον οἱ ἄνδρες τῆς δυνάμεως, καὶ ἐπολέμησαν τὴν πόλιν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ παρεδόθη ἡ πόλις ἐν χερσὶν αὐτοῦ. 50 Οι άνδρες του στρατού του επήραν τας θέσεις των και επολέμησαν την πόλιν καθ' όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα. Τέλος η πόλις παρεδόθη εις τα χέρια των. 50 Οἱ πολεμισταὶ τοῦ Ἰούδα ἔλαβαν θέσεις μάχης καὶ ἐπολέμησαν ἐναντίον τῆς Ἐφρὼν κατὰ τὴν διαρκειαν ὅλης ἐκείνης τῆς ἡμέρας καὶ ὅλης τῆς νύκτας· τελικῶς ἡ πόλις ἔπεσε καὶ παρεδόθη εἰς τὰ χέρια των.
51 καὶ ἀπώλεσε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν στόματι ρομφαίας καὶ ἐξερρίζωσεν αὐτὴν καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῆς καὶ διῆλθε διὰ τῆς πόλεως ἐπάνω τῶν ἀπεκταμμένων. 51 Ο Ιούδας διέταξε και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλα τα αρσενικά, εξερρίζωσεν από τα θεμέλιά της την πόλιν, επήρε τα λάφυρά της και επέρασε δια μέσου της πόλεως, πατών επάνω εις τα πτώματα των φονευθέντων. 51 Καὶ ὁ Ἰούδας μὲ τὸν στρατόν του ἐπέρασεν ὅλους τοὺς ἄρρενες, ὅσοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν, ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας καὶ κατεδάφισεν ἐντελῶς, κυριολεκτικὰ ἐξερρίζωσε τὴν πόλιν, ἔλαβεν ὅλα τὰ λάφυρά της καὶ κατόπιν ἐπέρασε μέσα ἀπὸ τὴν πόλιν, πατῶν ἐπάνω εἰς τὰ πτώματα τῶν κατοίκων· ποὺ ἐφονεύθησαν.
52 καὶ διέβησαν τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς τὸ πεδίον τὸ μέγα κατὰ πρόσωπον Βαιθσάν. 52 Προχωρούντες επέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν, έφθασαν εις την μεγάλην πεδιάδα, η οποία ευρίσκετο εμπρός από την Βαιθσάν. 52 Ἔπειτα οἱ Ἰουδαῖοι διεπέρασαν τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην (καὶ ἔφθασαν) εἰς τὴν μεγάλην πεδιάδα, ἡ ὁποία εὑρίσκετο ἐμπρὸς εἰς (ἀπέναντι ἀπό) τὴν Βαιθσάν.
53 καὶ ἦν ᾿Ιούδας ἐπισυνάγων τοὺς ἐσχατίζοντας καὶ παρακαλῶν τὸν λαὸν κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἕως οὗ ἦλθον εἰς γῆν ᾿Ιούδα. 53 Ο Ιούδας ήτο εις την οπισθοφυλακήν περιμαζεύων τους βραδυπορούντας Ιουδαίους και ενισχύων τον λαόν ηθικώς καθ' όλην την πορείαν του, μέχρις ότου έφθασαν εις την χώραν της Ιουδαίας. 53 Ὁ δὲ Ἰούδας ἀκολουθοῦσε τελευταῖος καὶ ἐπεριμάζευε καὶ προωθοῦσε ὅσους ἐβραδυποροῦσαν καὶ καθυστεροῦσαν καὶ ἔδιδε θάρρος καὶ κουράγιο εἰς τὸν λαὸν καὶ τὸν στρατὸν καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς πορείας, μέχρις ὅτου ἔφθασαν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας.
54 καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος Σιὼν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ χαρᾷ καὶ προσήγαγον ὁλοκαυτώματα, ὅτι οὐκ ἔπεσεν ἐξ αὐτῶν οὐθεὶς ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι ἐν εἰρήνῃ. 54 Εισήλθον εις την Ιερουσαλήμ, ανέβησαν στο όρος Σιών με μεγάλην αγαλλίασιν και χαράν και προσέφεραν ολοκαυτώματα, ευχαριστούντες τον Θεόν, διότι κανείς από αυτούς δεν έπεσε κατά την εκστρατείαν αυτήν, αλλά όλοι επανήλθαν σώοι. 54 Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀνέβησαν εἰς τὸν λόφον τῆς Σιὼν μὲ εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καὶ προσέφεραν ὡς εὐχαριστίαν εἰς τὸν Θεὸν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων, διότι κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐφονεύθη κατὰ τὴν ἐκστρατείαν ἐκείνην, ἀλλ’ ἐπέστρεψαν ὅλοι ἀσφαλεῖς.
55 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις, αἷς ἦν ᾿Ιούδας καὶ ᾿Ιωνάθαν ἐν τῇ Γαλαὰδ καὶ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ κατὰ πρόσωπον Πτολεμαΐδος, 55 Κατά το διάστημα όμως, κατά το οποίον ευρίσκοντο ο μεν Ιούδας και ο Ιωνάθαν εις την Γαλαάδ, ο δε αδελφός των ο Σιμων εις την Γαλιλαίαν πλησίον της Πτολεμαΐδος, 55 Ἐνῶ ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Ἰωνάθαν εὑρίσκοντο εἰς τὴν Γαλαὰδ καὶ ὁ ἀδελφός των Σίμων εἰς τὴν Γαλιλαίαν, πολιορκῶν τὴν Πτολεμαΐδα,
56 ἤκουσεν ᾿Ιωσὴφ ὁ τοῦ Ζαχαρίου καὶ ᾿Αζαρίας ἄρχοντες τῆς δυνάμεως τῶν ἀνδραγαθιῶν καὶ τοῦ πολέμου, οἷα ἐποίησαν, 56 επληροφορήθησαν ο Ιωσήφ ο υιός του Ζαχαρίου και ο Αζαρίας οι αρχηγοί της στρατιωτικής δυνάμεως της εν Ιερουσαλήμ, επληροφορήθησαν τα ανδραγαθήματα, τα οποία έκαμαν οι αδελφοί Μακκαβαίοι και τους νικηφόρους πολέμους, τους οποίους συνήψαν, 56 οἱ δύο ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Ἰωσήφ, ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρία, καὶ ὁ Ἀζαρίας ἐπληροφορήθησαν τὰ ἠρωϊκὰ κατορθώματα καὶ τοὺς νικηφόρους πολέμους, ποὺ ἔκαμαν οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ Μακκαβαῖοι,
57 καὶ εἶπε· ποιήσωμεν καὶ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὄνομα καὶ πορευθῶμεν πολεμῆσαι πρὸς τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν. 57 και είπαν με ματαιοδοξίαν· “ας καταστήσωμεν και ημείς το όνομα μας ένδοξον και προς τούτο ας εξέλθωμεν να πολεμήσωμεν τα γύρω μας ειδωλολατρικά έθνη”. 57 καὶ εἶπαν: Ἂς κάμωμεν καὶ ἐμεῖς κάτι, ὥστε νὰ ἀποκτήσωμεν καὶ ἐμεῖς φήμην καὶ νὰ γίνῃ περιβόητον τὸ ὄνομά μας· ἂς προχωρήσωμεν λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα εἶναι γύρω μας.
58 καὶ παρήγγειλαν τοῖς ἀπὸ τῆς δυνάμεως τῆς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐπορεύθησαν ἐπὶ ᾿Ιάμνειαν. 58 Εδωσαν, λοιπόν, διαταγάς στους άνδρας του στρατού των, που ευρίσκετο μαζή των, και εβάδισαν εναντίον της Ιαμνείας. 58 Ἔτσι ἔδωκαν διαταγὲς εἰς τὸν στρατόν, ποὺ εἶχαν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν των, καὶ προήλασαν κατὰ τῆς Ἰαμνείας.
59 καὶ ἐξῆλθε Γοργίας ἐκ τῆς πόλεως καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς συνάντησιν αὐτοῖς εἰς πόλεμον. 59 Ο Γοργίας εβγήκεν από την πόλιν και οι στρατιώται αυτού, δια να αποκρούσουν τους Ιουδαίους. 59 Καὶ ὁ στρατηγὸς τῶν Σύρων Γοργίας ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλιν μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του, διὰ νὰ ἀντεπιτεθοῦν κατὰ τῶν Ἰουδαίων.
60 καὶ ἐτροπώθη ᾿Ιώσηφος καὶ ᾿Αζαρίας, καὶ ἐδιώχθησαν ἕως τῶν ὁρίων τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ ἔπεσον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ τοῦ λαοῦ τοῦ ᾿Ισραὴλ εἰς δισχιλίους ἄνδρας. 60 Κατά την πολεμικήν σύρραξιν ο Ιώσηφος και ο Αζαρίας ενικήθησαν και κατεδιώχθησαν από τους εχθρούς έως εις τα όρια της Ιουδαίας, έπεσαν δε κατά την ημέραν εκείνην από τον στρατόν του Ισραήλ δύο χιλιάδες άνδρες. 60 Ὁ Ἰώσηφος καὶ ὁ Ἀζαρίας ἐνικήθησαν καὶ κατεδιώχθησαν μέχρι τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαίας.Ἐφονεύθησαν δὲ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην περίπου δύο χιλιάδες (2.000) ἄνδρες ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἰσραήλ.
61 καὶ ἐγενήθη τροπὴ μεγάλη ἐν τῷ λαῷ ᾿Ισραήλ, ὅτι οὐκ ἤκουσαν ᾿Ιούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, οἰόμενοι ἀνδραγαθῆσαι· 61 Εγινε δε η μεγάλη αυτή φθορά στον ισραηλιτικόν λαόν, διότι ο Ιώσηφος και ο Αζαρίας δεν υπήκουσαν στον Ιούδαν και τους αδελφούς του, νομίζοντες ότι και αυτοί είναι εις θέσιν να ανδραγαθήσουν. 61 Ἔτσι συνέβη ἧττα καὶ καταστροφὴ μεγάλη εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι οἰ δύο ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ Ἰώσηφος καὶ Ἀζαρίας δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι τοὺς παρήγγειλαν νὰ μὴ συνάψουν πόλεμον μὲ τὰ εἰδωλολατρικά ἔθνη, νομίζοντες ὅτι ἠμποροῦν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀνδραγαθήσουν εἰς τὸν πόλεμον.
62 αὐτοὶ δὲ οὐκ ἦσαν ἐκ τοῦ σπέρματος τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, οἷς ἐδόθη σωτηρία ᾿Ισραὴλ διὰ χειρὸς αὐτῶν. 62 Ελησμόνησαν όμως, ότι αυτοί δεν ήσαν από την οικογένειαν των ανδρών εκείνων, στους οποίους εδόθη παρά του Θεού η δύναμις να σώσουν με τα χέρια των τον Ισραηλιτικόν λαόν. 62 Ἀλλ' οἱ δύο αὐτοὶ ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ δὲν ἦσαν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τῶν Μακκαβαίων ἐκείνων ἀνδρῶν, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀνατεθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ σωτηρία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
63 καὶ ὁ ἀνὴρ ᾿Ιούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐδοξάσθησαν σφόδρα ἐναντίον παντὸς ᾿Ισραὴλ καὶ τῶν ἐθνῶν πάντων, οὗ ἠκούετο τὸ ὄνομα αὐτῶν· 63 Ο ευγενής όμως Ιούδας και οι αδελφοί του εδοξάσθησαν πάρα πολύ ενώπιον του Ισραηλιτικού λαού και ενώπιον ακόμη των ειδωλολατρικών εθνών, παντού, όπου έφθανεν η φήμη του ονόματός των. 63 Ἀντιθέτως ὁ γενναῖος καὶ εὐγενὴς Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοί του ἐκέρδισαν μεγάλον σεβασμὸν καὶ ἀπέκτησαν πάρα πολὺ μεγάλην δόξαν μεταξὺ ὁλοκλήρου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ μεταξὺ ὅλων τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, ὁπουδήποτε καὶ ἂν ἠκούετο τὸ ὄνομα καὶ ἡ φήμη των·
64 καὶ ἐπισυνήγοντο πρὸς αὐτοὺς εὐφημοῦντες. 64 Οι Ισραηλίται συνεκεντρώνοντο γύρω των επαινούντες και τιμώντες αυτούς δια τα κατορθώματά των. 64 τὰ δὲ πλήθη ἐμαζεύοντο καὶ συνωστίζοντο γύρω των, διὰ νὰ τοὺς συγχαροῦν καὶ νὰ τοὺς ζητωκραυγάσουν.
65 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ἐπολέμουν τοὺς υἱοὺς ῾Ησαῦ ἐν τῇ γῇ πρὸς νότον καὶ ἐπάταξε τὴν Χεβρὼν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς καὶ καθεῖλε τὸ ὀχύρωμα αὐτῆς καὶ τοὺς πύργους αὐτῆς ἐνέπρησε κυκλόθεν. 65 Κατόπιν ο Ιούδας και οι αδελφοί αυτού εξήλθον εις νέαν εκστρατείαν και επολεμούσαν τους Ιδουμαίους, απογόνους του Ησαύ, εις την χώραν των προς νότον. Εκτύπησε την Χεβρών και τας πόλεις τας εξαρτωμένας από αυτήν, κατέστρεψε τα οχυρωματικά της έργα και παρέδωσεν στο πυρ τους γύρω επάνω εις τα τείχη της πύργους. 65 Κατόπιν ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοί του προήλασαν καὶ ἐπολέμησαν κατὰ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἡσαῦ, τῶν Ἰδουμαίων, εἰς τὴν πρὸς νότον τῆς Παλαιστίνης περιοχήν.Ὁ Ἰούδας ἐπετέθη καὶ ἐκυρίευσε τὴν Χεβρὼν καὶ τὰ χωριὰ ποὺ ἐξηρτῶντο ἀπὸ αὐτήν, καὶ κατεδάφισε τὰ ὀχυρωματικά της ἔργα καὶ ἐπυρπόλησε τοὺς ὀχυροὺς πύργους (φρούρια), ποὺ ἦσαν γύρω - γύρω ἀπὸ αὐτήν.
66 καὶ ἀπῇρε τοῦ πορευθῆναι εἰς γῆν ἀλλοφύλων. καὶ διεπορεύετο τὴν Σαμάρειαν. 66 Από εκεί επήρεν ο Ιούδας τον στρατόν του και εβάδισεν εις την χώραν των Φιλισταίων διερχόμενος δια μέσου της Σαμαρείας. 66 Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰούδας ἔφυγε διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων καὶ ἐπροχωροῦσε διασχίζων τὴν Σαμάρειαν.
67 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔπεσον ἱερεῖς ἐν πολέμῳ βουλόμενοι ἀνδραγαθῆσαι ἐν τῷ αὐτοὺς ἐξελθεῖν εἰς πόλεμον ἀβουλεύτως. 67 Την ημέραν εκείνην έπεσαν νεκροί κατά την μάχην και μερικοί ιερείς, οι οποίοι ηθέλησαν να ανδραγαθήσουν και ασυνέτως εξήλθον και έλαβαν μέρος στον πόλεμον. 67 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐφονεύθησαν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης μερικοὶ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἠθέλησαν νὰ ἀνδραγαθήσουν μὲ τὸ νὰ λάβουν μέρος εἰς τὸν πόλεμον κατὰ τρόπον παράτολμον καὶ ἀσύνετον.
68 καὶ ἐξέκλινεν ᾿Ιούδας εἰς ῎Αζωτον γῆν ἀλλοφύλων, καὶ καθεῖλε τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατέκαυσε πυρὶ καὶ ἐσκύλευσε τὰ σκῦλα τῶν πόλεων καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γῆν ᾿Ιούδα. 68 Ακολούθως ο Ιούδας κατηυθύνθη προς την Αζωτον, πόλιν των Φιλισταίων. Οταν έφθασεν εκεί, εκρήμνισε τους ειδωλικούς βωμούς των, τα δε είδωλά των παρέδωσεν εις την φωτιάν. Επήρε πολλά λάφυρα από τας πόλεις και επέστρεψεν έπειτα εις την χώραν της Ιουδαίας. 68 Ἔπειτα ὁ Ἰούδας ἐστράφη πρὸς τὴν πόλιν Ἄζωτον, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων ἐκεῖ ἐκρήμνισε καὶ κατέστρεψε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμοὺς τῶν Φιλισταίων καὶ παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιὰ τὰ εἰδωλικὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν των καὶ συνεκέντρωσε τὰ λάφυρα τῶν πόλεών των καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας.