Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ παρέλαβε Γοργίας πεντακισχιλίους ἄνδρας καὶ χιλίαν ἵππον ἐκλεκτήν, καὶ ἀπῇρεν ἡ παρεμβολὴ νυκτός, | 1 Ο Γοργίας επήρε μαζή του πέντε χιλιάδας πεζούς άνδρας και εκλεκτόν ιππικόν χιλίων ανδρών. Αυτός ο στρατός ανεχώρησεν εν καιρώ νυκτός, | 1 Ο Γοργίας παρέλαβε μαζί του στρατιωτικὸν ἀπόσπασμα πέντε χιλιάδων (5.000) πεζῶν καὶ χιλίων (1.000) ἐκλεκτῶν ἱππέων καὶ μὲ τὴν στρατιωτικὴν αὐτὴν δύναμιν ἀνεχώρησε κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς νυκτὸς |
2 ὥστε ἐπιβαλεῖν ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ πατάξαι αὐτοὺς ἄφνω· καὶ οἱ υἱοὶ τῆς ἄκρας ἦσαν αὐτῷ ὁδηγοί. | 2 δια να επιτεθή στο στρατόπεδον των Ιουδαίων και να τους κτυπήση αιφνιδίως. Οι άνδρες της ακροπόλεως Σιών ήσαν στον Γοργίαν οδηγοί. | 2 μὲ ἀντικειμενικὸν σκοπὸν νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ στρατοπέδου καὶ νὰ τοὺς καταφέρῃ αἰφνίδιον κτύπημα· ὁδηγοὶ δὲ τοῦ Γοργία ἦσαν ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ. |
3 καὶ ἤκουσεν ᾿Ιούδας καὶ ἀπῇρεν αὐτὸς καὶ οἱ δυνατοὶ πατάξαι τὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως τὴν ἐν ᾿Αμμαούς, | 3 Ο Ιούδας επληροφορήθη το σχέδιον τούτο και ανεχώρησεν αυτός με τους γενναίους του άνδρας, δια να κτυπήσουν την στρατιωτικήν δύναμιν του βασιλέως, που ευρίσκετο εις Αμμαούς, | 3 Ὁ Ἰούδας ὅμως ἐπληροφορήθη τὶς κινήσεις αὐτὲς τοῦ Γοργία, καὶ αὐτὸς καὶ οἱ γενναῖοι στρατιῶται του ἀνεχώρησαν διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ στρατοῦ τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἀμμαούς· |
4 ἕως ἔτι αἱ δυνάμεις ἐσκορπισμέναι ἦσαν ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς. | 4 καθ' ον χρόνον ακόμη ο στρατός ήτο διασκορπισμένος μακράν από το στρατόπεδον. | 4 ἕως τότε οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις τοῦ Γοργία ἦσαν ἀκόμη σκορπισμένες ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ ἄρα ἀσύντακτες. |
5 καὶ ἦλθε Γοργίας εἰς τὴν παρεμβολὴν ᾿Ιούδα νυκτὸς καὶ οὐδένα εὗρε· καὶ ἐζήτει αὐτοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν, ὅτι εἶπε· φεύγουσιν οὗτοι ἀφ᾿ ἡμῶν. | 5 Ο Γοργίας εν τω μεταξύ ήλθεν στο στρατόπεδον του Ιούδα δια νυκτός, άλλα δεν ευρήκεν εκεί κανένα. Τους ανεζήτησεν εις τα όρη και διότι δεν τους ευρήκεν έλεγεν· “οι Ιουδαίοι φεύγουν τρομοκρατημένοι μακράν από ημάς”. | 5 Διὰ τοῦτο, ὅταν ὁ Γοργίας ἔφθασε κατὰ τὴν νύκτα εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰούδα, δὲν εὑρῆκε ἐκεῖ κανένα.Τότε ἄρχισε νὰ ἀναζητῇ τοὺς Ἰουδαίους εἰς τὴν ὀρεινήν (λοφώδη) περιοχήν, διότι ἐσκέφθη καὶ εἶπεν: Οἱ Ἰουδαῖοι φεύγουν ἀπ’ ἐμπρός μας, διὰ νὰ σωθοῦν. |
6 καὶ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ὤφθη ᾿Ιούδας ἐν τῷ πεδίῳ ἐν τρισχιλίοις ἀνδράσι· πλὴν καλύμματα καὶ μαχαίρας οὐκ εἶχον καθὼς ἠβούλοντο. | 6 Οταν όμως εξημέρωσεν ενεφανίσθη ο Ιούδας εις την πεδιάδα με τρεις χιλιάδας άνδρας. Δεν είχαν όμως ασπίδας, δια να καλυφθούν και μαχαίρας, δια να κτυπήσουν τον εχθρόν, όπως αυτοί ήθελαν. | 6 Ἀλλ’ ὅταν ἐξημέρωσε, παρουσιάσθη ὁ Ἰούδας εἰς τὴν πεδιάδα μαζὶ μὲ τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἄνδρες· δὲν εἶχαν ὅμως πλήρη πανοπλίαν (ἀσπίδα, θώρακα κ.τ.ὅ.) καὶ ρομφαῖες, ὅπως ἤθελαν καὶ ἐπιθυμοῦσαν, προκειμένου νὰ κτυπήσουν τοὺς ἐχθρούς. |
7 καὶ εἶδον παρεμβολὴν ἐθνῶν ἰσχυρὰν τεθωρακισμένην καὶ ἵππον κυκλοῦσαν αὐτήν, καὶ οὗτοι διδακτοὶ πολέμου. | 7 Είδαν την στρατιωτικήν δύναμιν των ειδωλολατρικών εθνών ισχυράν και ωπλισμένην με θώρακας, το δε ιππικόν κύκλω από αυτήν. Διεπίστωσαν δε ότι εκείνοι ήσαν εμπειροπόλεμοι στρατιώται. | 7 Οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰούδα εἶδαν τὸ στρατόπεδον τῶν εἰδωλολατρῶν, τὸ ὁποῖον ἦταν πολυάριθμον, μὲ ἰσχυρὸν ὁπλισμὸν καὶ προχείρους προμαχῶνες καὶ μὲ ἱππικόν, τὸ ὁποῖον περιεκύκλωνε τὸ στρατόπεδον καὶ τὸ ἐφρουροῦσε· ἀκόμη διεπίστωσαν ὅτι οἱ στρατιῶται αὐτοὶ ἦσαν ἐκπαιδευμένοι καὶ ἔμπειροι πολεμισταί. |
8 καὶ εἶπεν ᾿Ιούδας τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ· μὴ φοβεῖσθε τὸ πλῆθος αὐτῶν καὶ τὸ ὅρμημα αὐτῶν μὴ δειλωθῆτε· | 8 Είπε τότε ο Ιούδας προς τους άνδρας, που είχε μαζή του· “μη φοβείσθε το πλήθος αυτών, και μη δειλιάσετε μπροστά εις την ορμήν των. | 8 Ἀλλ’ ὁ Ἰούδας εἶπε πρὸς τοὺς ἄνδρες του: Μὴ φοβεῖσθε τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ των καὶ μὴ πανικοβληθῆτε, ὅταν ὁρμήσουν ἐναντίον σας· |
9 μνήσθητε πῶς ἐσώθησαν οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν θαλάσσῃ ἐρυθρᾷ, ὅτι ἐδίωξεν αὐτοὺς Φαραὼ ἐν δυνάμει. | 9 Ενθυμηθήτε, πως οι πατέρες μας εσώθησαν εις την Ερυθράν Θαλασσαν, όταν τους κατεδίωξεν ο Φαραώ με τον στρατόν του. | 9 Ἐνθυμηθῆτε πῶς ἐσώθησαν οἱ προπάτορές μας εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, ὅταν ὁ Φαραὼ τοὺς κατεδίωξε μὲ στρατόν. |
10 καὶ νῦν βοήσωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἴ πως ἐλεήσει ἡμᾶς καὶ μνησθήσεται διαθήκης πατέρων ἡμῶν καὶ συντρίψει τὴν παρεμβολὴν ταύτην κατὰ πρόσωπον ἡμῶν σήμερον, | 10 Και τώρα ας κραυγάσωμεν προς τον Θεόν του ουρανού πιστεύοντες, ότι θα μας ευσπλαγχνισθή και ότι θα ενθυμηθή την διαθήκην, την οποίαν αυτός συνήψε με τους προγόνους μας και θα συντρίψη την στρατιωτικήν αυτήν δύναμιν ενώπιόν μας σήμερον. | 10 Τώρα λοιπὸν ἂς φωνάξωμεν μὲ φωνὴν δυνατὴν πρὸς τὸν οὐρανόν - τὸν Θεόν - μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μᾶς εὐσπλαγχνισθῇ καὶ ὅτι θὰ ἐνθυμηθῇ τὴν διαθήκην, ποὺ συνῆψε μὲ τοὺς προπάτορές μας, καὶ θὰ συντρίψῃ τὸν στρατὸν αὐτὸν ἐνώπιόν μας σήμερα· |
11 καὶ γνώσεται πάντα τὰ ἔθνη ὅτι ἐστὶν ὁ λυτρούμενος καὶ σῴζων τὸν ᾿Ισραήλ. | 11 Ετσι δε θα μάθουν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη ότι υπάρχει Εκείνος, ο οποίος προστατεύει και σώζει τον ισραηλιτικόν λαόν. | 11 ἔτσι θὰ πληροφορηθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ βεβαιωθοῦν ὅτι ὑπάρχει Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ἐλευθερώνει καὶ σῴζει τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. |
12 καὶ ᾖραν οἱ ἀλλόφυλοι τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον αὐτοὺς ἐρχομένους ἐξεναντίας | 12 Τα ειδωλολατρικά έθνη εσήκωσαν τα μάτια των και είδαν τους ισραηλίτας να έρχωνται εναντίον των. | 12 Ὅταν τὰ ξένα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ἐσήκωσαν τὰ μάτια των καὶ εἶδαν τὸν στρατὸν τοῦ Ἰούδα να προχωρῇ ἐναντίον των, |
13 καὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς παρεμβολῆς εἰς πόλεμον· καὶ ἐσάλπισαν οἱ μετὰ ᾿Ιούδα | 13 Εβγήκαν και αυτοί από το στρατόπεδόν των, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ιουδαίων. Οι σαλπιγκταί, που ευρίσκοντο πλησίον του Ιούδα, εσάλπισαν με τας ιεράς των σάλπιγγας δια την μάχην. | 13 ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ στρατόπεδόν των διὰ νὰ πολεμήσουν.Οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰούδα ἐσάλπισαν τὸ πολεμικὸν σάλπισμα μὲ τὶς ἱερὲς σάλπιγγές των |
14 καὶ συνῆψαν καὶ συνετρίβησαν τὰ ἔθνη καὶ ἔφυγον εἰς τὸ πεδίον, | 14 Οι Ισραηλίται επολέμησαν εναντίον των εχθρών των, τα δε ειδωλολατρικά έθνη νικηθέντα συνετρίβησαν και ετράπησαν εις φυγήν ανά την πεδιάδα. | 14 καὶ συνεκρούσθησαν σῶμα πρὸς σῶμα μὲ τοὺς ἐχθρούς των.Οἱ εἰδωλολάτραι ἡττήθησαν πλήρως, διελύθησαν καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγὴν πρὸς τὴν πεδιάδα. |
15 οἱ δὲ ἔσχατοι πάντες ἔπεσον ἐν ρομφαίᾳ. καὶ ἐδίωξαν αὐτοὺς ἕως Γαζηρὼν καὶ ἕως τῶν πεδίων τῆς ᾿Ιδουμαίας καὶ ᾿Αζώτου καὶ ᾿Ιαμνείας, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν εἰς ἄνδρας τρισχιλίους. | 15 Οσοι δε από αυτούς απέμειναν τελευταίοι, έπεσαν εν στόματι ρομφαίας και οι Ιουδαίοι τους κατεδίωξαν μέχρι της Γαζηρών, μέχρι των πεδιάδων της Ιδουμαίας και μέχρι της πόλεως Αζώτου και Ιαμνείας. Από την στρατιωτικήν δύναμιν των εχθρών εφονεύθησαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες. | 15 Ὅλοι δέ, ὅσοι ἔμειναν τελευταῖοι, ἔπεσαν σφαζόμενοι μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομο σπαθὶ τῶν Ἰουδαίων.Ὁ στρατὸς τοῦ Ἰούδα κατεδίωξε τοὺς ἐχθρούς του μέχρι τῆς Γαζηρὼν καὶ μέχρι τῶν πεδιάδων τῆς Ἰδουμαίας, μέχρι τὶς πόλεις Ἄζωτον καὶ Ἰάμνειαν.Ἀπὸ τὸν στρατὸν τῶν εἰδωλολατρῶν ἐφονεύθησαν περίπου τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἄνδρες. |
16 καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ιούδας καὶ ἡ δύναμις ἀπὸ τοῦ διώκειν ὄπισθεν αὐτῶν | 16 Ο Ιούδας επέστρεψεν εις τας θέσστου μαζή με το στράτευμά του και εσταμάτησε να καταδιώκη τους εχθρούς. | 16 Ὁ Ἰούδας καὶ ἡ στρατιωτικὴ δύναμίς του ἔπαυσαν τὴν καταδίωξιν τῶν ἐχθρῶν των καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸ ἔρημον στρατόπεδον τοῦ Νικάνορος εἰς τὴν Ἀμμαούς, διὰ νὰ συλλέξουν τὰ λάφυρα τῶν ἐχθρῶν των. |
17 καὶ εἶπε πρὸς τὸν λαόν· μὴ ἐπιθυμήσητε τῶν σκύλων, ὅτι πόλεμος ἐξεναντίας ἡμῶν, | 17 Είπε δε προς τον στρατόν του· “μη κυριευθήτε από την επιθυμίαν των λαφύρων, διότι ο πόλεμος περιμένει απέναντί μας. | 17 Καὶ ὁ Ἰούδας εἶπε πρὸς τὸν στρατόν του: Συγκρατηθῆτε· μὴ ἐπιθυμήσετε τὰ λάφυρα, διότι ἔχομεν νὰ κάμωμεν καὶ ἄλλον πόλεμον ἀκόμη. |
18 καὶ Γοργίας καὶ ἡ δύναμις ἐν τῷ ὄρει ἐγγὺς ἡμῶν· ἀλλὰ στῆτε νῦν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ πολεμήσατε αὐτούς, καὶ μετὰ ταῦτα λάβετε τὰ σκῦλα μετὰ παρρησίας. | 18 Ο Γοργίας και η στρατιωτική του δύναμις ευρίσκονται κοντά μας στο όρος, αλλά έχετε θάρρος και κρατηθήτε εμπρός στους εχθρούς μας και πολεμήσατέ τους με ανδρείαν, και αφού τους νικήσετε, ημπορείτε κατόπιν αφόβως να πάρετε τα λάφυρα αυτών”. | 18 Ὁ Γοργίας καὶ ὁ στρατός του εἶναι ἀκόμη εἰς τὸ ὄρος κοντά μας· σταθῆτε λοιπὸν εἰς τὴν παράταξιν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας, ἀντιμετωπίστε τους μὲ θάρρος καὶ πολεμῆστε τους καί, ὅταν τοὺς νικήσετε, λάβετε τὰ λάφυρα χωρὶς κανένα φόβον. |
19 ἔτι λαλοῦντος ᾿Ιούδα ταῦτα, ὤφθη μέρος τι ἐκκύπτον ἐκ τοῦ ὄρους· | 19 Ενῷ ακόμη ο Ιούδας έλεγε προς τους στρατιώτας του αυτά τα λόγια, παρουσιάσθη προβάλλον από το όρος ένα μέρος του στρατού του Γοργίου. | 19 Ἐνῷ ἀκόμη ὁ Ἰούδας ἔλεγε τὰ λόγια αὐτά, ἕνα τμῆμα ἐχθρικοῦ στρατοῦ ἐφάνη νὰ κατοπτεύῃ καὶ νὰ ἀναγνωρίζῃ τὴν περιοχὴν ἀπὸ τὸ ὄρος. |
20 καὶ εἶδεν ὅτι τετρόπωνται, καὶ ἐμπυρίζουσι τὴν παρεμβολήν· ὁ γὰρ καπνὸς ὁ θεωρούμενος ἐνεφάνιζε τὸ γεγονός. | 20 Οι αλλοεθνείς στρατιώται είδαν, ότι οι ιδικοί των είχαν κατατροπωθή και ότι οι Ιουδαίοι είχον παραδώσει στο πυρ το στρατόπεδόν των, διότι ο καπνός, τον οποίον έβλεπαν, επιστοποιούσε το γεγονός αυτό. | 20 Οἱ ἐχθροὶ εἶδαν τότε ὅτι ὁ στρατός των ἐνικήθη καὶ ἔφυγεν, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι πυρπολοῦν τὸ ἄλλοτε στρατόπεδόν των διότι ὁ καπνός, ποὺ ἔβλεπαν νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἐπεβεβαίωνε αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. |
21 οἱ δὲ ταῦτα συνιδόντες ἐδειλώθησαν σφόδρα· συνιδόντες δὲ καὶ τὴν ᾿Ιούδα παρεμβολὴν ἐν τῷ πεδίῳ ἑτοίμην εἰς παράταξιν, | 21 Οι Συροι, όταν είδον αυτά, κατελήφθησαν από πολύ μεγάλην δειλίαν· επειδή δε διέκριναν και την στρατιωτικήν δύναμιν του Ιούδα εις την πεδιάδα ετοίμην προς μάχην, | 21 Ὅταν οἱ εἰδωλολάτραι ἐσυνειδητοποίησαν τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐκυριεύθησα,ν ἀπὸ μεγάλον πανικόν.Ὅταν δὲ εἶδαν ἐπὶ πλέον καὶ ἐνόησαν ὅτι ὁ στρατὸς τοῦ Ἰούδα εὑρίσκετο εἰς τὴν πεδιάδα ἕτοιμος διὰ πόλεμον, |
22 ἔφυγον πάντες εἰς γῆν ἀλλοφύλων. | 22 ετράπησαν εις φυγήν όλοι προς την χώραν των Φιλισταίων. | 22 ἐτράπησαν ὅλοι εἰς φυγὴν πρὸς τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων. |
23 καὶ ἀνέστρεψεν ᾿Ιούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔλαβον χρυσίον πολὺ καὶ ἀργύριον καὶ ὑάκινθον καὶ πορφύραν θαλασσίαν καὶ πλοῦτον μέγαν. | 23 Ο Ιούδας χωρίς πλέον να καταδιώξη αυτούς επανήλθε με τους στρατιώτας του, δια να λαφυραγωγήσουν το εχθρικόν στρατόπεδον. Εκεί ευρήκαν πράγματι και επήραν πολύν χρυσόν και άργυρον, υφάσματα υακίνθινα και αλλά βαμμένα με πορφύραν θαλασσίαν και πολύν πλούτον. | 23 Τότε ὁ Ἰούδας ἐπέστρεψε διὰ νὰ μαζεύσῃ τὰ λάφυρα ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον.Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἐμάζευσαν πολὺ χρυσάφι καὶ ασῆμι καὶ ὑφάσματα ὑακίνθινα (=χρώματος γαλάζιου, μενεξεδένιου) καὶ ἄλλα βαμμένα μὲ χρῶμα ἀπὸ θαλάσσια κογχύλια (=βαθὺ κόκκινο, βυσσινύ) καὶ πολὺν πλοῦτον. |
24 καὶ ἐπιστραφέντες ὕμνουν καὶ εὐλόγουν εἰς οὐρανὸν ὅτι καλόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. | 24 Καθώς επέστρεφαν από την μάχην αυτήν υμνολογούσαν τον Θεόν και ευλογούσαν αυτόν επαναλαμβάνοντες ως επωδόν του ύμνου των την φράσιν· “ότι καλόνι ότι στον αιώνα το έλεος αυτού”. | 24 Κατὰ τὴν ἐπιστροφήν των δὲ ἀπὸ τὸν νικηφόρον ἐκεῖνον πόλεμον ἔψαλλαν ὕμνους εὐχαριστίας, εὐγνωμοσύνης καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν οὐρανόν - τὸν Θεόν - οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς ἐπῳδὸν τὴν φράσιν: Διότι εἶναι ὠφέλιμον καὶ τερπνόν, διότι τὸ ἔλεός του εἶναι ἀνεξάντλητον καὶ μένει ἀστείρευτον αἰωνίως. |
25 καὶ ἐγένετο σωτηρία μεγάλη τῷ ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. | 25 Ετσι δε επραγματοποιήθη μεγάλη σωτηρία στον ισραηλιτικόν λαόν κατά την ημέραν εκείνην. | 25 Ἔγινε δὲ σωτηρία μεγάλη καὶ ἀξιοσημείωτος εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. |
26 ῞Οσοι δὲ τῶν ἀλλοφύλων διεσώθησαν, παραγενηθέντες ἀπήγγειλαν τῷ Λυσίᾳ πάντα τὰ συμβεβηκότα. | 26 Οσοι από τους εχθρούς διεσώθησαν, ήλθαν και ανήγγειλαν στον Λυσίαν όλα τα τραγικά αυτά γεγονότα. | 26 Ὅσοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τῶν εἰδωλολατρῶν εἶχαν διασωθῇ ἀπὸ τὸν πόλεμον ἐκεῖνον, ἦλθαν καὶ ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Λυσίαν ὅλα, ὅσα εἶχαν συμβῆ. |
27 ὁ δὲ ἀκούσας συνεχύθη καὶ ἠθύμει, ὅτι οὐχ οἷα ἤθελε, τοιαῦτα γεγόνει τῷ ᾿Ισραήλ, καὶ οὐχ οἷα ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ βασιλεύς, τοιαῦτα ἐξέβη. | 27 Ο Λυσίας, όταν τα ήκουσε, περιέπεσεν εις σύγχυσιν και αθυμίαν, διότι δεν επραγματοποιήθησαν εναντίον των Ισραηλιτών εκείνα, τα οποία αυτός ήθελε και τα πράγματα δεν εξειλίχθησαν, όπως είχε δώσει εντολήν ο βασιλεύς Αντίοχος. | 27 Ὅταν ὁ Λυσίας ἄκουσε τὴν εἴδησιν αὐτήν, συνεκλονίσθη καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀθυμίαν, διότι τὰ σχέδιά του διὰ τὸν Ἰσραὴλ ἀπέτυχαν, δὲν ἐξεπληρώθησαν ὅπως τὰ ἐσχεδίαζε καὶ τὰ ἐπιθυμοῦσε· καὶ διότι δὲν ἐξετελέσθησαν ὅσα καὶ ὅ,τι ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος τὸν εἶχε διατάξει. |
28 καὶ ἐν τῷ ἐχομένῳ ἐνιαυτῷ συνελόχισεν ὁ Λυσίας ἀνδρῶν ἐπιλέκτων ἑξήκοντα χιλιάδας καὶ πεντακισχιλίαν ἵππον, ὥστε ἐκπολεμῆσαι αὐτούς. | 28 Κατά το επόμενον έτος ο Λυσίας εστρατολόγησεν εκλεκτούς άνδρας εξήκοντα χιλιάδας και πέντε χιλιάδας ιππείς, δια να καταπολεμήση και νικήση οριστικώς τους Ιουδαίους | 28 Καὶ κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος συνεκέντρωσεν ὁ Λυσίας πεζικὸν ἀπὸ ἑξῆντα χιλιάδες (60.000) ἐκλεκτοὺς ἄνδρες καὶ πέντε χιλιάδες (5.000) ἱππεῖς, διὰ νὰ κατανικήσῃ καὶ νὰ ἀποτελειώσῃ τοὺς Ἰουδαίους. |
29 καὶ ἦλθον εἰς τὴν ᾿Ιδουμαίαν καὶ παρενέβαλον ἐν Βαιθσούροις, καὶ συνήντησεν αὐτοῖς ᾿Ιούδας ἐν δέκα χιλιάσιν ἀνδρῶν. | 29 Αυτοί ήλθαν εις την Ιδουμαίαν και εστρατοπέδευσαν εις Βαιθσούραν. Ο Ιούδας εξήλθεν εναντίον αυτών με δέκα χιλιάδες ανδρών. | 29 Ὁ Λυσίας μὲ τὸν στρατόν του ἐπροχώρησαν, ἔφθασαν εἰς τὴν Ἰδουμαίαν καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν Βαιθσούραν ἐκεῖ δὲ τοὺς συνήντησεν ὁ Ἰούδας μὲ δέκα χιλιάδες (10.000) ἄνδρες. |
30 καὶ εἶδε τὴν παρεμβολὴν ἰσχυρὰν καὶ προσηύξατο καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς εἶ ὁ σωτὴρ τοῦ ᾿Ισραὴλ ὁ συντρίψας τὸ ὅρμημα τοῦ δυνατοῦ ἐν χειρὶ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ καὶ παρέδωκας τὴν παρεμβολὴν τῶν ἀλλοφύλων εἰς χεῖρας ᾿Ιωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ αἴροντος τὰ σκεύη αὐτοῦ· | 30 Είδε την ισχυράν αυτήν στρατιωτικήν δύναμιν, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπεν· “Ευλογημένος είσαι συ, Κυριε, ο σωτήρ του ισραηλιτικού λαού, ο οποίος κάποτε άλλοτε συνέτριψας την δύναμιν του ισχυρού Γολιάθ με το χέρι του δούλου σου του Δαυίδ. Εις άλλην δε περίστασιν παρέδωκες υλοκληρον το στρατόπεδον των Φιλισταίων εις τα χέρια του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ, και του υπασπιστού του. | 30 Ὅταν ὁ Ἰούδας εἶδε τὸν τόσον ἰσχυρὸν στρατὸν τοῦ Λυσία, προσηυχήθη εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε: Δοξασμένος εἶσαι σύ, Κύριε, ὁ Σωτὴρ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος συνέτριψες ἄλλοτε τὴν ὁρμητικὴν ἐπίθεσιν καὶ μεγάλην δύναμιν τοῦ γίγαντος Γολιὰθ μὲ τὸ χέρι τοῦ δούλου σου Δαβίδ· ἄλλοτε δὲ παρέδωκες τὸν στρατὸν τῶν Φιλισταίων εἰς τὰ χέρια τοῦ Ἰωνάθαν, τοῦ υἱοῦ τοῦ Σαούλ, καὶ τοῦ νεαροῦ ὑπασπιστοῦ, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του. |
31 οὕτω σύγκλεισον τὴν παρεμβολὴν ταύτην ἐν χειρὶ λαοῦ σου ᾿Ισραήλ, καὶ αἰσχυνθήτωσαν ἐπὶ τῇ δυνάμει καὶ τῇ ἵππῳ αὐτῶν· | 31 Ετσι και τώρα κλείσε από όλα τα μέρη και παράδωσε εις τα χέρια του ισραηλιτικού λαού σου την στρατιωτικήν αυτήν δύναμιν. Οι δε εχθροί νικημένοι ας κατεντροπιαστούν παρ' όλην αυτών την μεγάλην δύναμιν πεζικού και ιππικού. | 31 Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον φράξε καὶ τώρα τὸν δρόμον εἰς τὸν ἐχθρικὸν στρατόν, περικύκλωσέ τον καὶ παράδωσέ τον καὶ συντριψέ τον εἰς τὰ χέρια τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ σου λαοῦ καὶ ἂς ἐντροπιασθοῦν νικώμενοι, παρ’ ὅλον τὸ πεζικὸν καὶ τὸ ἱππικόν των. |
32 δὸς αὐτοῖς δειλίαν καὶ τῆξον θράσος ἰσχύος αὐτῶν, καὶ σαλευθήτωσαν τῇ συντριβῇ αὐτῶν· | 32 Βαλε εις αυτούς δειλίαν, διάλυσε το θράσος και την εμπιστοσύνην των εις την μεγάλην των δύναμιν, στείλε κλονισμόν και σύγχυσιν κατά την συντριβήν των, | 32 Ἔμβαλε εἰς τὴν ψυχήν τους καὶ εἰς τὶς τάξεις τους πανικόν, κατάβαλε καὶ διάλυσε τὴν αὐθάδειαν καὶ προπέτειαν τῆς δυνάμεώς των καὶ ἂς κλονισθοῦν καὶ ἂς τρικλίσουν ἕνεκα τῆς συντριπτικὴς ἥττας των, |
33 κατάβαλε αὐτοὺς ρομφαίᾳ ἀγαπώντων σε, καὶ αἰνεσάτωσάν σε πάντες οἱ εἰδότες τὸ ὄνομά σου ἐν ὕμνοις. | 33 κατάβαλε αυτούς δια της ρομφαίας εκείνων, οι οποίοι σε αγαπούν, και όλοι όσοι πιστεύουν και λατρεύουν το δοξασμένον σου Ονομα ας σε δοξολογήσουν με ύμνους ευχαριστίας”. | 33 Κατατρόπωσέ τους μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομο σπαθὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀγαποῦν, ὥστε να ἀναπέμψουν ὕμνους καὶ δοξολογίες ὅλοι, ὅσοι σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς Θεόν των καὶ πιστεύουν εἰς τὸ ὄνομά σου. |
34 καὶ συνέβαλον ἀλλήλοις, καὶ ἔπεσον ἐκ τῆς παρεμβολῆς Λυσίου εἰς πεντακισχιλίους ἄνδρας καὶ ἔπεσον ἐξ ἐναντίας αὐτῶν. | 34 Οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν. Από το στρατόπεδον του Λυσίου έπεσαν πέντε χιλιάδες άνδρες νεκροί ενώπιον των Ισραηλιτών. | 34 Οἱ δύο στρατοὶ συνεκρούσθησαν, καὶ κατὰ τὴν συμπλοκὴν ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Λυσία πέντε χιλιάδες (5.000) ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰουδαίους. |
35 ἰδὼν δὲ Λυσίας τὴν γενομένην τροπὴν τῆς αὐτοῦ συντάξεως, τῆς δὲ ᾿Ιούδα τὸ γεγενημένον θάρσος καὶ ὡς ἕτοιμοί εἰσιν ἢ ζῆν ἢ τεθνάναι γενναίως, ἀπῇρεν εἰς ᾿Αντιόχειαν καὶ ἐξενολόγει, καὶ πλεονάσας τὸν γενηθέντα στρατὸν ἐλογίζετο πάλιν παραγενέσθαι εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν. | 35 Ο Λυσίας, όταν είδε την κατατρόπωσιν και συντριβήν του στρατού του, εξ άλλου δε διεπίστωσε και το ατρόμητον θάρρος των στρατιωτών του Ιούδα, και ότι εκείνοι είναι έτοιμοι να ζήσουν ελεύθεροι η να αποθάνουν γενναίως μαχόμενοι, ανεχώρησε δια την Αντιόχειαν. Κατά την επάνοδόν του εστρατολογούσε διαφόρους ξένους άνδρας. Οταν δε ο στρατός του ηυξήθη πολύ, εσκέφθη και πάλιν να επανέλθη εναντίον της Ιουδαίας. | 35 Ὅταν ὁ Λυσίας εἶδε τὴν κατατρόπωσιν καὶ καταστροφήν, ποὺ ὑπέστη ὁ στρατός του, καὶ τὴν τόλμην καὶ τὸ ἄφοβον θάρρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰούδα, καὶ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι ἢ νὰ πέσουν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης καὶ νὰ ἀποθάνουν γενναίως, ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ἀντιόχειαν.Ἐκεῖ ἐστρατολογοῦσε μισθοφόρους· ὅταν δὲ ὁ στρατός, ποὺ συνεκεντρώθη, ηὐξήθη πολύ, ἐσκέφθη νὰ εἰσβάλὴ καὶ νὰ ἐπιτεθῇ πάλιν κατὰ τῆς Ἰουδαῖας. |
36 Εἶπε δὲ ᾿Ιούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· ἰδοὺ συνετρίβησαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν, ἀναβῶμεν καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι. | 36 Επειτα από τα γεγονότα αυτά είπεν ο Ιούδας και οι αδελφοί του· “ιδού οι εχθροί μας έχουν συντριβή, ας αναβώμεν, λοιπόν, εις Ιεροσόλυμα, δια να καθαρίσωμεν τον ιερόν τόπον του ναού μας και κατόπιν να κάμωμεν εγκαίνια νέα. | 36 Μετὰ τὰ ἀνωτέρω γεγονότα ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοί του εἶπαν: Νὰ τώρα πλέον οἱ ἐχθροί μας συνετρίβησαν, ἂς ἀνεβοῦμε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ να καθαρίσωμεν καὶ ἑξαγνίσωμεν τὸν Ναὸν καὶ νὰ τὸν ἐγκαινιάσωμεν ἀφιερώνοντές τον καὶ πάλιν εἰς τὸν Κύριον. |
37 καὶ συνήχθη ἡ παρεμβολὴ πᾶσα καὶ ἀνέβησαν εἰς ὄρος Σιών. | 37 Συνεκεντρώθησαν τότε όλοι οι στρατιώται των Ιουδαίων και ανέβησαν στο όρος Σιών. | 37 Ἔτσι συνεκεντρώθη ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς στρατὸς καὶ ἀνέβησαν ὅλοι εἰς τὸ ὄρος Σιών. |
38 καὶ εἶδον τὸ ἁγίασμα ἠρημωμένον καὶ τὸ θυσιαστήριον βεβηλωμένον καὶ τὰς πύλας κατακεκαυμένας καὶ ἐν ταῖς αὐλαῖς φυτὰ πεφυκότα ὡς ἐν δρυμῷ ἢ ὡς ἑνὶ τῶν ὀρέων καὶ τὰ παστοφόρια καθῃρημένα. | 38 Είδον δε εκεί τον ιερόν ναόν έρημον, το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων βεβηλωμένον, τας θύρας του ναού καμμένας από τον εμπρησμόν και εις τας αυλάς του ναού είχαν φυτρώσει χορτάρια, όπως στο δάσος η εις κανένα όρος. Επίσης τα δωμάτια τα παραπλεύρως του ναού ήσαν κρημνισμένα. | 38 Ἐκεῖ εἶδαν τὸν ἱερὸν Ναὸν ἐρημωμένον καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων νὰ ἔχῃ βεβηλωθῆ καὶ τὶς θύρες τοῦ Ναοῦ νὰ ἔχουν πυρποληθῆ, εἰς δὲ τὶς αὐλὲς τοῦ Ναοῦ νὰ ἔχουν φυτρώσει χορτάρια, ὅπως εἰς κάποιο δάσος ἢ εἰς κάποιο βουνό, καὶ τὰ συνεχόμενα μὲ τὸν Ναὸν δωμάτια τῶν ἱερέων καὶ ἀποθῆκες γκρεμισμένα. |
39 καὶ διέρρηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐκόψαντο κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπέθεντο σποδὸν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῶν | 39 Επόνεσεν η καρδιά των, και επάνω στο πένθος των διέρρηξαν τα ιμάτιά των, έβαλαν στάκτην εις την κεφαλήν των | 39 Καὶ εἰς ἔνδειξιν πένθους ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔκλαυσαν μὲ μεγάλον καὶ ἰσχυρὸν θρῆνον καὶ ἔβαλαν στάκτην εἰς τὸ κεφάλι των |
40 καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι τῶν σημασιῶν καὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανόν. | 40 και έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης. Εσάλπισαν τότε αι ιεραί σάλπιγγες τα επίκαιρα συνθήματα και όλοι με θερμήν προσευχήν εβόησαν προς τον Θεόν του ουρανού. | 40 καὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν ὅταν δὲ ἐσαάλπισαν οἱ ἱερὲς σάλπιγγες τοῦ συναγερμοῦ τὰ καθωρισμένα σαλπίσματα, ἐφώναξαν δυνατὰ πρὸς τὸν οὐρανόν - τὸν Θεόν. |
41 τότε ἐπέταξεν ᾿Ιούδας ἄνδρας πολεμεῖν τοὺς ἐν τῇ ἄκρᾳ, ἕως ἂν καθαρίσῃ τὰ ἅγια. | 41 Ο Ιούδας διέταξε κατά την ώραν εκείνην ένα τμήμα από τους στρατιώτας του να πολεμή τους Συρους, οι οποίοι ήσαν κλεισμένοι εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, έως ότου φροντίση αυτός και φέρη εις πέρας σύμφωνα με τον Νομον τον καθαρισμόν των αγίων τόπων. | 41 Ταυτοχρόνως Ἰούδας διέταξε τμῆμα τοῦ στρατοῦ του νὰ πολεμοῦν κατὰ τῆς ἐχθρικῆς φρουρᾶς, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ, μέχρις (ὅτου καθαρίσῃ καὶ ἐξαγνίσῃ τὸν Ναὸν καὶ τὴν πέριξ τοῦ Ναοῦ περιοχήν. |
42 καὶ ἐπέλεξεν ἱερεῖς ἀμώμους θελητὰς νόμου, | 42 Κατόπιν εξέλεξεν ιερείς αρτιμελείς και υγιείς σωματικώς και ζηλωτάς του Νομου. | 42 Κατόπιν ἐδιάλεξεν ἱερεῖς ἀμέμπτους, ἀδιαβλήτους, (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἀρτιμελεῖς) καὶ ἀφιερωμένους μὲ ἱερὸν ζῆλον εἰς τὸν Νόμον |
43 καὶ ἐκαθάρισαν τὰ ἅγια καὶ ᾖραν τοὺς λίθους τοῦ μιασμοῦ εἰς τόπον ἀκάθαρτον. | 43 Αυτοί εκαθάρισαν τον ναόν, εσήκωσαν και επέταξαν τους μολυσμένους, λίθους εις τόπον ακάθαρτον. | 43 αὐτοὶ δὲ ἐκαθάρισαν καὶ ἐξήγνισαν τὸν Ναὸν καὶ ἀπεμάκρυναν εἰς τόπον ἀκάθαρτον τοὺς λίθους, ποὺ εἶχαν χρησιμοποιηθῆ διὰ τὸ κτίσιμο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θυσιαστηρίου καὶ εἶχαν βεβηλώσει τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων. |
44 καὶ ἐβουλεύσαντο περὶ τοῦ θυσιαστηρίου τῆς ὁλοκαυτώσεως τοῦ βεβηλωμένου, τί αὐτῷ ποιήσωσι· | 44 Εσκέφθησαν δε και δια το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, που είχε και αυτό βεβηλωθή, τι έπρεπε να κάμουν. | 44 Συνεσκέφθησαν δὲ καὶ συνεζήτησαν τὶ πρέπει νὰ κάμουν διὰ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τὸ ὁποῖον εἶχε βεβηλωθῆ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας· |
45 καὶ ἐπέπεσεν αὐτοῖς βουλὴ ἀγαθὴ καθελεῖν αὐτό, μήποτε γένηται αὐτοῖς εἰς ὄνειδος, ὅτι ἐμίαναν τὰ ἔθνη αὐτό· καὶ καθεῖλον τὸ θυσιαστήριον. | 45 Τους ήλθεν η καλή έμπνευσις και απόφασις να το κρημνίσουν, διότι εάν το άφηναν έτσι μολυσμένον από τους ειδωλολάτρας, ίσως να εγίνετο αφορμή χλευασμού δι' αυτούς τους ιδίους και άλλων ακόμη δυστυχημάτων. Πράγματι εκρήμνισαν το θυσιαστήριον. | 45 καὶ πολὺ ὀρθῶς καὶ δικαίως ἀπεφάσισαν νὰ τὶς κρημνίσουν, μήπως ἀποβῇ ἀργότερα εἰς αὐτούς, εἰς περίπτωσιν ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιήσουν, συνεχὴς στενοχωρία καὶ πρόξενος κακῶν, ἐπειδὴ τὸ εἶχαν βεβηλώσει τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη.Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐκρήμνισαν καὶ κατεδάφισαν τὸ θυσιαστήριον αὐτό, |
46 καὶ ἀπέθεντο τοὺς λίθους ἐν τῷ ὄρει τοῦ οἴκου ἐν τόπῳ ἐπιτηδείῳ μέχρι τοῦ παραγενηθῆναι προφήτην τοῦ ἀποκριθῆναι περὶ αὐτῶν. | 46 Τους λίθους του θυσιαστηρίου μετέφεραν και απέθεσαν εις ένα μέρος του λόφου εις κατάλληλον τόπον, εν αναμονή προφήτου του Θεού, ο οποίος θα καθωδηγούσε αυτούς, τι πρέπει να τους κάμουν. | 46 Μετέφεραν δὲ καὶ ἐτοποθέτησαν τοὺς λίθους τοῦ θυσιαστηρίου ἐκείνου εἰς κάποιον κατάλληλον τόπον ἐπάνω εἰς τὸν λόφον τοῦ Ναοῦ, μέχρις ὅτου θὰ παρουσιάζετο προφήτης, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς συνεβούλευε τί ἔπρεπε νὰ κάμουν τοὺς λίθους ἐκείνους. |
47 καὶ ἔλαβον λίθους ὁλοκλήρους κατὰ τὸν νόμον καὶ ᾠκοδόμησαν τὸ θυσιαστήριον καινὸν κατὰ τὸ πρότερον. | 47 Επειτα επήραν άλλους λίθους, σύμφωνα με τον Νομον ακατεργάστους, και ανοικοδόμησαν νέον θυσιαστήριον όμοιον προς το προηγούμενον. | 47 Καὶ ἐπῆραν ἄλλους λίθους ἀκατεργάστους, ὅπως ὥριζεν ὁ Νόμος, καὶ ἀνοικοδόμησαν καινούργιο θυσιαστήριον κατὰ τὸ πρότυπον τοῦ προηγουμένου θυσίαστηρίου. |
48 καὶ ᾠκοδόμησαν τὰ ἅγια καὶ τὰ ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ τὰς αὐλὰς ἡγίασαν. | 48 Επίσης ανοικοδόμησαν τους ιερούς τόπους, το εσωτερικόν του ναού, εκαθάρισαν δε και ηγίασαν και τας αυλάς του ναού. | 48 Ἀποκατέστησαν καὶ ἀνοικοδόμησαν τὸν Ναὸν καὶ τοὺς γύρω ἀπὸ αὐτὸν ἱεροὺς χώρους, καθὼς καὶ τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ Ναοῦ, καθιέρωσαν δὲ καὶ ἐξήγνισαν τὶς αὐλὲς τοῦ Ναοῦ. |
49 καὶ ἐποίησαν σκεύη ἅγια καινὰ καὶ εἰσήνεγκαν τὴν λυχνίαν καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν θυμιαμάτων καὶ τὴν τράπεζαν εἰς τὸν ναόν. | 49 Κατεσκεύασαν νέα ιερά σκεύη, έφεραν εντός του ναού την λυχνίαν, το θυσιαστήριον των θυμιαμάτων και την τράπεζαν της προθέσεως. | 49 Κατεσκεύασαν ἱερὰ σκεύη καινούργια, ἔφεραν δὲ καὶ ἐτοποθέτησαν μέσα εἰς τὸν Ναόν (εἰς τὰ Ἅγια) τὴν λυχνίαν καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν θυμιαμάτων καὶ τὴν τράπεζαν τῆς προθέσεως τῶν ἄρτων. |
50 καὶ ἐθυμίασαν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐξῆψαν τοὺς λύχνους τοὺς ἐπὶ τῆς λυχνίας, καὶ ἐφαίνοσαν ἐν τῶ ναῷ. | 50 Προσέφεραν κατόπιν επάνω στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων θυμίαμα, ήναψαν τους λύχνους, οι οποίοι ευρίσκοντο επάνω εις την λυχνίαν, και ετσι εφώτισαν τον ναόν. | 50 Προσέφεραν θυμίαμα ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ ἄναψαν τοὺς λύχνους, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν ἐπάνια εἰς τὴν Λυχνίαν, καὶ ἐφώτισαν τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ Ναοῦ. |
51 καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἄρτους καὶ ἐξεπέτασαν τὰ καταπετάσματα καὶ ἐτέλεσαν πάντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν. | 51 Εθεσαν επάνω εις την τράπεζαν της προθέσεως τους άρτους, εκρέμασαν και ανεπέτασαν τα παραπετάσματα και γενικώς ετέλεσαν όλα τα έργα, τα οποία είχαν αναλάβει να κάμουν. | 51 Ἐτοποθέτησαν τοὺς ἄρτους ἐπάνω εἰς τὴν Τράπεζαν τῆς Προθέσεως καὶ ἐκρέμασαν τὰ παραπετάσματα (ποὺ ἐχώριζαν τὰ Ἅγια ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἀγίων καὶ τὰ Ἅγια ἀπὸ τὸν Πρόναον) τοῦ Ναοῦ.Καὶ ἐτελείωσαν καὶ ὠλοκλήρωσαν ὅλα τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἀνέλαβαν νὰ ἐπιτελέσουν. |
52 καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνὸς τοῦ ἐνάτου (οὗτος ὁ μὴν Χασελεῦ) τοῦ ὀγδόου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἔτους | 52 Εσηκώθηκαν δε λίαν πρωί κατά την εικοστήν πέμπτην του εννάτου μηνός (αυτός ο μην λέγεται Χασελεύ) κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών, | 52 Κατόπιν ἐσηκώθησαν πρωΐ - πρωῒ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ ἐνάτου μηνὸς τοῦ θρησκευτικοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔτους, τοῦ μηνὸς Χασελεῦ (τοῦ ἰδικοῦ μας Νοεμβρίου/Δεκεμβρίου), κατὰ τὸ ἑκατοστὸν τεσσαρακοστὸν ὄγδοον (148ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸν Δεκέμβριον τοῦ 164 π.Χ.). |
53 καὶ ἀνήνεγκαν θυσίαν κατὰ τὸν νόμον ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τὸ καινόν, ὃ ἐποίησαν. | 53 και προσέφεραν θυσίας σύμφωνα με τον μωσαϊκόν νόμον επάνω στο νέον θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, το οποίον είχαν ανοικοδομήσει. | 53 Καὶ προσέφεραν θυσίαν σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου ἐπάνω εἰς τὸ καινούργιο θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασαν. |
54 κατὰ τὸν καιρὸν καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν, ἐν ᾗ ἐβεβήλωσαν αὐτὸ τὰ ἔθνη, ἐν ἐκείνῃ ἐνεκαινίσθη ἐν ᾠδαῖς καὶ κιθάραις καὶ κινύραις καὶ ἐν κυμβάλοις. | 54 Κατά τον τον αυτόν μήνα και την αυτήν ημέραν, κατά την οποίαν τα ειδωλολατρικά έθνη είχαν βεβηλώσει το θυσιαστήριον τούτο και τον ναόν, κατά την ιδίαν ημέραν έγιναν τα εγκαίνιά των με ψαλμούς και κιθάρας και άρπας και κύμβαλα. | 54 Κατὰ τὸν ἴδιον μῆνα καὶ τὴν ἰδίαν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν πρὸ ἔτους ἐβεβήλωσαν καὶ ἐμίαναν τὸ θυσιαστήριον τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην ἡμέραν ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ μὲ ἱερὲς ὠδὲς καὶ μὲ κιθάρες καὶ κινύρες (ἄρπες) καὶ κύμβαλα. |
55 καὶ ἔπεσον πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ πρόσωπον καὶ προσεκύνησαν καὶ εὐλόγησαν εἰς οὐρανὸν τὸν εὐοδώσαντα αὐτοῖς. | 55 Ολος δε ο ιουδαϊκός λαός έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και προσεκύνησαν τον Θεόν και απηύθυναν ύμνους δοξολογίας προς τον ουρανόν εις Εκείνον, ο οποίος κατευώδωσε τα έργα των. | 55 Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν καὶ ἐπροσκύνησε εὐλαβικὰ τὸν Θεόν.Κατόπιν προσέφεραν δοξολογίαν εἰς τὸν οὐρανόν - τὸν Θεόν - ὁ ὁποῖος τοὺς ὠδήγησεν εἰς τὴν ἐπιτυχίαν καὶ ἔφερεν εἰς αἴσιον πέρας τὰ ἔργα των. |
56 καὶ ἐποίησαν τὸν ἐγκαινισμὸν τοῦ θυσιαστηρίου ἡμέρας ὀκτὼ καὶ προσήνεγκαν ὁλοκαυτώματα μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ ἔθυσαν θυσίαν σωτηρίου καὶ αἰνέσεως. | 56 Διήρκεσαν τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων επί οκτώ ημέρας, κατά τας οποίας προσέφεραν ολοκαυτώματα με μεγάλην χαράν και θυσίας σωτηρίους και δοξολογίας προς τον Θεόν. | 56 Καὶ ἑώρτασαν τὰ ἐγκαίνια καὶ τὴν ἀνακαθιέρωσιν τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἐπὶ ὀκτῶ ἡμέρες· προσέφεραν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων μὲ μεγάλην χαρὰν καὶ ἐθυσίασαν εἰρηνικὲς θυσίες εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ θυσίες δοξολογίας. |
57 καὶ κατεκόσμησαν τὸ κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ στεφάνοις χρυσοῖς καὶ ἀσπιδίσκαις καὶ ἐνεκαίνισαν τὰς πύλας καὶ τὰ παστοφόρια καὶ ἐθύρωσαν αὐτά. | 57 Εκόσμησαν δε πλουσίως την εμπροσθίαν όψιν του ναού με χρυσούς στεφάνους, με μικράς ασπίδας και έκαμαν τα εγκαίνια των θυρών και των διαμερισμάτων, που ευρίσκοντο παραπλεύρως του ναού, εις τα οποία και ετοποθέτησαν τας θύρας. | 57 Ἐπίσης κατεστόλισαν τὴν πρόσοψιν τοῦ Ναοῦ μὲ στεφάνια χρυσᾶ καὶ μικρὲς διακοσμητικὲς ἀσπίδες.Ἀκόμη ἐξεκαινούργωσαν (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἔκαμαν τὰ ἐγκαίνια εἰς) τὶς πύλες καὶ τὰ συνεχόμενα μὲ τὸν Ναὸν δωμάτια τῶν ἱερέων καὶ τὶς ἀποθῆκες καὶ τοὺς ἔβαλαν θύρες (τὰ ἐπόρτιασαν). |
58 καὶ ἐγενήθη εὐφροσύνη μεγάλη ἐν τῷ λαῷ σφόδρα, καὶ ἀπεστράφη ὄνειδος ἐθνῶν. | 58 Εγινε δε και επεκράτησε πολύ μεγάλη χαρά μεταξύ του λαού, διότι εξηλείφθη το όνειδος και η καταισχύνη, την οποίαν τα ειδωλολατρικά έθνη είχον επισωρεύσει στον ναόν. | 58 Καὶ ἐπεκράτησε πολὺ μεγάλη χαρὰ μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, διότι ἡ ἀτίμωσις καὶ ὁ ἐξευτελισμός, ποὺ ἐπροξένησαν τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη εἰς τὸν Ναόν, εἶχαν πλέον ἑξαλειφθῆ. |
59 καὶ ἔστησεν ᾿Ιούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία ᾿Ισραήλ, ἵνα ἄγωνται αἱ ἡμέραι ἐγκαινισμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἡμέρας ὀκτώ, ἀπὸ τῆς πέμπτης καὶ εἰκάδος τοῦ μηνὸς Χασελεῦ, μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς. | 59 Ο Ιούδας, οι αδελφοί του και όλος ο λαός των Ισραηλιτών καθιέρωσαν να τελούνται εορταί των εγκαινίων του ναού και του θυσιαστηρίου εις ωρισμένην εποχήν κάθε έτος από της εικοστής πέμπτης του μηνός Χασελεύ επί οκτώ ημέρας με μεγάλην χαράν και ευφροσύνην. | 59 Κατόπιν ὁ Ἰούδας, οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐθέσπισαν, ὅπως οἱ ἡμέρες τῶν ἐγκαινίων καὶ τῆς ἀνακαθιερώσεως τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἐορτάζωνται κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχήν (ἐπέτειον) κάθε χρόνον ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες· ὁ ὀκταήμερος ἐορτασμὸς νὰ ἀρχιζῃ ἀπὸ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην (25ην) τοῦ μηνὸς Χασελεῦ.Ἐθεσπίσθη δὲ νὰ ἐορτάζεται ἡ ἑορτὴ αὐτὴ μὲ εὐφροσύνην καὶ μεγάλην χαράν. |
60 καὶ ᾠκοδόμησαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τὸ ὄρος Σιών, κυκλόθεν τείχη ὑψηλὰ καὶ πύργους ὀχυρούς, μή ποτε παραγενηθέντα τὰ ἔθνη καταπατήσωσιν αὐτά, ὡς ἐποίησαν τὸ πρότερον. | 60 Κατ' εκείνην δε την εποχήν ανοικοδόμησαν γύρω από τυν λόφον Σιών εν Ιερουσαλήμ υψηλά τείχη και επάνω εις αυτά ύψωσαν υψηλούς πύργους, δια να μη επέλθουν πλέον τα ειδωλολατρικά έθνη, όπως και προηγουμένως έκαναν, και καταπατήσουν τους ιερούς αυτούς τύπους. | 60 Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἔκτισαν γύρω - γύρω ἀπὸ τὸν λόφον τῆς Σιὼν τείχη ὑψηλὰ μὲ ἰσχυροὺς ὀχυροὺς πύργους, ὥστε, εἰς περίπτωσιν ποὺ θὰ ἤρχοντο τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, νὰ ἐμποδισθοῦν ἀπὸ τοῦ νὰ καταπατήσουν τὸν ἅγιον Ναὸν καὶ τὴν γύρω ἀπὸ αὐτὸν περιοχήν, ὅπως εἶχαν κάμει εἰς τὸ παρελθόν. |
61 καὶ ἐπέταξεν ἐκεῖ δύναμιν τηρεῖν αὐτὸ καὶ ὠχύρωσαν αὐτὸ τηρεῖν τὴν Βαιθσούραν τοῦ ἔχειν τὸν λαὸν ὀχύρωμα κατὰ πρόσωπον τῆς ᾿Ιδουμαίας. | 61 Ο Ιούδας εγκατέστησε και ετακτοποίησε τμήμα στρατού εκεί, δια να φρουρή και το ωχύρωσε, δια να φυλάττη την Βαιθσούραν, ώστε να έχη ο λαός ένα οχυρόν τόπον εναντίον της Ιδουμαίας. | 61 Ὁ Ἰούδας ἐγκατέστησεν ἐκεῖ στρατιωτικὴν δύναμιν, διὰ νὰ φρουρῇ τὸν λόφον τῆς Σιὼν ὠχύρωσεν ἐπίσης τὴν Βαιθσούραν οὕτως, ὥστε ο λαὸς νὰ ἔχῃ ὀχυρόν, φρούριον ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας. |