Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶδεν ᾿Ιωνάθαν ὅτι ὁ καιρὸς αὐτῷ συνεργεῖ, καὶ ἐπέλεξεν ἄνδρας καὶ ἀπέστειλεν εἰς Ρώμην στῆσαι καὶ ἀνανεώσασθαι τὴν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν. | 1 Είδεν ο Ιωνάθαν, ότι αι περιστάσεις ήσαν δι' αυτόν ευνοϊκαί. Εξέλεξε, λοιπόν, μερικούς άνδρας και τους έστειλεν εις την Ρωμην να επικυρώση και ανανέωση την φιλίαν του με τους Ρωμαίους. | 1 Όταν ὁ Ἰωνάθαν διεπίστωσεν ὅτι οἱ περιστάσεις τὸν εὐνοοῦν, ἐδιάλεξε πρόσωπα ἐκλεκτὰ καὶ ἱκανὰ καὶ τὰ ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ρώμην διὰ νὰ ἐπικυρώσουν καὶ νὰ ἀνανεώσουν τὴν συνθήκην φιλίας καὶ συμμαχίας, ποὺ εἶχε συναφθῆ ἤδη μὲ τοὺς Ρωμαίους. |
2 καὶ πρὸς Σπαρτιάτας καὶ τόπους ἑτέρους ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς κατὰ τὰ αὐτά. | 2 Εστειλεν επίσης άλλους απεσταλμένους με επιστολάς, ομοίου περιεχομένου και προς τον αυτόν σκοπόν, στους Σπαρτιάτας και προς άλλας χώρας. | 2 Ἔστειλεν ἐπίσης ἐπιστολὲς διὰ τὸν ἴδιον σκοπὸν καὶ πρὸς τοὺς Σπαρτιάτας καὶ πρὸς ἄλλες χῶρες. |
3 καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Ρώμην καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ βουλευτήριον καὶ εἶπον· ᾿Ιωνάθαν ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τὸ ἔθνος τῶν ᾿Ιουδαίων ἀπέστειλεν ἡμᾶς ἀνανεώσασθαι τὴν φιλίαν αὐτοῖς καὶ τὴν συμμαχίαν κατὰ τὸ πρότερον. | 3 Ηλθαν, λοιπόν, εις την Ρωμην οι απεσταλμένοι του, εισήλθαν εις την σύγκλητον και είπαν· “ο αρχιερεύς Ιωνάθαν και ο λαός των Ιουδαίων μας απέστειλαν να ανανεώσωμεν με σας την φιλίαν μας και την συμμαχίαν μας, όπως ήτο και προηγουμένως”. | 3 Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἰωνάθαν μετέβησαν εἰς τὴν Ρώμην, εἰσῆλθαν εἰς τὴν Σύγκλητον καὶ εἶπαν εἰς τοὺς Συγκλητικούς: Ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωνάθαν καὶ τὸ Ἰουδαϊκον ἔθνος μᾶς ἀπέστειλαν διὰ νὰ ἀνανεώσωμεν τὴν ὑπάρχουσαν ἤδη μεταξύ μας ἀπὸ πρὶν συνθήκην φιλίας καὶ συμμαχίας. |
4 καὶ ἔδωκαν ἐπιστολὰς αὐτοῖς πρὸς αὐτοὺς κατὰ τόπον, ὅπως προπέμπωσιν αὐτοὺς εἰς γῆν ᾿Ιούδα μετ᾿ εἰρήνης. | 4 Η σύγκλητος εδέχθη τας προτάσεις, συνήψε προς αυτούς συμφωνίαν και τους έδωκεν επιστολάς προς τους κατά τόπους Ρωμαίους άρχοντας, δια να τους προπέμπουν με ειρήνην και τιμήν εις την χώραν της Ιουδαίας. | 4 Ἡ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητος ἔδωκεν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Ἰωνάθαν ἐπιστολὲς διὰ τὶς κατὰ τόπους Ρωμαϊκὲς ἀρχές, ὥστε νὰ παρέχουν εἰς αὐτοὺς προστασίαν καὶ ἀσφάλειαν καὶ νὰ τοὺς προπέμπουν εἰρηνικὰ εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας. |
5 Καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν ὧν ἔγραψεν ᾿Ιωνάθαν τοῖς Σπαρτιάταις· | 5 Αυτό δε είναι και το αντίγραφον της επιστολής, που έγραψεν ο Ιωνάθαν προς τους Σπαρτιάτας. | 5 Νά, τώρα καὶ τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνεν ὁ Ἰωνάθαν πρὸς τοὺς Σπαρτιάτας: |
6 «᾿Ιωνάθαν ἀρχιερεὺς καὶ ἡ γερουσία τοῦ ἔθνους καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λοιπὸς δῆμος τῶν ᾿Ιουδαίων Σπαρτιάταις τοῖς ἀδελφοῖς χαίρειν. | 6 “Ο Ιωνάθαν, ο αρχιερεύς, και η γερουσία του έθνους, οι ιερείς και ο άλλος λαός των Ιουδαίων, χαιρετίζει τους αδελφούς Σπαρτιάτας. | 6 Ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωνάθαν καὶ ἡ γερουσία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ ὑπόλοιπος Ἰουδαϊκὸς λαὸς εὔχονται εἰς τοὺς ἀδελφοὺς Σπαρτιάτας νὰ χαίρουν. |
7 ἔτι πρότερον ἀπεστάλησαν ἐπιστολαὶ πρὸς ᾿Ονίαν τὸν ἀρχιερέα παρὰ Δαρείου τοῦ βασιλεύοντος ἐν ὑμῖν ὅτι ἐστὲ ἀδελφοὶ ἡμῶν, ὡς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται. | 7 Και προηγουμένως είχαν αποσταλή επιστολαί προς τον αρχιερέα μας τον Ονίαν εκ μέρους του Δαρείου, ο οποίος ήτο βασιλεύς εις σας, αι οποίαι εβεβαίωναν ότι είσθε αδελφοί μας, όπως μαρτυρεί και το επισυναπτόμενον αντίγραφαν. | 7 Παλαιότερα εἰς προηγουμένην εὐκαιρίαν ἐστάλη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ὀνίαν, τὸν ἀρχιερέα μας, ἀπὸ τὸν Δαρεῖον, τὸν βασιλιᾶ σας, ὅτι εἶσθε πράγματι ἀδελφοί μας, ὅπως βεβαιώνει καὶ τὸ συνημμένον ἀντίγραφον. |
8 καὶ ἐπεδέξατο ᾿Ονίας τὸν ἄνδρα τὸν ἀπεσταλμένον ἐνδόξως καὶ ἔλαβε τὰς ἐπιστολάς, ἐν αἷς διεσαφεῖτο περὶ συμμαχίας καὶ φιλίας. | 8 Ο Ονίας εδέχθη τον άνδρα, που εστείλατε με πολλήν τιμήν, επήρε τας επιστολάς, εις τας οποίας εγίνετο σαφώς και ρητώς λόγος περί συμμαχίας και φιλίας μεταξύ μας. | 8 Καὶ ὁ Ὀνίας ὑπεδέχθη τὸν ἀπεσταλμένον σας μὲ τιμὲς καὶ παρέλαβε τὴν ἐπιστολήν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγίνετο σαφὴς καὶ πλήρης ἔκθεσις τῶν ὅρων περὶ τῆς μεταξύ μας συμμαχίας καὶ φιλίας. |
9 καὶ ἡμεῖς οὖν ἀπροσδεεῖς τούτων ὄντες, παράκλησιν ἔχοντες τὰ βιβλία τὰ ἅγια τὰ ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν, | 9 Ημείς σήμερον, καίτοι δεν έχομεν ανάγκην αυτών των πραγμάτων, διότι ως παρηγορίαν και ενίσχυσιν έχομεν τα άγια βιβλία που ευρίσκονται εις τα χέρια μας, | 9 Ἡμεῖς δέ, παρ' ὅλον ὅτι δὲν ἔχομεν ἀνάγκην τέτοιων συμμαχιῶν, δεδομένου ὅτι ἔχομεν ὡς παρηγορίαν καὶ στήριγμα τὰ ἅγια βιβλία ποὺ κατέχομεν, |
10 ἐπειράθημεν ἀποστεῖλαι τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀδελφότητα καὶ φιλίαν ἀνανεώσασθαι πρὸς τὸ μὴ ἐξαλλοτριωθῆναι ὑμῶν· πολλοὶ γὰρ καιροὶ διῆλθον ἀφ᾿ οὗ ἀπεστείλατε πρὸς ἡμᾶς. | 10 εν τούτοις απεφασίσαμεν και αποστέλλομεν προς σας την πρεσβείαν αυτήν, δια να ανανεώσωμεν την αδελφικήν και φιλικήν μας αγάπην και να μη αποξενωθώμεν μεταξύ μας. Πολλοί χρόνοι έχουν παρέλθει από τότε, που σεις εστείλατε προς ημάς την πρότασιν της φιλίας. | 10 ἐν τούτοις ἐπεχειρήσαμεν νὰ ἀποστείλωμεν τὴν ἀντιπροσωπείαν μας αὐτὴν διὰ νὰ ἀνανεώσωμεν τὴν συμφωνίαν ἀδελφοσύνης καὶ φιλίας μαζί σας, ὥστε νὰ μὴ ἀποξενωθῶμεν ἀπὸ σᾶς· διότι ἐπέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε, ποὺ μᾶς ἀπεστείλατε ἐπιστολὴν καὶ ἐπροτείνατε φιλίαν μαζί μας. |
11 ἡμεῖς οὖν ἐν παντὶ καιρῷ ἀδιαλείπτως ἔν τε ταῖς ἑορταῖς καὶ ταῖς λοιπαῖς καθηκούσαις ἡμέραις μιμνησκόμεθα ὑμῶν ἐφ᾿ ὧν προσφέρομεν θυσιῶν καὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς, ὡς δέον ἐστὶ καὶ πρέπον μνημονεύειν ἀδελφῶν· | 11 Ημεις λοιπόν καθ' όλον τον καιρόν σας ενθυμούμεθα αδιαλείπτως κατά τας εορτάς μας και κατά τας άλλας καθιερωμένας εις λατρείαν του Θεού ημέρας, κατά τας θυσίας τας οποίας προσφέρομεν, και εις τας προσευχάς μας, όπως είναι δίκαιον και πρέπον να ενθυμούμεθα αδελφούς. | 11 Ὅσον ἀφορᾷ δὲ εἰς ἠμᾶς, συνεχῶς καὶ εἰς κάθε εὐκαιρίαν, τόσον κατὰ τὶς ἑορτές μας, ὅσον καὶ κατὰ τὶς ἄλλες καθωρισμένες ἡμέρες προσευχῆς, σᾶς ἐνθυμούμεθα εἰς τὶς θυσίες ποὺ προσφέρομεν καὶ εἰς τὶς προσευχές μας, ὅπως εἶναι δίκαιον καὶ πρέπον νὰ μνημονεύωμεν ἀδελφούς. |
12 εὐφραινόμεθα δὲ ἐπὶ τῇ δόξῃ ὑμῶν. | 12 Ευφραινόμεθα δε πληροφορούμενοι την δόξαν σας. | 12 Αἰσθανόμεθα δὲ ἰδιαιτέραν χαρὰν διὰ τὴν πρόοδον καὶ τὴν φήμην σας. |
13 ἡμᾶς δὲ ἐκύκλωσαν πολλαὶ θλίψεις καὶ πόλεμοι πολλοί, καὶ ἐπολέμησαν ἡμᾶς οἱ βασιλεῖς οἱ κύκλῳ ἡμῶν. | 13 Αλλά θλίψεις πολλαί και πόλεμοι πολλοί μας εκύκλωσαν, διότι μας επολέμησαν οι γύρω μας άρχοντες και λαοί. | 13 Ἀντιθέτως περιεκύκλωσαν ἡμᾶς πολλὲς θλίψεις καὶ μᾶς εὑρῆκαν πολλοὶ πόλεμοι καὶ ὅλοι οἱ γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ ἔθνος μας βασιλεῖς μᾶς ἐπολέμησαν. |
14 καὶ οὐκ ἠβουλόμεθα οὖν παρενοχλεῖν ὑμῖν καὶ τοῖς λοιποῖς συμμάχοις καὶ φίλοις ἡμῶν ἐν τοῖς πολέμοις τούτοις· | 14 Δεν ηθελήσαμεν όμως στους πολέμους αυτούς να παρενοχλήσωμεν σας και τους άλλους συμμάχους και φίλους μας. | 14 Ὅμως κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν θλίψεων καὶ τῶν πολέμων αὐτῶν δὲν ἠθελήσαμεν νὰ σᾶς ἐνοχλήσωμεν, οὔτε καὶ τοὺς ὑπολοίπους συμμάχους καὶ φίλους μας· |
15 ἔχομεν γὰρ τὴν ἐξ οὐρανοῦ βοήθειαν βοηθοῦσαν ἡμῖν καὶ ἐρρύσθημεν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, καὶ ἐταπεινώθησαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν. | 15 Διότι έχομεν την βοήθειαν παρά του Θεού του ουρανού, που μας ενίσχυσε συνεχώς, και εγλυτώσαμεν από τους εχθρούς μας, οι δε εχθροί μας συνετρίβησαν και εξηυτελίσθησαν. | 15 δεδομένου ὅτι ἔχομεν τὴν βοήθειαν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ἐσωθήκαμε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, αὐτοὶ δέ, οἱ ἐχθροί μας, ἡττήθησαν καὶ συνετρίβησαν. |
16 ἐπελέξαμεν οὖν Νουμήνιον ᾿Αντιόχου καὶ ᾿Αντίπατρον ᾿Ιάσωνος καὶ ἀπεστάλκαμεν πρὸς Ρωμαίους ἀνανεώσασθαι τὴν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν καὶ συμμαχίαν τὴν προτέραν. | 16 Δια τούτο, λοιπόν, εξελέξαμεν τον Νουμήνιον υιόν του Αντιόχου, και τον Αντίπατρον υιόν του Ιάσωνος, και τους εστείλαμεν στους Ρωμαίους, δια να ανανεώσωμεν την προηγουμένην μας προς αυτούς φιλίαν και συμμαχίαν. | 16 Διὰ τοῦτο ἐκλέξαμε τὸν Νουμήνιον, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀντιόχου, καὶ τὸν Ἀντίπατρον, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰάσονος, καὶ τοὺς ἔχομεν ἀποστείλει πρὸς τοὺς Ρωμαίους διὰ νὰ ἀνανεώσωμεν τὴν συναφθεῖσαν ἤδη προηγουμένως μαζί των συνθήκην φιλίας καὶ συμμαχίας. |
17 ἐνετειλάμεθα οὖν αὐτοῖς καὶ πρὸς ὑμᾶς πορευθῆναι καὶ ἀσπάσασθαι ὑμᾶς καὶ ἀποδοῦναι ὑμῖν τὰς παρ᾿ ἡμῶν ἐπιστολὰς περὶ τῆς ἀνανεώσεως καὶ τῆς ἀδελφότητος ἡμῶν. | 17 Τους εδώσαμεν δε την εντολήν να περάσουν και από σας, να σας χαιρετήσουν και να σας φέρουν την επιστολήν μας αυτήν, η οποία κάμνει λόγον δια την ανανέωσιν της αδελφικής μας αγάπης. | 17 Ἐδώκαμεν λοιπὸν ἐντολὴν εἰς αὐτοὺς νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ σᾶς καὶ νὰ σᾶς χαιρετήσουν καὶ νὰ σᾶς παραδώσουν τὴν ἐπιστολήν μας αὐτήν, τὴν σχετικὴν μὲ τὴν ἀνανέωσιν τῆς μεταξύ μας συμφωνίας καὶ ἀδελφότητος. |
18 καὶ νῦν καλῶς ποιήσετε ἀντιφωνήσοντες ἡμῖν πρὸς ταῦτα». | 18 Και τώρα καλώς θα πράξετε και σεις, να μας απαντήσετε εις τας προτάσεις μας αυτάς”. | 18 Τώρα λοιπὸν καλὰ θὰ κάμετε νὰ μᾶς στείλετε ἀπάντησιν εἰς τὴν ἐπιστολήν μας αὐτήν. |
19 Καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν, ὧν ἀπέστειλαν ᾿Ονίᾳ· | 19 Το αντιγράφον της επιστολής, την οποίαν οι Σπαρτιάται έστειλαν προς τον Ονίαν είναι το εξής· | 19 Τὸ ἀκόλουθον δὲ εἶναι τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, τὴν ὁποίαν ἀπέστειλαν οἱ Σπαρτιᾶται πρὸς τὸν Ἰουδαῖον ἀρχιερέα Ὀνίαν. |
20 «῎Αρειος βασιλεὺς Σπαρτιατῶν ᾿Ονίᾳ ἱερεῖ μεγάλῳ χαίρειν. | 20 “Ο Αρειος ο βασιλεύς των Σπαρτιατών χαιρετίζει τον Ονίαν, τον μέγαν αρχιερέα. | 20 Ὁ Ἄρειος, ὁ βασιλιᾶς τῶν Σπαρτιατῶν, πρός, τὸν Ὀνίαν τὸν ἀρχιερέα, εὔχεται εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ. |
21 εὑρέθη ἐν γραφῇ περί τε τῶν Σπαρτιατῶν καὶ ᾿Ιουδαίων, ὅτι εἰσὶν ἀδελφοὶ καὶ ὅτι εἰσὶν ἐκ γένους ῾Αβραάμ. | 21 Ευρέθη εις κάποιο αρχαίον έγγραφον, ότι οι Σπαρτιάται και οι Ιουδαίοι είναι αδελφοί και ότι αμφότεροι κατάγονται από την γενεάν του Αβραάμ. | 21 Εὑρέθη εἰς κάποιο ἀρχαῖον χειρόγραφον ἡ πληροφορία περὶ Σπαρτιατῶν καὶ Ἰουδαίων ὅτι εἶναι συγγενεῖς καὶ ὅτι κατάγονται καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. |
22 καὶ νῦν ἀφ᾿ οὗ ἔγνωμεν ταῦτα, καλῶς ποιήσετε γράφοντες ἡμῖν περὶ τῆς εἰρήνης ὑμῶν, | 22 Και τώρα, αφού εμάθαμεν πλέον αυτά, καλώς θα πράξετε σεις να μας γράψετε σχετικώς με την ειρηνικήν και ευημερούσαν ζωήν σας. | 22 Καὶ τώρα, ἀφοῦ ἐλάβαμεν γνῶσιν τῆς πληροφορίας αὐτῆς, καλὰ θὰ κάμετε νὰ μᾶς γράψετε καὶ νὰ μᾶς πληροφορήσετε διὰ τὴν εἰρηνικὴν εὐημερίαν καὶ προκοπήν σας. |
23 καὶ ἡμεῖς δὲ ἀντιγράφομεν ὑμῖν τὰ κτήνη ὑμῶν καὶ ἡ ὕπαρξις ὑμῶν ἡμῖν ἐστι, καὶ τὰ ἡμῶν ὑμῖν ἐστιν. ἐντελλόμεθα οὖν ὅπως ἀπαγγείλωσιν ὑμῖν κατὰ ταῦτα». | 23 Και ημείς επίσης σας γράφομεν, ότι τα ποίμνιά σας και όλα τα υπάρχοντά σας είναι ιδικά μας, και τα ιδικά μας είναι ιδικά σας. Εδώσαμεν δε εντολήν στους κομιστάς της επιστολής, να σας είπουν αυτά και προφορικώς”. | 23 Τὸ δὲ ἰδικόν μας ἀδελφικὸν μήνυμα πρὸς σᾶς εἶναι τοῦτο: (Τὰ κοπάδια σας καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά σας εἶναι ἰδικά μας καὶ τὰ ἰδικά μας εἶναι ἰδικά σας.Δίδομεν λοιπὸν ἐντολὴν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους μας καὶ κομιστὰς τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς νὰ σᾶς πληροφορήσουν προφορικῶς σύμφωνα μὲ αὐτά. |
24 Καὶ ἤκουσεν ᾿Ιωνάθαν ὅτι ἐπέστρεψαν οἱ ἄρχοντες Δημητρίου μετὰ δυνάμεως πολλῆς ὑπὲρ τὸ πρότερον τοῦ πολεμῆσαι πρὸς αὐτόν. | 24 Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη, ότι επέστρεψαν οι στρατηγοί του Δημητρίου με δύναμιν πολλήν, πολύ μεγαλυτέραν από κάθε άλλην φοράν, δια να πολεμήσουν εναντίον του. | 24 Ὁ Ἰωνάθαν ἐπληροφορήθη, ὅτι οἱ στρατηγοὶ τοῦ βασιλιᾶ Δημητρίου Β' ἐπέστρεψαν μὲ ἰσχυρὰν στρατιωτικὴν δύναμιν, μεγαλυτέραν ἀπὸ ἐκείνην ποὺ διέθεταν προηγουμένως, διὰ νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦν. |
25 καὶ ἀπῇρεν ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἀπήντησεν αὐτοῖς εἰς τὴν ᾿Αμαθῖτιν χώραν· οὐ γὰρ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν αὐτοῦ. | 25 Ο Ιωνάθαν ανεχώρησε με τον στρατόν του από την Ιερουσαλήμ, επροχώρησε προς συνάντησίν των εις την Αμαθίτιν χώραν, διότι δεν ηνέχθη να εισέλθουν και να πατήσουν αυτοί την χώραν του. | 25 Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰωνάθαν ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς συνήντησεν εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Ἀμάθ· διότι δὲν τοὺς ἔδωκε τὸν χρόνον καὶ τὴν εὐκαιρίαν νὰ εἰσβάλουν καὶ νὰ πατήσουν τὴν χώραν του. |
26 καὶ ἀπέστειλε κατασκόπους εἰς τὴν παρεμβολὴν αὐτῶν, καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ, ὅτι οὕτω τάσσονται ἐπιπεσεῖν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν νύκτα. | 26 Εστειλε δε και κατασκόπους στο στρατόπεδόν των, οι οποίοι επέστρεψαν και ανήγγειλαν στον Ιωνάθαν, ότι οι Συροι παρατάσσονται, δια να επιπέσουν εναντίον των Ιουδαίων αιφνιδίως κατά την νύκτα. | 26 Ἔστειλε δὲ κατασκόπους εἰς τὸ στρατόπεδόν των, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐπέστρεψαν, τὸν ἐπληροφόρησαν ὅτι οἱ στρατηγοὶ τοῦ Δημητρίου προητοιμάζοντο νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων κατὰ τὴν νύκτα. |
27 ὡς δὲ ἔδυ ὁ ἥλιος, ἐπέταξεν ᾿Ιωνάθαν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ γρηγορεῖν καὶ εἶναι ἐπὶ τοῖς ὅπλοις καὶ ἑτοιμάζεσθαι εἰς πόλεμον δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς καὶ ἐξέβαλε προφύλακας κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς. | 27 Οταν έδυσεν ο ήλιος, ο Ιωνάθαν έδωσε διαταγήν στους άνδρας του, να είναι άγρυπνοι με το όπλον εις τα χέρια των καθ' όλην την νύκτα έτοιμοι προς μάχην. Εβαλε δε και προχωρημένα φυλάκια γύρω από τον στρατόν του. | 27 Ὅταν δὲ ἔδυσεν ὁ ἥλιος, ὁ Ἰωνάθαν διέταξε τοὺς ἄνδρες του νὰ μείνουν ἄγρυπνοι καὶ νὰ μὴ ἀποχωρισθοῦν τὰ ὅπλα των καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι διὰ πόλεμον ὅλην τὴν νύκτα· ταυτοχρόνως ἐτοποθέτησε φρουροὺς εἰς προκεχωρημένα φυλάκια γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ στρατόπεδόν του. |
28 καὶ ἤκουσαν οἱ ὑπεναντίοι ὅτι ἡτοίμασται ᾿Ιωνάθαν καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ εἰς πόλεμον, καὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἔπτηξαν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν καὶ ἀνέκαυσαν πυρὰς ἐν τῇ παρεμβολῇ αὐτῶν. | 28 Οι εχθροί επληροφορήθησαν, ότι ο Ιωνάθαν και ο στρατός του είναι έτοιμοι προς μάχην, εκυριεύθησαν από φόβον, εδειλίασεν η καρδία των, άναψαν φωτιές γύρω από το στρατόπεδόν των και ανεχώρησαν κρυφίως. | 28 Ὅταν οἱ ἐχθροὶ ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὁ Ἰωνάθαν καὶ οἱ ἄνδρες του προητοιμάσθησαν διὰ πόλεμον, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φόβον, ἐτρομοκρατήθησαν καὶ ἔχασαν τὸ θάρρος των, ἄναψαν φωτιὲς εἰς τὸ στρατόπεδόν των, διὰ νὰ δώσουν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι παραμένουν δῆθεν εἰς τὴν θέσιν των, καὶ ἀνεχώρησαν. |
29 ᾿Ιωνάθαν δὲ καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν ἕως πρωΐ, ἔβλεπον γὰρ τὰ φῶτα καιόμενα. | 29 Ο Ιωνάθαν και οι στρατιώται του δεν αντελήφθησαν την αναχώρησιν των εχθρών των μέχρι της πρωΐας, διότι έβλεπαν τας πυράς να καίουν συνεχώς. | 29 Ὁ δὲ Ἰωνάθαν καὶ οἱ ἄνδρες του, ἐπειδὴ ἔβλεπαν τὶς φλόγες ἀπὸ τὶς ἀναμμένες φωτιές, δὲν ἀντελήφθησαν τὴν ἀποχώρησιν τῶν Σύρων μέχρι τὸ πρωΐ. |
30 καὶ κατεδίωξεν ᾿Ιωνάθαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ οὐ κατέλαβεν αὐτούς, διέβησαν γὰρ τὸν ᾿Ελεύθερον ποταμόν. | 30 Οταν όμως αντελήφθησαν την αναχώρησίν των, τους κατεδίωξαν, δεν ηδυνήθησαν όμως να τους φθάσουν, διότι εκείνοι είχαν διαβή τον ποταμόν Ελεύθερον. | 30 Μόλις ὅμως ὁ Ἰωνάθαν ἀντελήφθη τὸ γεγονός, τοὺς κατεδίωξεν, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ τοὺς προφθάσῃ, διότι ἐπρόλαβαν καὶ ἐπέρασαν τὸν Ἐλεύθερον ποταμόν. |
31 καὶ ἐξέκλινεν ᾿Ιωνάθαν ἐπὶ τοὺς ῎Αραβας τοὺς καλουμένους Ζαβαδαίους καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν. | 31 Τοτε ο Ιωνάθαν εστράφη εναντίον των Αράβων των καλουμένων Ζαβαδαίων, τους εκτύπησε, τους ενίκησε και επήρεν από αυτούς λάφυρα. | 31 Ἔτσι ὁ Ἰωνάθαν ἐστράφη ἐναντίον τῶν Ἀράβων, οἱ ὁποῖοι ὠνομάζοντο Ζαβαδαῖοι, τοὺς κατέφερεν ἰσχυρὸν πλῆγμα καὶ τοὺς ἐλαφυραγώγησε. |
32 καὶ ἀναζεύξας ἦλθεν εἰς Δαμασκὸν καὶ διώδευσεν ἐν πάσῃ τῇ χώρᾳ. | 32 Παρέλαβε κατόπιν τον στρατόν του, ήλθεν εις την Δαμασκόν και περιώδευσεν όλην την χώραν νικητής. | 32 Καὶ ἀφοῦ ἔδωσε ἐντολὴν ἀναχωρήσεως εἰς τὸ στρατόπεδόν του, ἦλθεν εἰς τὴν Δαμασκὸν καὶ διέτρεχεν ὡς νικητὴς ὅλην τὴν περιοχήν. |
33 καὶ Σίμων ἐξῆλθε καὶ διώδευσεν ἕως ᾿Ασκάλωνος καὶ τῶν πλησίον ὀχυρωμάτων, καὶ ἐξέκλινεν εἰς ᾿Ιόππην καὶ προκατελάβετο αὐτήν· | 33 Και ο Σιμων εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ, διεπέρασε την χώραν έως την Ασκάλωνα και τας πλησίον οχυράς θέσεις. Επειτα εστράφη προς την Ιόππην, την οποίαν και κατέλαβε, | 33 Ἐν τῶ μεταξὺ ὁ Σίμων ἐβγῆκε μὲ τὸν στρατόν του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπροχώρησε μέχρι τὴν πόλιν Ἀσκάλωνα καὶ τὰ γειτονικὰ φρούρια.Ἀπὸ ἐκεῖ ἐστράφη κατόπιν πρὸς τὴν Ἰόππην καὶ τὴν κατέλαβε. |
34 ἤκουσεν γὰρ ὅτι βούλονται τὸ ὀχύρωμα παραδοῦναι τοῖς παρὰ Δημητρίου· καὶ ἔθετο ἐκεῖ φρουράν, ὅπως φυλάσσωσιν αὐτήν. | 34 διότι έμαθεν ότι οι κάτοικοί της ήθελαν να παραδώσουν το οχύρωμα στους άνδρας του Δημητρίου. Ο Σιμων ετοποθέτησεν ιδικήν του φρουράν, δια να φυλάσση την πόλιν | 34 Διότι ἐπληροφορήθη ὅτι οἱ κάτοικοί της εἶχαν σκοπὸν νὰ παραδώσουν τὸ φρούριον εἰς τοὺς ἄνδρες τοῦ βασιλιᾶ Δημητρίου Β'.Πρὶν λοιπὸν προλάβουν νὰ ἐφαρμόσουν τὸ σχέδιόν των οἱ κάτοικοι τῆς Ἰόππης, ὁ Σίμων κατέλαβε τὴν πόλιν καὶ ἐτοποθέτησεν ἐκεῖ ἰδικήν του στρατιωτικὴν φρουράν, ὥστε νὰ φρουροῦν καὶ νὰ ὑπερασπίζωνται τὴν πόλιν. |
35 καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ιωνάθαν καὶ ἐξεκκλησίασε τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ καὶ ἐβουλεύσατο μετ᾿ αὐτῶν τοῦ οἰκοδομῆσαι ὀχυρώματα ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ | 35 Ο Ιωνάθαν, όταν επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ, συνεκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του λαού, συνεσκέφθη μαζή με αυτούς και απεφάσισε να ανοικοδομήση οχυρωματικά έργα εις την Ιουδαίαν. | 35 Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, συνεκέντρωσε τὴν γερουσίαν, τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, καὶ ἀπεφάσισε μὲ τὴν σύμφωνον γνώμην των νὰ κτίσῃ καὶ νὰ κατασκευάσῃ ὀχυρωματικὰ ἔργα εἰς τὴν Ἰουδαίαν |
36 καὶ προσυψῶσαι τὰ τείχη ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ὑψῶσαι ὕψος μέγα ἀνὰ μέσον τῆς ἄκρας καὶ τῆς πόλεως εἰς τὸ διαχωρίζειν αὐτὴν τῆς πόλεως, ἵνα ᾖ αὕτη κατὰ μόνας, ὅπως μήτε ἀγοράζωσι μήτε πωλῶσι. | 36 Να υψώση τα τείχη της Ιερουσαλήμ, να ανοικοδομήση τείχος υψηλόν μεταξύ της ακροπόλεως και της πόλεως, ώστε να χωρίζη την ακρόπολιν από την πόλιν, δια να είναι εκείνη απομεμονωμένη, ώστε να μη ημπορούν ούτε να πωλούν εκεί ούτε να αγοράζουν. | 36 ἐπίσης νὰ ὑψώσῃ τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ ὑψηλὸν τεῖχος μεταξὺ τῆς ἀκροπόλεως καὶ τῆς πόλεως τῆς Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ χωρίζῃ τὴν ἀκρόπολιν ἀπὸ τὴν πόλιν, ὥστε ἡ ἀκρόπολις μὲ τοὺς μισθοφόρους τοῦ βασιλιᾶ Δημητρίου Β' νὰ εἶναι ἀπομονωμένη καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦν αὐτοὶ νὰ συναλλάσσωνται μὲ τοὺς Ἰουδαίους· δηλαδὴ οὔτε νὰ πωλοῦν οὔτε νὰ ἀγοράζουν. |
37 καὶ συνήχθησαν τοῦ οἰκοδομεῖν τὴν πόλιν καὶ ἤγγισε τοῦ τείχους τοῦ χειμάρρου τοῦ ἐξ ἀπηλιώτου, καὶ ἐπεσκεύασαν τὸ καλούμενον Χαφεναθά. | 37 Συνεκεντρώθησαν λοιπόν, δια να ανοικοδομήσουν την πόλιν και ήρχισαν την ανοικοδόμησιν από του τείχους, το οποίον υψώνετο επάνω από τον χείμαρρον των Κέδρων προς ανατολάς και επεσκεύασαν το τμήμα το καλούμενον Χαφεναθά. | 37 Ἔτσι συνεκεντρώθησαν Ἰουδαῖοι ἐργάται καὶ συνειργάσθησαν διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν καὶ ὀχύρωσιν τῆς Ἱερουσαλήμ· καὶ ὁ Ἰωνάθαν ἄρχισε τὸ ἔργον αὐτὸ ἀπὸ τὸ τεῖχος, ποὺ ὑψώνετο ἐπάνω ἀπὸ τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων πρὸς τὰ ἀνατολικά, καὶ ἐπιδιώρθωσαν τὸ τμῆμα τοῦ τείχους, ποὺ εἶχε γκρεμισθῇ καὶ τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο Χαφεναθά. |
38 καὶ Σίμων ᾠκοδόμησε τὴν ᾿Αδιδὰ ἐν τῇ Σεφήλᾳ καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν καὶ ἐπέστησε θύρας καὶ μοχλούς. | 38 Και ο Σιμων ανοικοδόμησε και ωχύρωσε την πόλιν Αδιδά εις την πεδιάδα Σεφήλα και έθεσεν εις τα τείχη της θύρας και μοχλούς. | 38 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Σίμων ἀνοικοδόμησε καὶ ὠχύρωσε τὴν πόλιν Ἀδιδὰ εἰς τὴν πεδιάδα Σεφήλα καὶ τὴν ἀσφάλισε τοποθετώντας εἰς τὰ τείχη της θύρες καὶ μοχλούς. |
39 Καὶ ἐζήτησε Τρύφων βασιλεῦσαι τῆς ᾿Ασίας καὶ περιθέσθαι τὸ διάδημα καὶ ἐκτεῖναι χεῖρα ἐπὶ ᾿Αντίοχον τὸν βασιλέα. | 39 Ο Τρύφων επεδίωξε να γίνη βασιλεύς της Ασίας, να φορέση το βασιλικόν διάδημα και να απλώση φονικήν την χείρα του εναντίον του βασιλέως Αντιόχου. | 39 Ὁ Τρύφων ἐφιλοδόξησε νὰ γίνῃ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίας καὶ νὰ φορέσῃ τὸ βασιλικὸν στέμμα μὲ τὸ νὰ ἐπαναστατήσῃ καὶ ἀνατρέψῃ τὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον ΣΤ'. |
40 καὶ ἐφοβήθη μήποτε οὐκ ἐάσῃ αὐτὸν ᾿Ιωνάθαν καὶ μήποτε πολεμήσῃ πρὸς αὐτόν, καὶ ἐζήτει πόρον τοῦ συλλαβεῖν τὸν ᾿Ιωνάθαν τοῦ ἀπολέσαι αὐτόν, καὶ ἀπάρας ἦλθεν εἰς Βαιθσάν. | 40 Επειδή όμως εφοβήθη, μήπως δεν τον αφήση ο Ιωνάθαν να πραγματοποιήση το όλον σχέδιόν του και μήπως φθάση μέχρι πολέμου εναντίον αυτού, εζήτει να συλλάβη τον Ιωνάθαν και να τον φονεύση. Προς τον σκοπόν αυτόν εξεκίνησε και ήλθεν εις Βαιθσάν. | 40 Ἐφοβήθη ὅμως μήπως ὁ Ἰωνάθαν δὲν τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ ἐπιτύχῃ τὸ σχέδιόν του καὶ μήπως τὸν πολεμήσῃ· ἕνεκα τούτου ἐζητοῦσε κάποιαν πρόφασιν διὰ νὰ συλλάβῃ τὸν Ἰωνάθαν καὶ νὰ τὸν φονεύσῃ.Ἔτσι ὁ Τρύφων ἀνεχώρησε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Βαιθσάν (Σκυθόπολιν). |
41 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωνάθαν εἰς ἀπάντησιν αὐτῷ ἐν τεσσαράκοντα χιλιάσιν ἀνδρῶν ἐπιλελεγμέναις εἰς παράταξιν καὶ ἦλθεν εἰς Βαιθσάν. | 41 Ο Ιωνάθαν εξήλθε προς συνάντησίν του με σαράντα χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας και ήλθεν εις την Βαιθσάν. | 41 Τότε ὁ Ἰωνάθαν ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπροχώρησε διὰ νὰ τὸν συναντήσῃ καὶ ἀνακόψῃ τὴν πορείαν του μὲ σαράντα χιλιάδες (40.000) ἐπιλέκτους καὶ ἐμπειροπολέμους ἄνδρες· ἔφθασε δὲ καὶ ὁ Ἰωνάθαν εἰς τὴν Βαιθσάν. |
42 καὶ εἶδε Τρύφων ὅτι πάρεστιν ᾿Ιωνάθαν μετὰ δυνάμεως πολλῆς, καὶ ἐκτεῖναι χεῖρας ἐπ᾿ αὐτὸν εὐλαβήθη, | 42 Ο Τρύφων, όταν είδεν ότι ο Ιωνάθαν ήλθε με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, εφοβήθη να απλώση δολοφονικήν χείρα εναντίον του. | 42 Ὅταν ὅμως ὁ Τρύφων εἶδεν ὅτι ἔφθασεν ὁ Ἰωνάθαν μὲ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν, ἐδίστασε νὰ ἀπλώσῃ τὰ δολοφονικά του χέρια ἐναντίον του· |
43 καὶ ἐπεδέξατο αὐτὸν ἐνδόξως καὶ συνέστησεν αὐτὸν πᾶσι τοῖς φίλοις αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόματα καὶ ἐπέταξε ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ ὑπακούειν αὐτῷ ὡς ἑαυτῷ. | 43 Αντιθέτως τον υπεδέχθη με πολλάς τιμάς, τον συνέστησεν εις όλους τους φίλους του, του προσέφερεν δώρα και έδωσεν εντολήν εις τας στρατιωτικάς του δυνάμεις να υπακούουν εις εκείνον, ως προς αυτόν τον ίδιον. | 43 ἔτσι, ἀντὶ νὰ κινηθῇ ἐναντίον του, τὸν ὑπεδέχθη μὲ δόξαν καὶ τιμήν, συνέστησε τὸν Ἰωνάθαν εἰς ὅλους τοὺς φίλους του, τοῦ προσέφερε δῶρα καὶ διέταξε τὰ στρατεύματά του νὰ ὑπακούουν εἰς τὸν Ἰωνάθαν ὅπως θὰ ὑπήκουαν εἰς τὸν ἴδιον. |
44 καὶ εἶπε τῷ ᾿Ιωνάθαν· ἱνατί ἔκοψας πάντα τὸν λαὸν τοῦτον, πολέμου μὴ ἐνεστηκότος ἡμῖν; | 44 Είπε δε στον Ιωνάθαν· “διατί εταλαιπώρησες όλον αυτόν τον λαόν, ενώ δεν υπάρχει πόλεμος μεταξύ μας; | 44 Καὶ ὁ Τρύφων εἶπεν εἰς τὸν Ἰωνάθαν: Διατὶ ἐταλαιπώρησες ὅλον αὐτὸν τὸν λαόν, ἐφ' ὅσον δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπειλῇ πολέμου μεταξύ μας; |
45 καὶ νῦν ἀπόστειλον αὐτοὺς εἰς τοὺς οἴκους αὐτῶν, ἐπίλεξαι δὲ σεαυτῷ ἄνδρας ὀλίγους, οἵτινες ἔσονται μετὰ σοῦ, καὶ δεῦρο μετ᾿ ἐμοῦ εἰς Πτολεμαΐδα, καὶ παραδώσω σοι αὐτὴν καὶ τὰ λοιπὰ ὀχυρώματα καὶ τὰς δυνάμεις τὰς λοιπὰς καὶ πάντας τοὺς ἐπὶ τῶν χρειῶν, καὶ ἐπιστρέψας ἀπελεύσομαι· τούτου γὰρ χάριν πάρειμι. | 45 Και τώρα στείλε τους στρατιώτας σου εις τα σπίτια των και διάλεξε δια τον εαυτόν σου ολίγους μόνον άνδρας, οι οποίοι θα είναι πάντοτε μαζή σου και έλα μαζή μου εις την Πτολεμαΐδα, δια να παραδώσω εκεί εις σε αυτήν, όλα τα οχυρώματά της, τας υπολοίπους στρατιωτικάς δυνάμεις, που ευρίσκονται εκεί και όλους τους βασιλικούς αξιωματούχους και υπαλλήλους. Επειτα δε εγώ θα επανέλθω εις την Αντιόχειαν. Δια τούτο άλλως τε και έχω έλθει”. | 45 Τώρα λοιπὸν ἀπόλυσε τοὺς στρατιῶτες σου καὶ στεῖλε τους πίσω εἰς τὰ σπίτια των· διάλεξε μόνον ὡς σωματοφύλακές σου λίγους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι θὰ σὲ συνοδεύουν, καὶ ἐμπρός, ἕλα μαζί μου εἰς τὴν Πτολεμαΐδα.Ἐγὼ δὲ θὰ σοῦ παραδώσω τὴν πόλιν αὐτήν, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα φρούρια καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες στρατιωτικὲς δυνάμεις καὶ ὅλους τοὺς βασιλικοὺς ἀξιωματούχους· κατόπιν δὲ θὰ ἐγκαταλείψω τὴν χώραν καὶ θὰ ἐπιστρέψω εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.Διότι αὐτὸς ἦταν ὁ μόνος σκοπός, διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθα ἐδῶ. |
46 καὶ ἐμπιστεύσας αὐτῷ ἐποίησε καθὼς εἶπε, καὶ ἐξαπέστειλε τὰς δυνάμεις, καὶ ἀπῆλθον εἰς γῆν ᾿Ιούδα. | 46 Ο Ιωνάθαν έδωσεν εμπιστοσύνην εις τα λόγια εκείνου, έκαμε όπως του είπεν ο Τρύφων, και απέλυσε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, αι οποίαι και επανήλθαν εις την Ιουδαίαν. | 46 Ὁ Ἰωνάθαν ἔδωκεν ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ λόγια τοῦ Τρύφωνος καὶ ἔκαμεν ὅπως τοῦ εἶπεν ὁ Τρύφων ἀπέλυσε τοὺς ἄνδρες τῶν στρατιωτικῶν του δυνάμεων, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν. |
47 κατέλιπε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἄνδρας τρισχιλίους, ὧν δισχιλίους ἀφῆκεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, χίλιοι δὲ συνῆλθον αὐτῷ. | 47 Αφήκε δε μαζή του τρεις χιλιάδας άνδρας, από τους οποίους τας δύο χιλιάδας αφήκεν εις την Γαλιλαίαν, ενώ τους άλλους χιλίους επήρε μαζή του. | 47 Ὁ Ἰωνάθαν ἐκράτησε μαζί του μόνον τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἄνδρες· ἀπὸ αὐτοὺς δύο χιλιάδες (2.000) ἄνδρες ἀφῆκεν εὶς τὴν Γαλιλαίαν, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι χίλιοι (1.000) τὸν συνώδευσαν. |
48 ὡς δὲ εἰσῆλθεν ᾿Ιωνάθαν εἰς Πτολεμαΐδα, ἀπέκλεισαν οἱ Πτολεμαεῖς τὰς πύλας καὶ συνέλαβον αὐτόν, καὶ πάντας τοὺς εἰσελθόντας μετ᾿ αὐτοῦ ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ. | 48 Αμέσως όμως μόλις ο Ιωνάθαν εισήλθεν εις την Πτολεμαΐδα, έκλεισαν οι κάτοικοί της τας πύλας της πόλεως, συνέλαβαν αυτόν και όλους εκείνους, που είχαν εισέλθει μαζή του, και τους εφόνευσαν με ρομφαίαν. | 48 Ὅμως, εὐθὺς μόλις ὁ Ἰωνάθαν ἐμπῆκε εἰς τὴν Πτολεμαΐδα, οἱ κάτοικοι τῆς Πτολεμαΐδος ἔκλεισαν τὶς πύλες τῆς πόλεως καὶ τὸν συνέλαβαν.Ὅλους δὲ τοὺς ἄνδρες, ποὺ ἐμπῆκαν μαζί του εἰς τὴν πόλιν, τοὺς ἐφόνευσαν μὲ ρομφαίαν (πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομο σπαθί). |
49 καὶ ἀπέστειλε Τρύφων δυνάμεις καὶ ἵππον εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὸ πεδίον τὸ μέγα τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς παρὰ ᾿Ιωνάθαν. | 49 Ο Τρύφων έστειλε τότε πεζικόν στρατόν και ιππικόν εις την Γαλιλαίαν, εις την μεγάλην πεδιάδα, με τον σκοπόν να εξολοθρεύση όλους τους άνδρας του Ιωνάθαν. | 49 Ὁ Τρύφων ἀπέστειλε τότε πεζικὸν καὶ ἱππικὸν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ εἰς τὴν μεγάλην πεδιάδα, διὰ νὰ φονεύσῃ ὅλους τοὺς ἄνδρες καὶ ὑποστηρικτὰς τοῦ Ἰωνάθαν. |
50 καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι συνελήφθη ᾿Ιωνάθαν καὶ ἀπόλωλε καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ παρεκάλεσαν ἑαυτοὺς καὶ ἐπορεύοντο συνεστραμμένοι ἕτοιμοι εἰς πόλεμον. | 50 Εκείνοι όμως είχαν πληροφορηθή, ότι ο Ιωνάθαν συνελήφθη και εφονεύθη μαζή με τους στρατιώτας, που είχε μαζή του. Ενισχύθησαν μεταξύ των και αλληλοενεθαρρύνθησαν και έτσι επορεύοντο μετά θάρρους συντεταγμένοι, έτοιμοι δια τον πόλεμον. | 50 Αὐτοί, ἀφοῦ ἐπληροφορήθησαν ὅτι συνελήφθη ὁ Ἰωνάθαν καὶ ἐφονεύθη, καθὼς καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του, ἐνεθάρρυναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἐνισχυμένοι ἐπροχώρησαν παρατεταγμένοι εἰς πυκνὴν γραμμήν, ἕτοιμοι διὰ μάχην καὶ πόλεμον. |
51 καὶ εἶδον οἱ διώκοντες ὅτι περὶ ψυχῆς αὐτοῖς ἐστι, καὶ ἐπέστρεψαν. | 51 Οι στρατιώται του Τρύφωνος, που είχαν έλθει δια να τους καταδιώξουν, όταν είδαν ότι οι Ιουδαίοι είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν, δια να υπερασπίσουν την ζωήν των, επανήλθαν προς τον Τρύφωνα. | 51 Ὅταν ὅμως οἰ στρατιῶται τοῦ Τρύφωνος, οἱ ὁποῖοι τοὺς κατεδίωκαν, εἶδαν ὅτι οἰ ἄνδρες τοῦ Ἰωνάθαν, προκειμένου νὰ σωθοῦν, ἦσαν ἀποφασισμένοι νὰ πολεμήσουν μέχρι θανάτου, ἔπαυσαν τὴν καταδίωξίν των καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸν Τρύφωνα. |
52 καὶ ἦλθον πάντες μετ᾿ εἰρήνης εἰς γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἐπένθησαν τὸν ᾿Ιωνάθαν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· καὶ ἐπένθησε πᾶς ᾿Ισραὴλ πένθος μέγα. | 52 Ολοι αυτοί οι Ιουδαίοι στρατιώται επανήλθον ασφαλείς εις την Ιουδαίαν και εκεί επένθησαν τον Ιωνάθαν και όλους τους άνδρας, που είχαν φονευθή μαζή του. Αλλά κατέλαβε τους Ισραηλίτας φόβος μεγάλος. Ολος ο ισραηλιτικός λαός εβυθίσθη εις πένθος μέγα δια τον Ιωνάθαν. | 52 Ἔτσι ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι στρατιῶται ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐπένθησαν τὸν Ἰωνάθαν καὶ τὴν συνοδείαν του· ἐκυριεύθησαν ὅμως ἀπὸ πολὺ μεγάλον φόβον.Ὅλος δὲ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐβυθίσθη εἰς πένθος μεγάλο καὶ βαθὺ διὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰωνάθαν. |
53 καὶ ἐζήτησαν πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῶν ἐκτρίψαι αὐτούς· εἶπαν γάρ· οὐκ ἔχουσιν ἄρχοντα καὶ βοηθοῦντα· νῦν οὖν πολεμήσωμεν αὐτοὺς καὶ ἐξάρωμεν ἐξ ἀνθρώπων τὸ μνημόσυνον αὐτῶν. | 53 Τοτε όλα τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη εζήτησαν να εξοντώσουν τους Ισραηλίτας. Διότι είπαν· “αυτοί δεν έχουν πλέον αρχηγόν να τους βοηθήση. Τωρα, λοιπόν, ας πολεμήσωμεν εναντίον των και ας εξολοθρεύσωμεν εκ μέσου των ανθρώπων και την ανάμνησίν των ακόμη”. | 53 Τότε δὲ τὰ γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ἐπροσπάθησαν νὰ εὔρουν τρόπους διὰ νὰ ἐξολοθρεύσουν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι τὰ ἔθνη αὐτὰ εἶπαν: Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἔχουν ἀρχηγὸν οὔτε ὑπερασπιστὴν καὶ σύμμαχον.Τώρα λοιπὸν εἶναι ἡ ὥρα νὰ τοὺς πολεμήσωμεν καὶ νὰ ἐξαφανίσωμεν τὴν ἀνάμνησίν των ὡς ἔθνους μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. |