Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ὁ βασιλεὺς ᾿Αντίοχος διεπορεύετο τὰς ἐπάνω χώρας καὶ ἤκουσεν ὅτι ἐστὶν ᾿Ελυμαΐς ἐν τῇ Περσίδι πόλις ἔνδοξος πλούτῳ ἀργυρίῳ τε καὶ χρυσίῳ· | 1 Εν τω μεταξύ ο βασιλεύς Αντίοχος βαδίζων εις την Περσίαν, επέρασε τας ορεινάς επαρχίας και επληροφορήθη, ότι υπάρχει εις την Περσίαν μία πόλις ονόματι Ελυμαΐς, η οποία είναι ονομαστή δια τον πολύν αυτής πλούτον εις χρυσόν και εις άργυρον· | 1 Ενῷ ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Δ' διέβη τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ ἐπροχωροῦσε διὰ τῶν ἄνω χωρῶν (μέσῳ τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Ἰράν), ἐπληροφορήθη ὅτι εἰς τὴν Περσίαν ὑπάρχει πόλις μὲ τὸ ὄνομα Ἐλυμαΐς, ἡ ὁποία εἶναι περίφημος διὰ τὰ πολλὰ πλοῦτη της εἰς ἀσῆμι καὶ χρυσάφι· |
2 καὶ τὸ ἱερὸν τὸ ἐν αὐτῇ πλούσιον σφόδρα, καὶ ἐκεῖ καλύμματα χρυσᾶ καὶ θώρακες καὶ ὅπλα, ἃ κατέλιπεν ἐκεῖ ᾿Αλέξανδρος ὁ Φιλίππου βασιλεὺς ὁ Μακεδών, ὃς ἐβασίλευσε πρῶτος ἐν τοῖς ῞Ελλησι. | 2 ότι ο ναός της πόλεως αυτής ήτο πολύ πλούσιος και ότι υπήρχον εκεί όπλα χρυσά και θώρακες και αλλά πολύτιμα όπλα, τα οποία είχεν αφήσει εκεί ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, ο υιός του Φιλίππου, ο οποίος πρώτος είχε βασιλεύσει επί όλων των Ελλήνων. | 2 καὶ ὅτι ὁ εἰδωλολατρικὸς ναός, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς αὐτήν, ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος· ὑπῆρχαν εἰς αὐτὸν ὅπλα ἀμυντικὰ χρυσᾶ καὶ θώρακες καὶ ἄλλα ὅπλα, τὰ ὁποῖα ἀφῆκεν ἐκεῖ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ υἱὸς τοῦ Φιλίππου, ὁ βασιλιᾶς τῆς Μακεδονίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος βασιλιᾶς ὅλων τῶν Ἑλλήνων. |
3 καὶ ἦλθε καὶ ἐζήτει καταλαβέσθαι τὴν πόλιν καὶ προνομεῦσαι αὐτήν, καὶ οὐκ ἠδυνάσθη, ὅτι ἐγνώσθη ὁ λόγος τοῖς ἐκ τῆς πόλεως, | 3 Μετέβη λοιπόν εκεί και επιχειρούσε να καταλάβη την πόλιν, δια να την λεηλατήση, αλλά δεν ημπόρεσε, διότι έγινε γνωστόν το σχέδιόν του στους κατοίκους. | 3 Δι’ αὐτὸ ὁ Ἀντίοχος Δ' ἦλθε καὶ ἐπροσπάθησε νὰ καταλάβῃ τὴν πόλιν καὶ νὰ τὴν συλήσῃ, ἀλλ’ ἀπέτυχε.Δὲν ἠμπόρεσε, διότι τὰ σχέδιά του ἔγιναν γνωστὰ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως. |
4 καὶ ἀντέστησαν αὐτῷ εἰς πόλεμον, καὶ ἔφυγε καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν μετὰ λύπης μεγάλης ἀποστρέψαι εἰς Βαβυλῶνα. | 4 Εκείνοι εξήλθαν εις πόλεμον εναντίον του, αντεστάθησαν με γενναιότητα, ο δε Αντίοχος ετράπη εις φυγήν και μετά μεγάλης του λύπης απεχώρησεν από εκεί, δια να στραφή προς την Βαβυλώνα. | 4 Ἔτσι οἱ κατοικοί της ἐπρόβαλαν ἀντίστασιν καὶ τὸν ἐπολέμησαν, αὐτὸς δὲ ἐτράπη εἰς φυγὴν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὑπεχώρησε καὶ κατηυθύνθη, γεμᾶτος λύπην καὶ μεγάλην ἀπογοήτευσιν, πρὸς τὴν Βαβυλῶνα. |
5 καὶ ἦλθεν ἀπαγγέλλων τις αὐτῷ εἰς τὴν Περσίδα ὅτι τετρόπωνται αἱ παρεμβολαὶ αἱ πορευθεῖσαι εἰς γῆν ᾿Ιούδα, | 5 Οταν ευρίσκετο εις την Περσίαν, ήλθε προς αυτόν ένας αγγελιαφόρος και του ανήγγειλεν, ότι τα στρατεύματά του, τα οποία είχαν βαδίσει εναντίον της Ιουδαίας κατετροπώθησαν. | 5 Ἐνῶ ὅμως εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τὴν Περσίαν, κατέφθασεν ἕνας ἀγγελιαφόρος καὶ τοῦ ἀνήγγειλεν ὅτι οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις του, ποὺ εἰσέβαλαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἔχουν ἡττηθῇ. |
6 καὶ ἐπορεύθη Λυσίας δυνάμει ἰσχυρᾷ ἐν πρώτοις καὶ ἐνετράπη ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ ἐπίσχυσαν ὅπλοις καὶ δυνάμει καὶ σκύλοις πολλοῖς, οἷς ἔλαβον ἀπὸ τῶν παρεμβολῶν, ὧν ἐξέκοψαν, | 6 Του ανήγγειλεν, ότι ο Λυσίας, ο οποίος πρώτος είχε βαδίσει με ισχυρόν στρατόν εναντίον των Ιουδαίων, κατετροπώθη από αυτούς, οι δε Ιουδαίοι ενίσχυσαν την δύναμίν των με όπλα και στρατιώτας και με πολλά λάφυρα, τα οποία επήραν από τους Συρους στρατιώτας, που είχαν κατακόψει. | 6 Ἀκόμη ὁ ἀγγελιαφόρος του εἶπεν ὅτι ὁ Λυσίας εἶχε προχωρήσει ἐπὶ κεφαλῆς πολυπληθοῦς καὶ ἰσχυροῦ στρατοῦ, ἀλλ’ ὅταν εὑρέθη ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ὑπεχρεώθη νὰ τραπῇ εἰς φυγὴν οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔγιναν ἰσχυρότεροι χάρις εἰς τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὅπλων, τῶν προμηθειῶν καὶ τῶν πολλῶν λαφύρων, τὰ ὁποῖα ἐπῆραν ἀπὸ τὸν στρατὸν ποὺ ἐνίκησαν καὶ κυριολεκτικὰ τὸν ἐκατακομμάτιασαν. |
7 καὶ κα θεῖλον τὸ βδέλυγμα, ὃ ᾠκοδόμησεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ τὸ ἁγίασμα καθὼς τὸ πρότερον ἐκύκλωσαν τείχεσιν ὑψηλοῖς καὶ τὴν Βαιθσούραν πόλιν αὐτοῦ. | 7 Του ανήγγειλαν επίσης ότι οι Ιουδαίοι εκρήμνισαν τον βδελυρόν ειδωλολατρικόν βωμόν, τον οποίον ο Αντίοχος είχε κτίσει επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων εις Ιερουσαλήμ. Και ότι επίσης περιετείχισαν με υψηλά οχυρά τείχη τον ναόν των και τον κατέστησαν οχυρόν, όπως ήτο τον παλαιότερον καιρόν. Το αυτό έκαμαν και δια μίαν ιδικήν του πόλιν, την Βαιθσούραν. | 7 Ὁ ἀγγελιαφόρος ἐπρόσθεσεν ἀκόμη ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἐκρήμνισαν τὸν σιχαμερὸν εἰς αὐτοὺς βωμὸν μὲ τὸ εἴδωλον, τὸ ὁποῖον ἔστησεν ὁ Ἀντίοχος ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα (ἐμπρὸς εἰς τὸν Ναόν)· ὁ ἀγγελιαφόρος εἶπεν ἀκόμη εἰς τὸν Ἀντίοχον ὅτι οἰ Ἰουδαῖοι ὠχύρωσαν γύρω - γύρω μὲ ὑψηλὰ τείχη τὸν Ναόν, ὅπως ἦταν καὶ εἰς τὸ παρελθόν.Ὠχύρωσαν ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ἰδικήν του πόλιν, τὴν Βαιθσούραν. |
8 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, ἐθαμβήθη καὶ ἐσαλεύθη σφόδρα καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κοίτην καὶ ἐνέπεσεν εἰς ἀρρωστίαν ἀπὸ τῆς λύπης, ὅτι οὐκ ἐγένετο αὐτῷ καθὼς ἐνεθυμεῖτο. | 8 Οταν ο βασιλεύς ήκουσε τας πληροφορίας αυτάς, εκυριεύθη από οδυνηράν κατάπληξιν και περιέπεσεν εις μεγάλην ταραχήν. Ερρίφθη εις την κλίνην του και ησθένησε βαρέως από την πολλήν του λύπην, επειδή τα πράγματα δεν έγιναν, όπως αυτός επιθυμούσε. | 8 Τότε συνέβη τοῦτο: Ὅταν ὁ βασιλιᾶς ἄκουσε τὶς εἰδήσεις αὐτές, κατελήφθη ἀπὸ μεγάλην ἔκπληξιν καὶ συνεκλονίσθη πάρα πολύ, ὥστε ἔπεσεν εἰς τὸ κρεββάτι του βυθισμένος εἰς μελαγχολίαν καὶ ἀρρώστησε κυριευμένος ἀπὸ βαθυτάτην λύπην, διότι τὰ σχέδιά του ἀνετράπησαν καὶ δὲν ἐξειλίχθησαν ὅπως τὰ εἶχε σχεδιάσει. |
9 καὶ ἦν ἐκεῖ ἡμέρας πλείους, ὅτι ἀνεκαινίσθη ἐπ᾿ αὐτὸν λύπη μεγάλη, καὶ ἐλογίσατο ὅτι ἀποθνήσκει. | 9 Εμεινε κλινήρης εκεί επί πολλάς ημέρας βυθιζόμενος ολονέν και περισσότερον εις μεγαλυτέραν μελαγχολίαν. Οταν αντελήφθη ότι επρόκειτο μετ' ολίγον να αποθάνη, | 9 Ἔμεινε δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν ἐπὶ ἡμέρες πολλές, ὑποφέρων ἀπὸ ἰσχυροὺς καὶ ἐπαναλαμβανομένους παροξυσμοὺς μελαγχολίας, μέχρις ὅτου τελικῶς ἀντελήφθη ὅτι θὰ ἀποθάνῃ. |
10 καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀφίσταται ὁ ὕπνος ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ συμπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆς μερίμνης, | 10 προσεκάλεσεν όλους τους φίλους του και τους είπε· “Ο ύπνος έχει πλέον φύγει από τα μάτια μου, η καρδιά μου έχει διαβρωθή από την μεγάλην λύπην. | 10 Τότε προσεκάλεσεν ὅλους τοὺς φίλους του καὶ τοὺς εἶπεν: Ὁ ὕπνος φεύγει ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ ἡ καρδία μου ἔχει λυγίσει ἀπὸ τὴν ἀθυμίαν, τὴν ἀγωνίαν καὶ τὸ βάρος τῆς μερίμνης, |
11 καὶ εἶπα τῇ καρδίᾳ μου· ἕως τίνος θλίψεως ἦλθον καὶ κλύδωνος μεγάλου, ἐν ᾧ νῦν εἰμι; ὅτι χρηστὸς καὶ ἀγαπώμενος ἤμην ἐν τῇ ἐξουσίᾳ μου, | 11 Εσκέφθην μόνος μου και είπα· Εις πόσον μεγάλον βαθμόν θλίψεως έχω περιέλθει; Εις ποίαν φοβεράν τρικυμίαν ταραχής περιδινούμαι; Εγώ ο οποίος, όταν εβασίλευα, ήμην τόσον καλός και αγαπώμενος. | 11 καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου: Εἰς ποῖον βάθος θλίψεως ἔφθασα! Εἰς πόσον μεγάλον κατακλυσμόν, τρικυμίαν καὶ ταραχὴν ἔχω κυριολεκτικὰ βυθισθῆ! Ἐγώ, ὁ ὁποῖος ἤμουν τόσον καλός, γενναιόψυχος καὶ ἀγαπητὸς κατὰ τὰ χρόνια τῆς δυνάμεως καὶ βασιλείας μου! |
12 νῦν δὲ μιμνήσκομαι τῶν κακῶν, ὧν ἐποίησα ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔλαβον πάντα τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ ἐξαπέστειλα ἐξᾶραι τοὺς κατοικοῦντας ᾿Ιούδα διακενῆς. | 12 Συλλογίζομαι την αιτίαν, ενθυμούμαι τώρα τα κακά, τα οποία έκαμα εναντίον της Ιερουσαλήμ, όταν επήρα όλα τα ιερά χρυσά και αργυρά σκεύη της, που υπήρχαν εις αυτήν, και όταν έστειλα στρατόν να εξολοθρεύση τους κατοίκους της Ιουδαίας, χωρίς να υπάρχη κανείς λόγος. | 12 Τώρα ὅμως ἐνθυμοῦμαι καὶ συλλογίζομαι τὰ κακά, τὰ ὁποῖα ἔκαμα εἰς βάρος τῆς Ἱερουσαλήμ· ὅταν ἅρπαξα ὅλα τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς αὐτήν, καὶ ὅταν ἔστειλα στρατὸν μὲ τὴν διαταγὴν νὰ ἐξολοθρεύσῃ χωρὶς κανένα λόγον ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἰουδαίας. |
13 ἔγνων οὖν ὅτι χάριν τούτων εὗρόν με τὰ κακὰ ταῦτα· καὶ ἰδοὺ ἀπόλλυμαι λύπῃ μεγάλῃ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ. | 13 Αναγνωρίζω, λοιπόν, ότι ένεκα της διαγωγής μου αυτής επέπεσαν εις εμέ όλα αυτά τα κακά. Και ιδού εγώ αποθνήσκω κυριευμένος από μεγάλην λύπην εις ξένην χώραν”. | 13 Εἶμαι λοιπὸν πεπεισμένος ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ μὲ εὑρῆκαν ἕνεκα τῆς ἐγκληματικῆς αὐτῆς διαγωγῆς μου.Καὶ νά· τώρα ἀποθνήσκω κυριευμένος ἀπὸ μεγάλην λύπην καὶ μελαγχολίαν εἰς ξένην χώραν. |
14 καὶ ἐκάλεσε Φίλιππον ἕνα τῶν φίλων αὐτοῦ καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ· | 14 Εν συνεχεία ο βασιλεύς εκάλεσεν ένα από τους στενούς του φίλους, τον Φιλιππον, και εγκατέστησεν αυτόν άρχοντα, αντιβασιλέα εις ολόκληρον το βασίλειόν του. | 14 Κατόπιν ὁ Ἀντίοχος Δ' ἐκάλεσε τὸν Φίλιππον, ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους του, καὶ τὸν διώρισεν ἀντιβασιλέα ἐπὶ ὁλοκλήρου τοῦ βασιλείου του. |
15 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ διάδημα καὶ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ τὸν δακτύλιον τοῦ ἀγαγεῖν ᾿Αντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐκθρέψαι αὐτὸν τοῦ βασιλεύειν. | 15 Του έδωκε το βασιλικόν του διάδημα και την βασιλικήν του στολήν και το βασιλικόν του δακτυλίδι με την υποχρέωσιν να παιδαγωγήση και μορφώση τον υιόν του, τον Αντίοχον, ώστε να καταστή εκείνος άξιος να αναλάβη δραδύτερον την βασιλείαν. | 15 Καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ βασιλικόν του διάδημα καὶ τὴν βασιλικήν του στολὴν καὶ τὸ βασιλικόν του δακτυλίδι - τὴν ἰδιωτικήν του σφραγῖδα - καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ μορφώσῃ καὶ νὰ καθοδηγήσῃ τὸν υἱόν του Ἀντίοχον καὶ νὰ τὸν ἀναθρέψῃ καὶ ἐκπαίδευσῃ ἔτσι, ὥστε νὰ ἀναλάβη ἀργότερα τὸν θρόνον τοῦ πατέρα του. |
16 καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ ᾿Αντίοχος ὁ βασιλεὺς ἔτους ἐνάτου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ. | 16 Ο Αντίοχος, ο βασιλεύς, απέθανεν εκεί κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έννατον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. | 16 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Δ' ἀπέθανεν ἐκεῖ κατὰ τὸ ἑκατοστὸν τεσσαρακοστὸν ἔνατον (149ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν, δηλαδὴ τὸν Σεπτέμβριον ἢ Ὀκτώβριον τοῦ 164 π.Χ.(κατ’ ἄλλους Μάϊον τοῦ 163 π.Χ.) |
17 καὶ ἐπέγνω Λυσίας ὅτι τέθνηκεν ὁ βασιλεύς, καὶ κατέστησε βασιλεύειν ᾿Αντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὃν ἐξέθρεψε νεώτερον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Εὐπάτορα. | 17 Ο Λυσίας έμαθεν, ότι απέθανεν ο βασιλεύς και ότι ώρισε διάδοχόν του εις την βασιλείαν τον υιόν του τον Αντίοχον, τον οποίον από νεαράς ακόμη ηλικίας είχεν αναθρέψει και διαπαιδαγωγήσει και του είχε δώσει το όνομα Ευπάτωρ. | 17 Ὅταν ὁ Λυσίας ἔμαθεν ὅτι ἀπέθανεν ὁ βασιλιᾶς, ἐγκατέστησεν εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον ὡς βασιλιᾶ τὸν Ἀντίοχον, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀντιόχου, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀναθρέψει ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας, καὶ τοῦ ἔδωκε τὸ ὄνομα Εὐπάτωρ. |
18 Καὶ οἱ ἐκ τῆς ἄκρας ἦσαν συγκλείοντες τὸν ᾿Ισραὴλ κύκλῳ τῶν ἁγίων καὶ ζητοῦντες τὰ κακὰ δι᾿ ὅλου καὶ στήριγμα τοῖς ἔθνεσι. | 18 Οι Συροι στρατιώται, που ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, συνέκλειαν ενοχλητικώς γύρω από τον ναόν τους Ισραηλίτας, επιζητούσαν δε να παραβλάπτουν τον ιερόν ναόν και γενικώς η ακρόπολις αυτή ήτο στήριγμα εξορμήσεως των ειδωλολατρικών εθνών εναντίον του ναού. | 18 Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Συριακὴ φρουρὰ τῆς ἀκροπόλεως τῆς Ἱερουσαλὴμ περιώριζαν καὶ ἀπέκλειαν τοὺς Ἰσραηλῖτες γύρω ἀπὸ τὸν ἱερὸν Ναὸν καὶ ἐξεμεταλλεύοντο κάθε εὐκαιρίαν διὰ νὰ τοὺς βλάψουν καὶ νὰ προσφέρουν ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν βοήθειαν καὶ ἐνίσχυσιν εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη. |
19 καὶ ἐλογίσατο ᾿Ιούδας ἐξᾶραι αὐτοὺς καὶ ἐξεκκλησίασε πάντα τὸν λαὸν τοῦ περικαθίσαι ἐπ᾿ αὐτούς· | 19 Ο Ιούδας απεφάσισε να εξολοθρεύση τους άνδρας της φρουράς αυτής. Προς τούτο συνεκέντρωσε όλον τον λαόν, δια να περικυκλώση την ακρόπολιν. | 19 Διὰ τοῦτο ὁ Ἰούδας ἀπεφάσισε νὰ καταστρέψῃ τὴν Συριακὴν αὐτὴν φρουρὰν καὶ νὰ θέσῃ ὁριστικὸν τέρμα εἰς τὴν δραστηριότητά των.Ἔτσι συνεκέντρωσεν ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ τὸν ἐκινητοποίησε, διὰ νὰ πολιορκήσῃ τὴν ἀκρόπολιν καὶ νὰ ἐκπορθήσῃ τὴν φρουράν. |
20 καὶ συνήχθησαν ἅμα καὶ περιεκάθισαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἔτους πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ, καὶ ἐποίησεν ἐπ᾿ αὐτοὺς βελοστάσεις καὶ μηχανάς. | 20 Πράγματι συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται και περιεκύκλωσαν τους άνδρας της ακροπόλεως κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. Εχρησιμοποίησαν εναντίον αυτών μηχανάς εκτοξεύσεως των βελών, όπως και άλλας πολιορκητικάς μηχανάς. | 20 Συνεκεντρώθησαν λοιπὸν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ περιεκύκλωσαν τοὺς Σύρους τῆς ἀκροπόλεως κατὰ τὸ ἑκατοστὸν πεντηκοστόν (150όν) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν, δηλαδὴ τὸ 162 π.Χ.Οἱ πολιορκηταὶ κατεσκεύασαν βαλλιστρίδες (μηχανὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἐξετόξευαν βέλη) καὶ πολιορκητικὲς μηχανές. |
21 καὶ ἐξῆλθον ἐξ αὐτῶν ἐκ τοῦ συγκλεισμοῦ, καὶ ἐκολλήθησαν αὐτοῖς τινες τῶν ἀσεβῶν ἐξ ᾿Ισραήλ, | 21 Κατά το διάστημα όμως της πολιορκίας διέσπασαν τον κλοιόν μερικοί εξωμόται Ισραηλίται, οι οποίοι είχαν προσκολληθή στους Συρους στρατιώτας. | 21 Μερικοὶ ἀπὸ τὴν πολιορκουμένην φρουρὰν ἔσπασαν τὸν κλοιὸν καὶ διέφυγαν τὴν πολιορκίαν, προσεκολλήθησαν δὲ εἰς αὐτοὺς καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐξωμότες Ἰσραηλίτες. |
22 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπον· ἕως πότε οὐ ποιήσῃ κρίσιν καὶ ἐκδικήσεις τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν; | 22 Αυτοί μετέβησαν προς τον βασιλέα των Συρων και του είπαν· “έως πότε συ θα αναβάλλης να κάμης δικαίαν κρίσιν και να τιμωρήσης τους ομοεθνείς μας αδελφούς Ισραηλίτας; | 22 Ὅλοι αὐτοὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν βασιλιᾶ, τὸν Ἀντίοχον Ε' τὸν Εὐπάτορα, καὶ τοῦ εἶπαν: Μέχρι πότε θὰ καθυστερῇς καὶ δὲν θὰ ἀποδώσῃς δικαιοσύνην καὶ δὲν θὰ ζητήσῃς ἐκδίκησιν καὶ τιμωρίαν διὰ τοὺς ἀδελφούς μας; |
23 ἡμεῖς εὐδοκοῦμεν δουλεύειν τῷ πατρί σου καὶ πορεύεσθαι τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ λεγομένοις καὶ κατακολουθεῖν τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ. | 23 Ημείς έχομεν ολοψύχως συγκατατεθή να δουλεύωμεν στον πατέρα σου, να βαδίζωμεν σύμφωνα όσα αυτός διατάσσει και να ακολουθώμεν πιστώς τας εντολάς του. | 23 Ἡμεῖς ἤμεθα πρόθυμοι νὰ ὑπηρετήσωμεν τὸν πατέρα σου καὶ νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς τὶς ὁδηγίες του καὶ νὰ ὑπακούσωμεν εἰς τὰ διατάγματά του. |
24 καὶ περικάθηνται εἰς τὴν ἄκραν υἱοὶ τοῦ λαοῦ ἡμῶν χάριν τούτου καὶ ἀλλοτριοῦνται ἀφ᾿ ἡμῶν· πλὴν ὅσοι εὑρίσκοντο ἀφ᾿ ἡμῶν ἐθανατοῦντο καὶ αἱ κληρονομίαι ἡμῶν διηρπάζοντο. | 24 Ακριβώς ένεκα τούτου οι Ισραηλίται μας θεωρούν ξένους πλέον και εχθρούς των και έχουν πολιορκήσει την ακρόπολιν. Οσοι δε από ημάς περιέρχονται εις τα χέρια των, φονεύονται, αι δε περιουσίαι μας λεηλατούνται από αυτούς. | 24 Ἀποτέλεσμα ὅμως τῆς προθυμίας μας αὐτῆς εἶναι τὸ ὅτι οἱ συμπατριῶται μας πολιορκοῦν τὴν ἀκρόπολιν, ἐχωρίσθησαν ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἔχουν γίνει ἐχθροί μας.Ἐπὶ πλέον ὅσους συνελάμβαναν ἀπὸ ἡμᾶς, τοὺς ἐφόνευαν καὶ ἅρπαζαν τὴν οἰκογενειακήν μας περιουσίαν. |
25 καὶ οὐκ ἐφ᾿ ἡμᾶς μόνον ἐξέτειναν χεῖρα, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ὅρια αὐτῶν· | 25 Και δεν άπλωσαν μόνον εναντίον ημών τα χέρια των, αλλά και εις όλους τους λαούς, οι οποίοι ευρίσκονται πλησίον της Ιουδαίας. | 25 Οἱ ἐπιθέσεις των δὲν στρέφονται μόνον ἐναντίον μας, στρέφονται καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν χωρῶν, ποὺ συνορεύουν μὲ τὴν χώραν των. |
26 καὶ ἰδοὺ παρεμβεβλήκασι σήμερον ἐπὶ τὴν ἄκραν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ καταλαβέσθαι αὐτήν· καὶ τὸ ἁγίασμα καὶ τὴν Βαιθσούραν ὠχύρωσαν, | 26 Και ιδού ότι σήμερον έχουν στρατοπεδεύσει και πολιορκούν την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, δια να την καταλάβουν. Τον δε ιερόν ναόν των και την πόλιν Βαιθσούραν έχουν οχυρώσει. | 26 Καὶ νά· αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ἔχουν στρατοπεδεύσει ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν πολιορκοῦν μὲ σκοπὸν νὰ τὴν καταλάβουν ἐπίσης ὠχύρωσαν τὸν ἱερὸν Ναὸν καὶ τὴν Βαιθσούραν. |
27 καὶ ἐὰν μὴ προκαταλάβῃ αὐτοὺς διὰ τάχους, μείζονα τούτων ποιήσουσι, καὶ ἰδοὺ δυνήσῃ τοῦ κατασχεῖν αὐτῶν. | 27 Εάν δεν σπεύσης όσον το δυνατόν ταχύτερον να τους προλάβης, αυτοί θα κάμουν περισσότερα κακά και συ δεν θα ημπορέσης πλέον να τους καταβάλης”. | 27 Ἐὰν ἡ μεγαλειότης σου δὲν ἐνεργήσῃ γρήγορα καὶ ἀμέσως διὰ νὰ τοὺς ἀποτρέψῃ καὶ καταπνίξῃ τὴν ἐξέγερσίν των, αὐτοὶ θὰ προχωρήσουν ἀκόμη περισσότερον καὶ θὰ προξενήσουν περισσότερα κακά.Καὶ νά· τώρα ἠμπορεῖς νὰ τοὺς ἐμποδίσῃς· ἐὰν ὅμως καθυστερήσῃς, θὰ εἶναι πλέον ἀργά. |
28 Καὶ ὠργίσθη ὁ βασιλεὺς ὅτε ἤκουσε, καὶ συνήγαγε πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ καὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως αὐτοῦ καὶ τοὺς ἐπὶ τῶν ἡνιῶν· | 28 Οταν ο βασιλεύς ήκουσεν αυτά, ωργίσθη και εκάλεσεν όλους τους φίλους του και τους στρατηγούς του στρατού του και τους αρχηγούς του ιππικού του. | 28 Ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Ε’ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἐκυριεύθη ἀπὸ θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ συνεκάλεσεν ὅλους τοὺς φίλους του καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν στρατιωτικῶν του δυνάμεων καὶ τοὺς ἀρχηγούς (ἀξιωματικούς) τοῦ ἱππικοῦ. |
29 καὶ ἀπὸ βασιλειῶν ἑτέρων καὶ ἀπὸ νήσων θαλασσῶν ἦλθον πρὸς αὐτὸν δυνάμεις μισθωταί. | 29 Ακόμη δέ, υπήκουσαν εις την πρόσκλησίν του και ήλθον προς αυτόν και στρατεύματα μισθοφορικά από άλλα βασίλεια και από τας νήσους της Μεσογείου Θαλάσσης. | 29 Ἐστρατολογήθησαν δὲ καὶ συνηνώθησαν μὲ τὸν στρατόν του μισθοφορικὰ στρατεύματα καὶ ἀπὸ ἄλλα βασίλεια καὶ ἀπὸ τὰ νησιὰ τῆς Μεσογείου θαλάσσης. |
30 καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς τῶν δυνάμεων αὐτοῦ ἑκατὸν χιλιάδες τῶν πεζῶν καὶ εἴκοσι χιλιάδες ἵππων καὶ ἐλέφαντες δύο καὶ τριάκοντα εἰδότες πόλεμον. | 30 Ο αριθμός δε όλων αυτών των στρατιωτικών δυνάμεων ήτο εκατόν χιλιάδες πεζοί, είκοσι χιλιάδες ιππείς και τριάκοντα δύο ελέφαντες γυμνασμένοι προς πόλεμον. | 30 Ἔτσι ὁ στρατός του ἔφθασεν εἰς ἑκατὸν χιλιάδες (100.000) πεζούς, εἴκοσι χιλιάδες (20.000) ἱππεῖς καὶ τριάντα δύο (32) πολεμικοὺς ἐλέφαντες. |
31 καὶ ἤλθοσαν διὰ τῆς ᾿Ιδουμαίας καὶ παρενεβάλοσαν ἐπὶ Βαιθσούραν καὶ ἐπολέμησαν ἡμέρας πολλὰς καὶ ἐποίησαν μηχανάς· καὶ ἐξῆλθον καὶ ἐνεπύρισαν αὐτὰς ἐν πυρὶ καὶ ἐπολέμησαν ἀνδρωδῶς. | 31 Ολος αυτός ο στρατός δια μέσου της Ιδουμαίας ήλθε και εστρατοπέδευσεν απέναντι από την Βαιθσούραν. Επολέμησαν επί πολλάς ημέρας, εχρησιμοποίησαν δε και πολεμικάς μηχανάς, αλλά οι Ιουδαίοι γενναίως επολέμησαν, εξήλθαν από το στρατόπεδόν των και παρέδωσαν στο πυρ τας πολεμικάς μηχανάς εκείνων. | 31 Ὅλη ἡ στρατιωτικὴ αὐτὴ δύναμις ἐπροχώρησε μέσῳ τῆς Ἰδουμαίας, ἔφθασαν ἀπέναντι τῆς Βαιθσούρας καὶ τὴν ἐπερικύκλωσαν.Ἐπολέμησαν δὲ ἐναντίον της ἐπὶ ἡμέρες πολλὲς καὶ κατεσκεύασαν πολιορκητικὲς μηχανές.Ἀλλ' οἱ πολιορκούμενοι ἐξώρμησαν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἔβαλαν φωτιὰ εἰς τὶς πολιορκητικὲς μηχανὲς τῶν ἐχθρῶν των καὶ ἐπολέμησαν ἀνδρικῶς, μὲ γενναιότητα. |
32 καὶ ἀπῇρεν ᾿Ιούδας ἀπὸ τῆς ἄκρας καὶ παρενέβαλεν εἰς Βαιθζαχαρία ἀπέναντι τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως. | 32 Τοτε ο Ιούδας έλυσε την πολιορκίαν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, ανεχώρησεν από εκεί, ήλθε και εστρατοπέδευσεν εις Βαιθζαχαρίαν απέναντι από τον στρατόν του βασιλέως. | 32 Τότε ὁ Ἰούδας ἐγκατέλειψε τὴν πολιορκίαν τῆς ἀκροπόλεως εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Βαιθζαχαρίαν καὶ ἐστρατοπέδευσεν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ βασιλιᾶ Ἀντιόχου τοῦ Ε'. |
33 καὶ ὤρθρισεν ὁ βασιλεὺς τὸ πρωΐ καὶ ἀπῇρε τὴν παρεμβολὴν ἐν ὁρμήματι αὐτῆς κατὰ τὴν ὁδὸν Βαιθζαχαρία, καὶ διεσκευάσθησαν αἱ δυνάμεις εἰς τὸν πόλεμον καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι. | 33 Ο βασιλεύς εσηκώθη λίαν πρωϊ και ωδήγησεν εσπευσμένως τον στρατόν του εις την οδόν προς Βαιθζαχαρίαν, όπου και παρέταξε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις δια την μάχην. Αντήχησαν προς τούτο αι πολεμικαί, σάλπιγγες. | 33 Ὁ βασιλιᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπληροφορήθη τὴν κίνησιν τοῦ Ἰούδα, ἐσηκώθη τὴν ἑπομένην πολὺ πρωῒ καὶ ὡδήγησε τὸν στρατόν του μὲ μεγάλην ταχύτητα καὶ ὁρμὴν εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὴν Βαιθζαχαρίαν ἐκεῖ οἱ δυνάμεις του ὠργανώθηκαν, ἔλαβαν θέσεις μάχης καὶ οἱ πολεμικὲς σάλπιγγες ἐσάλπισαν πόλεμον. |
34 καὶ τοῖς ἐλέφασιν ἔδειξαν αἷμα σταφυλῆς καὶ μόρων τοῦ παραστῆσαι αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον. | 34 Δια να εξερεθίσουν δε τους ελέφαντας προς μάχην παρουσίασαν προ των οφθαλμών των κόκκινο κρασί από σταφύλια και βατόμουρα. | 34 Καὶ ἔδειξαν εἰς τοὺς ἐλέφαντας κόκκινον ὡσὰν αἷμα χυμὸν σταφυλιῶν καὶ μούρων, διὰ νὰ τοὺς προπαρασκευάσουν καὶ νὰ τοὺς ἐρεθίσουν, ὥστε νὰ ὁρμήσουν εἰς τὸν πόλεμον. |
35 καὶ διεῖλον τὰ θηρία εἰς τὰς φάλαγγας καὶ παρέστησαν ἑκάστῳ ἐλέφαντι χιλίους ἄνδρας τεθωρακισμένους ἐν ἁλυσιδωτοῖς, καὶ περικεφαλαῖαι χαλκαῖ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αὐτῶν, καὶ πεντακόσιοι ἵπποι διατεταγμένοι ἑκάστῳ θηρίῳ ἐκλελεγμένοι· | 35 Διεμοίρασαν δε και ετοποθέτησαν τα θηρία αυτά εις διαφόρους θέσεις των στρατιωτιών παρατάξεων. Καθε ελέφαντα τον ακολουθούσαν χίλιοι άνδρες, οι οποίοι εφορούσαν θώρακας λεπιδωτούς και εις τας κεφαλάς των έφερον κράνη χαλκά. Πλησίον δε εις κάθε θηρίον είχον παραταχθή και πεντακόσιοι εκλεκτοί ιππείς. | 35 Διεμοίρασαν δὲ τὰ μεγάλα αὐτὰ θηρία καὶ τὰ ἐτοποθέτησαν μεταξὺ τῶν στρατιωτικῶν φαλάγγων καὶ πλησίον (κατ’ ἄλλους: Πλησίον καὶ γύρω) κάθε ἐλέφαντος ἔστησαν χιλίους (1.000) πεζοὺς στρατιώτας, ποὺ ἐφοροῦσαν ἁλυσιδωτούς (λεπιδωτοὺς) θώρακες καὶ χάλκινες περικεφαλαῖες εἰς τὰ κεφάλια των ἐπίσης κοντὰ εἰς κάθε θηρίον εἶχαν παραταχθῇ καὶ πεντακόσιοι (500) ἐκλεκτοὶ ἱππεῖς. |
36 οὗτοι πρὸ καιροῦ, οὗ ἐὰν ἦν τὸ θηρίον ἦσαν καὶ οὗ ἐὰν ἐπορεύετο ἐπορεύοντο ἅμα, οὐκ ἀφίσταντο ἀπ᾿ αὐτοῦ. | 36 Αυτοί οι ιππείς είχον συνηθίσει τους ίππους των να πηγαίνουν παντού, όπου επήγαινε το θηρίον. Εκεί δηλαδή, όπου επήγαινεν ο ελέφας, επήγαιναν και οι ιππείς μαζή του, και ποτέ δεν απεμακρύνοντο από αυτόν. | 36 Αὐτοὶ οἱ ἱππεῖς εἶχαν ἀσκηθῆ εἰς τὰ πρὸ τοῦ πολέμου γυμνάσια, ὥστε νὰ ἀκολουθοῦν σταθερὰ τὶς κινήσεις τοῦ ἐλέφαντος.Ἔτσι ὅπου ἐστέκετο τὸ θηρίον, ἐστέκοντο καὶ αὐτοί, καὶ ὅπου ἐπήγαινε τοῦτο, ἐπήγαιναν μαζί του καὶ αὐτοὶ καί ποτὲ δὲν ἀπεμακρύνοντο ἀπὸ τὸν ἐλέφαντα. |
37 καὶ πύργοι ξύλινοι ἐπ᾿ αὐτοὺς ὀχυροὶ σκεπαζόμενοι ἐφ᾿ ἑκάστου θηρίου ἐζωσμένοι ἐπ᾿ αὐτοῦ μηχαναῖς, καὶ ἐφ᾿ ἑκάστου ἄνδρες δυνάμεως δύο καὶ τριάκοντα οἱ πολεμοῦντες ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ὁ ᾿Ινδὸς αὐτοῦ. | 37 Επάνω στον κάθε ελέφαντα δεμένος με ισχυρά λουριά υπήρχεν ένας εστεγασμένος ξύλινος οχυρός πύργος. Εις κάθε δε πύργον ευρίσκοντο τριάκοντα δύο εμπειροπόλεμοι στρατιώται, όπως επίσης μεταξύ αυτών και ο Ινδός οδηγός του ελέφαντος. | 37 Ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν κάθε ἐλέφαντος ἐστηρίζετο ὀχυρὸς ξύλινος πύργος καὶ σκεπασμένος.Ὁ πύργος ἐστερεώνετο εἰς τὴν ράχιν τοῦ ἐλέφαντος καὶ ἐδένετο κάτω ἀπὸ τὴν κοιλία του μὲ εἰδικὰ λουριά (ἰσχυρὲς ἁλυσίδες) ζεύξεως.Ἐπάνω εἰς κάθε ξύλινον πύργον εὑρίσκοντο τριάντα δύο γενναῖοι πολεμισταί, οἱ ὁποῖοι ἐμάχοντο ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ὁ Ἰνδὸς ὁδηγὸς τοῦ ἐλέφαντος. |
38 καὶ τὴν ἐπίλοιπον ἵππον ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἔστησαν ἐπὶ τὰ δύο μέρη τῆς παρεμβολῆς κατασείοντες καὶ καταφρασσόμενοι ἐν ταῖς φάραγξιν. | 38 Η υπόλοιπος δύναμις του ιππικού είχε τοποθετηθή εκατέρωθεν της στρατιωτικής παρατάξεως, δια να δίδουν σήματα δράσεως στους επιτιθεμένους και να ασφαλίζουν εκ των πλευρών τας φάλαγγας του στρατεύματος. | 38 Τὸ ὑπόλοιπον ἱππικὸν ἐτοποθέτησαν ἑκατέρωθεν, εἰς τὶς δύο πτέρυγες τοῦ στρατοῦ, διὰ νὰ παρενοχλῇ τὸν ἐχθρόν, ἐνῷ ταυτοχρόνως θὰ ἐπροστάτευε τὶς φάλαγγες τοῦ στρατοῦ. |
39 ὡς δὲ ἔστιλβεν ὁ ἥλιος ἐπὶ τὰς χρυσᾶς καὶ χαλκᾶς ἀσπίδας, ἔστιλβε τὰ ὄρη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ κατηύγαζεν ὡς λαμπάδες πυρός. | 39 Καθώς δε ελαμποκοπούσαν και αντανεκλώντο αι ακτίνες του ηλίου επάνω εις τας χρυσάς και χαλκίνας ασπίδας, όλα τα γύρω βουνά έλαμπαν και εφώτιζαν ως εάν ήσαν λαμπάδες πυρός. | 39 Ὅταν οἰ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἔπιπταν ἐπάνω εἰς τὶς χρυσὲς καὶ τὶς χάλκινες ἀσπίδες, ἄστραφταν οἱ γύρω λόφοι ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολίαν τῶν καὶ ἐφώτιζαν ὡσὰν ἀναμμένες λαμπάδες. |
40 καὶ ἐξετάθη μέρος τι τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ὄρη καί τινες ἐπὶ τὰ ταπεινά· καὶ ἤρχοντο ἀσφαλῶς καὶ τεταγμένως. | 40 Ενα τμήμα της στρατιωτικής δυνάμεως του βασιλέως ανεπτύχθη εις τα υψηλά εκεί όρη. Ενῷ ένα άλλο τμήμα επροχώρει εις τας πεδιάδας. Επροχωρούσαν δε με βήμα ασφαλές και συντεταγμένοι καλώς. | 40 Ἄλλο τμῆμα τοῦ βασιλικοῦ στρατοῦ εἶχεν ἀναπτυχθῆ εἰς τὶς ὑψηλὲς πλαγιὲς τοῦ ὄρους καὶ ἄλλο τμῆμα κάτω χαμηλὰ εἰς τὶς πεδιάδες.Ἐπροχωροῦσαν δὲ εἰς παράταξιν σταθερὰν καὶ καλῶς πειθαρχημένην. |
41 καὶ ἐσαλεύοντο πάντες οἱ ἀκούοντες φωνῆς πλήθους αὐτῶν καὶ ὁδοιπορίας τοῦ πλήθους καὶ συγκρουσμοῦ τῶν ὅπλων· ἦν γὰρ ἡ παρεμβολὴ μεγάλη σφόδρα καὶ ἰσχυρά. | 41 Κατελήφθησαν από ταραχήν όλοι όσοι ήκουαν την φωνήν του πλήθους αυτού και τον θόρυβον του πεζοπορούντος στρατού και τον κρότον των συγκρουομένων όπλων. Διότι ήτο πράγματι ο στρατός αυτός πάρα πολύς εις αριθμόν και εις δύναμιν. | 41 Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἄκουαν τὸν πολὺ δυνατὸν θόρυβον καὶ κρότον τοῦ πεζοποροῦντος μεγάλου αὐτοῦ στρατιωτικοῦ πλήθους καὶ τὸ κροτάλισμα τῶν συγκρουομένων ὅπλων, ἐτρόμαζαν! Διότι ἦταν πράγματι ἕνας πάρα πολὺ μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς στρατός. |
42 καὶ ἤγγισεν ᾿Ιούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ εἰς παράταξιν, καὶ ἔπεσον ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἑξακόσιοι ἄνδρες. | 42 Ο Ιούδας επροχώρησε με τον στρατόν του συντεταγμένον δια την μάχην. Κατά την πρώτην σύγκρουσιν έπεσαν από τον στρατόν του βασιλέως εξακόσιοι άνδρες. | 42 Ὁ Ἰούδας δὲ καὶ ὁ στρατός του ἐπλησίασαν καὶ ἔδωκαν μάχην, ὁπότε ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ βασιλιᾶ ἑξακόσιοι (600) ἄνδρες. |
43 καὶ εἶδεν ᾿Ελεάζαρ ὁ Αὐαρὰν ἓν τῶν θηρίων τεθωρακισμένον θώρακι βασιλικῷ, καὶ ἦν ὑπεράγον πάντα τὰ θηρία, καὶ ᾠήθη ὅτι ἐν αὐτῷ ἐστιν ὁ βασιλεύς. | 43 Ενας γενναίος ανήρ από τον στρατόν του Ιούδα, ο Ελεάζαρ ο επονομαζόμενος Αυαράν, είδεν ένα από τους ελέφαντας σκεπασμένον με βασιλικήν ιπποσκευήν και ο οποίος κατά το ύψος υπερείχεν από όλους τους άλλους ελέφαντας. Ενόμισεν ότι εκεί ασφαλώς θα ευρίσκετο ο βασιλεύς. | 43 Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς νεωτέρους ἀδελφοὺς τοῦ Ἰούδα, ὁ Ἐλεάζαρ, ποὺ ἐπωνομάζετο Αὐαράν, ἐπεσήμανεν ἕνα ἀπὸ τοὺς πολεμικοὺς ἐλέφαντες, ποὺ ἦταν καλυμμένος μὲ βασιλικὴν ἰπποσκευήν (πανοπλίαν μὲ ἁλυσιδωτοὺς θώρακες, ὅπως οἱ στρατιῶται) καὶ ὁ ὁποῖος ὑπερεῖχεν εἰς ὕψος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐλέφαντας.Τοῦτο ἔκαμε τὸν Ἐλεάζαρ νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ὁ βασιλιᾶς εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς τὸν ἐλέφαντα αὐτόν. |
44 καὶ ἔδωκεν ἑαυτὸν τοῦ σῶσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ περιποιῆσαι ἑαυτῷ ὄνομα αἰώνιον· | 44 Απεφάσισε, λοιπόν, να θυσιασθή αυτός, δια να σώση τον λαόν του και να αποκτήση όνομα αθάνατον. | 44 Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ θυσιάσῃ ἑκουσίως τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ σώσῃ τὸν λαόν του καὶ νὰ ἀποκτήσῃ ὄνομα αἰώνιον καὶ ἀθάνατον. |
45 καὶ ἐπέδραμεν αὐτῷ θράσει εἰς μέσον τῆς φάλαγγος καὶ ἐθανάτου δεξιὰ καὶ εὐώνυμα, καὶ ἐσχίζοντο ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔνθα καὶ ἔνθα· | 45 Ετρεξε με θάρρος πολύ στον ελέφαντα αυτόν δια μέσου της εχθρικής φάλαγγος, εθανάτωνε δεξιά και αριστερά όσους συνήντα, οι δε άλλοι κατατρομαγμένοι παρεμέριζαν απ' εδώ και απ' εκεί, δια να περάση εκείνος. | 45 Ὥρμησε λοιπὸν μὲ πολὺ θάρρος πρὸς τὸν ἐλέφαντα αὐτὸν εἰς τὸ μέσον τῆς ἐχθρικῆς φάλαγγος, σκορπίζων τὸν θάνατον δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ παρεμέριζαν τρομοκρατημένοι ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἄνοιγαν δρόμον. |
46 καὶ εἰσέδυ ὑπὸ τὸν ἐλέφαντα καὶ ὑπέθεκεν αὐτῷ καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν ἐπάνω αὐτοῦ, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ. | 46 Αυτός τότε εισεχώρησε κάτω από την κοιλίαν του ελέφαντος, έχωσε το μαχαίρι του εις την κοιλίαν του ζώου και τον εφόνευσεν. Ο ελέφας έπεσε κατά γης επάνω στον Ελεάζαρον, ο οποίος και καταπλακωθείς από το βάρος απέθανεν. | 46 Καὶ ὁ Ἐλεάζαρ εἰσεχώρησε κάτω ἀπὸ τὴν κοιλία τοῦ ἐλέφαντος, τὸν ἐκάρφωσε μὲ τὸ μαχαίρι του εἰς τὴν κοιλία καὶ τὸν ἐσκότωσε.Τότε τὸ κτυπημένον ζῶον ἐσωριάσθη κατὰ γῆς καὶ ἐπλάκωσε τὸν Ἐλεάζαρ, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπέθανεν ἐπὶ τόπου. |
47 καὶ εἶδον τὴν ἰσχὺν τῆς βασιλείας καὶ τὸ ὅρμημα τῶν δυνάμεων, καὶ ἐξέκλιναν ἀπ᾿ αὐτῶν. | 47 Οι Ιουδαίοι όμως είδον τας πολλάς δυνάμστου βασιλέως και την ασυγκράτητον ορμήν των στρατευμάτων του και ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν. | 47 Ἀλλ’ ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι διεπίστωσαν τὴν πολεμικὴν δύναμιν τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὴν ὁρμὴν τοῦ στρατοῦ του, ἐγκατέλειψαν τὸ πεδίον τῆς μάχης καὶ ὑπεχώρησαν κανονικῶς. |
48 οἱ δὲ ἐκ τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἀνέβαινον εἰς συνάντησιν αὐτῶν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ παρενέβαλεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ εἰς τὸ ὄρος Σιών. | 48 Τοτε δε οι στρατιώται του βασιλέως ανέβησαν εις την Ιερουσαλήμ, δια να συναντήσουν εκεί τους Ιουδαίους. Ο βασιλεύς με τα στρατεύματά του έθεσεν εις κατάστασιν πολιορκίας την Ιουδαίαν και το όρος Σιών. | 48 Τότε τὸ πλέον ἀξιόλογον τμῆμα τῶν στρατιωτῶν τοῦ βασιλιᾶ ἐπροχώρησαν καὶ ἀνέβησαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ συναντήσουν τοὺς Ἰουδαίους καὶ νὰ συγκρουσθοῦν μαζί των καὶ ὁ βασιλιᾶς ἔθεσεν εἰς κατάστασιν πολιορκίας τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὸν λόφον τῆς Σιών. |
49 καὶ ἐποίησεν εἰρήνην μετὰ τῶν ἐκ Βαιθσούρων, καὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως, ὅτι οὐκ ἦν αὐτοῖς ἐκεῖ διατροφὴ τοῦ συγκεκλεῖσθαι ἐν αὐτῇ, ὅτι σάββατον ἦν τῇ γῇ· | 49 Κατ' αυτόν δε τον καιρόν συνήψεν αυτός ειρήνην με τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις Βαιθσούραν. Αυτοί ηναγκάσθησαν από την πείναν να εξέλθουν εκ της πόλεώς των, διότι ούτε στο ύπαιθρον υπήρχον τρόφιμα, ούτε αυτοί είχαν αποθηκεύσει προηγουμένως εις την πόλιν, επειδή το έτος αυτό ήτο το σαββατικόν έτος της αγραναπαύσεως. | 49 Συνῆψε δὲ ὁ βασιλιᾶς εἰρήνην μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Βαιθσούρας, οἱ ὁποῖοι ἐβγῆκαν καὶ ἐγκατέλειψαν τὴν πόλιν, διότι δὲν ὑπῆρχαν πλέον τρόφιμα, ὥστε νὰ ἀνθέξουν εἰς πολιορκίαν καὶ ἀποκλεισμὸν μέσα εἰς τὰ τείχη, ἐπειδὴ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἦταν Σαββατικόν, δηλαδὴ ἔτος πλήρους ἀναπαύσεως τῆς γῆς, κατὰ τὸ ὁποῖον ἡ γῆ ἀφήνετο ἐντελῶς ἀκαλλιέργητος. |
50 καὶ κατελάβετο βασιλεὺς τὴν Βαιθσούραν, καὶ ἀπέταξεν ἐκεῖ φρουρὰν τηρεῖν αὐτήν. | 50 Ετσι δε ο βασιλεύς κατέλαβεν αμαχητί την Βαιθσούραν και εγκατέστησεν εις αυτήν στρατιωτικήν φρουράν, δια να την φυλάττη. | 50 Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς κατέλαβε τὴν Βαιθσούραν καὶ ἐγκατέστησεν ἐκεῖ φρουράν, διὰ νὰ τὴν ἐπιτηρῇ. |
51 καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ τὸ ἁγίασμα ἡμέρας πολλὰς καὶ ἔστησεν ἐκεῖ βελοστάσεις καὶ μηχανὰς καὶ πυροβόλα καὶ λιθόβολα καὶ σκορπίδια εἰς τὸ βάλλεσθαι βέλη καὶ σφενδόνας. | 51 Ο βασιλεύς εστρατοπέδευσεν επ' αρκετόν χρόνον προ του ιερού ναού. Εστησε βαληστρίδας, πολιορκητικάς μηχανάς, μηχανάς δια των οποίων ερρίπτοντο καιόμενα βέλη, λιθοβόλους μηχανάς, σφενδόνας και σκορπίδια, δια να βάλουν συγχρόνως εν διασπορά πολλά βέλη. | 51 Κατόπιν ἐστρατοπέδευσεν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸν καὶ τὸν ἐπολιόρκησεν ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες.Ἔστησεν ἐκεῖ βαλλιστρίδες (μηχανές, μὲ τὶς ὁποῖες ἐξετόξευαν βέλη) καὶ πολιορκητικὲς μηχανὲς καὶ μηχανές, ποὺ ἐξετόξευαν φλεγόμενα βέλη, καὶ μηχανές - καταπέλτες, ποὺ ἐξετόξευαν λίθους, καὶ μικρούς σκορπιούς, μηχανὲς μικρότερες διὰ νὰ ἐκτοξεύουν ταυτοχρόνως πολλὰ βέλη, καὶ σφενδόνες. |
52 καὶ ἐποίησαν καὶ αὐτοὶ μηχανὰς πρὸς τὰς μηχανὰς αὐτῶν καὶ ἐπολέμησαν ἡμέρας πολλάς. | 52 Αλλά και οι πολιορκούμενοι κατεσκεύαζαν επίσης, και αυτοί πολεμικάς μηχανάς εναντίον των μηχανών, που είχαν οι πολιορκηταί, και επί πολύ χρονικόν διάστημα έφεραν αντίστασιν. | 52 Ἀλλὰ καὶ οἱ πολιορκούμενοι Ἰουδαῖοι κατεσκεύασαν καὶ αὐτοὶ πολεμικὲς μηχανές, διὰ νὰ ἀντεπιτεθοῦν κατὰ τῶν μηχανῶν τῶν Σύρων, καὶ ἀντέταξαν ἀντίστασιν πολλῶν ἡμερῶν. |
53 βρώματα δὲ οὐκ ἦν ἐν τοῖς ἀγγείοις διὰ τὸ ἕβδομον ἔτος εἶναι, καὶ οἱ ἀνασῳζόμενοι εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν κατέφαγον τὸ ὑπόλειμμα τῆς παραθέσεως. | 53 Τρόφιμα όμως δεν υπήρχον πλέον εις τας αποθήκας των, διότι ήτο τότε το έβδομον έτος της αγραναπαύσεως. Επί πλέον οι Ισραηλίται, οι οποίοι είχον επανέλθει από τας ειδωλολατρικάς χώρας, είχαν καταναλώσει τας υπολειφθείσας τροφάς εις τας αποθήκας. | 53 Ὅμως δὲν ὑπῆρχαν πλέον τρόφιμα εἰς τὶς ἀποθῆκες ἕνεκα τοῦ ἑβδόμου (Σαββατικοῦ) ἔτους· καὶ διότι ἐκεῖνοι, ποὺ κατέφυγαν κατὰ καιροὺς εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὡς πρόσφυγες ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη διὰ νὰ σωθοῦν, κατέφαγαν ὅλα τὰ τρόφιμα, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει εἰς τὶς ἀποθῆκες. |
54 καὶ ὑπελείφθησαν ἐν τοῖς ἁγίοις ἄνδρες ὀλίγοι, ὅτι κατεκράτησεν αὐτῶν ὁ λιμός, καὶ ἐσκορπίσθησαν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. | 54 Δεν απέμειναν στους ιερούς χώρους, ει μη μόνον ολίγοι άνδρες Ιουδαίοι, διότι η πείνα ολονέν και περισσότερον ηύξανε. Δι' αυτό οι άλλοι μετέβησαν ο καθένας εις την πόλιν και την οικίσαν του. | 54 Μόνον ἐλάχιστοι ἄνδρες εἶχαν ἀπομείνει εἰς τὸν ἅγιον τόπον, διότι ἡ πεῖνα ὑπῆρξε πολὺ ἰσχυρή, ὥστε δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὴν ἀνθέξουν δι’ αὐτὸ οἱ φρουροὶ τοῦ Ναοῦ ἔφυγαν καὶ διεσκορπίσθησαν ὁ καθένας εἰς τὸν τόπον του. |
55 Καὶ ἤκουσε Λυσίας ὅτι Φίλιππος, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς ᾿Αντίοχος ἔτι ζῶν ἐκθρέψαι ᾿Αντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸ βασιλεῦσαι αὐτόν, | 55 Τοτε ο Λυσίας επληροφορήθη ότι ο Φιλιππος, τον οποίον ο βασιλεύς Αντίοχος, ενώ ακόμα ζούσε, είχεν ορίσει, δια να αναθρέψη τον υιόν του τον Αντίοχον, ώστε να αναδείξη αυτόν άξιον βασιλέα, | 55 Ὁ Λυσίας, ἐνῷ ἐπολιορκοῦσε τὸν Ναόν, ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Φίλιππος, τὸν ὁποῖον ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Δ', πρὶν ἀκόμη ἀποθάνῃ, εἶχεν ὁρίσει νὰ ἀναθρέψῃ καὶ ἐκπαιδεύσὴ τὸν υἱόν του Ἀντίοχον, ὥστε νὰ τοῦ ἀναθέσῃ ἀργότερα τὸν βασιλικὸν θρόνον, |
56 ἀπέστρεψεν ἀπὸ τῆς Περσίδος καὶ Μηδίας καὶ αἱ δυνάμεις αἱ πορευθεῖσαι τοῦ βασιλέως μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ὅτι ζητεῖ παραλαβεῖν τὰ πράγματα. | 56 επέστρεψεν από την Περσίαν και την Μηδίαν έχων μαζή του τας στρατιωτικάς δυνάμεις, αι οποίαι είχαν ακολουθήσει τον βασιλέα εις την εκστρατείαν του. Εμαθεν ακόμα ο Λυσίας, ότι ο Φιλιππος επιζητούσε να αναλάβη αυτός εις τας χείρας του τας υποθέσστου βασιλείου της Συρίας. | 56 ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Περσίαν καὶ τὴν Μηδίαν μαζὶ μὲ τὸ ἐκστρατευτικὸν στρατιωτικὸν σῶμα, ποὺ συνώδευσε τὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον Δ'.Ἀκόμη ὁ Λυσίας ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Φίλιππος ἐπροσπαθοῦσε νὰ καταλάβῃ τὴν ἐξουσίαν καὶ νὰ γίνῃ κύριος τῶν ὑποθέσεων τοῦ βασιλείου τῆς Συρίας. |
57 καὶ κατέσπευδε τοῦ ἀπελθεῖν καὶ εἰπεῖν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως καὶ τοὺς ἄνδρας· ἐκλείπομεν καθ᾿ ἡμέραν, καὶ ἡ τροφὴ ἡμῖν ὀλίγη, καὶ ὁ τόπος οὗ παρεμβάλλομέν ἐστιν ὀχυρός, καὶ ἐπίκειται ἡμῖν τὰ τῆς βασιλείας· | 57 Εσπευδε, λοιπόν, ο Λυσίας να απομακρυνθή από την Ιερουσαλήμ και να είπη προς τον βασιλέα, τους αρχηγούς του στρατού και εις αυτόν τούτον τον στρατόν· “εδώ κάθε ημέραν χάνομεν άνδρας. Η τροφή μας είναι ολίγη, αλλά και ο τόπος, τον οποίον πολιορκούμεν, είναι πολύ ισχυρός. Το σπουδαιότερον είναι ότι επείγουν αι υποθέσστου Κράτους. | 57 Ἔτσι ὁ Λυσίας ἐπέσπευδε τὴν ὅσον τὸ δυνατὸν σύντομον ἀναχώρησίν του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ λέγων πρὸς τὸν βασιλιᾶ καὶ εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ στρατεύματος καὶ εἰς τοὺς στρατιῶτες: Κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾷ, γινόμεθα περισσότερον ἀδύνατοι, τὰ τρόφιμά μας ὀλιγοστεύουν καὶ ὁ τόπος, τὸν ὁποῖον πολιορκοῦμεν, εἶναι ὠχυρωμένος καὶ ἰσχυρός· ἐπὶ πλέον οἰ ὑποθέσεις τοῦ κράτους εἶναι πιεστικὲς καὶ ἀπαιτοῦν τὴν προσοχὴν καὶ τὴν ἄμεσον φροντίδα μας. |
58 νῦν οὖν δῶμεν δεξιὰν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις καὶ ποιήσωμεν μετ᾿ αὐτῶν εἰρήνην καὶ μετὰ παντὸς ἔθνους αὐτῶν | 58 Λοιπόν τώρα ας συμφιλιωθώμεν με τους ανθρώπους αυτούς, ας συνάψωμεν ειρήνην μαζή με αυτούς και με όλον το έθνος των, | 58 Δι’ αὐτὸ ἂς συμφιλιωθῶμεν τώρα μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, δίνοντας τὸ δεξί μας χέρι εἰς ἔνδειξιν φιλίας καὶ συμβιβασμοῦ, καὶ ἂς συνάψωμεν μαζί των εἰρήνην καὶ μὲ ὅλον τὸ ἔθνος των. |
59 καὶ στήσωμεν αὐτοῖς τοῦ πορεύεσθαι τοῖς νομίμοις αὐτῶν, ὡς τὸ πρότερον· χάριν γὰρ τῶν νομίμων αὐτῶν, ὧν διεσκεδάσαμεν, ὠργίσθησαν καὶ ἐποίησαν ταῦτα πάντα. | 59 ας σεβασθώμεν το δικαίωμά των να ζουν σύμφωνα με τα ιδικά των νόμιμα, όπως εγίνετο και προηγουμένως. Διότι χάριν αυτών ακριβώς των νόμων, τους οποίους ημείς θέλομεν να καταπατήσωμεν, ωργίσθησαν αυτοί και έκαμαν όλα αυτά εναντίον μας”. | 59 Ἂς τοὺς ἐγγυηθῶμεν καὶ ἂς τοὺς ἀναγνωρίσωμεν τὸ δικαίωμα νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους των, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά των, ὅπως ἐζοῦσαν καὶ προηγουμένως.Διότι χάριν τῶν νόμων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων αὐτῶν, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς κατηργήσαμεν, ἐκυριεύθησαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀπὸ ἀγανάκτησιν καὶ ὀργὴν καὶ ἔκαμαν ὅλα αὐτά. |
60 καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀρχόντων, καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς εἰρηνεῦσαι, καὶ ἐπεδέξαντο. | 60 Ο λόγος αυτός ήρεσε στον βασιλέα και στους άρχοντας. Απέστειλε δε βασιλεύς άνδρας προς τους Ιουδαίους δια να κλείσουν ειρήνην· οι δε Ιουδαίοι εδέχθησαν τας προτάσεις. | 60 Ἡ πρότασις αὐτὴ τοῦ Λυσία ἄρεσε καὶ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ, Ἀντίοχον Ε' τὸν Εὐπάτορα, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ στρατοῦ· καὶ ὁ βασιλιᾶς ἀπέστειλε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ὄρους εἰρήνης, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι τοὺς ἀπεδέχθησαν. |
61 καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες· ἐπὶ τούτοις ἐξῆλθον ἐκ τοῦ ὀχυρώματος. | 61 Ο βασιλεύς και οι άρχοντές του ωρκίσθησαν προς τους Ιουδαίους δια την τήρησιν της συνθήκης. Επειτα από αυτά οι Ιουδαίοι εβγήκαν από τα οχυρώματά των. | 61 Ὁ βασιλιᾶς καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ ἐπεκύρωσαν τὴν συνθήκην εἰρήνης μὲ ὅρκον καὶ τότε οἱ πολιορκούμενοι ἐβγῆκαν ἀπὸ τὶς ὠχυρωμένες θέσεις των. |
62 καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ εἶδε τὸ ὀχύρωμα τοῦ τόπου καὶ ἠθέτησε τὸν ὁρκισμόν, ὃν ὤμοσε, καὶ ἐνετείλατο καθελεῖν τὸ τεῖχος κυκλόθεν. | 62 Ο δε βασιλεύς ακολουθούμενος από στρατόν εισήλθεν εις την Σιών. Είδε τα οχυρώματα του τόπου και παρέβη τον όρκον, τον οποίον έδωσε. Διέταξε σε τους στρατιώτας του να κρημνίσουν το γύρω τείχος. | 62 Ἀλλ’ ὅταν ὁ βασιλιᾶς ἐμπῆκε εἰς τὸν χῶρον τοῦ λόφου τῆς Σιὼν καὶ εἶδε πόσον καλὰ ὠχυρωμένος, καὶ ἀπόρθητος ἦταν ὁ τόπος, ἀθέτησε τὸν ὅρκον, τὸν ὁποῖον ἔδωκε, καὶ διέταξε νὰ κατεδαφίσουν γύρω γύρω τὸ τεῖχος, ποὺ περιέβαλλε τὸν Ναόν. |
63 καὶ ἀπῇρε κατὰ σπουδὴν καὶ ἀπέστρεψεν εἰς ᾿Αντιόχειαν καὶ εὗρε Φίλιππον κυριεύοντα τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμησε πρὸς αὐτόν, καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν βίᾳ. | 63 Κατόπιν με μεγάλην βίαν ανεχώρησε και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν. Εκεί όμως ευρήκε τον Φιλιππον κύριον της πόλεως αυτής. Επολέμησεν εναντίον αυτού και εκυρίευσε την πόλιν κατόπιν σκληρού αγώνος. | 63 Κατόπιν δὲ ἀνεχώρησε πάρα πολὺ βιαστικὰ καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ὅπου εὑρῆκε τὸν Φίλιππον νὰ εἶναι ἤδη κύριος τῆς πόλεως.Ἀλλ' ὁ Ἀντίοχος Ε' ὁ Εὐπάτωρ ἐπολέμησεν ἐναντίον τοῦ Φιλίππου καὶ κατέλαβε τὴν πόλιν μὲ ἕφοδον καὶ μὲ τὴν δύναμιν τῶν ὅπλων. |