Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέστειλεν ὁ ᾿Αντίοχος υἱὸς Δημητρίου τοῦ βασιλέως ἐπιστολὰς ἀπὸ τῶν νήσων τῆς θαλάσσης Σίμωνι ἱερεῖ καὶ ἐθνάρχῃ τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ παντὶ τῷ ἔθνει. 1 Ο βασιλεύς Αντίοχος, υιός του Δημητρίου, έστειλεν από τας νήσους της Μεσογείου επιστολήν προς τον Σιμωνα, τον αρχιερέα και εθνάρχην των Ιουδαίων, και προς όλον το ιουδαϊκόν έθνος. 1 Ο βασιλιᾶς Ἀντίοχος Ζ', υἱὸς τοῦ βασιλιᾶ Δημητρίου A', ἀπέστειλεν ἐπιστολὴν ἀπὸ τὶς νήσους τῆς Μεσογείου θαλάσσης πρὸς τὸν Σίμωνα, τὸν ἀρχιερέα καὶ ἐθνάρχην τῶν Ἰουδαίων, καὶ εἰς ὅλον τὸ Ἰουδαικὸν ἔθνος.
2 καὶ ἦσαν περιέχουσαι τὸν τρόπον τοῦτον· «Βασιλεὺς ᾿Αντίοχος Σίμωνι ἱερεῖ μεγάλῳ καὶ ἐθνάρχῃ καὶ ἔθνει ᾿Ιουδαίων χαίρειν, 2 Η επιστολή αυτή περιείχε τα εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει τον αρχιερέα Σιμωνα, τον έθναρχην των Ιουδαίων, όπως επίσης και ολόκληρον το έθνος των Ιουδαίων. 2 Περιεχόμενον τῆς ἐπιστολῆς ἦταν τὸ ἀκόλουθον: Ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος πρὸς τὸν Σίμωνα, τὸν ἀρχιερέα καὶ ἐθνάρχην, καὶ πρὸς τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος εὔχεται εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν.
3 ἐπειδὴ ἄνδρες λοιμοὶ κατεκράτησαν τῆς βασιλείας τῶν πατέρων ἡμῶν, βούλομαι δὲ ἀντιποιήσασθαι τῆς βασιλείας, ὅπως ἀποκαταστήσω αὐτὴν ὡς ἦν τὸ πρότερον, ἐξενολόγησα δὲ πλῆθος δυνάμεων καὶ κατεσκεύασα πλοῖα πολεμικά, 3 Επειδή κακοήθεις άνθρωποι ήρπασαν και έχουν υπό την κυριότητά των το βασίλειον των πατέρων μας, θέλω να διεκδικήσω την βασιλείαν και να αποκαταστήσω αυτήν, όπως ήτο προηγουμένως. Προς τον σκοπόν αυτόν εστρατολόγησα παλλάς στρατιωτικάς δυνάμεις και κατεσκεύασα πολεμικά πλοία. 3 Ἐπειδὴ ὡρισμένοι ἄνδρες ἀχρεῖοι ἐσφετερίσθησαv τὴν ἐξουσίαν καὶ ἔγιναν κύριοι τοῦ βασιλείου τῶν πατέρων μας, τώρα ἐπιθυμῶ νὰ διεκδικήσω τὰ δικαιώματά μου ἐπὶ τῆς βασιλείας, διὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσω ὅπως ἦταν προηγουμένως· διὰ τοῦτο ἐστρατολόγησα μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν ἀπὸ ξένους μισθοφόρους καὶ κατεσκεύασα πολεμικὰ πλοῖα.
4 βούλομαι δὲ ἐκβῆναι κατὰ τὴν χώραν, ὅπως μετέλθω τοὺς κατεφθαρκότας τὴν χώραν ἡμῶν καὶ τοὺς ἠρημωκότας πόλεις πολλὰς ἐν τῇ βασιλείᾳ· 4 Θέλω, λοιπόν, να κάμω απόβασιν εις την χώραν, δια να τιμωρήσω εκείνους, οι οποίοι κατέστρεψαν την χώραν μου και ηρήμωσαν πολλάς πόλεις στο βασίλειόν μου. 4 Ἐπιθυμῶ δὲ νὰ ἀποβιβασθῶ εἰς τὴν χώραν μου, διὰ νὰ ἐπιτεθῶ καὶ τιμωρήσω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐλεηλάτησαν καὶ κατέστρεψαν τὴν χώραν μας καὶ ἐρήμωσαν πολλὲς πόλεις εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ βασιλείου.
5 νῦν οὖν ἵστημί σοι πάντα τὰ ἀφαιρέματα, ἃ ἀφῆκάν σοι οἱ πρὸ ἐμοῦ βασιλεῖς καὶ ὅσα ἄλλα δόματα ἀφῆκάν σοι. 5 Επικυρώνω, λοιπόν, τώρα όλας τας καταργήσεις των φόρων, τας οποίας οι προ εμού βασιλείς είχαν κάμει εις σέ, όπως επίσης και όλας τας παραχωρήσεις, τας οποίας σου αφήκαν. 5 Διὰ τοῦτο λοιπὸν τώρα σοῦ ἐπιβεβαιώνω καὶ ἐπικυρώνω ὅλες τὶς ἁπαλλαγὲς καὶ καταργήσεις φόρων, τὶς ὁποῖες σοῦ παρεχώρησαν οἱ πρὶν ἀπὸ ἐμὲ βασιλεῖς, ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλες τὶς ἄλλες παραχωρήσεις, τὶς ὁποῖες ἐκεῖνοι σοῦ ἔκαμαν.
6 καὶ ἐπέτρεψά σοι ποιῆσαι κόμμα ἴδιον νόμισμα τῇ χώρᾳ σου, 6 Επίσης σου επιτρέπω να κόψης ιδιαίτερον νόμισμα δια την χώραν σου με την εικόνα του προσώπου σου. 6 Ἀκόμη σου ἐπιτρέπω νὰ κόψῃς ἰδικόν σου νόμισμα (μὲ τὸ ἰδικόν σου πρόσωπον καὶ ἔμβλημα) διὰ τὴν χώραν σου.
7 ῾Ιερουσαλὴμ δὲ καὶ τὰ ἅγια εἶναι ἐλεύθερα· καὶ πάντα τὰ ὅπλα ὅσα κατεσκεύασας, καὶ τὰ ὀχυρώματα, ἃ ᾠκοδόμησας ὧν κρατεῖς, μενέτω σοι. 7 Η Ιερουσαλήμ και ο ιερός ναός να είναι ελεύθερα. Ολα τα όπλα, τα οποία έχεις κατασκευάσει και τα οχυρωματικά έργα τα οποία ανοικοδόμησες και επί των οποίων έχεις εξουσίαν, να παραμένουν ιδικά σου. 7 Ἐπίσης βεβαιώνω ὅτι ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ Ναός, θὰ εἶναι ἐλεύθερα.Ἐπὶ πλέον ὅλα τὰ ὅπλα, τὰ ὁποῖα κατεσκεύασες, καὶ ὅλα τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα καὶ φρούρια, ποὺ ἀνοικοδόμησες, θὰ παραμείνουν ἰδικά σου.
8 καὶ πᾶν ὀφείλημα βασιλικὸν καὶ τὰ ἐσόμενα βασιλικά, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ἀφιέσθω σοι· 8 Επίσης σας απαλλάσσω της πληρωμής κάθε χρέους σας προς το βασιλικόν ταμείον, όπως και κάθε χρέους, το οποίον θα οφείλετε στο μέλλον από τώρα και εις όλον τον μετέπειτα χρόνον. 8 Ἀπὸ ὅλα δὲ τὰ χρέη καὶ τὶς ὀφειλές, ποὺ τώρα ὀφείλετε εἰς τὸ βασιλικὸν ταμεῖον, καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς μέλλουσες ὀφειλὲς εἰς τὸ ἴδιον ταμεῖον, βεβαιώνω ὅτι ἀπαλλάσσεσθε ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ διηνεκές.
9 ὡς δ᾿ ἂν κρατήσωμεν τῆς βασιλείας ἡμῶν, δοξάσομέν σε καὶ τὸ ἔθνος σου καὶ τὸ ἱερὸν δόξῃ μεγάλῃ, ὥστε φανερὰν γενέσθαι τὴν δόξαν ὑμῶν ἐν πάσῃ τῇ γῇ». - 9 Οταν δε ανακαταλάβωμεν το βασίλειόν μας, θα τιμήσωμεν σέ, το έθνος σου και τον ιερόν ναόν με μεγάλας τιμάς, ώστε η δόξα σας να γίνη φανερή εις όλην την οικουμένην”. 9 Ἐπὶ πλέον, ὅταν θὰ ἀνακτήσωμεν καὶ πάλιν τὸν βασιλικὸν θρόνον καὶ γίνωμεν κύριοι τοῦ βασιλείου μας, θὰ τιμήσωμεν μὲ μεγάλες τιμὲς σὲ καὶ τὸ ἔθνος σου καὶ τὸν Ναόν, τόσον, ὥστε ἡ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖον σας νὰ καταστοῦν φανερὰ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
10 ῎Ετους τετάρτου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐξῆλθεν ᾿Αντίοχος εἰς τὴν γῆν πατέρων αὐτοῦ, καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις, ὥστε ὀλίγους εἶναι τοὺς καταλειφθέντας σὺν Τρύφωνι. 10 Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν τέταρτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Αντίοχος εξήλθε και εβάδισε προς την χώραν των πατέρων του. Ολαι δε αι στρατιωτικαί δυνάμεις ηνώθησαν με αυτόν, ώστε ολίγοι στρατιώται απέμειναν μαζή με τον Τρύφωνα. 10 Κατὰ τὸ ἑκατοστὸν ἑβδομηκοστὸν τέταρτον (174ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 139/138 π.Χ.) ὁ Ἀντίοχος Ζ’ ἀπεβιβάσθη εἰς τὴν χώραν τῶν πατέρων του καὶ προσεχώρησαν πρὸς αὐτὸν ὅλες οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις, ὥστε ὀλίγοι νὰ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει μὲ τὸν Τρύφωνα.
11 καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν ᾿Αντίοχος ὁ βασιλεύς, καὶ ἦλθε φεύγων εἰς Δωρᾶ τὴν ἐπὶ τῆς θαλάσσης· 11 Ο βασιλεύς Αντίοχος ενίκησε και κατεδίωξε τον Τρύφωνα, ο οποίος ετράπη εις φυγήν και ήλθεν εις Δωρά παρά την θάλασσαν. 11 Ὁ Ἀντίοχος Ζ' κατεδίωξε τὸν σφετεριστὴν τῆς βασιλείας τοῦ Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος κατέφυγεν ὡς φυγὰς εἰς τὴν παραλιακὴν πόλιν Δῶρα.
12 εἶδε γὰρ ὅτι συνῆκται ἐπ᾿ αὐτὸν τὰ κακά, καὶ ἀφῆκαν αὐτὸν αἱ δυνάμεις. 12 Επραξε δε έτσι ο Τρύφων, διότι αντελήφθη ότι πολλαί συμφοραί είχαν συσσωρευθή επάνω του και διότι τον είχαν εγκαταλείψει αι στρατιωτικαί του δυνάμεις. 12 Διότι ἐκατάλαβε ὅτι ἐμαζεύθηκαν ἐπάνω του ὅλες οἱ συμφορὲς καὶ εὑρίσκετο εἰς ἀπελπιστικὴν θέσιν, ἐπειδὴ τὸν ἐγκατέλειψεν ὅλος ὁ στρατός του.
13 καὶ παρενέβαλεν ᾿Αντίοχος ἐπὶ Δωρᾶ καὶ σὺν αὐτῷ δώδεκα μυριάδες ἀνδρῶν πολεμιστῶν καὶ ὀκτακισχιλία ἵππος. 13 Ο Αντίοχος εστρατοπέδευσεν εις την Δωρά με εκατόν είκοσι χιλιάδας εμπειροπολέμους άνδρας και οκτώ χιλιάδες ιππείς. 13 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Ζ’ ἐστρατοπέδευσεν ἔξω ἀπὸ τὴν Δωρᾶ μαζὶ μὲ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000) ἐμπειροπολέμους στρατιῶτες καὶ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) ἱππεῖς.
14 καὶ ἐκύκλωσε τὴν πόλιν, καὶ τὰ πλοῖα ἀπὸ θαλάσσης συνῆψαν, καὶ ἔθλιβε τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, καὶ οὐκ εἴασεν οὐδένα ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι. 14 Περιεκύκλωσε την πόλιν από ξηράς, τα δε πλοία την απέκλεισαν από θαλάσσης, και έτσι περικυκλωμένην από ξηράς και από θαλάσσης την κατέθλιβε και δεν άφηνε κανένα, να εισέρχεται και να εξέρχεται εις αυτήν. 14 Ὁ Ἀντίοχος περιεκύκλωσε τὴν πόλιν, τὰ δὲ πλοῖα του τὴν ἀπέκλεισαν ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἔτσι ἐπολιορκοῦσε καὶ ἐπίεζε πολὺ τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν ξηρὰν καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ δὲν ἄφηνε κανένα νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν πόλιν ἢ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.
15 Καὶ ἦλθε Νουμήνιος καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐκ Ρώμης ἔχοντες ἐπιστολὰς τοῖς βασιλεῦσι καὶ ταῖς χώραις, ἐν αἷς ἐγέγραπτο τάδε· 15 Τοτε ήλθεν από την Ρωμην ο Νουμήνιος και οι μετ' αυτού με επιστολάς, αι οποίαι απηυθύνοντο προς τους βασιλείς και τας διαφόρους χώρας και εις τας οποίας περιείχοντο τα εξής· 15 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ πρέσβυς Νουμήνιος καὶ οἱ ἄλλοι τῆς συνοδείας του ἔφθασαν ἀπὸ τὴν Ρώμην μεταφέροντες ἐπιστολές, ποὺ ἀπηυθύνοντο εἰς διαφόρους βασιλεῖς καὶ διάφορες χῶρες· τὸ περιεχόμενον τῶν ἐπιστολῶν ἐκείνων ἦταν τὸ ἀκόλουθον:
16 «Λεύκιος ὕπατος Ρωμαίων Πτολεμαίῳ βασιλεῖ χαίρειν. 16 “Ο Λεύκιος, ο ύπατος των Ρωμαίων, χαιρετίζει τον βασιλέα Πτολεμαίον. 16 Ὁ Λεύκιος, ὁ ὕπατος τῶν Ρωμαίων, πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαῖον (Ζ' ἢ Ἡ Εὐεργέτὴν Β’ ἢ Φύσκωνα) εὔχεται εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ.
17 οἱ πρεσβευταὶ τῶν ᾿Ιουδαίων ἦλθον πρὸς ἡμᾶς, φίλοι ἡμῶν καὶ σύμμαχοι, ἀνανεούμενοι τὴν ἐξ ἀρχῆς φιλίαν καὶ συμμαχίαν, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ Σίμωνος τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ δήμου τῶν ᾿Ιουδαίων· 17 Πρεσβευταί των Ιουδαίων απεσταλμένοι από τον αρχιερέα Σιμωνα και τον λαόν των Ιουδαίων ήλθον προς ημάς ως φίλοι μας και σύμμαχοι, δια να ανανεώσουν την προτέραν φιλίαν και συμμαχίαν. 17 Οἱ πρεσβευταὶ τῶν Ἰουδαίων ἦλθαν πρὸς ἡμᾶς ὡς φίλοι μας καὶ σύμμαχοι, διὰ νὰ ἀνανεώσωμεν τὴν μεταξύ μας ἀρχικὴν συνθήκην φιλίας καὶ συμμαχίας, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν Σίμωνα τὸν ἀρχιερέα καὶ τὸν δῆμον (λαόν) τῶν Ἰουδαίων.
18 ἤνεγκαν δὲ ἀσπίδα χρυσῆν ἀπὸ μνῶν χιλίων. 18 Εφεραν εις ημάς και μίαν ασπίδα χρυσήν χιλίων μνων. 18 Μᾶς ἔφεραν δὲ μίαν χρυσῆν ἀσπίδα, βάρους χιλίων μνῶν.
19 ἤρεσεν οὖν ἡμῖν γράψαι τοῖς βασιλεῦσι καὶ ταῖς χώραις ὅπως μὴ ἐκζητήσωσιν αὐτοῖς κακὰ καὶ μὴ πολεμήσωσιν αὐτοὺς καὶ τὰς πόλεις αὐτῶν καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ ἵνα μὴ συμμαχήσωσι τοῖς πολεμοῦσιν αὐτούς. 19 Εφάνη, λοιπόν, εις ημάς αρεστόν να γράψωμεν στους βασιλείς και εις τας διαφόρους χώρας μας, να μη θελήσουν και προξενήσουν κακά εις αυτούς, ούτε να πολεμήσουν εναντίον των εις τας πόλεις των και εις την ύπαιθρον χώραν των, να μη δώσουν δε βοήθειαν εις εκείνους, οι οποίοι τυχόν θα τους πολεμήσουν. 19 Ἕνεκα τούτου μᾶς ἐφάνη ἀρεστὸν νὰ γράψωμεν πρὸς τοὺς διαφόρους βασιλεῖς καὶ τὶς διάφορες χῶρες, προειδοποιῶντας ὅλους αὐτοὺς νὰ μὴ βλάψουν καθ’ οἰονδηποτε τρόπον τοὺς Ἰουδαίους, οὔτε νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον των ἢ ἐναντίον τῶν πόλεων των καὶ ἐναντίον τῆς χώρας των, οὔτε νὰ συμμαχήσουν με ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦν ἢ θὰ πολεμήσουν τυχὸν τοὺς Ἰουδαίους.
20 ἔδοξε δὲ ἡμῖν δέξασθαι τὴν ἀσπίδα παρ᾿ αὐτῶν. 20 Εφάνη δε καλόν εις ημάς να δεχθώμεν και την παρ' αυτών δωρηθείσαν εις ημάς χρυσήν ασπίδα. 20 Μᾶς ἐφάνη δὲ καλὸν νὰ δεχθῶμεν ἐκ μέρους των τὴν χρυσῆν ἀσπίδα, ποὺ μᾶς προσέφεραν.
21 εἴ τινες οὖν λοιμοὶ διαπεφεύγασιν ἐκ τῆς χώρας αὐτῶν πρὸς ἡμᾶς, παράδοτε αὐτοὺς Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ, ὅπως ἐκδικήσῃ ἐν αὐτοῖς κατὰ τὸν νόμον αὐτῶν». - 21 Εάν, λοιπόν, μερικοί κακοήθεις Ιουδαίοι άνδρες εδραπέτευσαν από την χώραν των και ήλθαν προς σας, να τους παραδώσετε στον Σιμωνα τον αρχιερέα, δια να τους δικάση και τους τιμωρήση σύμφωνα με τον νόμον των”. 21 Ἐὰν λοιπὸν κάποιοι ἀχρεῖοι καὶ προδότες, ἄνομοι καὶ ἐξωμότες Ἰουδαῖοι ἐδραπέτευσαν ἀπὸ τὴν χώραν των, τὴν Ἰουδαίαν, καὶ κατέφυγαν εἰς σᾶς, παραδῶστε τους εἰς τὸν Σίμωνα τὸν ἀρχιερέα, διὰ νὰ δικασθοῦν καὶ τιμωρηθοῦν ἀπὸ αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὸν Ἰουδαϊκὸν νόμον.
22 Καὶ τὰ αὐτὰ ἔγραψε Δημητρίῳ τῷ βασιλεῖ καὶ ᾿Αττάλῳ, ᾿Αριαράθῃ καὶ ᾿Αρσάκῃ 22 Τα ίδια εγράφησαν και εστάλησαν στον βασιλέα Δημήτριον, στον Ατταλον, στον Αριαράθην στον Αρσάκην, 22 Ὁ Ρωμαῖος ὕπατος ἔγραψε τὰ ἴδια καὶ πρὸς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον Β' καὶ τὸν βασιλιᾶ τῆς Περγάμον Ἄτταλον Β' καὶ τὸν βασιλιᾶ τῆς Καππαδοκίας Ἀριαράθην Ε' καὶ τὸν βασιλιᾶ τῶν Πάρθων Ἀρσάκην
23 καὶ εἰς πάσας τὰς χώρας καὶ Σαμψάμῃ καὶ Σπαρτιάταις καὶ εἰς Δῆλον καὶ Μύνδον καὶ Σικυῶνα καὶ εἰς τὴν Καρίαν καὶ εἰς Σάμον καὶ εἰς τὴν Παμφυλίαν καὶ εἰς τὴν Λυκίαν καὶ εἰς ῾Αλικαρνασσὸν καὶ εἰς Ρόδον καὶ εἰς Φασηλίδα καὶ εἰς Κῶ καὶ εἰς Σίδην καὶ εἰς ῎Αραδον καὶ εἰς Γόρτυναν καὶ Κνίδον καὶ Κύπρον καὶ Κυρήνην. 23 και εις όλας τας χώρας, δηλαδή εις Σαμψάμην, στους Σπαρτιάτας, εις την Δήλον, εις την Μυνδον, εις την Σικυώνα, εις την Καρίαν, εις την Σαμον, εις την Παμφυλίαν, εις την Λυκίαν, εις την Αλικαρνασσόν, εις την Ροδον, εις την Φασηλίδα, εις την Κω, εις την Σιδην, εις την Αραδον, εις την Γορτυναν, εις την Κνίδον, εις την Κυπρον και εις την Κυρήνην. 23 καὶ πρὸς ὅλες τὶς χῶρες: Δηλαδὴ πρὸς τὴν Σαμψάμην καὶ πρὸς τοὺς Σπαρτιᾶτες καὶ πρὸς τὴν Δῆλον, τὴν Μύνδον, τὴν Σικυῶνα καὶ πρὸς τὴν Καρίαν καὶ πρὸς τὴν Σάμον καὶ πρὸς τὴν Παμφυλίαν καὶ πρὸς τὴν Λυκίαν καὶ πρὸς τὴν Ἁλικαρνασσὸν καὶ πρὸς τὴν Ρόδον καὶ πρὸς τὴν Φασηλίδα καὶ πρὸς τὴν Κῶ καὶ πρὸς τὴν Σίδην καὶ πρὸς τὴν Ἄραδον καὶ πρὸς τὴν Γόρτυναν, τὴν Κνίδον, τὴν Κύπρον καὶ τὴν Κυρήνην.
24 τὸ δὲ ἀντίγραφον αὐτῶν ἔγραψαν Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ. 24 Αντίγραφον δε της επιστολής αυτής έγραψαν και έστειλαν στον αρχιερέα Σιμωνα. 24 Ἀντίγραφον δὲ τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς τοῦ Ρωμαίου ὑπάτου ἔστειλαν καὶ εἰς τὸν Σίμωνα, τὸν ἀρχιερέα.
25 ᾿Αντίοχος δὲ ὁ βασιλεὺς παρενέβαλεν ἐπὶ Δωρᾶ ἐν τῇ δευτέρᾳ, προσάγων διὰ παντὸς αὐτῇ τὰς χεῖρας καὶ μηχανὰς ποιούμενος καὶ συνέκλεισε τὸν Τρύφωνα τοῦ μὴ εἰσπορεύεσθαι καὶ ἐκπορεύεσθαι. 25 Ο βασιλεύς Αντίοχος είχε στρατοπεδεύσει γύρω από την Δωρά και τα περίχωρά της και ωδηγούσεν ολονέν και πλησιέστερον τας δυνάμστου προς αυτήν, με πολιορκητικάς μηχανάς. Απέκλεισε δε τον Τρύφωνα, ώστε να μη ημπορή κανείς από τους άνδρας του ούτε να εισέρχεται ούτε να εξέρχεται από την πόλιν. 25 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Ζ' ἐπολιόρκησε τὴν Δωρᾶ διὰ δευτέραν φοράν (κατ’ ἄλλους: Τὴν δευτέραν ἡμέραν) καὶ ἐπετίθετο μὲ ἐπανειλημμένας ἐπιθέσεις στρατιωτικῶν ἀποσπασμάτων ἐναντίον της καὶ μὲ πολιορκητικὲς μηχανές, ποὺ εἶχε κατασκευάσει ἀπέκλεισε δὲ τὸν Τρύφωνα, ἐμποδίζων πᾶσαν κίνησιν τῶν ἀνδρῶν του πρὸς τὴν πόλιν ἢ ἐκτὸς τῆς πόλεως.
26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ Σίμων δισχιλίους ἄνδρας ἐκλεκτοὺς συμμαχῆσαι αὐτῷ καὶ ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ σκεύη ἱκανά. 26 Ο Σιμων έστειλε προς αυτόν δύο χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας, δια να πολεμήσουν μαζή του, όπως επίσης άργυρον και χρυσόν και πολλά άλλα χρήσιμα είδη. 26 Ὁ δὲ Σίμων ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον Ζ' δύο χιλιάδες (2.000) ἄνδρες, ἱκανοὺς πολεμιστάς, διὰ νὰ πολεμήσουν μαζί του ὡς σύμμαχοι, καθὼς ἐπίσης ἀσῆμι καὶ χρυσάφι καὶ πολὺν ἐξοπλισμὸν
27 καὶ οὐκ ἠβούλετο αὐτὰ δέξασθαι, ἀλλ᾿ ἠθέτησε πάντα, ὅσα συνέθετο αὐτῷ τὸ πρότερον, καὶ ἠλλοτριοῦντο αὐτῷ. 27 Ο Αντίοχος όμως δεν ηθέλησε να τα δεχθή. Επί πλέον δε ηθέτησε και όλα όσα είχε συμφωνήσει με αυτόν προηγουμένως και εφέρετο απέναντί του ως προς ξένον, ως προς εχθρόν. 27 Ὅμως ὁ Ἀντίοχος Ζ' δὲν ἤθελε νὰ δεχθῇ τὴν προσφορὰν αὐτὴν τοῦ Σίμωνος, ἂλλ’ ἀθετησε ὅλα, ὅσα ὑπεσχεθη προηγουμένως εἷς τὸν Σίμωνα, καὶ ἄλλαξε ἐντελῶς τὴν ἀπέναντί του στάσιν καὶ διέκοψαν τὶς σχέσεις των πρὸς αὐτόν.
28 καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ᾿Αθηνόβιον ἕνα τῶν φίλων αὐτοῦ κοινολογησάμενον αὐτῷ λέγων· ὑμεῖς κατακρατεῖτε τῆς ᾿Ιόππης καὶ Γαζάρων καὶ τῆς ἄκρας τῆς ἐν ῾Ιερουσαλήμ, πόλεις τῆς βασιλείας μου. 28 Εστειλε δε προς τον Σιμωνα τον Αθηνόβιον ένα από τους φίλους του, δια να του ανακοινώση προφορικώς τα εξής· “σεις κατακρατείτε την Ιόππην, τα Γαζαρα, την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, πόλεις αι οποίοι ανήκουν στο βασίλειόν μου. 28 Ἀπέστειλε δὲ πρὸς τὸν Σίμωνα τὸν Ἀθηνόβιον, ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους του, διὰ νὰ διαπραγματευθῇ μαζί του καὶ νὰ τοῦ εἰπῇ: Σεῖς καταπατεῖτε (κατέχετε) τώρα τὴν Ἰόππην καὶ τὰ Γάζαρα καὶ τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ, πόλεις οἱ ὁποῖες ἀνήκουν εἰς τὸ βασίλειόν μου.
29 τὰ ὅρια αὐτῶν ἠρημώσατε καὶ ἐποιήσατε πληγὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκυριεύσατε τόπων πολλῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ μου. 29 Ηρημώσατε τα περίχωρα των πόλεων αυτών, έχετε προξενήσει μεγάλας συμφοράς εις την χώραν και εγίνατε κύριοι πολλών τόπων, που ανήκουν στο βασίλειόν μου. 29 Σεῖς ἐρημώσατε τὶς περιοχές (τὰ περίχωρα) τῶν πόλεων αὐτῶν καὶ ἐπροξενήσατε μεγάλην καταστροφὴν εἰς τὴν χώραν καὶ ἐγίνατε κύριοι πολλῶν τόπων εἰς τὸ βασίλειόν μου.
30 νῦν οὖν παράδοτε τὰς πόλεις, ἃς κατελάβεσθε, καὶ τοὺς φόρους τῶν τόπων, ὧν κατεκυριεύσατε ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς ᾿Ιουδαίας. 30 Τωρα, λοιπόν, να μου παραδώσετε αυτάς τας πόλεις, που έχετε καταλάβει, και να μου πληρώσετε τους φόρους των περιοχών, που έχετε κυριεύσει, και αι οποίαι ευρίσκονται έξω από τα όρια της Ιουδαίας. 30 Τώρα λοιπὸν παραδῶστε τὶς πόλεις, τὶς ὁποῖες κατελάβατε, καὶ τοὺς φόρους, τοὺς ὁποίους εἰσεπράξατε ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ κατελάβατε καὶ ἐγίνατε κύριοι καὶ οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς Ἰουδαίας.
31 εἰ δὲ μή, δότε ἀντ᾿ αὐτῶν πεντακόσια τάλαντα ἀργυρίου καὶ τῆς καταφθορᾶς, ἧς κατεφθάρκατε, καὶ τῶν φόρων τῶν πόλεων ἄλλα τάλαντα πεντακόσια· εἰ δὲ μή, παραγενόμενοι ἐκπολεμήσομεν ὑμᾶς. 31 Η, αν θέλετε, να μου δώσετε αντί όλων αυτών πεντακόσια τάλαντα αργυρίου ως αποζημίωσιν δια τας καταστροφάς, τας οποίας έχετε επιφέρει εις τας περιοχάς αυτάς. Δια δε τους φόρους των πόλεων αυτών, που έχετε κρατήσει, θα μου δώσετε άλλα πεντακόσια τάλαντα. Ει δ' άλλως θα έλθωμεν και θα πολεμήσωμεν εναντίον σας. 31 Διαφορετικά, πληρῶστε ἀντὶ αὐτῶν πεντακόσια (500) τάλαντα ἀργυρίου καὶ ἄλλα πεντακόσια (500) τάλαντα ὡς ἀντιστάθμισμα (ἀποζημίωσιν) διὰ τὴν καταστροφὴν ποὺ ἐπροξενήσατε καὶ διὰ τὴν ζημίαν τῶν φόρων, ποὺ ἐσφετερισθήκατε ἀπὸ τὶς πόλεις.Διαφορετικά, ἐὰν δὲν καταβάλετε τὰ ποσά, θὰ ἔλθωμεν καὶ θὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον σας.
32 καὶ ἦλθεν ᾿Αθηνόβιος φίλος τοῦ βασιλέως εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ εἶδε τὴν δόξαν Σίμωνος καὶ κυλικεῖον μετὰ χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων καὶ παράστασιν ἱκανὴν καὶ ἐξίστατο καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῶ τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως. 32 Ο φίλος του βασιλέως ο Αθηνόβιος ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, είδε την μεγαλοπρέπειαν του Σιμωνος, μεταξύ δε των άλλων είδε και κυλικείον με αργυρά και χρυσά δοχεία, όπως επίσης και την άλλην μεγαλοπρέπειαν και έμεινε κατάπληκτος. Είπε δε στον Σιμωνα τας προτάσστου βασιλέως. 32 Ὁ Ἀθηνόβιος, ὁ φίλος τοῦ βασιλιᾶ Ἀντιόχου Ζ', ἦλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς αὐλῆς τοῦ Σίμωνος· εἶδε τὸ κυλικεῖον (μπουφέ, δωμάτιον μὲ σκεύη) μὲ τὰ χρυσᾶ καὶ ἀσημένια σκεύη καὶ τὴν ἄλλην ἐπίδειξιν καὶ μεγαλοπρεπῆ ἔκθεσιν τοῦ πλούτου καὶ ἔμεινε καταπληκτος! Καὶ ὁ Ἀθηνόβιος μετεβίβασε πρὸς τὸν Σίμωνα τὸ μήνυμα τοῦ βασιλιᾶ Ἀντιόχου.
33 καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· οὔτε γῆν ἀλλοτρίαν εἰλήφαμεν οὔτε ἀλλοτρίων κεκρατήκαμεν, ἀλλὰ τῆς κληρονομίας τῶν πατέρων ἡμῶν, ὑπὸ δὲ ἐχθρῶν ἡμῶν ἔν τινι καιρῷ ἀκρίτως κατεκρατήθη· 33 Ο Σιμων απεκρίθη και του είπε· “ούτε ξένην χώραν έχομεν καταλάβει, ούτε ξένα αγαθά εκρατήσαμεν. Αλλά κατοικούμεν ως κύριοι εις την κληρονομίαν των πατέρων μας, η οποία επί τινα χρόνον είχεν αδίκως κατακρατηθή από τους εχθρούς μας. 33 Εἰς τὸ μήνυμα τοῦτο ὁ Σίμων ἀπάντησε: Οὔτε ξένην γῆν (χώραν) κατελάβαμε οὔτε ἐκρατήσαμε ἢ ἐσφετερισθήκαμε ξένην περιουσίαν ἀλλὰ κατέχομεν μόνον ὅσα ἐδόθησαν ὡς κληρονομία εἰς τοὺς προπάτορές μας καὶ τὰ ὁποῖα ἅρπαξαν οἱ ἐχθροί μας καὶ τὰ κατεκράτησαν ἄδικα διὰ κάποιο χρονικὸν διάστημα.
34 ἡμεῖς δὲ καιρὸν ἔχοντες ἀντεχόμεθα τῆς κληρονομίας τῶν πατέρων ἡμῶν. 34 Ημείς δε ευρήκαμεν ευνοϊκήν ευκαιρίαν και ανεκτήσαμεν την κληρονομίαν των πατέρων μας. 34 Ἡμεῖς δέ, τώρα ποὺ μᾶς ἐδόθη ἡ κατάλληλος εὐκαιρία, ἁπλῶς ἀπαιτήσαμε καὶ ἐπανακτήσαμε τὴν κληρονομίαν αὐτὴν τῶν προπατόρων μας.
35 περὶ δὲ ᾿Ιόππης καὶ Γαζάρων, ὧν αἰτεῖς, αὗται ἐποίουν ἐν τῷ λαῷ πληγὴν μεγάλην κατὰ τὴν χώραν ἡμῶν, τούτων δώσομεν τάλαντα ἑκατόν. καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ ᾿Αθηνόβιος λόγον, 35 Ως προς δε την Ιόππην και τα Γαζαρα τας πόλεις αυτάς, τας οποίας απαιτείς, αυταί είχαν συνεχώς επιφέρει μεγάλας συμφοράς στον λαόν μας και εις την χώραν μας. Παντως δια τας δύο αυτάς πόλεις σας δίδομεν ως αποζημίωσιν εκατόν τάλαντα”. Ο Αθηνόβιος δεν έδωσεν απάντησιν στους λόγους αυτούς του Σιμωνος. 35 Ὅσον ἀφορᾷ δὲ εἰς τὴν Ἰόππην καὶ τὰ Γάζαρα, τὶς πόλεις ποὺ ἀπαιτεῖς, αὐτὲς ἐπροξενοῦσαν μεγάλην καταστροφὴν εἰς τὸν λαόν μας καὶ ἐρήμωσιν εἰς τὴν χώραν μας.Διὰ τὶς πόλεις αὐτὲς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ προσφέρωμεν ὡς ἀποζημίωσιν ἑκατὸν (100) τάλαντα.Ὁ δὲ ἀπεσταλμένος τοῦ βασιλιᾶ Ἀντιόχου Ζ' δὲν ἀπεκρίθη οὔτε λέξιν εἰς τὸν Σίμωνα δι’ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε,
36 ἀπέστρεψε δὲ μετὰ θυμοῦ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ τοὺς λόγους τούτους καὶ τὴν δόξαν Σίμωνος καὶ πάντα, ὅσα εἶδε, καὶ ὠργίσθη ὁ βασιλεὺς ὀργὴν μεγάλην. 36 Επέστρεψεν όμως ωργισμένος προς τον βασιλέα και ανήγγειλε προς αυτόν την απάντησιν του Σιμωνος, όπως επίσης την δόξαν αυτού και όλα όσα είδε. Ο βασιλεύς εκυριεύθη από μεγάλην οργήν εναντίον του Σιμωνος. 36 ἀλλ’ ἐπέστρεψε γεμᾶτος ὀργὴν εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ ἀνήγγειλε τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν τοῦ Σίμωνος, περιέγραψε δὲ ὅλην τὴν λαμπρότητα καὶ μεγαλοπρέπειαν τῆς αὐλῆς τοῦ Σίμωνος, τὴν ὁποίαν εἶδεν ὁ βασιλιᾶ, εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν εἰδήσεων αὐτῶν ἐκυριεύθη ἀπὸ πολὺ μεγάλην ὀργὴν ἐναντίον τοῦ Σίμωνος.
37 Τρύφων δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ἔφυγεν εἰς ᾿Ορθωσιάδα. 37 Ο Τρύφων επεβιβάσθη εις ένα πλοίον και κατέφυγεν εις την Ορθωσιάδα. 37 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Τρύφων, ἀφοῦ ἐπεβιβάσθη σὲ ἕνα πλοῖον, κατέφυγεν εἰς τὴν Ὀρθωσιάδα.
38 καὶ κατέστησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Κενδεβαῖον στρατηγὸν τῆς παραλίας καὶ δυνάμεις πεζικὰς καὶ ἱππικὰς ἔδωκεν αὐτῷ· 38 Ο βασιλεύς κατέστησε τον Κενδεβαίον στρατηγόν όλης της παραλίου περιοχής και παρέδωκεν εις αυτόν δυνάμεις πεζικού και ιππικού. 38 Ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Ζ' διώρισε τὸν Κενδεβαῖον ὡς στρατηγὸν τῆς παραλιακῆς ζώνης καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν στρατιωτικὴν δύναμιν πεζικοῦ καὶ ἱππικοῦ,
39 καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ παρεμβαλεῖν κατὰ πρόσωπον τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ οἰκοδομῆσαι τὴν Κεδρὼν καὶ ὀχυρῶσαι τὰς πύλας καὶ ὅπως πολεμήσῃ τὸν λαόν· ὁ δὲ βασιλεὺς ἐδίωκε τὸν Τρύφωνα. 39 Του εδωσε δε διαταγήν να στρατοπεδεύση πλησίον της Ιουδαίας, να ανοικοδομήση και οχυρώση την Κεδρών, να κατασφαλίση τας πύλας και να πολεμήση εναντίον του ιουδαϊκού λαού. Ο δε βασιλεύς κατεδίωκε τον Τρύφωνα. 39 Τοῦ ἔδωκε δὲ διαταγὴν νὰ στρατοπεδεύσῃ ἀπέναντι ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαίας, νὰ ἀνοικοδομήσῃ καὶ ὀχυρώσῃ τὴν Κεδρὼν καὶ νὰ ἀσφαλίσῃ τὶς πύλες της καὶ νὰ πολεμήσῃ κατὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ· ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς κατεδίωκε τὸν Τρύφωνα.
40 καὶ παρεγενήθη Κενδεβαῖος εἰς ᾿Ιάμνειαν καὶ ἤρξατο τοῦ ἐρεθίζειν τὸν λαὸν καὶ ἐμβατεύειν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ αἰχμαλωτίζειν τὸν λαὸν καὶ φονεύειν, 40 Ο Κενδεβαίος έφθασεν εις Ιάμνειαν και ήρχισε να παρενοχλή τον ιουδαϊκον λαόν, να εισέρχεται εις την χώραν της Ιουδαίας, να αιχμαλωτίζη δε και να φονεύη ανθρώπους του ισραηλιτικού λαού. 40 Καὶ ὁ στρατηγὸς Κενδεβαῖος ἔφθασεν εἰς τὴν Ἰάμνειαν καὶ ἄρχισε νὰ προκαλῇ καὶ νὰ παρενοχλῇ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν καὶ νὰ εἰσβάλλῃ εἰς τὴν Ἰουδαίαν νὰ συλλαμβάνῃ αἰχμαλώτους ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ νὰ τοὺς φονεύῃ.
41 καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Κεδρὼν καὶ ἔταξεν ἐκεῖ ἱππεῖς καὶ δυνάμεις, ὅπως ἐκπορευόμενοι ἐξοδεύωσι τὰς ὁδοὺς τῆς ᾿Ιουδαίας, καθὰ συνέταξεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς. 41 Ωχύρωσε την Κεδρών, έταξεν εκεί πεζούς και ιππείς, δια να εξορμούν και να κάμνουν ενοχλητικάς περιπολίας στους δρόμους της Ιουδαίας, όπως είχε διατάξει ο βασιλεύς. 41 Ἀνοικοδόμησε καὶ ὠχύρωσε τὴν Κεδρών, ἐγκατέστησε δὲ ἐκεῖ ἱππικὸν καὶ πεζικὸν στράτευμα, ὥστε νὰ ἐξορμοῦν, νὰ ἐλέγχουν καὶ νὰ παρενοχλοῦν καὶ τοὺς δρόμους τῆς Ἰουδαίας, ὅπως τὸν διέταξεν ὁ βασιλιᾶς.