Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀνέστη Ματταθίας υἱὸς ᾿Ιωάννου τοῦ Συμεὼν ἱερεὺς τῶν υἱῶν ᾿Ιωαρὶβ ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐκάθισεν ἐν Μωδεΐν. 1 Κατά την εποχήν εκείνην ο Ματταθίας υιός Ιωάννου, υιού του Συμεών, ιερεύς μεταξύ των υιών του Ιωαρίβ από την Ιερουσαλήμ, εσηκώθη και εγκατεστάθη εις την Μωδεΐν. 1 Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ὁ ἱερεὺς Ματταθίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάννου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Συμεών, μέλος τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰωαρίβ, ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν μικρὰν πάλιν Μωδεΐν.
2 καὶ αὐτῷ υἱοὶ πέντε, ᾿Ιωάννης ὁ καλούμενος Γαδδίς, 2 Ο Ματταθίας αυτός είχε πέντε υιούς· αυτοί ήσαν Ιωάννης ο επονομαζόμενος Γαδδίς, 2 Ὁ Ματταθίας εἶχε πέντε υἱούς: Τὸν Ἰωάννην, ποὺ ἐπωνομάζετο Γαδδὶς (δηλαδὴ εὐτυχής,
3 Σίμων ὁ καλούμενος Θασσί, 3 Σιμων ο επονομαζόμενος Θασσί, 3 τὸν Σίμωνα, ποὺ ἐπωνομάζετο Θασσί (δηλαδὴ πλήρης ζήλου),
4 ᾿Ιούδας ὁ καλούμενος Μακκαβαῖος, 4 Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος, 4 τὸν Ἰούδαν, ποὺ ἐπωνομάζετο Μακκαβαῖος (δηλαδὴ σφῦρα ἢ τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖον ἐδόθη ἀπὸ τὸν Κύριον),
5 ᾿Ελεάζαρ ὁ καλούμενος Αὐαράν, ᾿Ιωνάθαν ὁ καλούμενος ᾿Απφοῦς. 5 Ελεάζαρ ο επικαλούμενος Αυαράν, Ιωνάθαν ο επονομαζόμενος Απφούς. 5 τὸν Ἐλεάζαρ, ποὺ ἐπωνομάζετο Αὐαράν (δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ τρυπᾳ, διαπερᾷ ἢ εὐκίνητος), καὶ τὸν Ἰωνάθαν, ποὺ ἐπωνομάζετο Ἀπφοῦς (δηλαδὴ πονηρός, πανοῦργος ἢ εὐνοούμενος).
6 καὶ εἶδε τὰς βλασφημίας τὰς γινομένας ἐν ᾿Ιούδᾳ καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ 6 Ο Ματταθίας είδε τας βεβηλώσεις και τας βλασφημίας, αι οποίαι εξετοξεύοντο και διεπράττοντο εναντίον του Θεού, εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ. 6 Ὅταν ὁ Ματταθίας εἶδε τὶς ἱερόσυλες καὶ βέβηλες πράξεις, ποὺ εἶχαν λάβει χώραν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς βάρος τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
7 καὶ εἶπεν· οἴμοι, ἱνατί τοῦτο ἐγεννήθην ἰδεῖν τὸ σύντριμμα τοῦ λαοῦ μου καὶ τὸ σύντριμμα τῆς πόλεως τῆς ἁγίας καὶ καθίσαι ἐκεῖ ἐν τῷ δοθῆναι αὐτὴν ἐν χειρὶ ἐχθρῶν καὶ τὸ ἁγίασμα ἐν χειρὶ ἀλλοτρίων; 7 Και είπεν· “αλλοίμονον, διατί εγεννήθηκα, δια να ίδω το σύντριμμα του λαού μου και την καταστροφήν της αγίας πόλεως και να μείνω αδιάφορος, όταν η πόλις αυτή παρεδίδετο στους εχθρούς και ο ιερός ναός ευρίσκεται εις τα χέρια των αλλοεθνών; 7 εἶπεν: Ἀλλοιμονον! Διατὶ ἐγεννήθηκα διὰ νὰ ἴδω ὅλα αὐτὰ τὰ φοβερὰ γεγονότα, τὴν καταστροφὴν καὶ ἐρήμωσιν τοῦ λαοῦ μου, τὴν καταστροφὴν καὶ ἐρήμωσιν τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ κάθωμαι ἐκεῖ ἀδρανὴς καὶ ἀδιάφορος, καθ’ ὃν χρόνον ἡ πόλις αὐτη ἔχει παραδοθῇ εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὁ ἱερὸς Ναὸς ἔχει πέσει εἰς τὰ χέρια τῶν ξένων;
8 ἐγένετο ὁ ναὸς αὐτῆς ὡς ἀνὴρ ἄδοξος, 8 Ο ονομαστός και ένδοξος ναός της πόλεως κατήντησε σαν ένας ασήμαντος και καταφρονημένος άνθρωπος. 8 Ὁ περίφημος Ναός τς κατήντησεν, ὅπως καταντᾳ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος στερεῖται τῆς τιμῆς του καὶ περιφρονεῖται.
9 τὰ σκεύη τῆς δόξης αὐτῆς αἰχμάλωτα ἀπήχθη, ἀπεκτάνθη τὰ νήπια αὐτῆς ἐν ταῖς πλατείαις, οἱ νεανίσκοι αὐτῆς ἐν ρομφαίᾳ ἐχθροῦ. 9 Τα πολύτιμα αντικείμενα του μεγαλείου της απήχθησαν λάφυρα. Εφονεύθησαν τα νήπιά της εις τας πλατείας της, οι νέοι άνδρες έπεσαν εν στόματι ρομφαίας εκ μέρους του εχθρού. 9 Τὰ θαυμάσια καὶ πολύτιμα ἀντικείμενα τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐσυλήθησαν καὶ μετεφέρθησαν ὡς λεία καὶ λάφυρα· τὰ νήπιά της ἐσφάγησαν εἰς τὶς πλατεῖες της, οἱ νέοι ἄνδρες της ἐφονεύθησαν μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομο σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ.
10 ποῖον ἔθνος οὐκ ἐκληρονόμησε βασιλείαν αὐτῆς καὶ οὐκ ἐκράτησε τῶν σκύλων αὐτῆς; 10 Ποίον έθνος δεν εκληρονόμησε κάτι από το βασίλειον του Ιούδα και δεν επήρε μέρος από τα λάφυρα της πόλεως αυτής; 10 Ποῖον ἔθνος δὲν ἐκληρονόμησε τμῆμα ἀπὸ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἀπὸ τὰ βασιλικὰ προνόμια τῆς Ἱερουσαλήμ) καὶ δὲν ἔλαβε μέρος ἀπὸ τὰ λάφυρα τῆς Ἱερουσαλήμ;
11 πᾶς ὁ κόσμος αὐτῆς ἀφῃρέθη, ἀντὶ ἐλευθέρας ἐγένετο εἰς δούλην. 11 Ολα τα κοσμήματα της πόλεως έχουν αφαιρεθή και η ιδία αντί ελευθέρα, έγινε δούλη. 11 Ὅλα τὰ στολίδια καὶ ὁ καλλωπισμός της ἀφηρέθησαν, καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ πόλις ἐλευθέρα ἔγινε δούλη.
12 καὶ ἰδοὺ τὰ ἅγια ἡμῶν καὶ ἡ καλλονὴ ἡμῶν καὶ ἡ δόξα ἡμῶν ἠρημώθη, καὶ ἐβεβήλωσαν αὐτὰ τὰ ἔθνη. 12 Και ιδού, ότι όλα τα ιερά και άγιά μας και η ωραιότης μας και η δόξα μας ηρημώθησαν και εμολύνθησαν από τα ειδωλολατρικά έθνη. 12 Καὶ νά· οἱ ἅγιοί μας τόποι, ὁ Ναὸς καὶ ὁ περὶ τοῦ Ναοῦ χῶρος, καὶ ἡ ὡραιότης τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων καὶ ἡ λαμπρότης καὶ ἡ δόξα μας ἐρημώθηκαν· ὅλα αὐτὰ τὰ ἐμόλυναν καὶ τὰ ἐβεβήλωσαν τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη!
13 ἱνατί ἡμῖν ἔτι ζῆν; 13 Προς τι λοιπόν να ζώμεν ακόμη ημείς;” 13 Διὰ ποῖον σκοπὸν λοιπὸν νὰ ζῶμεν ἀκόμη;
14 καὶ διέρρηξε Ματταθίας καὶ υἱοὶ αὐτοῦ τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ ἐπένθησαν σφόδρα. 14 Ο Ματταθίας και τα παιδιά τους διέρρηξαν τα ιμάτιά των, εφόρεσαν σάκκους πένθους και εβυθίσθησαν εις μεγάλον πένθος. 14 Ὁ Ματταθίας καὶ οἱ υἱοί του εἰς ἔνδειξιν πένθους ἔσχισαν τὰ ροῦχα των καὶ ἐφόρεσαν τρίχινα, πένθιμα ἐνδύματα καὶ ἐβυθίσθησαν εἰς βαρὺ πένθος.
15 Καὶ ἦλθον οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως οἱ καταναγκάζοντες τὴν ἀποστασίαν εἰς Μωδεΐν τὴν πόλιν, ἵνα θυσιάσωσι. 15 Τοτε είχαν έλθει οι απεσταλμένοι του βασιλέως εις την Μωδεΐν και εξηνάγκαζαν τους κατοίκους της, να αποστατήσουν από τον Νομον και να θυσιάσουν εις τα είδωλα. 15 Οἱ ἀξιωματοῦχοι οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ, οἱ ὁποῖοι ἐξηνάγκαζαν τὸν λαὸν νὰ ἀποστατήσῃ ἀπὸ τὸν Νόμον, ἔφθασαν εἰς τὴν πόλιν Μωδεΐν, διὰ νὰ ἑξαναγκάσουν τοὺς κατοίκους νὰ θυσιάσουν εἰς τὰ εἴδωλα.
16 καὶ πολλοὶ ἀπὸ ᾿Ισραὴλ πρὸς αὐτοὺς προσῆλθον· καὶ Ματταθίας καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ συνήχθησαν. 16 Πολλοί από τους Ισραηλίτας προσήλθον υποτεταγμένοι στους Συρους και εθυσίασαν. Τον Ματταθίαν και τα παιδιά του τους εκράτησαν ιδιαιτέρως οι Συροι. 16 Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐμαζεύθησαν γύρω ἀπὸ αὐτούς· συνεκεντρώθησαν δὲ εἰς χωριστὴν ὁμάδα ὁ Ματταθίας καὶ οἱ υἱοί του.
17 καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ εἶπον τῷ Ματταθίᾳ λέγοντες· ἄρχων καὶ ἔνδοξος καὶ μέγας εἶ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ καὶ ἐστηριγμένος ἐν υἱοῖς καὶ ἀδελφοῖς· 17 Οι απεσταλμένοι του βασιλέως ωμίλησαν προς αυτούς και είπαν στον Ματταθίαν· “συ είσαι ο μέγας και ένδοξος άρχων εις την πόλιν αυτήν, στηριζόμενος εις τα παιδιά σου και στους ομοεθνείς σου. 17 Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ βασιλιᾶ ἀπηυθύνθησαν πρὸς τὸν Ματταθίαν καὶ τοῦ εἶπαν: Σὺ εἶσαι εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἀρχηγὸς ἔνδοξος καὶ μεγάλος, ἄνθρωπος κύρους καὶ ἐπιρροῆς, ἔχεις δὲ ως ὑποστηρικτὰς υἱοὺς καὶ ἀδελφούς (συμπατριῶτες).
18 νῦν οὖν πρόσελθε πρῶτος καὶ ποίησον τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, ὡς ἐποίησαν πάντα τὰ ἔθνη καὶ οἱ ἄνδρες ᾿Ιούδα καὶ οἱ καταλειφθέντες ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἔσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου τῶν φίλων τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου δοξασθήσεσθε ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ καὶ ἀποστολαῖς πολλαῖς. 18 Τωρα, λοιπόν, έλα πρώτος και εκτέλεσε το πρόσταγμα του βασιλέως, όπως έπραξαν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη και οι άνδρες του Ιούδα, οι οποίοι είχαν εναπομείνει εις την Ιερουσαλήμ. Εάν συμμορφωθής προς την διαταγήν αυτήν, συ και η οικογένειά σου θα είσθε από τους στενούς φίλους του βασιλέως. Συ και τα παιδιά σου θα δοξασθήτε και θα πλουτήσετε με αργύριον και χρυσίον και σε πολυάριθμα αλλά δώρα, τα οποία θα σας στέλλωνται”. 18 Ἐμπρός, λοιπόν, πλησίασε πρῶτος καὶ ἐκτέλεσε τὸ διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ - πρόσφερε θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα ὅπως ἔκαμαν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ οἱ ἄνδρες τῆς Ἰουδαίας (κατ’ ἄλλους: Οἱ ἠγέτες τοῦ Ἰούδα) καὶ ὅσοι ἔχουν ἀπομείνει εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.Ἐὰν συμμορφωθῇς πρὸς τὴν βασιλικὴν αὐτὴν ἐντολήν, θὰ εἶσαι σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου μεταξὺ τῶν στενῶν φίλων τοῦ βασιλιᾶ· σὺ δὲ καὶ οἱ υἱοί σου θὰ τιμηθῆτε καὶ θὰ ἀμειφθῆτε μὲ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι καὶ μὲ ἄλλα πολλὰ καὶ πλούσια δῶρα.
19 καὶ ἀπεκρίθη Ματταθίας καὶ εἶπε φωνῇ μεγάλῃ· εἰ πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐν οἴκῳ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως ἀκούουσιν αὐτοῦ, ἀποστῆναι ἕκαστος ἀπὸ λατρείας πατέρων αὐτοῦ καὶ ᾑρετίσαντο ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ, 19 Ο Ματταθίας με φωνήν μεγάλην απεκρίθη και είπε· “και εάν ακόμη όλα τα έθνη, τα οποία ευρίσκονται εις την περιοχήν του βασιλείου του βασιλέως Αντιόχου, υπακούουν εις αυτόν, ώστε το καθένα από αυτά να αποστατήση από την θρησκείαν των πατέρων του και να προτιμήσουν υπακοήν εις τας εντολάς του Αντιόχου, 19 Εἰς τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ματταθίας ἀπάντησε μὲ δυνατὴν φωνήν: Καὶ ἂν ἀκόμη ὅλα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται εἰς τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν τοῦ βασιλιᾶ, ὑπακούουν εἰς αὐτόν, ὥστε νὰ ἀρνηθοῦν τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων των καὶ νὰ γίνουν ἀποστάται τῆς θρησκείας των, ἐπειδὴ ἐπροτίμησαν νὰ συμμορφωθοῦν εἰς τὶς διαταγές του,
20 ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου πορευσόμεθα ἐν διαθήκῃ πατέρων ἡμῶν. 20 εγώ όμως, τα παιδιά μου και οι αδελφοί μου, θα πράξωμεν και θα φερθώμεν σύμφωνα με την διαθήκην, την οποίαν συνήψαν οι πατέρες μας με τον Θεόν μας. 20 ὅμως ἐγὼ καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου θὰ συνεχίσωμεν νὰ βαδίζωμεν σύμφωνα μὲ τὴν διαθήκην, ποὺ ἔχουν συνάψει οἱ πατέρες μας μὲ τὸν ἕνα καὶ μόνον ἀληθινὸν Θεόν.
21 ἵλεως ἡμῖν καταλιπεῖν νόμον καὶ δικαιώματα· 21 Παρακαλώ δε θερμώς τον Θεόν να μας σπλαγχνισθή, ώστε ποτέ να μη εγκαταλείψωμεν τον νόμον και τας εντολάς του. 21 Εἴθε νὰ μᾶς εὐσπλαγχνισθῇ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μᾶς προφυλάξῃ ἀπὸ τοῦ νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὸν Νόμον του καὶ ὅσα δικαιοῦται ὁ Κύριος καὶ δημιουργός μας νὰ ἀξιοῖ, ὅπως φυλάττῃ ὁ καθένας μας.
22 τῶν λόγων τοῦ βασιλέως οὐκ ἀκουσόμεθα τοῦ παρελθεῖν τὴν λατρείαν ἡμῶν δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. 22 Λοιπόν, δεν θα υπακούσωμεν εις την εντολήν του βασιλέως, ώστε να βαδίσωμεν δεξιά η αριστερά και να εγκαταλείψωμεν την λατρείαν μας”. 22 Δὲν πρόκειται λοιπὸν νὰ ὑπακούσωμεν εἰς τὶς ἐντολὲς τοῦ βασιλιᾶ, ὥστε νὰ περιφρονήσωμεν καὶ νὰ παραβῶμεν τὴν θρησκείαν μας καὶ νὰ παρεκκλίνωμεν ἔστω καὶ ἕνα βῆμα ἀπὸ αὐτὴν πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά.
23 καὶ ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τοὺς λόγους τούτους, προσῆλθεν ἀνὴρ ᾿Ιουδαῖος ἐν ὀφθαλμοῖς πάντων, θυσιᾶσαι ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Μωδεΐν κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως. 23 Οταν ο Ματταθίας έπαυσε να λέγη τους ηρωϊκούς αυτούς λόγους, ένας Ιουδαίος, εξωμότης προφανώς, εις καταφρόνησιν του Θεού και του Ματταθία επλησίασεν ενώπιον όλων, δια να προσφέρη θυσίαν στον βωμόν, που ευρίσκετο εν Μωδεΐν, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως. 23 Μόλις ὁ Ματταθίας ἐτελείωσε τὰ λόγια αὐτά, ἕνας ἐξωμότης Ἰουδαῖος ἐπροχώρησε ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλων, διὰ νὰ θυσιάσῃ ἐπάνω εἰς τὸ εἰδωλολατρικὸν θυσιαστήριον, ποὺ ἐστήθη εἰς τὴν Μωδεΐν, σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ.
24 καὶ εἶδε Ματταθίας καὶ ἐζήλωσε, καὶ ἐτρόμησαν οἱ νεφροὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνήνεγκε θυμὸν κατὰ τὸ κρίμα καὶ δραμὼν ἔσφαξεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν βωμόν· 24 Τον είδεν ο Ματταθίας, εκυριεύθη από αγανάκτησιν, ανακατώθηκε το εσωτερικόν του, τον κατέλαβεν ιερός θυμός σύμφωνα και με τον νόμον του Θεού, έτρεξε και έσφαξεν εκείνον επάνω στον βωμόν. 24 Ὅταν ὁ Ματταθίας εἶδε τὴν κίνησιν καὶ τὴν πρόθεσιν αὐτὴν τοῦ Ἰουδαίου, ἀγανάκτησε καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἱερὸν ζῆλον συνεκλονίσθη βαθύτατα ὅλος ὁ συναισθηματικός του κόσμος καὶ ἀφῆκε νὰ ἐκσπάσῃ ὁ ἱερὸς θυμός του σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφανσιν καὶ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ· καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ ἱεροῦ ζήλου καὶ τῆς δικαίας ὀργῆς του ὥρμησε κατὰ τοῦ Ἰουδαίου καὶ τὸν ἔσφαξεν ἐπάνω εἰς τὸ εἰδωλολατρικὸν θυσιαστήριον.
25 καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ βασιλέως τὸν ἀναγκάζοντα θύειν ἀπέκτεινεν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ τὸν βωμὸν καθεῖλε. 25 Εφόνευσεν επίσης κατά την στιγμήν εκείνην και αυτόν τον αξιωματικόν του βασιλέως, ο οποίος ηνάγκαζε τους Ιουδαίους να προσφέρουν θυσίας, εκρήμνισε δε και τον ειδωλολατρικόν βωμόν. 25 Τὴν ἰδίαν ἐπίσης ὥραν ἐθανάτωσε καὶ τὸν ἀπεσταλμένον τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος ἑξανάγκαζε τοὺς Ἰουδαίους νὰ θυσιάζουν εἰς τὰ εἴδωλα, κατόπιν δὲ ἐγκρεμισε καὶ κατέστρεψε τὸ εἰδωλολατρικον θυσιαστήριον.
26 καὶ ἐζήλωσε τῷ νόμῳ, καθὼς ἐποίησε Φινεὲς τῷ Ζαμβρὶ υἱῷ Σαλώμ. 26 Κατά την ώραν εκείνην ο Ματταθίας έδειξε ζήλον ιερόν υπέρ του νόμου του Θεού, όπως έκαμεν άλλοτε και ο Φινεές, ο οποίος εφόνευσε τον Ζαμβρί τον υιόν του Σαλώμ. 26 Μὲ τὴν πρᾶξιν του αὐτὴν ὁ Ματταθίας ἔδειξε τὸν θερμὸν ζῆλον του διὰ τὸν Νόμον, ὅπως ἄλλοτε καὶ ὁ Φινεές, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ζῆλον πρὸς τὸν Νόμον ἐφόνευσε τὸν Ζαμβρί, τὸν υἱὸν τοῦ Σαλώμ.
27 καὶ ἀνέκραξε Ματταθίας ἐν τῇ πόλει φωνῇ μεγάλῃ λέγων· πᾶς ὁ ζηλῶν τῷ νόμῳ καὶ ἱστῶν διαθήκην ἐξελθέτω ὀπίσω μου. 27 Εν συνεχεία δε ο Ματταθίας διέτρεξεν όλην την πόλιν, εκραύγασε με φωνήν μεγάλην και έλεγε· “καθένας, που είναι ζηλωτής του Νομου και επιθυμεί να τηρή την διαθήκην του Θεού, ας έλθη κοντά μου”. 27 Κατόπιν ὁ Ματταθίας διέτρεχε τὴν Μωδεΐν, ἐφώναξε μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ ἔλεγε: Καθένας, ὁ ὁποῖος εἶναι ζηλωτὴς τοῦ Νόμου καὶ ἀγωνίζεται νὰ μένῃ σταθερὸς καὶ νὰ ἐφαρμόζῃ τὴν διαθήκην, ποὺ ἔχει συνάψει ὁ Θεὸς μὲ τοὺς πατέρας μας, ἂς βγῇ ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ.
28 καὶ ἔφυγον αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς τὰ ὄρη καὶ ἐγκατέλιπον ὅσα εἶχον ἐν τῇ πόλει. 28 Κατά την ημέραν εκείνην αυτός και τα παιδιά του εγκατέλειψαν όλα, όσα είχαν εις την πόλιν Μωδεΐν, και κατέφυγαν εις τα όρη. 28 Αὐτὸς δὲ καὶ οἱ υἱοί του κατέφυγαν εἰς τὰ ὅρη, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των εἰς τὴν πόλιν (Μωδεΐν).
29 Τότε κατέβησαν πολλοὶ ζητοῦντες δικαιοσύνην καὶ κρίμα εἰς τὴν ἔρημον καθίσαι ἐκεῖ, 29 Τοτε ένας μεγάλος αριθμός Ιουδαίων, οι οποίοι ήθελαν να ζουν σύμφωνα με τον νόμον και τας εντολάς του Θεού, κατέβηκαν εις την έρημον και εγκατεστάθηκαν εκεί, 29 Τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ εἶναι δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἀποφάνσεις καὶ τὶς δίκαιες κρίσεις τοῦ Θεοῦ, κατέβησαν εἰς τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ,
30 αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν, ὅτι ἐπληθύνθη ἐπ᾿ αὐτοὺς τὰ κακά. 30 αυτοί και τα παιδιά των, αι γυναίκες των και τα ζώα των, διότι αι συμφοραί επληθύνθησαν και τους κατεβάρυναν εις την πόλιν. 30 αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοί των καὶ οἱ γυναῖκες των καὶ τὰ ζῶα των, διότι ἡ καταπίεσις καὶ τὰ δεινά, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ τὸν διωγμὸν τοῦ βασιλιᾶ, εἶχαν πολλαπλασιασθῆ καὶ ἔγιναν ἀφόρητα.
31 καὶ ἀνηγγέλη τοῖς ἀνδράσι τοῦ βασιλέως καὶ ταῖς δυνάμεσιν, αἵ ἦσαν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ πόλει Δαυίδ, ὅτι κατέβησαν ἄνδρες, οἵτινες διασκέδασαν τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως εἰς τοὺς κρύφους ἐν τῇ ἐρήμῳ. 31 Το γεγονός όμως αυτό εγνωστοποιήθη εις τους αξιωματικούς και το στράτευμα του βασιλέως, που υπήρχεν εις την Ιερουσαλήμ, εις την πόλιν Δαυίδ, ότι δηλαδή άνδρες Ιουδαίοι κατεπάτησαν την διαταγήν του βασιλέως και κατέφυγαν εις αποκρήμνους περιοχάς της ερήμου. 31 Ἔφθασεν ὅμως ἡ πληροφορία εἰς τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὶς στρατιωτικὲς δυνάμεις, ποὺ ἐστάθμευαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, ὅτι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀψήφησαν καὶ ἀπέρριψαν τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ, κατέβησαν εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἐκρύβησαν εἰς μέρη ἀπόκρυφα.
32 καὶ ἔδραμον ὀπίσω αὐτῶν πολλοὶ καὶ καταλαβόντες αὐτοὺς παρενέβαλον ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ συνεστήσαντο πρὸς αὐτοὺς πόλεμον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων 32 Αμέσως πολλοί στρατιώται του βασιλέως έτρεξαν εις καταδίωξίν των και όταν τους συνήντησαν, εστρατοπέδευσαν απέναντί των. Απεφάσισαν δε να πολεμήσουν αυτούς κατά την ημέραν του Σαββάτου. 32 Ἀμέσως ἕνα ἰσχυρὸν καὶ πολυάριθμὸν ἀπόσπασμα Σύρων στρατιωτῶν ἔτρεξεν εἰς καταδίωξίν των καί, ὅταν τοὺς συνήντησαν, ἔλαβαν γύρω ἀπὸ αὐτοὺς θέσεις μάχης καὶ ἐτοιμάσθηκαν νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.
33 καὶ εἶπον πρὸς αὐτούς· ἕως τοῦ νῦν ἱκανόν· ἐξέλθετε καὶ ποιήσατε κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως καὶ ζήσεσθε. 33 Είπον όμως προηγουμένως προς αυτούς οι Συροι· “Τέλος πάντων ο,τι εκάματε, εκάματε έως τώρα. Εβγάτε από τας κρύπτας σας και τηρήσατε την διαταγήν του βασιλέως και θα σας χαρισθή η ζωη”. 33 Οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ Συριακοῦ ἀποσπάσματος ἐφώναξαν πρὸς τοὺς Ἰουδαίους: Ἀρκετὰ μέχρι τώρα! Τώρα βγῆτε ἔξω ἀπὸ τὶς κρύπτες σας καὶ κάμετε σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ καὶ θὰ σᾶς χαρίσωμεν τὴν ζωήν.
34 καὶ εἶπον· οὐκ ἐξελευσόμεθα οὐδὲ ποιήσομεν τὸν λόγον τοῦ βασιλέως τοῦ βεβηλῶσαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων. 34 Οι Ιουδαίοι όμως απήντησαν· “ούτε θα εξέλθωμεν ούτε υπακούομεν εις την διαταγήν του βασιλέως, διότι η έξοδός μας αυτή θα ήτο βεβήλωσις της αργίας του Σαββάτου”. 34 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ἀπάντησαν: Δὲν πρόκειται νὰ βγοῦμε· ἀρνούμεθα δὲ νὰ ὑπακούσωμεν εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ καὶ νὰ βεβηλώσωμεν με τὴν ἔξοδόν μας αὐτὴν τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου.
35 καὶ ἐτάχυναν ἐπ᾿ αὐτοὺς πόλεμον. 35 Οι Συροι έσπευσαν αμέσως και ήνοιξαν μάχην εναντίον των. 35 Ἀλλ' οἱ στρατιῶται τοὺς ἐπετέθησαν αμέσως.
36 καὶ οὐκ ἀπεκρίθησαν αὐτοῖς οὐδὲ λίθον ἐνετίναξαν αὐτοῖς, οὐδὲ ἐνέφραξαν τοὺς κρύφους 36 Οι Ιουδαίοι δεν έφεραν καμμίαν αντίστασιν εις αυτούς, δεν έρριψαν ούτε λίθον εναντίον των, ακόμη δε ούτε και τα κρησφύγετα αυτών δεν έφραξαν 36 Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως δὲν ἐπρόβαλαν καμμίαν ἀντίστασιν δὲν ἔρριψαν ἐναντίον τῶν στρατιωτῶν οὔτε μίαν πέτραν, καὶ οὔτε κἀν ἔφραξαν τὰ καταφύγιά των·
37 λέγοντες· ἀποθάνωμεν πάντες ἐν τῇ ἁπλότητι ἡμῶν· μαρτυρεῖ ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὅτι ἀκρίτως ἀπόλλυτε ἡμᾶς. 37 λέγοντες· “ας αποθάνωμεν όλοι επάνω εις την αθωότητά μας. Ο ουρανός και η γη είναι μάρτυρες, ότι σεις οι διώκται μας μας θανατώνετε αδίκως”. 37 μόνον εἶπαν: Ἂς ἀποθάνωμεν ὅλοι ἀθῶοι, μὲ καθαρὰν καὶ ἀκατάγνωστον συνείδησιν! Ο οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἂς εἶναι μάρτυρές μας ὅτι μᾶς σφάζετε καὶ μᾶς φονεύετε ἄδικα.
38 καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τοῖς σάββασι, καὶ ἀπέθανον αὐτοὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν, καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν ἕως χιλίων ψυχῶν ἀνθρώπων. 38 Οι Συροι τότε ηγέρθησαν εναντίον των Ιουδαίων, τους επολέμησαν καθ' όλην την ημέραν του Σαββάτου και έτσι εξωντώθησαν οι Ιουδαίοι εκεί και αι γυναίκες των, τα τέκνα των και τα ζώα των. Οι φονευθέντες ήσαν περίπου χίλιοι άνθρωποι. 38 Τότε οἱ ἐχθροὶ τοὺς ἐπετέθησαν καὶ ἐπολέμησαν ἐναντίον τῶν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου καὶ ἔτσι ἐσφάγησαν καὶ ἀπέθαναν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ γυναῖκες των καὶ τὰ παιδιά των καὶ τὰ ζῶα των ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐφονεύθησαν, ἔφθασε περίπου τοὺς χιλίους (1.000).
39 Καὶ ἔγνω Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ ἐπένθησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἕως σφόδρα. 39 Οταν ο Ματταθίας και οι φίλοι του έμαθαν το τραγικόν αυτό γεγονός ελυπήθησαν πάρα πολύ δια τους φονευθέντας. 39 Ὅταν ὁ Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι του ἐπληροφορήθησαν τὸ τραγικὸν αυτὸ γεγονός, ἐθρήνησαν διὰ τὴν σφαγήν των καὶ ἐπένθησαν πάρα πολύ·
40 καὶ εἶπεν ἀνὴρ τῷ πλησίον αὐτοῦ· ἐὰν πάντες ποιήσωμεν ὡς οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐποίησαν, καὶ μὴ πολεμήσωμεν πρὸς τὰ ἔθνη ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν δικαιωμάτων ἡμῶν, νῦν τάχιον ἡμᾶς ἐξολοθρεύσουσιν ἀπὸ τῆς γῆς. 40 Είπον δε μεταξύ των· “εάν όλοι πράξωμεν, όπως έπραξαν οι αδελφοί μας και εν ημέρα Σαββάτω δεν πολεμήσωμεν εναντίον των εθνών υπέρ της ζωής μας και του νόμου του Θεού, πολύ συντόμως θα μς εξολοθρεύσουν από το πρόσωπον της γης”ι 40 καὶ εἶπαν μεταξύ των: Ἐὰν κάμωμεν ὅλοι, ὅπως ἔκαμαν οἱ ἀδελφοί μας, καὶ ἀρνηθῶμεν νὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον τῶν ἐθνικῶν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου διὰ τὴν ζωήν μας καὶ διὰ τοὺς νόμους καὶ τὰ ἤθη μας, πολὺ γρήγορα οἱ ἐθνικοὶ θὰ μᾶς ἐξηφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.
41 καὶ ἐβουλεύσαντο τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγοντες· πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν ἔλθῃ πρὸς ἡμᾶς εἰς πόλεμον τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων, πολεμήσωμεν κατέναντι αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν πάντες καθὼς ἀπέθανον οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐν τοῖς κρύφοις. 41 Επήραν λοιπόν κατά την ημέραν εκείνην την απόφασιν και είπαν· “οποιοσδήποτε θα επέλθη εναντίον μας εις πόλεμον κατά την ημέραν του Σαββάτου, θα τον πολεμήσωμεν και δεν θα μείνωμεν να φονευθώμεν όλοι, όπως εφονεύθησαν οι αδελφοί μας εις τα κρησφύγετα των”. 41 Ἔτσι κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἀπεφάσισαν καὶ εἶπαν: Οἰοσδήποτε ἄνθρωπος θελήσῃ νὰ μᾶς ἐπιτεθῇ μὲ πόλεμον κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, θὰ ἀντισταθῶμεν καὶ θὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον του· ἔτσι δὲν θὰ φονευθῶμεν καὶ δὲν θὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι, ὅπως ἐσφάγησαν καὶ ἀπέθαναν οἱ ἀδελφοί μας εἰς τὰ ἐρημικὰ καταφύγια των.
42 τότε συνήχθησαν πρὸς αὐτοὺς συναγωγὴ ῾Ασιδαίων, ἰσχυροὶ δυνάμει ἀπὸ ᾿Ισραήλ, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος τῷ νόμῳ· 42 Τοτε συνεκεντρώθησαν και ηνώθησαν με αυτούς ο στρατός των Ασιδαίων, άνδρες Ισραηλίται πολύ δυνατοί και ευσεβείς. Αυτοί είχαν σταθεράν την απόφασιν και να αποθάνουν ακόμη δια την υπεράσπισιν του Νομου. 42 Τότε συνεκεντρώθησαν καὶ συνενώθηκαν μὲ τὸν Ματταθίαν καὶ τοὺς φίλους του ἡ στρατιωτικὴ ὁμάδα τῶν Ἁσιδαίων, ἄνδρες ἀπὸ τὸν Ἰσραὴλ ρωμαλέοι, θαρραλέοι καὶ ἀποφασιστικοὶ πολεμισταί· οἱ Ἰσραηλῖται αὐτοὶ ἦσαν ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀφιερωθῆ ἑκουσίως καὶ δοθῇ ὁλοκλήρως εἰς τὴν τήρησιν καὶ προάσπισιν τοῦ Νόμου.
43 καὶ πάντες οἱ φυγαδεύοντες ἀπὸ τῶν κακῶν προσετέθησαν αὐτοῖς καὶ ἐγένοντο αὐτοῖς εἰς στήριγμα. 43 Αλλά και όλοι εκείνοι, οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τους διωγμούς και τα δεινά, ήλθαν προς τους Ιουδαίους και έτσι ηυξήθη η δύναμις του Ματταθίου και των περί αυτόν. 43 Μαζὶ μὲ τοὺς περὶ τὸν Ματταθίαν καὶ τοὺς Ἁσιδαίους συνενώθηκαν καὶ ὅλοι οἰ εὐσεβεῖς, ποὺ εἶχαν γίνει φυγάδες ἕνεκα τῶν διωγμῶν κατὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας· αὐτοὶ ηὔξησαν τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀνδρῶν τοῦ Ματταθία καὶ τῶν Ἁσιδαίων καὶ ἐνίσχυσαν τὴν δύναμίν των.
44 καὶ συνεστήσαντο δύναμιν καὶ ἐπάταξαν ἁμαρτωλοὺς ἐν ὀργῇ αὐτῶν καὶ ἄνδρας ἀνόμους ἐν θυμῷ αὐτῶν· καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον εἰς τὰ ἔθνη σωθῆναι. 44 Ολοι αυτοί συνεκρότησαν μεγάλην δύναμιν και εκτύπησαν κατ' αρχάς επάνω εις την δίκαιον οργήν των τους εξωμότας Ιουδαίους και εν τω θυμώ των εφόνευσαν τους παρανόμους αυτούς άνδρας. Οι άλλοι από τους εξωμότας Ιουδαίους, που διέφυγαν τον θάνατον, κατέφυγαν ανάμεσα εις τα ειδωλολατρικά έθνη, δια να εύρουν σωτηρίαν. 44 Ὅλοι αὐτοὶ ὠργανώθησαν εἰς στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ ἐπάνω εἰς τὴν ἔκρηξιν τοῦ θυμοῦ των ἐκτύπησαν καὶ ἐφόνευσαν τοὺς ἐξωμότες Ἰουδαίους καὶ ἐπάνω εἰς τὴν μανίαν τοῦ θυμοῦ των τοὺς ἀποστάτες, ποὺ ἀρνήθηκαν καὶ παρέβησαν τὸν Νόμον.Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἐξωμότες καὶ ἀποστάτες ἐγλύτωσαν τὸν θάνατον, κατέφυγαν εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη διὰ νὰ σωθοῦν.
45 καὶ ἐκύκλωσε Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ καθεῖλον τοὺς βωμοὺς 45 Ο Ματταθίας και τα παιδιά του, περιέτρεχαν την χώραν και εκρήμνιζαν τους ειδωλολατρικούς βωμούς. 45 Κατόπιν ὁ Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι του ἐκτένισαν καὶ ἐσάρωσαν τὴν χώραν καὶ ἐκρήμνιζαν καὶ κατεδάφιζαν τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια
46 καὶ περιέτεμον τὰ παιδάρια τὰ ἀπερίτμητα, ὅσα εὗρον ἐν ὁρίοις ᾿Ισραήλ, ἐν ἰσχύϊ 46 Περιέτεμνον δε δια της βίας τα απερίτμητα μικρά παιδιά των Ιουδαίων, όσα εύρισκαν εις την χώραν της Ιουδαίας. 46 καὶ περιέτεμαν διὰ τῆς βίας ὅλα τὰ ἀπερίτμητα παιδιὰ τῶν Ἰουδαίων, τὰ ὁποῖα εὕρισκαν εἰς τὰ ὅρια τῆς χώρας τοῦ Ἰσραήλ.
47 καὶ ἐδίωξαν τοὺς υἱοὺς τῆς ὑπερηφανίας, καὶ κατευωδώθη τὸ ἔργον ἐν χειρὶ αὐτῶν. 47 Κατεδίωξαν τους αυθάδεις και αλαζονικούς ανθρώπους. Με αυτάς δε τας ηρωϊκάς των προσπαθείας κατευωδόθη το έργον των. 47 Ἐπίσης κατεδίωξαν τοὺς ἀλαζόνας καὶ αὐθάδεις ἀνθρώπους, ὅλη δὲ ἡ στρατιωτικὴ ἐπιχείρησις, ποὺ ἀνέλαβαν, ἐστέφθη ἀπὸ ἐπιτυχίαν.
48 καὶ ἀντελάβοντο τοῦ νόμου ἐκ χειρὸς τῶν ἐθνῶν καὶ ἐκ χειρὸς τῶν βασιλέων καὶ οὐκ ἔδωκαν κέρας τῷ ἁμαρτωλῷ. 48 Υπερησπίζοντο τον νόμον του Θεού εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών και εναντίον της εξουσίας των βασιλέων και δεν επέτρεψαν να νικήση η δύναμις των αμαρτωλών (εξωμοτών). 48 Ἔτσι διέσωσαν τὸν ἱερὸν Νόμον ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐθνικῶν καὶ τῶν βασιλέων, τὸν ὑπερήσπισαν καὶ ἐφ ράντισαν νὰ ἐφαρμόζεται· μὲ τὴν στρατιωτικήν των ἐπιχείρησιν ἀφῄρεσαν τὴν δύναμιν ἀπὸ τοὺς ἐξωμότες, τοὺς συνέτριψαν καὶ ἀπέκτησαν τὸν ἔλεγχον τῆς καταστάσεως.
49 Καὶ ἤγγισαν αἱ ἡμέραι τοῦ Ματταθίου ἀποθανεῖν, καὶ εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· νῦν ἐστηρίχθη ὑπερηφανία καὶ ἐλεγμὸς καὶ καιρὸς καταστροφῆς καὶ ὀργὴ θυμοῦ. 49 Οταν επλησίασαν αι ημέραι της εκδημίας του Ματταθίου, είπε προς τα παιδιά του· “σήμερον κυριαρχεί η αυθάδεια και η αλαζονεία. Είναι καιρός καταστροφής και μεγάλης οργής. 49 Ὅταν ἐπλησίασαν οἱ ἡμέρες τοῦ θανάτου τοῦ Ματταθία, εἶπε πρὸς τοὺς υἱούς του: Σήμερα ἰσχυροποιήθη καὶ βασιλεύει σταθερὰ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐθάδεια καὶ ἡ ἐπιτίμησις καὶ ὁ ἔλεγχος ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν· σήμερα εἶναι καιρὸς συμφορᾶς, σφοδρᾶς ἀγανακτήσεως καὶ μεγάλης ὀργῆς.
50 καὶ νῦν, τέκνα, ζηλώσατε τῷ νόμῳ καὶ δότε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ὑπὲρ διαθήκης πατέρων ἡμῶν. 50 Τωρα, λοιπόν, τέκνα μου, αναπτύξατε και θερμάνατε μέσα σας τον ζήλον δια τον νόμον του Θεού. Θυσιάσατε και την ζωήν σας υπέρ της διαθήκης, η οποία έγινε μεταξύ του Θεού και των πατέρων μας. 50 Τώρα ὅμως, παιδιά μου, εἶναι καιρὸς νὰ πυρώσετε τὴν ψυχήν σας ἀπὸ ἱερὸν ζῆλον διὰ τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ προσφέρετε τὴν ζωήν σας διὰ τὴν διαθήκην, ποὺ ἔχει συνάψει ὁ Θεὸς μὲ τοὺς προπάτορές μας.
51 μνήσθητε τῶν πατέρων ἡμῶν τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν ἐν ταῖς γενεαῖς αὐτῶν, καὶ δέξασθε δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα αἰώνιον. 51 Ενθυμηθήτε και μιμηθήτε τα ηρωϊκά έργα, τα οποία έκαμαν οι πατέρες μας εις την εποχήν των. Και έτσι θα πάρετε μεγάλην δόξαν και θα αποκτήσετε αιώνιον όνομα. 51 Ἐνθυμηθῆτε (καὶ μιμηθῆτε) τὰ ἡρωικὰ ἔργα τῆς πίστεως τῶν πατέρων μας, τὰ ὁποῖα ἔκαμαν εἰς τὴν ἐποχήν των, καὶ θὰ λάβετε ὡς βραβεῖον δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα ἀλησμόνητον καὶ αἰώνιον.
52 ῾Αβραὰμ οὐχὶ ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην; 52 Μηπως ο Αβραάμ δεν απεδείχθη πιστός κατά την διάρκειαν του πειρασμού; Και δεν ελογαριάσθη τούτο δι' αυτόν εις αρετήν και δικαίωσιν; 52 Μήπως ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἀπεδείχθη πιστός, ὅταν ἐδοκιμάσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὴν θυσίαν τοῦ Ἰσαάκ, καὶ ἡ πίστις του ἐκείνη ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ὡσὰν μεγάλη ἀρετή, ὡς τὸ κεφάλαιον ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν δικαιώσῃ;
53 ᾿Ιωσὴφ ἐν καιρῷ στενοχωρίας αὐτοῦ ἐφύλαξεν ἐντολὴν καὶ ἐγένετο κύριος Αἰγύπτου. 53 Ο Ιωσήφ πάντοτε, μάλιστα δε εις την περίοδον της θλίψεώς του, ετήρησε τας εντολάς του Θεού και έγινε δια τούτο βασιλεύς της Αιγύπτου. 53 Ὁ Ἰωσὴφ κατὰ τὴν περίοδον τοῦ σοβαροῦ κινδύνου καὶ τοῦ μεγάλου πειρασμοῦ του ἐφύλαξε μὲ πιστότητα τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ δι’ αὐτὸ ἔγινε ἄρχων καὶ ἀντιβασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου.
54 Φινεὲς ὁ πατὴρ ἡμῶν ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον ἔλαβε διαθήκην ἱερωσύνης αἰωνίας. 54 Ο Φινεές, ο προγονός μας, πλημμυρισμένος από ιερόν ζήλον δια τον νόμον του Θεού, επήρεν ιεράν την υπόσχεσιν ότι θα έχη αιωνίαν την ιερωσύνην. 54 Ὁ Φινεές, ὁ προπάτοράς μας, διότι παρουσίασε πύρινον ἱερὸν ζῆλον διὰ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ἔλαβεν ὡς μισθὸν τὴν ὑπόσχεσιν καὶ συνθήκην περὶ αἰωνίας ἱερωσύνης.
55 ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ πληρῶσαι λόγον ἐγένετο κριτὴς ἐν ᾿Ισραήλ. 55 Ο Ιησούς του Ναυή, επειδή εξεπλήρωσε τον νόμον του Κυρίου, έγινε κριτής μεταξύ των Ισραηλιτών. 55 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ἐπειδὴ ὑπήκουσεν εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Μωϋσῆ καὶ ἔφερεν εἰς πέρας τὸ ἔργον, ποὺ τοῦ ἀνέθεσεν ὁ Θεός, ἔγινε κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
56 Χάλεβ ἐν τῷ ἐπιμαρτύρασθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἔλαβε γῆς κληρονομίαν. 56 Ο Χαλεβ, διότι διεμαρτυρήθη και ωμολόγησε την αλήθειαν ενώπιον της συγκεντρώσεως των Εβραίων, επήρεν ιδιαιτέραν κληρονομίαν από την γην της Παλαιστίνης. 56 Ὁ Χάλεβ, ἐπειδὴ διεμαρτυρήθη δι’ ὅσα οἱ ἄλλοι κατάσκοποι μετέφεραν ὡς πληροφορίες εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ διότι ἐξέθεσε δημοσίως εἰς τὴν συνάθροισιν τοῦ λαοῦ τὴν ἀλήθειαν, ἔλαβεν ὡς ἀμοιβὴν τὴν πόλιν Χεβρὼν ὡς ἰδιαίτερον μερίδιον κληρονομίας ἀπὸ τὴν γῆν Χαναάν.
57 Δαυὶδ ἐν τῷ ἐλέῳ αὐτοῦ ἐκληρονόμησε θρόνον βασιλείας εἰς αἰῶνα αἰῶνος. 57 Ο Δαυίδ δια την ευλάβειάν του και την αγαθότητα της καρδίας του εκληρονόμησε τον θρόνον της βασιλείας εις όλους τους αιώνας. 57 Ὁ Δαβίδ, διὰ τὴν εὐσέβειάν του καὶ τὴν ἀνεξικακίαν καὶ μεγαλοκαρδίαν του πρὸς τὸν Σαούλ, ἔλαβεν ὡς ἀμοιβὴν θρόνον βασιλικόν, τὸν ὁποῖον οἱ ἀπόγονοι καὶ διάδοχοί του θὰ κληρονομοῦν καὶ θὰ κατέχουν αἰωνίως.
58 ᾿Ηλίας ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον νόμου ἀνελήφθη ἕως εἰς τὸν οὐρανόν. 58 Ο προφήτης Ηλίας, επειδή επλημμύρισεν η καρδία του από ιερόν ζήλον υπέρ του νόμου του Θεού, ανελήφθη έως στον ουρανόν. 58 Ὁ προφήτης Ἠλίας, χάρις εἰς τὸν ἱερόν, μεγάλον καὶ πύρινον ζῆλον του διὰ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ἀνελήφθη μέχρις αὐτοῦ τοῦ οὐρανοῦ.
59 ᾿Ανανίας, ᾿Αζαρίας, Μισαήλ, πιστεύσαντες ἐσώθησαν ἐκ φλογός. 59 Ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ, επειδή έδειξαν ζωντανήν πίστιν στον Θεόν, εσώθησαν από την φλόγα της φοβεράς καμίνου. 59 Οἱ τρεῖς παῖδες, ὁ Ἀνανίας, ὁ Ἀζαρίας, ὁ Μισαήλ, ἐπειδὴ ἔδειξαν ζωντανὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἐσώθησαν ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς ἀναμμένης καμίνου.
60 Δανιὴλ ἐν τῇ ἁπλότητι αὐτοῦ ἐρρύσθη ἐκ στόματος λεόντων. 60 Ο Δανιήλ δια την αθωότητά του εγλύτωσεν από το στόμα των λεόντων. 60 Ὁ Δανιήλ, διὰ τὴν εὐθύτητα, ἀκεραιότητα καὶ ἀθωότητα τῆς καρδίας του, ἐγλύτωσε ἀπὸ τὸ στόμα τῶν πεινασμένων λιονταριῶν.
61 καὶ οὕτως ἐννοήθητε κατὰ γενεὰν καὶ γενεάν, ὅτι πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτὸν οὐκ ἀσθενήσουσι. 61 Κατ' αυτόν τον τρόπον σεις αν ερευνήσετε όλας τας γενεάς των προγόνων μας, θα διαπιστώσετε και θα πεισθήτε ότι όλοι, όσοι έχουν την ελπίδα των στον Θεόν, δεν θα περιπέσουν εις αδυναμίαν και ασθένειαν, δεν θα καταστραφούν, αλλά θα αποκτήσουν δύναμιν. 61 Ἐξετάσετε λοιπὸν καὶ σεῖς μὲ προσοχὴν καὶ μάθετε καλὰ καὶ τότε θὰ πληροφορηθῆτε ὅτι διὰ μέσου τῶν γενεῶν ὅλοι, ὅσοι στηρίζουν τὴν ἐλπίδα τῶν εἰς τὸν Θεόν, δὲν θὰ ἀδυνατίσουν καὶ δὲν θὰ καταβληθοῦν.
62 καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε, ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκας· 62 Μη φοβηθήτε, λοιπόν, τας απειλάς αμαρτωλού ανθρώπου, διότι η δύναμίς του και το μεγαλείον θα μεταβληθή εις κοπρίαν και σκώληκας. 62 Μὴ φοβηθῆτε λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἀπειλητικὰ λόγια ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ, διότι ὅλον τὸ ἐπιδεικτικὸν μεγαλεῖον καὶ οἱ ἔνδοξες ἐπιτυχίες του θὰ μεταβληθοῦν εἰς κόπρον καὶ λίπασμα διὰ τὴν γῆν καὶ εἰς σκουλήκια.
63 σήμερον ἐπαρθήσεται καὶ αὔριον οὐ μὴ εὑρεθῇ, ὅτι ἐπέστρεψεν εἰς τὸν χοῦν αὐτοῦ, καὶ ὁ διαλογισμὸς αὐτοῦ ἀπώλετο. 63 Σημερον υψώνεται και αύριον δεν θα ευρεθή ούτε ο τόπος, στον οποίον έζησε. Διότι το σώμα του θα επιστρέψη χώμα στο χώμα και αι επίνοιαι της πονηράς καρδίας του δεν θα πραγματοποιηθούν. 63 Σήμερα κομπάζει καὶ ὑπερυψοῦται πανίσχυρος καὶ αὔριον δὲν θὰ εὑρεθῇ οὔτε ὁ τόπος, ὅπου ἐζοῦσε προτήτερα ὑψωμένος καὶ ἀγέρωχος· διότι θὰ ἀποθάνῃ καὶ τὸ σῶμα του θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐλήφθη, τὰ δὲ σχέδια καὶ οἱ μηχανορραφίες του θὰ διαλυθοῦν καὶ δὲν θὰ πραγματοποιηθοῦν.
64 καὶ ὑμεῖς τέκνα ἰσχύσατε καὶ ἀνδρίζεσθε ἐν τῷ νόμῳ, ὅτι ἐν αὐτῷ δοξασθήσεσθε. 64 Σεις όμως, παιδιά μου, πάρετε θάρρος, αναδειχθήτε γενναίοι, υπερασπιζόμενοι τον νόμον του Θεού, διότι δια του Θεού θα αποκτήσετε δόξαν. 64 Σεῖς λοιπόν, παιδιά μου, λάβετε θάρρος καὶ δύναμιν, ἀγωνίζεσθε ἀποφασιστικὰ ὡς ἄνδρες γενναῖοι διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ Νόμου, διότι διὰ τοῦ Νόμου αὐτοῦ καὶ χάρις εἰς αὐτὸν θὰ δοξασθῆτε.
65 καὶ ἰδοὺ Συμεὼν ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, οἶδα ὅτι ἀνὴρ βουλῆς ἐστιν, αὐτοῦ ἀκούετε πάσας τὰς ἡμέρας, αὐτὸς ὑμῖν ἔσται εἰς πατέρα. 65 Ιδού γνωρίζω και σας διαβεβαιώ, ότι ο αδελφός σας ο Συμεών είναι άνθρωπος ορθοφροσύνης και αποφασιστικότητας. Εις αυτόν λοιπόν, να υπακούετε όλας τας ημέρας. Αυτός θα είναι δια σας στοργικός και συνετός πατέρας. 65 Καὶ νά· ἐδῶ εἶναι ὁ Συμεών, ὁ ἀδελφός σας.Γνωρίζω ὅτι εἶναι ἄνθρωπος σοφός, συνετός, μὲ κρίσιν ἰσχυράν, ἀποφασιστικός· εἰς αὐτὸν νὰ ὑπακούετε καθ’ ὅλην τὴν ζωήν σας αὐτὸς θὰ εἶναι ὡς στοργικὸς καὶ συνετὸς πατέρας σας.
66 καὶ ᾿Ιούδας Μακκαβαῖος ἰσχυρὸς δυνάμει ἐκ νεότητος αὐτοῦ, οὗτος ὑμῖν ἔσται ἄρχων στρατιᾶς καὶ πολεμήσει πόλεμον λαῶν. 66 Ιδού, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ο γενναίος αυτός ήρως από τα νεανικά του ακόμη χρόνια, αυτός θα είναι αρχηγός του στρατού και θα κατευθύνη τον πόλεμον εναντίον των εχθρικών λαών. 66 Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε δυνατὸς καὶ γενναῖος πολεμιστὴς ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἀρχιστράτηγός σας καὶ θὰ διευθύνῃ τὸν πόλεμον κατὰ τῶν ἐθνικῶν.
67 καὶ ὑμεῖς προσάξατε πρὸς ὑμᾶς πάντας τοὺς ποιητὰς τοῦ νόμου καὶ ἐκδικήσατε ἐκδίκησιν τοῦ λαοῦ ὑμῶν. 67 Εντάξατε στον στρατόν σας όλους εκείνους τους Ιουδαίους, που τηρούν τον νόμον του Θεού, και πάρετε εκδίκησιν δια τον αδικούμενον λαόν σας. 67 Σεῖς δὲ συγκεντρῶστε κοντά σας καὶ ἐντάξετε εἰς τὸν στρατόν σας ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦν καὶ φυλάττουν μὲ ζῆλον τὸν Νόμον, καὶ ἐκδικηθῆτε ὅσα δεινὰ ὑπέστη ἀδίκως ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός σας.
68 ἀνταπόδοτε ἀνταπόδομα τοῖς ἔθνεσι καὶ προσέχετε εἰς τὰ προστάγματα τοῦ νόμου. 68 Να ανταποδώσετε εις τα ειδωλολατρικά έθνη εκείνα, τα οποία κάνουν εναντίον του λαού μας, και προ παντός προσέχετε να τηρήτε τας εντολάς του νόμου του Θεού”. 68 Ἀνταποδῶστε εἰς τοὺς ἐθνικοὺς πλήρως ὅλα, ὅσα ἔχουν κάμει ἢ θὰ κάμουν εἰς βάρος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ τηρεῖτε μὲ προσοχὴν καὶ σταθερότητα τὰ προστάγματα τοῦ Νόμου.
69 καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ. 69 Επειτα από τα λόγια αυτά τους ηυλόγησεν ο Ματταθίας και εξεδήμησε και προσετέθη στους προγόνους του. 69 Κατόπιν ὁ Ματταθίας εὐλόγησε τοὺς υἱούς του καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του.
70 καὶ ἀπέθανεν ἐν τῷ ἕκτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τάφοις πατέρων αὐτῶν ἐν Μωδεΐν, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς ᾿Ισραὴλ κοπετὸν μέγαν. 70 Απέθανε δε κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έκτον έτος της βασιλείας των Σελευκιδών. Τα παιδιά του τον έθαψαν στους τάφους των προγόνων των εις την πόλιν Μωδεΐν. Ολοι δε οι Ισραηλίται τον εθρήνησαν με κοπετόν μεγάλον. 70 Ὁ Ματταθίας ἀπέθανε κατὰ τὸ ἑκατοστὸν τεσσαρακοστὸν ἕκτον (146ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 167/166 π.Χ.) καὶ οἱ υἱοί του τὸν ἔθαψαν εἰς τοὺς τάφους τῶν προπατόρων των εἰς τὴν Μωδεΐν.Ὅλοι δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἔκλαυσαν τὸν Ματταθίαν μὲ μεγάλον καὶ ἰσχυρὸν θρῆνον.