Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΟΥΔΙΘ δὲ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἐπέθετο σποδὸν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ ἐγύμνωσεν ὃν ἐνεδιδύσκετο σάκκον, καὶ ἦν ἄρτι προσφερόμενον ἐν ῾Ιερουσαλὴμ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ τὸ θυμίαμα τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ ᾿Ιουδὶθ πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· 1 Η Ιουδίθ έπεσε με το πρόσωπον κατά γης, εσκόρπισε στάκτην εις την κεφαλήν της και έβγαλε τον σάκκον τον οποίον είχεν ενδυθή. Ητο δε η ώρα, κατά την οποίαν προσεφέρετο στον ναόν του Θεού το θυμίαμα της εσπέρας. Η Ιουδίθ ανεβόησε με φωνήν μεγάλην προς τον Κυριον και είπε· 1 Μόλις ἀνεχώρησαν οἱ ἄρχοντες, ἡ Ἰουδὶθ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς εἰς στάσιν εὐλαβείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔρριξε δὲ στάκτην εἰς τὸ κεφάλι της καὶ ἔβγαλεν ἀπὸ ἐπάνω της τὸν τρίχινον σάκκον, ποὺ ἐφοροῦσε. Ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν ὥραν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, προσεφέρετο, ὅπως κάθε ἡμέραν πρωῒ καὶ βράδυ, τὸ θυμίαμα ἐκείνης τῆς ἑσπέρας. Ἐβόησε λοιπὸν μὲ μεγάλην φωνὴν πρὸς Τὸν Κύριον ἡ Ἰουδὶθ καὶ εἶπε:
2 Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου Συμεών, ᾧ ἔδωκας ἐν χειρὶ ρομφαίαν εἰς ἐκδίκησιν ἀλλογενῶν, οἳ ἔλυσαν μήτραν παρθένου εἰς μίασμα καὶ ἐγύμνωσαν μηρὸν εἰς αἰσχύνην καὶ ἐβεβήλωσαν μήτραν εἰς ὄνειδος· εἶπας γάρ, οὐχ οὕτως ἔσται· καὶ ἐποίησαν 2 “Κυριε, συ ο Θεός του προγόνου μου Συμεών, στο χέρι του οποίου έδωκες ρομφαίαν, δια να τιμωρήση τους αλλογενείς, οι οποίοι διέφθειραν και εμόλυναν την μήτραν της κόρης του Ιακώβ, της Δείνας, και εγύμνωσαν τον μηρόν της προς καταισχύνην και όνειδος, και εμόλυναν την παρθενικήν μήτραν προς κατεξευτελισμόν· Συ είπες ότι δεν έπρεπε αυτό να γίνη, αλλ' εκείνοι το έπραξαν. 2 Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ γενάρχου τῆς φυλῆς μου Συμεών, εἰς τὸ χέρι τοῦ ὁποίου ἔδωκες κάποτε ρομφαίαν διὰ νὰ ἐκδικηθῇ καὶ τιμωρήσῃ, ὅπως τοὺς ἔπρεπε, τοὺς ἀλλογενεῖς ἐκείνους, ποὺ διέφθειραν μίαν παρθένον. Ἐμόλυναν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι τὴν μήτραν τῆς παρθένου Δείνας. Ἐγύμνωσαν τὸν μηρόν της διὰ νὰ τὴν ἐντροπιάσουν. Ἐβεβήλωσαν τὴν μήτραν τας διὰ νὰ τὴν ἐξευτελίσουν. Καὶ ἐνῷ Σὺ εἶχες ἀπαγορεύσει νὰ γίνεται κάτι τέτοιο, αὐτοὶ δὲν ὑπελόγισαν τὴν ἐντολήν Σου καὶ τὸ διέπραξαν.
3 ἀνθ᾿ ὧν ἔδωκας ἄρχοντας αὐτῶν εἰς φόνον καὶ τὴν στρωμνὴν αὐτῶν, ἣ ᾐδέσατο τὴν ἀπάτην αὐτῶν, εἰς αἷμα, καὶ ἐπάταξας δούλους ἐπὶ δυνάσταις καὶ δυνάστας ἐπὶ θρόνους αὐτῶν. 3 Δια το βαρύ αυτό σφάλμα των παρέδωσες τους άρχοντάς των να φονευθούν και τους ομοχωρίους των, οι οποίοι ηνέχθησαν αυτήν την βεβήλωσιν, τους έπνιξες στο αίμα. Ετσι δε εκτύπησες δούλους μαζή με τους κυρίους και κυρίους, οι οποίοι ευρίσκοντο στους θρόνους των. 3 Ἕνεκα αὐτῆς τῆς παρανομίας παρέδωσες εἰς φόνον τοὺς ἄρχοντας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων. Τὸ δὲ στρῶμα των, ποὺ ἐντροπιάσθη μὲ τὴν παρανομίαν των, ἀλλὰ καὶ τὴν περιοχήν, ὅπου διέμεναν καὶ ἡ ὁποία ἠνέχθη κατὰ κάποιον τρόπον τὴν ἀτιμίαν των, τὰ ἐγέμισες μὲ αἵματα. Ἐκτύπησες δὲ μαζὶ σκλάβους καὶ ἄρχοντας, ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς ἄρχοντας ἐκείνους, ποὺ ἐκάθηντο ὑπερήφανοι εἰς τοὺς θρόνους των.
4 καὶ ἔδωκας γυναῖκας αὐτῶν εἰς προνομὴν καὶ θυγατέρας εἰς αἰχμαλωσίαν καὶ πάντα τὰ σκῦλα εἰς διαίρεσιν υἱῶν ἠγαπημένων ὑπὸ σοῦ, οἳ καὶ ἐζήλωσαν τὸν ζῆλόν σου καὶ ἐβδελύξαντο μίασμα αἵματος αὐτῶν καὶ ἐπεκαλέσαντό σε εἰς βοηθόν. ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς ὁ ἐμός, καὶ εἰσάκουσον ἐμοῦ τῆς χήρας· 4 Συ παρέδωκες τας συζύγους των εις λεηλασίαν και τας θυγατέρας των αιχμαλώτους και όλα τα ανήκοντα εις αυτούς εις διαρπαγήν από τους αγαπημένους υπό σου Ισραηλίτας, οι οποίοι απεστράφησαν και εμίσησαν το μόλυσμα του αίματός των και εκάλεσαν σε βοηθόν εναντίον εκείνων. Συ, ο Θεός ο Θεός μου, άκουσε την προσευχήν εμού τη χήράς· 4 Παρέδωσες ἐπίσης τὰς γυναῖκας των εἰς λεηλασίαν καὶ τὰς θυγατέρας των εἰς αἰχμαλωσίαν. Ὅλα δὲ τὰ λάφυρα, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ αὐτούς, τὰ ἔδωσες διὰ νὰ τὰ μοιρασθοῦν μεταξύ των οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ τοὺς ἔχεις ἀγαπήσει Σὺ ἰδιαιτέρως ὡς υἱούς Σου. Οἱ Ἰσραηλῖται ἐκεῖνοι ἔδειξαν ζῆλον ἱερὸν ὑπὲρ τοῦ Νόμου Σου καὶ ἔνοιωσαν ἀποτροπιασμὸν διὰ τὴν βεβήλωσιν τοῦ αἵματος των, διὰ τὴν ἀτίμωσιν δηλαδὴ τῶν συγγενῶν τῶν γυναικῶν. Ἱκέτευσαν δὲ καὶ ἐζήτησαν τὴν βοήθειάν Σου. Ὦ Θέε, Θεέ μου, ἄκουσε μὲ εὐμένειαν τὸ θέμα, διὰ τὸ ὁποῖον σὲ παρακαλῶ ἐγώ, ἡ χήρα!
5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πρότερα ἐκείνων καὶ ἐκεῖνα καὶ τὰ μετέπειτα καὶ τὰ νῦν καὶ τὰ ἐπερχόμενα διενοήθης, καὶ ἐγενήθησαν ἃ ἐνενοήθης, 5 Συ είσαι εκείνος, ο οποίος εδημιούργησες όσα υπήρχον στο παρελθόν, όσα έγιναν κατόπιν, όσα υπάρχουν σήμερα και όσα εσκέφθης να γίνουν στο μέλλον. Οσα συ σκέπτεσαι όλα πραγματοποιούνται. 5 Διότι Σὺ εἶσαι Ἐκεῖνος, ποὺ Ἔκαμες ὅσα ὑπῆρχαν καὶ πρὶν ὑπάρξῃ χρόνος καὶ ὅσα συνέβησαν κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ τὰ ἑπόμενα καὶ τὰ σημερινά. Σὺ ἔχεις σκεφθῇ ἐπίσης καὶ ἔχεις σχεδιάσει καὶ ὅσα θὰ γίνουν εἰς τὸ μέλλον. Ὅλα, ὅσα ἐσκέφθης Σύ, ἔγιναν καὶ πραγματοποιοῦνται.
6 καὶ παρέστησαν ἃ ἐβουλεύσω καὶ εἶπαν· ἰδοὺ πάρεσμεν· πᾶσαι γὰρ αἱ ὁδοί σου ἕτοιμοι, καὶ ἡ κρίσις σου ἐν προγνώσει· 6 Παρουσιάσθησαν ενώπιόν σου όλα τα δημιουργήματα, τα οποία συ ηθέλησας να γίνουν, και είπαν· ιδού υπάρχομεν. Ολαι αι οδοί σου είναι έτοιμοι και αι δίκαιαι κρίσεις σου κατά την ιδικήν σου πρόγνωσιν. 6 Ἔκαμαν δὲ τὴν ἐμφάνισίν των ὅσα Σὺ ἠθέλησες, καὶ εἶπαν: Ὁρίστε! Ὑπάρχομεν! Ἐδῶ εἴμεθα! Γίνεται δὲ αὐτό, διότι ὅλοι οἱ δρόμοι Σου εἶναι ἕτοιμοι ἀπὸ πρὶν καὶ δὲν σφάλλεις ποτέ. Ἡ κρίσις Σου σχετίζεται πάντοτε με τὴν πρόγνωσίν Σου.
7 ἰδοὺ γὰρ ᾿Ασσύριοι ἐπληθύνθησαν ἐν δυνάμει αὐτῶν, ὑψώθησαν ἐφ᾿ ἵππῳ καὶ ἀναβάτῃ ἐγαυρίασαν ἐν βραχίονι πεζῶν, ἤλπισαν ἐν ἀσπίδι καὶ ἐν γαισῷ καὶ τόξῳ καὶ σφενδόνῃ καὶ οὐκ ἔγνωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος συντρίβων πολέμους. 7 Ιδού, τώρα, Κυριε, οι Ασσύριοι είναι πολυάριθμοι κατά την στρατιωτικήν των δύναμιν, αλαζονεύονται δια τους ίππους και τους ιππείς των. Είναι υπερήφανοι δια την δύναμιν του πεζικού στρατού των. Αυτοί στηρίζουν τας αλαζονικάς ελπίδας των εις την ασπίδα των, εις τα ακόντιά των, στο τόξον και εις την σφενδόνην και δεν έχουν μάθει ότι συ είσαι ο Κυριος, ο οποίος συντρίβστους πολέμους και χαρίζεις νίκας. 7 Καὶ τώρα, Κύριε, οἱ Ἀσσύριοι, ποὺ ἔχουν πολὺ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν, ὑπερηφανεύονται διὰ τοὺς ἵππους καὶ τοὺς ἱππεῖς των καὶ καυχῶνται μὲ ἀλαζονείαν διὰ τὴν δύναμιν τοῦ πεζικοῦ των. Ἔχουν στηρίξει τὰς ἐλπίδας των εἰς τὴν ἀσπίδα, τὸ ἀκόντιον, τὸ τόξον καὶ τὴν σφενδόνην των. Δὲν ἔμαθαν ὅμως ὅτι Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος, ποὺ συντρίβεις τοὺς ἐχθροὺς καὶ θέτεις τέρμα εἰς τοὺς πολέμους καὶ χαρίζεις τὴν νίκην.
8 Κύριος ὄνομά σοι· σὺ ράξον αὐτῶν τὴν ἰσχὺν ἐν δυνάμει σου καὶ κάταξον τὸ κράτος αὐτῶν ἐν τῷ θυμῷ σου· ἐβουλεύσαντο γὰρ βεβηλῶσαι τὰ ἅγιά σου, μιᾶναι τὸ σκήνωμα τῆς καταπαύσεως τοῦ ὀνόματος τῆς δόξης σου καὶ καταβαλεῖν σιδήρῳ κέρας θυσιαστηρίου σου. 8 Κυριος είναι το όνομά σου. Συ λοιπόν, Κυριε, διάρρηξε και κατακουρέλιασε την δύναμίν των εν τη απείρω σου δυνάμει και σύντριψε την ισχύν των επάνω στον δίκαιον θυμόν σου. Διότι αυτοί εσκέφθησαν και απεφάσισαν να βεβηλώσουν τον ναόν σου, να μιάνουν την ιεράν Σκηνήν σου, όπου το πανένδοξον Ονομά σου υμνολογείται, και με τα ξίφη των να συντρίψουν το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων σου. 8 Τὸ ὄνομά Σου εἶναι Κύριος, κυρίαρχος τῶν πάντων. Σὺ λοιπόν, Κύριε, σπάσε καὶ τσάκισε τὴν δύναμίν των μὲ τὴν παντοδυναμίαν Σου καὶ σύντριψε τὴν ἐξουσίαν των μὲ τὴν δικαίαν ὀργήν Σου. Διότι αὐτοὶ ἐσχεδίασαν καὶ ἀπεφάσισαν νὰ βεβηλώσουν τοὺς ἁγίους τόπους τῆς λατρείας Σου, νὰ μολύνουν τὸν ἱερὸν τόπον, ὅπου ἀναπαύεται καὶ λατρεύεται τὸ ἔνδοξον Ὄνομά Σου, καὶ νὰ καταστρέψουν μὲ τὰ σιδερένια ὅπλα των τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ὅπου προσφέρονται πρὸς Σὲ αἱ θυσίαι μας.
9 βλέψον εἰς ὑπερηφανίαν αὐτῶν, ἀπόστειλον τὴν ὀργήν σου εἰς κεφαλὰς αὐτῶν, δὸς ἐν χειρί μου τῆς χήρας ὃ διενοήθην κράτος. 9 Ιδε, Κυριε, την αλαζονίαν των, εξαπόστειλε την οργήν σου επάνω εις τα κεφάλια των και δώσε στο χέρι εμού της χήρας την δύναμιν να πράξω εκείνο τα μεγάλο έργον, το οποίον εσκέφθην. 9 Ρίξε τὸ βλέμμα Σου εἰς τὴν ὑπερηφάνειάν των. Στεῖλε τὴν ὀργήν Σου εἰς τὰ κεφάλια των. Δυνάμωσε ἐμέ, τὴν χήραν, διὰ νὰ κάμω μὲ τὸ χέρι μου αὐτὸ ποὺ ἐσχεδίασα.
10 πάταξον δοῦλον ἐκ χειλέων ἀπάτης μου ἐπ᾿ ἄρχοντι καὶ ἄρχοντα ἐπὶ θεράποντι αὐτοῦ, θραῦσον αὐτῶν τὸ ἀνάστημα ἐν χειρὶ θηλείας· 10 Με τα απατηλά λόγια, που θα βγουν από τα χείλη μου, πλήξε δούλον με τον αφέντην του και αρχηγόν με τον υπηρέτην του, σύντριψε την αλαζονείαν των με το χέρι μιας γυναικός. 10 Κτύπησε Σὺ μὲ τὰ ἀπατηλά μου λόγια τὸν ἀρχηγόν των καὶ κάθε ἄρχοντα καὶ δοῦλον. Τσάκισε τὸ ἀλαζονικὸν ἀνάστημά των μὲ τὸ χέρι μιᾶς γυναῖκας!
11 οὐ γὰρ ἐν πλήθει τὸ κράτος σου, οὐδὲ ἡ δυναστεία σου ἐν ἰσχύουσιν, ἀλλὰ ταπεινῶν εἶ Θεός, ἐλαττόνων εἶ βοηθός, ἀντιλήπτωρ ἀσθενούντων, ἀπεγνωσμένων σκεπαστής, ἀπηλπισμένων σωτήρ. 11 Διότι η δύναμίς σου δε καταβάλλεται ποτέ από το πλήθος των στρατιωτών, ούτε η κυριαρχία σου από τους ισχυρούς άνδρας. Συ είσαι ο Θεός των ταπεινών, ο βοηθός εκείνων οι οποίοι υστερούν εις δύναμιν, ο αντιλήπτωρ των ασθενών, ο προστάτης των αποκαρδιωμένων, ο σωτήρ των απελπισμένων. 11 Διότι ἡ ἰδική Σου δύναμις δὲν βασίζεται εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ στρατοῦ. Ἡ δὲ ἐξουσία Σου δὲν στηρίζεται εἰς τοὺς ἰσχυροὺς ἀνθρώπους. Ἀντιθέτως Σὺ εἶσαι θεὸς τῶν ταπεινῶν. Εἶσαι βοηθὸς τῶν ἀδυνάτων, συμπαραστάτης τῶν ἀσθενῶν, προστάτης τῶν ἀπεγνωσμένων καὶ σωτὴρ τῶν ἀπηλπισμένων.
12 ναὶ ναὶ ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου καὶ Θεὸς κληρονομίας ᾿Ισραήλ, δέσποτα τῶν οὐρανῶν καὶ τῆς γῆς, κτίστα τῶν ὑδάτων, βασιλεῦ πάσης κτίσεώς σου, σὺ εἰσάκουσον τῆς δεήσεώς μου 12 Ναι, ναι, ω Θεέ των πατέρων μου, Θεέ της κληρονομίας του Ισραήλ, Δέσποτα του ουρανού και της γης, Δημιουργέ των υδάτων, Βασιλεύ όλης της κτίσεως, συ, Κυριε, άκουσε την δέησίν μου 12 Ναί, ναί, Θεὲ τοῦ πατρός μου καὶ Θεὲ τῆς κληρονομίας τοῦ Ἰσραήλ, Δέσποτα τῶν οὐρανίων κόσμων καὶ τῆς γῆς, Δημιουργὲ τῶν ὑδάτων, Βασιλεῦ ὅλης τῆς κτίσεώς Σου, Σὲ παρακαλῶ, εἰσάκουσε μὲ εὐμένειαν τὴν δέησίν μου.
13 καὶ δὸς λόγον μου καὶ ἀπάτην εἰς τραῦμα καὶ μώλωπα αὐτῶν, οἳ κατὰ τῆς διαθήκης σου καὶ οἴκου ἡγιασμένου σου καὶ κορυφῆς Σιὼν καὶ οἴκου κατασχέσεως υἱῶν σου ἐβουλεύσαντο σκληρά. 13 και δώσε εις το στόμα μου λόγια απατηλά εις όλεθρον και καταστροφήν αυτών, οι οποίοι εσκέφθησαν και απεφάσισαν τρομερά εναντίον της διαθήκης σου, του ηγιασμένου ναού σου, του λόφου της Σιών, της κατοικίας των ιδικών σου υιών. 13 Καὶ δῶσε, ὥστε ὁ ἀπατηλὸς λόγος μου νὰ πληγώσῃ καὶ νὰ τραυματίσῃ αὐτούς, ποὺ ἐσχεδίασαν σκληρὰ καὶ φοβερὰ σχέδια εἰς βάρος τοῦ Νόμου τῆς Διαθήκης Σου· εἰς βάρος τοῦ ἁγιασμένου Ναοῦ Σου καὶ τοῦ λόφου τῆς Σιὼν καὶ τοῦ τόπου, ποὺ ἀνήκει εἰς τοὺς υἱούς Σου Ἰσραηλίτας.
14 καὶ ποίησον ἐπὶ πᾶν τὸ ἔθνος σου, καὶ πάσης φυλῆς ἐπίγνωσιν τοῦ εἰδῆσαι ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς πάσης δυνάμεως καὶ κράτους, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος ὑπερασπίζων τοῦ γένους ᾿Ισραήλ, εἰ μὴ σύ. 14 Και δώσε, Κυριε, όπως ο λαός σου και κάθε φυλή της γης αναγνωρίση και μάθη ότι συ είσαι ο Θεός πάσης δυνάμεως και ισχύος και ότι δεν υπάρχει άλλος, ο οποίος να υπερασπίζεται αποτελεσματικώς τα γένος των Ισραηλιτών ει μη μόνον συ”. 14 Κάμε ἀκόμη, ὥστε ὅλος ὁ λαός Σου καὶ κάθε φυλὴ τῆς γῆς νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ μάθουν ὅτι Σὺ εἶσαι ὁ Θεὸς κάθε δυνάμεως καὶ ἐξουσίας καὶ δὲν εἶναι ἄλλος Ἐκεῖνος, ποὺ ὑπερασπίζει καὶ προστατεύει τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, παρὰ Σύ, ὁ Κύριος.