Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐκέλευσεν εἰσαγαγεῖν αὐτὴν οὗ ἐτίθετο τὰ ἀργυρώματα αὐτοῦ καὶ συνέταξε καταστρῶσαι αὐτῇ ἀπὸ τῶν ὀψοποιημάτων αὐτοῦ καὶ τοῦ οἴνου αὐτοῦ πίνειν. | 1 Κατόπιν ο Ολοφέρνης διέταξε να οδηγήσουν αυτήν εκεί, όπου ήσαν αποτεθειμένα και φυλαγμένα τα αργυρά κοσμήματα και σκεύη. Διέταξε δε να στρώσουν κατά γης δι' αυτήν στρώματα παραγεμισμένα και να τρώγη από τα εκλεκτά φαγητά τα ιδικά του και να πίνη από τον ιδικόν του οίνον. | 1 Διέταξε μετὰ ταῦτα ὁ Ὀλοφέρνης νὰ ὁδηγήσουν τὴν Ἰουδὶθ εἰς τὸν χῶρον, ὅπου ἐφυλάσσοντο τὰ ἀσημένια σκεύη του, καὶ ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ τῆς στρώσουν τὸ τραπέζι, διὰ νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ φαγητά του καὶ νὰ πιῇ ἀπὸ τὸ κρασί του. |
2 καὶ εἶπεν ᾿Ιουδίθ· οὐ φάγομαι ἐξ αὐτῶν, ἵνα μὴ γένηται σκάνδαλον, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἠκολουθηκότων μοι χορηγηθήσεται. | 2 Η Ιουδίθ όμως απήντησε· “Δεν θα φάγω από αυτά, δια να μην παραβώ το θέλημα του Κυρίου, αλλά θα φάγω από τα φαγητά εκείνα, τα οποία εγώ εφρόντισα να φέρω μαζή μου”. | 2 Ἡ Ἰουδὶθ ὅμως εἶπε: Δὲν πρόκειται νὰ φάγω ἀπὸ αὐτὰ τὰ φαγητά, διὰ νὰ μὴ προσκρούσω εἰς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ μου καὶ παραβῶ τὸ θέλημά Του. Θὰ φάγω ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἔφερα μαζί μου. |
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ᾿Ολοφέρνης· ἐὰν δὲ ἐκλίπῃ τὰ ὄντα μετὰ σοῦ, πόθεν ἐξοίσομέν σοι δοῦναι ὅμοια αὐτοῖς; οὐ γάρ ἐστι μεθ᾿ ἡμῶν ἐκ τοῦ ἔθνους σου. | 3 Ηρώτησε δε αυτήν ο Ολοφέρνης, “εάν όμως εξαντληθούν τα φαγητά που έφερες μαζή σου, από που θα ημπορέσωμεν να προμηθευθώμεν και να σου φέρωμεν όμοια με αυτά; Διότι μεταξύ ημών δεν υπάρχει κανείς από το ιδικόν σου έθνος”. | 3 Καὶ ὁ Ὀλοφέρνης τῆς εἶπε: Καὶ ἐὰν τελειώσουν τὰ τρόφιμα, ποὺ ἔφερες μαζί σου, ἀπὸ ποῦ θὰ σοῦ φέρωμεν διὰ νὰ σοῦ δώσωμεν ἴδια φαγητὰ μὲ αὐτά; Μαζί μας δὲν ὑπάρχει κανεὶς ὁμοεθνής σου, ποὺ νὰ ξέρῃ τί τρώγετε σεῖς. |
4 καὶ εἶπεν ᾿Ιουδὶθ πρὸς αὐτόν· ζῇ ἡ ψυχή σου, κύριέ μου, ὅτι οὐ δαπανήσει ἡ δούλη σου τὰ ὄντα μετ᾿ ἐμοῦ, ἕως ἂν ποιήσῃ Κύριος ἐν χειρί μου ἃ ἐβουλεύσατο. | 4 Η Ιουδίθ του απήντησεν· “Ορκίζομαι εις την ζωήν σου, κύριε, ότι εγώ η δούλη σου δεν θα προφθάση να εξαντλήση εκείνα τα οποία έφερα μαζή μου, έως ότου ο Κυριος δια της χειρός μου πραγματοποιήση εκείνα τα οποία απεφάσισε”. | 4 Καὶ ἡ Ἰουδὶθ τοῦ ἀπεκρίθη: Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν σου, κύριέ μου, ὅτι δὲν θὰ προλάβω νὰ καταναλώσω ἐγώ, ἡ δούλη σου, τὰ φαγητά, ποὺ ἐπῆρα μαζί μου, μέχρι τότε ποὺ θὰ πραγματοποιήσῃ ὁ Κύριος μὲ τὸ χέρι μου ὅσα ἀπεφάσισε. |
5 καὶ ἠγάγοσαν αὐτὴν οἱ θεράποντες ᾿Ολοφέρνου εἰς τὴν σκηνήν, καὶ ὕπνωσε μέχρι μεσούσης τῆς νυκτός· καὶ ἀνέστη πρὸς τὴν ἑωθινὴν φυλακήν, | 5 Οι δούλοι του Ολοφέρνου την ωδήγησαν εις την σκηνήν, όπου εκοιμήθη μέχρι του μεσονυκτίου. Κατά το γλυκοχάραμα εξύπνησε | 5 Μετὰ τὴν συζήτησιν αὐτὴν ὠδήγησαν τὴν Ἰουδὶθ οἱ δοῦλοι τοῦ Ὀλοφέρνους εἰς τὴν σκηνήν, ποὺ τοὺς εἶπεν ὁ κύριός των, καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ μέχρι τὰ μεσάνυχτα. Πρὶν δὲ χαράξῃ ἡ ἑπομένη ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥραν ποὺ ἐφύλασσεν ἡ τελευταία νυκτερινὴ βάρδια τῶν φρουρῶν, ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ κρεββάτι της, |
6 καὶ ἀπέστειλε πρὸς ᾿Ολοφέρνην λέγουσα· ἐπιταξάτω δὴ ὁ κύριός μου ἐᾶσαι τὴν δούλην σου ἐπὶ προσευχὴν ἐξελθεῖν. | 6 και έστειλε προς τον Ολοφέρνην λέγουσα, ας δώση διαταγήν ο κύριός μου να αφήσουν εμέ την δούλην σου να εξέλθω δια την προσευχήν μου. | 6 καὶ ἔστειλε κάποιον δοῦλον εἰς τὸν Ὀλοφέρνην καὶ τοῦ εἶπε: Διάταξε σύ, ὁ κύριός μου, νὰ μὲ ἀφήσουν τὴν δούλην σου, νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ στρατόπεδον διὰ νὰ προσευχηθῶ. |
7 καὶ προσέταξεν ᾿Ολοφέρνης τοῖς σωματοφύλαξι μὴ διακωλύειν αὐτήν. καὶ παρέμεινεν ἐν τῇ παρεμβολῇ ἡμέρας τρεῖς, καὶ ἐξεπορεύετο κατὰ νύκτα εἰς τὴν φάραγγα Βαιτυλούα καὶ ἐβαπτίζετο ἐν τῇ παρεμβολῇ ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος· | 7 Ο Ολοφέρνης διέταξε τους σωματοφύλακάς του να μη την εμποδίζουν. Η Ιουδίθ έμεινεν στο στρατόπεδον των Ασσυρίων τρεις ημέρας. Καθε νύκτα εξήρχετο εις την φάραγγα Βαιτυλούα και, όπως εσυνήθιζαν οι Ισραηλίται προ της προσευχής, ελούετο εις πηγήν ύδατος που ευρίσκετο πλησίον του στρατοπέδου των Ασσυρίων. | 7 Καὶ ὁ Ὀλοφέρνης διέταξεν ἀμέσως τοὺς σωματοφύλακάς του νὰ μὴ τὴν ἐμποδίζουν. Ἔμεινε δὲ ἡ Ἰουδὶθ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν σκηνὴν ἐκείνην καὶ ἔβγαινε κάθε βράδυ εἰς τὸ φαράγγι τῆς Βαιτυλούας καὶ ἐλούετο εἰς τὴν πηγὴν τοῦ ὕδατος, ποὺ ὑπῆρχε δίπλα εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων. |
8 καὶ ὡς ἀνέβη, ἐδέετο τοῦ Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραὴλ κατευθῦναι τὴν ὁδὸν αὐτῆς εἰς ἀνάστημα τῶν υἱῶν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. | 8 Καθε δε φοράν, που ανέβαινεν από το λουτρόν, παρακαλούσε Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ να κατευοδώση τας προσπαθείας της δια την περιφρούρησιν και την σωτηρίαν των υιών του λαού του. | 8 Ὅταν δὲ ἔβγαινεν ἀπὸ τὰ νερὰ ἐκεῖ εἰς τὸ φαράγγι, ἱκέτευε τὸν Κύριον καὶ Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ νὰ κατευοδώσῃ Ἐκεῖνος τὸ σχέδιόν της, διὰ νὰ σωθοῦν καὶ δοξασθοῦν τὰ τέκνα τοῦ λαοῦ Του. |
9 καὶ εἰσπορευομένη καθαρὰ παρέμενε τῇ σκηνῇ, μέχρις οὗ προσηνέγκατο τὴν τροφὴν αὐτῆς πρὸς ἑσπέραν. | 9 Οταν δε καθαρά επέστρεφεν, έμενεν εις την σκηνήν της, μέχρις ότου της έφεραν την τροφήν της κατά την εσπέραν. | 9 Καὶ ἀφοῦ ἐγύριζε μέσα εἰς τὸ στρατόπεδον καθαρή, συμφώνως πρὸς τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου, παρέμενεν εἰς τὴν σκηνήν της, ἕως ὅτου τῆς προσέφερεν ἡ δούλη της τὸ φαγητόν της, πρᾶγμα ποὺ ἐγίνετο κατὰ τὸ βράδυ. |
10 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ, ἐποίησεν ᾿Ολοφέρνης πότον τοῖς δούλοις αὐτοῦ μόνοις καὶ οὐκ ἐκάλεσεν εἰς τὴν χρῆσιν οὐδένα τῶν πρὸς ταῖς χρείαις. | 10 Οταν έφθασεν η τετάρτη ημέρα, ο Ολοφέρνης παρέθεσε συμπόσιον στους δούλους του μόνον και δεν εκάλεσε εις αυτό κανένα άλλον από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. | 10 Κατὰ δὲ τὴν τετάρτην ἡμέραν ἔκαμε συμπόσιον ὁ Ὀλοφέρνης, ὅπου παρεκάθησαν μόνον οἱ δοῦλοι του. Δὲν ἐκάλεσεν εἰς τὸ συμπόσιον αὐτὸ κανένα ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους του. |
11 καὶ εἶπε Βαγώᾳ τῷ εὐνούχῳ, ὃς ἦν ἐφεστηκὼς ἐπὶ πάντων τῶν αὐτοῦ· πεῖσον δὴ πορευθεὶς τὴν γυναῖκα τὴν ῾Εβραίαν ἥ ἐστι παρὰ σοί, τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ἡμᾶς καὶ φαγεῖν καὶ πιεῖν μεθ᾿ ἡμῶν· | 11 Είπεν δε στον Βαγώαν τον ευνούχον του, ο οποίος ήτο προϊστάμενος εις όλα τα εις αυτόν ανήκοντα. “Πηγαινε και πείσε την Εβραίαν αυτήν γυναίκα, η οποία ευρίσκεται πλησίον σου, να έλθη κοντά μας να φάγη και να πίη μαζή μας. | 11 Εἶπε δὲ πρὸς τὸν εὐνοῦχον Βαγώαν, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ προσωπικοῦ καὶ ἐφρόντιζε διὰ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ Ὀλοφέρνους: Πήγαινε καὶ φρόντισε νὰ πείσῃς τὴν Ἑβραίαν γυναῖκα, ποὺ μένει δίπλα σου, νὰ ἔλθῃ κοντά μας καὶ νὰ φάγῃ καὶ νὰ πιῇ μαζί μας. |
12 ἰδοὺ γὰρ αἰσχρὸν τῷ προσώπῳ ἡμῶν, εἰ γυναῖκα τοιαύτην παρήσομεν οὐχ ὁμιλήσαντες αὐτῇ, ὅτι ἐὰν ταύτην μὴ ἐπισπασώμεθα, καταγελάσεται ἡμῶν. | 12 Διότι θα είναι εντροπή μας, εάν αντιπαρέλθωμεν με αδιαφορίαν μίαν τέτοιαν γυναίκα και δεν έλθωμεν εις ένωσιν με αυτήν. Εάν δεν κατορθώσωμεν να την προσελκύσωμεν, αυτή η ιδία θα μας εμπαίξη και θα μας ειρωνευθή”. | 12 Θὰ εἶναι ἐντροπή μας, ἐὰν ἀδιαφορήσωμεν διὰ μίαν τέτοιαν γυναῖκα καὶ δὲν ἐνωθῶμεν μαζί της. Ἐὰν δὲν τὴν τραβήξωμεν κοντά μας, θὰ γελάσῃ εἰς βάρος μας. |
13 καὶ ἐξῆλθε Βαγώας ἀπὸ προσώπου ᾿Ολοφέρνου καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν καὶ εἶπε· μὴ ὀκνησάτω δὴ ἡ παιδίσκη ἡ καλὴ αὕτη ἐλθοῦσα πρὸς τὸν κύριόν μου δοξασθῆναι κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ πιεῖν μεθ᾿ ἡμῶν εἰς εὐφροσύνην οἶνον καὶ γενηθῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ὡς θυγάτηρ μία τῶν υἱῶν ᾿Ασσούρ, αἳ παρεστήκασιν ἐν οἴκῳ Ναβουχοδονόσορ. | 13 Ο Βαγώας εβγήκε από την σκηνήν του Ολοφέρνου, εισήλθεν εις την σκηνήν της Ιουδίθ και της είπε· “συ, η ωραία και καλή δούλη, δεν πρέπει να βραδύνης να έλθης προς τον κύριόν μου, να τιμηθής και να δοξασθής από αυτόν, να πίης μαζή μας ευφρόσυνον οίνον και να γίνης έτσι τιμητικώς σαν μία από τας θυγατέρας των Ασσυρίων, αι οποίαι ευρίσκονται εις τα βασιλικά ανάκτορα του Ναδουχοδονόσορος”. | 13 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν ὁ Βαγώας ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους, ἐμβῆκεν εἰς τὴν σκηνὴν τῆς Ἰουδὶθ καὶ τῆς εἶπε: Μὴ καθυστερήσῃς σύ, ἡ καλὴ καὶ ὡραία δούλη, νὰ ἔλθῃς πρὸς τὸν κύριόν μου, διὰ νὰ τιμηθῇς καὶ δοξασθῇς ἐμπρός του. Ἔλα νὰ πιῇς μαζί μας κρασὶ καὶ νὰ εὐφρανθῇς, ὥστε νὰ γίνῃς κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν σὰν μία κόρη τῶν Ἀσσυρίων, σὰν ἐκείνας ποὺ ζοῦν εἰς τὸ παλάτι τοῦ Ναβουχοδονόσορος. |
14 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ᾿Ιουδίθ· καὶ τίς εἰμι ἐγὼ ἀντεροῦσα τῷ κυρίῳ μου; ὅτι πᾶν, ὃ ἔσται ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ ἀρεστόν, σπεύσασα ποιήσω, καὶ ἔσται τοῦτο ἀγαλλίαμα ἕως ἡμέρας θανάτου μου. | 14 Η Ιουδίθ του απήντησε· “και ποιά είμαι εγώ, η οποία θα ημπορέσω να φέρω αντίρρησιν στον κύριόν μου; Καθε τι που είναι εις αυτόν αρεστόν, εγώ θα το εκτελέσω αμέσως. Και αυτό θα είναι η χαρά μου μέχρι της ημέρας του θανάτου μου”, | 14 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ Ἰουδίθ: Καὶ ποιὰ εἶμαι ἐγώ, ποὺ θὰ εἴπω ὄχι εἰς τὸν κύριόν μου; Ἀντιθέτως εἶμαι ἑτοίμη νὰ σπεύσω καὶ νὰ κάμω ἀμέσως κάθε τι, ποὺ τὸν εὐχαριστεῖ. Αὐτὸ μάλιστα θὰ εἶναι ἡ χαρά μου ἕως τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου μου. |
15 καὶ διαναστᾶσα ἐκοσμήθη τῷ ἱματισμῷ καὶ παντὶ τῷ κόσμῳ τῷ γυναικείῳ, καὶ προσῆλθεν ἡ δούλη αὐτῆς καὶ ἔστρωσεν αὐτῇ κατέναντι ᾿Ολοφέρνου χαμαὶ τὰ κώδια, ἃ ἔλαβε παρὰ Βαγώου εἰς τὴν καθημερινὴν δίαιταν αὐτῆς, εἰς τὸ ἐσθίειν κατακλινομένην ἐπ᾿ αὐτῶν. | 15 Εσηκώθη, εστολήσθη με τα πλούσια ενδύματά της και με όλα τα άλλα γυναικεία της κοσμήματα. Η δε δούλη της ήλθε και έστρωσε κάτω δι' αυτήν απέναντι από τον Ολοφέρνην τους τάπητας, τους οποίους είχε πάρει από τον Βαγώαν δια την καθημερινήν της χρήσιν, όταν, κατακλινομένη επάνω εις αυτούς, έτρωγε. | 15 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐστολίσθη μὲ τὴν ἐνδυμασίαν της καὶ μὲ ὅλα τὰ γυναικεῖα στολίδια της. Ἦλθε καὶ ἡ δούλη της μαζί της καὶ ἔστρωσε κάτω δι' αὐτήν, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ὀλοφέρνην, τὰ χαλιά, ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Βαγώαν διὰ νὰ τὰ χρησιμοποιῇ διὰ τὴν καθημερινήν της διατροφήν, ἐκεῖνα δηλαδὴ εἰς τὰ ὁποῖα ἑξάπλωνε διὰ νὰ τρώγῃ, ὅπως συνήθιζαν εἰς τὴν Ἀνατολήν. |
16 καὶ εἰσελθοῦσα ἀνέπεσεν ᾿Ιουδίθ, καὶ ἐξέστη ἡ καρδία ᾿Ολοφέρνου ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ ἐσαλεύθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἦν κατεπίθυμος σφόδρα τοῦ συγγενέσθαι μετ᾿ αὐτῆς· καὶ ἐτήρει καιρὸν τοῦ ἀπατῆσαι αὐτὴν ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας εἶδεν αὐτήν. | 16 Η Ιουδίθ εισήλθε και κατεκλίθη επάνω στους τάπητας. Η καρδία του Ολοφέρνου άναψε δι' αυτήν και όλον του το εσωτερικόν εσαλεύθη και κατελήφθη από σφοδράν επιθυμίαν να έλθη εις ένωσιν με αυτήν. Προσπαθούσε, άλλωστε, να εύρη την κατάλληλον περίστασιν, δια να την απατήση από την ημέραν, κατά την οποίαν την είδε. | 16 Ὅταν δὲ ἐμβῆκεν εἰς τὴν σκηνὴν καὶ ἐπῆρε τὴν θέσιν της διὰ τὸ φαγητόν, ἐταράχθη ἡ καρδία τοῦ Ὀλοφέρνους δι’ αὐτήν. Ἐσαλεύθη τὸ πνεῦμα του καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ σφοδροτάτην ἐπιθυμίαν νὰ ἑνωθῇ μαζί της. Ἀπὸ καιρὸν μάλιστα, ἀπὸ τὴν ἡμέραν δηλαδὴ ποὺ τὴν εἶδεν, ἐζητοῦσε τὴν εὐκαιρίαν καὶ ἐπερίμενε τὴν κατάλληλον ὥραν διὰ νὰ τὴν ἀπατήσῃ. |
17 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ᾿Ολοφέρνης· πίε δὴ καὶ γενήθητι μεθ᾿ ἡμῶν εἰς εὐφροσύνην. | 17 Ο Ολοφέρνης είπε προς αυτήν· “πίε λοιπόν, και ευθύμησε και συ μαζή μας”. | 17 Καὶ εἶπε πρὸς τὴν Ἰουδὶθ ὁ Ὀλοφέρνης: Πιὲς λοιπὸν καὶ δοκίμασε εὐφροσύνην μαζί μας! |
18 καὶ εἶπεν ᾿Ιουδίθ· πίομαι δή, κύριε, ὅτι ἐμεγαλύνθη τὸ ζῆν μου ἐν ἐμοὶ σήμερον παρὰ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γενέσεώς μου. | 18 Η Ιουδίθ του απήντησε· “ναι, θα πίω κύριέ μου, διότι σήμερον η ζωη μου θα δοξασθή, περισσότερον από όλας τας άλλας ημέρας από της γεννήσεώς μου και εντεύθεν”. | 18 Ἡ δὲ Ἰουδὶθ ἀπεκρίθη: Θὰ πιῶ ὁπωσδήποτε, κύριε, διότι δι’ ἐμὲ ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι ἡ ποιὸ ἔνδοξη ἡμέρα τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγεννήθηκα. |
19 καὶ λαβοῦσα ἔφαγε καὶ ἔπιε κατέναντι αὐτοῦ ἃ ἡτοίμασεν ἡ δούλη αὐτῆς. | 19 Αυτή, λοιπόν, επήρε, έφαγε και έπιεν ενώπιον του Ολοφέρνου από εκείνα, τα οποία είχεν ετοιμάσει δι' αυτήν η δούλη της. | 19 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ὅσα τῆς ἐτοίμασεν ἡ δούλη της ἔφαγε καὶ ἤπιε ἐμπρός του. |
20 καὶ ηὐφράνθη ᾿Ολοφέρνης ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ ἔπιεν οἶνον πολὺν σφόδρα, ὅσον οὐκ ἔπιε πώποτε ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ ἀφ᾿ οὗ ἐγεννήθη. | 20 Ο Ολοφέρνης ηυφράνθη από αυτήν τόσον πολύ, ώστε έπιε πολύν οίνον, όσον δεν είχε πίει ποτέ καμμίαν άλλην ημέραν από τότε που εγεννήθηκε. | 20 Ὁ δὲ Ὀλοφέρνης ἔνοιωσε πολλὴν χαρὰν ἐξ αἰτίας της καὶ ἤπιε πάρα πολὺ κρασί. Ἤπιε τόσον, ὄσο ποτὲ ἄλλοτε, εἰς καμμίαν ἡμέραν τῆς ζωῆς του, ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη. |