Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἀνηγγέλη ᾿Ολοφέρνῃ ἀρχιστρατήγῳ δυνάμεως ᾿Ασσοὺρ διότι οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ παρεσκευάσαντο εἰς πόλεμον καὶ τὰς διόδους τῆς ὀρεινῆς συνέκλεισαν καὶ ἐτείχισαν πᾶσαν κορυφὴν ὄρους ὑψηλοῦ καὶ ἔθηκαν ἐν τοῖς πεδίοις σκάνδαλα. | 1 Ανήγγειλαν στον Ολοφέρνην, τον αρχιστράτηγον του στρατού των Ασσυρίων, ότι οι Ισραηλίται είχαν παρασκευασθή εις πόλεμον, είχαν αποκλείσει τας διαβάσεις των ορέων και οχυρώσει κάθε κορυφήν υψηλού όρους και ότι ακόμη είχαν τοποθετήσει παγίδας εις τας πεδιάδας. | 1 Ανήγγειλαν δὲ εἰς τὸν Ὀλοφέρνην, τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀσσυρίων, ὅτι οἱ Ἰσραηλῖται ἔχουν ἐτοιμασθῆ νὰ πολεμήσουν ἐναντίον του. Ἔκλεισαν ἤδη τὰς στενὰς διαβάσεις τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς, ὠχύρωσαν κάθε κορυφὴν ὑψηλοῦ βουνοῦ καὶ ἐτοποθέτησαν ἐμπόδια, παγίδας καὶ φράγματα, εἰς τὰς πεδιάδας. |
2 καὶ ὠργίσθη θυμῷ σφόδρα καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς ἄρχοντας Μωὰβ καὶ τοὺς στρατηγοὺς ᾿Αμμὼν καὶ πάντας σατράπας τῆς παραλίας | 2 Ο Ολοφέρνης ωργίσθη με μεγάλον θυμόν και εκάλεσεν όλους τους αρχηγούς των Μωαβιτών, τους στρατηγούς των Αμμωνιτών και όλους τους διοικητάς των παραλίων περιοχών, | 2 Ὅταν τὸ ἀκουσε αὐτὸ ὁ Ὀλοφέρνης, ἐκυριεύθη ἀπὸ πολὺ μεγάλον θυμόν. Καὶ ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ἄρχοντας τῶν Μωαβιτῶν καὶ τοὺς στρατηγοὺς τῶν Ἀμμωνιτῶν, καθὼς καὶ ὅλους τοὺς διοικητὰς τῶν παραλιακῶν περιοχῶν |
3 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀναγγείλατε δή μοι, υἱοὶ Χαναάν, τίς ὁ λαὸς οὗτος ὁ καθήμενος ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ τίνες ἃς κατοικοῦσι πόλεις, καὶ τὸ πλῆθος τῆς δυνάμεως αὐτῶν, καὶ ἐν τίνι τὸ κράτος αὐτῶν, καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν, καὶ τίς ἀνέστηκεν ἐπ᾿ αὐτῶν βασιλεὺς ἡγούμενος στρατιᾶς αὐτῶν, | 3 και τους ηρώτησε· “πληροφορήσατέ με, λοιπόν, σεις οι Χαναναίοι, ποίος είναι αυτός ο λαός, ο οποίος έχει εγκατασταθή εις την ορεινήν περιοχήν, ποίαι είναι αι πόλεις εις τας οποίας αυτοί κατοικούν, ποίος είναι ο αριθμός της στρατιωτικής των δυνάμεως και που στηρίζεται η δύναμίς των και ισχύς των; Ποίος είναι ο βασιλεύς των, ο αρχηγός του στρατού των; | 3 καὶ τοὺς εἶπε: Θέλω νὰ μοῦ πῆτε σεῖς, οἱ Χαναναῖοι, ποῖος εἶναι ὁ λαὸς αὐτός, ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένος εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, καὶ ποῖαι αἱ πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας κατοικοῦν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, θέλω νὰ μάθω ἐπίσης πόση εἶναι ἡ στρατιωτικὴ δύναμίς των, ποὺ βασίζεται τὸ σθένος καὶ ἡ δύναμίς των καὶ ποῖος εἶναι ὁ βασιλεύς των καὶ ἀρχηγὸς τῆς στρατιᾶς των. |
4 καὶ διατὶ κατενωτίσαντο τοῦ μὴ ἐλθεῖν εἰς ἀπάντησίν μοι παρὰ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν δυσμαῖς; | 4 Και διατί αυτοί μονοί από όλους τους άλλους, τους κατοικούντας τας δυτικάς αυτάς χώρας, δεν υπήκουσαν να εξέλθουν εις υποδοχήν μου;” | 4 Ἐπὶ πλέον θέλω νὰ μάθω διατὶ μόνοι αὐτοὶ ἀπὸ ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὰς δυτικὰς αὐτὰς περιοχάς, μὲ περιεφρόνησαν καὶ δὲν ἦλθαν νὰ μὲ προϋπαντήσουν καὶ νὰ δηλώσουν ὑποταγὴν ἐνώπιόν μου. |
5 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ᾿Αχιὼρ ὁ ἡγούμενος πάντων υἱῶν ᾿Αμμών· ἀκουσάτω δὴ ὁ κύριός μου λόγον ἐκ στόματος τοῦ δούλου σου, καὶ ἀναγγελῶ σοι τὴν ἀλήθειαν περὶ τοῦ λαοῦ, ὃς κατοικεῖ τὴν ὀρεινὴν ταύτην, πλησίον σου οἰκοῦντος, καὶ οὐκ ἐξελεύσεται ψεῦδος ἐκ τοῦ στόματος τοῦ δούλου σου. | 5 Ο Αχιώρ, ο αρχιστράτηγος όλων των Αμμωνιτών είπε προς τον Ολοφέρνην· “άκουσε, κύριέ μου, λόγια, τα οποία θα εξέλθουν από το στόμα εμού του δούλου σου. Θα σου είπω όλην την αλήθειαν δια τον λαόν αυτόν, ο οποίος κατοικεί την ορεινήν αυτήν περιοχήν εδώ κοντά σου. Ψέμμα δεν θα βγη από το στόμα του δούλου σου. | 5 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν Ἀμμωνιτῶν Ἀχιώρ: Ἄκουσε λοιπόν, κύριέ μου, τὰ λόγια, ποὺ θὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ στόμα μου. Εἶμαι δοῦλος σου καὶ θὰ σοῦ εἴπω τὴν ἀλήθειαν διὰ τὸν λαὸν αὐτόν, ποὺ κατοικεῖ εἰς αὐτὴν τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, διαμένει δηλαδὴ πολὺ κοντά σου. Δὲν πρόκειται νὰ βγῇ ψέμα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δούλου σου. |
6 ὁ λαὸς οὗτός εἰσιν ἀπόγονοι Χαλδαίων, | 6 Ο λαός αυτός είναι απόγονοι των Χσλδαίων. | 6 Ὁ λαὸς αὐτὸς κατάγεται ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους. |
7 καὶ παρῴκησαν τὸ πρότερον ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, ὅτι οὐκ ἐβουλήθησαν ἀκολουθῆσαι τοῖς θεοῖς τῶν πατέρων αὐτῶν, οἳ ἐγένοντο ἐν γῇ Χαλδαίων· | 7 Προηγουμένως είχαν κατοικήσει εις την Μεσοποταμίαν. Επειδή όμως δεν ηθέλησαν να λατρεύσουν τους θεούς των πατέρων των, που κατοικούσαν εις την γην των Χαλδαίων, | 7 Παλαιοτερον ἦλθαν καὶ διέμειναν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, ἔξω δηλαδὴ ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησαν νὰ συνεχίσουν νὰ λατρεύουν τοὺς θεοὺς τῶν προγόνων των, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων. |
8 καὶ ἐξέβησαν ἐξ ὁδοῦ τῶν γονέων αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ, Θεῷ ᾧ ἐπέγνωσαν, καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου τῶν θεῶν αὐτῶν, καὶ ἔφυγον εἰς Μεσοποταμίαν καὶ παρῴκησαν ἐκεῖ ἡμέρας πολλάς. | 8 απεμακρύνθησαν από την θρησκευτικήν παράδοσιν και την οδόν των γονέων των και προσεκύνησαν τον Θεόν του ουρανού, Θεόν, τον οποίον αυτοί είχαν γνωρίσει. Δια τούτο οι πατέρες των τους απεμάκρυναν από την περιοχήν, όπου ελατρεύοντο οι θεοί των. Αυτοί δε κατέφυγαν εις την Μεσοποταμίαν και εγκατεστάθησαν εκεί επί πολύν χρόνον. | 8 Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν δρόμον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐβάδιζαν οἱ πρόγονοί των, καὶ ἐπροσκύνησαν καὶ ἐλάτρευσαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ, ἕνα Θεὸν ποὺ Τὸν ἐγνώρισαν καλὰ καὶ Τὸν ἐπίστευσαν. Διὰ τοῦτο τοὺς ἐξκεδίωξαν ἀπὸ τοὺς τόπους, ὅπου ἐδέσποζαν οἱ θεοὶ τῆς χώρας των, καὶ ἔφυγαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, ὅπου καὶ παρέμειναν ἐπὶ πολὺ χρονικὸν διάστημα. |
9 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς αὐτῶν ἐξελθεῖν ἐκ τῆς παροικίας αὐτῶν καὶ πορευθῆναι εἰς γῆν Χαναάν, καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ καὶ ἐπληθύνθησαν χρυσίῳ καὶ ἀργυρίῳ καὶ ἐν κτήνεσι πολλοῖς σφόδρα. | 9 Ο Θεός των τους διέταξε να απομακρυνθούν και από την χώραν των αυτήν, όπου κατοικούσαν, και να μεταβούν εις την γην Χαναάν. Ηλθον λοιπόν και κατώκησαν εις την χώραν αυτήν, απέκτησαν χρυσίον, αργύριον και πάρα πολλά κτήνη. | 9 Ἀργότερον τοὺς εἶπεν ὁ Θεός των νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς προσωρινῆς διαμονῆς των καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Χαναάν. Καὶ ἐγκατεστάθησαν πράγματι εἰς τὴν Χαναὰν καὶ ἀπέκτησαν πολὺ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι καὶ πάρα πολλὰ ζῶα. |
10 καὶ κατέβησαν εἰς Αἴγυπτον, ἐκάλυψε γὰρ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς Χαναὰν λιμός, καὶ παρῴκησαν ἐκεῖ μέχρις οὗ διετράφησαν· καὶ ἐγένοντο ἐκεῖ εἰς πλῆθος πολύ, καὶ οὐκ ἦν ἀριθμὸς τοῦ γένους αὐτῶν. | 10 Κατόπιν κατέβησαν εις την Αίγυπτον, διότι είχεν ενσκήψει πείνα εις την χώραν της Χαναάν. Εις την Αίγυπτον εγκατεστάθησαν, παρέμεναν και διετρέφοντο. Εκεί το γένος των επολλαπλασιάσθη πολύ εις πλήθος αναρίθμητον. | 10 Ἐπειδὴ ὅμως ἔπεσε πεῖνα εἰς ὅλην τὴν χώραν Χαναάν, κατέβηκαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ παρέμειναν ἐκεῖ, ἕως ὅτου συντηρήθηκαν καὶ ἐδυνάμωσαν πολύ. Καὶ αὐξήθηκαν ἐκεῖ καὶ ἐπολλαπλασιάσθηκαν καὶ ἔγινε τὸ γένος των ἀναρίθμητον. |
11 καὶ ἐπανέστη αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου καὶ κατεσοφίσαντο αὐτοὺς ἐν πόνῳ καὶ ἐν πλίνθῳ, καὶ ἐταπείνωσαν αὐτοὺς καὶ ἔθεντο αὐτοὺς εἰς δούλους· | 11 Εναντίον αυτών αντετάχθη ο βασιλεύς της Αιγύπτου, ο οποίος με δολίους τρόπους κατεπίεζεν αυτούς, με καταθλιπτικάς εργασίας εις την κατασκευήν των πλίνθων κατέθλιβεν αυτούς, θέλων να τους εξουθενώση. Και πράγματι τους εξουθένωσε και τους έκαμε δούλους του. | 11 Ἐστράφη ὅμως ἐναντίον των ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου καὶ μὲ πονηρὰ σχέδια, μὲ κοπιαστικὰς ἐργασίας καὶ μὲ τὴν κατασκευὴν πλιθιὼν τοὺς κατεπίεζαν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ τοὺς ἐταπείνωναν ἔτσι, ὥστε τοὺς κατήντησαν σκλάβους των. |
12 καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν αὐτῶν, καὶ ἐπάταξε πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου πληγαῖς, ἐν αἷς οὐκ ἦν ἴασις· καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ προσώπου αὐτῶν. | 12 Εκείνοι όμως παρεκάλεσαν με όλην των την δύναμιν τον Θεόν των, ο οποίος και εκτύπησεν όλην την χώραν της Αιγύπτου με πληγάς και συμφοράς, εις τας οποίας δεν υπήρχε καμμία θεραπεία. Οι Αιγύπτιοι τρομοκρατημένοι από τας συμφοράς αυτάς αναγκάσθησαν να τους εκδιώξουν από την χώραν των. | 12 Ἐκραύγασαν ὅμως μὲ πίστιν πρὸς τὸν Θεόν των καὶ Τὸν ἱκέτευσαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ, καὶ Ἐκεῖνος ἐκτύπησεν ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου μὲ τιμωρίας καὶ πληγὰς φοβεράς, ποὺ δὲν ἔπαιρναν καμμίαν θεραπείαν. Δι' αὐτὸ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἀναγκάσθηκαν καὶ τοὺς ἐξεδίωξαν ἀπὸ τὴν χώραν των. |
13 καὶ κατεξήρανεν ὁ Θεὸς τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν ἔμπροσθεν αὐτῶν | 13 Ο Θεός εξήρανε την Ερυθράν Θαλασσαν εμπρός από αυτούς, | 13 Ὁ δὲ Θεός των, ὅταν αὐτοὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, ἐξήρανε ἐμπρός των τὴν θάλασσαν διὰ νὰ περάσουν μέσα ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ προχωρήσουν. |
14 καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς ὁδὸν τοῦ Σινὰ καὶ Κάδης Βαρνή· καὶ ἐξέβαλον πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ ἐρήμῳ | 14 τους ωδήγησε προς τον δρόμον του Σινά και από εκεί προς την Καδης Βαρνή. Οι Ισραηλίται εξεδίωξαν τότε όλους αυτούς, που κατοικούσαν την έρημον. | 14 Καὶ τοὺς ὡδήγησεν ὁ Θεός των εἰς τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸ Σινᾶ καὶ τὴν Κάδης Βαρνή. Ἀπεμάκρυναν δὲ καὶ ἔβγαλαν αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς τόπους τῆς κατοικίας των ὅλους τοὺς λαούς, ποὺ διέμεναν εἰς τὴν ἔρημον. |
15 καὶ ᾤκησαν ἐν γῇ ᾿Αμορραίων καὶ πάντας τοὺς ᾿Εσεβωνίτας ἐξωλόθρευσαν ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτῶν. καὶ διαβάντες τὸν ᾿Ιορδάνην ἐκληρονόμησαν πᾶσαν τὴν ὀρεινὴν | 15 Ηλθαν κατόπιν και εγκατεστάθησαν εις την χώραν των Αμορραίων, εξωλόθρευσαν με τας ιδικάς των δυνάμστους κατοίκους της πόλεως Εσεβών, διέβησαν τον Ιορδάνην ποταμόν, εκυρίευσαν και επήραν ως κληρονομίαν των όλην την ορεινήν αυτήν περιοχήν. | 15 Ἐν συνεχείᾳ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀμορραίων καὶ μὲ τὴν δύναμίν των ἐξώντωσαν ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἐσεβών. Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην, ἐκληρονόμησαν ὅλην αὐτὴν τὴν ὀρεινὴν περιοχήν. |
16 καὶ ἐξέβαλον ἐκ προσώπου αὐτῶν τὸν Χαναναῖον καὶ τὸν Φερεζαῖον καὶ τὸν ᾿Ιεβουσαῖον καὶ τὸν Συχὲμ καὶ πάντας τοὺς Γεργεσαίους καὶ κατῴκησαν ἐν αὐτῇ ἡμέρας πολλάς. | 16 Εξεδίωξαν από εμπρός των τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ιεβουσαίους, τους κατοίκους της Συχέμ, τους Γεργεσαίους και κατώκησαν εις την χώραν αυτήν επί πολύν χρόνον. | 16 Ἐξεδίωξαν δὲ ἀπὸ ἐμπρός των τοὺς Χαναναίους, τοὺς Φερεζαίους, τοὺς Ἰεβουσαίους, τοὺς κατοίκους τῆς Συχὲμ καὶ ὅλους τοὺς Γεργεσαίους, καὶ διέμειναν εἰς τὴν ὀρεινὴν αὐτὴν περιοχὴν ἐπὶ πολὺ χρονικὸν διάστημα. |
17 καὶ ἕως οὐχ ἥμαρτον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ αὐτῶν, ἦν τὰ ἀγαθὰ μετ᾿ αὐτῶν, ὅτι Θεὸς μισῶν ἀδικίαν μετ᾿ αὐτῶν ἐστιν. | 17 Και εφ' όσον μεν χρόνον δεν ημάρτανον ενώπιον του Θεού των, όλα τα αγαθά της γης ήσαν ιδικά των, διότι ο Θεός των, που μισεί την αδικίαν, ήτο μαζή των. | 17 Καὶ μέχρι τότε, ποὺ δὲν εἶχαν ἁμαρτήσει καὶ παραβῆ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ των, εἶχαν ὅλα τὰ ἀγαθά, διότι ἦτο μαζί των ὁ Θεός, ποὺ ἀποστρέφεται τὴν ἀδικίαν. |
18 ὅτε δὲ ἀπέστησαν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς διέθετο αὐτοῖς, ἐξωλοθρεύθησαν ἐν πολλοῖς πολέμοις ἐπὶ πολὺ σφόδρα καὶ ᾐχμαλωτεύθησαν εἰς γῆν οὐκ ἰδίαν, καὶ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ αὐτῶν ἐγενήθη εἰς ἔδαφος, καὶ οἱ πόλεις αὐτῶν ἐκρατήθησαν ὑπὸ τῶν ὑπεναντίων. | 18 Οταν όμως απεμακρύνθησαν από τον δρόμον, τον οποίον ο ίδιος ο Θεός τους είχε δείξει, εξωλοθρεύθησαν δια πολλών σκληρών και μακροχρονίων πολέμων, ηχμαλωτίσθησαν και μετεφέρθησαν εις ξένην χώραν, ο δε ναός των κατεστράφη, ισοπεδώθη και αι πόλεις των εκυριεύθησαν από τους εχθρούς των. | 18 Ὅταν ὅμως ἀπεστάτησαν καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ τοὺς ὥρισε νὰ βαδίζουν ὁ Θεός των, ἐξωντώθηκαν μὲ πολλοὺς πολέμους, ποὺ διήρκεσαν πάρα πολλὰ χρόνια. Καὶ τελικῶς ἐσύρθηκαν αἰχμάλωτοι εἰς ξένην χώραν. Ὁ δὲ ναὸς τοῦ Θεοῦ των κατεδαφίσθη καὶ αἱ πόλεις των ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. |
19 καὶ νῦν ἐπιστρέψαντες ἐπὶ τὸν Θεὸν αὐτῶν ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς, οὗ διεσπάρησαν ἐκεῖ, καὶ κατέσχον τὴν ῾Ιερουσαλήμ, οὗ τὸ ἁγίασμα αὐτῶν, καὶ κατῳκίσθησαν ἐν τῇ ὀρεινῇ, ὅτι ἦν ἔρημος. | 19 Τωρα όμως που επέστρεψαν εν μετανοία προς τον Θεόν των, επανήλθαν από την διασποράν της αιχμαλωσίας των, όπου είχαν διασκορπισθή εκεί, και κατέλαβον την Ιερουσαλήμ, όπου ευρίσκεται ο άγιος αυτών ναός, και εγκατεστάθησαν εις την ορεινήν περιοχήν, διότι αυτή ήτο έρημος και ακατοίκητος. | 19 Τώρα λοιπόν, ἐπειδὴ ἐπέστρεψαν μετανοημένοι εἰς τὸν Θεόν των, ἀνέβηκαν καὶ πάλιν εἰς τὸν τόπον των ἀπὸ τὴν διασποράν των, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου εἶχαν διασκορπισθῆ. Καὶ κατέλαβαν τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ὑπάρχει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ των, καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, διότι τὴν εὑρῆκαν ἔρημον. |
20 καὶ νῦν, δέσποτα κύριε, εἰ μέν ἐστιν ἀγνόημα ἐν τῷ λαῷ τούτῳ καὶ ἁμαρτάνουσιν εἰς τὸν Θεὸν αὐτῶν καὶ ἐπισκεψόμεθα ὅτι ἐστὶν ἐν αὐτοῖς σκάνδαλον τοῦτο, καὶ ἀναβησόμεθα καὶ ἐκπολεμήσομεν αὐτούς. | 20 Και τώρα, Δέσποτα κύριε, ας φροντίσωμεν να μάθωμεν, μήπως στον λαόν αυτόν υπάρχει παράβασις του θείου θελήματος και έτσι αυτοί είναι ένοχοι ενώπιον του Θεού των. Αν ναι, θα εκστρατεύσωμεν εναντίον αυτών, θα πορευθώμεν και θα καταπολεμήσωμεν αυτούς, διότι η αμαρτία των θα είναι βεβαία αιτία της καταστροφής των. | 20 Καὶ τώρα, δέσποτα κύριε, θέλω νὰ προτείνω νὰ φροντίσωμεν νὰ μάθωμεν ἂν ὁ λαὸς αὐτὸς παρανομῇ καὶ δὲν ὑπολογίζῃ τὸν Θεόν του καὶ ἂν ἁμαρτάνῃ ἐνώπιόν Του. Αὐτὸ θὰ εἶναι δι’ αὐτοὺς ἀφορμὴ καταστροφῆς. Ἐὰν λοιπὸν συμβαίνῃ κάτι τέτοιο, θὰ προχωρήσωμεν ὁπωσδήποτε εἰς τὰ ὑψώματά των καὶ θὰ τοὺς νικήσωμεν. |
21 εἰ δὲ οὐκ ἔστιν ἀνομία ἐν τῷ ἔθνει αὐτῶν, παρελθέτω δὴ ὁ κύριός μου, μήποτε ὑπερασπίσῃ ὁ Κύριος αὐτῶν καὶ ὁ Θεὸς αὐτῶν ὑπὲρ αὐτῶν, καὶ ἐσόμεθα εἰς ὀνειδισμὸν ἐναντίον πάσης τῆς γῆς. | 21 Εάν όμως ο λαός αυτός δεν διέπραξεν αμάρτημά τι ενώπιον του Θεού, ο κύριός μου ας απομακρυνθή από αυτούς, μήπως Κυριος ο Θεός των τους υπερασπίση εναντίον μας, ημείς δε νικηθώμεν και γίνωμεν εμπαιγμός και εξευτελισμός στους λαούς της γης”. | 21 Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ εἰς τὸ ἔθνος των παρανομία κατὰ τοῦ Θεοῦ των, εἶναι καλύτερον νὰ φύγῃς ἀπὸ ἐδῶ σύ, ὁ κύριός μου, καὶ νὰ μὴ στραφῇς ἐναντίον των. Τὸ λέγω αὐτό, διότι σκέπτομαι μήπως ἀναλάβῃ τὴν προστασίαν των ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός των καὶ τοὺς βοηθήσῃ, ὁπότε θὰ συντριβῶμεν καὶ θὰ γίνωμεν περίγελως ὅλης τῆς γῆς. |
22 καὶ ἐγένετο ὡς ἐπαύσατο ᾿Αχιὼρ λαλῶν τοὺς λόγους τούτους, καὶ ἐγόγγυσε πᾶς ὁ λαὸς ὁ κυκλῶν τὴν σκηνὴν καὶ περιεστώς, καὶ εἶπαν οἱ μεγιστᾶνες ᾿Ολοφέρνου καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν παραλίαν καὶ τὴν Μωὰβ συγκόψαι αὐτόν· | 22 Οταν ο Αχιώρ έπαυσε να ομιλή, όλος ο λαός, ο οποίος ευρίσκετο γύρω από την σκηνήν του Ολοφέρνου και είχεν ακούσει τα λεχθέντα, εγόγγυσαν εναντίον του Αχιώρ. Οι αξιωματούχοι του Ολοφέρνου και όλοι οι κάτοικοι των παραλίων μερών και οι Μωαβίται εζήτησαν να φονεύσουν τον Αχιώρ. Είπαν δε προς τον Ολοφέρνην· | 22 Μόλις δὲ ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ λέγῃ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἀχιώρ, ἐγόγγυσαν ἐναντίον του ὅλοι, ὅσοι ἔστεκαν γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ ἀρχιστρατήγου. Εἶπαν μάλιστα εἰς τὸν Ὀλοφέρνην οἱ ἀξιωματοῦχοι του καὶ ὅλοι, ὅσοι διέμεναν εἰς τὰ παράλια τῆς Μεσογείου καὶ εἰς τὴν Μωάβ, νὰ θανατώσουν τὸν Ἀχιώρ. |
23 οὐ γὰρ φοβηθησόμεθα ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ· ἰδοὺ γὰρ λαός, ἐν ᾧ οὐκ ἔστι δύναμις οὐδὲ κράτος εἰς παράταξιν ἰσχυράν· | 23 “δεν φοβούμεθα τους Ισραηλίτας. Αυτός ειναι ένας λαός, που δεν έχει στρατιωτικήν δύναμιν και επομένως δεν είναι εις θέσιν να αντιπαραταχθή με ισχύν εναντίον μας. | 23 Καὶ ἔλεγαν: Δὲν θὰ φοβηθῶμεν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας. Ὁρίστε μας! Αὐτοὶ εἶναι λαός, ποὺ δὲν ἔχει στρατιωτικὴν δύναμιν, καὶ οὔτε εἶναι ἱκανοὶ νὰ παρατάξουν ἰσχυρὰν ἀντίστασιν! |
24 διὸ δὴ ἀναβησόμεθα, καὶ ἔσονται εἰς κατάβρωμα πάσης τῆς στρατιᾶς σου, δέσποτα ᾿Ολοφέρνη. | 24 Δια τούτο, δέσποτα Ολοφέρνη, θα εκστρατεύσωμεν εναντίον αυτών και όλοι αυτοί θα κατανικηθούν και θα γίνουν διαρπαγή στον στρατόν σου”. | 24 Δι’ αὐτὸ λοιπὸν θὰ ἀνεβῶμεν τὰ ὑψώματα καὶ ὅλη ἡ στρατιά σου, δέσποτα ὀλοφέρνη, θὰ τοὺς καταφάγῃ. |