Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐν τῷ ἔτει τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ, δευτέρᾳ καὶ εἰκάδι τοῦ πρώτου μηνός, ἐγένετο λόγος ἐν οἴκῳ Ναβουχοδονόσορ βασιλέως ᾿Ασσυρίων ἐκδικῆσαι πᾶσαν τὴν γῆν καθὼς ἐλάλησε. 1 Κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορος και την εικοστήν δευτέραν του πρώτου μηνός, έγινε λόγος εις τα ανάκτορα του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως των Ασσυρίων, να εκδικηθή, όπως είχεν είπει, όλας τας χώρας, αι οποίαι τον κατεφρόνησαν. 1 Κατὰ δὲ τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ναβουχοδονόσορος, καὶ συγκεκριμένως εἰς τὰς εἴκοσι δύο τοῦ πρώτου μηνὸς τοῦ ἔτους, ἔγινε συμβούλιον εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦυ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων Ναβουχοδονόσορος μὲ ἀντικείμενον τὸ πῶς θὰ ἐκδικηθῇ κάθε χώραν, ποὺ δὲν τὸν ὑπελόγισε. Τὸ εἶχεν εἰπεῖ ἤδη, ὅτι θὰ ἔπαιρνεν ἐκδίκησιν ὁπωσδήποτε.
2 καὶ συνεκάλεσε πάντας τοὺς θεράποντας αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ καὶ ἔθετο μετ᾿ αὐτῶν τὸ μυστήριον τῆς βουλῆς αὐτοῦ καὶ συνετέλεσε πᾶσαν τὴν κακίαν τῆς γῆς ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. 2 Ο βασιλεύς συνεκάλεσε τότε όλους τους περί αυτόν αυλικούς και όλους τους αξιωματούχους του και ανεκοίνωσεν εις αυτούς την μυστικήν και σταθεράν απόφασίν του, ότι δηλαδή ρητώς και αμετακλήτως θα εξολοθρεύση όλας τας χώρας εκείνας. 2 Συνεκάλεσε λοιπὸν διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ὅλους τοὺς αὐλικούς του καὶ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους του. Καὶ συνεζήτησε μαζί των τὸ μυστικὸν σχέδιόν του καὶ ἀνεκοίνωσε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ στόμα ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐξοντωθοῦν ὁλοτελῶς οἱ λαοὶ ἐκεῖνοι τῆς γῆς, ποὺ τὸν περιεφρόνησαν.
3 καὶ αὐτοὶ ἔκριναν ὀλοθρεῦσαι πᾶσαν σάρκα, οἳ οὐκ ἠκολούθησαν τῷ λόγῳ τοῦ στόματος αὐτοῦ. 3 Εκείνοι όμως έκριναν και επρότειναν να εξολοθρεύση μόνον αυτούς, οι οποίοι δεν συνεμορφώθησαν και δεν υπήκουσαν προς τας προτάσεις και τας εντολάς τους. 3 Καὶ οἱ ἄρχοντές του ἐσυμφώνησαν μαζί του καὶ ἐπρότειναν νὰ ἐξοντωθοῦν ὅλοι, ὅσοι δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν ἀπόφασίν του.
4 καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσε τὴν βουλὴν αὐτοῦ, ἐκάλεσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς ᾿Ασσυρίων τὸν ᾿Ολοφέρνην ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δεύτερον ὄντα μετ᾿ αὐτόν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· 4 Οταν ετελείωσεν η διάσκεψίς του, εκάλεσεν ο Ναδουχοδονόσορ, ο βασιλεύς των Ασσυρίων, τον Ολοφέρνην αρχιστράτηγον του στρατού του, ο οποίος ήτο ο δεύτερος έπειτα από τον βασιλέα, και του είπεν· 4 Ὅταν δὲ ἐτελείωσε τὸ συμβούλιον καὶ ἐλήφθη ἡ τελικὴ ἀπόφασις τοῦ βασιλέως, ἐκάλεσεν ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς στρατιωτικῆς τοῦ δυνάμεως Ὀλοφέρνην, ποὺ ἦτο δεύτερος εἰς τὸ ἀξίωμα μετὰ ἀπὸ αὐτόν, καὶ τοῦ εἶπεν:
5 τάδε λέγει ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας, ὁ κύριος πάσης τῆς γῆς· ἰδοὺ σὺ ἐξελεύσῃ ἐκ τοῦ προσώπου μου καὶ λήψῃ μετὰ σεαυτοῦ ἄνδρας πεποιθότας ἐν ἰσχύϊ αὐτῶν, πεζῶν εἰς χιλιάδας ἑκατὸν εἴκοσι καὶ πλῆθος ἵππων σὺν ἀναβάταις μυριάδων δεκαδύο, 5 “αυτά διατάσσει ο μέγας βασιλεύς, ο κύριος όλης της οικουμένης· Θα εξέλθης από εδώ και θα εκστρατεύσης. Θα πάρης μαζή σου άνδρας, οι οποίοι έχουν πεποίθησιν εις την δύναμίν των, εκατόν είκοσι χιλιάδας πεζούς, ίππους δε και ιππείς δώδεκα χιλιάδας. 5 Αὐτὰ διατάζει ὁ μέγας βασιλεύς, ὁ κυρίαρχος ὅλης τῆς γῆς. Τώρα ἀμέσως θὰ φύγῃς ἀπὸ τὸ ἀνάκτορόν μου καὶ θὰ πάρῃς μαζί σου ἄνδρας, ποὺ βασίζονται εἰς τὴν δύναμίν των, ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας πεζοὺς καὶ πλῆθος ἱππικοῦ, ποὺ μαζὶ μὲ τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἱππεῖς θὰ φθάσουν τὰς δώδεκα μυριάδας.
6 καὶ ἐξελεύσῃ εἰς συνάντησιν πάσῃ τῇ γῇ ἐπὶ δυσμάς, ὅτι ἠπείθησαν τῷ ρήματι τοῦ στόματός μου. 6 Θα εκστρατεύσης προς δυσμάς εναντίον όλων των χωρών εκείνων, διότι παρήκουσαν την εντολήν μου. 6 Καὶ θὰ βγῇς μὲ κατεύθυνσιν πρὸς δυσμάς, διὰ νὰ κτυπήσῃς ὅλην τὴν περιοχὴν δυτικῶς τοῦ Εὐφράτου, διότι οἱ λαοί, ποὺ ζοῦν εἰς αὐτήν, δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν διαταγήν, ποὺ τοὺς ἔδωσα.
7 καὶ ἀπαγγελεῖς αὐτοῖς ἑτοιμάζειν γῆν καὶ ὕδωρ. ὅτι ἐξελεύσομαι ἐν θυμῷ μου ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ καλύψω πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς ἐν τοῖς ποσὶ τῆς δυνάμεώς μου καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς διαρπαγὴν αὐτοῖς· 7 Θα παραγγείλης εις αυτούς να σου δώσουν ως σημεία υποταγής των γην και ύδωρ. Ειδ' άλλως θα εκστρατεύσω εναντίον των με μεγάλον θυμόν και θα σκεπάσω όλον τα πρόσωπον της χώρας των με τα πόδια του στρατού μου και θα τους παραδώσω εις λεηλασίαν. 7 Θὰ τοὺς παραγγείλῃς δὲ νὰ δώσουν γῆν καὶ ὕδωρ, νὰ δηλώσουν δηλαδὴ ὑποταγήν, διότι διαφορετικὰ θὰ βγῶ ἐγὼ ὁ ἴδιος μὲ ὀργὴν ἐναντίον των. Καὶ τότε θὰ καλύψω ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς μὲ τὰ πόδια τῶν στρατιωτῶν μου καὶ θὰ τοὺς παραδώσω εἰς διαρπαγὴν καὶ λεηλασίαν.
8 καὶ οἱ τραυματίαι αὐτῶν πληρώσουσι τὰς φάραγγας καὶ τοὺς χειμάρρους αὐτῶν, καὶ ποταμὸς ἐπικλύζων τοῖς νεκροῖς αὐτῶν πληρωθήσεται· 8 Οι τραυματίαι των θα γεμίσουν τας φάραγγας και τους χειμάρρους αυτών. Ο δε ποταμός θα πλημμυρίση από το αίμα και τα πτώματα των νεκρών. 8 Οἱ δὲ τραυματίαι των θὰ γεμίσουν τὰ φαράγγια καὶ τοὺς χειμάρρους των καὶ θὰ ξεχειλίζῃ ὁ ποταμὸς μὲ τὰ πτώματά των, καθὼς θὰ τὰ παρασύρῃ μὲ τὸ ρεῦμα του.
9 καὶ ἄξω τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτῶν ἐπὶ τὰ ἄκρα πάσης τῆς γῆς. 9 Θα πάρω αυτούς αιχμαλώτους και, θα τους διασπείρω εις τα άκρα όλης της οικουμένης. 9 Τοὺς δὲ αἰχμαλώτους των θὰ τοὺς πάρω καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ ἄκρα ὅλης τῆς γῆς.
10 σὺ δὲ ἐξελθὼν προκαταλήψῃ μοι πᾶν ὅριον αὐτῶν, καὶ ἐκδώσουσί σοι ἑαυτούς, καὶ διατηρήσεις ἐμοὶ αὐτοὺς εἰς ἡμέραν ἐλεγμοῦ αὐτῶν· 10 Συ, λοιπόν, πήγαινε προ εμού και κυρίευσε όλην την χώραν των έως τα ακρότατα όρια. Θα παραδοθούν εις σε αυτοί και συ θα τους διατηρήσης δι' εμέ δια την ημέραν της μεγάλης τιμωρίας των. 10 Πήγαινε λοιπὸν σὺ τώρα διὰ νὰ μὲ προλάβῃς. Νὰ κυριεύσῃς, πρὶν ξεκινήσω ἐγώ, ὅλας τὰς περιοχὰς τῶν λαῶν αὐτῶν. Σοῦ λέγω δὲ ὅτι θὰ σοῦ παραδοθοῦν ἀμέσως. Θέλω ὅμως νὰ μοῦ τοὺς φυλάξῃς, διὰ νὰ τοὺς ἐκδικηθῶ ἐγὼ ὁ ἴδιος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς τιμωρίας των.
11 ἐπὶ δὲ τοὺς ἀπειθοῦντας οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου τοῦ δοῦναι αὐτοὺς εἰς φόνον καὶ ἁρπαγὴν ἐν πάσῃ τῇ γῇ σου. 11 Δεν θα λυπηθή δε ο οφθαλμός σου εκείνους, οι οποίοι θα απειθήσουν εις σέ, αλλά θα τους εξολοθρεύσης, όλην δε την χώραν των θα παραδώσης στους στρατιώτας προς λεηλασίαν. 11 Ὅσους ὅμως δὲν θελήσουν νὰ ὑποταχθοῦν, δὲν θὰ τοὺς λυπηθῇ τὸ μάτι σου. Ἀντίθετως θὰ τοὺς παραδώσῃς εἰς τοὺς στρατιώτας σου, διὰ νὰ φονεύσουν καὶ νὰ λεηλατήσουν ὅλους αὐτούς, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν περιοχὴν ποὺ σοῦ ἀνέθεσα.
12 ὅτι ζῶν ἐγὼ καὶ τὸ κράτος τῆς βασιλείας μου, λελάληκα καὶ ποιήσω ταῦτα ἐν χειρί μου. 12 Ορκίζομαι εις την ζωήν μου και εις την δύναμιν της βασιλείας μου, πως όσα έχω αποφασίσει χαι διακηρύξει, θα πραγματοποιήσω αυτά με τα ίδια μου τα χέρια. 12 Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν δύναμιν τῆς βασιλείας μου ὅτι θὰ γίνουν ὅπως τὰ εἶπα. Τὰ διέταξα ἐγὼ καὶ θὰ τὰ φέρω εἰς πέρας μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι.
13 καὶ σὺ δὲ οὐ παραβήσῃ ἕν τι τῶν ρημάτων τοῦ κυρίου σου, ἀλλ᾿ ἐπιτελῶν ἐπιτελέσεις καθότι προστέταχά σοι, καὶ οὐ μακρυνεῖς τοῦ ποιῆσαι αὐτά. 13 Συ δε δεν θα παραβής τίποτε από τας εντολάς το κυρίου σου, αλλ' οπωσδήποτε θα εκτελέσης όλα αυτά, τα οποία σε διέταξα, και δεν θα βραδύνης να τα εκτέλεσης”. 13 Σὺ δὲ πρόσεξε νὰ μὴ παραβῇς οὔτε ἕνα ἀπὸ τὰ προστάγματα τοῦ κυρίου σου. Ἀντιθέτως φρόντισε νὰ ἐκτελέσῃς μὲ κάθε ἀκρίβειαν ὀτιδήποτε σὲ διέταξα καὶ νὰ μὴ καθυστερήσῃς νὰ ἐφαρμόσῃς τὴν διαταγήν μου.
14 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ολοφέρνης ἀπὸ προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς δυνάστας καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ ἐπιστάτας τῆς δυνάμεως ᾿Ασσοὺρ 14 Ο Ολοφέρνης εβγήκεν από τα ανάκτορα του κυρίου του, εκάλεσεν όλους τους αρχηγούς και στρατηγούς, τους διοικητάς των δυνάμεων των Ασσυρίων. 14 Καὶ ἀνεχώρησεν ὁ Ὀλοφέρνης ἀπὸ τὴν αἴθουσαν τοῦ θρόνου τοῦ κυρίου του καὶ ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ διοικητὰς τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως τῶν Ἀσσυρίων.
15 καὶ ἠρίθμησεν ἐκλεκτοὺς ἄνδρας εἰς παράταξιν, καθότι ἐκέλευσεν αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ εἰς μυριάδας δεκαδύο καὶ ἱππεῖς τοξότας μυρίους δισχιλίους, 15 Εξέλεξε και συνεκέντρωσεν άνδρας εκλεκτούς δια τον πόλεμον, διότι ο κύριός του τον είχε διατάξει να πάρη μαζή του εκατόν είκοσι χιλιάδας εκλεκτούς πεζούς και δώδεκα χιλιάδας ιππείς τοξότας. 15 Καὶ ἀρίθμησε τοὺς ἐκλεκτοὺς ἄνδρας, τοὺς ἐμπείρους καὶ ἱκανοὺς διὰ πολεμικὰς συγκρούσεις, ὅπως τὸν διέταξεν ὁ κύριός του. Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες πεζοὶ καὶ δώδεκα χιλιάδες ἱππεῖς τοξόται.
16 καὶ διέταξεν αὐτοὺς ὃν τρόπον πολέμου πλῆθος συντάσσεται. 16 Ετακτοποίησεν αυτούς, όπως ακριβώς συντάσσεται ένας στρατός προς πόλεμον. 16 Τοὺς κατέταξε δέ, ὅπως συντάσσεται ἕνας πολυάριθμος στρατὸς διὰ πολεμικὴν παράταξιν καὶ σύγκρουσιν.
17 καὶ ἔλαβε καμήλους καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους εἰς τὴν ἀπαρτίαν αὐτῶν, πλῆθος πολὺ σφόδρα, καὶ πρόβατα καὶ βόας καὶ αἶγας εἰς τὴν παρασκευὴν αὐτῶν, ὧν οὐκ ἦν ἀριθμός, 17 Επήρε δε μαζή του δια τας αποσκευάς των μέγα πλήθος καμήλους και όνους και ημιόνους, όπως επίσης και πρόβατα, βόϊδια και αίγας δια την διατροφήν των. Και αυτών ο αριθμός ήτο μέγας. 17 Ἐπῆρε δὲ μαζί του καὶ καμήλους καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους, διὰ νὰ μεταφέρουν τὰς ἀποσκευάς των. Τὰ κτήνη αὐτὰ ἦσαν πολυάριθμα. Ἐπῆρεν ἐπίσης καὶ ἀναρίθμητα πρόβατα, βόδια καὶ γίδια διὰ τὴν διατροφήν των.
18 καὶ ἐπισιτισμὸν παντὶ ἀνδρὶ εἰς πλῆθος καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐξ οἴκου βασιλέως πολὺ σφόδρα. 18 Επήρε ακόμη πολλά τρόφιμα δι' όλους τους άνδρας, όπως επίσης και πάρα πολύ χρυσίον και αργύριον από το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον. 18 Ἐφωδιάσθη ἐπίσης καὶ μὲ πολλὰ τρόφιμα διὰ κάθε ἄνδρα. Ἐπῆρε τέλος καὶ πολὺ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιον τῶν ἀνακτόρων τοῦ βασιλέως.
19 καὶ ἐξῆλθεν αὐτὸς καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ εἰς πορείαν τοῦ προελθεῖν βασιλέως Ναβουχοδονόσορ καὶ καλύψαι πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς πρὸς δυσμαῖς ἐν ἅρμασι καὶ ἱππεῦσι καὶ πεζοῖς ἐπιλέκτοις αὐτῶν. 19 Ετσι παρεσκευασμένος εξήλθεν αυτός και όλος ο στρατός του προ του βασιλέως Ναδουχοδονόσορος, δια να πλημμυρίση όλην την προς δυσμάς χώραν με πολεμικά άρματα και με εκλεκτόν ιππικόν και πεζικόν στρατόν. 19 Καὶ ἐξεκίνησεν ὁ ἴδιος ὁ Ὀλοφέρνης καὶ ὅλη του ἡ δύναμις καὶ ἄρχισαν τὴν ἐκστρατείαν πρὶν ἀπὸ τὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, μὲ σκοπὸν νὰ καλύψουν ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ποὺ εὑρίσκετο δυτικῶς τοῦ Εὐφράτου, μὲ πολεμικὰ ἅρματα, μὲ ἱππεῖς καὶ μὲ πεζούς, ποὺ ἦσαν οἱ πλέον ἐκλεκτοὶ στρατιῶται τοῦ Ναβουχοδονόσορος.
20 καὶ πολὺς ὁ ἐπίμικτος ὡς ἀκρὶς συνεξῆλθον αὐτοῖς καὶ ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς· οὐ γὰρ ἦν ἀριθμὸς ἀπὸ πλήθους αὐτῶν. 20 Ενα δε μεγάλο πλήθος από ανάμικτον λαόν, εξήλθον μαζή με αυτούς, πολυάριθμοι όπως αι ακρίδες και όπως η άμμος της θαλάσσης. Πράγματι δεν ήτο δυνατόν να αριθμηθή το πλήθος αυτών. 20 Μαζί των ἐβγῆκαν καὶ ἄλλοι σύμμαχοί των, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἦσαν τόσοι πολλοί, ὥστε ἐφαίνοντο σὰν σμήνη ἀκρίδων καὶ σὰν τὴν ἄμμον τῆς ἐρήμου. Ἦτο ἀδύνατον νὰ ἀριθμηθῇ ὄλος αὐτὸς ὁ πολυάριθμος στρατός.
21 καὶ ἀπῆλθον ἐκ Νινευῆ ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πεδίου Βεκτιλὲθ καὶ ἐστρατοπέδευσαν ἀπὸ Βεκτιλὲθ πλησίον τοῦ ὄρους τοῦ ἐπ᾿ ἀριστερᾷ τῆς ἄνω Κιλικίας. 21 Ο Ολοφέρνης και ο στρατός του ανεχώρησαν από την Νινευή, εβάδισαν οδόν τριών ημερών εις την πεδιάδα Βεκτιλέθ, και εστρατοπέδευσαν εις την πεδιάδα αυτήν πλησίον του όρους, το οποίον ευρίσκεται βορείως της άνω Κιλικίας. 21 Καὶ ἐξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Νινευῆ καί, ἀφοῦ ἐβάδισαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας κατὰ μέτωπον τῆς πεδιάδος Βεκτιλέθ, ἐστρατοπέδευσαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Βεκτιλὲθ κοντὰ εἰς τὸ βουνό, ποὺ εὑρίσκετο ἀριστερὰ τῆς ἄνω Κιλικίας.
22 καὶ ἔλαβε πᾶσαν τὴν δύναμιν αὐτοῦ, τοὺς πεζοὺς καὶ τοὺς ἱππεῖς καὶ τὰ ἅρματα αὐτοῦ, καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν ὀρεινήν. 22 Κατόπιν ο Ολοφέρνης επήρε όλην την στρατιωτικήν του δύναμιν, τους πεζούς και τους ιππείς και τα πολεμικά του άρματα, και ανεχώρησεν από εκεί κατευθυνόμενος εις την ορεινήν περιοχήν της χώρας. 22 Καὶ ἐπῆρεν ὁ Ὀλοφέρνης ὅλον τὸν στρατόν του, τοὺς πεζούς, τοὺς ἱππεῖς καὶ τὰ πολεμικὰ ἅρματά του, καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν.
23 καὶ διέκοψε τὸ Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ ἐπρονόμευσαν πάντας υἱοὺς Ρασσὶς καὶ υἱοὺς ᾿Ισμαὴλ τοὺς κατὰ πρόσωπον τῆς ἐρήμου πρὸς νότον τῆς Χελεών. 23 Ερήμωσε τας χώρας Φουδ και Λούδ, ελεηλάτησεν όλους τους ανθρώπους της φυλής Ρασσίς και τους Ισμαηλίτας, οι οποίοι κατοικούσαν μέχρι των ορίων της ερήμου προς νότον της χώρας Χελεών. 23 Καθ’ ὁδὸν ἐξώντωσε τοὺς κατοίκους τῶν περιοχῶν Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ ἐλεηλάτησεν ὅλους τοὺς Ρασσίτας καὶ Ἰσμαηλίτας, ποὺ διέμεναν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἔρημον, νοτίως τῆς Χελεών.
24 καὶ παρῆλθε τὸν Εὐφράτην καὶ διῆλθε τὴν Μεσοποταμίαν καὶ διέσκαψε πάσας τὰς πόλεις τὰς ὑψηλὰς τὰς ἐπὶ τοῦ χειμάρρου ᾿Αβρωνᾶ ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ θάλασσαν. 24 Μετά δε την λεηλασίαν επέρασε τον Ευφράτην ποταμόν, διήλθε την Μεσοποταμίαν και κατέσκαψε όλας τας οχυράς πόλστου ποταμού Αβρωνά μέχρι και της Μεσογείου Θαλάσσης. 24 Ἐπέρασε κατόπιν τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ διέτρεξε τὴν Μεσοποταμίαν. Κατέστρεψε δὲ ἐκ θεμελίων ὅλας τὰς ὀχυρὰς πόλεις, ποὺ εἶχαν ὑψηλὰ τείχη καὶ εὑρίσκοντο κατὰ μῆκος τοῦ χειμάρρου Ἀβρωνά, καὶ ἔφθασε τελικῶς εἰς τὴν Μεσόγειον θάλασσαν.
25 καὶ κατελάβετο τὰ ὅρια τῆς Κιλικίας καὶ κατέκοψε πάντας τοὺς ἀντιστάντας αὐτῷ καὶ ἦλθεν ἕως ὁρίων ᾿Ιάφεθ τὰ πρὸς νότον κατὰ πρόσωπον τῆς ᾿Αραβίας. 25 Κατέλαβεν ολόκληρον την Κιλικίαν και κατέκοψεν όλους εκείνους, οι οποίοι του έφεραν αντίστασιν. Εφθασεν έως εις τα όρια των υιών Ιάφεθ, που ευρίσκοντο νοτίως και εμπρός εις την Αραβίαν. 25 Ἔπειτα ἐκυρίευσεν ὅλην τὴν χώραν τῆς Κιλικίας καί, ἀφοῦ κατέσφαξεν ὅλους, ὅσοι τοῦ ἔφεραν ἀντίστασιν, ἔφθασεν ἕως τὰ νότια σύνορα τῆς περιοχῆς Ἰάφεθ, ποὺ εὑρίσκετο ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν.
26 καὶ ἐκύκλωσε πάντας τοὺς υἱοὺς Μαδιὰμ καὶ ἐνέπρησε τὰ σκηνώματα αὐτῶν καὶ ἐπρονόμευσε τὰς μάνδρας αὐτῶν. 26 Περιεκύκλωσεν όλους τους Μαδιανίτας, έκαυσε τας κατασκηνώσεις των και ελεηλάτησε τπυς καταυλισμούς των. 26 Ἐν συνεχείᾳ περιεκύκλωσεν ὅλους τοὺς Μαδιανίτας καὶ ἔκαυσε τὰς σκηνάς, ὅπου διέμεναν, καὶ ἐλεηλάτησε τὰ μανδριά, ὅπου ἐφύλασσαν τὰ ζῶα των.
27 καὶ κατέβη εἰς πεδίον Δαμασκοῦ ἐν ἡμέραις θερισμοῦ πυρῶν καὶ ἐνέπρησε πάντας τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν καὶ τὰ ποίμνια καὶ τὰ βουκόλια ἔδωκεν εἰς ἀφανισμὸν καὶ τὰς πόλεις αὐτῶν ἐσκύλευσε καὶ τὰ παιδία αὐτῶν ἐξελίκμησε καὶ ἐπάταξε πάντας τοὺς νεανίσκους αὐτῶν ἐν στόματι ρομφαίας. 27 Από εκεί κατέβηκεν εις την πεδιάδα της Δαμασκού, κατά την εποχήν του θερισμού των σιτηρών, έκαυσεν όλα τα σιτηρά των αγρών, εξωλόθρευσεν όλα τα κοπάδια των αιγοπροβάτων και των βοϊδιών, ελεηλάτησε τας πόλεις, διεσκόρπισε τα μικρά παιδιά και επέρασεν εν στόματι ρομφαίας όλους τους νέους της περιοχής. 27 Κατόπιν κατέβη εἰς τὴν πεδιάδα τῆς Δαμασκοῦ. Ἦτο δὲ τότε καιρὸς θερισμοῦ καί, ὅπως ἦσαν ἕτοιμα τὰ σιτηρά, κατέκαυσεν ὅλα τὰ χωράφια των. Ἐξηφάνισεν ἐπίσης τὰ κοπάδια τῶν προβάτων καὶ τῶν βοδιῶν των καὶ ἐλεηλάτησε τὰς πόλεις των. Διεσκόρπισε δέ, ὅπως λιχνίζουν τὸ σιτάρι, τὰ παιδιά των καὶ ἐφόνευσε μὲ ρομφαίαν ὅλους τοὺς νέους των.
28 καὶ ἐπέπεσεν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν παραλίαν, τοὺς ὄντας ἐν Σιδῶνι καὶ Τύρῳ καὶ τοὺς κατοικοῦντας Σοὺρ καὶ ᾿Οκινά, καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ῾Ιεμναάν, καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ᾿Αζώτῳ καὶ ᾿Ασκάλωνι ἐφοβήθησαν αὐτὸν σφόδρα. 28 Φοβος και τρόμος έπεσεν στους κατοικούντας τα παράλια της Μεσογείου, στους κατοίκους της Σιδώνος και της Τυρου, εις εκείνους οι οποίοι κατοικούσαν την Οκινά και εις όλους τους κατοίκους της Ιεμναάν και τους κατοικούντας την Αζωτον και Ασκάλωνα. Ολοι εκυριεύθησαν από πολύ μεγάλον φόβον. 28 Ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν καταστροφῶν ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον ὅσοι διέμεναν εἰς τὰ παράλια τῆς Μεσογείου, διότι ἐσκέφθηκαν ὅτι ἐπλησίαζεν ἀσφαλῶς καὶ ἡ ἰδική των σειρά. Κατετρόμαξαν συγκεκριμένως ἐμπρός του οἱ κάτοικοι τῆς Σιδῶνος καὶ τῆς Τύρου, καθὼς καὶ ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Σοὺρ καὶ τὴν Ὀκινὰ καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰεμναάν, τῆς Ἀζώτου καὶ τῆς Ἀσκάλωνος.