Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤκουσαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ οἱ κατοικοῦντες ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ᾿Ολοφέρνης τοῖς ἔθνεσιν, ὁ ἀρχιστράτηγος Ναβουχοδονόσορ βασιλέως ᾿Ασσυρίων, καὶ ὃν τρόπον ἐσκύλευσε πάντα τὰ ἱερὰ αὐτῶν καὶ ἔδωκεν αὐτὰ εἰς ἀφανισμόν, 1 Οι Ισραηλίται, οι οποίοι κατοικούσαν εις την περιοχήν της Γαλιλαίας, επληροφορήθησαν όλα όσα ο Ολοφέρνης, ο αρχιστράτηγος του βασιλέως των Ασσυρίων Ναδουχοδονόσορος, έκαμεν εις όλους τους λαούς, πως δηλαδή ελεηλάτησεν όλους τους ιερούς ναούς των και παρέδωκεν αυτούς εις καταστροφήν. 1 Έμαθαν δὲ καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ὅλα, ὅσα ἔκαμεν εἰς τὰ διάφορα ἔθνη ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων Ναβουχοδονόσορος Ὀλοφέρνης, καὶ πῶς ἐλεηλάτησεν ὅλους τοὺς ναούς των καὶ τοὺς ἐξαφάνισε.
2 καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα σφόδρα ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ περὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τοῦ ναοῦ Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν ἐταράχθησαν. 2 Δια τούτο εφοβήθησαν πάρα πολύ τον Ολοφέρνην και εταράχθησαν, διότι η Ιερουσαλήμ και ο ναός Κυρίου του Θεού των διέτρεχαν κίνδυνον αφανισμού. 2 Ἕνεκα τούτου ἐφοβήθηκαν ὑπερβολικὰ καὶ κατετρόμαξαν, ἐπειδὴ ἐσκέφθηκαν τί ἦτο πιθανὸν νὰ κάμῃ ὁ Ὀλοφέρνης καὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ των.
3 ὅτι προσφάτως ἦσαν ἀναβεβηκότες ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, καὶ νεωστὶ πᾶς ὁ λαὸς συνελέλεκτο τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ τὰ σκεύη καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ὁ οἶκος ἐκ τῆς βεβηλώσεως ἡγιασμένα ἦν. 3 Η ταραχή των και ο πόνος των ήσαν τοσούτω μάλλον δικαιολογημένα, καθ' όσον προσφάτως είχαν επιστρέψει εις την Ιουδαίαν από την αιχμαλωσίαν. Προ ολίγου όλος ο λαός της Ιουδαίας είχε συγκεντρωθή εκεί, τα δε ιερά σκεύη του ναού, το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και ο ναός είχον εξαγνισθή και ήσαν ηγιασμένα. 3 Ἐφοβήθηκαν δὲ πολύ, διότι δὲν εἶχε περάσει πολὺς χρόνος, ἀπὸ τότε ποὺ ἀνέβηκαν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὸν λόφον Σιών, καὶ μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχε συναχθῇ καὶ πάλιν ο λαὸς τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν πατρίδα του. Τὰ δὲ ἱερὰ σκεύη τῆς λατρείας καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ὅπως καὶ ὅλος ὁ Ναός, εἶχαν ἑξαγνισθῆ πρὸ ὀλίγου καιροῦ ἀπὸ τὴν βεβήλωσιν τῶν εἰδωλολατρῶν κατακτητῶν.
4 καὶ ἀπέστειλαν εἰς πᾶν ὅριον Σαμαρείας καὶ Κωνὰ καὶ Βαιθωρὼν καὶ Βελμαὶν καὶ ῾Ιεριχὼ καὶ εἰς Χωβὰ καὶ Αἰσωρὰ καὶ τὸν αὐλῶνα Σαλὴμ 4 Απέστειλαν, λοιπόν, στρατόν εις όλην την περιοχήν της Σαμαρείας, εις την Κωνά, την Βαιθωράν, την Βελμαίν, την Ιεριχώ, την Χωβά, την Αισωρά και εις την κοιλάδα της Σαλήμ, 4 Ἐκήρυξαν λοιπὸν συναγερμὸν πολέμου καὶ εἰδοποίησαν ὅσους ἔμεναν εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν τῆς Σαμαρείας, εἰς τὴν Κωνά, τὴν Βαιθωρών, τὴν Βελμαίν, τὴν Ἱεριχώ, τὴν Χωβά, τὴν Αἰσώρα καὶ εἰς τὴν κοιλάδα Σαλήμ, νὰ ἐτοιμασθοῦν διὰ πόλεμον.
5 καὶ προκατελάβοντο πάσας τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐτειχίσαντο τὰς ἐν αὐτοῖς κώμας καὶ παρέθεντο εἰς ἐπισιτισμὸν εἰς παρασκευὴν πολέμου, ὅτι προσφάτως ἦν τὰ πεδία αὐτῶν τεθερισμένα. 5 και κατέλαβαν όλας τας κορυφάς των υψηλών ορέων, περιετείχισαν και ωχύρωσαν τας θέσεις, που υπήρχον εις αυτάς, και τας εφωδίασαν με τρόφιμα, ώστε να είναι παρεσκευασμένοι εις πόλεμον, διότι προ ολίγου είχαν θερίσει τους αγρούς των. 5 Κατόπιν αὐτοῦ κατέλαβαν ὅλας τὰς κορυφὰς τῶν ὑψηλῶν βουνῶν καὶ ἐφρόντισαν νὰ κτίσουν καὶ ἐπιδιορθώσουν τὰ τείχη τῶν κωμοπόλεων, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὰς περιοχὰς αὐτάς. Ἔφεραν ἐπίσης καὶ ἔβαλαν εἰς τὰς ἀποθήκας των τρόφιμα, ἀπαραίτητα εἰς περίπτωσιν πολέμου, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχαν συνάξει ἀπὸ τὸν θερισμὸν τῶν πεδιάδων των, ποὺ εἶχε γίνει μόλις προηγουμένως.
6 καὶ ἔγραψεν ᾿Ιωακὶμ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας, ὃς ἦν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐν ῾Ιερουσαλήμ, τοῖς κατοικοῦσι Βαιτυλούα καὶ Βαιτομεσθαίμ, ἥ ἐστιν ἀπέναντι ᾿Εσδρηλὼν κατὰ πρόσωπον τοῦ πεδίου τοῦ πλησίον Δωθαΐμ, 6 Ο Ιωακίμ, ο οποίος κατά την εποχήν εκείνην ήτο αρχιερεύς εις την Ιερουσαλήμ, έγραψεν επιστολήν προς τους κατοίκους της Βαιτυλούα και προς την Βαιτομεσθαίμ, πόλιν, η οποία είναι απέναντι της Εσδρηλών κατά πρόσωπον της πεδιάδος Δωθαΐμ, 6 Ὁ δὲ Ἰωακίμ, ποὺ ἦτο τότε ἀρχιερεὺς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔστειλεν ἐπιστολὰς εἰς ὅσους διέμεναν εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ τὴν Βαιτομεσθαίμ, ἡ ὁποία εὑρίσκετο ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἐσδρηλών, κατὰ μέτωπο ν τῆς πεδιάδος, ποὺ ὑπῆρχε κοντὰ εἰς τὴν Δωθαΐμ.
7 λέγων διακατασχεῖν τὰς ἀναβάσεις τῆς ὀρεινῆς, ὅτι δι᾿ αὐτῶν ἦν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν, καὶ ἦν εὐχερῶς διακωλῦσαι αὐτοὺς προσβαίνοντας, στενῆς τῆς προσβάσεως οὔσης ἐπ᾿ ἄνδρας τοὺς πάντας δύο. 7 και έλεγεν ότι πρέπει να καταλάβετε τας διαβάσστου όρους, διότι από αυτάς μόνον είναι δυνατή η είσοδος των εχθρών εις την Ιουδαίαν. Εάν αυτάς καταλάβετε, είναι εύκολον να τους εμποδίσετε να περάσουν, διότι η διάβασις εκεί είναι στενή, που μόλις επιτρέπει εις δύο το πολύ άνδρας να περνούν συγχρόνως. 7 Εἰς τὰς ἐπιστολάς του αὐτὰς ὁ ἀρχιερεὺς τοὺς ἔλεγε νὰ καταλάβουν καὶ νὰ προσέχουν τὰς διαβάσεις τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς, διότι δι' αὐτῶν καὶ μόνον εἰσήρχετο κανεὶς ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὴν Ἰουδαίαν. Ἦτο δὲ πολὺ εὔκολον νὰ ἐμποδίσουν τοὺς ἐχθρούς, ποὺ θὰ ἐπιχειροῦσαν νὰ περάσουν ἀπὸ ἐκεῖ, διότι ἡ δίοδος ἦτο πολὺ στενὴ καὶ δὲν ἐχωροῦσαν περισσότεροι ἀπὸ δύο ἄνδρες.
8 καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καθὰ συνέταξεν αὐτοῖς ᾿Ιωακὶμ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας καὶ ἡ γερουσία παντὸς δήμου ᾿Ισραήλ, οἳ ἐκάθηντο ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 8 Οι Ισραηλίται υπήκουσαν και έπραξαν, όπως τους διέταξεν ο αρχιερεύς Ιωακίμ και η γερουσία όλων των Ισραηλιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Ιερουσαλήμ. 8 Οἱ δὲ Ἰσραηλῖται συνεμορφώθησαν ἀμέσως πρὸς ὅσα τοὺς διέταξεν ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωακὶμ μαζὶ μὲ τὴν γερουσίαν ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ διέμεναν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
9 καὶ ἀνεβόησαν πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ πρὸς τὸν Θεὸν ἐν ἐκτενίᾳ μεγάλῃ καὶ ἐταπεινοῦσαν τὰς ψυχὰς αὐτῶν ἐν ἐκτενίᾳ μεγάλῃ. 9 Ολοι δε οι Ισραηλίται με μεγάλην πίστιν και κατάνυξιν ανεβόησαν προς τον Θεόν· εταπείνωσαν τας ψυχάς των ενώπιον του Θεού με τας κατανυκτικάς των προσευχάς. 9 Καὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχωνται εἰς τὸν Θεὸν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ νὰ βοοῦν μὲ πολὴν θέρμην, μὲ πίστιν καὶ κατάνυξιν. Συγχρόνως δὲ ἐταπείνωναν τοὺς ἑαυτούς των μὲ νηστείαν καὶ μεγάλην συντριβήν.
10 αὐτοὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ νήπια αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ πᾶς πάροικος ἢ μισθωτὸς καὶ ἀργυρώνητος αὐτῶν ἐπέθεντο σάκκους ἐπὶ τὰς ὀσφύας αὐτῶν. 10 Ολοι δε αυτοί και αι γυναίκες των και τα μικρά των παιδιά και τα ζώα των και κάθε ξένος, που ευρίσκετο πλησίον των η ημερομίσθιος εργάτης η δούλος που είχεν αγορασθή δια χρημάτων, όλοι εις ένδειξιν πένθους και ταπεινώσεως εφόρεσαν σάκκους εις την μέσην των. 10 Ἐζωσαν μάλιστα τὴν μέσην των μὲ τριχίνους σάκκους, διὰ νὰ δείχνουν τὸ πένθος των, ὅλοι οἱ ἄνδρες τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ οἱ γυναῖκες των μὲ τὰ νήπιά των. Ἔβαλαν ἐπίσης σάκκους καὶ εἰς τὰ ζῶα των. Τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ κάθε ξένος, ποὺ ἔμενε μαζί των, ὅπως καὶ κάθε μισθωτὸς ὑπάλληλός των καὶ κάθε δοῦλος των, ποὺ τὸν εἶχαν ἀγοράσει καὶ ἀνῆκεν εἰς ἐκείνους.
11 καὶ πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ καὶ γυνὴ καὶ τὰ παιδία καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἔπεσον κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ καὶ ἐσποδώσαντο τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ ἐξέτειναν τοὺς σάκκους αὐτῶν κατὰ πρόσωπον Κυρίου· 11 Ολοι οι Ισραηλίται, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όσοι κατοικούσαν εις την Ιερουσαλήμ, έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης προ του ναού, έρριξαν στάκτην εις τας κεφαλάς των και με τα χέρια των άπλωναν τα άκρα από τους σάκκους, δια να ζητήσουν έλεος και προστασίαν από τον Κυριον. 11 Ἐν συνεχείᾳ ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται μαζὶ μὲ τάς, γυναῖκας καὶ τὰ παιδιά των, ὅσοι κατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆ, ἐμπρὸς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. Καὶ ἔρριξαν στάχτην εἰς τὰ κεφάλια των, ὅπως ἔκαμναν ὅταν ἐπενθοῦσαν, καὶ ἄνοιξαν τὰ χέρια των, ὅπως ἦσαν σκεπασμένα μὲ τοὺς πενθίμους σάκκους, καὶ τὰ ὕψωσαν πρὸς τὸν Κύριον καὶ Τὸν ἰκέτευαν.
12 καὶ τὸ θυσιαστήριον σάκκῳ περιέβαλον καὶ ἐβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ᾿Ισραὴλ ὁμοθυμαδὸν ἐκτενῶς τοῦ μὴ δοῦναι εἰς διαρπαγὴν τὰ νήπια αὐτῶν καὶ τὰς γυναῖκας εἰς προνομὴν καὶ τὰς πόλεις τῆς κληρονομίας αὐτῶν εἰς ἀφανισμὸν καὶ τὰ ἅγια εἰς βεβήλωσιν καὶ ὀνειδισμόν, ἐπίχαρμα τοῖς ἔθνεσι. 12 Και αυτό ακόμη το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων το περιέβαλαν με σάκκον και έκραζαν προς τον Θεόν του Ισραήλ με μίαν ψυχήν και με μεγάλην κατάνυξιν και τον παρακαλούσαν να μη επιτρέψη να παραδοθούν τα νήπια αυτών εις αρπαγήν, αι γυναίκες των εις λεηλασίαν και αι πόλεις, τας οποίας είχαν κληρονομήσει, εις καταστροφήν, ο ναός εις βεβήλωσιν και εις ονειδισμόν και να γίνουν έτσι αυτοί εμπαιγμός και περίγελως των εθνών. 12 Ἐσκέπασαν μάλιστα ὁλόγυρα μὲ σάκκον καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἐκραύγαζαν διαρκῶς μὲ πίστιν καὶ καρτερίαν ὅλοι μαζὶ πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ. Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴ ἀφήσῃ νὰ ἀρπάξουν οἱ ἐχθροὶ τὰ νήπιά των, οὔτε νὰ πάρουν σὰν λάφυρα τὰς γυναῖκας των καὶ νὰ ἑξαφανίσουν τὰς πόλεις, τὰς ὁποίας εἶχαν κληρονομήσει. Νὰ μὴ ἀφήσῃ ἐπίσης νὰ βεβηλώσουν καὶ ἐμπαίξουν τὰ ἱερὰ καὶ ἅγιά των, ὥστε νὰ χαίρωνται καὶ νὰ εὐφραίνωνται διὰ τὸν ἐξευτελισμὸν τῶν Ἰουδαίων τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη.
13 καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς αὐτῶν καὶ εἰσεῖδε τὴν θλῖψιν αὐτῶν· καὶ ἦν ὁ λαὸς νηστεύων ἡμέρας πλείους ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ ῾Ιερουσαλὴμ κατὰ πρόσωπον τῶν ἁγίων Κυρίου παντοκράτορος. 13 Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν των και είδε την θλίψιν των. Ολος ο λαός ενήστευεν επί πολλάς ημέρας καθ' όλην την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ ενώπιον του ναού του Κυρίου, του παντοκράτορος. 13 Καὶ ὁ Κύριος εἱσήκουσε τὴν προσευχήν των καὶ ἐπρόσεξε τὴν θλῖψιν των. Ὅλος δὲ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐνήστευεν ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας καὶ ἔστρεφαν τὰ βλέμματά των πρὸς τὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ παντοκράτορος Κυρίου.
14 καὶ ᾿Ιωακὶμ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας καὶ πάντες οἱ παρεστηκότες ἐνώπιον Κυρίου, ἱερεῖς καὶ οἱ λειτουργοῦντες Κυρίῳ, σάκκους περιεζωσμένοι τὰς ὀσφύας αὐτῶν προσέφερον τὴν ὁλοκαύτωσιν τοῦ ἐνδελεχισμοῦ καὶ τὰς εὐχὰς καὶ τὰ ἑκούσια δόματα τοῦ λαοῦ, 14 Ο αρχιερεύς Ιωακίμ και όλοι οι παριστάμενοι ενώπιον του Κυρίου, ιερείς και άλλοι λειτουργοί του Κυρίου, ζωσμένοι γύρω από τας οσφύας των σάκκους, προσέφεραν τα καθημερινά ολοκαυτώματα, τα ταξίματα, τα αφιερώματα, και τα εκούσια δώρα του λαού. 14 Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἰωακὶμ καὶ ὅλοι, ὅσοι παρέστεκαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, οἱ ἱερεῖς δηλαδὴ καὶ οἱ ἄλλοι λειτουργοὶ καὶ ὑπηρέται τοῦ Κυρίου, ἦσαν ζωσμένοι μὲ σάκκους, διὰ να δείχνουν τὸ πένθος των καὶ τὴν συντριβήν των. Καὶ ἐπρόσφεραν θλιμμένοι τὰς θυσίας τῆς ὁλοκαυτώσεως, ποὺ προσεφέροντο κάθε πρωῒ καὶ βράδυ διαρκῶς, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ τάματα καὶ τὰς προσφοράς, ποὺ ἤθελε να ἀφιερώσῃ ὁ λαός.
15 καὶ ἦν σποδὸς ἐπὶ τὰς κιδάρεις αὐτῶν. καὶ ἐβόων πρὸς Κύριον ἐκ πάσης δυνάμεως εἰς ἀγαθὸν ἐπισκέψασθαι πάντα οἶκον ᾿Ισραήλ. 15 Στάκτη δε υπήρχεν επάνω εις τα καλύμματα των κεφαλών των. Και έκραζον προς τον Κυριον με όλην των την δύναμιν να επισκεφθή προς το αγαθόν ο Θεός όλον τον λαόν του Ισραήλ. 15 Εἶχαν ρίξει μάλιστα καὶ στάχτην εἰς τὰ καλύμματα τῶν κεφαλῶν των. Ἐφώναζαν δὲ μὲ μεγάλην φωνὴν καὶ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς των πρὸς τὸν Κύριον, διὰ νὰ τοὺς προσέξῃ καὶ νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ἀγαθωσύνην Του πρὸς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.