Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ᾿Ιουδίθ· ἀκούσατε δή μου, ἀδελφοί, καὶ λαβόντες τὴν κεφαλὴν ταύτην κρεμάσατε αὐτὴν ἐπὶ τῆς ἐπάλξεως τοῦ τείχους ὑμῶν. | 1 Η Ιουδίθ απήντησε προς αυτούς· “ακούσατέ μου λοιπόν τώρα, αδελφοί μου πάρετε αυτήν την κεφαλήν και κρεμάσατέ την εις τας επάλξεις του τείχους σας. | 1 Αμέσως μετὰ ταῦτα εἶπε πρὸς αὐτοὺς ἡ Ἰουδίθ: Ἀκουστέ με, σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί μου. Πάρετε αὐτὸ τὸ κεφάλι καὶ κρεμᾶστε τὸ εἰς τὴν ἔπαλξιν τοῦ τείχους μας. |
2 καὶ ἔσται ἡνίκα ἂν διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος καὶ ἐξέλθῃ ὁ ἥλιος ἐπὶ τὴν γῆν, ἀναλήψεσθε ἕκαστος τὰ σκεύη τὰ πολεμικὰ ὑμῶν καὶ ἐξελεύσεσθε πᾶς ἀνὴρ ἰσχύων ἔξω τῆς πόλεως καὶ δώσετε ἀρχηγὸν εἰς αὐτοὺς ὡς καταβαίνοντες ἐπὶ τὸ πεδίον εἰς τὴν προφυλακὴν υἱῶν ᾿Ασσούρ, καὶ οὐ καταβήσεσθε. | 2 Οταν δε αρχίση να γλυκοχαράζη ο όρθρος και αφού ανατείλη ο ήλιος εις την γην, θα πάρη ο καθένας τα πολεμικά του όπλα και θα εξορμήσετε. Καθε άνδρας πολεμιστής θα εξέλθη από την πόλιν. Θα δώσετε δε εις όλους αυτούς ένα αρχηγόν. Οταν κατεβαίνετε εις την πεδιάδα και φθάσετε εις τας προφυλακάς των Ασσυρίων, δεν θα προχωρήσετε περισσότεροι. | 2 Καὶ ὅταν χαράξῃ τὸ πρωῒ καὶ βγῇ ὁ ἥλιος διὰ νὰ φωτίσῃ τὴν γῆν, πάρετε καθένας σας τὰ ὅπλα σας καὶ τὰ πολεμικά σας ἐξαρτήματα, καὶ βγῆτε ὅλοι οἰ δυνατοὶ ἄνδρες ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη. Νὰ βάλετε δὲ σεῖς, οἱ ἄρχοντες, ἕνα ἐπὶ κεφαλῆς των, διὰ νὰ κανονίζῃ τὴν πορείαν των, ὥστε νὰ κατεβοῦν πρὸς τὴν πεδιάδα μέχρι ποὺ νὰ φαίνωνται ἀπὸ τὰ προκεχωρημένα φυλάκια τῶν Ἀσσυρίων. Νὰ μὴ προχωρήσουν ὅμως πιὸ κάτω. |
3 καὶ ἀναλαβόντες οὗτοι τὰς πανοπλίας αὐτῶν πορεύσονται εἰς τὴν παρεμβολὴν αὐτῶν καὶ ἐγεροῦσι τοὺς στρατηγοὺς τῆς δυνάμεως ᾿Ασσούρ· καὶ συνδραμοῦνται ἐπὶ τὴν σκηνὴν ᾿Ολοφέρνου καὶ οὐχ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιπεσεῖται ἐπ᾿ αὐτου’ς φόβος, καὶ φεύξονται ἀπὸ προσώπου ὑμῶν. | 3 Οι φύλακες των προφυλακών θα πάρουν τας πανοπλίας των και θα πορευθούν στο στρατόπεδόν των, θα εξυπνήσουν τους κοιμωμένους στρατηγούς του στρατού των Ασσυρίων. Αυτοί δε κατόπιν θα τρέξουν όλοι εις την σκηνήν του Ολοφέρνου, αλλά δεν θα τον εύρουν. Θα πέση εις αυτούς φόβος και θα τραπούν εις φυγήν από έμπροσθέν σας. | 3 Ὅταν σᾶς ἰδοῦν οἱ στρατιῶται τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς τῶν Ἀσσυρίων, θὰ ἀναλάβουν τὰς πανοπλίας των, θὰ ὑπάγουν εἰς τὸ στρατόπεδον των καὶ θὰ ξυπνήσουν ἀμέσως τοὺς στρατηγοὺς τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀσσυρίων. Θὰ τρέξουν δὲ μαζὶ πρὸς τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους καί, ἐπειδὴ δὲν θὰ τὸν βροῦν, θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ φόβον καὶ θὰ φύγουν πανικόβλητοι ἀπὸ ἐμπρός σας. |
4 καὶ ἐπακολουθήσαντες ὑμεῖς καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες πᾶν ὅριον ᾿Ισραήλ, καταστρώσατε αὐτοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν. | 4 Σεις και όλοι οι κάτοικοι ολοκλήρου της χώρας του Ισραήλ θα τους καταδιώξετε και θα τους στρώσετε νεκρούς στον δρόμον των. | 4 Καὶ ἀφοῦ τοὺς καταδιώξετε σεῖς καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν ἐπικράτειαν τοῦ Ἰσραήλ, νὰ τοὺς ξαπλώσετε κατὰ γῆς νεκρούς, καθὼς θὰ τρέχουν εἰς τοὺς δρόμους τῆς φυγῆς των. |
5 πρὸ δὲ τοῦ ποιῆσαι ταῦτα, καλέσατέ μοι ᾿Αχιὼρ τὸν ᾿Αμανίτην, ἵνα ἰδὼν ἐπιγνῷ τὸν ἐκφαυλίσαντα τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ αὐτὸν ὡς εἰς θάνατον ἀποστείλαντα εἰς ἡμᾶς. | 5 Πριν όμως αναλάβετε αυτήν την επιχείρησιν, καλέσατε εδώ τον Αχιώρ τον Αμανίτην, δια να ίδη ο ίδιος και αναγνωρίση την κεφαλήν εκείνου, ο οποίος κατεφρόνησε τυν ισραηλιτικόν λαόν, κατεφρόνησε δε και αυτόν τον ίδιον, τον οποίον έστειλε προς ημάς, ως προς βέβαιον θάνατον”. | 5 Πρὶν νὰ κάμετε ὅμως αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, φωνάξτε μου τὸν Ἀμμανίτην Ἀχιώρ, διὰ νὰ ἰδῇ καὶ ἀνάγνωρίσῃ τὸ κεφάλη ἐκείνου, ὁ ὁποῖος κατεφρόνησε καὶ ὑπετίμησε τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἔστειλε καὶ τὸν ἴδιον ἀνάμεσά μας, διὰ νὰ πεθάνη μαζί μας. |
6 καὶ ἐκάλεσαν τὸν ᾿Αχιὼρ ἐκ τοῦ οἴκου ᾿Οζία· ὡς δὲ ἦλθε καὶ εἶδε τὴν κεφαλὴν ᾿Ολοφέρνου ἐν χειρὶ ἀνδρὸς ἑνὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ λαοῦ, ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον, καὶ ἐξελύθη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ. | 6 Εκάλεσαν πράγματι, τον Αχιώρ από την οικίαν του Οζία. Οταν αυτός ήλθε και είδε την κεφαλήν του Ολοφέρνου εις τα χέρια ενός ανδρός από το συγκεντρωθέν πλήθος, κατελήφθη από ισχυροτάτην συγκίνησιν, έπεσε κάτω με το πρόσωπον κατά γης και ελιποθύμησε. | 6 Καὶ ἐκάλεσαν πράγματι τὸν Ἀχιώρ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ὀζία. Μόλις δὲ ἦλθεν ὁ Ἀχιὼρ καὶ εἶδε τὸ κεφάλι τοῦ Ὀλοφέρνους, ποὺ τὸ ἐκρατοῦσεν εἰς τὸ χέρι του ἕνας ἄνδρας ἀπὸ τὴν συνάθροισιν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἐλιποθύμησε. |
7 ὡς δὲ ἀνέλαβον αὐτόν, προσέπεσε τοῖς ποσὶν ᾿Ιουδὶθ καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ αὐτῆς καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν παντὶ σκηνώματι ᾿Ιούδα καὶ ἐν παντὶ ἔθνει, οἵτινες ἀκούσαντες τὸ ὄνομά σου ταραχθήσονται· | 7 Οταν δε τον επανέφεραν εις τας αισθήσστου, έπεσεν εις τα πόδια της Ιουδίθ, προσεκύνησεν ενώπιόν της και είπε· “ευλογημένη συ θα είσαι εις όλην την περιοχήν της φυλής Ιούδα και εις κάθε έθνος. Ούτοι θα ακούουν το όνομά σου και θα καταλαμβάνωνται από ταραχήν. | 7 Ὅταν δὲ τὸν συνέφεραν ἀπὸ τὴν λιποθυμίαν, ἔπεσεν ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια τῆς Ἰουδὶθ καὶ ἐπροσκύνησεν ἐνώπιόν της καὶ εἶπεν: Εἶσαι καὶ θὰ εἶσαι δοξασμένη σὺ εἰς κάθε τόπον τῶν Ἰουδαίων καὶ εἰς κάθε ἔθνος. Ὅταν θὰ ἀκούουν αὐτοὶ τὸ ὄνομά σου, θὰ κυριεύωνται ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ ταραχήν. |
8 καὶ νῦν ἀνάγγειλόν μοι ὅσα ἐποίσας ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ᾿Ιουδὶθ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ πάντα, ὅσα ἦν πεποιηκυῖα, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐξῆλθεν ἕως οὗ ἐλάλει αὐτοῖς. | 8 Και τώρα, σε παρακαλώ, πές μας όσα έκαμες κατά τας ημέρας αυτάς”. Η Ιουδίθ ανήγγειλεν εις αυτόν εν μέσω του λαού όλα όσα είχε πράξει, από την ημέραν κατά την οποίαν εξήλθεν από την πόλιν μέχρι της ώρας που ωμιλούσε προς αυτούς. | 8 Πές μου τώρα, σὲ παρακαλῶ, αὐτά, ποὺ ἔκαμες κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς. Καὶ ἡ Ἰουδὶθ τοῦ ἐδιηγήθη ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ὅλα, σὰ ἔκαμεν ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Βαιτυλούας καὶ ἕως τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ποὺ ὡμιλοῦσε πρὸς αὐτούς. |
9 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλοῦσα, ἠλάλαξεν ὁ λαὸς φωνῇ μεγάλῃ καὶ ἔδωκε φωνὴν εὐφρόσυνον ἐν τῇ πόλει αὐτῶν. | 9 Οταν δε έπαυσεν αυτή να ομιλή, όλον το παριστάμενον πλήθος εξερράγη εις αλαλαγμούς και φωνάς μεγάλας, αι δε φωναί αυταί ήσαν φωναί χαράς και αγαλλιάσεως εις όλην την πόλιν των. | 9 Μόλις δὲ ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ, ἐξέσπασαν εἰς ἀλαλαγμοὺς μὲ μεγάλην φωνὴν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ ἐγέμισαν τὴν πόλιν των μὲ φωνὰς χαρὰς καὶ εὐφροσύνης. |
10 ἰδὼν δὲ ᾿Αχιὼρ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ, ἐπίστευσε τῷ Θεῷ σφόδρα καὶ περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ καὶ προσετέθη πρὸς τὸν οἶκον ᾿Ισραὴλ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. | 10 Ο δε Αχιώρ, όταν είδε και άκουσεν όλα όσα έκαμεν ο Θεός του Ισραήλ, επίστευσεν ακόμη περισσότερον στον Θεόν, περιέταμε την σαρκίνην αυτού ακροβυστίαν και συγκατεριθμήθη στον ισραηλιτικόν λαόν μέχρι της ημέρας αυτής. | 10 Ὁ δὲ Ἀχιώρ, ὅταν εἶδεν ὅλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ Θεὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐπίστευσε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του εἰς αὐτὸν τὸν Θεόν. Καὶ ἀφοῦ περιέκοψε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας του, ὡς δεῖγμα ὅτι ἀφιερώνετο εἰς τὸν Κύριον, προσετέθη εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν πολιτῶν τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τότε καὶ ἑξῆς, ἕως τὴν ἡμέραν αὐτήν, ποὺ γράφονται αὐτά. |
11 ῾Ηνίκα δὲ ὁ ὄρθρος ἀνέβη, καὶ ἐκρέμασαν τὴν κεφαλὴν ᾿Ολοφέρνου ἐκ τοῦ τείχους, καὶ ἀνέλαβε πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ τὰ ὅπλα αὐτοῦ καὶ ἐξήλθοσαν κατὰ σπείρας ἐπὶ τὰς ἀναβάσεις τοῦ ὄρους. | 11 Οταν δε εφώτισεν ο όρθρος, εκρέμασαν την κεφαλήν του Ολοφέρνου από το τείχος της πόλεως. Καθε δε Ισραηλίτης επήρε τα όπλα του και εξήλθαν από την πόλιν συντεταγμένοι κατά τμήματα στρατού και εβάδιζαν εις τας στενωπούς διαβάσστου όρους. | 11 Μόλις λοιπὸν ἐξημέρωσεν ἡ ἄλλη ἡμέρα, ἐκρέμασαν οἱ Ἰουδαῖοι τὸ κεφάλι τοῦ Ὀλοφέρνους ἀπὸ τὸ τεῖχος. Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε κάθε Ἰσραηλίτης πολεμιστὴς τὰ ὅπλα του, ἐβγῆκαν ὅλοι κατὰ τμήματα πρὸς τὰς στενὰς διαβάσεις, ἀπὸ ὅπου ἀνέβαιναν εἰς τὸ βουνό των. |
12 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ασσοὺρ ὡς εἶδον αὐτούς, διέπεμψαν ἐπὶ τοὺς ἡγουμένους αὐτῶν· οἱ δὲ ἦλθον ἐπὶ στρατηγοὺς καὶ χιλιάρχους καὶ ἐπὶ πάντα ἄρχοντα αὐτῶν. | 12 Αι προφυλακαί των Ασσυρίων στρατιωτών, όταν τους είδαν, έστειλαν αμέσως άνδρας αγγελιαφόρους στους αρχηγούς των. Εκείνοι μετέβησαν στους στρατηγούς και στους χιλιάρχους και εις όλους τους άλλους άρχοντας. | 12 Ὅταν τοὺς εἶδαν οἱ Ἀσσύριοι, ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους καὶ εἰδοποίησαν τοὺς ἀρχηγούς των. Καὶ αὐτοὶ ἦλθαν καὶ ἐνημέρωσαν τοὺς στρατηγοὺς καὶ χιλιάρχους των καὶ κάθε ἄρχοντά των. |
13 καὶ παρεγένοντο ἐπὶ τὴν σκηνὴν ᾿Ολοφέρνου καὶ εἶπαν τῷ ὄντι ἐπὶ πάντων τῶν αὐτοῦ· ἔγειρον δὴ τὸν κύριον ἡμῶν, ὅτι ἐτόλμησαν οἱ δοῦλοι καταβαίνειν ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς πόλεμον, ἵνα ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τέλος. | 13 Ολοι αυτοί οι αξιωματούχοι ήλθαν εις την σκηνήν του Ολοφέρνου και είπαν στον επιτελάρχην του· “ξύπνησε, λοιπόν, τώρα τον κύριόν μας, διότι αυτοί οι δούλοι οι Ισραηλίται ετόλμησαν να κατέλθουν εναντίον μας εις πόλεμον. Ηλθεν ο καιρός να εξολοθρευθούν εξ ολοκλήρου”. | 13 Ἐπῆγαν δὲ ἀμέσως εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους καὶ εἶπαν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς ὅλου τοῦ προσωπικοῦ του: Ξύπνησε γρήγορα τὸν κύριόν μας, διότι οἱ σκλάβοι Ἰουδαῖοι ἐτόλμησαν καὶ κατεβαίνουν ἐναντίον μας διὰ πόλεμον. Τοὺς περιμένει ὅμως ὁλοκληρωτικὴ ἐξόντωσις. |
14 καὶ εἰσῆλθε Βαγώας καὶ ἔκρουσε τὴν αὐλαίαν τῆς σκηνῆς· ὑπενοεῖτο γὰρ καθεύδειν αὐτὸν μετὰ ᾿Ιουδίθ· | 14 Εισήλθε λοιπόν ο Βαγώας και έκρουσε το παραπέτασμα της σκηνής, διότι ενόμιζεν ότι ο Ολοφέρνης κοιμάται ακόμη με την Ιουδίθ. | 14 Ἐμβῆκε λοιπὸν ὁ Βαγώας μὲ προσοχὴν καὶ ἐκτύπησε μὲ τρόπον τὸ παραπέτασμα τῆς σκηνῆς, διότι ἐνόμιζεν ὅτι ὁ Ὀλοφέρνης ἐκοιμᾶτο μαζὶ μὲ τὴν Ἰουδίθ. |
15 ὡς δὲ οὐδεὶς ἐπήκουσε, διαστείλας εἰσῆλθεν εἰς τὸν κοιτῶνα καὶ εὗρεν αὐτὸν ἐπὶ τῆς χελωνίδος ἐρριμμένον νεκρόν, καὶ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀφῄρετο ἀπ᾿ αὐτοῦ. | 15 Επειδή όμως κανείς δεν απήντησεν εις την κρούσιν του, ανέσυρε το παραπέτασμα της σκηνής, εισήλθεν στον κοιτώνα και ευρήκεν αυτόν νεκρόν ριγμένον εις τα πόδια της κλίνης του. Η κεφαλή του είχε κοπή και αφαιρεθή από αυτόν. | 15 Ὅταν ὅμως ἀντελήφθη ὅτι δὲν ἄκουσε κανεὶς τὸ κτύπημά του, παρεμέρισε τὸ παραπέτασμα, ἐμβῆκεν εἰς τὸν κοιτῶνα καὶ εὑρῆκε τὸν Ὀλοφέρνην νεκρόν! Ἦτο πεσμένος δίπλα εἰς τὸ κρεββάτι του, εἰς τὸ κατώφλι τῆς κυρίας σκηνῆς του, τὸ δὲ κεφάλι του εἶχε κοπῆ καὶ ἔλειπεν! |
16 καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ στεναγμοῦ καὶ βοῆς ἰσχυρᾶς καὶ διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. | 16 Τοτε ο Βαγώας εφώναξε με μεγάλην φωνήν και με κλαυθμόν πολύν και στεναγμόν και ισχυράν βοήν και διέρρηξε τα ιμάτια του. | 16 Ἐκραύγασε τότε μὲ μεγάλην φωνὴν καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ, νὰ ἀναστενάζῃ καὶ νὰ βοᾷ δυνατά. Ἔσχισε δὲ καὶ τὰ ἐνδύματά του, διὰ νὰ δείξῃ τὴν λύπην του διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀρχιστρατήγου του. |
17 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν σκηνήν, οὗ ἦν ᾿Ιουδὶθ καταλύουσα, καὶ οὐχ εὗρεν αὐτήν· καὶ ἐξεπήδησεν εἰς τὸν λαὸν κράζων· | 17 Εισήλθε δε κατόπιν εις την σκηνήν, όπου κατέλυεν η Ιουδίθ, αλλά δεν την ευρήκεν. Ετρεξεν έπειτα στον λαόν των Ασσυρίων κράζων· | 17 Ἐμβῆκε κατόπιν εἰς τὴν σκηνήν, ὅπου ἐκοιμᾶτο τὰς προηγουμένας ἡμέρας ἡ Ἰουδίθ, καὶ δὲν τὴν εὑρῆκε. Καὶ ἀμέσως ἔτρεξε μὲ πηδήματα πρὸς τοὺς Ἀσσυρίους, ποὺ τὸν ἐπερίμεναν, καὶ ἐφώναζεν: |
18 ἠθέτησαν οἱ δοῦλοι, ἐποίησεν αἰσχύνην μία γυνὴ τῶν ῾Εβραίων εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ· ὅτι ἰδοὺ ᾿Ολοφέρνης χαμαί, καὶ ἡ κεφαλὴ οὐκ ἔστιν ἐπ᾿ αὐτῷ. | 18 “οι δούλοι οι Ισραλίται μας εξηπάτησαν· μία γυνή των Εβραίων κατεντρόπιασε τον οίκον του βασιλέως Ναδουχοδονόσορ. Διότι ιδού, ο Ολοφέρνης κείται κατά γης νεκρός και η κεφαλή του δεν υπάρχει πλέον στο σώμα του”. | 18 Ἐπανεστάτησαν καὶ μᾶς ἐξηπάτησαν οἱ σκλάβοι! Μιὰ γυναῖκα τῶν Ἑβραίων ἐξευτέλισε τὸν βασιλικὸν οἶκον τοῦ Ναβουχοδονόσορος! Νά! Ὁ Ὀλοφέρνης κείτεται κάτω νεκρὸς καὶ τὸ κεφάλι του δὲν εἶναι εἰς τὸ σῶμα του! |
19 ὡς δὲ ἤκουσαν ταῦτα τὰ ρήματα οἱ ἄρχοντες τῆς δυνάμεως ᾿Ασσούρ, τοὺς χιτῶνας αὐτῶν διέρρηξαν, καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτῶν σφόδρα, καὶ ἐγένετο αὐτῶν κραυγὴ καὶ βοὴ μεγάλη σφόδρα ἐν μέσῳ τῆς παρεμβολῆς. | 19 Οταν οι αρχηγοί του στρατού των Ασσυρίων ήκουσαν όλα αυτά, διέρρηξαν τα ιμάτιά των η δε ψυχή των κατεταράχθη πάρα πολύ. Μεγάλη δε βοή και κραυγή καταθλίψεως αλλά και φόβου έγινεν εις όλον το στρατόπεδόν των. | 19 Μόλις ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀσσυρίων, ἔσχισαν τοὺς χιτῶνας των εἰς ἔνδειξιν πένθους. Καὶ ἐκυριεύθη ἡ ψυχή των ἀπὸ πολὺ μεγάλην ταραχήν. Ἄρχισαν δὲ νὰ κραυγάζουν καὶ νὰ φωνάζουν πολὺ δυνατὰ μέσα εἰς τὸ στρατόπεδον. |