Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΤΟΥΣ δωδεκάτου τῆς βασιλείας Ναβουχοδονόσορ, ὃς ἐβασίλευσεν ᾿Ασσυρίων ἐν Νινευῆ τῇ πόλει τῇ μεγάλῃ, ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Αρφαξάδ, ὃς ἐβασίλευσεν Μήδων ἐν ᾿Εκβατάνοις, 1 Κατά το δωδέκατον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως των Ασσυρίων με πρωτεύουσαν την μεγάλην πόλιν Νινευή, εις την εποχήν του Αρφαξάδ ο οποίος ήτο βασιλεύς των Μηδων με πρωτεύουσαν τα Εκβάτανα, 1 Τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολουθοῦν, συνέβησαν κατὰ τὸ δωδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων Ναβουχοδονόσορος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἕδραν του τὴν μεγάλην πόλιν Νινευῆ. Τότε ἀκριβῶς ἐβασίλευεν εἰς τοὺς Μήδους μὲ ἔδραν του τὰ Ἐκβάτανα καὶ ὁ Ἀρφαξάδ.
2 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐπ᾿ ᾿Εκβατάνων κύκλῳ τείχη ἐκ λίθων λελαξευμένων εἰς πλάτος πηχῶν τριῶν καὶ εἰς μῆκος πηχῶν ἓξ καὶ ἐποίησε τὸ ὕψος τοῦ τείχους πηχῶν ἑβδομήκοντα καὶ τὸ πλάτος αὐτοῦ πηχῶν πεντήκοντα 2 ο Αρφαξάδ οικοδόμησε γύρω από τα Εκβάτανα τείχη από λίθους πελεκητούς, καθένας από τους οποίους είχε πλάτος μεν τρεις εβραϊκούς πήχεις, μήκος δε εξ εβραϊκούς πήχεις. Το ύψος αυτών των τειχών ήτο εβδομήκοντα εβραϊκοί πήχεις, το δε πλάτος πεντήκοντα πήχεις. 2 Ἔκτισε δε ὁ Ἀρφαξὰδ γύρω - γύρω ἀπὸ τὰ Ἐκβάτανα τείχη μὲ λαξευτοὺς λίθους, ποὺ εἶχε καθένας τρεῖς πήχεις πλάτος καὶ ἕξι πήχεις (3 μέτρα) μῆκος. Τὸ ὕψος τοῦ τείχους ἦτο ἑβδομῆντα πήχεις καὶ τὸ πλάτος του πενῆντα πήχεις.
3 καὶ τοὺς πύργους αὐτοῦ ἔστησεν ἐπὶ ταῖς πύλαις αὐτῆς πηχῶν ἑκατὸν καὶ τὸ πλάτος αὐτῆς ἐθεμελίωσεν εἰς πήχεις ἑξήκοντα 3 Ανοικοδόμησε δε πύργους επάνω από τας πύλας του τείχους, των οποίων το μεν πλάτος ήτο εκατόν πήχεις, τα δε θεμέλιο αυτών εξήκοντα πήχεις. 3 Οἱ πύργοι τοῦ τείχους, ποὺ τοὺς ἔκτισεν ἐπάνω ἀπὸ τὰς πύλας τῆς πόλεως, εἶχαν ὕψος ἑκατὸν πήχεις (4550 μέτρα). Τὸ δὲ πλάτος, ὅπου ἦσαν θεμελιωμένοι οἱ πύργοι, ἦτο ἑξῆντα πήχεις.
4 καὶ ἐποίησε τὰς πύλας αὐτῆς πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα καὶ τὸ πλάτος αὐτῶν πήχεις τεσσαράκοντα εἰς ἐξόδους δυνάμεων δυνατῶν αὐτοῦ καὶ διατάξεις τῶν πεζῶν αὐτοῦ. 4 Εδωσεν εις αυτάς τας πύλας ύψος εβδομήκοντα πήχεις και πλάτος τεσσαράκοντα πήχεις, ώστε να εξέρχωνται εύκολα από αυτάς αι στρατιωτικαί αυτού δυνάμεις και τα πλήθη των πεζών. 4 Ἔδωσε μάλιστα ὁ Ἀρφαξὰδ ἐντολὴν νὰ γίνουν ἔτσι αἱ πύλαι τῶν Ἐκβατάνων, ὥστε νὰ ἀνυψώνωνται εἰς ὕψος ἑβδομῆντα πήχεων. Τὸ δὲ πλάτος των ἦτο σαράντα πήχεις. Εἶχαν δὲ τόσον πλάτος, διὰ νὰ ἠμποροῦν νὰ βγαίνουν μὲ εὐκολίαν αἱ μεγάλαι στρατιωτικαὶ δυνάμεις του καὶ οἱ σχηματισμοὶ τοῦ πεζικοῦ του.
5 καὶ ἐποίησε πόλεμον ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ πρὸς βασιλέα ᾿Αρφαξὰδ ἐν τῷ πεδίῳ τῷ μεγάλῳ, τοῦτό ἐστιν ἐν τοῖς ὁρίοις Ραγαῦ. 5 Κατά την εποχήν εκείνην ο Ναβουχοδονόσορ εκήρυξε πόλεμον εναντίον του βασιλέως Αρφαξάδ και εξήλθε με στρατόν εις συνάντησιν αυτού εις την αναπεπταμένην πεδιάδα, η οποία ευρίσκεται εις την περιοχήν της Ραγαύ. 5 Κατὰ τὰς ἡμέρας λοιπὸν ἐκείνας ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐκήρυξε πόλεμον ἐναντίον τοῦ βασιλέως Ἀρφαξάδ. Οἱ δύο στρατοὶ ἀντιμετώπισαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς τὴν μεγάλην πεδιάδα, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν περιοχὴν Ραγαῦ.
6 καὶ συνήντησαν πρὸς αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν ὀρεινὴν καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες τὸν Εὐφράτην καὶ τὸν Τίγριν καὶ τὸν ῾Υδάσπην καὶ πεδία ᾿Αριὼχ βασιλέως ᾿Ελυμαίων· καὶ συνῆλθον ἔθνη πολλὰ σφόδρα εἰς παράταξιν υἱῶν Χελεούδ. 6 Ετάχθησαν δε με το μέρος του όλοι εκείνοι, που κατοικούσαν την ορεινήν περιοχήν, όλοι οι κάτοικοι περί τον ποταμόν Ευφράτην και Τιγρην και Υδάσπην, όπως επίσης οι κατοικούντες εις την πεδιάδα της Αριώχ, βασιλέως των Ελυμαίων. Και πάρα πολλά αλλά έθνη ήλθον να πολεμήσουν τους υιούς των Χαλδαίων. 6 Μὲ τὸ μέρος τοῦ Ναβουχοδονόσορος ἐτάχθηκαν ὅλοι, ὅσοι διέμεναν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, καὶ ὅλοι, ὅσοι διέμεναν κοντὰ εἰς τοὺς ποταμοὺς Εὐφράτην, Τίγριν καὶ Ὑδάσπην, καθὼς καὶ εἰς τὰς πεδιάδας, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὸν βασιλέα τῶν Ἐλυμαίων Ἀριώχ. Ἔτσι ἐμαζεύθηκαν πολλὰ ἔθνη, διὰ νὰ παραταχθοῦν καὶ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Μήδους, ποὺ ἐλέγοντο καὶ Χελεούδ. (Πρόκειται πιθανῶς περὶ τῶν Χαλδαίων).
7 καὶ ἀπέστειλε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς ᾿Ασσυρίων ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν Περσίδα καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας πρὸς δυσμαῖς, τοὺς κατοικοῦντας Κιλικίαν καὶ Δαμασκόν, τὸν Λίβανον καὶ ᾿Αντιλίβανον, καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας κατὰ πρόσωπον παραλίας 7 Ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς των Ασσυρίων απέστειλε τους ανθρώπους του προς όλους, όσοι κατοικούσαν την Περσίαν, και εις όλους τους κατοικούντας προς δυσμάς, δηλαδή τους κατοικούντας την Κιλικίαν, την Δαμασκόν, τον Λιβανον, τον Αντιλίβανον και προς όλους τους κατοικούντας εις τα παράλια μέρη της Μεσογείου Θαλάσσης· 7 Ὁ δὲ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων Ναβουχοδονόσορ ἀπέστειλεν ἀνθρώπους του, διὰ νὰ γνωστοποιήσουν τὸν πόλεμον καὶ ζητήσουν τὴν βοήθειάν των, εἰς ὅλους, ὅσοι διέμεναν εἰς τὴν Περσίαν, καθὼς καὶ εἰς ὅλους, ὅσοι διέμεναν πρὸς δυσμάς, δηλαδὴ τοὺς κατοίκους τῆς Κιλικίας, τῆς Δαμασκοῦ, τοῦ Λιβάνου καὶ τοῦ Ἀντιλιβάνου, καὶ πρὸς ὅλους, ὅσοι διέμεναν εἰς τὰ παράλια μέρη τῆς Μεσογείου θαλάσσης.
8 καὶ τοὺς ἐν τοῖς ἔθνεσι τοῦ Καρμήλου καὶ Γαλαὰδ καὶ τὴν ἄνω Γαλιλαίαν καὶ τὸ μέγα πεδίον ᾿Εσδρηλὼν 8 όπως επίσης και εις εκείνους, οι οποίοι κατοικούσαν μεταξύ των λαών του Καρμήλου και του Γαλαάδ, την Ανω Γαλιλαίαν και την μεγάλην πεδιάδα Εσδρηλών. 8 Ἐκάλεσεν ἐπίσης καὶ τοὺς λαούς, ποὺ διέμεναν εἰς τὸ Κάρμηλον, τὴν Γαλαάδ, τὴν ἄνω Γαλιλαίαν καὶ τὴν μεγάλην πεδιάδα Ἐσδρηλών (ἢ Ἰεσράελ).
9 καὶ πάντας τοὺς ἐν Σαμαρείᾳ καὶ ταῖς πόλεσιν αὐτῆς καὶ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου ἕως ῾Ιερουσαλὴμ καὶ Βετάνη καὶ Χελλοὺς καὶ Κάδης καὶ τοῦ ποταμοῦ Αἰγύπτου καὶ Ταφνὰς καὶ Ραμεσσὴ καὶ πᾶσαν γῆν Γεσὲμ 9 Απέστειλεν ακόμη αγγελιαφόρους προς όλους τους κατοικούντας την Σαμάρειαν και εις τας πόλεις αυτής, εις την χώραν η οποία ευρίσκετο πέραν του Ιορδάνου, μέχρι της Ιερουσαλήμ, εις τας πόλεις Βετάνην, Χελλούς, Καδης, μέχρι του ποταμού της Αιγύπτου, εις την Ταφνάς και Ραμεσσή και εις όλην την χώραν της Γεσέμ· 9 Ἐκάλεσεν ἀκόμη καὶ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Σαμαρείας καὶ τῶν πόλεων, ποὺ ὑπήγοντο εἰς αὐτήν, καὶ ὅσους διέμεναν πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἕως τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὰς πόλεις Βετάνη, Χελλοὺς καὶ Κάδης καὶ ἕως τὸν ποταμὸν τῆς Αἰγύπτου. Ἐκάλεσεν ἐπίσης τὰς αἰγυπτιακὰς πόλεις Ταφνὰς καὶ Ραμεσσὴ καὶ ὅλην τὴν περιοχὴν Γεσέμ, ὅπου διέμεναν ἄλλοτε οἱ Ἰουδαῖοι πρὸ τῆς ἐξόδου των ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
10 ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἐπάνω Τάνεως καὶ Μέμφεως καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν Αἴγυπτον ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὅρια τῆς Αἰθιοπίας. 10 μέχρι της επάνω Τανεως και Μέμφεως, γενικώς προς όλους τους κατοίκους της Αιγύπτου μέχρι των ορίων της Αιθιοπίας. Ολους αυτούς εζήτει εις ενίσχυσιν εναντίον του Αρφαξάδ. 10 Ἔφθασαν μάλιστα οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ναβουχοδονόσορος μέχρι ἐπάνω ἀπὸ τὴν Τάνιν καὶ τὴν Μέμφιδα καὶ ἐκάλεσαν ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Αἰγύπτου. Ἔφθασαν ἐπίσης καὶ εἰς αὐτὰ τὰ σύνορα τῆς Αἰθιοπίας.
11 καὶ ἐφαύλισαν πάντες οἱ κατοικοῦντες πᾶσαν τὴν γῆν τὸ ρῆμα Ναβουχοδονόσορ τοῦ βασιλέως ᾿Ασσυρίων καὶ οὐ συνῆλθον αὐτῷ εἰς τὸν πόλεμον, ὅτι οὐκ ἐφοβήθησαν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἦν ἐναντίον αὐτῶν ὡς ἀνὴρ εἷς, καὶ ἀνέστρεψαν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ κενοὺς ἐν ἀτιμίᾳ προσώπου αὐτῶν. 11 Ολοι όμως οι κάτοικοι των χωρών αυτών κατεφρόνησαν την πρότασιν του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως των Ασσυρίων, και δεν προσήλθον να τον βοηθήσουν στον πόλεμον, διότι δεν τον εφοβήθησαν. Εξ αντιθέτου τον έβλεπαν ενώπιόν των ωσάν ένα κοινόν και άσημον άνδρα. Απέστειλαν δε προς αυτόν τους πρσβευτάς του με αδειανά τα χέρια και κατεξευτελισμένους. 11 Ὅλοι ὅμως οἱ λαοί, ποὺ διέμεναν εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς περιοχὰς τῆς γῆς, ἔδειξαν περιφρόνησιν πρὸς τὴν πρόσκλησιν τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων Ναβουχοδονόσορος καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησαν εἰς τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Μήδων. Ἐτήρησαν δὲ τὴν ἀρνητικὴν αὐτὴν στάσιν ἀπέναντί του, διότι δὲν τὸν ἐφοβήθηκαν οὔτε τὸν ὑπελόγισαν. Τὸν εἶδαν καὶ τὸν ἀντιμετώπισαν σὰν ἕνα μεμονωμένον ἄτομον χωρὶς κανένα ἰδιαίτερον κῦρος. Ἀνάγκασαν μάλιστα τοὺς ἀπεσταλμένους του νὰ φύγουν πίσω εἰς τὴν χώραν των μὲ ἄδεια χέρια καὶ ἐξευτελισμένοι.
12 καὶ ἐθυμώθη Ναβουχοδονόσορ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην σφόδρα καὶ ὤμοσε κατὰ τοῦ θρόνου καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, εἰ μὴν ἐκδικήσειν πάντα τὰ ὅρια τῆς Κιλικίας καὶ Δαμασκηνῆς καὶ Συρίας, ἀνελεῖν τῇ ρομφαίᾳ αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν γῇ Μωὰβ καὶ τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμὼν καὶ πᾶσαν τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ πάντας τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὅρια τῶν δύο θαλασσῶν. 12 Ο Ναβουχοδονόσορ κατελήφθη από μεγάλην οργήν εναντίον όλων αυτών των περιοχών και ωρκίσθη στον βασιλικόν του θρόνον και εις την βασιλικήν του δύναμιν, ότι θα εκδικηθή όλας τας περιοχάς της Κιλικίας, της Δαμασκού και της Συρίας και εν στόματι μαχαίρας θα εξοντώση όλους τους κατοίκους της χώρας Μωάβ και τους Αμμωνίτας και όλην την χώραν της Ιουδαίας και όλους τους κατοίκους της Αιγύπτου, τους ευρισκομένους μεταξύ των δύο θαλασσών, της Ερυθράς και της Μεσογείου. 12 Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς ἐθύμωσε πολὺ ὁ Ναβουχοδονόσορ ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν χωρῶν καὶ ὡρκίσθη εἰς τὴν τιμὴν τοῦ θρόνου του καὶ τῆς βασιλικῆς δυναστείας του νὰ ἐκδικηθῇ ὅλους, ὅσοι διέμεναν εἰς τὰ ὅρια τῆς Κιλικίας, τῆς Δαμασκοῦ καὶ τῆς Συρίας. Ὡρκίσθη ἐπίσης νὰ σφάξῃ μὲ τὸ μαχαίρι τῶν στρατιωτῶν του ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς χώρας Μωάβ, καθὼς καὶ τοὺς Ἀμμωνίτας, ὅπως καὶ ὅλους, ὅσοι διέμεναν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Αἰγύπτου. Εἶπε τέλος ὅτι θὰ φθάσῃ ἐκδικητὴς ἕως τὰ σύνορα τῶν δύο θαλασσῶν, δηλαδὴ τῆς Ἐρυθρᾶς (ἢ κατ’ ἄλλους τοῦ Περσικοῦ κόλπου) καὶ τῆς Μεσογείου θαλάσσης.
13 καὶ παρετάξατο ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ πρὸς ᾿Αρφαξὰδ βασιλέα ἐν τῷ ἔτει τῷ ἑπτακαιδεκάτῳ καὶ ἐκραταιώθη ἐν τῷ πολέμῳ αὐτοῦ καὶ ἀνέστρεψε πᾶσαν τὴν δύναμιν ᾿Αρφαξὰδ καὶ πᾶσαν τὴν ἵππον αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ἅρματα αὐτοῦ 13 Αντιπαρετάχθη, λοιπόν, με όλην του την δύναμιν εις πόλεμον εναντίον του βασιλέως Αρφαξάδ κατά το δέκατον έβδομον έτος της βασιλείας του, κατενίκησε κατά την μάχην αυτόν και κατέστρεψεν όλην την δύναμιν του Αρφαξάδ, όλον το ιππικόν του και όλα τα πολεμικά του άρματα. 13 Μετὰ ταῦτα παρετάχθη ὁ Ναβουχοδονόσορ μὲ ὅλην τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν, διὰ νὰ πολεμήσῃ μὲ τὸν βασιλέα τῶν Μήδων Ἀρφαξάδ. Ὁ πόλεμος αὐτὸς ἔγινε κατὰ τὸ δέκατον ἕβδομον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ναβουχοδονόσορος. Κατενίκησε δὲ καὶ συνέτριψεν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων ὅλην τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν τοῦ Ἀρφαξάδ. Κατετρόπωσε δηλαδὴ τὸ πεζικὸν καὶ ὅλον τὸ ἱππικόν του μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἅρματά του.
14 καὶ ἐκυρίευσε τῶν πόλεων αὐτοῦ καὶ ἀφίκετο ἕως ᾿Εκβατάνων καὶ ἐκράτησε τῶν πύργων καὶ ἐπρονόμευσε τὰς πλατείας αὐτῆς καὶ τὸν κόσμον αὐτῆς ἔθηκεν εἰς ὄνειδος αὐτῆς. 14 Εκυρίευσεν εν συνεχία όλας τας πόλστου, έφθασεν έως εις τα Εκβάτανα, την πρωτεύουσαν, εκυρίευσε τους πύργους των τειχών, ελεηλάτησε τας πλατείας και τας οδούς της πόλεως και κατεξευτέλισεν όλην την λαμπρότητα και την δόξαν της πόλεως. 14 Καὶ ἀφοῦ ἐκυρίευσε τὰς πόλεις τοῦ Ἀρφαξάδ, ἔφθασε μέχρι τὰ Ἐκβάτανα. Ἔγινε δὲ κύριος τῶν πύργων τῆς πόλεως καὶ ἐλεηλάτησε τὰς πλατείας της καὶ ἔκαμε σκουπίδι κάθε τι, ποὺ ἐστόλιζε τὴν πόλιν.
15 καὶ ἔλαβε τὸν ᾿Αρφαξὰδ ἐν τοῖς ὄρεσι Ραγαῦ καὶ κατηκόντισεν αὐτὸν ἐν ταῖς ζιβύναις αὐτοῦ καὶ ἐξωλόθρευσεν αὐτὸν ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης. 15 Συνέλαβε δε τον Αρφαξάδ αιχμάλωτον εις τα όρη Ραγαύ, τον διεπέρασε κατά την ημέραν εκείνην με τας μακράς λόγχας και τον εφόνευσεν. 15 Ἔπιασε δὲ αἰχμάλωτον καὶ τὸν Ἀρφαξὰδ εἰς τὰ βουνὰ Ραγαῦ καὶ τὸν ἐξώντωσε. Τὸν κατετρύπησε τὴν ἰδίαν ἡμέραν μὲ τὰς μακρὰς λόγχας του.
16 καὶ ἀνέστρεψε μετ᾿ αὐτῶν αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ σύμμικτος αὐτοῦ, πλῆθος ἀνδρῶν πολεμιστῶν πολὺ σφόδρα· καὶ ἦν ἐκεῖ ραθυμῶν καὶ εὐωχούμενος αὐτὸς καὶ ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμέρας ἑκατὸν εἴκοσι. 16 Ο Ναεουχοδονόσορ επέστρεψε κατόπιν εις την πρωτεύουσάν του με όλους εκείνους, οι οποίοι είχαν ενωθή μαζή του, με μεγάλο πλήθος πολεμιστών. Εμεινε δε εις την Νινευή επί εκατόν είκοσιν ημέρας μαζή με τον στρατόν του αναπαυόμενος και ευωχούμενος αυτός και η στρατιωτική του δύναμις. 16 Καὶ ἐπέστρεψε μὲ τοὺς ἰδικούς του εἰς τὴν Νινευῆ ὁ ἴδιος ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ ὅλοι, ὅσοι εἶχαν συμμετάσχει εἰς τὸν πόλεμον μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν ἕνα πολυάριθμον πλῆθος πολεμιστῶν ἀνδρῶν. Ἔμεινε δὲ ἐκεῖ μαζί των καὶ ἔπινε καὶ διεσκέδαζεν ἀμέριμνος μαζὶ μὲ τὸν στρατόν του ἐπὶ ἑκατὸν εἴκοσι ἡμέρας.