Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤκουσεν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ᾿Ιουδίθ, θυγάτηρ Μεραρί, υἱοῦ ῎Ωξ, υἱοῦ ᾿Ιωσήφ, υἱοῦ ᾿Οζιήλ, υἱοῦ ᾿Ελκία, υἱοῦ ᾿Ηλιού, υἱοῦ Χελκίου, υἱοῦ ᾿Ελιάβ, υἱοῦ Ναθαναήλ, υἱοῦ Σαλαμιήλ, υἱοῦ Σαρασαδαΐ, υἱοῦ ᾿Ισραήλ. 1 Κατά τας ημέρας εκείνας επληροφορήθη τα δραματικά αυτά γεγονότα η Ιουδίθ, θυγάτηρ του Μεραρί, υιού του Ωξ, υιού του Ιωσήφ, υιού του Οζιήλ, υιού του Ελκία, υιού του Ηλιού, υιού του Χελκίου, υιού του Ελιάβ, υιού του Ναθαναήλ, υιού του Σαλαμιήλ, υιού του Σαρασαδαΐ του Ισραηλίτου. 1 Τὰ ὅσα εἶπεν ὁ ἄρχων Ὀζίας εἰς τὸν λαὸν τῆς Βαιτυλούας διὰ τὰ γεγονότα τῆς πολιορκίας, τὰ ἐπληροφορήθη καὶ ἡ Ἰουδίθ, ποὺ ἦτο κόρη τοῦ Μεραρί, ὁ πατέρας τῆς Ἰουδὶθ ἦτο υἱὸς τοῦ Ὢς καὶ ἔγγονος τὸ Ἰωσήφ. Οἱ ἄλλοι πρόγονοί του κατὰ σειρὰν ἦσαν οἱ ἑξῆς: Ὀζιήλ, Ἐλκίας, Ἡλιού, Χελκίας, Ἐλιάβ, Ναθαναήλ, Σαλαμιήλ, Σαρασαδαῒ καὶ Ἰσραήλ (ἢ Ἰακώβ).
2 καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς Μανασσῆς τῆς φυλῆς αὐτῆς καὶ τῆς πατριᾶς αὐτῆς, καὶ ἀπέθανεν ἐν ἡμέραις θερισμοῦ κριθῶν· 2 Ο σύζυγος της ο Μανασσής, ο οποίος κατήγετο από την αυτήν φυλήν και την αυτήν πατριαρχικήν οικογένειαν από την οποίαν κατήγετο και εκείνη, είχεν αποθάνει κατά το θέρος, εις τας ημέρας του θερισμού της κριθής. 2 Ὁ σύζυγος τῆς Ἰουδίθ, ποὺ ἐλέγετο Μανασσῆς καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλήν της καὶ τὴν πατριαρχικὴν οἰκογένειάν της, ἀπέθανε κατὰ τὸν καιρὸν ποὺ ἐθέριζαν τὰ κριθάρια.
3 ἐπέστη γὰρ ἐπὶ τοῦ δεσμεύοντος τὸ δράγμα τῷ πεδίῳ, καὶ ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ ἐτελεύτησεν ἐν Βαιτυλούᾳ τῇ πόλει αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν τῷ ἀγρῷ τῷ ἀνὰ μέσον Δωθαΐμ καὶ Βαλαμών. 3 Οταν, δηλαδή, αυτός ευρίσκετο πλησίον του ανθρώπου που εδενε στον αγρόν τα δεμάτια των στάχυων, ο καυστικός ήλιος προσέβαλε την κεφαλήν του και αυτός έπεσεν εις την κλίνην άρρωστος και απέθανεν εις την πόλιν Βαιτυλούα. Τον έθαψαν δε μαζή με τους πατέρας του στον αγρόν, ο οποίος ευρίσκετο μεταξύ Δωθαίμ και Βαλαμών. 3 Συγκεκριμένως, καθὼς ἐστέκετο δίπλα εἰς κάποιον ἐργάτην, ποὺ ἔδενε ἕνα δεμάτι κριθάρι εἰς τὸ χωράφι του, ποὺ ἦτο εἰς τὴν πεδιάδα, τὸν ἐκτύπησεν ὁ καστικὸς ἥλιος καὶ ἔπαθεν ἠλίασιν. Ἔπεσε λοιπὸν εἰς τὸ κρεββάτι του εἰς τὴν οἰκίαν του, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν πόλιν τοῦ Βαιτυλούαν, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ τὸν ἔθαψαν δὲ μαζὶ μὲ τοὺς προγόνους του εἰς τὸν τάφον, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ χωράφι του, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀνάμεσα εἰς τὴν Δωθαΐμ καὶ τὴν Βαλαμών.
4 καὶ ἦν ᾿Ιουδὶθ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῆς χηρεύουσα ἔτη τρία καὶ μῆνας τέσσαρας. 4 Η Ιουδίθ από της εποχής εκείνης έμενεν στο σπίτι της χήρα επί τρία έτη και τέσσαρας μήνας. 4 Ἔτσι ἡ Ἰουδὶθ ἔμενεν ἀπὸ τότε χήρα εἰς τὸ σπίτι της ἐπὶ τρία χρόνια καὶ τέσσερις μῆνες.
5 καὶ ἐποίησεν ἑαυτῇ σκηνὴν ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου αὐτῆς καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτῆς σάκκον, καὶ ἦν ἐπ᾿ αὐτῆς τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως αὐτῆς. 5 Αυτή είχε στήσει σκηνήν επάνω στο λιακωτό της κατοικίας της, εζώσθη γύρω από την οσφύν της τον σάκκον και εφορούσε ακόμη τα ενδύματα της χηρείας της. 5 Ἔστησε δὲ διὰ τὸν ἑαυτόν της μίαν σκηνὴν εἰς τὸ δῶμα (ταράτσαν) τῆς κατοικίας της καί, ἀφοῦ ἔβαλε γύρω ἀπὸ τὴν μέσην της ἕνα τρίχινον σάκκον, ποὺ ἦτο δεῖγμα πένθους, ἐφοροῦσε διαρκῶς τὰ πένθιμα ἐνδύματα τῆς χηρείας της.
6 καὶ ἐνήστευε πάσας τὰς ἡμέρας χηρεύσεως αὐτῆς, χωρὶς προσαββάτων καὶ σαββάτων καὶ προνουμηνιῶν καὶ νουμηνιῶν καὶ ἑορτῶν καὶ χαρμοσυνῶν οἴκου ᾿Ισραήλ. 6 Αυτή ενήστευεν όλας τας ημέρας της χηρείας της, πλην της παραμονής του Σαββάτου και του Σαββάτου, της παραμονής των νουμηνιών και των νουμηνιών και ακόμη πλην των άλλων εορτών και των χαρμοσύνων τελετών του Ισραηλιτικού λαού. 6 Ἐνήστευε δὲ καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς χηρείας της, μὲ ἐξαίρεσιν τὰς παραμονὰς τῶν Σαββάτων καὶ τὰ Σάββατα, τὰς παραμονὰς τῶν πρώτων ἡμερῶν κάθε μηνὸς καὶ τὰς πρωτομηνιάς, καθὼς καὶ τὰς ἄλλας ἑορτὰς καὶ χαρμοσύνους ἡμέρας τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
7 καὶ ἦν καλὴ τῷ εἴδει καὶ ὡραία τῇ ὄψει σφόδρα· καὶ ὑπελίπετο αὐτῇ Μανασσῆς, ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ παῖδας καὶ παιδίσκας καὶ κτήνη καὶ ἀγρούς, καὶ ἔμενεν ἐπ᾿ αὐτῶν. 7 Αυτή η ωραία και πολύ ελκυστική εις την εμφάνισίν της. Ο σύζυγός της, ο Μανασσής, είχεν αφήσει εις αυτήν χρυσίον και αργύριον, δούλους και δούλας και κτήνη και αγρούς, επί των οποίων αυτή ήτο κυρία. 7 Εἶχε δὲ αὐτὴ πολὺ καλὴν σωματικὴν διάπλασιν καὶ ἦτο πολὺ ὡραία εἰς τὴν ἐμφάνισιν. Ὁ δὲ σύζυγός της, ὁ Μανασσῆς, τῆς ἄφησεν ὡς κληρονομίαν χρυσάφι καὶ ἀσῆμι καὶ δούλους καὶ δούλας, καθὼς ἐπίσης καὶ ζῶα καὶ χωράφια. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε πλέον ὑπὸ τὴν κατοχήν της ἡ Ἰουδίθ.
8 καὶ οὐκ ἦν ὃς ἐπήνεγκεν αὐτῇ ρῆμα πονηρόν, ὅτι ἐφοβεῖτο τὸν Θεὸν σφόδρα 8 Κανείς δε δεν ευρέθη να διατυπώση επιλήψιμόν τινα λόγον εναντίον της, διότι αυτή εφοβείτο πάρα πολύ τον Θεόν. 8 Δὲν εὑρέθη δὲ κανεὶς ἄνθρωπος, ποὺ νὰ εἰπῇ κάποιον κακὸν λόγον εἰς βάρος της, διότι ἡ Ἰουδὶθ εἶχε βαθύτατον φόβον καὶ σεβασμὸν ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Νόμου Του.
9 καὶ ἤκουσε τὰ ρήματα τοῦ λαοῦ τὰ πονηρὰ ἐπὶ τὸν ἄρχοντα, ὅτι ὠλιγοψύχησαν ἐπὶ τῇ σπάνει τῶν ὑδάτων, καὶ ἤκουσε πάντας τοὺς λόγους ᾿Ιουδίθ, οὓς ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς ᾿Οζίας, ὡς ὤμοσεν αὐτοῖς παραδώσειν τὴν πόλιν μετὰ ἡμέρας πέντε τοῖς ᾿Ασσυρίοις. 9 Αυτή, λοιπόν, επληροφορήθη τα λόγια, τα οποία επάνω εις την δυσφορίαν του ο λαός είπε προς τον άρχοντα της πόλεως, διότι αυτός ο λαός είχεν ολιγοψυχήσει από την έλλειψιν του νερού. Επληροφορήθη ακόμη όλους τους λόγους, τους οποίους είπε προς τον λαόν ο Οζίας, ο οποίος και ωρκίσθη προς αυτόν, ότι έντος πέντε ημερών θα παραδώση την πόλιν στους Ασσυρίους. 9 Ἔμαθε λοιπὸν ἡ Ἰουδὶθ τὰ ὅσα ἀσεβῆ εἶπαν οἰ Ἰσραηλῖται πρὸς τὸν ἄρχοντα Ὀζίαν, ἐπειδὴ ἔχασαν τὸ θάρρος των λόγῳ τῆς λειψυδρίας. Ἔμαθεν ἐπίσης καὶ τὰ ὅσα εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ὀζίας καὶ ὅτι ὡρκίσθη ἐνώπιόν των ὅτι θὰ παραδώσῃ τὴν πόλιν μετὰ ἀπὸ πέντε ἡμέρας εἰς τοὺς Ἀσσυρίους.
10 καὶ ἀποστείλασα τὴν ἅβραν αὐτῆς τὴν ἐφεστῶσαν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῆς ἐκάλεσεν ᾿Οζίαν καὶ Χαβρὶν καὶ Χαρμὶν τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως αὐτῆς, 10 Εστειλε την υπηρέτριάν της, αυτήν που είχεν διορίσει ως προϊσταμένην εις όλα τα υπάρχοντά της, και εκάλεσε τον Οζίαν, τον Χαβρίν και Χαρμίν τους πρεσβυτέρους της πόλεως. 10 Καὶ ἀφοῦ ἀπέστειλε τὴν ὑπηρέτριάν της, ποὺ ἦτο ὑπεύθυνος δι’ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της καὶ ἐφρόντιζε δι' ὅλα τὰ κτήματά της, ἐκάλεσεν εἰς τὴν οἰκίαν της τὸν Ὀζίαν, τὸν Χαβρὶν καὶ τὸν Χαρμίν, ποὺ ἦσαν οἱ προεστοὶ τῆς πόλεώς της.
11 καὶ ἦλθον πρὸς αὐτήν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀκούσατε δή μου, ἄρχοντες τῶν κατοικούντων ἐν Βαιτυλούᾳ, ὅτι οὐκ εὐθὺς ὁ λόγος ὑμῶν, ὃν ἐλαλήσατε ἐναντίον τοῦ λαοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ καὶ ἐστήσατε τὸν ὅρκον, ὃν ἐλαλήσατε ἀνὰ μέσον τοῦ Θεοῦ καὶ ὑμῶν καὶ εἴπατε ἐκδώσειν τὴν πόλιν τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν, ἐὰν μὴ ἐν αὐταῖς ἐπιστρέψῃ ὁ Κύριος βοηθῆσαι ἡμῖν. 11 Εκείνοι δε ήλθον προς αυτήν, η οποία και τους είπε· “ακούσατε με λοιπόν, άρχοντες των πολιτών της Βαιτυλούα. Δεν είναι ορθός ο λόγος σας, τον οποίον είπατε ενώπιον του λαού κατά την ημέραν αυτήν και ανελάβατε την υποχρέωσιν με όρκον, τον οποίον είπατε μεταξύ του Θεού και υμών, να παραδώσετε δηλαδή την πόλιν στους εχθρούς μας, εάν κατά τας πέντε αυτάς ημέρας δεν επιστρέψη ο Κυριος να μας βοηθήση. 11 Καὶ ἦλθαν πράγματι οἱ ἄρχοντες εἰς τὸ σπίτι τῆς Ἰουδὶθ καὶ ἐκείνη τοὺς εἶπεν: Ἀκούσατέ με, παρακαλῶ, σεῖς, οἰ ἄρχοντες τῶν κατοίκων τῆς Βαιτυλούας, διότι δὲν εἶναι ὀρθὸς ὁ λόγος, ποὺ εἴπατε σεῖς κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ἐδώσατε δὲ καὶ ἔνορκον ὑπόσχεσιν καὶ ἐδεσμεύσατε τοὺς ἑαυτούς σας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ εἴπατε ὅτι θὰ παραδώσετε τὴν πόλιν εἰς τοὺς ἐχθρούς μας, ἐὰν δὲν στρέψῃ ὁ Κύριος τὸ ἔλεός Του πρὸς ἡμᾶς κατὰ τὰς πέντε αὐτὰς ἡμέρας διὰ νὰ μᾶς βοηθήσῃ!
12 καὶ νῦν τίνες ἐστὲ ὑμεῖς, οἳ ἐπειράσατε τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ σήμερον καὶ ἵστατε ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ υἱῶν ἀνθρώπων; 12 Αλλά ποίοι είσθε σεις, οι οποίοι πειράζετε τον Θεόν κατά την σημερινήν ημέραν, και ενώ είσθε άνθρωποι μεταξύ των άλλων ανθρώπων, ίστασθε υπεράνω από τον Θεόν; 12 Ποιοὶ λοιπὸν εἶσθε σεῖς, ποὺ ἐβάλατε εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεὸν κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν καὶ ἐπήρατε τὴν θέσιν τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁμοίων σας ἀνθρώπων καὶ ἀποφασίζετε διὰ λογαριασμόν Του;
13 καὶ νῦν Κύριον παντοκράτορα ἐξετάζετε καὶ οὐθὲν ἐπιγνώσεσθε ἕως τοῦ αἰῶνος, 13 Θέτετε υπό εξέτασιν και ανάκρισιν Κυριον τον Παντοκράτορα, ενώ δεν γνωρίζετε καμμίαν από τας αιωνίους αυτού βουλάς. 13 Καὶ τώρα βάζετε ὑπὸ κρίσιν καὶ ἐξέτασιν τὸν Παντοκράτορα Κύριον, ἐνῷ δὲν εἶσθε εἰς θέσιν νὰ γνωρίσετε καλὰ τίποτε ἀπὸ τὰ σχέδιά Του εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!
14 ὅτι βάθος καρδίας ἀνθρώπου οὐχ εὑρήσετε καὶ λόγους τῆς διανοίας αὐτοῦ οὐ διαλήψεσθε· καὶ πῶς τὸν Θεόν, ὃς ἐποίησε τὰ πάντα ταῦτα, ἐρευνήσετε καὶ τὸν νοῦν αὐτοῦ ἐπιγνώσεσθε καὶ τὸν λογισμὸν αὐτοῦ κατανοήσετε; μηδαμῶς, ἀδελφοί, μὴ παροργίζετε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν· 14 Εφ' όσον ούτε ενός ανθρώπου το βάθος της καρδίας του και τας σκέψεις και τους λύγους της διανοίας του δεν ημπορείτε να εξιχνιάσετε και κατανοήσετε, πως θέλετε τον Θεόν, ο οποίος εδημιούργησεν όλα αυτά, να τον εξετάσετε και να μάθετε τα νοήματά του και τας αποφάσστου; Μη διαπράττετε κάτι τέτοιο, αδελφοί, μη παροργίζετε Κυριον τον Θεόν μας με την συμπεριφοράν σας αυτήν. 14 Σεῖς δὲν εἶσθε ἱκανοὶ νὰ εἰσέλθετε εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας ἐνὸς ἀνθρώπου καὶ νὰ συλλάβετε τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰς κινήσεις τῆς διανοίας του, καὶ ἐπιχειρεῖτε νὰ ἐρευνήσετε τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησεν ὅλα αὐτά! Νομίζετε ὅτι ἠμπορεῖτε νὰ γνωρίσετε καλὰ τὸν νοῦν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἑρμηνεύσετε τὰ σχέδιά Του; Ὤ! Ὄχι! Ποτέ, ἀδελφοί! Μὴ παροργίζετε μὲ τὴν συμπεριφοράν σας αὐτὴν τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας!
15 ὅτι ἐὰν μὴ βούληται ἐν ταῖς πέντε ἡμέραις βοηθῆσαι ἡμῖν, αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσίαν ἐν αἷς θέλει σκεπάσαι ἡμέραις ἢ καὶ ὀλοθρεῦσαι ἡμᾶς πρὸ προσώπου τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. 15 Διότι, εάν ο Κυριος δεν θέλη εντός πέντε ημερών να μας βοηθήση, αυτός έχει την δύναμιν και την εξουσίαν εις οιασδήποτε άλλας ημέρας να μας περιφρουρήση από τους εχθρούς η και να μας εξολοθρεύση ενώπιον των εχθρών μας. 15 Διότι ἐὰν δὲν θέλῃ νὰ μᾶς βοηθήσῃ μέσα εἰς αὐτὰς τὰς πέντε ἡμέρας, ποὺ ὡρίσατε σεῖς, ἔχει ὅμως τὴν ἐξουσίαν, εἰς τὰς ἡμέρας ποὺ θέλει Ἐκεῖνος, να μᾶς προστατεύσῃ ἢ καὶ νὰ μᾶς ἐξοντώσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς μας.
16 ὑμεῖς δὲ μὴ ἐνεχυράζετε τὰς βουλὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅτι οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεὸς ἀπειληθῆναι, οὐδὲ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου διαιτηθῆναι. 16 Σεις δε μη εκβιάζετε και μη θέτετε, τρόπον τινά, ενέχυρον τας βουλάς του Κυρίου του Θεού μας, διότι ο Θεός δεν είναι ωσάν κανένας άνθρωπος να εκβιασθή με απειλάς, ούτε και δέχεται διαιτητήν εις τας σκέψεις και αποφάσστου, όπως οι άνθρωποι. 16 Καὶ μὴ ζητεῖτε σεῖς ἐγγυήσεις διὰ τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, σὰν νὰ τὰ βάζετε ἐνέχυρον, διότι ὁ Θεὸς δὲν ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπον, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ ἀπειληθῇ, οὔτε εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι δυνατὸν καὶ δίκαιον νὰ ὑποστοῦν ἔλεγχον καὶ διαιτησίαν εἰς τῶν ἐνεργείας των.
17 διόπερ ἀναμένοντες τὴν παρ᾿ αὐτοῦ σωτηρίαν ἐπικαλεσώμεθα αὐτὸν εἰς βοήθειαν ἡμῶν, καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς ἡμῶν, ἐὰν ᾖ αὐτῷ ἀρεστόν. 17 Δια τούτο ας περιμένωμεν από αυτόν την σωτηρίαν, ας τον παρακαλέσωμεν να μας βοηθήση και αυτός θα ακούση την προσευχήν μας, εάν βέβαια, του είναι αυτή αρεστή. 17 Δι’ αὐτὸ λοιπὸν περιμένοντας τὴν σωτηρίαν, ποὺ θὰ προέλθῃ ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἂς Τὸν ἱκετεύσωμεν νὰ μᾶς βοηθήσῃ καί, ἐὰν τὸ νομίζῃ ὁ Κύριος καλόν, να ἀκούσῃ μὲ εὐμένειαν τὸ αἴτημά μας.
18 ὅτι οὐκ ἀνέστη ἐν ταῖς γενεαῖς ἡμῶν οὐδέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ σήμερον οὔτε φυλὴ οὔτε πατριὰ οὔτε δῆμος οὔτε πόλις ἐξ ἡμῶν, οἳ προσκυνοῦσι θεοῖς χειροποιήτοις, καθάπερ ἐγένετο ἐν ταῖς πρότερον ἡμέραις· 18 Πιστεύομεν ότι θα δεχθή την προσευχήν μας, διότι σήμερον δεν υπάρχει κανείς από την γενεάν μας ούτε καμμία φυλή μεταξύ μας η πατριαρχικός οίκος, η οικογένεια, ούτε καμμία πόλις από ημάς, που να προσκυνούν χειροποίητα αγάλματα, όπως εγίνετο προηγουμένως στους πατέρας μας. 18 Ἔχω δὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ ὁ Θεός, διότι δὲν συνέβη μεταξὺ τῶν γενεῶν μας, οὔτε παρατηρεῖται καὶ σήμερα, ἀνταρσία κατὰ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους μας. Οὔτε κάποια φυλή, οὔτε κάποια πατριαρχικὴ οἰκογένεια, οὔτε κάποιος δῆμος ἢ κάποια πόλις μᾶς προσκυνοῦν χειροποίητα ἀγάλματα, εἴδωλα ὡς θεούς, ὅπως ἔγινεν εἰς τὰς πρὶν ἀπὸ ἡμᾶς γενεᾶς.
19 ὧν χάριν ἐδόθησαν εἰς ρομφαίαν καὶ εἰς διαρπαγὴν οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ ἔπεσον πτῶμα μέγα ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. 19 Ας μη λησμονούμεν δε ότι ένεκα των παραβάσεων εκείνων, οι πατέρες μας παρεδόθησαν εις θάνατον, άλλοι μεν δια ρομφαίας και άλλοι εις λεηλασίαν. Ετσι δε η συντριβή και η πτώσις των υπήρξε μεγάλη ενώπιον των εχθρών μας. 19 Ἐξ αἰτίας δὲ αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν παρεδόθησαν τότε οἱ πατέρες μας εἰς τὸ φονικὸ μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν καὶ εἰς τὴν διαρπαγὴν ὅλων τῶν ἀγαθῶν των καὶ ἔπαθαν μεγάλην συντριβὴν καὶ ἧτταν ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς μας.
20 ἡμεῖς δὲ ἕτερον θεὸν οὐκ ἐπέγνωμεν πλὴν αὐτοῦ· ὅθεν ἐλπίζομεν ὅτι οὐχ ὑπερόψεται ἡμᾶς, οὐδ᾿ ἀπὸ τοῦ γένους ἡμῶν. 20 Ημείς όμως δεν εγνωρίσαμεν και δεν προσεκυνήσαμεν άλλον Θεόν πλην αυτού μόνου του αληθινού. Δια τούτο και ελπίζομεν, ότι δεν θα μας παράβλεψη, ούτε και κανένα από το γένος μας. 20 Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἐπιστεύσαμεν καὶ δὲν ἀκολουθοῦμὲν ἄλλον θέον, πλὴν Αὐτοῦ ποὺ ἔχομεν ἀπὸ τοὺς προγόνους μας. Διὰ τοῦτο ἐλπίζομεν ὅτι δὲν θὰ ἀδιαφορήσῃ διὰ τὸ θέμα μας καὶ δὲν θὰ παραθεωρήσῃ κανένα ἀπὸ τὸ γένος μας.
21 ὅτι ἐν τῷ ληφθῆναι ἡμᾶς οὕτως καθήσεται πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία, καὶ προνομευθήσεται τὰ ἅγια ἡμῶν, καὶ ζητήσει τὴν βεβήλωσιν αὐτῶν ἐκ τοῦ αἵματος ἡμῶν 21 Εάν όμως εξ αιτίας της δειλίας μας οι εχθροί μας υποτάξουν, τότε εύκολα θα καταληφθή όλη η Ιουδαία· ο ιερός ναός μας και τα άγια θα λεηλατηθούν και ο Κυριος θα ζητήση από ημάς λόγον δια την βεβήλωσιν αυτήν των ιερών του. 21 Μὴ λησμονῶμεν ὅτι, ἐὰν καταληφθῇ ἡ πόλις μας, ὅπως εἴπατε ὅτι θὰ τὴν παραδώσετε, θὰ κυριευθῇ κατόπιν καὶ ὅλη ἡ Ἰουδαία, ὁπότε θὰ λεηλατηθοῦν καὶ οἱ ἅγιοι καὶ ἱεροὶ τόποι τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ μας. Ὁ δὲ Κύριος θὰ ζητήσῃ λόγον ἀπὸ ἡμᾶς καὶ θὰ μᾶς τιμωρήσῃ μὲ θάνατον δι’ αὐτὴν τὴν βεβήλωσίν των, ποὺ θὰ προέλθῃ καὶ ἐξ αἰτίας μας.
22 καὶ τὸν φόνον τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς γῆς καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῆς κληρονομίας ἡμῶν ἐπιστρέψει εἰς κεφαλὴν ἡμῶν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ ἐὰν δουλεύσωμεν ἐκεῖ, καὶ ἐσόμεθα εἰς πρόσκομμα καὶ εἰς ὄνειδος ἐναντίον τῶν κτωμένων ἡμᾶς. 22 Θα επιρρίψη δε επάνω εις τα κεφάλια μας την αμέλειαν αυτήν και θα μας τιμωρήση ο Κυριος, εάν εξ αιτίας της απιστίας μας παραδώσωμεν την πόλιν και γίνωμεν αίτιοι να φονευθούν οι αδελφοί μας, να καταληφθή η χώρα μας και να ερημωθή η κληρονομία μας. Μεταξύ δε των εθνών, εις τα οποία θα παραδοθώμεν εκεί ως δούλοι, θα είμεθα ασθενείς και περίγελως ενώπιον των κατακτητών μας. 22 Θὰ ρίξῃ δὲ εἰς τὰ κεφάλια μας τὴν εὐθύνην δι’ ὅσα συμβοῦν. Θὰ μᾶς θεωρήσῃ ἐνόχους καὶ ἀξίους τιμωρίας διὰ τὸν θάνατον τῶν συμπατριωτῶν μας καὶ διὰ τὴν αἰχμαλωσίαν, ποὺ θὰ ἐπακολουθήσῃ μετὰ τὴν παράδοσιν τῆς πόλεώς μας, καθὼς καὶ διὰ τὴν κατάληψιν τῆς γῆς μας καὶ διὰ τὴν ἐρήμωσιν τῆς χώρας, ποὺ ἐλάβομεν ὡς κληρονομίαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ θὰ γίνωμεν ἀφορμὴ περιφρονητικῶν συζητήσεων εἰς βάρος τοῦ ἔθνους μας καίτοῦ Θεοῦ μας καὶ περίγελως ἐνώπιον τῶν κυρίων μας, ἐκεῖ εἰς τὰ διάφορα ἔθνη, ὅπου θὰ συρθῶμεν δοῦλοι καὶ αἰχμάλωτοι.
23 ὅτι οὐ κατευθυνθήσεται ἡ δουλεία ἡμῶν εἰς χάριν, ἀλλ᾿ εἰς ἀτιμίαν θήσει αὐτὴν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν. 23 Αυτή δε η δουλεία ποτέ δεν θα έχη καλήν έκβασιν, ούτε και θα εύρη χάριν, αλλά θα θέση αυτήν ο Κυριος εις εξευτελισμόν και εξουθένωσίν μας. 23 Ἡ δὲ σκλαβιά μας δὲν θὰ ἔχῃ εὐχάριστον ἔκβασιν, ἀλλὰ θὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ ὁ Κύριος καὶ Θεός μας διὰ τὴν ἀτιμίαν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν μας.
24 καὶ νῦν, ἀδελφοί, ἐπιδειξώμεθα τοῖς ἀδελφοῖς ἡμῶν, ὅτι ἐξ ἡμῶν κρέμαται ἡ ψυχὴ αὐτῶν, καὶ τὰ ἅγια καὶ ὁ οἶκος καὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπιστήρικται ἐφ᾿ ἡμῖν. 24 Και τώρα, αδελφοί, ας δείξωμεν εις τους αδελφούς μας ότι από ημάς εξαρτάται η ζωη των και ότι ο ναός και το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων έχουν στηριχθή εις ημάς. 24 Τώρα λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς δείξωμεν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας Ἰσραηλίτας ὅτι ἡ ζωή των ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν στάσιν μας καὶ ὄτι τὰ ἅγια καὶ ἱερὰ τῆς Πατρίδος μας καὶ ὁ Ναὸς καὶ τὸ Θυσιαστήριον ἔχουν στηριχθῆ εἰς τὸ ἰδικόν μας θάρρος.
25 παρὰ ταῦτα πάντα εὐχαριστήσωμεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὃς πειράζει ἡμᾶς καθὰ καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν. 25 Παρ' όλα τα σκληρά και κρίσιμα αυτά γεγονότα ας ευχαριστήσωμεν Κυριον τον Θεόν μας, διότι μας δοκιμάζει, όπως εδοκίμασε και τους πατέρας μας. 25 Παρ’ ὅλην ὅμως τὴν φοβερὰν αὐτὴν δοκιμασίαν, ποὺ μᾶς εὑρῆκε, ἂς εὐχαριστήσωμεν τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας, ὁ Ὁποῖος ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθῶμεν ὅπως καὶ οἱ πατέρες μας.
26 μνήσθητε ὅσα ἐποίησε μετὰ ῾Αβραὰμ καὶ ὅσα ἐπείρασε τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ ὅσα ἐγένετο τῷ ᾿Ιακὼβ ἐν Μεσοποταμίᾳ τῆς Συρίας ποιμαίνοντι τὰ πρόβατα Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς αὐτοῦ. 26 Ενθυμηθήτε τας δοκιμασίας, με τας οποίας ανέδειξε τον Αβραάμ και όλα εκείνα με τα οποία επείρασε και εδοκίμασε τον Ισαάκ. Ακόμη δε και όσους πειρασμούς εδέχθη ο Ιακώβ εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας όταν εποίμαινε τα πρόβατα του Λαβαν, του αδελφού της μητρός του. 26 Θυμηθῆτε τί ἔκαμε διὰ νὰ δοκιμασθῇ ἡ πίστις τοῦ Ἀβραάμ, καὶ πόσαι δοκιμασίαι ἐπέτρεψε νὰ εὔρουν τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὶ συνέβη μὲ τὸν Ἰακὼβ εἰς τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας, τὴν περιοχὴν δηλαδὴ Χαρράν, τότε ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας του, τοῦ Λάβαν.
27 ὅτι οὐ καθὼς ἐκείνους ἐπύρωσεν εἰς ἐτασμὸν τῆς καρδίας αὐτῶν, καὶ ἡμᾶς οὐκ ἐξεδίκησεν, ἀλλ᾿ εἰς νουθέτησιν μαστιγοῖ Κύριος τοὺς ἐγγίζοντας αὐτῷ. 27 Οπως εκείνων ως δια πυρός εδοκίμασε τας καρδίας των, έτσι και ημάς δεν μας ετιμώρησε αλλά μας επαιδαγώγησε. Διότι ο Κυριος μαστιγώνει αυτούς, που τον πλησιάζουν με πίστιν, όχι προς τιμωρίαν αλλά εις νουθέτησιν”. 27 Διότι, ὅπως τότε δὲν ἐτιμώρησεν, ἀλλ’ ἁπλῶς ἐδοκίμασε τὴν διάθεσιν τῆς καρδίας ἐκείνων μέσα εἰς τὸ καμίνι τῶν θλίψεων, ἔτσι καὶ τώρα δὲν τιμωρεῖ καὶ ἐμᾶς με τὴν δικαιοσύνην Του, ἀλλὰ μᾶς κτυποῦν διὰ να μᾶς νουθετήσῃ καὶ νὰ μᾶς παιδαγωγήσῃ, ἐφ’ ὅσον εἴμεθα ἰδικοί Του. Ἔτσι παιδαγωγεῖ ὁ Κύριος ὅσους Τὸν πιστεύουν.
28 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ᾿Οζίας· πάντα, ὅσα εἶπας, ἀγαθῇ καρδίᾳ ἐλάλησας, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιστήσεται τοῖς λόγοις σου· 28 Ο Οζίας απήντησε προς αυτήν· “όλα όσα είπες είναι λόγια μιας αγαθής καρδίας, και κανείς δεν ημπορεί να φέρη αντίρρησιν στους λόγους σου. 28 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ὀζίας: Ὅλα, ὅσα μᾶς εἶπες, τὰ εἶπες ἀπὸ τὴν καλὴν διάθεσιν τῆς καρδίας σου. Κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαφωνήσῃ μὲ τὰ λόγια σου.
29 ὅτι οὐκ ἐν τῇ σήμερον ἡ σοφία σου πρόδηλός ἐστιν, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡμερῶν σου ἔγνω πᾶς ὁ λαὸς τὴν σύνεσίν σου, καθότι ἀγαθόν ἐστι τὸ πλάσμα τῆς καρδίας σου. 29 Αλλωστε η σύνεσίς σου δεν είναι μόνον σήμερον γνωστή· αλλά από την αρχήν της ζωής σου όλος ο λαός γνωρίζει την σύνεσίν σου και ότι αι σκέψεις της διανοίας σου είναι πάντοτε αγαθαί. 29 Ἐξ ἄλλου ἡ σοφία σου δὲν ἐφάνη διὰ πρώτην φορὰν σήμερα, ἀλλ’ ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς σου διεπίστωσεν ὅλος ὁ λαὸς τὴν σύνεσίν σου. Διότι εἶναι γνωστὸν ὅτι κάθε τι, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν καρδίαν σου, εἶναι καλόν.
30 ἀλλ᾿ ὁ λαὸς ἐδίψησε σφόδρα καὶ ἠνάγκασαν ποιῆσαι ἡμᾶς καθὰ ἐλαλήσαμεν αὐτοῖς καὶ ἐπαγαγεῖν ὅρκον ἐφ᾿ ἡμᾶς, ὃν οὐ παραβησόμεθα. 30 Ο λαός όμως υπέφερε πολύ από την δίψαν και μας ηνάγκασαν να ομιλήσωμεν προς αυτούς τα λόγια εκείνα και να αναλάβωμεν ένορκον υποχρέωσιν, την οποίαν δεν ημπορούμεν να παραβώμεν. 30 Ἐπειδὴ ὅμως ἐταλαιπωρήθη πολὺ ὁ λαὸς ἀπὸ τὴν δίψαν, μᾶς ἀνάγκασαν νὰ ἐνεργήσωμεν, ὅπως τοὺς εἴπαμεν, καὶ νὰ δεσμευθῶμεν μὲ ὅρκον, ποὺ δὲν ἠμποροῦμεν πλέον νὰ τὸν παραβῶμεν.
31 καὶ νῦν δεήθητι περὶ ἡμῶν, ὅτι γυνὴ εὐσεβὴς εἶ, καὶ ἀποστελεῖ Κύριος τὸν ὑετὸν εἰς πλήρωσιν τῶν λάκκων ἡμῶν, καὶ οὐκ ἐκλείψωμεν ἔτι. 31 Και τώρα, παρακάλεσε υπέρ ημών τον Θεόν. Επειδή δε συ είσαι ευσεβής γυναίκα, ο Κυριος θα στείλη βροχήν να γεμίσουν αι οεξαμεναί μας από νερό, δια να μη πεθάνωμεν από την δίψαν”. 31 Καὶ τώρα ἱκέτευσε σὺ ὑπὲρ ἡμῶν τὸν Θεόν, διότι εἶσαι γυναῖκα εὐσεβὴς καὶ θὰ σὲ ἀκούσῃ ὁ Κύριος, θὰ στείλῃ τὴν βροχήν, διὰ νὰ γεμίσουν αἱ στέρναι μας καὶ νὰ μὴ πεθάνωμεν ἀπὸ τὴν δίψαν.
32 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ᾿Ιουδίθ· ἀκούσατέ μου, καὶ ποιήσω πρᾶγμα, ὃ ἀφίξεται εἰς γενεὰς γενεῶν υἱοῖς τοῦ γένους ἡμῶν. 32 Απήντησε προς αυτούς η Ιουδίθ· “ακούσατέ με. Θα κάμω ένα πράγμα, το οποίον θα γίνη και θα μείνη γνωστόν εις όλας τας γενεάς των Ισραηλιτών. 32 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ἡ Ἰουδίθ: Ἀκούσατέ με! Θὰ κάμω κάτι, ποὺ θὰ τὸ μάθουν ὅλαι αἱ γενεαὶ τῶν τέκνων τοῦ γένους μας!
33 ὑμεῖς στήσεσθε ἐπὶ τῆς πύλης τὴν νύκτα ταύτην, καὶ ἐξελεύσομαι ἐγὼ μετὰ τῆς ἅβρας μου, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις, μεθ᾿ ἃς εἴπατε παραδώσειν τὴν πόλιν τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν, ἐπισκέψεται Κύριος τὸν ᾿Ισραὴλ ἐν χειρί μου· 33 Σεις θα σταθήτε εις την θύραν της πόλεως κατά την νύκτα αυτήν και εγώ μαζή με την θεραπαινίδα μου θα εξέλθω. Κατά τας πέντε δε αυτάς ημέρας, μετά τας οποίας είπατε ότι θα παραδώσετε την πόλιν στους εχθρούς μας, ο Κυριος θα επισκεφθή και θα ελευθερώση τον ισραηλιτικόν λαόν με το ιδικόν μου χέρι. 33 Θὰ σταθῆτε σεῖς εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεώς μας κατὰ τὴν νύκτα αὐτήν, καὶ θὰ βγῶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πόλιν μαζὶ μὲ τὴν ὑπηρέτριάν μου. Εἶμαι δὲ βεβαία ὅτι μέσα εἰς τὸ διάστημα τῶν πέντε ἡμερῶν, μετὰ ἀπὸ τὰς ὁποίας εἴπατε ὅτι θὰ παραδώσετε τὴν πόλιν εἰς τοὺς ἐχθρούς, θὰ ἐπισκεφθῇ ὁ Κύριος τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ τὸν σώσῃ μὲ τὸ χέρι μου.
34 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐξερευνήσετε τὴν πρᾶξίν μου, οὐ γὰρ ἐρῶ ὑμῖν, ἕως τοῦ τελεσθῆναι ἃ ἐγὼ ποιῶ. 34 Σεις δε μη θελήσετε να ερευνήσετε την πράξίν μου, διότι δεν θα σας την είπω, μέχρις ότου πραγματοποιηθούν εξ ολοκλήρου εκείνα, τα οποία εγώ κάμνω”. 34 Μὴ ἐρωτᾶτε ὅμως περισσότερα δι’ αὐτό, ποὺ πρόκειται νὰ κάμω, διότι δὲν θὰ σᾶς εἴπω τίποτε, ἕως ὅτου φθάσουν εἰς πέρας αὐτά, ποὺ σχεδιάζω να κάμω.
35 καὶ εἶπεν ᾿Οζίας καὶ οἱ ἄρχοντες πρὸς αὐτήν· πορεύου εἰς εἰρήνην, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἔμπροσθέν σου εἰς ἐκδίκησιν τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. 35 Ο Οζίας και οι άλλοι άρχοντες είπαν προς αυτήν· “πορεύου εις ειρήνην και ο Κυριος ο Θεός ας είναι μαζή σου, δια να τιμωρήση τους εχθρούς μας”. 35 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ὀζίας μὲ τοὺς ἄλλους ἄρχοντας: Πήγαινε εἰς τὸ καλὸ εἰρηνική, καὶ ἂς βαδίζῃ ἐμπρός σου ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ὡς τιμωρὸς καὶ ἐκδικητὴς τῶν ἐχθρῶν μας.
36 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκ τῆς σκηνῆς ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὰς διατάξεις αὐτῶν. 36 Επέστρεψαν δε από την σκηνήν της Ιουδίθ και ήλθον εις τας καθωρισμένας θέσεις των. 36 Καὶ ἀφοῦ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν σκηνήν, ὅπου ἔμενεν ἡ Ἰουδίθ, ἐπῆγαν καθένας εἰς τὰς θέσεις των.