Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγενήθη ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν τῷ μηνὶ τῷ δεκάτῳ ἦλθε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ᾠκοδόμησεν ἐπ᾿ αὐτὴν περίτειχος κύκλῳ. 1 Αλλά κατά το ένατον έτος και κατά τον δέκατον μήνα της βασιλείας του Σεδεκίου επήλθεν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορ με όλην αυτού την στρατιωτικήν δύναμιν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Περιέκλεισεν αυτήν με τον στρατόν του και ήγειρε γύρω της οχυρωματικόν τείχος. 1 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ἐπειδὴ ὁ Σεδεκίας ἐπανεστάτησεν ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, κατὰ τὸν δέκατον μῆνα τοῦ ἐνάτου ἔτους τῆς βασιλείας τοῦ Σεδεκία ἦλθεν ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, μὲ ὅλον τὸν στρατόν του ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ. Οἱ Βαβυλώνιοι ἐστρατοπέδευσαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἔκτισαν γύρω ἀπὸ αὐτὴν ὀχυρωματικόν (πολιορκητικόν) τεῖχος.
2 καὶ ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ ἕως τοῦ ἑνδεκάτου ἔτους τοῦ βασιλέως Σεδεκίου ἐνάτῃ τοῦ μηνὸς 2 Ετσι η πόλις είχε περικυκλωθή και πολιορκηθή μέχρι του ενδεκάτου έτους και του ενάτου μηνός της βασιλείας του Σεδεκίου. 2 Ἔτσι ἡ πολιορκουμένη πόλις εὑρέθη εἰς δύσκολον θέσιν μέχρι τὴν ἐνάτην ἡμέραν (τοῦ τετάρτου μηνός, κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν) τοῦ ἑνδεκάτου ἔτους τῆς βασιλείας τοῦ Σεδεκία.
3 καὶ ἐνίσχυσεν ὁ λιμὸς ἐν τῇ πόλει, καὶ οὐκ ἦσαν ἄρτοι τῷ λαῷ τῆς γῆς. 3 Η πείνα εντός της πόλεως ήτο πολύ μεγάλη και πουθενά δεν υπήρχον άρτοι δια τον λαόν της πόλεως. 3 Ἡ δὲ πεῖνα μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἦταν τόσον μεγάλη, ὥστε δὲν ὑπῆρχαν καθόλου ψωμιὰ διὰ τὸν λαὸν τῆς πόλεως.
4 καὶ ἐρράγη ἡ πόλις, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ πολέμου ἐξῆλθον νυκτὸς ὁδὸν πύλης τῆς ἀνὰ μέσον τῶν τειχῶν, αὕτη ἥ ἐστι τοῦ κήπου τοῦ βασιλέως, καὶ οἱ Χαλδαῖοι ἐπὶ τὴν πόλιν κύκλῳ. καὶ ἐπορεύθη ὁδὸν τὴν ῎Αραβα, 4 Η πόλις έπαθε κάποιο ρήγμα στο τείχος και οι υπερασπισταί της οι πολεμούντες εντός αυτής άνδρες εβγήκαν μαζή με τον βασιλέα κατά το διάστημα της νυκτός δια της οδού, η οποία διήρχετο την πύλην, που ευρίσκετο μεταξύ των δύο τειχών και πλησίον στον κήπον του βασιλέως, καθ' ον χρόνον οι Χαλδαίοι ευρίσκοντο γύρω από την πόλιν. Οι διαφυγόντες ηκολούθησαν την οδόν, η οποία ωδηγούσε εις την κοιλάδα του Ιορδάνου. 4 Τὰ τείχη τῆς πόλεως ἔπαθαν ρῆγμα καὶ ὅλοι οἱ πολεμισταί, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐβγῆκαν (μαζὶ μὲ τὸν Σεδεκίαν) κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτὸς ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ ἐπερνοῦσε ἀπὸ τὴν πύλην, ἡ ὁποία εὑρίσκετο μεταξὺ τῶν δυο τειχῶν - ἡ πύλη αὐτὴ εἶναι ἐκείνη τοῦ βασιλικοῦ κήπου. Ἡ ἔξοδος αὐτὴ ἔγινε, παρ' ὅλον ὅτι οἱ Χαλδαῖοι εἶχαν κυκλωμένην τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅσοι διέφυγαν, ἐπροχώρησαν πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς κοιλάδος τοῦ Ἰορδάνη.
5 καὶ ἐδίωξεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ὀπίσω τοῦ βασιλέως καὶ κατέλαβον αὐτὸν ἐν ᾿Αραβὼθ ῾Ιεριχώ, καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ διεσπάρη ἐπάνωθεν αὐτοῦ. 5 Ο στρατός όμως των Χαλδαίων τους αντελήφθη και κατεδίωξεν όπισθεν του βασιλέως Σεδεκίου και κατέφθασαν αυτόν εις την κοιλάδα της Ιεριχούς. Ολη τότε η περί τον Σεδεκίαν στρατιωτική δύναμις διεσκορπίσθη μακράν από αυτόν. 5 Ἀλλ' ὁ στρατὸς τῶν Βαβυλωνίων ἔτρεξε καὶ κατεδίωξε τὸν βασιλιᾶ Σεδεκίαν καὶ τὸν ἐπρόφθασαν εἰς τὴν κοιλάδα τῆς Ἱεριχοῦς· ὅλος δὲ ὁ στρατὸς τοῦ Σεδεκία τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ἐσκορπίσθη μακριά.
6 καὶ συνέλαβον τὸν βασιλέα καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά, καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτοῦ κρίσιν· 6 Οι Χαλδαίοι συνέλαβον τον βασιλέα, τον έφεραν προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, ο οποίος εξέδωκεν εκεί την καταδίκην του. 6 Οἱ Βαβυλώνιοι συνέλαβαν τὸν βασιλιᾶ Σεδεκίαν καὶ τὸν ὠδήγησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὴν Δεβλαθά (ἢ Ριβλά) - ἐκεῖ ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔκρινε καὶ κατεδίκασε τὸν Σεδεκίαν.
7 καὶ τοὺς υἱοὺς Σεδεκίου ἔσφαξε κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς Σεδεκίου ἐξετύφλωσε καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν πέδαις καὶ ἤγαγεν εἰς Βαβυλῶνα. 7 Εσφαξε τους υιούς του Σεδεκίου εμπρός εις τα μάτια του πατέρα των, έβγαλεν αυτού τα μάτια, τον έδεσε με αλυσίδας και τον έστειλεν εις την Βαβυλώνα. 7 Καὶ ἔσφαξε τοὺς υἱοὺς τοῦ Σεδεκία ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του. Κατόπιν ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔβγαλε τὰ μάτια τοῦ Σεδεκία, τοῦ ἔδεσε τὰ χέρια μὲ ἁλυσίδες καὶ τὸν μετέφερεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
8 Καὶ ἐν τῷ μηνὶ τῷ πέμπτῳ ἑβδόμῃ τοῦ μηνὸς (αὐτὸς ἐνιαυτὸς ἐννεακαιδέκατος τῷ Ναβουχοδονόσορ βασιλεῖ Βαβυλῶνος) ἦλθε Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος ἑστὼς ἐνώπιον βασιλέως Βαβυλῶνος εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 8 Κατά δε τον πέμπτον μήνα και την εβδόμην ημέραν του μηνός αυτού (αυτό είναι το δέκατον ένατον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος) ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ ο Ναβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρας του Ναβουχοδονόσορος, άνθρωπος του στενού του περιβάλλοντος. 8 Καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν τοῦ πέμπτου μηνός - αὐτὸ εἶναι τὸ δέκατον ἔνατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ναβουχοδονόσορος, βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος - ἦλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ναβουζαρδάν, ὁ ἀρχιμάγειρος (κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν κείμενον: Ὁ ἀρχιστράτηγος ἢ ὁ ἄρχων τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς), πρόσωπον τοῦ στενοῦ περιβάλλοντος τοῦ Ναβουχοδονόσορος.
9 καὶ ἐνέπρησε τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ πάντας τοὺς οἴκους ῾Ιερουσαλήμ, καὶ πᾶν οἶκον ἐνέπρησεν ὁ ἀρχιμάγειρος. 9 Αυτός παρέδωκεν στο πυρ τον ναόν του Κυρίου, τον βασιλικόν οίκον και όλους τους οίκους της Ιερουσαλήμ, κάθε σπίτι το παρέδωσεν στο πυρ. 9 Ὁ Ναβουζαρδὰν κατέκαυσε τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ ἀνάκτορον του βασιλιᾶ καὶ ὅλα τὰ σπίτια τῆς Ἱερουσαλήμ· ὁ ἀρχιμάγειρος παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιὰ ὅλα τὰ σπίτια.
10 καὶ τὸ τεῖχος ῾Ιερουσαλὴμ κυκλόθεν κατέσπασεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων. 10 Ο δε στρατός των Χαλδαίων εκρήμνισε το τείχος, το οποίον ευρίσκετο γύρω από την Ιερουσαλήμ. 10 Καὶ ὁ στρατὸς τῶν Βαβυλωνίων ἐγκρέμισε τὸ τεῖχος, ποὺ εὑρίσκετο γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
11 καὶ τὸ περισσὸν τοῦ λαοῦ τὸ καταλειφθὲν ἐν τῇ πόλει καὶ τοὺς ἐμπεπτωκότας, οἳ ἐνέπεσον πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος, καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος. 11 Τον υπόλοιπον λαόν, ο οποίος είχεν απομείνει εις την πόλιν, και εκείνους οι οποίοι είχαν φύγει από αυτήν, όλους αυτούς που έπεσαν εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος και όλον τον λαόν παρέλαβεν ο αρχιμάγειρας Ναβουζαρδάν. 11 Κατόπιν ὁ ἀρχιμάγειρος Ναβουζαρδὰν μετέφερεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὡς αἰχμαλώτους τὸν πληθυσμόν, ποὺ εἶχεν ἀπομείνει εἰς τὴν πόλιν, καὶ ὅσους εἶχαν διαφύγει κατὰ τὴν νύκτα καὶ οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, καὶ τὸ ὑπόλοιπον τοῦ λαοῦ.
12 καὶ ἀπὸ τῶν πτωχῶν τῆς γῆς ὑπέλιπεν ὁ ἀρχιμάγειρος εἰς ἀμπελουργοὺς καὶ εἰς γαβίν. 12 Αφήκεν όμως μερικούς από τους πτωχούς της χώρας, τους αμπελουργούς και τους γεωργούς. 12 Ὅμως ὁ ἀρχιμάγειρος Ναβουζαρδὰν ἀφῆκεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς τῆς χώρας, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν καθόλου περιουσίαν, καὶ τοὺς ἔβαλε νὰ καλλιεργοὺν τὰ ἀμπέλια καὶ τὰ χωράφια.
13 καὶ τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς τοὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τὰς μεχωνὼθ καὶ τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν τὴν ἐν οἴκῳ Κυρίου συνέτριψαν οἱ Χαλδαῖοι. καὶ ᾖραν τὸν χαλκὸν αὐτῶν εἰς Βαβυλῶνα. 13 Επήρεν επίσης τους χαλκούς στύλους, οι οποίοι ευρίσκοντο στον ναόν του Κυρίου, τους κινητούς λουτήρας, την χαλκίνην θάλασσαν, που ήτο στον ναόν του Κυρίου. Ολα αυτά οι Χαλδαίοι τα συνέτριψαν και μετέφεραν τον χαλκόν αυτόν εις την Βαβυλώνα. 13 Οἱ Βαβυλώνιοι ἔσπασαν καὶ κατεκομμάτιασαν τοὺς χαλκίνους στύλους, ποὺ ἦσαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ χάλκινα ὑπόβαθρα (μεχωνώθ) τῶν κινητῶν λουτήρων καὶ τὴν χαλκίνην χυτὴν θάλασσαν (μεγάλην δεξαμενήν), ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου· καὶ μετέφεραν ὅλον αὐτὸν τὸν χαλκὸν εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
14 καὶ τοὺς λέβητας καὶ τὰ ἰαμὶν καὶ τὰς φιάλας καὶ τὰς θυΐσκας καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ χαλκᾶ, ἐν οἷς λειτουργοῦσιν ἐν αὐτοῖς, ἔλαβε· 14 Οι Χαλδαίοι επίσης επήραν και τους λέβητας, τα φτυάρια, τας φιάλας, τα θυμιατήρια και όλα τα ιερά χάλκινα σκεύη, δια των οποίων οι Λευίται ετέλουν τα της υπηρεσίας των στον ναόν. 14 Ὁ Ναβουζαρδὰν ἐπῆρε ἐπίσης καὶ τοὺς λέβητες καὶ τὰ φτυάρια καὶ τὶς φιάλες καὶ τὰ θυμιατήρια καὶ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη, τὰ ὁποῖα οἱ Λευῖται ἐχρησιμοποιοῦσαν διὰ τὸ θυσιαστήριον καὶ τὶς θυσίες τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
15 καὶ τὰ πυρεῖα καὶ τὰς φιάλας τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἀργυρᾶς ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος, 15 Ο αρχιμάγειρος αυτός επήρεν επίσης τα πυροδοχεία, τας χρυσάς και αργυράς φιάλας, 15 Ἐπίσης ὁ ἀρχιμάγειρος ἐπῆρε τὰ δοχεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα μετέφεραν τὰ ἀναμμένα κάρβουνα, καὶ τὶς χρυσὲς καὶ ἀργυρὲς φιάλες.
16 στύλους δύο καὶ τὴν θάλασσαν μίαν καὶ τὰς μεχωνώθ, ἃς ἐποίησε Σαλωμὼν τῷ οἴκῳ Κυρίου· οὐκ ἦν σταθμὸς τοῦ χαλκοῦ πάντων τῶν σκευῶν. 16 επήρε τους δύο στύλους, την θάλασσαν, τους κινητούς λουτήρας, αυτά τα οποία είχε κατασκευάσει ο Σολομών δια τον ναόν του Κυρίου. Ητο δε τόσον πολύς ο λαφυραγωγηθείς χαλκός, ώστε δεν ήτο δυνατόν να υπολογισθή το βάρος του. 16 Παρέλαβεν ἐπίσης καὶ τοὺς δύο στύλους, τὴν «θάλασσαν» (μεγάλην δεξαμενὴν νεροῦ) καὶ τὰ χάλκινα ὑπόβαθρα (μεχωνώθ) τῶν κινητῶν λουτήρων, τὰ ὁποῖα εἶχε κατασκευάσει ὁ Σολομὼν διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. Ὁ δὲ χαλκὸς τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν ἦταν τόσον πολύς, ὥστε δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ζυγισθῇ!
17 ὀκτωκαίδεκα πήχεων ὕψος τοῦ στύλου τοῦ ἑνός, καὶ τὸ χωθὰρ ἐπ᾿ αὐτοῦ τὸ χαλκοῦν, καὶ τὸ ὕψος τοῦ χωθὰρ τριῶν πήχεων, σαβαχὰ καὶ ροαὶ ἐπὶ τῷ χωθὰρ κύκλῳ, τὰ πάντα χαλκᾶ· καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ τῷ στύλῳ τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῶ σαβαχά. 17 Καθε στύλος ήτο δεκαοκτώ εβραϊκών πήχεων ύψους. Επάνω στον στύλον υπήρχε χάλκινον κιονόκρανον. Το ύψος του κιονοκράνου ήτο τρεις πήχεις, γύρω δε από το κιονόκρανον υπήρχον δικτυωτά και ομοιώματα καρπών ροδιάς. Ολα δε αυτά χάλκινα. Τα ίδια ήσαν και δια τον δεύτερον στύλον. 17 Οἱ δύο στῦλοι ἦσαν ὅμοιοι καὶ ἀπαράλλακτοι: Τὸ ὕψος τοῦ καθενὸς στύλου (κίονος) ἦταν δεκαοκτώ (ἑβραϊκοί) πήχεις (8,1 μέτρα). Εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ στύλου ὑπῆρχε χάλκινον κιονόκρανον. Τὸ ὕψος τοῦ κιονοκράνου αὐτοῦ ἦταν τρεῖς (ἑβραϊκοί) πήχεις (1,3 μέτρα). Γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ κάθε κιονόκρανον ὑπῆρχαν δικτυωτὸν τεχνούργημα καὶ χυτὰ ὁμοιώματα καρπῶν ροδιᾶς· ὅλα δὲ αὐτὰ ἦσαν χάλκινα. Ὅμοια ὑπῆρχαν καὶ εἰς τὸν στῦλον (κίονα) τὸν δεύτερον· εἶχε καὶ αὐτὸς ἀπαράλλακτα δικτυωτὰ τεχνουργήματα.
18 καὶ ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος τὸν Σαραίαν ἱερέα τὸν πρῶτον καὶ τὸν Σοφονίαν υἱὸν τῆς δευτερώσεως καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς φυλάσσοντας τὸν σταθμὸν 18 Ο αρχιμάγειρος επήρε τον αρχιερέα Σαραίαν και τον Σοφονίαν, ιερέα δευτέρας σειράς, και τους τρεις άνδρας, οι οποίοι εφύλασσαν την πύλην του ναού. 18 Ἐκτὸς αὐτῶν ὁ ἀρχιμάγειρος Ναβουζαρδὰν συνέλαβεν ὡς αἰχμαλώτους τὸν ἀρχιερέα Σαραίαν καὶ τὸν δευτέρας σειρᾶς (ἢ τὸν ἀναπληρωτὴν τοῦ ἀρχιερέως) ἱερέα Σοφονίαν καὶ τοὺς τρεῖς ἀξιωματούχους, ποὺ ἐφύλασσαν (τὴν εἴσοδον) τῆς θύρας τοῦ Ναοῦ.
19 καὶ ἐκ τῆς πόλεως ἔλαβον εὐνοῦχον ἕνα, ὃς ἦν ἐπιστάτης τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν, καὶ πέντε ἄνδρας τῶν ὁρώντων τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῇ πόλει καὶ τὸν γραμματέα τοῦ ἄρχοντος τῆς δυνάμεως τὸν ἐκτάσσοντα τὸν λαὸν τῆς γῆς καὶ ἑξήκοντα ἄνδρας τοῦ λαοῦ τῆς γῆς τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῇ πόλει. 19 Οι Χαλδαίοι συνέλαβον από την πόλιν Ιερουσαλήμ τον αξιωματικόν της αυλής, ο οποίος ήτο αρχηγός των μαχίμων ανδρών, άλλους πέντε άνδρας που αποτελούσαν το στενόν εμπιστευτικόν περιβάλλον του βασιλέως, οι οποίοι ευρέθησαν εντός της πόλεως, και τον γραμματέα του αρχηγού της στρατιωτικής δυνάμεως, ο οποίος είχεν ως έργον του να στρατολογή εκ των κατοίκων της χώρας, και άλλους εξήκοντα άνδρας από τον λαόν της χώρας, οι οποίοι είχαν ευρεθή εις την πόλιν. 19 Ἀπὸ δὲ τὴν πόλιν συνέλαβαν τὸν ἀξιωματικὸν τῆς αὐλῆς, ποὺ ἦταν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν πολεμιστῶν, καὶ πέντε προσωπικοὺς συμβούλους (ἀνθρώπους ἔμπιστους) τοῦ βασιλιᾶ Σεδεκία, ποὺ εὑρίσκοντο ἀκόμη εἰς τὴν πόλιν, καὶ τὸν γραμματέα (ἀξιωματικόν), ποὺ ἦταν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στρατολογικοῦ γραφείου τοῦ Ἰουδαϊκοῦ στρατοῦ, καὶ ἄλλους ἑξῆντα ἐπισήμους καὶ προκρίτους τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εὑρίσκοντο ἀκόμη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
20 καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος, καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά. 20 Ο Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος επήρεν όλους αυτούς και τους έφερε προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος ο οποίος ευρίσκετο εις Δεβλαθά. 20 Ὅλους αὐτοὺς τοὺς παρέλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος Ναβουζαρδάν, τοὺς μετέφερε καὶ τοὺς παρουσίασεν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν πόλιν Ἀεβλαθά (ἢ Ριβλά).
21 καὶ ἔπαισεν αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἐθανάτωσεν αὐτοὺς εἰς Δεβλαθὰ ἐν γῇ Αἰμάθ. καὶ ἀπῳκίσθη ᾿Ιούδας ἐπάνωθεν τῆς γῆς αὐτοῦ. 21 Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εφόνευσεν αυτούς εις την Δεβλαθά πόλιν, η οποία ευρίσκετο εις την χώραν Αιμάθ. Ο δε ιουδαϊκός λαός μετεφέρθη αιχμάλωτος από την γην αυτού, δια να εγκατασταθή εις την ξένην γην. 21 Καὶ ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος τοὺς ἐκτύπησε καὶ κατόπιν τοὺς ἐσκότωσεν εἰς τὴν Ἀεβλαθά, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Αἰμάθ. Ἔτσι ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς ὠδηγήθη αἰχμάλωτος εἰς τὴν ἐξορίαν, μακριὰ ἀπὸ τὴν χώραν του.
22 Καὶ ὁ λαὸς ὁ καταλειφθεὶς ἐν τῇ γῇ ᾿Ιούδα, οὓς κατέλιπε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος, καὶ κατέστησεν ἐπ᾿ αὐτῶν τὸν Γοδολίαν υἱὸν ᾿Αχικὰμ υἱοῦ Σαφάν. 22 Εις την περιοχήν της Ιουδαίας έμεινε μόνον ο λαός, τον οποίον είχεν αφήσει ο Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς της Βαβυλώνος. Επί του λαού αυτού ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εγκατέστησεν ως διοικητήν τον Γοδολίαν, υιόν του Αχικάμ υιού του Σαφάν. 22 Διὰ τὸν λαόν, ποὺ ἀπέμεινεν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, τὸν ὁποῖον ἀφῆκε καὶ δὲν ὠδήγησεν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ὁ βαβυλώνιος μονάρχης ἐγκατέστησεν ὡς διοικητὴν καὶ κυβερνήτην τὸν Γοδολίαν, υἱὸν τοῦ Ἀχικὰμ καὶ ἔγγονον τοῦ Σαφάν.
23 καὶ ἤκουσαν πάντες οἱ ἄρχοντες τῆς δυνάμεως, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν, ὅτι κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὸν Γοδολίαν, καὶ ἦλθον πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφάθ, καὶ ᾿Ισμαὴλ υἱὸς Ναθανίου καὶ ᾿Ιωανὰν υἱὸς Καρὴθ καὶ Σαραίας υἱὸς Θαναμὰθ ὁ Νετωφαθίτης καὶ ᾿Ιεζονίας υἱὸς τοῦ Μαχαθί, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν. 23 Ολοι οι αξιωματικοί του ιουδαϊκού στρατού, που είχον διαφύγει την αιχμαλωσίαν, επληροφορήθησαν αυτοί και οι άνδρες των ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος είχεν εγκαταστήσει ως διοικητήν τον Γοδολίαν. Προς τον Γοδολίαν αυτόν, που έμενεν εις Μασσηφάθ, ήλθαν ο Ισμαήλ ο υιός του Ναθανίου, ο Ιωανάν ο υιός του Καρήθ, ο Σαραίας ο υιός του Θαναμάθ, ο οποίος κατήγετο από Νετωφάθ, και ο Ιεζονίας, ο οποίος ανήκεν εις την φυλήν Μαχαθί. Ηλθαν οι αξιωματικοί αυτοί προς τον Γοδολίαν μαζή με τους άνδρας των. 23 Καὶ ὅταν ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ στρατοῦ καὶ οἱ στρατιῶται των, ποὺ δὲν εἶχαν παραδοθῇ εἰς τοὺς Βαβυλωνίους, ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος ἐγκατέστησεν ὡς διοικητὴν τὸν Γοδολίαν, ἦλθαν καὶ παρουσιάσθησαν εἰς τὸν Γοδολίαν, εὶς τὴν πόλιν Μασσηφάθ. Οἱ ἀξιωματικοὶ αὐτοὶ ἦσαν ὁ Ἰσμαήλ, υἱὸς τοῦ Ναθανία, καὶ ὁ Ἰωανάν, υἱὸς τοῦ Καρήθ, καὶ ὁ Σαραίας, υἱὸς τοῦ Θαναμὰθ ἀπὸ τὴν πόλιν Νετωφάθ, καὶ ὁ Ἰεζονίας, υἱὸς τοῦ Μαχαθί. Οἱ ἀξιωματικοὶ αὐτοὶ ἦλθαν εἰς τὸν Γοδολίαν μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες των.
24 καὶ ὤμοσε Γοδολίας αὐτοῖς καὶ τοῖς ἀνδράσιν αὐτῶν καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε πάροδον τῶν Χαλδαίων· καθίσατε ἐν τῇ γῇ καὶ δουλεύσατε τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος, καὶ καλῶς ἔσται ὑμῖν. 24 Ο Γοδολίας ωρκίσθη εις αυτούς και στους άνδρας των, τους εβεβαίωσε και τους, είπε· “μη φοβείσθε επιδρομήν και βλάβην εκ μέρους των Χαλδαίων. Παραμείνατε εις την χώραν αυτήν, υπηρετήσατε τον βασιλέα της Βαβυλώνος και τα πάντα δια σας θα έχουν καλώς”. 24 Ὁ Γοδολίας ὡρκίσθη εἰς αὐτοὺς καὶ τοὺς ἄνδρες των καὶ τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ ἐπίθεσιν τῶν Βαβυλωνίων· δὲν ἔχετε νὰ πάθετε τίποτε· μείνετε καὶ ἐγκατασταθῆτε εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τεθῆτε εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, καὶ ὅλα θὰ προχωρήσουν καλὰ μὲ σᾶς».
25 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ ἦλθεν ᾿Ισμαὴλ υἱὸς Ναθανίου υἱοῦ ῾Ελισαμὰ ἐκ τοῦ σπέρματος τῶν βασιλέων καὶ δέκα ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐπάταξε τὸν Γοδολίαν, καὶ ἀπέθανε, καὶ τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ τοὺς Χαλδαίους, οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Μασσηφάθ. 25 Κατά τον έβδομον όμως μήνα ο Ισμαήλ, υιός του Ναθανίου υιού του Ελισαμά, ο οποίος κατήγετο από βασιλικόν γένος, ήλθε μαζή με δέκα άνδρας του, εκτύπησε τον Γοδολίαν και εφόνευσεν αυτόν και τους Ιουδαίους και τους Χαλδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή του εις Μασσηράθ. 25 Ἀλλὰ κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα τοῦ ἔτους ἐκείνου ἦλθεν ὁ Ἰσμαήλ, υἱὸς τοῦ Ναθανία καὶ ἔγγονος τοῦ Ἐλισαμά, ποὺ κατήγετο ἀπὸ βασιλικὴν οἰκογένειαν, μαζί του δὲ ἦσαν καὶ δέκα ἄνδρες· αὐτὸς ἐπετέθη κατὰ τοῦ Γοδολία, τὸν ἐκτύπησε καὶ τὸν ἐφόνευσεν. Ἐσκότωσεν ἐπίσης καὶ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Χαλδαίους, ποὺ ἦσαν μαζί του εἰς τὴν Μασσηφάθ.
26 καὶ ἀνέστη πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν δυνάμεων καὶ εἰσῆλθον εἰς Αἴγυπτον, ὅτι ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου τῶν Χαλδαίων. 26 Τοτε όλος ο λαός από μικρόν έως μεγάλον εσηκώθησαν και οι άρχοντες του ιουδαϊκού στρατού και εισήλθον εις την Αίγυπτον, διότι εφοβήθησαν αντίποινα εκ μέρους των Χαλδαίων. 26 Κατόπιν τούτων ἐσηκώθη ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, μικροὶ καὶ μεγάλοι (κατ' ἄλλην γραφήν: Πτωχοὶ καὶ πλούσιοι) καὶ οἱ ἀζιωματικοὶ τοῦ (Ἰουδαϊκο·ῦ) στρατοῦ καὶ κατέφυγαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, διότι ἐφοβήθησαν ἀντεκδίκησιν ἐκ μέρους τῶν Βαβυλωνίων.
27 Καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ ἔτει τῆς ἀποικίας τοῦ ᾿Ιωαχὶμ βασιλέως ᾿Ιούδα, ἐν τῷ δωδεκάτῳ μηνὶ ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνὸς ὕψωσεν Εὐιαλμαρωδὰχ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῆς βασιλείας αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωαχὶμ τοῦ βασιλέως ᾿Ιούδα καὶ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐξ οἴκου φυλακῆς αὐτοῦ. 27 Κατά το τριακοστόν έβδομον έτος της αιχμαλωσίας και αποικίσεως του Ιωαχίμ, βασιλέως του Ιούδα, κατά τον δωδέκατον μήνα και την εικοστήν εβδόμην του μηνός ο Ευϊαλμαρωδάχ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος απέδωσε κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του την πρέπουσαν τιμήν στον Ιωαχίμ, τον βασιλέα του Ιούδα, και εξήγαγεν αυτόν από την φυλακήν. 27 Συνέβη δὲ τοῦτο: Κατὰ τὸ τριακοστὸν ἕβδομον ἔτος τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἰωαχίμ, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, κατὰ τὸν δωδέκατον μῆνα καὶ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην ἡμέραν τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, ὁ Εὐϊαλμαρωδάχ, βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος (υἱὸς καὶ διάδοχος τοῦ Ναβουχοδονόσορος), κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἐνθρονίσεώς του ἔδειξε τὴν εὔνοιαν καὶ καλωσύνην του πρὸς τὸν Ἰωαχίμ, τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακήν, εἰς τὴν ὁποίαν ἦταν μέχρι τότε φυλακισμένος.
28 καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτοῦ ἀγαθὰ καὶ ἔδωκε τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπάνωθεν τῶν θρόνων τῶν βασιλέων τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι, 28 Συνωμίλησε προς αυτόν με πολλήν την ευμένειαν και απέδωσε προς αυτόν, ως προς βασιλέα, τιμήν μεγαλυτέραν από εκείνην, που είχαν οι συναιχμάλωτοί του βασιλείς, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Βαβυλώνα· 28 Ὁ Εὐϊαλμαρωδὰχ συνωμίλησε μαζί του καὶ τοῦ ἐφέρθη μὲ καλωσύνην καὶ τοῦ ἔδωκεν ἐξουσίαν καὶ τὸν ἀνέβασε ὑψηλότερα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους βασιλεῖς, ποὺ ἦσαν μαζί του ἐξόριστοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
29 καὶ ἠλλοίωσε τὰ ἱμάτια τῆς φυλακῆς αὐτοῦ καὶ ἤσθιεν ἄρτον διαπαντὸς ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ· 29 Ηλλαξε τα ιμάτια ταις φυλακής του με άλλα λαμπρότερα και τον εκάλεσε να τρώγη εις την βασιλικήν τράπεζαν του βασιλέως της Βαβυλώνος όλας τας ημέρας της ζωής του. 29 Ἔτσι ὁ Ἰωαχὶμ ἄλλαξε τὰ ροῦχα, ποὺ ἐφοροῦσε ὡς φυλακισμένος, μὲ ἄλλα λαμπρὰ καὶ ἐπίσημα, καὶ ἔτρωγεν εἰς τὸ βασιλικὸν τραπέζι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος ὅλες τὶς (ὑπόλοιπες) ἡμέρες τῆς ζωῆς του.
30 καὶ ἡ ἑστιατορία αὐτοῦ ἑστιατορία διαπαντὸς ἐδόθη αὐτῷ ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως λόγον ἡμέρας ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ. 30 Η βασιλική διατροφή του Ιωαχίμ ήτο συνεχής και προήρχετο από τον βασιλικόν οίκον, από όπου του εδίδετο κάθε πράγμα την μίαν ημέραν κατόπιν της άλλης καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του. 30 Καὶ ἡ τροφοδοσία του ἐγίνετο συνεχῶς καὶ πάντοτε ἀπὸ τὸν βασιλικὸν οἶκον· ἐχορηγεῖτο εἰς τὸν Ἰεχονίαν (Ἰωαχίμ) τὸ καθημερινὸν σιτηρέσιον, ἀναλόγως τῶν ἀναγκῶν τῆς κάθε ἡμέρας, τακτικὰ καὶ συνεχῶς ὅλες τὶς (ὑπόλοιπες) ἡμέρες τῆς ζωῆς του.