Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ Ναιμὰν ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως Συρίας ἦν ἀνὴρ μέγας ἐνώπιον τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ τεθαυμασμένος προσώπῳ, ὅτι ἐν αὐτῷ ἔδωκε Κύριος σωτηρίαν Συρίᾳ· καὶ ὁ ἀνὴρ ἦν δυνατὸς ἰσχύϊ, λελεπρωμένος. 1 Ο Ναιμάν, αρχιστράτηγος του στρατού της Συρίας, ήτο άνθρωπος μέγας και επίσημος ενώπιον του βασιλέως του, αξιοθαύμαστος απέναντι αυτού, διότι δια μέσου αυτού ο Κυριος έσωσε την Συρίαν από τους εχθρούς της. Ητο γενναίος άνθρωπος, αλλά κατείχετο από λέπραν. 1 Ο Ναιμάν, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ στρατοῦ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας, ἦταν ἄνθρωπος σεβαστός, ἔνδοξος, μὲ ὑπόληψιν εἰς τὰ μάτια τοῦ βασιλιᾶ του καὶ πρόσωπον ποὺ ἀπελάμβανε πολλῶν τιμῶν, διότι δι’ αὐτοῦ ὁ Κύριος ἔσωσε τὴν Συρίαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της Ἀσσυρίους. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦταν γενναῖος πολεμιστής, ἦταν ὅμως λεπρός.
2 καὶ Συρία ἐξῆλθον μονόζωνοι καὶ ᾐχμαλώτευσαν ἐκ γῆς ᾿Ισραὴλ νεάνιδα μικράν, καὶ ἦν ἐνώπιον τῆς γυναικὸς Ναιμάν. 2 Τοτε ομάδες Συρων εισήλθαν από την Συρίαν εις την χώραν της Παλαιστίνης προς λεηλασίαν και μεταξύ των άλλων επήραν ως αιχμάλωτον και μίαν μικράν νεάνιδα, η οποία έγινε δούλη της συζύγου του Ναιμάν. 2 Σύροι ἀντάρται, εἰς μίαν ἀπὸ τὶς ληστρικὲς ἐπιδρομές των ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, συνέλαβαν καὶ μετέφεραν εἰς τὴν Συρίαν ὡς αἰχμάλωτον ἕνα μικρὸ κορίτσι - Ἰσραηλίτισσαν, ἡ ὁποία ἔγινε δούλη τῆς συζύγου τοῦ ἀρχιστρατήγου Ναιμάν.
3 ἡ δὲ εἶπε τῇ κυρίᾳ αὐτῆς· ὄφελον ὁ κύριός μου ἐνώπιον τοῦ προφήτου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐν Σαμαρείᾳ, τότε ἀποσυνάξει αὐτὸν ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ. 3 Η νεάνις είπε προς την κυρίαν της· “μάκαρι ο κύριός μου να παρουσιάζετο ενώπιον του προφήτου του Θεού, του Ελισαίου, ο οποίος ευρίσκεται εις την Σαμάρειαν. Εκείνος θα εθεράπευεν αυτόν από την λέπραν του”. 3 Ἡ νεαρὴ Ἰσραηλίτισσα μίαν ἡμέραν εἶπεν εἰς τὴν κυρίαν της: «Μακάρι ὁ κύριός μου νὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ συναντήσῃ τὸν προφήτην τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ζῇ εἰς τὴν Σαμάρειαν! Ὁ Προφήτης αὐτὸς θὰ τὸν θεραπεύσῃ ἀπὸ τὴν λέπραν του».
4 καὶ εἰσῆλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ ἑαυτῆς καὶ εἶπεν· οὕτως καὶ οὕτως ἐλάλησεν ἡ νεᾶνις ἡ ἐκ γῆς ᾿Ισραήλ. 4 Η σύζυγος του Ναιμάν εισήλθε και ανήγγειλεν στον κύριόν της και του είπεν· “αυτά και αυτά μου είπεν η νεάνις, που κατάγεται από την χώραν των Ισραηλιτών”. 4 Ἡ σύζυγος τοῦ Ναιμὰν ἐπῆγε καὶ ἀνήγγειλε τὴν πληροφορίαν εἰς τὸν σύζυγόν της καὶ τοῦ εἶπεν: «Αὐτὰ καὶ αὐτὰ μοῦ εἶπε τὸ νεαρὸ κορίτσι, ἡ δούλη μου, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ».
5 καὶ εἶπε βασιλεὺς Συρίας πρὸς Ναιμάν· δεῦρο εἴσελθε, καὶ ἐξαποστελῶ βιβλίον πρὸς βασιλέα ᾿Ισραήλ· καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔλαβεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ δέκα τάλαντα ἀργυρίου καὶ ἑξακισχιλίους χρυσοῦς καὶ δέκα ἀλλασσομένας στολάς. 5 Ο Ναιμάν ανέφερε τούτο στον βασιλέα της Συρίας και ο βασιλεύς της Συρίας είπε προς τον Ναιμάν· “εμπρός, πήγαινε· και εγώ θα στείλω με σένα επιστολήν σχετικήν, προς τον βασιλέα των Ισραηλιτών. Ο Ναιμάν επήρε μαζή του δέκα τάλαντα αργυρίου και εξ χιλιάδες χρυσούς σίκλους και δέκα καινουργείς στολάς, 5 Ὅταν ὁ Ναιμὰν ἀνέφερε τὴν εἴδησιν αὐτὴν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Συρίας, ὁ βασιλιᾶς εἶπεν εἰς τὸν Ναιμάν: «Ἐμπρός, πήγαινε καὶ ἐγὼ θὰ στείλω μὲ σὲ γράμμα πρὸς τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ». Ὁ Ναιμὰν ἀνεχώρησεν, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του δέκα ἀργυρὰ τάλαντα καὶ ἓξι χιλιάδες χρυσοῦς σίκλους καὶ δέκα καινούργιες, πολύτιμες, ἐορταστικὲς στολές (ἐνδυμασίες).
6 καὶ ἤνεγκε τὸ βιβλίον πρὸς τὸν βασιλέα ᾿Ισραὴλ λέγων· καὶ νῦν ὡς ἂν ἔλθῃ τὸ βιβλίον τοῦτο πρὸς σέ, ἰδοὺ ἀπέστειλα πρός σε Ναιμὰν τὸν δοῦλόν μου, καὶ ἀποσυνάξεις αὐτὸν ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ. 6 επορεύθη προς τον βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού και έδωσε προς αυτόν την επιστολήν του βασιλέως του, δια της οποίας εκείνος έλεγε· “μαζή με την επιστολήν αυτήν, που ήλθεν εις τα χέρια σου, ιδού εγώ αποστέλλω και τον δούλον μου τον Ναιμάν και να φροντίσης, ώστε να θεραπεύσης αυτόν από την λέπραν του”. 6 Ὁ Σύρος ἀρχιστράτηγος παρέδωκεν εἰς τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραὴλ τὸ γράμμα,τὸ ὁποῖον ἔλεγε: «Καὶ τώρα, ὅταν τὸ γράμμα αὐτὸ φθάσῃ εἰς τὰ χέρια σου, νά· (μάθε ὅτι) στέλλω καὶ συνιστῶ εἰς σὲ τὸν δοῦλον (ἀρχιστράτηγόν) μου Ναιμάν, καὶ θέλω νὰ φροντίσῃς, ὥστε νὰ τὸν θεραπεύσῃς ἀπὸ τὴν λέπραν του».
7 καὶ ἐγένετο ὡς ἀνέγνω βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ τὸ βιβλίον, διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐγὼ τοῦ θανατῶσαι καὶ ζωοποιῆσαι, ὅτι οὖτος ἀποστέλλει πρός με ἀποσυνάξαι ἄνδρα ἀπὸ τῆς λέπρας αὐτοῦ; ὅτι πλὴν γνῶτε δὴ καὶ ἴδετε ὅτι προφασίζεται οὗτός μοι. 7 Αμέσως μόλις εδιάβασεν αυτό το γράμμα ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού έσχισε τα ενδύματά του και είπε· “είμαι εγώ θεός, ώστε να έχω την δύναμιν να θανατώσω και να ζωοποιήσω; Διατί ο βασιλεύς της Συρίας μου στέλνει τον άνθρωπόν του, δια να τον θεραπεύσω από την λέπραν του; Μαθετε, σας παρακαλώ, και ίδετε, ότι αυτός ζητεί πρόφασιν πολέμου”. 7 Συνέβη ὅμως τοῦτο: Μόλις ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ἐδιάβασε τὸ γράμμα, ἔσχισε τὰ ροῦχα του ἀπὸ τρόμον καὶ ἀπογοήτευσιν καὶ ἐφώναξε: «Μήπως νομίζει ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σκοτώνῃ καὶ νὰ δίδῃ ζωὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους; Διατὶ ὁ βασιλιᾶς αὐτὸς ἀποστέλλει εἰς ἐμὲ νὰ θεραπεύσω ἕνα ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν λέπραν του; Δι' αὐτὸ προσέξετε, παρακαλῶ, καὶ θὰ διαπιστώσετε τοῦτο: Εἶναι φανερὸν ὅτι ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας προσπαθεῖ νὰ εὕρῃ πρόφασιν, διὰ νὰ κηρύξῃ ἐναντίον μου πόλεμον!»
8 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ῾Ελισαιὲ ὅτι διέρρηξεν ὁ βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπέστειλε πρὸς τὸν βασιλέα ᾿Ισραὴλ λέγων· ἱνατὶ διέρρηξας τὰ ἱμάτιά σου; ἐλθέτω δὴ πρός με Ναιμὰν καὶ γνώτω ὅτι ἐστὶ προφήτης ἐν ᾿Ισραήλ. 8 Οταν ο Ελισαίος επληροφορήθη, ότι ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού έσχισεν από την λύπην του τα ενδύματά του, έστειλε προς αυτόν άνθρωπόν του και του είπε· “διατί έσχισες τα ενδύματά σου; Ας έλθη, λοιπόν, προς εμέ ο Ναιμάν και κάθε άνθρωπος ας μάθη, ότι υπάρχει προφήτης μεταξύ του ισραηλιτικού λαού”. 8 Ὅταν ὅμως ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ἔσχισε τὰ ροῦχα του ἀπὸ τρόμον καὶ ἀπογοήτευσιν ἐξ ἀφορμῆς τοῦ γράμματος τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας, ἔστειλε μήνυμα πρὸς τὸν βασιλιᾶ του Ἰσραήλ, μὲ τὸ ὁποῖον τοῦ ἔλεγε: «Διατὶ ἐταράχθης καὶ ἀπεγοητεύθης τόσον πολὺ καὶ ἔσχισες τὰ ροῦχα σου; Ἂς ἔλθῃ, παρακαλῶ, ὁ Ναιμὰν εἰς ἐμὲ καὶ ἂς μάθη (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ δείξω) ὅτι ὑπάρχει προφήτης εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἱκανὸς νὰ τὸν θεραπεύσῃ!»
9 καὶ ἦλθε Ναιμὰν ἐν ἵππῳ καὶ ἅρματι καὶ ἔστη ἐπὶ θύρας οἴκου ῾Ελισαιέ. 9 Ο Ναιμάν ήλθε με ιππικόν και πολεμικά άρματα και εσταμάτησεν εμπρός εις την θύραν του σπιτιού του Ελισαίου. 9 Ἔτσι ὁ ἀρχιστράτηγος Ναιμὰν ἦλθε μὲ ἱππικὸν καὶ πολεμικὰ ἅρματα καὶ ἐστάθη εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ σπιτιοῦ τοῦ προφήτου Ἐλισαίου.
10 καὶ ἀπέστειλεν ῾Ελισαιὲ ἄγγελον πρὸς αὐτὸν λέγων· πορευθεὶς λοῦσαι ἑπτάκις ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ, καὶ ἐπιστρέψει ἡ σάρξ σού σοι, καὶ καθαρισθήσῃ. 10 Ο Ελισαίος έστειλεν αγγελιαφόρον προς αυτόν και του είπε· “πήγαινε να λουσθής επτά φορές στον Ιορδάνην και θα θεραπευθής από την λέπραν σου και θα επανέλθη εντελώς υγιής η σαρξ σου”. 10 Καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἔστειλε πρὸς αὐτὸν ἕνα ἀπεσταλμένον, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπεν ἐκ μέρους τοῦ Προφήτου: «Πήγαινε καὶ λοῦσε τὸν ἑαυτόν σου ἑπτὰ φορὲς εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ ἡ λεπρὴ σάρκα σου θὰ ἀποκατασταθῇ, θὰ ἐξυγιανθῇ καὶ θὰ καθαρισθῇ καὶ ἔτσι θὰ γίνῃς ἐντελῶς καλά».
11 καὶ ἐθυμώθη Ναιμὰν καὶ ἀπῆλθε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάντως ἐξελεύσεται καὶ στήσεται καὶ ἐπικαλέσεται ἐν ὀνόματι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσει τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀποσυνάξει τὸ λεπρόν· 11 Ο Ναιμάν ωργίσθη, έφυγε και είπε· “ιδού εγώ ενόμισα και είπα ότι αυτός θα εξέλθη οπωσδήποτε εις συνάντησίν μου, θα σταθή και θα επικαλεσθή ενώπιόν μου το όνομα του Θεού του, θα θέση το χέρι αυτού στο ασθενές μου σωμα, θα περιμαζεύση έτσι και θα θεραπεύση την λέπραν μου. 11 Ἀλλ’ εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ὑποδείξεως αὐτῆς ὁ Ναιμὰν ἐθίγη, ἐθύμωσε καὶ ἔφυγε καὶ εἶπε: «Νά· ἐγὼ ἐνόμισα, ὅτι θὰ βγῇ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸ σπίτι διὰ νὰ μὲ ὑποδεχθῇ καὶ θὰ σταθῇ ἐμπρός μου καὶ θὰ παρακαλέσῃ Κύριον τὸν Θεόν του καὶ θὰ βάλῃ τὸ χέρι του εἰς τὰ ἀρρωστημένα σημεῖα τοῦ σώματός μου καὶ θὰ θεραπεύσῃ τὴν λέπραν! Αὐτὸς ὅμως μὲ διέταξεν ἁπλῶς νὰ λουσθῶ εἰς τὸν Ἰορδάνην ἑπτὰ φορές.
12 οὐχὶ ἀγαθὸς ᾿Αβανὰ καὶ Φαρφὰρ ποταμοὶ Δαμασκοῦ ὑπὲρ πάντα τὰ ὕδατα ᾿Ισραήλ; οὐχὶ πορευθεὶς λούσομαι ἐν αὐτοῖς καὶ καθαρισθήσομαι; καὶ ἐξέκλινε καὶ ἀπῆλθεν ἐν θυμῷ. 12 Δεν είναι καλύτεροι οι ποταμοί της Δαμασκού, ο Αβανά και ο Φαρφάρ, περισσότερον από όλα τα νερά του ισραηλιτικού βασιλείου; Διατί, λοιπόν, να μη υπάγω και να λουσθώ εις τα ύδατα των ποταμών αυτών;” Και γεμάτος θυμόν ήλλαξε δρόμον και ανεχώρησε. 12 Μήπως δὲν εἶναι ὁ Ἀβανὰ καὶ ὁ Φαρφάρ, οἱ ποταμοὶ τῆς Δαμασκοῦ, καλύτεροι ἀπὸ ὅλα τὰ νερά, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ; Δὲν ἠμπορῶ νὰ πάω καὶ νὰ λουσθῶ εἰς τοὺς ποταμοὺς αὐτοὺς καὶ νὰ καθαρισθῶ ἀπὸ τὴν λέπραν;» Καὶ ὁ Ναιμὰν ἐγύρισε πίσω καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἐλισαίου γεμᾶτος θυμὸν καὶ ὀργήν.
13 καὶ ἤγγισαν οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἐλάλησαν πρὸς αὐτόν· μέγα λόγον ἐλάλησεν ὁ προφήτης πρὸς σέ· οὐχὶ ποιήσεις; καὶ ὅτι εἶπε πρὸς σέ, λοῦσαι καὶ καθαρίσθητι. 13 Τον επλησίασαν όμως οι δούλοι του και του είπαν· “μήπως σου είπε κανένα δύσκολον έργον ο προφήτης, ώστε να μη ημπορής να το κάμης; Σου είπεν απλώς να λουσθής και θα καθαρισθής”. 13 Τότε τὸν ἐπλησίασαν οἱ ὑπηρέταί του, τοῦ ἐμίλησαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὁ Προφήτης σου εἶπε μήπως νὰ κάμῃς κάτι δύσκολον καὶ δὲν τὸ κάνεις; Τώρα ὅμως σοῦ εἶπε κάτι εὔκολον. Σοῦ εἶπεν ἁπλῶς· «νὰ λουσθῇς καὶ θὰ καθαρισθῇς».
14 καὶ κατέβη Ναιμὰν καὶ ἐβαπτίσατο ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ἑπτάκις κατὰ τὸ ρῆμα ῾Ελισαιέ, καὶ ἐπέστρεψεν ἡ σάρξ αὐτοῦ ὡς σάρξ παιδαρίου μικροῦ, καὶ ἐκαθαρίσθη. 14 Ο Ναιμάν υπεχώρησε, κατέβηκεν στον Ιορδάνην ποταμόν, ελούσθη εις τα ύδατα αυτού επτά φορές, όπως του είχεν είπει ο Ελισαίος, και τότε εκαθαρίσθη η σαρξ του αποκατεστάθη υγιής και έγινεν, όπως η σαρξ του μικρού παιδιού. 14 Ὁ Ναιμὰν ἠρέμησεν ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ ἐπείσθη νὰ κάμῃ ὅ,τι τοῦ εἶπεν ὁ Προφήτης. Ἔτσι ὁ Ναιμὰν κατέβη τελικῶς καὶ ἐβαπτίσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην ἑπτὰ φορές, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Ἐλισαίου· καὶ τότε ἡ ἀρρωστημένη σάρκα του ἀποκατεστάθη, ἰατρεύθη καὶ ἐκαθαρίσθη καὶ ἔγινε ἁπαλὴ καὶ γυαλιστερή, ὅπως ἡ σάρκα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.
15 καὶ ἐπέστρεψε πρὸς ῾Ελισαιὲ αὐτὸς καὶ πᾶσα ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ, καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ δὴ ἔγνωκα ὅτι οὐκ ἔστι Θεὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν λαβὲ τὴν εὐλογίαν παρὰ τοῦ δούλου σου. 15 Εγύρισε τότε προς τον Ελισαίον αυτός και όλη η συνοδεία του. Ηλθεν, εστάθη όρθιος ενώπιον αυτού και του είπε· “ιδού, εγνώριαα και επείσθην ότι εις όλην την γην δεν υπάρχει άλλος Θεός, ει μη μόνον αυτός, ο οποίος υπάρχει στον ισραηλιτικόν λαόν. Και τώρα λάβε τα δώρα αυτά από εμέ τον δούλον σου”. 15 Ὁ Ναιμὰν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Ἐλισαῖον μὲ ὅλην τὴν στρατιωτικὴν ἀκολουθίαν του καὶ ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐμπρὸς εἰς τὸν Προφήτην καὶ τοῦ εἶπε: «Τώρα νά· ἔμαθα πολὺ καλὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεὸς εἰς ὅλην τὴν γῆν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἕνα, μοναδικὸν καὶ ἀληθινὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ· τώρα λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, δέξου τὸ δῶρον αὐτὸ ἀπὸ ἐμέ, τὸν δοῦλον σου».
16 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, εἰ λήψομαι· καὶ παρεβιάσατο αὐτὸν λαβεῖν, καὶ ἠπείθησε. 16 Ο Ελισαίος απήντησεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ενώπιον του οποίου παρέστην και παρίσταμαι, ότι δεν θα λάβω κανένα δώρον”. Ο Ναιμάν επέμενε να λάβη δώρα, εκείνος όμως έμεινεν αμετάπειστος. 16 Ὁ Ἐλισαῖος τοῦ ἀπάντησε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ὑπηρετῶ ὡς λειτουργός, ἀρνοῦμαι νὰ λάβω τὸ δῶρον, ποὺ μοῦ προσφέρεις». Ὁ Ναιμὰν τὸν παρεκάλεσεν ἐπιμόνως καὶ τὸν ἐπίεσε νὰ τὸ λάβῃ, ὁ Ἐλισαῖος ὅμως ἠρνήθη σταθερά.
17 καὶ εἶπε Ναιμάν· καὶ εἰ μή, δοθήτω δὴ τῷ δούλῳ σου γόμος ζεῦγος ἡμιόνων, ὅτι οὐ ποιήσει ἔτι ὁ δοῦλός σου ὁλοκαύτωμα καὶ θυσίασμα θεοῖς ἑτέροις, ἀλλ᾿ ἢ τῷ Κυρίῳ μόνῳ· 17 Είπε τότε ο Ναιμάν· “αφού συ δεν θέλστο δώρον μου, ας δοθούν παρακαλώ εις εμέ τον δούλον σου φορτώματα χώματος δύο ημιόνων, διότι και εγώ ο δούλος σου δεν θα προσφέρω πλέον ολοκαυτώματα η θυσίας εις άλλους θεούς, ει μη μόνον στον Κυριον, τον μόνον αληθινόν Θεόν. 17 Τότε ὁ Ναιμὰν τοῦ εἶπεν: «Ἀφοῦ ἀρνεῖσαι νὰ δεχθῇς τὸ δῶρΟν μου, τότε, σὲ παρακαλῶ, ἂς δοθοῦν εἰς ἐμέ, τὸν δοῦλον σου, δύο φορτία ἡμιόνων χῶμα ἀπὸ τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ· διότι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, δὲν θὰ προσφέρω ὁλοκαυτώματα ἢ θυσίαν εἰς ἄλλους θεούς, παρὰ μόνον εἰς τὸν Κύριον, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ.
18 καὶ ἱλάσεται Κύριος τῷ δούλῳ σου ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι τὸν κύριόν μου εἰς οἶκον Ρεμμὰν προσκυνῆσαι ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ἐπαναπαύσεται ἐπὶ τῆς χειρός μου καὶ προσκυνήσω ἐν οἴκῳ Ρεμμὰν ἐν τῷ προσκυνεῖν αὐτὸν ἐν οἴκῳ Ρεμμάν, καὶ ἱλάσεται δὴ Κύριος τῷ δούλῳ σου ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ. 18 Και θα συγχωρήση ο Κυριος εμέ, τον δούλον σου, διότι, όταν ο κύριός μου και βασιλεύς μου θα εισέρχεται στον ναόν του Θεού Ρεμμάν να προσκυνήση εκεί, θα στηρίζεται στο χέρι μου. Και μαζή με αυτόν θα είμαι υποχρεωμένος να προσκυνήσω και εγώ στον ναόν Ρεμμάν, όταν εκείνος θα προσκυνή αυτόν τον θεόν εκεί. Θα συγχωρήση λοιπόν, παρακαλώ ο Κυριος εις εμέ τον δούλον σου την πράξιν μου αυτήν”. 18 Ἔτσι ἐλπίζω ὅτι ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, θὰ μὲ συγχωρήσῃ εἰς τοῦτο: Ὅταν θὰ μεταβαίνῃ ὁ βασιλιᾶς μου εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ Ρεμμάν, διὰ νὰ προσκυνήσῃ ἐκεῖ, καὶ αὐτὸς θὰ στηρίζεται εἰς τὸ χέρι μου, ἐγὼ δὲ ἕνεκα τῆς θέσεώς μου εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ προσκυνήσω εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ Ρεμμάν, τὴν ὥραν ποὺ προσκυνεῖ καὶ ὁ βασιλιᾶς εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ Ρεμμάν· ἐλπίζω ὅτι εἰς τὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὁ Κύριος θὰ συγχωρήσῃ ὁπωσδήποτε ἐμέ, τὸν δοῦλον σου, εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο!»
19 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ πρὸς Ναιμάν· δεῦρο εἰς εἰρήνην. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ εἰς δεβραθὰ τῆς γῆς. 19 Ο Ελισαίος είπεν στον Ναιμάν· “πήγαινε εις ειρήνην”. Ο Ναιμάν ανεχώρησεν από αυτόν και επροχώρησεν εις κάποιαν απόστασιν από εκεί. 19 Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε εἰς τὸν Ναιμάν: «Πήγαινε στὸ καλό, εἰρηνικὸς καὶ ἥσυχος». Ὁ Ναιμὰν ἔφυγεν ἀπὸ τὸν Ἐλισαῖον καὶ ἔφθασεν εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν.
20 καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον ῾Ελισαιέ· ἰδοὺ ἐφείσατο ὁ κύριός μου τοῦ Ναιμὰν τοῦ Σύρου τούτου τοῦ μὴ λαβεῖν ἐκ χειρὸς αὐτοῦ ἃ ἐνήνοχε· ζῇ Κύριος ὅτι εἰ μὴ δραμοῦμαι ὀπίσω αὐτοῦ καὶ λήψομαι ἀπ᾿ αὐτοῦ τι. 20 Ο δούλος του Ελισαίου, ο Γιεζί, διελογίσθη τότε και είπεν από μέσα του· “ιδού· ο κύριός μου ελυπήθη αυτόν τον Ναιμάν, τον Συρον, και δεν επήρε τίποτε από τα χέρια του, από όσα εκείνος έφερεν. Ορκίζομαι στον Θεόν τον ζώντα ότι θα τρέξω οπίσω του και κάτι θα πάρω από αυτόν”. 20 Ἐνῷ ὅμως ὁ Ναιμὰν εἶχεν ἀπομακρυνθῆ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἀπὸ τὸν Ἐλισαῖον, ὁ Γιεζί, ὁ δοῦλος τοῦ Ἐλισαίου, εἶπε καθ' ἑαυτόν: «Νά· ὁ κύριός μου ἐλυπήθη τὸν Ναιμάν, αὐτὸν τὸν Σύρον, καὶ δὲν ἐδέχθη ἀπὸ τὰ χέρια του τὰ δῶρα, ποὺ ἔφερε καὶ τοῦ προσέφερεν εὶς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, θὰ τρέξω πίσω του καὶ θὰ λάβω κάτι ἀπὸ αὐτόν».
21 καὶ ἐδίωξε Γιεζὶ ὀπίσω τοῦ Ναιμάν, καὶ εἶδεν αὐτὸν Ναιμὰν τρέχοντα ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ ἅρματος εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ εἶπεν· εἰρήνη· 21 Πράγματι ο Γιεζί έτρεξε πίσω από τον Ναιμάν. Ο Ναιμάν τον είδε να τρέχη οπίσω από αυτόν, κατέβηκεν από το άρμα του, δια να τον συναντήση και του είπε· “πως έως εδώ με το καλό;” 21 Ἔτσι ὁ Γιεζὶ ἔτρεξε πίσω ἀπὸ τὸν Ναιμὰν καὶ τὸν ἐπρόφθασε. Ὅταν ὁ Ναιμὰν τὸν εἶδε νὰ τρέχῃ πίσω του, κατέβη ἀπὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα του διὰ νὰ τὸν ὑποδεχθῇ καὶ τὸν ἐρώτησε: «Συμβαίνει τίποτε;»
22 ὁ κύριός μου ἀπέστειλέ με λέγων· ἰδοὺ νῦν ἦλθον πρός με δύο παιδάρια ἐξ ὄρους ᾿Εφραὶμ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν· δὸς δὴ αὐτοῖς τάλαντον ἀργυρίου καὶ δύο ἀλλασσομένας στολάς. 22 Ο Γιεζί απήντησεν· “ο κύριός μου με έστειλε, δια να σου είπω· Ιδού ήλθον προς εμέ δύο νέοι, παιδιά των προφητών, από το όρος Εφραίμ. Δος μου, σε παρακαλώ, δια να δώσω εις αυτούς ένα τάλαντον αργυρίου και δύο καινουργείς στολάς”. 22 Ὁ Γιεζὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ὁ Κύριός μου μὲ ἔστειλε καὶ μοῦ παρήγγειλε νὰ σοῦ εἰπῶ: «Νά· τώρα μόλις ἦλθαν ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραὶμ δύο νεαροὶ προφῆται· δῶσε τους, σὲ παρακαλῶ, ἕνα ἐργυρὸν τάλαντον (κατ' ἄλλην γραφήν: «Διτάλαντον», δηλαδὴ δύο ἀργυρᾶ τάλαντα) καὶ δύο καινούργιες, πολύτιμες, ἐορταστικὲς στολές (ἐνδυμασίες)».
23 καὶ εἶπε· λαβὲ διτάλαντον ἀργυρίου· καὶ ἔλαβε δύο τάλαντα ἀργυρίου ἐν δυσὶ θυλάκοις καὶ δύο ἀλλασσομένας στολὰς καὶ ἔδωκεν ἐπὶ δύο παιδάρια αὐτοῦ. καὶ ᾖραν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. 23 Ο Ναιμάν είπε· “πάρε δύο τάλαντα αργυρίου”. Επήρεν ο Γιεζί τα δύο τάλαντα αργυρίου και έθεσεν αυτά εις δύο σάκκους και τας δύο καινουργείς στολάς. Αυτά έδωσεν ο Γιεζί στους δύο δούλους του, οι οποίοι και τα μετέφεραν προπορευόμενοι από αυτόν. 23 Ὁ Ναιμὰν τοῦ εἶπε: «Πάρε δύο ἀργυρᾶ τάλαντα». Ὁ Γιεζὶ ἔλαβε τὰ δύο ἀργυρᾶ τάλαντα καὶ τὰ ἔβαλεν εἰς δύο σακκίδια καὶ τὶς δύο καινούργιες, πολύτιμες, ἐορταστικὲς στολές (ἐνδυμασίες) καὶ τὰ ἔδωκεν εἰς δύο ὑπηρέτες του, οἱ ὁποῖοι τὰ μετέφεραν, προπορευόμενοι τοῦ Γιεζί.
24 καὶ ἦλθον εἰς τὸ σκοτεινόν, καὶ ἔλαβεν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ παρέθετο ἐν οἴκῳ καὶ ἐξαπέστειλε τοὺς ἄνδρας. 24 Αλλ' όταν ήλθον εις κάποιον απόκρυφον και σκοτεινόν μέρος, τα επήρεν από τα χέρια των ο Γιεζί, τα ετοποθέτησεν στο απόκρυφον μέρος του οίκου και αφήκε τους δούλους του να φύγουν. 24 Καὶ ὅταν ὁ Γιεζὶ ἔφθασεν εἰς τὸ ἀπόκρυφον δωμάτιον τοῦ σπιτιοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον ἔμενε μὲ τὸν Ἐλισαῖον, ἐπῆρε τὰ δῶρα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ὑπηρετῶν καὶ τὰ ἔκρυψεν εἰς τὸ ἀπόκρυφον δωμάτιον τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἔδιωξε τοὺς δύο ὑπηρέτες.
25 καὶ αὐτὸς εἰσῆλθε καὶ παρεστήκει πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ· καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ῾Ελισαιέ· πόθεν, Γιεζί; καὶ εἶπε Γιεζί· οὐ πεπόρευται ὁ δοῦλός σου ἔνθα καὶ ἔνθα. 25 Κατόπιν ο Γιεζί εισήλθεν στον οίκον, όπου ήτο ο Ελισαίος, και εστάθη εμπρός στον κύριόν του. Ο Ελισαίος τον ηρώτησε· “Γιεζί, από που έρχεσαι;” Ο Γιεζί απήντησεν· “ο δούλος σου εδώ είναι. Δεν επήγε εδώ και εκεί”. 25 Αὐτὸς δέ (ὁ Γιεζί) ἦλθε καὶ παρουσιάσθη εἰς τὸν κύριόν του. Τότε ὁ Ἐλισαῖος τὸν ἐρώτησε: «Ἀπὸ ποὺ ἔρχεσαι, Γιεζί;» Ὁ Γιεζὶ ἀπέκρυψε τὴν ἀλήθειαν διὰ τὶς κινήσεις του καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἀπὸ πουθενά! Ὁ δοῦλος σου δὲν ἐπῆγε οὔτε ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ!»
26 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ῾Ελισαιέ· οὐχὶ ἡ καρδία μου ἐπορεύθη μετὰ σοῦ, ὅτε ἐπέστεψεν ὁ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ἅρματος εἰς συναντήν σοι; καὶ νῦν ἔλαβες τὸ ἀργύριον, καὶ νῦν ἔλαβες τὰ ἱμάτια καὶ ἐλαιῶνας καὶ ἀμπελῶνας καὶ πρόβατα καὶ βόας καὶ παῖδας καὶ παιδίσκας· 26 Είπε τότε προς αυτόν ο Ελισαίος· “νομίζεις ότι το μάτι της ψυχής μου δεν σε παρηκολούθησεν, όταν ο Ναιμάν επέστρεψεν από το άρμα του, δια να σε συναντήση; Επήρες, λοιπόν, τας δύο στολάς, επήρες και το αργύριον, ώστε με τα χρήματα αυτά να αγοράσης ελαιώνας, αμπελώνας, πρόβατα, βόϊδια, δούλους και δούλας. 26 Ὁ Ἐλισαῖος ὅμως τοῦ εἶπε: «Διατὶ λέγεις ψέματα; Νομίζεις ὅτι δὲν ἤμουν παρών πνευματικῶς κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς πορείας σου καὶ δὲν σὲ παρακολουθοῦσα, ὅταν ὁ Ναιμὰν κατέβη ἀπὸ τὸ πολεμικόν του ἅρμα διὰ νὰ σὲ προϋπαντήσῃ; Τώρα λοιπὸν ἔλαβες ἀπὸ τὸν Ναιμὰν τὰ ἀργυρᾶ τάλαντα, καὶ τώρα ἔλαβες τὶς στολές (διὰ νὰ ἀγοράσῃς) καὶ ἐλαιῶνες καὶ ἀμπέλια καὶ πρόβατα καὶ βόδια καὶ δούλους καὶ δοῦλες.
27 καὶ ἡ λέπρα Ναιμὰν κολληθήσεται ἐν σοὶ καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξῆλθεν ἐκ προσώπου αὐτοῦ λελεπρωμένος ὡσεὶ χιών. 27 Αλλά δια το ψεύδος, που είπες, ιδού η λέπρα του Ναιμάν θα προσκολληθή επάνω σου και στους απογόνους σου, εις τας γενεάς των γενεών” ο Γιεζί έφυγεν από τον Ελισαίον γεμάτος λέπραν, λευκός όπως το χιόνι. 27 Δι' αὐτὸ ἡ λέπρα τοῦ Ναιμὰν θὰ προσβάλῃ σὲ καὶ θὰ κολλήσῃ ἐπάνω σου καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους σου διὰ παντός!» Καὶ ὁ Γιεζὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὸν Ἐλισαῖον γεμᾶτος λέπραν· τὸ δέρμα του ἦταν ὁλόλευκον, εὐδιάλυτον καὶ μαλακόν, ὅπως τὸ χιόνι.