Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ῾Ελισαιὲ ἐλάλησε πρὸς τὴν γυναῖκα, ἧς ἐζωπύρησε τὸν υἱόν, λέγων· ἀνάστηθι καὶ δεῦρο σὺ καὶ ὁ οἶκός σου καὶ παροίκει, οὗ ἐὰν παροικήσῃς, ὅτι κέκληκε Κύριος λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, καί γε ἦλθεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτὰ ἔτη. 1 Ο Ελισαίος ωμίλησε προς την γυναίκα, της οποίας είχεν αναστήσει το παιδί, και της είπε· “σήκω και πήγαινε συ και οι άνθρωποι του σπιτιού σου και μένε προσωρινώς, όπου θέλεις, διότι ο Κυριος διέταξε να έλθη στον τόπον μας πείνα, η οποία θα διαρκέση επί επτά έτη”. 1 Ο Ἐλισαῖος εἶχεν ὁμιλήσει εἰς τὴν Σωμανίτιδα γυναῖκα, τῆς ὁποίας εἶχεν ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν τὸν υἱόν, καὶ τῆς εἶπε: «Σήκω καὶ πήγαινε σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου (οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ σου) καὶ κατοίκησε προσωρινῶς κάπου ἀλλοῦ, ὅπου ἠμπορεῖς καὶ ἐπιθυμεῖς· διότι ὁ Κύριος ἔχει προκαλέσει πεῖναν εἰς τὴν χώραν μας». Πράγματι· ἡ πεῖνα ἦλθεν εἰς τὴν χώραν καὶ διήρκεσεν ἑπτὰ χρόνια.
2 καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ καὶ ἐποίησε κατὰ τὸ ρῆμα ῾Ελισαιὲ καὶ αὐτὴ καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς καὶ παρῴκει ἐν γῇ ἀλλοφύλων ἑπτὰ ἔτη. 2 Η γυναίκα εκείνη εσηκώθη και έκαμε, όπως ακριβώς της είχε πει ο Ελισαίος, αυτή και οι άνθρωποι του σπιτιού της. Εφυγε και κατώκησε προσωρινώς επί επτά έτη εις την χώραν των αλλοφύλων. 2 Ἡ Σωμανῖτις ἐσηκώθη καὶ ἔκαμεν ὅπως ἀκριβῶς τῆς εἶπεν ὁ Ἐλισαῖος· τόσον αὐτὴ ἡ ἰδία, ὅσον καὶ ἡ οἰκογένειά της (οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ της) ἐκατοίκησαν προσωρινῶς εἰς τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια.
3 καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ τέλος τῶν ἑπτὰ ἐτῶν καὶ ἐπέστρεψεν ἡ γυνὴ ἐκ γῆς ἀλλοφύλων εἰς τὴν πόλιν καὶ ἦλθε βοῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα περὶ τοῦ οἴκου ἑαυτῆς καὶ περὶ τῶν ἀγρῶν αὐτῆς. 3 Οταν επέρασαν τα επτά έτη, η γυναίκα εκείνη επανήλθεν από την χώραν των Φιλισταίων εις την πόλιν της. Παρουσιάσθη προς τον βασιλέα και θερμώς παρεκάλεσε να αποδοθή εις αυτήν ο οίκος της και οι αγροί της, τους οποίους είχαν καταπατήσει άλλοι. 3 Καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν ἑπτὰ ἐτῶν συνέβη τοῦτο: Ἡ γυναῖκα ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων εἰς τὴν πόλιν, ὅπου ἑκατοικοῦσε προηγουμένως. Καὶ παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ τὸν παρακαλέσῃ διὰ τὴν οἰκογένειάν της (τὸ σπίτι της) καὶ διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῶν χωραφιῶν της (τῆς κτηματικῆς περιουσίας της).
4 καὶ ὁ βασιλεὺς ἐλάλει πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον ῾Ελισαιὲ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θοεῦ λέγων· διήγησαι δὴ ἐμοὶ πάντα τὰ μεγάλα, ἃ ἐποίησεν ῾Ελισαιέ. 4 Ο βασιλεύς την ώραν εκείνην ομιλούσε προς τον Γιεζί, τον δούλον του Ελισαίου του ανθρώπου του Θεού, και του έλεγε· “διηγήσου μου, σε παρακαλώ, όλα τα μεγάλα έργα, τα οποία έκαμεν ο Ελισαίος”. 4 Τὴν ὥραν ποὺ ἐπῆγε νὰ συναντήσῃ τὸν βασιλιᾶ, αὐτὸς συνωμιλοῦσε μὲ τὸν Γιεζί, τὸν ὑπηρέτην τοῦ Ἐλισαίου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ βασιλιᾶς ἔλεγε πρὸς τὸν Γιεζί: «Ἱστόρησέ μου, σὲ παρακαλῶ, ὅλα τὰ μεγάλα ἔργα (Θαύματα), τὰ ὁποῖα ἔκαμεν ὁ Ἐλισαῖος».
5 καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἐξηγουμένου τῷ βασιλεῖ, ὡς ἐζωπύρησεν υἱὸν τεθνηκότα, καὶ ἰδοὺ ἡ γυνή, ἧς ἐζωπύρησε τὸν υἱὸν αὐτῆς ῾Ελισαιέ, βοῶσα πρὸς τὸν βασιλέα περὶ τοῦ οἴκου ἑαυτῆς καὶ περὶ τῶν ἀγρῶν ἑαυτῆς· καὶ εἶπε Γιεζί· κύριε βασιλεῦ, αὕτη ἡ γυνὴ καὶ οὖτος ὁ υἱὸς αὐτῆς, ὃν ἐζωπύρησεν ῾Ελισαιέ. 5 Ενώ δε ο Γιεζί διηγείτο προς τον βασιλέα, πως ο Ελισαίος ανέστησε τον νεκρόν υιόν της γυναικός εκείνης, ιδού η γυναίκα, της οποίας τον υιόν είχεν αναστήσει ο Ελισαίος, ήλθεν εκεί κράζουσα προς τον βασιλέα δια την απόδοσιν του οίκου της και των αγρών της. Είπε δε ο Γιεζί· “κύριε βασιλεύ, αυτή είναι η γυναίκα, περί της οποίας σου ωμίλησα, και αυτός είναι ο υιός της, τον οποίον ανέστησεν ο Ελισαίος”. 5 Ἐνῷ δὲ ὁ Γιεζὶ διηγεῖτο καὶ ἐξηγοῦσε εἰς τὸν βασιλιᾶ, πῶς ἀνέστησεν ὁ Ἐλισαῖος νεκρὸν υἱόν, νά· τὴν ὥραν ἐκείνην παρουσιάσθη ἡ γυναῖκα, τῆς ὁποίας τὸν νεκρὸν υἱὸν ἀνέστησεν ὁ Ἐλισαῖος, καὶ ἐζητοῦσε ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ βοήθειαν διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς οἰκογενείας της καὶ διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῶν χωραφιῶν της. Καὶ ὁ Γιεζὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλιᾶ: «Κύριέ μου βασιλιᾶ, αὐτὴ εἶναι ἡ γυναῖκα καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός της, τὸν ὁποῖον ὁ Ἐλισαῖος ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν!»
6 καὶ ἐπηρώτησεν ὁ βασιλεὺς τὴν γυναῖκα καὶ διηγήσατο αὐτῷ· καὶ ἔδωκεν αὐτῇ ὁ βασιλεὺς εὐνοῦχον ἕνα λέγων· ἐπίστρεψον πάντα τὰ αὐτῆς καὶ πάντα τὰ γενήματα τοῦ ἀγροῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς κατέλιπε τὴν γῆν ἕως τοῦ νῦν. 6 Ο βασιλεύς ηρώτησε τότε την γυναίκα και εκείνη διηγήθη εις αυτόν τα γεγονότα. Ο βασιλεύς έδωκεν εις αυτήν ένα αξιωματικόν του και του είπε· “φρόντισε να αποδοθούν εις την γυναίκα αυτήν όλα όσα της ανήκουν και όλα τα προϊόντα του αγρού της από την ημέραν, κατά την οποίαν εγκατέλειψε την χώραν μέχρι τώρα”. 6 Τότε ὁ βασιλιᾶς ἐρώτησε τὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία τοῦ διηγήθη καὶ τοῦ ἱστόρησε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν νεκρανάστασιν τοῦ υἱοῦ της. Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ἕνα ἀξιωματοῦχον τῆς αὐλῆς του, τὸν ὁποῖον διέταξε: «Δῶσε πίσω ὅλα, ὅσα ἀνήκουν εἰς τὴν γυναῖκα αὐτήν, καὶ ὅλα τὰ προϊόντα τῶν χωραφιῶν της (τὴν ἀξίαν τῶν, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν τόκων) ἀπὸ τὴν ἡμέραν, ποὺ ἔφυγε καὶ ἐγκατέλειψε τὴν χώραν, μέχρι τώρα».
7 Καὶ ἦλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς Δαμασκόν, καὶ υἱὸς ῎Αδερ βασιλεὺς Συρίας ἠρρώστει, καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ἥκει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἕως ὧδε. 7 Επειτα ο Ελισαίος ήλθεν εις την Δαμασκόν. Ο υιός Αδερ, ο βασιλεύς της Συρίας, ήτο ασθενής. Είπον δε οι άνθρωποι του στον βασιλέα· “έχει ελθει έως εδώ ο Ελισαίος, ο άνθρωπος του Θεού”. 7 Ὁ Ἐλισαῖος ἦλθεν εἰς τὴν Δαμασκόν, ὁ δὲ υἱὸς Ἄδερ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας, ἦταν ἄρρωστος. Τότε οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλικοῦ περιβάλλοντος εἶπαν εἰς τὸν υἱὸν Ἄδερ: «Ἔφθασεν ἐδῶ εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ Ἐλισαῖος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».
8 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Αζαήλ· λάβε ἐν τῇ χειρί σου μαναὰ καὶ δεῦρο εἰς ἀπαντὴν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιζήτησον τὸν Κύριον παρ᾿ αὐτοῦ λέγων· εἰ ζήσομαι ἐκ τῆς ἀρρωστίας μου ταύτης; 8 Ο βασιλεύς είπε προς τον Αζαήλ· “πάρε εις τα χέρια σου δώρα, πήγαινε να συναντήσης τον άνθρωπον αυτόν του Θεού και ζήτησε δια μέσου αυτού να μάθης από τον Κυριον, εάν θα θεραπευθώ από την αρρώστιά μου αυτήν και θα ζήσω”. 8 Καὶ ὁ βασιλιᾶς εἶπεν εἰς τὸν Ἀζαήλ, ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους του: «Πάρε εἰς τὰ χέρια σου δῶρα καὶ πήγαινε νὰ συναντήσῃς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε νὰ μάθῃς μέσῳ αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Κύριον· «θὰ θεραπευθῶ ἄραγε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια μου αὐτήν;»
9 καὶ ἐπορεύθη ᾿Αζαὴλ εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ἔλαβε μαναὰ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ἀγαθὰ Δαμασκοῦ, ἄρσιν τεσσαράκοντα καμήλων, καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς ῾Ελισαιέ· υἱός σου υἱὸς ῎Αδερ βασιλεὺς Συρίας ἀπέστειλέ με πρός σε ἐπερωτῆσαι λέγων· εἰ ζήσομαι ἐκ τῆς ἀρρωστίας μου ταύτης; 9 Ο Αζαήλ εξεκίνησεν εις συνάντησιν του Ελισαίου. Επήρε δώρα πολλά εις τα χέρια του από όλα τα αγαθά της Δαμασκού, τεσσαράκοντα φορτώματα καμήλων. Ηλθε και εστάθη ενώπιον του Ελισαίου και του είπε· “ο υιός σου, ο υιός Αδερ ο βασιλεύς της Συρίας, με έστειλε προς σέ, δια να ερωτήσω εκ μέρους του λέγων· εάν θα θεραπευθώ από την ασθένειάν μου αυτήν;” 9 Ἔτσι ὁ Ἀζαὴλ ἐπῆγε εἰς συνάντησιν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ· ἐπῆρε δῶρα εἰς τὰ χέρια του καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ καλύτερα προϊόντα τῆς Δαμασκοῦ, φορτώματα σαράντα καμήλων, καὶ ἦλθε καὶ παρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἑλισαῖον καὶ τοῦ εἶπεν: «Ὁ υἱός σου, ὁ υἱὸς Ἄδερ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας, μὲ ἔστειλε πρὸς σὲ διὰ νὰ σὲ ἐρωτήσω τοῦτο· «θὰ θεραπευθῶ ἄραγε ἀπὸ τὴν ἀρρώστιά μου αὐτήν;»
10 καὶ καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· δεῦρο εἰπὸν αὐτῷ· ζωῇ ζήσῃ· καὶ ἔδειξέ μοι Κύριος ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ· 10 Ο Ελισαίος απήντησε· “πήγαινε και ειπέ εις αυτόν· Θα θεραπευθής από την ασθένειάν σου και θα ζήσης. Ο Κυριος όμως μου έδειξε κάποιον άλλον τρόπον, δια του οποίου θα αποθάνης”. 10 Ὁ Ἐλισαῖος τοῦ ἀπάντησε: «Πήγαινε καὶ πές του· «θὰ θεραπευθῇς ὁπωσδήποτε!» Ἀλλ’ ὁ Κύριος μοῦ ἐφανέρωσεν ὅτι ὁ βασιλιᾶς, ἐνῷ θὰ ἀναρρώσῃ, θὰ ἀποθάνῃ ἐξάπαντος»!
11 καὶ παρέστη τῷ προσώπῳ αὐτοῦ καὶ ἔθηκεν ἕως αἰσχύνης, καὶ ἔκλαυσεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. 11 Ο Ελισαίος εστάθη ενώπιον του Αζαήλ, τον παρετήρησεν ατενώς, μέχρις ότου εκείνος εντράπη. Ο Ελισαίος ηρχισε να κλαίη. 11 Καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἐκάρφωσε τὸ διεισδυτικόν του βλέμμα εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀζαήλ, μέχρις ὅτου ὁ Ἀζαὴλ ἐκοκκίνισεν ἀπὸ ἐντροπὴν καὶ ἐστενοχωρήθη πολύ. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἐλισαῖος, ἐξέσπασεν εἰς κλάμα.
12 καὶ εἶπεν ᾿Αζαήλ· τί ὅτι ὁ κύριός μου κλαίει; καὶ εἶπεν· ὅτι οἶδα ὅσα ποιήσεις τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ κακά· τὰ ὀχυρώματα αὐτῶν ἐξαποστελεῖς ἐν πυρὶ καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτῶν ἐν ρομφαίᾳ ἀποκτενεῖς καὶ τὰ νήπια αὐτῶν ἐνσείσεις καὶ τὰς ἐν γαστρὶ ἐχούσας αὐτῶν ἀναρρήξεις. 12 Ο Αζαήλ τότε τον ηρώτησε· “διατί κλαίει ο κύριός μου;” “Κλαίω διότι γνωρίζω πόσα κακά θα κάμης συ εναντίον των Ισραηλιτών. Τας ωχυρωμένας πόλεις αυτών θα παραδώσης στο πυρ και τους εκλεκτούς άνδρας των θα φονεύσης δια της ρομφαίας. Θα συντρίψης τα κεφάλια των νηπίων και θα ανοίξης τας κοιλίας των εγκύων γυναικών”. 12 Ὁ Ἀζαὴλ τὸν ἐρώτησε: «Διατὶ κλαίει ὁ κύριός μου;» Καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: «Κλαίω, διότι γνωρίζω ὅσα φοβερὰ κακὰ θὰ κάμῃς εἰς βάρος τῶν Ἰσραηλιτῶν. Τὰ φρούρια καὶ τὶς ὠχυρωμένες πόλεις των θὰ καταστρέψῃς μὲ φωτιὰ καὶ τοὺς νέους καὶ ἐκλεκτοὺς ἄνδρες των θὰ σκοτώσῃς μὲ ρομφαίαν καὶ θὰ συντρίψῃς μὲ σκληρότητα, σπάζοντας βίαια τὰ κεφάλια τῶν νηπίων των καὶ θὰ σχίσῃς τὴν κοιλία τῶν ἐγκύων γυναικῶν των».
13 καὶ εἶπεν ᾿Αζαήλ· τίς ἐστιν ὁ δοῦλός σου ὁ κύων ὁ τεθνηκώς, ὅτι ποιήσει τὸ ρῆμα τοῦτο; καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ἔδειξέ μοι Κύριός σε βασιλεύοντα ἐπὶ Συρίαν. 13 Ο Αζαήλ απήντησε· “ποιός είμαι εγώ ο δούλος σου, εγώ το ψόφιο σκυλί που θα τολμήσω να κάμω τα έργα αυτά;” Ο Ελισαίος του απήντησεν· “ο Κυριος μου απεκάλυψεν, ότι θα γίνης βασιλεύς της Συρίας”. 13 Ὁ Ἀζαὴλ εἶπε: «Ποῖος εἶμαι ἐγὼ ὁ δοῦλος σου, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, τὸ ψόφιο σκυλί, ποὺ θὰ γίνω τόσον ἰσχυρός, ὥστε νὰ πραγματοποιήσω ὅλα αὐτά, ποὺ εἶπες;» Ὁ Ἐλισαῖος τοῦ ἀπάντησε: «Ὁ Κύριος μοῦ ἐφανέρωσεν ὅτι σὺ θὰ γίνῃς βασιλιᾶς τῆς Συρίας».
14 καὶ ἀπῆλθεν ἀπὸ ῾Ελισαιὲ καὶ εἰσῆλθε πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί εἶπέ σοι ῾Ελισαιέ; καὶ εἶπεν· εἶπέ μοι, ζωῇ ζήσῃ. 14 Ο Αζαήλ ανεχώρησεν από τον Ελισαίον, εισήλθεν προς τον κύριόν του, ο οποίος και τον ηρώτησε· “τι σου είπεν ο Ελισαίος;” Εκείνος απήντησε· “μου είπεν ότι θα θεραπευθής από την ασθένειάν σου και θα ζήσης”. 14 Ὁ Ἀζαὴλ ἔφυγεν ἀπὸ τὸν Ἑλισαῖον καὶ ἐπῆγε πίσω εἰς τὸν κύριόν του, καὶ παρουσιάσθη εἰς τὸν υἱὸν Ἄδερ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐρώτησε: «Τί σοῦ εἶπεν ὁ Ἐλισαῖος;» Ὁ Ἀζαὴλ ἀπάντησε: «Μοῦ εἶπεν, ὅτι θὰ θεραπευθῇς ὁπωσδήποτε καὶ θὰ ζήσῃς».
15 καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον, καὶ ἔλαβε τὸ μαχμὰ καὶ ἔβαψεν ἐν τῷ ὕδατι καὶ περιέβαλεν ἐπὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀπέθανε, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Αζαὴλ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 15 Την επομένην ημέραν ο Αζαήλ επήρεν ένα σκέπασμα, το εβύθισε μέσα στο νερό και με αυτό περιετύλιξεν ασφυκτικώς το πρόσωπον του βασιλέως του, τον έπνιξε και εκείνος απέθανεν. Αντί δε αυτού εβασίλευσεν ο Αζαήλ. 15 Ἀλλὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν συνέβη τοῦτο: Ὁ Ἀζαὴλ ἐπῆρε ἕνα σκέπασμα (κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Μιὰ κουβέρτα), τὸ ἐβούτηξε εἰς τὸ νερὸν καὶ μὲ αὐτὸ ἐκάλυψε καὶ ἐτύλιξε τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος ἔτσι ἐπνίγη ἀπὸ ἀσφυξίαν καὶ ἀπέθανε. Τότε ὁ Ἀζαὴλ ἀνεκηρύχθη βασιλιᾶς τῆς Συρίας ἀντὶ τοῦ υἱοῦ Ἄδερ.
16 ᾿Εν ἔτει πέμπτῳ τῷ ᾿Ιωρὰμ υἱῷ ᾿Αχαὰβ βασιλεῖ ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιωσαφὰτ βασιλεῖ ᾿Ιούδα ἐβασίλευσεν ᾿Ιωρὰμ υἱὸς ᾿Ιωσαφὰτ βασιλεὺς ᾿Ιούδα. 16 Κατά το πέμπτον έτος της βασιλείας του Ιωράμ, υιού του Αχαάβ βασιλέως του Ισραήλ, όταν ο Ιωσαφάτ ήτο βασιλεύς του Ιούδα, ανήλθεν στον θρόνον του βασιλείου Ιούδα ο Ιωράμ, ο υιός του Ιωσαφάτ. 16 Κατὰ τὸ πέμπτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωράμ, υἱοῦ τοῦ Ἀχαάβ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ὅταν ὁ Ἰωσαφὰτ ἦταν βασιλιᾶς τοῦ Ἰούδα, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον ὁ Ἰωράμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσαφάτ, καὶ ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ Ἰούδα.
17 υἱὸς τριάκοντα καὶ δύο ἐτῶν ἦν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ὀκτὼ ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 17 Ητο δε τότε τριάκοντα δύο ετών ο Ιωράμ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε επί οκτώ έτη με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ. 17 Ὁ Ἰωρὰμ ἦταν τριάντα δύο ἐτῶν, ὅταν ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια.
18 καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ βασιλέων ᾿Ισραήλ, καθὼς ἐποίησεν οἶκος ᾿Αχαάβ, ὅτι θυγάτηρ ᾿Αχαὰβ ἦν αὐτῷ εἰς γυναῖκα· καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου. 18 Εβάδισεν όμως τον δρόμον της ασεβείας των βασιλέων του Ισραήλ. Εκαμε και αυτός ο,τι είχε κάμει η οικογένεια Αχαάβ, διότι έλαβεν ως σύζυγόν του θυγατέρα του Αχαάβ. Διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου εκτραπείς εις την ειδωλολατρείαν. 18 Ὁ Ἰωρὰμ ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἔτσι ἐμιμήθη ὅ,τι ἔκαμεν ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια τοῦ Ἀχαάβ, διότι ἡ κόρη τοῦ Ἀχαὰβ ἦταν σύζυγός του. Καὶ ὁ Ἰωρὰμ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν.
19 καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος διαφθεῖραι τὸν ᾿Ιούδαν διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ, καθὼς εἶπε δοῦναι αὐτῷ λύχνον καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας. 19 Ο Κυριος όμως δεν ηθέλησε να εξολοθρεύση αυτόν και να σταματήση έτσι την διαδοχήν στο βασίλειον του Ιούδα. Τούτο δέ, προς χάριν του Δαυίδ του δούλου του. Διότι είχεν υποσχεθή εις αυτόν, ότι θα δώση λύχνον διαδοχής στους απογόνους αυτού αδιακόπως επί του βασιλικού θρόνου. 19 Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Κύριος δὲν ἠθέλησε νὰ τὸν τιμωρήσῃ καὶ νὰ καταστρέψῃ ἔτσι τὴν βασιλείαν τοῦ Ἰούδα, χάριν τοῦ Δαβίδ, τοῦ δούλου του. Διότι ὁ Κύριος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ δώσῃ εἰς τὸν βασιλιᾶ Δαβὶδ καὶ τοὺς διαδόχους του μόνιμον λύχνον - συνέχειαν εἰς τὸν βασιλικὸν Θρόνον του.
20 ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἠθέτησεν ᾿Εδὼμ ὑποκάτωθεν χειρὸς ᾿Ιούδα καὶ ἐβασίλευσαν ἐφ᾿ ἑαυτοὺς βασιλέα. 20 Κατά την περίοδον της βασιλείας του Ιωράμ οι Ιδουμαίοι επανεστάτησαν εναντίον της δουλείας των Ιουδαίων και ανεκήρυξαν δια τον εαυτόν τους ιδικόν των βασιλέα. 20 Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωρὰμ οἱ Ἰδουμαῖοι, ποὺ ἦσαν δοῦλοι τῶν Ἰουδαίων, ἐπανεστάτησαν, ἔγιναν ἀνεξάρτητοι καὶ ἀνεκήρυξαν ἰδικόν των βασιλιᾶ.
21 καὶ ἀνέβη ᾿Ιωρὰμ εἰς Σιὼρ καὶ πάντα τὰ ἅρματα τὰ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀναστάντος καὶ ἐπάταξε τὸν ᾿Εδὼμ τὸν κυκλώσαντα ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν ἁρμάτων, καὶ ἔφυγεν ὁ λαὸς εἰς τὰ σκηνώματα αὐτῶν. 21 Ο Ιωράμ εξεστράτευσε τότε εναντίον της Σιώρ της ιδουμαίας, με όλα τα πολεμικά του άρματα. Αφού ητοιμάσθη εκτύπησε τους Ιδουμαίους. Εκείνοι όμως περιεκύκλωσαν αυτόν και τους αρχηγούς των αρμάτων. Ο ιουδαϊκός στρατός ηττηθείς ετράπη εις φυγήν και οι στρατιώται επέστρεψαν εις τας κατοικίας των. 21 Δι’ αὐτὸ ὁ Ἰωρὰμ ἐπροχώρησε καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Σιώρ· μαζί του δὲ ἦσαν καὶ ὅλα τὰ πολεμικά του ἅρματα. Συνέβη δὲ τοῦτο: Ἐσηκώθη ἐνωρὶς τὸ πρωῒ καὶ ἐκτύπησε τοὺς Ἰδουμαίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν περικυκλώσει καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους τοὺς ἀξιωματικοὺς τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων του, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ στρατιῶται τοῦ Ἰωρὰμ νὰ ἡττηθοῦν καὶ νὰ καταφύγουν εἰς τὶς κατοικίες των.
22 καὶ ἠθέτησεν ᾿Εδὼμ ὑποκάτω τῆς χειρὸς ᾿Ιούδα ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. τότε ἠθέτησε Λοβενὰ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. 22 Ετσι δε οι Ιδουμαίοι απετίναξαν τον ζυγόν του βασιλείου του Ιούδα και έμεναν ελεύθεροι μέχρι της ημέρας αυτής. Κατά την ιδίαν περίοδον απετίναξαν τον ζυγόν της δουλείας των και οι κάτοικοι της Λοβενά. 22 Ἔτσι οἱ Ἰδουμαῖοι, ποὺ ἦσαν δοῦλοι τῶν Ἰουδαίων, ἐπανεστάτησαν κατὰ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἔγιναν ἀνεξάρτητοι μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές. Κατὰ τὴν ἰδίαν περίοδον ἐπανεστάτησεν ἐπίσης κατὰ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἡ πόλις Λοβενά.
23 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ιωρὰμ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γέγραπται ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 23 Τα δε άλλα έργα του Ιωράμ, όσα αυτός έκαμε, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον χρονικών των βασιλέων του Ιούδα; 23 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ἰωρὰμ καὶ ὅλα, ὅσα αὐτὸς ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
24 καὶ ἐκοιμήθη ᾿Ιωρὰμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Οχοζίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 24 Ο Ιωράμ εκοιμήθη μετά των πατέρων του, απέθανε και ετάφη με τους προπάτοράς του εις την πόλιν Δαυίδ, του προγόνου του. Εγινε δε βασιλεύς αντ' αυτού ο Οχοζίας, ο υιός του. 24 Καὶ ἀπέθανεν ὁ Ἰωρὰμ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη κοντὰ εἰς τοὺς προγόνους του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, τοῦ πατέρα του. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ὀχοζίας, ὁ υἱός του.
25 ᾿Εν ἔτει δωδεκάτῳ τῷ ᾿Ιωρὰμ υἱῷ ᾿Αχαὰβ βασιλεῖ ᾿Ισραὴλ ἐβασίλευσεν ᾿Οχοζίας υἱὸς ᾿Ιωράμ. 25 Κατά το δωδέκατον έτος της βασιλείας του Ιωράμ, υιού του Αχαάβ, βασιλέως του Ισραήλ, εβασίλευσεν ο Οχοζίας ο υιός του Ιωράμ. 25 Κατὰ τὸ δωδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωράμ, υἱοῦ τοῦ Ἀχαάβ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ, ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τὸν βασιλείου τοῦ Ἰούδα ὁ Ὀχοζίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωράμ.
26 υἱὸς εἴκοσι καὶ δύο ἐτῶν ᾿Οχοζίας ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἐνιαυτὸν ἕνα ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Γοθολία θυγάτηρ ᾿Αμβρὶ βασιλέως ᾿Ισραήλ. 26 Ο Οχοζίας, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο είκοσι δύο ετών. Εμεινε δε βασιλεύς επί ένα έτος εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Γοθολία, ήτο δε θυγάτηρ του Αμβρί, βασιλέως του ισραηλιτικού λαού. 26 Ὁ Ὀχοζίας ἦταν εἴκοσι δύο ἐτῶν, ὅταν ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἕδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ἕνα χρόνον. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ Ὀχοζία ἦταν Γοθολία· αὐτὴ ἦταν κόρη τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαὰβ καὶ ἐγγονὴ τοῦ Ἀμβρί, βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ.
27 καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ οἴκου ᾿Αχαὰβ καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καθὼς ὁ οἶκος ᾿Αχαάβ. 27 Επορεύθη όμως και αυτός τον δρόμον της ασεβείας του Αχαάβ και διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, όπως και ο οίκος του Αχαάβ. 27 Ὁ Ὀχοζίας ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀχαὰβ καὶ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν· καὶ ἀντὶ τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐλάτρευσε τὰ ἀγάλματα τοῦ θεοῦ Βάαλ, ὅπως ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια τοῦ Ἀχαάβ.
28 καὶ ἐπορεύθη μετὰ ᾿Ιωρὰμ υἱοῦ ᾿Αχαὰβ εἰς πόλεμον μετὰ ᾿Αζαὴλ βασιλέως ἀλλοφύλων ἐν Ρεμμὼθ Γαλαάδ, καὶ ἐπάταξαν οἱ Σύροι τὸν ᾿Ιωράμ. 28 Αυτός εξεστράτευσε μαζή με τον Ιωράμ, υιόν του Αχαάβ, εναντίον του Αζαήλ, βασιλέως των Συρων εις Ρεμμώθ Γαλαάδ. Εκεί όμως εκτύπησαν οι Συροι τον Ιωράμ. 28 Ὁ Ὀχοζίας ἐσυμμάχησε μὲ τὸν Ἰωράμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀχαάβ, εἰς πόλεμον κατὰ τοῦ Ἀζαήλ, βασιλιᾶ τῶν Σορῶν, εἰς τὴν Ρεμμὼθ τῆς περιοχῆς Γαλαάδ· εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν οἱ Σύροι ἐπλήγωσαν τὸν Ἰωράμ.
29 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ βασιλεὺς ᾿Ιωρὰμ τοῦ ἰατρευθῆναι ἐν ᾿Ιεζράελ ἀπὸ τῶν πληγῶν, ὧν ἐπάταξαν αὐτὸν ἐν Ρεμμὼθ ἐν τῷ πολεμεῖν αὐτὸν μετὰ ᾿Αζαὴλ βασιλέως Συρίας· καὶ ᾿Οχοζίας υἱὸς ᾿Ιωρὰμ κατέβη τοῦ ἰδεῖν τὸν ᾿Ιωρὰμ υἱὸν ᾿Αχαὰβ ἐν ᾿Ιεζράελ, ὅτι ἠρρώστει αὐτός. 29 Ο βασιλεύς Ιωράμ πληγωμένος επέστρεψεν εις την πόλιν Ιεζράελ, δια να θεραπευθή από τας πληγάς, τας οποίας έλαβεν εις Ρεμμώθ πολεμών εναντίον του Αζαήλ, βασιλέως της Συρίας. Ο Οχοζίας, ο υιός του Ιωράμ, κατέβη εις την πόλιν Ιεζράελ, δια να ίδη τον Ιωράμ, υιόν του Αχαάβ, ο οποίος ήτο πληγωμένος και ασθενής. 29 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἰωρὰμ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν Ἰεζράελ διὰ νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὶς πληγές, τὶς ὁποῖες τοῦ ἐπροξένησαν οἱ Σύροι εἰς τὴν Ρεμμώθ, ἐνῷ αὐτὸς ἐπολεμοῦσε ἐναντίον τοῦ Ἀζαήλ, βασιλιᾶ τῆς Συρίας. Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ὀχοζίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωράμ, ἐπῆγε εἰς τὴν Ἰεζράελ, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν βασιλιᾶ Ἰωράμ, υἱὸν τοῦ Ἀχαάβ, διότι αὐτὸς ἦταν πληγωμένος καὶ ἄρρωστος.