Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ τὸν λόγον Κυρίου τοῦτον, ὃν ἐγὼ λαμβάνω ἐφ᾿ ὑμᾶς θρῆνον· οἶκος ᾿Ισραὴλ ἔπεσεν, οὐκέτι μὴ προσθῇ τοῦ ἀναστῆναι· | 1 Ακούσατε αυτόν τον λόγον του Κυρίου, αυτόν τον θρήνον, τον οποίον εγώ επιφέρω προς σας. Ο Ισραηλιτικός λαός θα πέση και θα καταστραφή και ποτέ πλέον δεν θα ανεγερθή από την πτώσιν του. | 1 Ακουστὲ αὐτὸν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον προφέρω ἐναντίον σας ὡς θρῆνον, διότι τὰ ἔργα σας καὶ τὰ ὅσα σᾶς ἀναμένουν εἶναι ἄξια θρήνου:«Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔπεσε· δὲν θὰ ἠμπορέσῃ ποτὲ πλέον νὰ σηκωθῇ! |
2 παρθένος τοῦ ᾿Ισραὴλ ἔσφαλεν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ, οὐκ ἔστιν ὁ ἀναστήσων αὐτήν. | 2 Παρθένος του Ισραήλ, ο ισραηλιτικός λαός, εσκόνταψε και έπεσεν εις την γην αυτού και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος θα τον ανεγείρη. | 2 Ἡ κόρη μου, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ὁ ὁποῖος διὰ τὴν προηγουμένην πίστιν καὶ εὐσέβειάν του ἦταν ὡς παρθένος ἁγνὴ καὶ καθαρή, ἐσκόνταψε, ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν του, διεφθάρη λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ τὴν βοηθήσῃ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν πτῶσιν». |
3 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἡ πόλις ἐξ ἧς ἐξεπορεύοντο χίλιοι, ὑπολειφθήσονται ἑκατόν, καὶ ἐξ ἧς ἐξεπορεύοντο ἑκατόν, ὑπολειφθήσονται δέκα τῷ οἴκῳ ᾿Ισραήλ. | 3 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· “εις την πόλιν, από την οποίαν εξήρχοντο χίλιοι στρατιώται, θα απομείνουν μόνον εκατόν, και εις εκείνην, από την οποίαν εξήρχοντο εκατόν, θα απομείνουν μόνον δέκα από τον ισραηλιτικόν λαόν. | 3 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· μάλιστα, ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν: «Οἱ πόλεις σας θὰ ἀδειάσουν ἀπὸ ἄνδρες. Εἰς τὴν πόλιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐστρατεύοντο καὶ ἔβγαιναν εἰς πόλεμον χίλιοι στρατιῶται, θὰ ἀπομείνουν μόνον ἑκατὸν καὶ εἰς ἐκείνην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐστρατεύοντο καὶ ἔβγαιναν εἰς πόλεμον ἑκατόν, θὰ ἀπομείνουν μόλις δέκα, διὰ νὰ πολεμήσουν ὑπέρ του Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ». |
4 διότι τάδε λέγει Κύριος πρὸς τὸν οἶκον ᾿Ισραήλ· ἐκζητήσατέ με, καὶ ζήσεσθε· | 4 Διότι αυτά λέγει ο Κυριος προς τον ισραηλιτικόν λαόν· Ζητήσατέ με, ελάτε πλησίον μου και θα ζήσετε και θα μακροημερεύσετε. | 4 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν: «Ζητῆστε με μὲ πόθον πολὺν καὶ ἐγκαρτέρησιν, καὶ θὰ ζήσετε καὶ θὰ σωθῆτε. |
5 καὶ μὴ ἐκζητεῖτε Βαιθὴλ καὶ εἰς Γάλγαλα μὴ εἰσπορεύεσθε καὶ ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου μὴ διαβαίνετε, ὅτι Γάλγαλα αἰχμαλωτευομένη αἰχμαλωτευθήσεται, καὶ Βαιθὴλ ἔσται ὡς οὐχ ὑπάρχουσα. | 5 Μη ζητείτε την ειδωλολατρικίν Βαιθήλ και μη εισερχεσθε εις την περιοχήν Γαλγαλα και στο φρέαρ του όρκου μη διαβαίνετε. Διότι και τα Γαλγαλα ασφαλώς και βεβαίως θα περιέλθουν εις αιχμαλωσίαν και η Βαιθήλ θα καταντήση, ως εάν ποτέ δεν υπήρξεν. | 5 Καὶ μὴ τρέχετε νὰ λατρεύσετε τὰ εἴδωλα εἰς τὴν Βαιθήλ, καὶ εἰς τὴν εἰδωλολατρικὴν πόλιν Γάλγαλα μὴ εἰσέρχεσθε, καὶ μὴ φθάνετε μέχρι τὸ Φρέαρ τὸ ὅρκου, δηλαδὴ τὴν Βηρσαβεέ, ὅπου λατρεύονται τὰ εἴδωλα. Διότι τὰ Γάλγαλα θὰ αἰχμαλωτισθοῦν ὁπωσδήποτε καὶ ἡ Βαιθὴλ θὰ ἀφανισθῇ. |
6 ἐκζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ζήσατε, ὅπως μὴ ἀναλάμψῃ ὡς πῦρ ὁ οἶκος ᾿Ιωσήφ, καὶ καταφάγεται αὐτόν, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων τῷ οἴκῳ ᾿Ισραήλ. | 6 Αναζητήσατε τον Κυριον και υπό την σκέπην αυτού ζήσατε, δια να μη ανάψη πυρκαϊά στον ισραηλιτικόν λαόν, η οποία και θα καταφάγη αυτόν, και δεν θα υπάρχη κανείς, που να σβήση την πυρκαϊάν στον οίκον του Ισραήλ | 6 Ζητῆστε μὲ πόθον πολὺν καὶ ἐγκαρτέρησιν τὸν Κύριον, καὶ θὰ ζήσετε καὶ θὰ σωθῆτε. Διαφορετικὰ θὰ ἀνάψῃ πυρκαϊὰ εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν Σαμάρειαν, καὶ θὰ τοὺς καταφάγῃ ἡ φωτιά, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ ἠμπορῇ νὰ σβήσῃ τὴν πυρκαϊάν, ποὺ θὰ κατατρώγῃ τοὺς Ἰσραηλῖτες». |
7 Κύριος ὁ ποιῶν εἰς ὕψος κρίμα καὶ δικαιοσύνην εἰς γῆν ἔθηκεν, | 7 Ο Κυριος είναι αυτός, που έχει και παρέχει και εφαρμόζει την τελείαν δικαιοκρισίαν και επιβάλλει την δικαιοσύνην εις την γην. | 7 Ὁ πανίσχυρος Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ὑψώνει καὶ κάνει νὰ θριαμβεύῃ ἡ δικαία ἀπόφασις· Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ἐπιβάλλει καὶ στερεώνει τὴν δικαιοσύνην εἰς τὴν γῆν |
8 ὁ ποιῶν πάντα καὶ μετασκευάζων καὶ ἐκτρέπων εἰς τὸ πρωΐ σκιὰν καὶ ἡμέραν εἰς νύκτα συσκοτάζων, ὁ προσκαλούμενος τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ ἐκχέων αὐτὸ ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς, Κύριος ὁ Θεὸς παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ· | 8 Αυτός είναι, που δημιουργεί εκ του μηδενός τα πάντα και δίδει μορφήν εις αυτά. Ο Κυριος μεταβάλλει την σκιαν της νυκτός εις πρωΐαν και την ημέραν εις σκοτεινήν νύκτα. Αυτός, που προσκαλεί το ύδωρ της θαλάσσης στο στερέωμα της γης και χύνει αυτό εις την γην. Το όνομά του είναι Κυριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ. | 8 Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος δημιουργεῖ τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μὲ πολλὴν εὐκολίαν καὶ τάξιν μεταρρυθμίζει καὶ μορφοποιεῖ τὰ πάντα. Ἐκεῖνος εἶναι, ὁ Ὁποῖος μετατρέπει τὴν σκιὰν τῆς νύκτας εἰς πρωΐ· δηλαδὴ τοὺς κινδύνους τοῦ θανάτου εἰς λαμπρὰν καὶ γλυκεῖαν εὐφροσύνην. Ἐκεῖνος εἶναι, ὁ Ὁποῖος μετατρέπει τὴν ἡμέραν εἰς σκοτεινὴν νύκτα· δηλαδή, περιβάλλει μὲ τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν ὅσους ζοῦν εἰς τὸ φῶς τῆς κοσμικῆς εὐτυχίας. Ἐκεῖνος εἶναι, ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ, ὥστε τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης «καὶ τῶν λιμνῶν καὶ τῶν ποταμῶν» νὰ ἐξατμιζεται, νὰ δημιουργῇ ὑδρατμούς, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώνονται εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν ὡς νέφη, καὶ ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ, ὥστε οἱ ὑδρατμοὶ νὰ ὑγροποιοῦνται, νὰ γίνωνται βροχή, καὶ τὸ νερὸ νὰ χύνεται εἰς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς· δηλαδή, ἐνεργεῖ καὶ τώρα, ὥστε ὁ στρατὸς τῶν Ἀσσυρίων, ὡς ἄλλη καταρρακτώδης βροχή, νὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ νὰ πλημμυρίσῃ τὴν χώραν σας. Τὸ ὄνομά του εἶναι: «Κύριος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν του». |
9 ὁ διαιρῶν συντριμμὸν ἐπὶ ἰσχὺν καὶ ταλαιπωρίαν ἐπὶ ὀχύρωμα ἐπάγων. | 9 Αυτός καταμερίζει συντριβήν εις την ισχύν των ανθρώπων και επιφέρει καταστροφήν εις τα υχυρώματα αυτών. | 9 Ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος δίδει πλήρη συντριβὴν εἰς τοὺς ἰσχυρούς, κακοπάθειαν δὲ καὶ ἐρείπια εἰς ὠχυρωμένες πόλεις. |
10 ἐμίσησαν ἐν πύλαις ἐλέγχοντα καὶ λόγον ὅσιον ἐβδελύξαντο. | 10 Οι Ισραηλίται εμίσησαν κάθε δίκαιον δικαστήν, ο οποίος εις την πύλην των πόλεων απέδιδε δικαιοσύνην και εβδελύχθησαν λόγον άγιον εναρέτου ανθρώπου. | 10 «Οἱ Ἰσραηλῖται, ἐπειδὴ ἐζοῦσαν μέσα εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ παρανομίαν, ἐμίσησαν ὅσους ἀσκοῦσαν μὲ δικαιοσύνην τὸ λειτούργημα τοῦ δικαστοῦ εἰς τὶς πύλες τῆς πόλεως, ὅπου ἐγίνοντο οἱ συναθροίσεις τοῦ λαοῦ καὶ ἀπενέμετο ἡ δικαιοσύνη· ἐπεριφρόνησαν καὶ ἐσιχάθηκαν τὸν λόγον τοῦ δικαίου καὶ ἐναρέτου. |
11 διὰ τοῦτο ἀνθ᾿ ὧν κατεκονδυλίζετε πτωχοὺς καὶ δῶρα ἐκλεκτὰ ἐδέξασθε παρ᾿ αὐτῶν, οἴκους ξεστοὺς ᾠκοδομήσατε καὶ οὐ μὴ κατοικήσητε ἐν αὐτοῖς, ἀμπελῶνας ἐπιθυμητοὺς ἐφυτεύσατε καὶ οὐ μὴ πίητε τὸν οἶνον αὐτῶν. | 11 Δια τούτο, επειδή εγρονθοκοπείτε και εμωλοπίζατε τους πτωχούς και ελαμβάνατε εκβιαστικώς δώρα από αυτούς, με τα οποία ανοικοδομήσατε πολυτελείς οίκους με λαξευτούς λίθους, σας λέγω ότι δεν θα κατοικήσετε εις αυτούς. Εφυτεύσατε ωραίους καρποφόρους αμπελώνας και δεν θα πίετε οίνον από αυτούς. | 11 Διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐγρονθοκοπούσατε μὲ ἀγριότητα τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐπαίρνατε ἀπὸ αὐτοὺς δι’ ἁρπαγῆς καὶ ἐκβιασμοῦ ἐκλεκτὰ δῶρα, ἀπὸ τὴν ἄδικον δὲ αὐτὴν ἁρπαγὴν οἰκοδομήσατε μὲ πελεκητὲς πέτρες κατοικίες πολυτελεῖς, μάθετε καλὰ ὅτι δὲν θὰ κατοικήσετε εἰς τὰ σπίτια αὐτά. Ἐφυτεύσατε ὡραῖα καὶ ἐκλεκτὰ ἀμπέλια, δὲν θὰ πιῆτε ὅμως κρασὶ ἀπὸ αὐτά. |
12 ὅτι ἔγνων πολλὰς ἀσεβείας ὑμῶν, καὶ ἰσχυραὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν, καταπατοῦντες δίκαιον, λαμβάνοντες ἀλλάγματα καὶ πένητας ἐν πύλαις ἐκκλίνοντες. | 12 Θα βαδίσετε εις καταστροφήν και αφανισμόν, διότι εγώ εγνώριζα, ότι αι ασέβειαί σας είναι πολλαί, αι αμαρτίαι σας βαρείαι, διότι κατεπατείτε το δίκαιον, ελαμβάνατε ανταλλάγματα και παρεβλέπατε το δίκαιον των πτωχών, όταν ως δικασταί εκαλείσθε να δικάσετε παρά τας πύλας της πόλεως. | 12 Αὐτὰ θὰ συμβοῦν, διότι ἐγνώριζα τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν σας, οἱ δὲ ἁμαρτίες σας εἶναι μεγάλες καὶ βαρειές· σεῖς καταπατεῖτε τὸ δίκαιον, ἀνταλλάσσοντες τοῦτο μὲ χρήματα καὶ δῶρα, καὶ παραθεωρεῖτε τὸ δίκαιον τῶν ἀδυνάτων καὶ πτωχῶν εἰς τὶς κρίσεις καὶ δίκες, ποὺ γίνονται εἰς τὶς πύλες τῶν πόλεων. |
13 διὰ τοῦτο ὁ συνίων ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σιωπήσεται, ὅτι καιρὸς πονηρῶν ἐστιν. | 13 Λογω αυτής της πωρώσεώς σας, ο συνετός κατά τον καιρόν εκείνον θα τηρή σιωπήν, διότι είναι εποχή επικρατήσεως των πονηρών. | 13 Διὰ τοῦτο ὁ φρόνιμος καὶ συνετός, ὅταν ἔλθουν ἐναντίον σας τὰ νέφη τῶν κακῶν, διὰ τὰ ὁποῖα ὡμίλησα, θὰ σιωπήσῃ γεμᾶτος ἀθυμίαν, διότι εἶναι καιρὸς ἐπικρατήσεως τῶν πονηρῶν». |
14 ἐκζητήσατε τὸ καλόν, καὶ μὴ τὸ πονηρόν, ὅπως ζήσητε· καὶ ἔσται οὕτως μεθ᾿ ὑμῶν Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὃν τρόπον εἴπατε· | 14 Ζητήσατε όμως και εφαρμόσατε το καλόν και οχι το πονηρόν, δια να ζήσετε. Ετσι όταν πράττετε, θα είναι μαζή σας Κυριος, ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, όπως και σστο είπατε· | 14 «Ζητῆστε λοιπὸν μὲ ἐπιμονν καὶ ἐπιμέλειαν τὸ καλὸν καὶ τὸ δίκαιον καὶ ὄχι τὸ πονηρὸν καὶ ἁμαρτωλόν, διὰ νὰ ζήσετε καὶ σωθῆτε. Ἔτσι θὰ εἶναι μαζί σας ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν του, ὅπως καὶ σεῖς ἰσχυρίζεσθε λέγοντες: |
15 μεμισήκαμεν τὰ πονηρὰ καὶ ἠγαπήσαμεν τὰ καλά· καὶ ἀποκαταστήσατε ἐν πύλαις κρίμα, ὅπως ἐλεήσῃ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ τοὺς περιλοίπους τοῦ ᾿Ιωσήφ. | 15 “Εμισήσαμεν τα πονηρά και ηγαπήσαμεν τα καλά τα σύμφωνα με τον νόμον του Θεού”. Αποκαταστήσατε, λοιπόν, και αποδώσατε δικαιοσύνην, όταν κρίνετε παρά τας πύλας των πόλεών σας, δια να ελεήση Κυριος, ο Θεός, ο Παντοκράτωρ τους υπολοίπους από τον ισραηλιτικόν λαόν. | 15 «Ἔχομεν μισήσει τὰ πονηρὰ καὶ ἁμαρτωλὰ καὶ ἀγαπήσαμε τὰ καλὰ καὶ δίκαια, ποὺ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Ἂς ἀκολουθήσουν λοιπὸν εἰς τὰ λόγια τὰ ἔργα· καὶ συγκεκριμένα: Ἀποκαταστῆστε τὴν δικαιοσύνην εἰς τὶς πύλες τῶν πόλεων, ὅπου ἐκδικάζονται οἱ ὑποθέσεις τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ ἐλεήσῃ ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν του, τοὺς ὑπολοίπους ἀπογόνους τοῦ Ἰωσήφ, δηλαδὴ τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ». |
16 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ· ἐν πάσαις ταῖς πλατείαις κοπετός, καὶ ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς ρηθήσεται· οὐαί, οὐαί· κληθήσεται γεωργὸς εἰς πένθος καὶ κοπετὸν καὶ εἰς εἰδότας θρῆνον, | 16 Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος, ο Θεός, ο παντοκράτωρ· “εις όλας τας πλατείας των πόλεων θα ακούεται κοπετός και εις τας οδούς θα αντηχούν τα θρηνώδη επιφωνήματα ουαί, ουαί. Εις το πάνδημον αυτό πένθος των κοπετών θα κληθούν να λάβουν μέρος και οι γεωργοί μαζή με εκείνους, οι οποίοι έχουν ειδικευθή στους θρήνους. | 16 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν του: «Εἰς ὅλες τὶς δημόσιες πλατεῖες τῶν πόλεων θὰ ὑπάρξουν θρῆνοι, κλαυθμοὶ μὲ κτυπήματα τοῦ στήθους, μυρολόγια· καὶ εἰς ὅλους τοὺς δρόμους θὰ ἀκούωνται οἱ θρηνητικὲς κραυγὲς «ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον». Οἱ γεωργοὶ θὰ ἐγκαταλείψουν τὰ ἔργα των καὶ θὰ κληθοὺν εἰς τὸ πένθος καὶ τοὺς κλαυθμοὺς μὲ κτυπήματα τοῦ στήθους καὶ θὰ προστεθοὺν εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν εἰδικότητα νὰ θρηνωδοῦν· |
17 καὶ ἐν πάσαις ὁδοῖς κοπετός, διότι ἐλεύσομαι διὰ μέσου σου, εἶπε Κύριος. - | 17 Εις όλους τους δρόμους θα ακούωνται κοπετοί και θρήνοι, διότι εγώ ο Θεός της δικαιοσύνης θα περάσω ανάμεσα από αυτούς” είπεν ο Κυριος. | 17 καὶ εἰς ὅλους τοὺς δρόμους θὰ ὑπάρξουν θρῆνοι, κλαυθμοὶ μὲ κτυπήματα τοῦ στήθους, μυρολόγια· διότι Ἐγώ, ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης, θὰ ἐπισκεφθῶ καὶ θὰ διέλθω μέσα ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τιμωρός», εἶπεν ὁ Κύριος. |
18 Οὐαὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες τὴν ἡμέραν Κυρίου· ἱνατί αὕτη ὑμῖν ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου; καὶ αὐτή ἐστι σκότος καὶ οὐ φῶς. | 18 Αλλοίμονον εις εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν και ζητούν να έλθη η ημέρα του Κυρίου. Τι θα είναι για σας αυτή η ημέρά του Κυρίου; Θα είναι σκοτεινή και όχι φωτεινή, απειλητική και οχι παρηγορητική. | 18 «Ἀλλοίμονον εἰς τοὺς θρασεῖς καὶ αὐθάδεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀντιλέγουν εἰς τὶς προρρήσεις τῶν Προφητῶν καὶ ζητοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Ἀλλὰ τί νομίζετε ὅτι θὰ σημαίνῃ διὰ σᾶς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου; Θὰ σημαίνῃ σκοτάδι καὶ ὄχι φῶς. |
19 ὃν τρόπον ἐὰν φύγῃ ἄνθρωπος ἐκ προσώπου τοῦ λέοντος καὶ ἐμπέσῃ αὐτῷ ἡ ἄρκος, καὶ εἰσπηδήσῃ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀπερείσηται τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τοῖχον καὶ δάκῃ αὐτὸν ὄφις. | 19 Η τιμωρία σας θα είναι τρομερά και αναπόφευκτος, ως εάν κανείς γλυτώση από τον κίνδυνον του λέοντος και περιπέση εις την άρκτον· ως εάν πηδήση έντος του οίκου του, δια να σωθή, στηρίξη δε τας χείρας του στον τοίχον της οικίας του και τον δαγκώση όφις. | 19 Ἕνεκα τῶν πολλῶν καὶ φοβερῶν δεινῶν, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἔλθουν, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι ἡμέρα χωρὶς δυνατότητα σωτηρίας. Θὰ εἶναι ὡσὰν νὰ διαφεύγῃ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κίνδυνον τοῦ λιονταριοῦ, διὰ νὰ πέσῃ ὅμως ἐπάνω εἰς τὴν ἀρκούδα· καὶ διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸ λιοντάρι καὶ τὴν ἀρκούδα, εἰσέρχεται μὲ ὁρμὴν εἰς τὸ σπίτι του, ἐνῷ δὲ ἀικουμβᾷ βιαστικὰ τὰ χέρια του εἰς τὸν τοῖχον, ἐκεῖ τὸν δαγκώνει ἀμέσως τὸ φίδι! |
20 οὐχὶ σκότος ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου καὶ οὐ φῶς; καὶ γνόφος οὐκ ἔχων φέγγος αὕτη; | 20 Θα είναι γεμάτη σκότος και χωρίς φως η ημέρα της εκδικήσεως του Κυρίου. Σκότος βαθύ θα είναι χωρίς το παραμικρότερον φέγγος. | 20 Δὲν εἶναι λοιπὸν σκοτάδι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι φῶς; σκοτάδι βαθύ, χωρὶς τὴν ἐλαχίστην ἀκτῖνα φωτός, ἡ ἡμέρα αὐτή;» |
21 μεμίσηκα, ἀπῶσμαι ἑορτὰς ὑμῶν καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ θυσίας ἐν ταῖς πανηγύρεσιν ὑμῶν· | 21 “Εμίσησα και απέρριψα τας εορτάς σας, δεν θα οσφρανθώ τας θυσίας σας κατά τας μεγάλας εορτάς και πανηγύρεις σας. | 21 «Ἔχω μισήσει, ἀπέρριψα τὶς θρησκευτικὲς ἑορτές σας· δὲν θὰ ὀσφρανθῶ, δὲν θὰ δεχθῶ τὶς θυσίες, ποὺ προσφέρετε εἰς Ἐμὲ κατὰ τὶς πανηγύρεις σας. |
22 διότι ἐὰν ἐνέγκητέ μοι ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας ὑμῶν, οὐ προσδέξομαι αὐτά, καὶ σωτηρίου ἐπιφανείας ὑμῶν οὐκ ἐπιβλέψομαι. | 22 Διότι, εάν μου προσφέρετε ολοκαυτώματα και τας άλλας θυσίας σας, δεν θα τας δεχθώ και δεν θα επιβλέψω ευμενώς, όταν παρουσιάζεσθε ενώπιόν μου με τας θυσίας σωτηρίου. | 22 Διότι ἐὰν μοῦ προσφέρετε θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἄλλες θυσίες σας, δὲν θὰ τὶς ἀποδεχθῶ εὐχαρίστως καὶ δὲν θὰ κυττάξω εὐμενῶς καὶ μὲ προσοχὴν τὴν παρουσίαν σας κατὰ τὰ ἱερὰ δεῖπνα τῶν θυσιῶν «τοῦ σωτηρίου». |
23 μετάστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ ἦχον ᾠδῶν σου, καὶ ψαλμὸν ὀργάνων σου οὐκ ἀκούσομαι· | 23 Απομακρύνατε από κοντά μου τον ήχον των ωδών σας. Δεν θέλω να ακούσω τας μελωδίας των οργάνων σας. | 23 Ἀπομάκρυνε ἀπὸ Ἐμέ, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, τὸν ἦχον τῶν ᾠδῶν σου· τὸν μελωδικὸν ἦχον τῶν μουσικῶν ὀργάνων σου ἀρνοῦμαι νὰ τὸν ἀκούσω. |
24 καὶ κυλισθήσεται ὡς ὕδωρ κρίμα καὶ δικαιοσύνη ὡς χειμάρρους ἄβατος. | 24 Η δικαιοσύνη σας πρέπει να τρέχη εις τας οδούς σας, όπως ρέει το νερό. Πλουσία ως αδιάβατος χείμαρρος πρέπει να είναι η δικαιοσύνη σας. | 24 Ἡ ἐναντίον σας λοιπὸν δικαία ἀπόφασις θὰ ἐπέλθῃ τιμωρὸς «ἐναντίον σας» ὡσὰν τὸ νερό, ποὺ κυλᾷ ὁρμητικά, καὶ ἡ δικαιοσύνη ὡσὰν ἀδιαπέραστος χείμαρρος. |
25 μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσηνέγκατέ μοι, οἶκος ᾿Ισραήλ, τεσσαράκοντα ἔτη ἐν τῇ ἐρήμῳ; | 25 Ισραηλιτικέ λαέ, μήπως κατά τα τεσσαράκοντα έτη, όταν περιεπλανάσθε εις την έρημον υπό την προστασίαν μου, μου προσεφέρατε ζώα προς θυσίαν; | 25 Ἰσραηλιτικὲ λαέ, διὰ νὰ κατανοήσετε ὅτι δὲν ἔχω ἀνάγκην τῶν θυσιῶν σας, ἐνθυμηθῆτε τοῦτο: Μήπως μοῦ προσεφέρατε θύματα σφαζόμενα καὶ θυσίες κατὰ τὴν ἐπὶ σαράντα χρόνια περιπλάνησίν σας εἰς τὴν ἔρημον; |
26 καὶ ἀνελάβετε τὴν σκηνὴν τοῦ Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ ὑμῶν Ραιφάν, τοὺς τύπους αὐτῶν, οὓς ἐποιήσατε ἑαυτοῖς. | 26 Επήρατε και εφέρατε την σκηνήν του Μολόχ και το άστρον του ειδωλολατρικού θεού σας Ραιφάν, τα είδωλα αυτών, τα οποία κατεσκευάσατε δια τον εαυτόν σας. | 26 Καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον δὲν μοῦ προσεφέρατε τὴν κατὰ τὸν Νόμον λατρείαν, ἀλλ' ἐδείξατε εἰς Ἐμὲ τὴν ἰδίαν ἀσέβειαν: Ἐσηκώσατε εἰς τοὺς ὤμους σας (ἢ ἐπάνω εἰς φορεῖον), διὰ νὰ τὴν μεταφέρετε ἐδῷ καὶ ἐκεῖ ὡς κειμήλιον ἱερόν, τὴν βέβηλον σκηνὴν τοῦ εἰδώλου Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ σας Ραιφάν, τὰ ὁμοιώματα καὶ τὰ εἴδωλά των, ποὺ ἐκάματε, διὰ νὰ τὰ προσκυνῆτε. |
27 καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα Δαμασκοῦ, λέγει Κύριος, ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ. | 27 Δια τούτο εγώ θα σας μετοικήσω πέραν από την Δαμασκόν” λέγει εκείνος, του οποίου το όνομα είναι Κυριος, ο Θεός ο Παντοκράτωρ. | 27 Πρὸς τιμωρίαν λοιπὸν τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀσεβείας σας αὐτῆς θὰ σᾶς μετοικήσω εἰς τόπον πολὺ μακρινόν, πέραν ἀπὸ τὴν Δαμασκόν», λέγει ὁ Κύριος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν του. |