Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΜΩΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΥΤΩΣ ἔδειξέ μοι Κύριος ὁ Θεός, καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γὼγ ὁ βασιλεύς. 1 Ο Κυριος και Θεός μου έδειξε το εξής όραμα· Ιδού σμήνη νεαρών ακρίδων έρχονται κατά την πρωΐαν και ιδού ενας συμβολικός βρούχος, ο οποίος υπενθυμίζει τον τρομερόν βασιλέα Γωγ. 1 Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅραμα, τὸ ὁποῖον μοῦ ἔδειξε Κύριος ὁ Θεός: Ἰδοὺ σμῆνος ἀπὸ γεννοβόλημα ἀκρίδων, τὸ ὁποῖον ἔρχεται κατὰ τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ ἕνας βροῦχος «=ἀκρίδα χωρὶς φτερά», ὁ ὁποῖος συμβολίζει τὸν τρομερὸν βασιλιᾶ Γώγ.
2 καὶ ἔσται ἐὰν συντελέσῃ τοῦ καταφαγεῖν τὸν χόρτον τῆς γῆς, καὶ εἶπα· Κύριε Κύριε, ἵλεως γενοῦ· τίς ἀναστήσει τὸν ᾿Ιακώβ; ὅτι ὀλιγοστός ἐστι· 2 Τα σμήνη αυτά των ακρίδων ήσαν έτοιμα να κατακλύσουν την χώραν και να καταφάγουν τελείως την χλωρίδα της. Εγώ όμως είπα· Κυριε, Κυριε, γίνε ίλεως στον λαόν σου· ποιός θα διατηρήση εν τη ζωή τον Ισραηλιτικόν λαόν, ο οποίος άλλως τε είναι πάρα πολύ ολίγος; 2 Καὶ ὅταν τὸ ἀμέτρητον αὐτὸ πλῆθος τῶν ἀκρίδων ἦταν ἕτοιμον νὰ καταφάγῃ καὶ νὰ ἀφανίσῃ ἐντελῶς τὴν χλωρίδα τῆς χώρας, προσέπεσα καὶ ἱκέτευσα τὸν Κύριον καὶ εἶπα: «Κύριε, Κύριε, γίνε εὐμενής, συμπαθής, ἱλαρὸς εἰς τὸν λαόν σου! Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιζήση ὁ Ἰακώβ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός», ὁ ὁποῖος ἄλλωστε εἶναι τόσον ὀλιγάριθμος;
3 μετανόησον, Κύριε, ἐπὶ τούτῳ. καὶ τοῦτο οὐκ ἔσται, λέγει Κύριος. - 3 Αλλαξε, Κυριε, την απόφασίν σου επί του σημείου αυτού. Και ο Κυριος απήντησε· “δεν θα γίνη αυτό”. 3 Μετανόησε, Κύριε, ἀπὸ τὴν φοβερὰν αὐτὴν ἀπόφασίν σου». Καὶ ὁ Κύριος ἐκάμφθη εἰς τὸ αἴτημά μου αὐτὸ καὶ εἶπεν: «Αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ συμβῇ».
4 Οὕτως ἔδειξέ μοι Κύριος, καὶ ἰδοὺ ἐκάλεσε τὴν δίκην ἐν πυρὶ Κύριος, καὶ κατέφαγε τὴν ἄβυσσον τὴν πολλὴν καὶ κατέφαγε τὴν μερίδα Κυρίου. 4 Τοτε ο Κυριος έδειξεν εις εμέ ένα δεύτερον όραμα· Ιδού, ο Κυριος απεφάσισε και ώρισε την καταδίκην του Ισραήλ δια πυρός. Η φωτιά αυτή κατεξήρανε τας ανεξαντλήτους πηγάς των υδάτων, κατέφαγε την Παλαιστίνην, την εκλεκτήν αυτήν μερίδα του Κυρίου. 4 Αὐτὸ εἶναι τὸ «δεύτερον» ὅραμα, τὸ ὁποῖον μοῦ ἔδειξε Κύριος ὁ Θεός: Νά! Ὁ Κύριος ἐξέδωσε τὴν δικαίαν καταδικαστικὴν ἀπόφασίν του κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ με φωτιά. Ἡ φωτιὰ αὐτή «ὁ φοβερὸς καύσων» κατεξήρανε τὰ πολλὰ ὑπόγεια ὕδατα καὶ κατέφαγε καὶ ἐρήμωσε τὴν Παλαιστίνην, ποὺ εἶναι ἡ ἐκλεκτὴ μερίδα τοῦ Κυρίου.
5 καὶ εἶπα· Κύριε, κόπασον δή, τίς ἀναστήσει τὸν ᾿Ιακώβ; ὅτι ὀλιγοστός ἐστι· 5 Και πάλιν τότε είπα· Κυριε, πράϋνε τον θυμόν σου, σταμάτησε την καταστροφήν, διότι ποιός θα διατηρήση πλέον εν τη ζωή τον ισραηλιτικόν λαόν, ο οποίος άλλως τε είναι τόσον ολίγος; 5 Ἐμπρὸς εἰς τὸ τραγικὸν αὐτὸ θέαμα προσέπεσα καὶ ἱκέτευσα τὸν Κύριον καὶ εἶπα: «Κύριε, σταμάτα λοιπὸν τὴν δικαίαν ὀργήν σου! Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιζήσῃ ὁ Ἰακώβ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός», ὁ ὁποῖος ἄλλωστε εἶναι τόσον ὀλιγάριθμος;
6 μετανόησον, Κύριε, ἐπὶ τούτῳ. καὶ τοῦτο οὐ μὴ γένηται, λέγει Κύριος. - 6 Αλλαξε, Κυριε, την απόφασίν σου αυτήν. Ο Κυριος απήντησε· “δεν θα γίνη αυτό”. 6 Μετανόησε, Κύριε, ἀπὸ τὴν φοβερὰν αὐτὴν ἀπόφασίν σου». Καὶ ὁ Κύριος ἐκάμφθη εἰς τὸ αἴτημά μου αὐτὸ καὶ εἶπεν: «Αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ συμβῇ».
7 Οὕτως ἔδειξέ μοι Κύριος, καὶ ἰδοὺ ἑστηκὼς ἐπὶ τείχους ἀδαμαντίνου, καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ ἀδάμας. 7 Τοτε ο Κυριος μου έδειξε και τρίτον όραμα· Ιδού, ίστατο ο Κυριος επάνω εις ένα τείχος σκληρόν και άθραυστον ωσάν αδαμάντινον και στο χέρι του κρατούσε εργαλείον, που ελαμπε σαν αδάμας. 7 Αὐτὸ εἶναι τὸ «τρίτον» ὅραμα, τὸ ὁποῖον μοῦ ἔδειξε Κύριος ὁ Θεός: Νά! Ὁ Κύριος ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τεῖχος στερεὸν καὶ ἀκατάλυτον ὅπως ὁ ἀδάμας καὶ εἰς τὸ χέρι του ἐκρατοῦσε ἐργαλεῖον ἀδαμάντινον.
8 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· τί σὺ ὁρᾷς, ᾿Αμώς; καὶ εἶπα· ἀδάμαντα· καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ ἐγὼ ἐντάσσω ἀδάμαντα ἐν μέσῳ λαοῦ μου ᾿Ισραήλ, οὐκέτι μὴ προσθῶ τοῦ παρελθεῖν αὐτόν· 8 Είπε δε ο Κυριος προς εμέ· “Αμώς τι βλέπεις;” Και είπα· βλέπω ένα σκληρόν εργαλείον ωσάν το διαμάντι. Είπε τότε ο Κυριος προς εμέ· “ιδού, εγώ θέτω ανάμεσα του λαού μου Ισραήλ αυτό το σκληρόν εργαλείον και έχω λάβει την απόφασιν να τον εγκαταλείψω πλέον απροστάτευτον. 8 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Τί βλέπεις ἐσύ, Ἀμώς;» Καὶ ἐγὼ ἀπάντησα: «Ἐργαλεῖον ἀδαμάντινον». Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Νά! Ἐγὼ θὰ θέσω μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου καταστροφὴν ἰσχυρὰν καὶ πάρα πολὺ σκληρὰν καὶ στερεάν, ὅπως τὸν ἄθραυστον ἀδάμαντα, καὶ δὲν πρόκειται πλέον νὰ παρατρέξω καὶ νὰ παραβλέψω τὴν ἀσέβειαν, τὴν ὁποίαν ἐπιτελοῦν οἱ Ἰσραηλῖται μὲ θράσος καὶ ἀναίδειαν.
9 καὶ ἀφανισθήσονται βωμοὶ τοῦ γέλωτος, καὶ αἱ τελεταί τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐρημωθήσονται, καὶ ἀναστήσομαι ἐπὶ τὸν οἶκον ῾Ιεροβοὰμ ἐν ρομφαίᾳ. - 9 Οι άξιοι γέλωτος ειδωλολατρικοί του βωμοί θα εξαφανισθούν. Αι ειδωλολατρικαί τελεταί και εορταί του ισραηλιτικού λαού θα ερημωθούν και θα εγερθώ με ρομφαίαν θανάτου εναντίον του βασιλικού οίκου του Ιεροβοάμ”. 9 Θὰ ἀφανισθοῦν οἱ ἄξιοι παντὸς γέλωτος εἰδωλολατρικοὶ βωμοὶ καὶ θὰ ἐρημωθοῦν οἱ εἰδωλολατρικὲς τελετὲς καὶ ἑορτὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ θὰ σηκωθῶ ἐπάνω· ἀρκετὰ ἐμακροθύμησα· καὶ θὰ κινηθῶ μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ ἐναντίον τοῦ βασιλικοῦ οἴκου «τοῦ βασιλείου» τοῦ Ἱεροβοάμ».
10 Καὶ ἐξαπέστειλεν ᾿Αμασίας ὁ ἱερεὺς Βαιθὴλ πρὸς ῾Ιεροβοὰμ βασιλέα ᾿Ισραὴλ λέγων· συστροφὰς ποιεῖται κατὰ σοῦ ᾿Αμὼς ἐν μέσῳ οἴκου ᾿Ισραήλ· οὐ μὴ δύνηται ἡ γῆ ὑπενεγκεῖν πάντας τοὺς λόγους αὐτοῦ, 10 Ο ιερεύς της Βαιθήλ, ο Αμασίας, έστειλεν ανθρώπους προς τον βασιλέα του ισραηλιτικού λαού και του είπεν· “ο Αμώς οργανώνει συνωμοσίας εν μέσω του ισραηλιτικού λαού εναντίον σου. Η χώρα δεν ημπορεί πλέον να ανεχθή τους επαναστατικούς λόγους του· 10 Καὶ ὁ Ἀμασίας, ὁ εἰδωλολάτρης ἱερεὺς τῆς Βαιθήλ, ἔστειλεν ἀπεσταλμένους πρὸς τὸν Ἱεροβοὰμ Β', τὸν βασιλιᾶ του Ἰσραήλ, μὲ τοὺς ὁποίους τοῦ διεμήνυσεν: «Ὁ Ἀμὼς ἐνεργεῖ ἐναντίον σου συνωμοτικῶς μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Εἶναι δὲ τόσον βαρειὰ ἡ συνωμοσία, ποὺ ἐξυφαίνει ἐναντίον σου, ὥστε οὐδὲ αὐτὴ ἡ χώρα ἠμπορεῖ νὰ ὑποφέρῃ ὅλα τὰ ἐπαναστατικά του λόγια·
11 διότι τάδε λέγει ᾿Αμώς· ἐν ρομφαίᾳ τελευτήσει ῾Ιεροβοάμ, ὁ δὲ ᾿Ισραὴλ αἰχμάλωτος ἀχθήσεται ἀπὸ τῆς γῆς αὐτοῦ. 11 διότι τα εξής λέγει ο Αμώς· Ο Ιεροβοάμ θα φονευθή με εχθρικήν ρομφαίαν, ο δε Ισραηλιτικός λαός θα οδηγηθή αιχμάλωτος μακράν από την πατρίδα του”. 11 διότι αὐτὰ λέγει ὁ Ἀμώς: «Ὁ Ἱεροβοὰμ πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον ἐχθρικὸν σπαθί, ὁ δὲ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ συρθῇ αἰχμάλωτος μακριὰ ἀπὸ τὴν χώραν του».
12 καὶ εἶπεν ᾿Αμασίας πρὸς ᾿Αμώς· ὁ ὁρῶν, βάδιζε ἐκχώρησον σὺ εἰς γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἐκεῖ καταβίου καὶ ἐκεῖ προφητεύσεις, 12 Ο Αμασίας εκάλεσε τον Αμώς και του είπε· “Προφήτα, φύγε και πήγαινε να κατοικήσης εις την χώραν του βασιλείου Ιούδα. Εκεί να ζήσης και εκεί να προφητεύης. 12 Καὶ ὁ Ἀμασίας εἶπεν εἰρωνικῶς εἰς τὸν Ἀμώς: «Προφῆτα, προχώρει, φύγε, ἀναχώρησε εἰς τὴν χώραν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἐκεῖ πέρασε τὴν ζωήν σου καὶ ἐκεῖ προφήτευε.
13 εἰς δὲ Βαιθὴλ οὐκέτι προσθήσεις τοῦ προφητεῦσαι, ὅτι ἁγίασμα βασιλέως ἐστὶ καὶ οἶκος βασιλείας ἐστί. 13 Εις την Βαιθήλ δεν θα προφητεύσης πλέον, διότι εις την πόλιν αυτήν υπάρχει βασιλικός ναός και το ανάκτορον του βασιλέως”. 13 Εἰς δὲ τὴν Βαιθὴλ δὲν πρόκειται πλέον νὰ συνεχίσῃς νὰ προφητεύῃς, διότι εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ὑπάρχει τὸ ἱερὸν τοῦ βασιλιᾶ Ἱεροβοὰμ μὲ τὸ ἀνάθημα τοῦ χρυσοῦ μόσχου, καὶ ἡ Βαιθὴλ εἶναι οἶκος ξεχωρισμένος διὰ τὴν βασιλείαν».
14 καὶ ἀπεκρίθη ᾿Αμὼς καὶ εἶπε πρὸς ᾿Αμασίαν· οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ᾿ ἢ αἰπόλος ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· 14 Ο Αμώς απεκρίθη και είπε προς τον Αμασίαν· “εγώ δεν ήμην απ' αρχής προφήτης, ούτε μαθητής προφήτου τινός η σχολής προφητών. Ημην ενας απλούς γιδοβοσκός και ο οποίος επί πλέον εχάρασσα και περιποιούμουνα τας συκαμίνους. 14 Ὁ Ἀμὼς ἀπεκρίθη εἰς τὸν Ἀμασίαν καὶ εἶπεν: «Ἐγὼ δὲν ἤμουν προφήτης οὔτε προέρχομαι ἀπὸ σχολὴν προφητῶν, οὐδὲ ἀνήκω εἰς ὅμιλον προφητῶν. Ἐγὼ ἤμουν βοσκὸς καὶ ἐχάρασσα (ἢ ἐπεριποιόμουν» συκομουριές.
15 καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαὸν μου ᾿Ισραήλ. 15 Ο Κυριος όμως με επήρε από τα πρόβατα και ο ίδιος ο Κυριος μου είπε· Πηγαινε και προφήτευσον στον ισραηλιτικόν μου λαόν. 15 Ἀλλ’ ὁ Κύριος μὲ παρέλαβεν ἀπὸ τὸ κοπάδι τῶν προβάτων ποὺ ἔβοσκα, καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Πήγαινε καὶ προφήτευσε μὲ παρρησίαν καὶ γενναῖον φρόνημα εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν μου».
16 καὶ νῦν ἄκουε λόγον Κυρίου. σὺ λέγεις· μὴ προφήτευε ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ οὐ μὴ ὀχλαγωγήσῃς ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ιακώβ· 16 Και τώρα συ, Αμασία, άκουσε τον λόγον του Κυρίου. Συ μου λέγεις, παύσε να προφητεύης στον ισραηλιτικόν λαόν και να δημιουργής οχλαγωγίας στους απογόνους του Ιακώβ. 16 Τώρα λοιπόν, Ἀμασία, ἄκουσε τί λέγει ὁ Κύριος. Σύ μοῦ λέγεις: «Σιώπα καὶ μὴ προφητεύῃς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· παῦσε νὰ δημιουργῇς ὀχλαγωγίες καὶ νὰ ξεσηκώνῃς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ «τοὺς Ἰσραηλῖτες».
17 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἡ γυνή σου ἐν τῇ πόλει πορνεύσει, καὶ οἱ υἱοί σου καὶ αἱ θυγατέρες σου ἐν ρομφαίᾳ πεσοῦνται, καὶ ἡ γῆ σου ἐν σχοινίῳ καταμετρηθήσεται, καὶ σὺ ἐν γῇ ἀκαθάρτῳ τελευτήσεις, ὁ δὲ ᾿Ισραὴλ αἰχμάλωτος ἀχθήσεται ἀπὸ γῆς γῆς αὐτοῦ. 17 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Η σύζυγός σου θα εκδοθή εντός της πόλεως δημοσία εις πορνείαν, οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου θα πέσουν δια ρομφαίας εχθρικής, η χώρα σου θα καταμετρηθή και θα περιέλθη υπό την κυριαρχίαν άλλων. Συ δε θα αποθάνης εις χώραν μολυσμένην, ειδωλολατρικήν, όλοι δε οι Ισραηλίται θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι μακράν από την πατρίδα των”. 17 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἡ γυναῖκα σου θὰ ὑβρισθῇ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ πορνεύσῃ δημοσίως μέσα εἰς τὴν πόλιν· οἱ υἱοί σου καὶ οἱ θυγατέρες σου θὰ σφαγοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί· ἡ χώρα σου θὰ πέσῃ εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν καὶ θὰ διανεμηθῇ «ἢ θὰ πληρώνῃ φόρους» εἰς αὐτούς, καὶ σὺ θὰ ἀποθάνῃς εἰς χώραν ξένην, μολυσμένην ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρίαν ὁ δὲ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ ὑποδουλωθῇ καὶ θὰ ὁδηγηθῇ αἰχμάλωτος μακριὰ ἀπὸ τὴν χώραν του».