Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. | 1 Κατά τας ημέρας εκείνας, μετά την γέννησιν του Ιωάννου, εξεδόθη ένα διάταγμα από τον Αύγουστον Καίσαρα, να γίνη απογραφή όλων των κατοίκων του κόσμου, που ευρίσκετο υπό την κυριαρχίαν της Ρωμης. | 1 Συνέβη δὲ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ποὺ ἐπηκολούθησαν εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου, νὰ ἐκδοθῇ διάταγμα ἀπὸ τὸν Καίσαρα Αὔγουστον, ὅπως ἐγγραφοῦν εἰς τοὺς δημοσίους φορολογικοὺς καταλόγους ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ κόσμου, ποὺ ἐκυριαρχεῖτο ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. |
2 αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου. | 2 Αυτή η απογραφή ήτο η πρώτη που έγινεν, όταν ηγεμών της Συρίας ήτο ο Κυρήνιος. | 2 Ἡ ἀπογραφὴ αὕτη ἦτο ἡ πρώτη, ποὺ ἔγινεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς ἐποχὴν ποὺ ὁ Κυρήνιος ἦτο ἡγεμὼν τῆς Συρίας, καὶ διακρίνεται ἀπὸ τὴν δευτέραν ἀπογραφήν, τὴν ὁποίαν βραδύτερον ἐνήργησεν ὁ αὐτὸς Κυρήνιος. |
3 καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. | 3 Και επήγαιναν όλοι να απογραφούν, ο καθένας εις την πόλιν από την οποίαν κατήγετο. | 3 Καὶ ἐπήγαιναν ὅλοι νὰ ἐγγραφοῦν εἰς τοὺς φορολογικοὺς καταλόγους, καθένας εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν ὁποίαν κατήγετο ἡ οἰκογένειά του. |
4 Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυῒδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυῒδ, | 4 Ανέβηκε δε και ο Ιωσήφ από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν τον Δαυΐδ, η οποία ωνομάζετο Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο από το γένος και την οικογένειαν του Δαυΐδ. | 4 Ἀνέβη δὲ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν ἐκ τῆς πόλεως Ναζαρέτ, ὅπου ἔμενεν, εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, ἡ ὁποία καλεῖται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ. |
5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ ἐμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικὶ, οὔσῃ ἐγκύῳ. | 5 Επήγε δε να απογραφή μαζή με την Μαριάμ, την μνηστευομένην με αυτόν γυναίκα, η οποία ήτο έγκυος. | 5 Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ διὰ νὰ ἀπογραφῇ μὲ τὴν Μαρίαν, τὴν γυναῖκα ποὺ ἦταν ἀρραβωνισμένη μὲ αὐτόν, καὶ ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος καὶ ὡς ἔγκυος ἐδηλώθη, διὰ νὰ γίνῃ οὕτω καὶ ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον ἐβάσταζεν εἰς τοὺς κόλπους της, φορολογούμενος ὑπὸ τὸν ρωμαϊκὸν νόμον |
6 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, | 6 Συνέβη δε όταν αυτοί ήσαν εκεί, συνεπληρώθησαν αι ημέραι, δια να γεννήση αυτή. | 6 Συνέβη δέ, ὅταν αὐτοὶ ἦσαν ἐκεῖ, νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι διὰ νὰ γεννήσῃ αὕτη. |
7 καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον· καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι. | 7 Και εγέννησε τον πρώτον και μόνον υιόν της και τον εσπαργάνωσε και τον έβαλεν εις φάτνην, διότι δεν υπήρχε δι' αυτούς τόπος στο πανδοχείον να παραμείνουν (επειδή τούτο είχε καταληφθή ενωρίτερα από τους Ιουδαίους, που κατήγοντο από την Βηθλεέμ και είχαν έλθει εκεί να απογραφούν. Και έτσι από αυτήν ακόμη την νηπιακήν του ηλικίαν ο Κυριος δεν είχέ που να κλίνη την κεφαλήν). | 7 Καὶ ἐγέννησε τὸν πρῶτον καὶ μονογενῆ υἱόν της, καὶ τὸν περιετύλιξε μὲ σπάργανα καὶ τὸν ἔβαλε μέσα εἰς τὴν φάτνην, διότι λόγῳ τῆς συρροῆς πολλῶν ξένων, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπογραφοῦν, δὲν ὕπηρχε δι’ αὐτοὺς τόπος εἰς τὸ πανδοχεῖον, ποὺ ἐστάθμευσαν διὰ νὰ περάσουν τὴν νύκτα. |
8 Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. | 8 Και ήσαν μερικοί ποιμένες εις την περιοχήν αυτήν, που έμεναν στους αγρούς και με την σειράν των κατά το διάστημα της νυκτός εφύλατταν άγρυπνοι το ποίμνιον των. | 8 Καὶ ἦσαν μερικοὶ ποιμένες εἰς τὴν αὐτὴν χώραν, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐφύλαττον τὸ ποίμνιον τῶν παραμένοντες μὲ τὴν σειράν των ἄγρυπνοι καθ’ ὡρισμένας ὤρας τὴν νύκτα. |
9 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν. | 9 Και ιδού ένας άγγελος Κυρίου παρουσιάσθη έξαφνα εις αυτούς και φως ολόλαμπρον, θείον και υπερφυσικόν, τους περιεκύκλωσε και εφοβήθησαν παρά πολύ δι' αυτά, που αντίκρυσαν. | 9 Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθη αἰφνιδίως εἰς αὐτοὺς καὶ φῶς λαμπρὸν καὶ ἑξαστράπτον, θεῖον καὶ ὑπερφυσικὸν τοὺς περιεκύκλωσε καὶ ἐφοβήθησαν ὑπερβολικά, διότι ἐκατάλαβαν ἀμέσως, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τοὺς παρουσιάσθη, δὲν ἦτο ὅμοιός των ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὕπαρξις οὐράνια καὶ ὑπερφυσική. |
10 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, | 10 Και είπεν εις αυτούς ο άγγελος· “μη φοβείσθε, διότι σας αναγγέλλω χαρμόσυνον είδησιν, χαράν μεγάλην, η οποία θα είναι χαρά δι' όλον τον λαόν του Θεού. | 10 Καὶ τοὺς εἶπεν ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβεῖσθε· τοὐναντίον χαρῆτε. Διότι ἰδοὺ σᾶς ἀναγγέλλω χαρμόσυνον εἴδησιν, ποὺ θὰ σᾶς προκαλέσῃ μεγάλην χαράν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι καὶ χαρὰ δι’ ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. |
11 ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ ὅς ἐστιν Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυῒδ. | 11 Σας αναγγέλω, ότι εγεννήθη σήμερον για σας Σωτήρ, ο οποίος είναι ο Μεσσίας, ο Κυριος και Θεός. Και εγεννήθη εις την πόλιν του Δαυίδ την Βηθλεέμ, σύμφωνα με τας προφητείας της Γραφής. | 11 Θὰ εἶναι δὲ χαρὰ ὅλου τοῦ λαοῦ, διότι ἐγεννήθη σήμερον διὰ σᾶς Σωτήρ, ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος μὲν εἶναι ὅμοιός σας, ἀλλὰ χρισμένος μὲ τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος, ὡς Θεὸς δὲ εἶναι καὶ Κύριός σας. Καὶ ἐγεννήθη εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐδόθησαν αἱ ἐπαγγελίαι, ὅτι ἀπὸ τὸ γένος του θὰ προέλθῃ ὁ Χριστός. |
12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ. | 12 Και αυτό θα είναι για σας σημείον, με το οποίον θα αναγνωρίσετε τον γεννηθέντα Σωτήρα· θα βρήτε ένα βρέφος απλοϊκά σπαργανωμένον, βαλμένο εις την φάτνην. | 12 Καὶ αὐτὸ ἂς εἶναι εἰς σᾶς σημεῖον, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ ἀναγνωρίσετε τὸν γεννηθέντα Σωτῆρα· θὰ εὕρετε ἓν βρέφος εἰς ἁπλᾶ σπάργανα τυλιγμένον καὶ τοποθετημένον ὄχι εἰς κούνιαν βασιλικὴν ἢ πολυτελῆ, ἀλλὰ μέσα εἰς μίαν φάτνην. Βρέφος δέ, ποὺ νὰ ἐγεννήθη ἀπόψε καὶ νὰ ἔχῃ ἀντὶ κούνιας τὴν φάτνην αὐτήν, ἓν καὶ μόνον ὑπάρχει εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τὰ περίχωρά της. |
13 καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· | 13 Και έξαφνα πλήθος στρατιάς αγγέλων από τον ουρανόν ενώθηκε με τον άγγελον και όλοι μαζή εδοξολογούσαν τον Θεόν και έλεγαν· | 13 Καὶ ἔξαφνα συνενώθη μὲ τὸν ἄγγελον ἐκεῖνον πλῆθος στρατοῦ ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐδοξολόγουν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγον· |
14 Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. | 14 “Δοξα ας είναι στον Θεόν στους ουρανούς και εις ολόκληρον την γην ειρήνη, θεία εύνοια και ευλογία στους ανθρώπους”. | 14 Δόξα ἂς εἶναι εἰς τὸν Θεὸν εἰς τὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ κατοικοῦντας ἀγγέλους· καὶ εἰς τὴν γῆν ὁλόκληρον, ποὺ εἶναι ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὰ βίαια πάθη της, ἀς βασιλεύσῃ ἡ θεία εἰρήνη· διότι ὁ Θεὸς ἐξεδήλωσε τώρα λαμπρῶς τὴν εὔνοιαν καὶ εὐαρέσκειάν του εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ υἱοῦ του. |
15 Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλέεμ καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονὸς ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. | 15 Οταν δε οι άγγελοι έφυγαν από αυτούς στον ουρανόν, τότε οι ποιμένες είπαν μεταξύ των· “ας περάσωμεν λοιπόν έως εις την Βηθλεέμ, δια να ίδωμεν αυτό που έγινε και το οποίον μας εγνωστοποίησε δια του αγγέλου ο Κυριος”. | 15 Καὶ συνέβη, ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔφυγον ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, τότε καὶ οἱ ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ποιμένες, εἶπον μεταξύ των· ἂς περάσωμεν λοιπὸν διὰ μέσου τῆς πεδιάδος μέχρι τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἂς ἴδωμεν αὐτό, ποὺ μᾶς εἶπεν ὁ ἄγγελος, ὅτι ἔγινε καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐγνωστοποίησεν ὁ Κύριος. |
16 καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ. | 16 Και ήλθαν όσον ημπορούσαν γρηγορώτερα και αφού έψαξαν ευρήκαν και την Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος τοποθετημένο εις την φάτνην. | 16 Καὶ ἦλθαν γρήγορα καὶ κατώρθωσαν νὰ εὕρουν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος τοποθετημένον εἰς τὴν φάτνην, περὶ τῆς ὁποίας τοὺς εἶχεν ὁμιλήσει ὁ ἄγγελος. |
17 ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ῥήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου· | 17 Οταν δε είδον αυτά, εγνωστοποίησαν τότε με λεπτομέρειαν όλα όσα είχεν είπει εις αυτούς ο άγγελος δια το παιδίον αυτό. (Οι απλοϊκοί και πιστοί ποιμένες, ως εάν ήσαν πνευματικοί ποιμένες και απόστολοι, ηξιώθησαν να γίνουν μεταξύ των ανθρώπων οι πρώτοι κήρυκες του Χριστού). | 17 Ὅταν δὲ εἶδαν αὐτά, ποὺ ἐσυμφωνοῦσαν μὲ ὅσα πρὸ ὀλίγου εἶχον ἀκούσει, ἐγνωστοποίησαν λεπτομερῶς καὶ τὰ ὅσα τοὺς εἶχον λεχθῆ ἀπὸ τὸν ἄγγελον περὶ τοῦ παιδίου τούτου. |
18 καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς. | 18 Και όλοι όσοι ήκουσαν, εθαύμασαν δι' όσα τους είχον είπει οι ποιμένες. | 18 Καὶ ὅλοι ὅσοι ἤκουσαν, ἐθαύμασαν δι’ ὅσα ἐλέχθησαν εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς ποιμένας. |
19 ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. | 19 Η δε Μαριάμ έβαλεν εις την καρδίαν της και εκρατούσε εις την μνήμην της όλους αυτούς τους λόγους και τους συνέκρινε με εκείνα, τα οποία κατά την ώρα του ευαγγελισμού της είχεν είπει ο άγγελος. | 19 Τῆς Μαρίας ὅμως ἡ ἐντύπωσις ὐπῆρξε βαθύτερα. Διετήρει αὕτη ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους εἰς τὴν καρδίαν καὶ τὴν μνήμην της καὶ συνέκρινε αὐτοὺς πρὸς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὴν ὥραν τοῦ εὐαγγελισμοῦ της ἐγνώριζε περὶ τοῦ παιδίου, ἐμβαθύνουσα οὕτω περισσότερον εἰς τὸ συντελεσθὲν μυστήριον. |
20 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. | 20 Και επέστρεψαν οι ποιμένες στο ποίμνιόν των, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν δι' όλα όσα ήκουσαν και είδαν και τα οποία ήσαν ακριβώς όπως τους τα είπε ο άγγελος. | 20 Καὶ ἐγύρισαν πίσω οἱ ποιμένες εἰς τὸ ποίμνιόν των καὶ ἐδόξαζον καὶ ὑμνολογοῦν τὸν Θεὸν δι’ ὅλα, ὅσα ἤκουσαν ἀπὸ τὸν ἄγγελον καὶ ὅσα εἶδον τὰ μάτια των, ὅταν ἐπῆγαν εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τὰ ὁποῖα ἦσαν ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὰ εἶπεν ὁ ἄγγελος. |
21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τό παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. | 21 Και όταν συνεπληρώθησαν οκτώ ημέραι, δια να γίνη η περιτομή του παιδίου, έκαμαν την περιτομήν και εδόθη στο παιδίον το όνομα Ιησούς, όπως είχεν είπει ο άγγελος πριν ακόμη συλληφθή αυτό εις την κοιλίαν της μητέρας του. | 21 Καὶ ὅταν συνεπληρώθησαν αἱ ὀκτὼ ἡμέραι διὰ νὰ γίνῃ εἰς τὸ παιδίον ἡ περιτομή, τὸ περιέτεμαν, ἵνα καὶ διὰ τῆς περιτομῆς ἐπιβεβαιωθῇ ὅτι ἦτο γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ ἐκλήθη τὸ ὅνομά του Ἰησοῦς, ὄνομα ποὺ τὸ εἶχεν εἴπει ὁ ἄγγελος προτοῦ συλληφθῇ αὐτὸς εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του. |
22 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, | 22 Και όταν, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, συνεπληρώθησαν αι ημέραι του καθαρισμού της μητέρας του παιδίου και του μνηστήρος της, ανέβασαν αυτό εις τα Ιεροσόλυμα, δια να το παρουσιάσουν και το αφιερώσουν στον Κυριον. | 22 Καὶ ὅταν σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως συνεπληρώθησαν αἱ ἡμέραι διὰ τὸν καθαρισμὸν τῆς μητέρας τοῦ παιδίου καὶ τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της, ἀνέβασαν αὐτὸν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ τὸν παρουσιάσουν καὶ τὸν ἀφιερώσουν εἰς τὸν Κύριον. |
23 καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται, | 23 Αυτό δε έγινε σύμφωνα με το γραμμένον στον νόμον του Κυρίου, ότι κάθε πρωτότοκον αρσενικόν, που διανοίγει την μήτραν της μητέρας του, θα θεωρηθή αφιερωμένον στον Κυριον. | 23 Ἡ παρουσίασις δὲ καὶ ἀφιέρωσις αὐτὴ ἐγίνετο σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε γραφῆ εἰς τὸν νόμον τοῦ Κυρίου, ὅτι κάθε ἀρσενικόν, ποὺ διὰ πρώτην φορὰν ἀνοίγει τὴν μήτραν τῆς μητέρας του καὶ γεννᾶται, δηλαδὴ κάθε πρωτότοκον καὶ πρωτογενές, θὰ κληθῇ καὶ θὰ θεωρηθῇ ὡς ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον. |
24 καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν. | 24 Ανέβησαν ακόμη στον ναόν να προσφέρουν την θυσίαν δια τον καθαρισμόν των, όπως ήτο πάλιν γραμμένον στον νόμον Κυρίου, δηλαδή ένα ζεύγος τρυγόνες η δύο μικρά περιστέρια, σαν πτωχοί που ήσαν. | 24 Ἀνέβησαν ἀκόμη εἰς τὸν ναόν, καὶ διὰ νὰ προσφέρουν θυσίαν διὰ τὸν καθαρισμόν των ἓν ζεῦγος τρυγόνια ἢ δύο μικρὰ περιστέρια, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει ὁρισθῇ εἰς τὸν νόμον τοῦ Κυρίου διὰ τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν τὰ μέσα νὰ προσφέρουν θυσίαν ὁλόκληρον ἀρνίον. |
25 Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἰερουσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ἅγιον ἐπ’ αὐτόν· | 25 Και ιδού εζούσε εις την Ιερουσαλήμ ένας άνθρωπος, ονόματι Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήτο δίκαιος και ευλαβής και επερίμενε να έλθη λύτρωσις και παρηγορία στον λαόν του Ισραήλ με την έλευσιν του Χριστού, όπως είχαν προείπει αι Γραφαί, και Πνεύμα Αγιον ήτο εις αυτόν· | 25 Καὶ ἰδοὺ ἦτο εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὠνομάζετο Συμεών. Καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἦτο δίκαιος φυλάττων τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου καὶ εὐλαβής, φοβούμενος τὸν Θεόν. Αυτὸς εἶχε φωτισθῇ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν προφητικῶν βιβλίων καὶ μὲ πόθον ζωηρὸν ἐπερίμενε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν διὰ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου παρηγορία ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ τὰς θλίψεις, ποὺ ὑπέφερεν ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ Πνεῦμα προφητικὸν Ἅγιον ἦτο ἐπάνω του. |
26 καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. | 26 και του είχεν αποκαλυφθή από το Αγιον Πνεύμα ότι δεν θα απέθνησκεν, πριν ίδη εκείνον, τον οποίον ο Θεός θα έχριε Σωτήρα και βασιλέα του κόσμου. | 26 Καὶ εἶχεν ἀποκαλυφθῆ εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι δὲν θὰ ἀπέθνησκε προτοῦ ἴδῃ ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἔχρισε βασιλέα καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. |
27 καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ | 27 Και κατά παρακίνησιν του Αγίου Πνεύματος ήλθεν στον ναόν. Και όταν οι γονείς έφεραν το παιδίον Ιησούν στον ναόν να κάμουν δι' αυτό ο,τι ώριζεν ο νόμος δια τα πρωτότοκα, | 27 Καὶ ἦλθεν ὁ Συμεὼν κατὰ παρακίνησιν καὶ ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸ ἱερόν. Καὶ ὅταν οἱ γονεῖς εἰσήγαγον εἰς τὸ ἱερὸν τὸ παιδίον Ἰησοῦν διὰ νὰ κάμουν δι’ αὐτὸ ἐκεῖνο, ποὺ σύμφωνα μὲ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου ἦτο συνηθισμένον νὰ γίνεται εἰς τὰ πρωτότοκα, |
28 καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· | 28 τότε και αυτός ο Συμεών εδέχθη εις τας αγκάλας του το παιδίον, εδοξολόγησε τον Θεόν και είπε· | 28 τότε καὶ αὐτὸς ὁ Συμεὼν ἐδέχθη τὸ παιδίον εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· |
29 Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, | 29 “τώρα πλέον με απολύεις εμέ τον δούλον σου να φύγω από τον κόσμον αυτόν, Δεσπότα, ειρηνικός και χαρούμενος, σύμφωνα με τον λόγον που μου είπες, | 29 Τώρα, ὅτε πλέον εἶδον τὸν Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου, ἐλευθερώνεις ἀπὸ τοὺς δεσμοὺς τοῦ σώματος ἐμὲ τὸν δοῦλον σου. Δεσπότα, καὶ μετ’ ὀλίγον ἀποθνήσκω σύμφωνα μὲ τὸν λόγον σου, ποὺ μοῦ εἶπες, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνω, πρὶν ἴδω τὸν Χριστόν. Καὶ μὲ ἐλευθερώνεις ἐν εἰρήνῃ καὶ χωρὶς νὰ ἀνησυχῶ πλέον διὰ τὴν λύτρωσιν τοῦ Ἰσραήλ, |
30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, | 30 διότι είδαν τα μάτια μου τον Χριστόν, ο οποίος θα φέρη την σωτηρίαν, | 30 διότι εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μου τὸν ἐνανθρωπήσαντα υἱόν σου, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ τὴν σωτηρίαν, |
31 ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. | 31 την οποίαν συ έχεις ετοιμάσει, δια να την ίδουν όλοι οι λαοί της γης. | 31 τὴν ὁποίαν ἠτοίμασες διὰ νὰ γίνῃ φανερὰ ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν πρὸς εὐεργεσίαν ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἄλλα καὶ τῶν ἐθνικῶν. |
32 φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ. | 32 Φως πνευματικόν, που θα φανερώση εις τα έθνη τον αληθινόν Θεόν και την δόξαν του λαού σου Ισραήλ, αφού από αυτόν τον λαόν κατά το ανθρώπινον προέρχεται ο Χριστός”. | 32 Καὶ θὰ εἶναι οὕτω τὸ σωτήριόν σου αὐτὸ φῶς πνευματικόν, ποὺ θὰ φανερώσῃ καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ εἰς τὰ ἔθνη τὸν ἀληθινὸν Θέον καὶ τὴν ἀληθῆ ὁδὸν σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν Ἰσραὴλ κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Σωτὴρ καὶ ἀφοῦ τελικῶς καὶ ὁ Ἰσραὴλ ὡς σύνολον θὰ τὸν ἐγκολπωθῇ ὡς σωτῆρα του. |
33 καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. | 33 Και ο Ιωσήφ και η μητέρα του παιδίου συνεχώς εθαύμαζαν δι' όσα ελέγοντο περί του παιδίου. | 33 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ παιδίου εὑρίσκοντο εἰς συνεχῆ θαυμασμὸν δι’ ὅσα καὶ τώρα καὶ προτήτερα καὶ ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ ἀπὸ τοὺς ποιμένας καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἐλέγοντο δι’ αὐτό. |
34 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπεν πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. | 34 Και ευλόγησεν αυτούς ο Συμεών και είπε προς την Μαρίαν την μητέρα του παιδίου· “ιδού αυτός θα γίνη αιτία να πέσουν και να αναστηθούν πολλοί στον Ισραήλ, (θα πέσουν εκείνοι που δεν θα πιστεύσουν, θα αναστηθούν και θα λυτρωθούν εκείνοι που θα πιστεύσουν). Και θα γίνη αυτός σημείον αντιλογίας μεταξύ των ανθρώπων. | 34 Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Συμεὼν καὶ εἶπεν εἰς τὴν Μαρίαν τὴν μητέρα του· Ἰδοὺ αὐτὸς εἶναι προωρισμένος διὰ νὰ γίνῃ αἰτία πτώσεως καὶ ἀναστάσεως πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ. Ὅσοι θ’ ἀπιστήσουν εἰς αὐτόν, θὰ πέσουν καὶ θὰ ἀπολεσθοῦν· ὅσοι θὰ πιστεύσουν, θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ θὰ σωθοῦν, θὰ εἶναι δὲ καὶ θαῦμα, ἀφοῦ ἐν τῷ προσώπῳ του θὰ ἐμφανίζεται ἡ ἕνωσις τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα τοῦτο θὰ ἀντιλέγεται ἀπὸ τοὺς ἀπιστοῦντας καὶ ἐνῷ οἱ καλοπροαίρετοι θὰ ὁδηγοῦνται δι’ αὐτοῦ εἰς τὴν πίστιν καὶ θὰ σώζονται, οἱ ἀνειλικρινεῖς καὶ ἐγωϊσταὶ θὰ ἀπιστοῦν καὶ θὰ κατακρίνωνται. |
35 καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. | 35 Και την ιδικήν σου μητρικήν καρδίαν θα διαπεράση η ρομφαία του πόνου, όταν ίδης τον υιόν σου να πάσχη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ολα δε αυτά θα γίνουν, δια να φανερωθούν οι μυστικοί διαλογισμοί και απόκρυφοι πόθοι πολλών καρδιών”. | 35 Λόγῳ δὲ τῆς ἀντιλογίας αὐτῆς, καὶ σοῦ, τῆς μητρὸς αὐτοῦ, τὴν καρδίαν θὰ διαπεράσῃ μεγάλη καὶ ὀδυνηρὰ μάχαιρα θλίψεως καὶ ὀδύνης, ὅταν θὰ τὸν ἴδῃς νὰ σταυρώνεται. Καὶ ἔτσι ἡ πτῶσις καὶ ἡ ἀνάστασις πολλῶν, καθὼς καὶ ἡ ἀντιλογία γύρω ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ θὰ γίνωνται, διὰ νὰ ξεσκεπασθοῦν πολλῶν καρδιῶν οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἰ διαθέσεις, ποὺ ἔμεναν ἔως τώρα ἀπόκρυφοι, καὶ μὲ τὴν ἀπόρριψιν ἢ ἀποδοχὴν τοῦ Μεσσίου θὰ φανεροθοῦν. |
36 Καὶ ἦν Ἅννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα μετὰ ἀνδρὸς ἔτη ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, | 36 Υπήρχε δε εις τα Ιεροσόλυμα και κάποια προφήτις, ονόματι Αννα, θυγάτηρ του Φανουήλ, από την φυλήν Ασήρ· αυτή ήτο πολύ προχωρημένη εις την ηλικίαν της και είχε ζήσει επτά έτη μετά του ανδρός της, από την ημέρα που ως παρθένος είχεν υπανδρευθή αυτόν. | 36 Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κάποια Ἄννα προφῆτις. Αὕτη ἦτο κόρη τοῦ Φανουὴλ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἀσήρ, τοῦ ὀγδόου παιδιοῦ τοῦ Ἰακὼβ ἐκ τῆς Λείας, ἦτο δὲ πολὺ προχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν, καὶ εἶχε ζήσει μὲ ἄνδρα ἑπτὰ χρόνια ἀπὸ τὸν καιρόν, ποὺ ὡς παρθένος ἦλθεν εἰς γάμον μὲ αὐτόν. |
37 καὶ αὐτὴ χήρα ἕως ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν· | 37 Και αυτή ήτο χήρα, ογδοήκοντα τεσσάρων περίπου ετών, η οποία δεν απεμακρύνετο από τον Ιερόν περίβολον του ναού, λατρεύουσα νύκτα και ημέραν τον Θεόν με νηστείας και προσευχάς. | 37 Καὶ αὐτὴ ἦτο χήρα, ἡλικίας περίπου ὀγδοήκοντα τεσσάρον ἐτῶν, ἡ ὁποία δὲν ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ παρέμενεν εἰς αὐτὸν καὶ κατὰ τὰς ὤρας, ποὺ δὲν ἐγίνοντο ἀκολουθίαι εἰς τὸν ναόν. Καὶ ἔτσι ἐλάτρευε νύκτα καὶ ἡμέραν τὸν Θεὸν μὲ νηστείας καὶ προσευχάς. |
38 καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἱερουσαλήμ. | 38 Και αυτή εκείνη την ώραν, αφού είδε το παιδίον, εδοξολογούσε τον Κυριον και έλεγε περί αυτού εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, που επερίμεναν την λύτρωσίν των από τα δεινά και την καταδίκην της αμαρτίας. | 38 Καὶ αὐτὴ ἦλθε κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸ παιδίον, ηὐχαρίστει καὶ ἐδοξολόγει τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγε περὶ αὐτοῦ εἰς ὅλους, ὅσοι κατοικοῦντες εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ περιέμενον λύτρωσιν καὶ ἀπελευθέρωσιν ἀπὸ τῶν δεινῶν καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. |
39 Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ. | 39 Και αμέσως, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία εξετέλεσαν όλα όσα ο νόμος του Κυρίου ώριζε, επέστρεψαν εις την Γαλιλαίαν, εις την πατρίδα των την Ναζαρέτ. | 39 Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία ἐτελείωσαν ὅλα, ὅσα ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ὁρίζει περὶ τοῦ καθαρισμοῦ καὶ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ παιδίου, ἐγύρισαν ὀπίσω εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὴν πατρίδα τῶν Ναζαρέτ. |
40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτό. | 40 Το δε παιδίον ηύξανε κατά το σώμα και ισχυροποιείτο πολύ κατά το πνεύμα και επληρούτο από σοφίαν, την οποίαν εις αυτό μετέδιδεν, καθόσον επροχωρούσε η ηλικία του, η ενωμένη με αυτό θεία του φύσις. Και χάρις Θεού ήτο εις αυτό, η οποία το επροφύλασσε αμόλυντο από κάθε αμαρτίαν, το καθωδηγούσε δε και το ενίσχυε προς κάθε αρετήν. | 40 Τὸ δὲ παιδίον ἐμεγάλωνε κατὰ τὸ σῶμα καὶ ἐνισχύετο ἐκτάκτως κατὰ τὰς διανοητικὰς καὶ πνευματικὰς δυνάμεις. Καὶ ἡ θεότης, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτο ἠνωμένον, καθ’ ὅσον ἡ ἡλικία τοῦ παιδίου ἐπροχώρει, μετέδιδεν εἰς αὐτὸ καὶ τὸ ἐγέμιζε σοφίαν. Καὶ χάρις Θεοῦ, ἡ ὁποία τὸ ἐνίσχυεν εἰς πᾶσαν ἀρετὴν καὶ τὸ ἐφύλαττεν ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἦτο ἐπ’ αὐτοῦ, διευθύνουσα τὴν ὁμαλὴν καὶ ἀπρόσκοπτον ἀνάπτυξιν καὶ ἠθικὴν πρόοδόν του. |
41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ’ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. | 41 Και επήγαιναν οι γονείς του κάθε έτος εις την Ιερουσαλήμ, δια την εορτήν του πάσχα. | 41 Καὶ ἐπήγαιναν οἱ γονεῖς του κάθε χρόνον εἰς Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα, ὅπως ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλῖται. |
42 καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς | 42 Και όταν το παιδίον έγινε δώδεκα ετών, ανέβησαν μαζή με αυτό εις τα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με την συνήθειαν που είχε καθιερώσει ο νόμος δια την εορτήν. | 42 Καὶ ἀφοῦ ἔγινε τὸ παιδίον δώδεκα ἐτῶν, ὅταν ἀνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν ποὺ εἶχε καθιερωθῆ ὑπὸ τοῦ νόμου διὰ τὴν ἑορτήν, ἐπῆραν καὶ αὐτὸ μαζί των. |
43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. | 43 Οταν δε ετελείωσαν αι ημέραι της εκεί παραμονής των, καθώς εγύριζαν προς την Ναζαρέτ, απέμεινε το παιδίον Ιησούς εις την Ιερουσαλήμ και δεν αντελήφθησαν τούτο ο Ιωσήφ και η μητέρα αυτού. | 43 Καὶ ὅταν συνεπλήρωσαν τὰς ἡμέρας τῆς παραμονῆς των εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἐγύριζαν αὐτοὶ εἰς τὴν πατρίδα των, ὁ παῖς Ἰησοῦς ἔμεινεν ὀπίσω εἰς Ἱερουσαλήμ. Καὶ δὲν ἀντελήφθησαν τοῦτο ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ παιδίου. |
44 νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ τοῖς γνωστοῖς· | 44 Επειδή δε ενόμισαν ότι ήτο εις την συνοδείαν των προσκυνητών, επροχώρησαν μιας ημέρας δρόμον μεταξύ των συγγενών και των γνωστών. | 44 Ἐπειδὴ δὲ τὸν ἐνόμισαν, ὅτι ἦτο εἰς τὸ καραβάνι τῶν προσκυνητῶν, ἐπροχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμον. Καὶ τὸ ἑσπέρας ἐζήτουν νὰ τὸν εὕρουν μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ γνωστῶν. |
45 καὶ μὴ εὑρόντες αὐτόν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. | 45 Επειδή δε τον ευρήκαν, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ, αναζητούντες αυτόν καθ' οδόν, μήπως ήτο μεταξύ των ερχομένων προσκυνητών. | 45 Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν εὗρον, ἐγύρισαν ὀπίσω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὸν δρόμον ἐζητοῦσαν νὰ τὸν εὕρουν ἐρωτῶντες καὶ τοὺς προσκυνητάς, τοὺς ὁποίους συνήντων. |
46 καὶ ἐγένετο μεθ’ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· | 46 Και όταν επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ, ευρήκαν αυτόν έπειτα από τρεις ημέρας να κάθεται εις την αυλήν του ναού, εν μέσω των διδασκάλων, να τους ακούη και να τους ερωτά δια σπουδαία και υψηλά ζητήματα, ασυνήθη δια την παιδικήν του ηλικίαν. | 46 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἀφ’ ὅτου εἶχον ἀναχωρήσει ἐκεῖθεν χωρὶς τὸν Ἰησοῦν, συνέβη νὰ τὸν εὕρουν εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ νὰ κάθεται ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ νὰ ἀκούῃ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐρωτᾷ διὰ σπουδαία ζητήματα, ἀσυνήθη διὰ τὴν ἡλικίαν του. |
47 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. | 47 Και όλοι όσοι τον ήκουαν, εθαύμαζαν δια την μοναδικήν νοημοσύνην και τας απαντήσστου. | 47 Καὶ ἠπόρουν καὶ ἐθαύμαζαν ὅλοι ὅσοι τὸν ἤκουαν διὰ τὴν ἐξαιρετικὴν νοημοσύνην καὶ διὰ τὰς ἀπαντήσεις, ποὺ ἔδιδε. |
48 καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. | 48 Και όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία τον είδαν, κατελήφθησαν από έκπληξιν και η μητέρα του είπε προς αυτόν· “παιδί μου,τι είναι αυτό που μας έκαμες και έμεινες οπίσω; Ιδού ο πατέρας σου και εγώ με πόνον και μεγάλην ανησυχίαν σε αναζητούσαμε”. | 48 Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία τὸν εἶδαν, κατελήφθησαν ἀπὸ ἔκπληξιν, διότι διὰ πρώτην φορὰν ὁ μικρὸς Ἰησοῦς παρουσιάζεται μὴ σκεπτόμενος τὴν ἀνησυχίαν, ποὺ θὰ τοὺς ἐπροκάλει ἡ καθυστέρησις αὐτή. Καὶ ἡ μητέρα του εἶπε πρὸς αὐτόν· Παιδί μου, διατὶ μᾶς ἔκαμες ἔτσι καὶ ἔμεινες ὀπίσω; Ἰδοὺ ὁ πατήρ σου καὶ ἐγὼ μὲ πόνον καὶ λαχτάραν σὲ ἐζητούσαμεν. |
49 καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; | 49 Και είπε προς αυτούς· “διατί με εζητούσατε; Δεν εγνωρίζατε ότι στον οίκον του Πατρός μου πρέπει να είμαι;” (Υπενθύμισε εις αυτούς ότι πατήρ του δεν ήτο ο Ιωσήφ, αλλ' ο Θεός, του οποίου ο ναός ήτο ο οίκος του). | 49 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Διατὶ ἐζητεῖτε νὰ μὲ εὕρετε; Δὲν ἠξεύρατε, ὅτι εἰς τὰ οἰκήματα τοῦ πατρός μου πρέπει νὰ εἶμαι; Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀνησυχῆτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νὰ μὲ ἀναζητῆτε ὡς χαμένον. |
50 καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. | 50 Και αυτοί δεν ενόησαν τον λόγον, που τους είπε, διότι δεν ημπορούσαν να εισχωρήσουν στο μέγα μυστήριον της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. | 50 Καὶ αὐτοὶ δὲν ἐκατάλαβαν τὸν λόγον αὐτόν, ποὺ τοὺς εἶπε, διότι δὲν ἤξευραν ἀκόμη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο καὶ φυσικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς ἐδικαιοῦτο νὰ ἀποκαλέσῃ τὸν Ναὸν πατρικὴν κατοικίαν του. |
51 καὶ κατέβη μετ’ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. | 51 Και ο Ιησούς κατέβηκε μαζή των από τα Ιεροσόλυμα εις την Ναζαρέτ και υπήκουεν εις αυτούς κατά πάντα. Και η μητέρα του διατηρούσε όλα τα λόγια και τα συμβάντα αυτά εις την καρδίαν της και εις την μνήμην της. | 51 Καὶ κατέβη μαζί τους ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ. Καὶ ἐξηκολούθει ὡς εὐπειθὴς υἱὸς νὰ ὑποτάσσεται εἰς αὐτούς. Καὶ ἡ μητέρα του διετήρει τὰ λόγια καὶ τὰ συμβάντα αὐτὰ εἰς τὴν μνήμην της, βαθεῖα χαραγμένα εἰς τὴν καρδίαν της. |
52 Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις. | 52 Και ο Ιησούς προώδευε συνεχώς κατά την σοφίαν και κατά την αύξησιν του σώματος και κατά την χάριν, που ελάμβανε ολονέν και πλουσιωτέραν από τον Θεόν και κατά την εκτίμησιν και τον θαυμασμόν, που απελάμβανε εκ μέρους των ανθρώπων δια τα πολλά και θεία χαρτίσματά του. | 52 Καὶ ὁ Ἰησοῦς βαθμηδὸν προώδευε κατὰ τὴν σοφίαν καὶ κατὰ τὴν αὔξηση τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν χάριν τόσον παρὰ τῷ Θεῷ, ὁ ὁποῖος ὁλονὲν ἐξεδήλωνε πλουσιώτερον τὴν εὔνοιάν του εἰς αὐτὸν καὶ κατὰ τὸ μέτρον τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς αὐξήσεως καὶ ἀναπτύξεως τοῦ Ἰησοῦ ἐξέχυνεν ἐπὶ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του πλουσιωτέραν τὴν ἐνίσχυσίν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, ὅσον καὶ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, οἱ ὁποῖοι ἀνεύρισκον ἐν αὐτῷ ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἔκτακτα καὶ ἀσυνήθη χαρίσματα σοφίας καὶ καλοσύνης καὶ ἀρετῆς. |