Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητάς αὐτοῦ· Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ. | 1 Ελεγε δε προς τους μαθητάς του και άλλην παραβολήν, δια να καταδικάση την φιλαργυρίαν, από την οποία εκυριαρχούντο οι Φαρισαίοι· “ένας άνθρωπος, είπε, ήτο πλούσιος και είχε διαχειριστήν εις την περιουσίαν του. Και αυτός ο διαχειριστής κατηγορήθηκε στον κύριον, ότι του διασκορπίζει και σπαταλά την περιουσίαν του. | 1 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως κατείχοντο καὶ ἀπὸ ἄλλην κακίαν. Ἦσαν φιλάργυροι καὶ κατεκράτουν τὸν πλοῦτον ἐγωϊστικῶς διὰ μόνον τὸν ἑαυτόν τους. Εἶπε λοιπὸν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν, διὰ νὰ τοὺς διδάξῃ, πῶς πρέπει ὁ καθένας νὰ χρησιμοποιῇ τὸν πλοῦτον· Ἦτο κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐπιστάτην καὶ διαχειριστὴν τῆς περιουσίας του. Καὶ τὸν ἐπιστάτην αὐτὸν κατηγόρησαν εἰς τὸν κύριόν του, ὅτι διασκορπίζει καὶ σπαταλᾷ τὴν περιουσίαν του. |
2 καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου· οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν. | 2 Και ο κύριος τον εφώναξε και του είπε· Τι είναι αυτό που ακούω εναντίον σου; Δος μου λογαριασμόν της διαχειρίσεώς σου, διότι δεν ημπορείς πλέον να είσαι διαχειριστής μου. | 2 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐφώναξεν ὁ κύριος, τοῦ εἶπε· Τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἀκούω διὰ σέ; Δῶσε μου λογαριασμὸν τῆς διαχειρίσεώς σου, διότι δὲν θὰ ἠμπορέσῃς πλέον εἰς τὸ μέλλον νὰ εἶσαι διαχειριστὴς καὶ ἐπιστάτης. |
3 εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος· τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ’ ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι· | 3 Είπε δε από μέσα του ο οικονόμος· Τι να κάμω τώρα, που μου αφαιρεί ο κύριός μου την διαχείρισιν; Να σκάπτω δεν ημπορώ, να ζητιανεύω εντρέπομαι. | 3 Εἶπε δὲ καθ’ ἑαυτὸν ὁ οἰκονόμος· Τί νὰ κάμω, διότι ὁ κύριός μου παίρνει τὴν διαχείρισιν ἀπὸ ἐμέ; Νὰ σκάπτω εἱς τὰ χωράφια δὲν ἡμπορῶ νὰ ζητιανεύω ἐντρέπομαι. |
4 ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας, δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν. | 4 Ευρήκα τι θα κάμω, ώστε όταν θα με διώξουν από την διαχείρισιν και από το σπίτι του κυρίου μου, να με δεχθούν άλλοι γνωστοί μου άνθρωποι εις τα σπίτια των. | 4 Εὗρον καὶ ἀπεφάσισα τί νὰ κάμω, διὰ νὰ μὲ δεχθοῦν ἄνθρωποι εἰς τὰ σπίτια των καὶ μὲ φιλοξενήσουν, ὅταν θὰ ἀποπεμφθῶ ἀπὸ τὴν διαχείρισιν. |
5 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ κυρίῳ μου; | 5 Και αφού επροσκάλεσε καθένα από τους χρεωφειλέτας του κυρίου του χωριστά, είπε στον πρώτον· Ποσα χρεωστάς συ στον κύριόν μου; | 5 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τοὺς χρεωφειλέτας τοῦ κυρίου του τὸν καθένα χωριστά, εἶπεν εἰς τὸν πρῶτον· Πόσον ὀφείλεις σὺ εἰς τὸν κύριόν μου; |
6 ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους ἐλαίου. καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. | 6 Εκείνος δε απήντησεν· Τρισήμισυ περίπου χιλιάδες κιλά λάδι. Και του είπε ο διαχειριστής· Παρε το γραμμάτιόν σου, κάθισε και γράψε γρήγορα ότι χρεωστάς τα μισά. | 6 Αὐτὸς δὲ εἶπεν· ἑκατὸν μισοβάρελα λάδι, δηλαδὴ 2.700 ὀκάδες περίπου. Καὶ ὁ διαχειριστὴς τοῦ εἶπε· Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ ἀφοῦ καθίσῃς γράψε γρήγορα πενήντα μισοβάρελα. |
7 ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν ἑκατὸν κόρους σίτου. καὶ λέγει αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα. | 7 Επειτα δε είπε εις άλλον· Συ πόσα χρεωστάς; Εκείνος δε απήντησε· τεσσερεσήμισυ και πλέον χιλιάδες κιλά σιτάρι. Και ο διαχειριστής του είπε· Παρε το γραμμάτιόν σου και γράψε ότι χρεωστάς τρισήμισυ χιλιάδες κιλά. | 7 Ἔπειτα εἶπεν εἰς ἄλλον χρεοφειλέτην· Σὺ δὲ πόσα χρεωστεῖς; Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπεν· ἑκατὸν σάκκους σιτάρι τῶν τριανταὲξ ὀκάδων, δηλαδὴ 3.600 ὀκάδες. Καὶ τότε τοῦ εἶπεν ὁ διαχειριστής· Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ ἀντὶ ἑκατὸν γράψε ὀγδοήκοντα. Ἔτσι ὁ διαχειριστὴς ἠδίκησε μὲν τὸν κύριόν του, ὡς πρὸς τὸν ἑαυτόν του ὅμως ἐφέρθη φρόνιμα καὶ συνετά. |
8 καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσι. | 8 Και ο κύριος επήνεσε τον άδικον και αναξιόπιστον αυτόν διαχειριστήν, διότι εις την περίστασιν αυτήν ενήργησε άδικα μεν, αλλά δια τον εαυτόν του συνετά”. Και επρόσθεσεν ο Κυριος· “οι αμαρτωλοί άνθρωποι του κόσμου τούτου, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά των, αποδεικνύονται εις την γενεάν των συνετώτεροι και προνοητικώτεροι από τα τέκνα του φωτός, από εκείνους που έχουν φωτισθή από την αλήθειαν του Θεού. | 8 Καὶ ὁ κύριος ἐπῄνεσε τὸν διαχειριστήν, ὄχι βέβαια διὰ τὴν ἀδικίαν ποὺ τοῦ ἔκαμε, καὶ διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἀποκαλεῖ οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ἀλλὰ διότι ἐνήργησε φρόνιμα καὶ προβλεπτικὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἂς μὴ φανῇ δὲ εἰς κανένα παράδοξον, ὅτι ὁ οἰκονόμος αὐτὸς ἐνήργησε τόσον φρόνιμα, διότι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι προσκολλημένοι εἰς τὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον, προκειμένου νὰ ἑξασφαλίσουν τὰ ἐπίγεια συμφέροντά των, ἀποδεικνύονται προνοητικώτεροι κατὰ τὴν συμπεριφοράν των καὶ τὰς σχέσεις των πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τῆς τάξεως καὶ ἐποχῆς τῶν περισσότερον παρ’ ὅσον εἶναι φρόνιμοι καὶ προνοητικοὶ διὰ τὴν ἐπιδίωξιν καὶ ἑξασφάλισιν τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐφωτίσθησαν ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔγιναν υἱοὶ φωτός. |
9 κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς. | 9 Και εγώ σας λέγω τούτο· μιμηθήτε στον τρόπον της ενεργείας τον άδικον οικονόμον. Οσοι έχετε μεγάλας περιουσίας, αι οποίαι κατά κανόνα αποκτώνται με αδικίας, αφού μετανοήσετε, κάμετε έργα καλά με τα χρήματα αυτά της αδικίας, αποκτήσατε φίλους με τας αγαθοεργίας σας, ώστε οι φίλοι σας αυτοί να σας υποδεχθούν εις την αιωνίαν ζωήν, όταν φύγετε από τον κόσμον αυτόν. | 9 Καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω, ὅπως ἐγκαίρως ἐφρόντισεν ὁ ἄδικος αὐτὸς διαχειριστὴς νὰ ἑξασφαλίσῃ τὴν φιλίαν τῶν ὀφειλετῶν τοῦ κυρίου του, ἔτσι καὶ σεῖς φροντίσατε νὰ κάμετε διὰ τὸ καλόν σας φίλους ἀπὸ τὸν πλοῦτον, ποὺ εἶναι ἄδικος, διότι αἱ μεγάλαι περιουσίαι μὲ ἀδικίαν ἐπισωρεύονται καὶ ἀδικίαν μεγάλην διαπράττει αὐτός, ποὺ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του κατακρατεῖ τὰ πλούτη. Κάμετε λοιπὸν καὶ σεῖς φίλους ἀπὸ τὸν ἄδικον μαμωνᾶν ἀγαθοεργοῦντες καὶ εὐεργετοῦντες τοὺς ὁμοίους σας, ὥστε, ὅταν ἀποθάνετε, νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν οἱ φίλοι αὐτοὶ εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς τοῦ Παραδείσου. |
10 ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν πολλῷ πιστός ἐστι, καὶ ὁ ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν. | 10 Εκείνος που είναι πιστός στο ελάχιστον, εις τα υλικά δηλαδή αγαθά που θα χρησιμοποιή προς αγαθοεργίας, αυτός είναι πιστός και εις τα περισσότερα, εις τα πνευματικά δηλαδή και ουράνια αγαθά. Και εκείνος που είναι άδικος και εις τα ελάχιστα, είναι άδικος και αναξιόπιστος και στον πολύν και ανεκτίμητον πνευματικόν πλούτον. | 10 Σεῖς σκορπίζοντες εἰς ἀγαθοεργίας τὰ πλούτη σας, δὲν θὰ ὁμοιάζετε πρὸς τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὁ ὁποῖος μὲ κλοπὰς καὶ καταχρήσεις εἰς βάρος τοῦ κυρίου του ἐπρονόησε νὰ κάμῃ φίλους. Θὰ ἀποδειχθῆτε διὰ τῆς εὐεργετικῆς διαθέσεως τοῦ πλούτου τίμιοι καὶ ἀξιόπιστοι διαχειρισταὶ καὶ οἰκονόμοι τοῦ Θεοῦ, ποὺ σᾶς ἐνεπιστεύθη τὸν ὑλικὸν πλοῦτον. Ἐκεῖνος δέ, ποὺ εἶναι ἀξιόπιστος εἰς τὸν ὑλικὸν πλοῦτον, ὁ ὁποῖος ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ οὐράνια ἀγαθὰ εἶναι κάτι ἐλάχιστον καὶ τιποτένιον, αὐτὸς εἶναι πιστὸς καὶ εἰς τὸν οὐράνιον πλοῦτον, ὁ ὁποῖος εἶναι πολύς. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἄδικος εἰς τὸ ἐλάχιστον, ἄδικος καὶ ἀνάξιος ἐμπιστοσύνης θὰ εἶναι καὶ εἰς τὸν πολὺν καὶ ἀνεκτίμητον πλοῦτον. |
11 εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει; | 11 Εάν λοιπόν στον άδικον μαμωνάν, στον φθαρτόν και προσωρινόν πλούτον, που παρασύρει εις αδικίαν, δεν εφανήκατε αξιόπιστοι, τον αληθινόν και αιώνιον πλούτον της βασιλείας του Θεού, ποιός θα σας τον εμπιστευθή; | 11 Ἐὰν λοιπὸν εἰς τὸν ἄδικον μαμωνᾶν δὲν ἐφάνητε ἀξιόπιστοι καὶ τίμιοι, ἀλλὰ διεχειρίσθητε αὐτὸν ἐγωϊστικῶς καὶ παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ σᾶς τὸν ἐνεπιστεύθη, τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον πλοῦτον τῆς βασιλείας ποῖος θὰ σᾶς τὸν ἐμπιστευθῇ; Οὐδείς. |
12 καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον τίς ὑμῖν δώσει; | 12 Και εάν στον υλικόν και ξένον προς την πνευματικήν σας φύσιν άδικον μαμωνάν δεν εφανήκατε αξιόπιστοι, τον πνευματικόν πλούτον τον οποίον ο Θεός προώρισεν ως ιδικόν σας κτήμα, ποιός θα σας τον δώση; | 12 Καὶ ἐὰν εἰς τὸν ὑλικὸν πλοῦτον, ποὺ εἶναι ξένος πρὸς τὴν πνευματικήν σας φύσιν καὶ ποὺ δὲν γίνεται ποτὲ σταθερὸν καὶ αἰώνιον κτῆμα ἐκείνου, ποὺ μόνον προσωρινῶς τὸν ἀπέκτησε, δὲν ἐφάνητε ἄξιοι ἐμπιστοσύνης, τὸν πνευματικὸν πλοῦτον, ποὺ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ γίνῃ αἰώνιον κτῆμα ἰδικόν σας, ποῖος θὰ σᾶς τὸν δώσῃ; Οὐδείς. |
13 Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. | 13 Κανένας υπηρέτης δεν ημπορεί να υπηρετή συγρόνως δύο κυρίους. Διότι η θα μισήση τον ένα και θα αγαπήση τον άλλον, η θα προσκολληθή στον ένα και θα καταφρονήση τον άλλον. Δεν είναι δυνατόν να είσθε συγχρόνως δούλοι του Θεού και του μαμωνά”. | 13 Μὴ ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι δυνατὸν καὶ εἰς τὸν πλοῦτον νὰ εἶσθε προσκολλημένοι καὶ εἰς τὸν Θεὸν νὰ δουλεύετε. Κανεὶς ὑπηρέτης δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος συγχρόνως εἰς δύο κυρίους. Διότι, ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον· ἢ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσῃ τὸν ἄλλον. Ἢ θὰ μισήσῃ τὸν πλοῦτον καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν Θεόν, ἢ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὸν πλοῦτον καὶ θὰ καταφρονήσῃ τὸν Θεόν. Δὲν δύνασθε νὰ εἶσθε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ. |
14 Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν. | 14 Οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ως γνωστόν ήσαν φυλάργυροι, ήκουσαν όλα αυτά και τον ενέπαιζαν.(Αυτοί επίστευαν ότι τα πλούτη είνα τιμητική δωρεά του Θεού προς αυτούς). | 14 Ἤκουον δὲ ὅλα αὐτὰ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν φιλάργυροι, καὶ τὸν περιέπαιζον, διότι ἐφρόνουν, ὅτι τὰ πλούτη των ἐδόθησαν εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς δικαιοσύνης των. |
15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. | 15 Και είπεν εις αυτούς· “σεις είσθε που παρουσιάζετε τον ευατόν σας δίκαιον ενώπιον των ανθρώπων· ο Θεός όμως γνωρίζει τας καρδίας σας. Διότι αυτό που παρουσιάζετε με την υποκρισίαν ως υψηλόν, ενώπιον του Θεού, ο οποίος γνωρίζει κατά βάθος τα πράγματα, είναι βδελυκτόν και μισητόν. | 15 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Σεῖς εἶσθε, ποὺ κατορθώνετε νὰ παρουσιάζεσθε δίκαιοι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους· ὁ Θεὸς ὅμως γνωρίζει τὰς καρδίας σας καὶ τὸ ἐσωτερικόν σας καὶ σᾶς ἀποστρέφεται· διότι αὐτό, ποὺ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἐμφανίζεται διὰ τῆς ὑποκρισίας καὶ ἐπιδείξεως ὑψηλὸν καὶ ἄξιον τιμῆς, εἶναι σιχαμάρα καὶ ἀηδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. |
16 Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται. | 16 Ο νόμος και οι προφήται μέχρι του Ιωάννου του Βαπτιστού επαιδαγώγησαν τους ανθρώπους· και τώρα έχουν παραχωρήσει την θέσιν των εις την εποχήν της χάριτος. Διότι από τον καιρόν του Ιωάννου του Βαπτιστού κηρύσσεται φανερά και όχι συνεσκιασμένα το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Και καθένας, που ποθεί την σωτηρίαν του, βιάζει τον ευατόν του να ενταχθή εις αυτήν. | 16 Φροντίσατε λοιπὸν νὰ δικαιωθῆτε καὶ νὰ ὑψωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα τώρα, ὁπότε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐγκαθιδρύεται ἐπὶ τῆς γῆς. Ἤρχισεν ἄλλη ἐποχὴ τώρα. Ὁ νόμος μὲ τὰς προτυπώσεις καὶ προεικονίσεις του καὶ οἱ προφῆται μὲ τὰς προφητείας των μέχρι τοῦ Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν, καὶ πραγματοποιοῦνται ὅλα αὐτὰ τώρα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν δὲ τοῦ Ἰωάννου καταγγέλλεται φανερὰ τὸ χαρμόσυνον κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε ἄνθρωπος φρόνιμος καὶ συνετὸς βιάζει τὸν ἑαυτόν του καὶ σπεύδει νὰ ἔμβῃ εἰς αὐτήν. |
17 εὐκοπώτερον δέ ἐστι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν. | 17 Είναι ευκολώτερον ο ουρανός και η γη να περάσουν και να καταστραφούν, παρά ένα κόμμα, και η παραμικροτέρα δηλαδή εντολή του νόμου, να αχρηστευθή και χάση το κύρος της. | 17 Μὴ φαντασθῆτε ὅμως, ὅτι ἐπειδὴ ἐπληρώθησαν καὶ ἐπραγματοποιήθησαν πλέον αἱ προτυπώσεις καὶ προεικονίσεις τοῦ νόμου, ἔπαυσαν νὰ ἰσχύουν καὶ αἱ ἠθικαὶ διατάξεις του. Εἶναι εὐκολώτερον ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ νὰ περάσουν καὶ νὰ καταστραφοῦν, παρὰ ἔστω καὶ ἕνα κόμμα, δηλαδὴ ἡ μικροτάτη ἀπὸ τὰς ἐντολὰς νὰ πέσῃ καὶ νὰ χάσῃ τὸ κῦρος της. |
18 Πᾶς ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν μοιχεύει, καὶ πᾶς ὁ ἀπολελυμένην ἀπὸ ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει. | 18 Τωρα ο νέος νόμος του Θεού εφαρμόζεται αυστηρότερον. Καθένας που χωρίζει την γυναίκα του και νυμφεύεται άλλην, διαπράττει μοιχείαν. Και καθένας που νυμφεύεται γυναίκα διαζευγμένην από τον άνδρα της, διαπράττει μοιχείαν. | 18 Τώρα ὁ νόμος θὰ ἐφαρμοσθῇ αὐστηρότερον παρ’ ὅσον κατὰ τοὺς πρὸ ἐμοῦ χρόνους. Ἀπόδειξις τούτου ὅτι ὅποιος χωρίζει τώρα τὴν γυναῖκα του καὶ λαμβάνει εἰς γάμον ἄλλην, διαπράττει μοιχείαν· καὶ ὅποιος λαμβάνει εἰς γάμον γυναῖκα διαζευγμένην ἀπὸ ἄνδρα, διαπράττει μοιχείαν. |
19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. | 19 Ειδικώτερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια. | 19 Καὶ διὰ νὰ συνεχίσω τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς καλῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ πλούτου, σᾶς λέγω καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν. Ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ἐφόρει βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ’ ἔξω ἐνεδύετο μάλλινον ροῦχον κόκκινον καὶ πανάκριβον. Ἀπὸ μέσα δὲ ἐφόρει λευκὸν χιτῶνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτόν αἰγυπτιακὸν λινάρι. Καὶ διεσκέδαζε εἰς πλούσια συμπόσια κάθε ἡμέραν μεγαλοπρεπῶς. |
20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος | 20 Εζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς. | 20 Ἦτο δὲ καὶ κάποιος πτωχός, ποὺ ἐλέγετο Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦτο πεταγμένος πλησίον τῆς ἐξώπορτας τοῦ πλουσίου, γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς. |
21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. | 21 Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του. | 21 Καὶ ἐπεθύμει νὰ χορτασθῇ ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπιπταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴ ἔφθανεν ἡ στέρησις αὐτή, ἐπειδὴ ἦτο σχεδὸν καὶ γυμνός, ἤρχοντο καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλυφαν τὰς πληγάς του. Παρ’ ὅλα δὲ αὐτὰ ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὰν λέξῃ παραπόνου κατὰ τοῦ πλουσίου, ἢ γογγυσμόν τινα κατὰ τοῦ Θεοῦ. |
22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. | 22 Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην. | 22 Συνέβη δὲ νὰ ἀποθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ μεταφερθῇ οὗτος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Ἀβραάμ, διὰ νὰ εὔρη ἀνάπαυσιν εἰς αὐτὰς ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μεγαλοπρεπῶς, χωρὶς νὰ φανοῦν πουθενὰ ἄγγελοι ἀγαθοὶ δι’ αὐτόν. |
23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. | 23 Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του. | 23 Καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾅδου ἐσήκωσε τὰ μάτια του, ἐνῶ ἐβασανίζετο, καὶ βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸν Λάζαρον νὰ εἶναι εἰς τοὺς κόλπους του. |
24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. | 24 Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πατερ Αβραάμ, σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου. | 24 Καὶ αὐτός, ποὺ εἰς τὴν γῆν τὰ εἶχεν ὅλα καὶ δὲν παρεκάλε κανένα νὰ τὸν βοηθήσῃ, ἐφώναξε τώρα καὶ εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ, κάμε ἔλεος εἰς ἐμέ· λυπήσου με· καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου του εἰς τὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσαν μου, διότι τυραννοῦμαι καὶ πονῶ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν φλόγα. |
25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· | 25 Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τωρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της καρδίας σου. | 25 Εἶπε δὲ ὁ Ἀβραάμ· Παιδί μου, ἐνθυμήσου ὅτι σὺ ἔλαβες μὲ τὸ παραπάνω τὰ ἀγαθά σου, ὅταν ἔζης εἰς τὴν γῆν. Καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως ἀπήλαυσε τὰ κακὰ τῆς δυστυχίας καὶ τῆς ἀσθενείας. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται δι’ αὐτά, ποὺ συνεχῶς ἄλλοτε ὑπέφερε, σὺ δὲ πονεῖς καὶ βασανίζεσαι χωρὶς διακοπήν, ὅπως ἀδιάκοπος καὶ συνεχὴς ἦτο καὶ ἡ ἐπὶ τῆς γῆς εὐτυχία σου. |
26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. | 26 Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς. | 26 Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ σοῦ εἶπα, ἔχει ἐπὶ πλέον στηριχθῇ μεγάλο βάραθρον μεταξύ μας, ὥστε ἐκεῖνοι, ποὺ θέλουν νὰ περάσουν ἀπ’ ἐδῶ πρὸς σᾶς, νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ διαβοῦν, οὔτε αὐτοί, ποὺ εἶναι ἀπ’ ἐκεῖ, νὰ ἠμποροῦν νὰ διαπεράσουν πρὸς ἡμᾶς. |
27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· | 27 Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι, | 27 Εἶπε δὲ ὁ πλούσιος· Ἀφοῦ μετὰ θάνατον δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπὶς διὰ πάντα μὴ μετανοήσαντα κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς ζωήν του, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ, νὰ στείλῃς τὸν Λάζαρον εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. |
28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. | 28 διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώση δι' αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον τόπον τούτον των βασάνων. | 28 Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς· στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὡς αὐτόπτης μάρτυς περὶ αὐτῶν, ποὺ συμβαίνουν ἐδῶ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῆς τιμωρίας καὶ τῶν βασάνων, ποὺ εὑρίσκομαι ἐγώ. |
29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. | 29 Λεγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας. | 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ· Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ποὺ τοὺς βεβαιώνουν δι’ αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους. |
30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. | 30 Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν. | 30 Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας. Ἐὰν ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς πεθαμένους ἀνθρώπους ὑπάγῃ εἰς αὐτούς, θὰ μετανοήσουν. |
31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται. | 31 Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών”. (Οταν λείπη η καλή διάθεσις ούτε και το μεγαλύτερον θαύμα ημπορεί να οδηγήση εις πίστιν και μετάνοιαν). | 31 Εἶπεν ὅμως εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ· Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴν διάθεσιν νὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἐὰν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἐκ νεκρῶν· διότι, ὅταν ἡ πρώτη των ἐντύπωσις ἐκ τῆς ἀναστάσεως ταύτης παρέλθῃ, θὰ ἐπανέλθουν πάλιν εἰς τὴν προτέραν των σκληρότητα. |