Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν. 1 Κατά την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος, παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν. 1 Κατ’ αὐτὴν δὲ τὴν στιγμήν, ποὺ ὡμίλει ὁ Κύριος περὶ τῶν σημείων τῶν καιρῶν, παρουσιάσθησαν μερικοί, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀνέφεραν διὰ τοὺς Γαλιλαίους, ποὺ ἐσφάγησαν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἀνέμιξε τὸ αἷμα των ὁ Πιλᾶτος μὲ τὰς θυσίας, τὰς ὁποίας αὐτοὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς σφαγῆς των προσέφεραν.
2 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν; 2 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν αμαρτωλοί περισσότερον από όλους τους Γαλιλαίους; 2 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Νομίζετε, ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὔτοι ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς Γαλιλαίους, καὶ δι’ αὐτὸ ἔπαθαν αὐτὰ καὶ ηὗραν ἕνα τόσον οἰκτρὸν τέλος;
3 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε. 3 Οχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας κατασφάξουν). 3 Ὄχι, σᾶς λέγω. Δὲν ὑπῆρξαν αὐτοὶ οἱ χειρότεροι. Ἀλλὰ ὁ θάνατός των συνέβη καὶ ὡς παράδειγμα σωφρονιστικὸν διὰ σᾶς. Διότι ἐὰν δὲν μετανοήσετε, καὶ σεῖς θὰ χαθῆτε κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Διότι θὰ σφαγῆτε ὅλοι ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καὶ θὰ καταπατηθῇ ὑπ’ αὐτῶν ἡ Ἱερουσαλήμ, ὁπότε καὶ τὸ αἷμα πολλῶν ἀπὸ σᾶς θὰ ἀναμιχθῇ μὲ τὰς θυσίας σας.
4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτὼ, ἐφ’ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ; 4 Η νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού αμαρτωλοί και χρεώσται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ; 4 Ἢ ἐκεῖνοι οἱ δεκαοκτώ, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἔπεσεν ὁ πύργος, ποὺ ἦτο κτισμένος εἰς Σιλωάμ, καὶ τοὺς ἐσκότωσε, νομίζετε, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν ἁμαρτωλοὶ καὶ χρεῶσται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ἱερουσαλήμ;
5 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε. 5 Οχι σας λέγω· αλλ' έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα ταφήτε κάτω από τα ερείπια των πόλεών σας”. 5 Ὄχι, σᾶς βεβαιῶ. Δὲν ἦσαν αὐτοὶ οἱ χειρότεροι. Ἀλλ’ ἔπαθον ἐκεῖνοι διὰ νὰ σωφρονισθῆτε σεῖς. Καὶ ἐὰν δὲν δείξετε μετάνοιαν, ὅλοι μὲ τὸν αὐτὸν τρόπον θὰ χαθῆτε, θαπτόμενοι κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς πρωτευούσης σας.
6 Ἔλεγεν δὲ ταύτην τὴν παραβολήν· Συκῆν εἶχέν τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν. 6 Ελεγε δε αυτήν την παραβολήν· “κάποιος είχε μια συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε. 6 Ἔλεγε δὲ αὐτὴν τὴν παραβολήν· Εἶχε κάποιος μίαν συκῆν φυτευμένην μέσα εἰς τὸ ἀμπέλι του, εἰς ἔδαφος δηλαδὴ συνεχῶς καὶ κατ’ ἔτος καλλιεργούμενον. Καὶ ἦλθε καὶ ἐζήτει καρπὸν εἰς αὐτὴν καὶ δὲν ηὗρε.
7 εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ; 7 Είπε δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι και ζητώ καρπόν εις την συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ την. Διατί να αχρηστεύη την γην; 7 Εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· Ἰδού, ἔρχομαι τρία χρόνια τώρα καὶ ζητῶ καρπὸν εἰς τὴν συκῆν αὐτὴν καὶ δὲν εὑρίσκω. Κόψε την σύρριζα. Διατὶ νὰ πιάνῃ ἄδικα τὸν τόπον καὶ νὰ ἀχρηστεύῃ τὸ μέρος αὐτὸ τῆς γῆς, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ φυτευθῇ ἄλλο καρποφόρον δένδρον;
8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια. 8 Εκείνος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα. 8 Ἐκεῖνος ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Κύριε, ἄφησέ την καὶ αὐτὸ τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω γύρω ἀπὸ αὐτὴν καὶ ρίψω εἰς αὐτὴν λιπάσματα.
9 κἂν μὲν ποιήσῃ καρπὸν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν. 9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή). 9 Καὶ ἐὰν μὲν κάμῃ καρπόν, ἔχει καλῶς· τὴν ἀφίνομεν τότε καὶ δὲν τὴν κόπτομεν· ἐὰν ὅμως δὲν κάμῃ καρπόν, τότε θὰ τὴν κόψῃς εἰς μέλλουσαν εὐκαιρίαν. Ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ μὲ κάθε ράθυμον καὶ ἀμετανόητον. Ἀναβάλλει μὲν ὁ Θεὸς νὰ τὸν τιμωρήσῃ, ἀναμένων τὴν μετάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐὰν τελικῶς ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν ἐπιδείξῃ καρποὺς πνευματικοὺς μετανοίας, ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν κτυπήσῃ σκληρά. Τοῦτο δὲ ἐμφανέστερον ἐγένετο καὶ ἐπὶ τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἐδείχθη μέχρι τέλους ἀμετανόητος καὶ ἄκαρπος, παρεδόθη εἰς ὄλεθρον.
10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 10 Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς. 10 Ἐδίδασκε δὲ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς μίαν ἀπὸ τὰς συναγωγάς.
11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές. 11 Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της. 11 Καὶ ἰδοὺ παρευρίσκετο ἐκεῖ μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐκ συνεργείας τοῦ πονηροῦ πνεύματος κατείχετο ὑπὸ ἀσθενείας ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη, καὶ ἦτο δι’ αὐτὸ σκυμμένη διαρκῶς μὲ κυρτωμένον τὸ σῶμα καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ σηκώσῃ ὀρθίαν τὴν κεφαλήν της ὁλοτελῶς.
12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 12 Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε· “γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”. 12 Ὅταν δὲ τὴν εἶδεν ὁ Ἰησοῦς, τῆς ἐφώναξε καὶ τῆς εἶπε· Γυναῖκα, εἶσαι λυμένη καὶ ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστιάν σου.
13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 13 Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν. 13 Καὶ ἔβαλεν ἐπάνω της τὰς χεῖρας του. Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἐπανέκτησε τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ σώματός της καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν της.
14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 14 Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτών, διότι ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου εθεράπευσε, έλαβε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέραι είναι εκείναι, κατά τας οποίας πρέπει να εργαζώμεθα· εις αυτάς δε τας εργασίμους ημέρας να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέραν του Σαββάτου”. 14 Ἔλαβε δὲ τὸν λόγον ὁ ἀρχισυνάγωγος, γεμᾶτος ἀγανάκτησιν, διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἔκαμε τὴν θεραπείαν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἔλεγεν εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ· Ἓξ ἡμέραι εἶναι εἰς τὴν διάθεσίν μας, κατὰ τὰς ὁποίας δικαιούμεθα καὶ πρέπει νὰ ἐργαζώμεθα. Κατ’ αὐτὰς λοιπὸν τὰς ἐργασίμους ἡμέρας νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε, καὶ ὄχι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.
15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 15 Απεκρίθη τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υποκριτά, καθένας από σας κατά την ημέραν του Σαββάτου δεν λύει το βώδι του η τον όνον από την φάτνην του και πηγαίνει να το ποτίση; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβασιν της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς. 15 Ἀπεκρίθη λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά, σὺ ποὺ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τοῦ Σαββάτου κρύπτεις φθόνον καὶ μοχθηρίαν· ὁ καθένας σας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου δὲν λύει τὸ βώδι του ἢ τὸν ὄνον του ἀπὸ τὴν φάτνην καὶ δὲν τὸ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσῃ, χωρίς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκ παραδόσεως ἀνεγνωρισμένην ἑρμηνείαν τῆς ἐντολῆς τοῦ Σαββάτου, νὰ θεωρῆται παραβάτης αὐτῆς;
16 ταύτην δὲ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 16 Αυτή δε, που είναι θυγάτηρ και απόγονος το Αβραάμ, την οποίαν ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθή από τον βαρύν και καταθλιπτικόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέραν του Σαββάτου;” 16 Αὐτὴ δέ, ποὺ εἶναι κόρη καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποίαν ἔδεσεν ὁ σατανᾶς μὲ τὴν ἀρρώστιαν, ὥστε ἐπὶ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια νὰ μὴ δύναται νὰ σηκωθῇ ὀρθία, δὲν ἦτο πρέπον καὶ ἐπιβεβλημένον νὰ λυθῇ ἀπὸ τὸ μακροχρόνιον αὐτὸ καὶ ὀδυνηρὸν δέσιμον κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου;
17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ’ αὐτοῦ. 17 Και ενώ ο Κυριος έλεγε αυτά, κατεντροπιάζοντο όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός έχαιρε δι' όλα τα θαυμαστά έργα που εγίνοντο απ' αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολον την καρδίαν και ανεπηρέαστον από τας συκοφαντίας των Φαρισαίων). 17 Καὶ ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐντροπιάζοντο ὅλοι οἱ ἀντίθετοί του. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἔχαιρε δι’ ὅλα τὰ λαμπρὰ καὶ θαυμαστά ἔργα, ποὺ διαρκῶς ἐγίνετο ἀπὸ αύτόν.
18 Ἔλεγε δὲ· Τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν; 18 Ελεγε δε ο Κυριος εις τα πλήθη· “με τι είναι ομοία η βασιλεία του Θεού; Με τι να την παρομοιάσω; 18 Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐξ ἀφορμῆς τοῦ λαϊκοῦ ἐκείνου ἐνθουσιασμοῦ παρουσιάσθη ζωντανὴ ἡ εἰκὼν τῆς ἑξαπλώσεως καὶ τῆς ἀναμορφωτικῆς δυνάμεως τῆς βασιλείας, τὴν ὁποίαν ἦλθε νὰ ἱδρύσῃ. Ἔλεγε λοιπόν· Πρὸς τί ὁμοιάζει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διὰ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐγκατασταθῇ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ πρὸς τί νὰ τὴν παραβάλῳ;
19 ὁμοία ἐστὶ κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ· καὶ ηὔξησε καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ. 19 Είναι ομοία με ένα κόκκον σιναπιού, τον οποίον ένας άνθρωπος επήρε και τον έσπειρεν στον κήπον του· και εμεγάλωσε και έγινε δένδρον μεγάλον και τα πτηνά του ουρανού εφώλιασαν εις τα κλωνάρια του”.(Μικρά και ασήμαντος φαίνεται η Εκκλησία του Χριστού. Θα γιγαντωθή όμως, θα απλωθή εις όλην την οικουμένην και θα περιλάβη αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων). 19 Εἶναι ὁμοία πρὸς τὸν μικρὸν σπόρον τοῦ σιναπιοῦ, ποὺ τὸν ἐπῆρε κάποιος ἄνθρωπος καὶ τὸν ἐφύτευσεν εἰς τὸν κῆπον του· καὶ ηὔξησε καὶ ἔγινε δένδρον μεγάλο, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐφώλιασαν εἰς τοὺς κλάδους του. Ἔτσι καὶ ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελίου τῆς βασιλείας, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἥτις διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐγκαθιδρύεται ἤδη ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀφανὴς καὶ ἀσήμαντος εἰς τὰς ἀρχὰς θὰ δημιουργήσῃ βαθμηδὸν τεραστίας κατακτήσεις εἰς τὸν κόσμον καὶ θὰ ἑξακολουθῇ νὰ παρέχῃ προστασίαν καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὰς ψυχάς.
20 Πάλιν εἶπε· Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; 20 Παλιν είπε· “με τι να παρομοιάσω την βασιλείαν του Θεού; 20 Καὶ πάλιν εἶπε· Μὲ τί νὰ παραβάλω καὶ νὰ παρομοιάσω τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ;
21 ὁμοία ἐστὶ ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ ἔκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον. 21 Είναι ομοία με προζύμι, που το επήρε μία γυναίκα και το ανακάτεψε εις τριάντα και πλέον κιλά αλεύρι, έως ότου όλο το ζυμάρι εζυμώθη και έγινε κατάλληλο για ψωμί.(Η βασιλεία του Θεού φαίνεται μικρά, αλλά έχει τεραστίαν δύναμιν, δια να ζυμώση σιγά-σιγά και μεταβάλη στο καλύτερον την ανθρωπότητα). 21 Εἶναι ὁμοία πρὸς προζύμιον, τὸ ὁποῖον ἐπῆρε μία γυναῖκα καὶ τὸ ἔκρυψεν εἰς μεγάλην ποσότητα ἀλεύρου. Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ τὸ προζύμιον κρυμμένον, ἕως ὅτου ἐζυμώθη ὁλόκληρον τὸ ζυμάρι τοῦ ἀλεύρου. Ἔτσι καὶ ἡ ἐπὶ γῆς βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως, δὲν θὰ ἐπιβληθῇ δι’ ἐξωτερικῶν μέσων δυνάμεως βίας καὶ καταναγκασμοῦ, ἀλλὰ σὰν ἄλλο προζύμι θὰ εἰσχωρήσῃ σιγὰ - σιγὰ καὶ θὰ ἀναζυμώσῃ ὅλην τὴν μᾶζαν τῆς ἀνθρωπότητος.
22 Καὶ διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς Ἱεροσαλήμ. 22 Και επερνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκων το ευαγγέλιον, ενώ συγχρόνως εξακολουθούσε να κατευθύνεται εις την Ιερουσαλήμ. 22 Καὶ περιώδευεν εἰς πόλεις καὶ χωρία διδάσκων, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως ἑξακολουθῶν νὰ βαδίζῃ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
23 εἶπε δέ τις αὐτῷ· Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· 23 Τον ερώτησε δε κάποιος· “Κυριε, ολίγοι τάχα είναι εκείνοι, που σώζωνται;” Εκείνος δε είπε προς αυτούς, που τον ακολουθούσαν· 23 Τὸν ἠρώτησε δὲ κάποιος· Κύριε, εἶναι ἄραγε ὀλίγοι αὐτοί, ποὺ σώζονται; Αὐτὸς δὲ ἀποφεύγων νὰ δώσῃ ἀπάντησιν εἰς ἐρώτημα ἱκανοποιοῦν ἁπλῆν περιέργειαν καὶ ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον στρέψας τὸν λόγον, τοὺς εἶπε·
24 Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν. 24 “αγωνίζεσθε να εισέλθετε εις την βασιλείαν του Θεού, δια της στενής πύλης, από την θύραν και τον δρόμον που απαιτούν κόπους και θυσίας. Σας λέγω δε, ότι πολλοί θα ζητήσουν να μπουν, αλλά επειδή δεν έχουν σταθεράν την απόφασιν να αγωνισθούν, δεν θα ημπορέσουν να το επιτύχουν. 24 Πρέπει νὰ καταβάλλετε προσπαθείας καὶ ἀγῶνας νὰ ἔμβητε διὰ τῆς στενῆς πύλης, ἀπαρνούμενοι τὰς κακὰς συνηθείας σας καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν βίον σας. Πρέπει δὲ νὰ καταβάλλετε τὸν ἀγῶνα αὐτόν, διότι σᾶς βεβαιῶ, ὅτι πολλοὶ ἔχοντες χαλαρὰν διάθεσιν θὰ ζητήσουν νὰ ἔμβουν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀγωνισθοῦν, δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ τὸ ἐπιτύχουν.
25 ἀφ’ οὗ ἂν ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν, καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες· Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ. 25 Οταν δε κάποτε σηκωθή ο οικοδεσπότης και κλείση καλά την θύραν και αρχίσετε σεις να στέκεσθε έξω και να κτυπάτε λέγοντες· Κυριε, Κυριε άνοιξέ μας, τότε θα αποκριθή και θα σας πη· Δεν ξέρω από που είσθε. Δεν σας γνωρίζω καθόλου, (Ανοικτή θύρα, δια να εισέλθωμεν εις την βασιλείαν του Θεού, είναι η παρούσα ζωη. Οταν όμως την κλείση ο θάνατος, μάλιστα δε η δευτέρα παρουσία, τότε ποτέ πλέον δεν θα ξανανοίξη δια τους αμετανοήτους αμαρτωλούς). 25 Ὅταν δὲ περάσῃ ἡ ὥρα καὶ σηκωθῇ ὁ οἰκοκύρης τῆς βασιλείας Χριστὸς καὶ κλείσῃ τὴν θύραν - τοῦτο δὲ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου δι’ ἕνα ἕκαστον καὶ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν δι’ ὅλους - καὶ ὅταν ἀρχίσετε σεῖς νὰ στέκεσθε ἀπ’ ἔξω καὶ νὰ κτυπᾶτε τὴν θύραν λέγοντες· Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας· ἐκεῖνος δὲ θὰ σᾶς ἀπαντήσῃ καὶ θὰ σᾶς εἴπῃ· δὲν σᾶς ξεύρω ἀπὸ ποὺ εἶσθε, καὶ δὲν σᾶς ἐγνώρισα ποτὲ ὡς φίλους καὶ οἰκείους μου,
26 τότε ἄρξεσθε λέγειν· ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας· 26 Τοτε θα αρχίσετε να λέγετε. Εφάγαμε και επιαμε εμπρός σου. Και εις τας πλατείας μας, όπου ήμεθα συγκεντρωμένοι, εδίδαξες και σε ηκολουθήσαμεν. 26 τότε θὰ ἀρχίσετε νὰ λέγετε· ἐφάγαμεν καὶ ἐπίομεν ἐμπρός σου διότι ἐλάβομεν μέρος εἰς τὴν θείαν λατρείαν, καὶ ἐδίδαξες εἰς τὰς πλατείας μας, ὅπου ἤμεθα καὶ ἡμεῖς ἐκεῖ καὶ σὲ ἠκούσαμεν.
27 καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. 27 Και θα πη τότε ο οικοδεσπότης· Σας λέγω τούτο, δεν ξεύρω από που είσθε, φύγετε μακρυά από εμέ όλοι όσοι επράξατε αδικίας και εμείνατε αμετανόητοι. 27 Καὶ θὰ εἶπῃ τότε ὁ οἰκοδεσπότης· Σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι δὲν σᾶς ἡξεύρω ἀπὸ ποὺ εἶσθε καὶ ἀπὸ ποῖον κατάγεσθε· Δὲν ἐφροντίσατε νὰ ἀναγεννηθῆτε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὥστε νὰ συγγενεύετε πρὸς ἐμέ. Φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ ὅλοι σεῖς, ποὺ εἰργάσθητε εἰς τὸν βίον σας τὴν ἀδικίαν, διότι καὶ αὐτὰ τὰ χαρίσματά μου τὰ ἐχρησιμοποιήσατε ὄχι κατὰ τὸ ἰδικόν μου, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἰδικόν σας θέλημα.
28 ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅταν ὄψεσθε Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὑμᾶς δὲ ἐκβαλλομένους ἔξω, 28 Εκεί, μακρυά από την βασιλείαν του Θεού, εις την αιωνίαν καταδίκην, θα είναι ο θρήνος και τα δάκρυα, το τρίξιμο των δοντιών από τον ανυπόφορον πόνον, όταν θα ίδετε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και όλους τους προφήτας εις την βασιλείαν του Θεού, σας δε να διώχνουν έξω. 28 Ἐκεῖ, μακρὰν ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ ἔξω τῆς βασιλείας του, θὰ κλαίετε ἀπαρηγόρητα καὶ ματαίως, καὶ θὰ τρίζετε τὰ δόντια ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορον βάσανον, ὅταν θὰ ἴδητε τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ καὶ ὅλους τοὺς προφήτας μέσα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς ἑαυτούς σας νὰ ἀποκλείωνται καὶ νὰ διώχνωνται ἔξω ἀπ’ αὐτήν.
29 καὶ ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου, καὶ ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 29 Και θα έρθουν πλήθος άνθρωποι από τα διάφορα σημεία της οικουμένης, από την Ανατολήν και την Δυσιν, από τον Βορράν και το Νοτον, και θα παρακαθίσουν ολόχαροι στο τρισμέγιστο τραπέζι της βασιλείας του Θεού. 29 Καὶ θὰ ἔλθουν ἄνθρωποι ἀπὸ ἀνατολὴν καὶ δύσιν καὶ ἀπὸ τὰ βορεινὰ καὶ μεσημβρινὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ θὰ παρακαθήσουν σὰν εἰς ἄλλο πανηγυρικὸν καὶ εὐφρόσυνον τραπέζι εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀναπαυόμενοι καὶ ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ αἰωνίως διὰ τοὺς κόπους καὶ ἀγῶνας, εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθησαν διὰ νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτήν.
30 καὶ ἰδοὺ εἰσιν ἔσχατοι οἳ ἔσονται πρῶτοι, καὶ εἰσὶ πρῶτοι οἳ ἔσονται ἔσχατοι. 30 Και ιδού ότι κάτι το απροσδόκητον και παράδοξον θα γίνη τότε. Υπάρχουν εδώ εις την γην και μεταξύ σας μερικοί που θεωρούνται μικροί και άσημοι, οι οποίοι εν τούτοις δια την πίστιν και την αρετήν αυτών θα είναι εις την βασιλείαν του Θεού πρώτοι. Και αντιθέτως μερικοί που θεωρούνται πρώτοι, θα είναι τελευταίοι”.(Οι αμαρτωλοί που θα μετανοήσουν και οι ειδωλολάτραι που θα πιστεύσουν, θα καταλάβουν μεγάλα αξιώματα εις την βασιλείαν του Θεού. Ενώ πολλοί από τον ιουδαϊκόν λαόν, που εθεωρείτο ως ο εκλεκτός λαός του Θεού, θα είναι τελευταίοι). 30 Καὶ ἰδοὺ τί ἐκπληκτικὸν θὰ συμβῇ· εἶναι ἐδῶ μερικοὶ τελευταῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ θὰ εἶναι πρῶτοι, καὶ ὑπάρχουν μερικοί, ποὺ τώρα εἶναι πρῶτοι, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ θὰ εἶναι τελευταῖοι. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς δηλαδή, ποὺ φαίνονται τώρα τελευταῖοι, λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν κατάγονται ἀπὸ τοὺς Πατριάρχας, μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπακοήν, ποὺ θὰ δείξουν εἰς τὸν Χριστόν, θὰ γίνουν πρῶτοι. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἀποτελοῦν τώρα τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ φαίνονται πρῶτοι, ἕνεκα τῆς ἀπιστίας των πρὸς τὸν Χριστὸν θὰ γίνουν τελευταῖοι.
31 Ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· Ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι. 31 Κατά την ημέραν εκείνην ήλθαν προς αυτόν μερικοί Φαρισαίοι, οι οποίοι δια να τον αναγκάσουν να φύγη από την Γαλιλαίαν, του είπαν· “έβγα από τα όρια της χώρας αυτής και φύγε από εδώ, διότι ο Ηρώδης θέλει να σε θανατώση”. 31 Κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἦλθαν μερικοὶ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐκ φθόνου ἐπεδίωκον νὰ διακόψουν τὸ ἔργον τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ ἐκφοβίσουν τοὺς ἀκολούθους του, ἤθελαν δὲ καὶ νὰ εὐαρεστήσουν εἰς τὸν Ἡρῴδην, ὁ ὁποῖος ἐθεώρει ἐπικίνδυνον διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν παρουσίαν τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ μέρη τῆς δικαιοδοσίας του, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ φύγῃ· Ἔβγα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Ἡρῴδου καὶ πήγαινε ἀπ’ ἐδῶ, διότι ὁ Ἡρῴδης θέλει νὰ σὲ φονεύσῃ.
32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι· 32 Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε και πέστε στον άνθρωπον αυτόν, που είναι πονηρός και δόλιος σαν την αλεπού, ότι ολίγον καιρόν θα μείνω ακόμη εδώ, επειδή εγώ έχω κανονίσει έτσι και όχι διότι φοβούμε αυτόν. Ιδού σήμερον και αύριον, ολίγας ακόμη ημέρας, διώχνω δαιμόνια και κάνω θεραπείας και έπειτα φθάνω στο τέλος της ζωής και του έργου μου. 32 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ εἴπατε εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ποὺ ἔχει τὴν πονηρίαν καὶ δολιότητα τῆς ἀλεποῦς· Εἶναι μετρημέναι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς μου. Ἰδοὺ σήμερον καὶ αὔριον πράττω εὐεργετικὰ καὶ κοινῆς ὠφελείας ἔργα, βγάζω δαιμόνια καὶ κάνω θεραπείας καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν, πολὺ σύντομα δηλαδή, φθάνω εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔργου μου καὶ τῆς ζωῆς μου.
33 πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ. 33 Αλλά αυτές τις ημέρες πρέπει να μείνω και θα μείνω εδώ και κατόπιν θα προχωρήσω προς την Ιερουσαλήμ, όπου θα σταυρωθώ. Δεν θα με φονεύση εδώ ο Ηρώδης, διότι δεν είναι πιθανόν προφήτης να θανατωθή έξω από την Ιερουσαλήμ. 33 Ἂς μὴ ἐνοχλῆται ὅμως ὁ Ἡρῴδης καὶ ἂς μὴ προχωρῇ εἰς ἀπειλάς. Δὲν θὰ μὲ φονεύσῃ αὐτός. Ἐγὼ πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πατρός μου σήμερον καὶ αὔριον, τὰς ὀλίγας δηλαδὴ ἀκόμη ἡμέρας μου νὰ τὰς ζήσω καὶ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ματαιώσῃ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ. Καὶ κατὰ τὰς ἀκολούθους ἡμέρας πρέπει, συμμορφούμενος πρὸς τὴν θείαν βουλήν, νὰ μεταβῶ εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἀποθάνω ὄχι ἐδῶ, ὅπως ἀπειλεῖ ὁ Ἡρῴδης, ἀλλ’ ἐκεῖ. Διότι δὲν εἶναι ἐνδεχόμενον καὶ πιθανὸν προφήτης νὰ φονευθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
34 Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτένουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε! 34 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, πόλις αμαρτωλή και αμετανοήτη, που φονεύστους προφήτας και λιθοβολείς εκείνους που σου έστειλεν ο Θεός! Ποσες φορές ηθέλησα να περιμαζέψω με στοργήν τα τέκνα σου, όπως μαζεύει κάτω από τις φτερούγες της η όρνις τα μικρά πουλιά της, και δεν ηθελήσατε. 34 Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ταλαίπωρε καὶ ἀξιοθρήνητε πόλις ! σὺ ποὺ φονεύεις τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολεῖς ἐκείνους, ποὺ σοῦ ἀπέστειλεν ὁ Θεός ! Πόσας φορὰς ἠθέλησα νὰ συμμαζεύσω τὰ παιδιά σου μὲ στοργὴν παρομοίαν πρὸς ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν περιμαζεύει ἡ ὄρνιθα τὸ πλῆθος τῶν μικρῶν πουλιῶν της κάτω ἀπὸ τὰ πτερά της, καὶ δὲν ἠθελήσατε !
35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω δὲ ὑμῖν ὃτι οὐ μὴ με ἴδητε ἕως ἂν ἥξῃ ὅτε εἴπητε· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. 35 Ιδού αφίνεται προς τιμωρίαν σας έρημη από τον Θεόν και απροστάτευτη η πόλις σας με τον ναόν της. Σας διαβεβαιώνω δε ότι δεν θα με ίδετε, έως ότου έλθη καιρός και πήτε με μετάνοιαν και συντριβήν· Ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται εν ονόματι Κυρίου και ως αντιπρόσωπος του Κυρίου”. 35 Ἰδοὺ πρὸς τιμωρίαν σας ἀφίνεται ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς μόνας τὰς ἰδικάς σας χεῖρας, ὁ οἶκος σας, δηλαδὴ ἡ πόλις σας μὲ τὸν ναόν της. Σᾶς λέγω δέ, ὅτι δὲν θὰ μὲ ἴδετε πλέον. Ἕως ὅτου μετανοήσετε καὶ πιστεύσετε, ὁπότε συγκαταριθμούμενοι εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου θὰ εἴπετε δι’ ἐμέ· Εὐλογημένος εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ὡς ἀπεσταλμένος του καὶ ἀντιπρόσωπός του.