Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἰησοῦς δὲ πλήρης Πνεύματος ἁγίου ὑπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἤγετο ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὴν ἔρημον 1 Ο δε Ιησούς, γεμάτος από Αγιον Πνεύμα, επέστρεψε από τον Ιορδάνην και ωδηγείτο με την παρακίνησιν του Αγίου Πνεύματος εις την έρημον, 1 Ο Ἰησοῦς δὲ γεμᾶτος ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην καὶ ὠδηγεῖτο δι’ ἐσωτερικῆς παρακινήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν ἔρημον,
2 ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ συντελεσθεισῶν αὐτῶν ὕστερον ἐπείνασε. 2 εις την οποίαν σαράντα ημέρας επειράζετο από τον διάβολον. Και δεν έφαγε τίποτε τας ημέρας εκείνας. Και αφού ετελείωσαν αυταί, έπειτα επείνασε. 2 ὅπου ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἐπειράζετο ἀπὸ τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος ματαίως ἐζήτει νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὰς εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ ἀφωσιωμένας σκέψεις του. Καὶ δὲν ἔφαγε τίποτε κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας. Καὶ ὅταν ἐτελείωσαν αἱ ἡμέραι αὐταί, ὕστερον ἐπείνασε.
3 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ τῷ λίθῳ τούτῳ ἵνα γένηται ἄρτος. 3 Και είπεν εις αυτόν ο διάβολος· “εάν είσαι Υιός του Θεού (όπως είπεν η φωνή που ηκούσθη στον Ιορδάνην, και έχεις δύναμιν από τον Θεόν) ειπέ στον λίθον αυτόν να γίνη άρτος”. 3 Καὶ τότε τοῦ εἶπεν ὁ διάβολος· Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐμαρτύρησεν ἡ φωνή, ποὺ ἠκούσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἀπόδειξέ το μὲ θαῦμα. Εἰπὲ εἰς τὸν λίθον αὐτὸν νὰ μεταβληθῇ εἰς ἄρτον.
4 καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτὸν λέγων· Γέγραπται ὅτι οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ. 4 Και απεκρίθη ο Ιησούς προς αυτόν και είπεν· “είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφή, ότι δεν θα ζήση ο άνθρωπος μόνον με άρτον, αλλά και με κάθε λόγον, που βγαίνει από το στόμα του Θεού. Εάν ο Θεός δώση διαταγήν, ημπορεί να ζήση ο άνθρωπος και χωρίς άρτον”. 4 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπεν· Εἶναι γραμμένον εἰς τὸ Δευτερονόμιον, ὅτι δὲν θὰ διατηρηθῇ εἰς τὴν ζωὴν ὁ ἄνθρωπος διὰ μόνου τοῦ ἄρτου, ἀλλὰ μὲ κάθε προσταγήν, ποὺ θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς διατάξῃ, θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ χωρὶς ἄρτον.
5 Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν ἔδειξεν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης ἐν στιγμῇ χρόνου· 5 Και αφού τον ανέβασεν ο διάβολος εις όρος υψηλόν, του έδειξεν εις στιγμήν χρόνου πανοραματικώς όλας τας βασιλείας του κόσμου, την δύναμίν των, τα πλούτη των την μεγαλοπρέπειάν των. 5 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασεν ὁ διάβολος εἰς ὑψηλὸν βουνόν, τοῦ ἔδειξε σὰν εἰς πανόραμα ἐν μιᾷ στιγμῇ χρόνου, (τὸ ὁποῖον καθίστα τὸν πειρασμὸν ἰσχυρότερον), ὅλα τὰ βασίλεια τῆς κατοικουμένης γῆς μὲ τὰ πλοῦτη των καὶ τὴν ἀπατηλὴν μεγαλοπρέπειάν των.
6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· Σοὶ δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἅπασαν καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, ὅτι ἐμοὶ παραδέδοται καὶ ᾧ ἐὰν θέλω δίδωμι αὐτήν· 6 Και είπεν εις αυτόν ο διάβολος· “θα δώσω εις σε όλην αυτήν την εξουσίαν επάνω εις τα κράτη και όλην την δόξαν των. Θα σου τα δώσω, διότι έχουν παραδοθή και υποταχθή, εξ αιτίας των αμαρτιών των, εις εμέ και εγώ τα δίδω εις όποιον θέλω. 6 Καὶ τοῦ εἶπεν ὁ διάβολος· θὰ δώσω εἰς σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κράτη, ποὺ ἐξουσιάζονται ἀπὸ ἐμέ, καὶ ὅλην τὴν δόξαν τους· θὰ σοῦ τὰ δώσω, διότι ἔχουν παραδοθῇ εἰς ἐμὲ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς των καὶ τοὺς λαούς των, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ἁμαρτίας ὑπετάγησαν εἰς ἐμέ. Εἶναι λοιπὸν (δικά μου καὶ εἰς οἰονδήποτε θέλω, τὰ δίδω. Καὶ ἀνυψώνω ἐγὼ διὰ τῶν ὀργάνων μου εἰς μεγάλα ἀξιώματα ἐκείνους, ποὺ παραδίδονται εἰς ἐμέ.
7 σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιόν μου, ἔσται σοῦ πᾶσα. 7 Συ λοιπόν, εάν πέσης εμπρός μου και με προσκυνήσης ως κύριόν σου, θα έχης ως ιδικήν σου όλη αυτήν την εξουσία και μεγαλοπρέπειαν”. 7 Ἐὰν λοιπὸν σὺ προσκυνήσῃς ἐμπρός μου καὶ μὲ ἀναγνωρίσῃς ὡς κύριόν σου, ὅλη ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δόξα αὐτὴ θὰ εἶναι ἰδική σου.
8 καὶ ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ γέγραπται γὰρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις. 8 Και αποκριθείς ο Ιησούς του είπεν· “φύγε απ' εμπρός μου, σατανά (δεν θέλω με κανέναν τρόπον να ακούσω την πονηράν σου πρότασιν), διότι είναι γραμμένον· Κυριον τον Θεόν σου θα προσκυνήσης και αυτόν μόνον θα λατρεύσης”. 8 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Φύγε ἀπὸ ἐμπρός μου, σατανᾶ. Δὲν ἡμπορῶ νὰ σὲ ἀκούω. Διότι εἶναι γραμμένον· Κύριον τὸν Θεόν σου θὰ προσκυνήσῃς καὶ αὐτὸν μόνον θὰ λατρεύσῃς.
9 Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἱερουσόλυμα, καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν κάτω· 9 Και έφερεν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα και τον έστησεν όρθιον στο υψηλόν άκρον της στέγης του Ναού και του είπε· “εάν είσαι υιός του Θεού, ρίψε τον εαυτόν σου από εδώ κάτω και δεν θα πάθης τίποτε, 9 Καὶ τότε ὁ διάβολος τὸν ἐπῆγε ἀνάρπαστον διὰ τοῦ ἀέρος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἔστησεν ὄρθιον ὑψηλὰ εἰς τὴν κορνίζαν τῆς στέγης τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ρίψε τὸν ἑαυτόν σου ἀπ’ ἐδῶ κάτω, διὰ νὰ δειχθῇ φανερὰ εἰς ὅλους ἡ πρὸς σὲ ἀγάπη καὶ προστασία τοῦ Πατρός σου.
10 γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε, 10 διότι είναι γραμμένον εις την Αγ. Γραφήν, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν δια σε στους αγγέλους του, να σε διαφυλάξουν. 10 Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς Ψαλμούς, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ ἐντολὴν διὰ σὲ εἰς τοὺς ἀγγέλους του νὰ σὲ διαφυλάξουν, ὥστε νὰ μὴ πάθῃς κανὲν κακόν.
11 καὶ ὅτι ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσίν σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου. 11 Και έχει γραφή ακόμη, ότι θα σε σηκώσουν εις τα χέρια των, ώστε να μη κτυπήση ούτε το πόδι σου στον λίθον. (Ετσι δε και οι άνθρωποι που είναι συγκεντρωμένοι εις την αυλήν του ναού, όταν ίδουν το θαύμα αυτό, θα πιστεύσουν εις σε). 11 Καὶ ἀκόμη ἔχει γραφῆ, ὅτι οἱ ἄγγελοι θὰ σὲ σηκώσουν εἰς τὰς χεῖρας, μήπως κτυπήσῃς εἰς λίθον τὸν πόδα σου.
12 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου. 12 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και του είπεν ότι “έχει λεχθή· δεν θα εκθέσης τον ευατόν σου εις κίνδυνον, δια να δοκιμάσης Κυριον τον Θεόν σου, αν θα σε προφυλάξη”. 12 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπεν ὅτι ἔχει λεχθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν· Δὲν θὰ ἐκθέσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς κίνδυνον διὰ νὰ δοκιμάσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ ἴδῃς διὰ τῶν πραγμάτων, ἂν θὰ σὲ προστατεύσῃ.
13 Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ. 13 Και αφού ετελείωσεν ο διάβολος κάθε πειρασμόν, απεμακρύνθη από τον Ιησούν μέχρι καιρού, περιμένων άλλην κατάλληλον ευκαιρίαν να τον πειράξη. 13 Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ διάβολος κάθε εἶδος πειρασμοῦ, απεμακρύνθη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν, μέχρις οὗ θὰ τοῦ ἐδίδετο ἄλλη κατάλληλος εὐκαιρία νὰ τὸν πειράσῃ καὶ πάλιν.
14 Καὶ ὑπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ φήμη ἐξῆλθε καθ’ ὅλης τῆς περιχώρου περὶ αὐτοῦ. 14 Και επέστρεψεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν γεμάτος με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος και η φήμη του δια τα θαύματα, τα οποία έκαμνε, εκυκλοφόρησεν εις όλα τα περίχωρα. 14 Καὶ ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς γεμᾶτος μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον μὲ τὴν νίκην του κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν ἐνίσχυεν αἰσθητότερον· καὶ λόγῳ τῶν θαυμάτων του διεδόθη εἰς ὅλα τὰ περίχωρα τῆς Γαλιλαῖας ἡ φήμη, ὅτι εἶναι προφήτης θαυματουργός, ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν.
15 καὶ αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν, δοξαζόμενος ὑπὸ πάντων. 15 Και αυτός εδίδασκε εις τας συναγωγάς των Ιουδαίων, θαυμαζόμενος και επαινούμενος από όλους. 15 Καὶ αὐτὸς ἐδίδασκε μέσα εἰς τὰς συναγωγάς των καὶ ἐδοξάζετο ἀπὸ ὅλους θαυμαζόμενος καὶ ἐπαινούμενος ἀπὸ αὐτούς.
16 Καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. 16 Και ήλθεν εις την Ναζαρέτ όπου είχε ανατραφή και εισήλθε, όπως εσυνήθιζε, κατά την ημέραν του Σαββάτου εις την συναγωγήν, και εσηκώθη από την θέσιν του, δια να αναγνώση περικοπήν από την Βιβλον. 16 Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, ἐκεῖ ὅπου εἶχεν ἀνατραφῇ καὶ εἶχε μεγαλώσει. Καὶ ὅπως ἐσυνήθιζε καὶ ἀπὸ προτήτερα, ἐμβῆκε κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του διὰ νὰ ἀναγνώσῃ προφητικὴν περικοπὴν ἀπὸ τὴν Βίβλον.
17 καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἡσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον· 17 Και εδόθη εις τα χέρια του το βιβλίον του προφήτου Ησαΐου και αφού εξεδίπλωσε το βιβλίον, ευρήκε το μέρος εκείνο, που ήσαν γραμμένα τα εξής· 17 Καὶ παρεδόθη εἰς αὐτὸν τὸ βιβλίον τοῦ προφήτου Ἡσαΐου καὶ ἀφοῦ ἐξεδίπλωσε τὸ βιβλίον, ποὺ ἦτο τυλιγμένον εἰς σχῆμα κυλίνδρου, εὗρε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἦτο γραμμένον·
18 Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, 18 “Πνεύμα Κυρίου μένει εις εμέ, διότι με αυτό με έχρισεν ο Κυριος ως άνθρωπον και με έστειλε να κηρύξω στους πτωχούς και γυμνούς από πίστιν ανθρώπους το χαρμόσυνον μήνυμα της λυτρώσεως, να θεραπεύσω αυτούς των οποίων η καρδία έχει συντριβή από το βάρος της αμαρτίας. 18 Πνεῦμα Κυρίου μένει καὶ ἐπαναπαύεται εἰς ἐμὲ τὸν Μεσσίαν, διὰ νὰ συνεργάζεται μαζί μου εἰς τὸ σωτηριῶδες ἔργον μου. Καὶ μένει τὸ Πνεῦμα τοῦτο εἰς ἐμέ, διότι ὁ Κύριος μὲ ἔχρισεν ὡς ἄνθρωπον καὶ μὲ ἀπέστειλε νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας εἰς ἐκείνους, ποὺ στεροῦνται τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι πνευματικῶς πτωχοὶ καὶ εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἰατρεύσω ἐκείνους, τῶν ὁποίων ἡ καρδία ἔχει συντριβῆ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας.
19 κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν. 19 Να κηρύξω στους δούλους της αμαρτίας την άφεσιν και την απελευθέρωσιν, να χαρίσω ανάβλεψιν εις εκείνους που έχουν σκοτισμένον και τυφλωμένον τον νου από τα πάθη της αμαρτίας, να στείλω υγιείς και ελευθέρους από κάθε ενοχήν εκείνους, που έχουν καταπληγωθή και συντριβή από την αμαρτίαν· με έστειλε να κηρύξω στους ανθρώπους την αρχήν νέας εποχής, η οποία θα είναι ευχαρίστως δεκτή από τον Θεόν, ποθητή δε και χαρμόσυνος δια τους ανθρώπους”. 19 Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω ἄφεσιν καὶ ἐλευθερίαν εἰς τοὺς δούλους καὶ αἱχμαλώτους τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ χαρίσω ἀνάβλεψιν εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τυφλωμένον τὸν νοῦν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν τῶν παθῶν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἀπολύσω καὶ νὰ στείλω ἐλευθέρους ἀπὸ κάθε ἐνοχὴν ἐκείνους, ποὺ ἔχουν καταπληγωθῇ καὶ συντριβῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω καὶ νὰ ἀναγγείλω τὴν ἔναρξιν τῆς νέας περιόδου, ἡ ὁποία εἶναι ἀρεστὴ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπιθυμητὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διότι κατ’ αὐτὴν πραγματοποιεῖται ὑπὸ τοῦ Μεσσίου ἡ περὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων βουλὴ τοῦ Θεοῦ.
20 καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. 20 Και αφού ετύλιξεν το βιβλίον εις σχήμα κυλίνδρου, το παρέδωσε στον υπηρέτην και εκάθισε. Τα βλέματα δε όλων αυτών, που ευρίσκοντο εις την συναγωγήν, ήσαν προσηλωμένα με μεγάλην προσοχήν εις αυτόν. 20 Καὶ ἀφοῦ ἐτύλιξε τὸ βιβλίον, τὸ ἔδωσε πάλιν εἰς τὸν ὑπηρέτην τῆς συναγωγῆς καὶ ἐκάθισε διὰ νὰ ἐξηγήσῃ καὶ ἀναπτύξῃ τὴν ἀναγνωσθεῖσαν περικοπήν. Τὰ μάτια δὲ ὅλων, ὅσοι ἦσαν εἰς τὴν συναγωγήν, εἶχον στραφῆ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ προσοχὴν εἰς αὐτόν.
21 ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. 21 Ηρχισεν δε να λέγη εις αυτούς ότι “σήμερον, με όσα την στιγμήν αυτήν ακούουν τα αυτιά σας, έχει εκπληρωθή και επαληθεύσει αυτή η προφητεία”. 21 Εἴρχισε δὲ νὰ λέγῃ εἰς αὐτούς, ὅτι σήμερον ἐπραγματοποιήθη καὶ ἐπηλήθευσεν ἡ προφητεία αὐτὴ διὰ τοῦ κηρύγματος, ποὺ ἀκούεται τὴν στιγμὴν αὐτὴν εἰς τὰ αὐτιά σας.
22 καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσὴφ ; 22 Και όλοι επεβεβαίωναν δι' αυτόν, ότι εκήρυττε με πολλήν δύναμιν και εθαύμαζαν δια τα λόγια τα γεμάτα χάριν, που έβγαιναν από το στόμα του και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο υιός του γνωστού μας Ιωσήφ, ο μαραγκός;” 22 Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἤκουσαν τὴν ἐξήγησιν τῆς προφητείας, ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔδιδαν μαρτυρίαν περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐκήρυξε λαμπρῶς καὶ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ τὰ γεμᾶτα θείαν χάριν καὶ γλυκύτητα λόγια, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ἔλεγαν· Περίεργον! Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ ἕως χθὲς εἰργάζετο σὰν ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς;
23 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναοὺμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου. 23 Και είπε προς αυτούς· “ασφαλώς θα μου πήτε την γνωστήν παροιμίαν· ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτόν σου· δείξε την δύναμίν σου εδώ εις την πατρίδα σου, κάμε και εδώ τα θαύματα, που ηκούσαμεν ότι έκαμες εις την Καπερναούμ”. 23 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὡρισμένως θὰ μοῦ εἴπητε τὴν παροιμίαν αὐτήν· Ἰατρέ, θεράπευσον τὸν ἑαυτόν σου. Ὑπόσχεσαι νὰ μᾶς ἰατρεύσῃς ἀπὸ τὰς ἀθλιότητἀς μας. Θεράπευσε τὴν ἀσημότητά σου καὶ στήριξε τὴν θέσιν σου καὶ τὸ κῦρος σου πρωτίστως εἰς τὴν πατρίδα σου. Κάμε καὶ ἐδῶ ὅσα θαύματα ἠκούσαμεν, ὅτι ἔγιναν ἀπὸ σὲ εἰς τὴν Καπερναούμ.
24 εἶπε δέ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ. 24 Αλλά ο Ιησούς τους είπε· “αλήθεια σας λέγω, ότι κανείς προφήτης δεν έγινε δεκτός με την πρέπουσαν τιμήν εις την πατρίδα του. 24 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι κανένα προφήτην δὲν ὑποδέχονται μὲ τὴν πρέπουσαν τιμὴν εἰς τὴν πατρίδα του.
25 ἐπ’ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλίου ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, 25 Σας υπενθυμίζω δε και αυτήν την αλήθειαν, ότι πολλαί χήραι εζούσαν μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού κατά την εποχήν του Ηλιού, όταν εκλείσθη ο ουρανός και δεν έβρεξε επί τρία έτη και εξ μήνας, τότε που απλώθηκε μεγάλη πείνα εις όλην την χώραν της Παλαιστίνης. 25 Σᾶς λέγω ὅμως βασιζόμενος εἰς τὴν ἀλήθειαν, ὅτι πολλαὶ χῆραι ἦσαν κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἠλία εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος, ὅταν ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἔβρεξεν ἐπὶ ἔτη τρία καὶ ἓξ μῆνας, ὁπότε ἔγινε πεῖνα μεγάλη εἰς ὅλην τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης.
26 καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν. 26 Και εις καμμίαν από τας πτωχάς χήρας των Ιουδαίων δεν εστάλη από τον Θεόν ο Ηλίας, ει μη μόνον εις τα Σαρεπτα της Σιδωνίας προς κάποιαν άγνωστον και άσημον χήραν γυναίκα. 26 Καὶ εἰς καμμίαν ἀπὸ τὰς γυναῖκας τῶν Ἰουδαίων δὲν ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ Ἠλίας, παρὰ εἰς τὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας εἰς μίαν γυναῖκα χήραν, ξένην καὶ ἄγνωστον εἰς αὐτόν.
27 καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραὴλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος. 27 Και πολλοί λεπροί ήσαν κατά την εποχήν του προφήτου Ελισαίου στο ισραηλιτικόν έθνος και κανείς από αυτούς δεν εθεραπεύθη, ει μη μόνον ο Νεεμάν, που κατήγετο από την Συρίαν”. 27 Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ προφήτου Ἐλισαίου καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐκαθαρίσθῃ ἀπὸ τὴν λέπραν του, παρὰ ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ποὺ ἦλθεν ἀπὸ χώραν μακρυνὴν διὰ νὰ εὔρῃ τὸν Ἐλισαῖον.
28 καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα, 28 Και όλοι μέσα εις την συναγωγήν, όταν ήκουσα αυτά, κατελήφθησαν από ασυγκράτητον οργήν (διότι ενόμισαν ότι ο Κυριος τους θέτει εις κατωτέραν θέσιν από τους ειδωλολάτρας). 28 Καὶ ἐκυριεύθησαν μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ὅλοι ἀπὸ θυμόν, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος,
29 καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ’ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν· 29 Εσηκώθησαν, τον ήρπασαν και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον έφεραν έως το χείλος ενός κρημνού του όρους, επάνω στο οποίον είχεν οικοδομηθή η πόλις των, με τον σκοπόν να τον κρημνίσουν κάτω. 29 καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παραφορᾶς των ἐσηκώθησαν καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔφεραν ἕως τὴν ἄκραν κάποιου ὑψώματος τοῦ βουνοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχεν οἰκοδομηθῇ ἡ πόλις των, μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κρημνίσουν κάτω.
30 αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο. 30 Αυτός όμως επέρασε ανάμεσα από αυτούς κατά ένα τρόπον θαυμαστόν και έφυγε. 30 Αὐτὸς ὅμως ἐπέρασε μέσα ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ἔφυγε.
31 Καὶ κατῆλθεν εἰς Καπερναοὺμ πόλιν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν διδάσκων αὐτοὺς ἐν τοῖς σάββασι· 31 Και κατέβηκε εις την Καπερναούμ, πόλιν της Γαλιλαίας και εκεί εδίδασκε κατά τα Σαββατα τους κατοίκους της. 31 Καὶ κατέβη εἰς τὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία ἦτο πόλις τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐν συνεχείᾳ κατὰ τὰ Σάββατα ἐδίδασκε τοὺς κατοίκους της.
32 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ ἦν ὁ λόγος αὐτοῦ. 32 Εθαύμαζαν δε και απορούσαν με την διδασκαλίαν του, διότι ο λόγος του έχε δύναμιν, ώστε να συναρπάζη όλους και να πείθη. 32 Καὶ ἐθαύμαζαν πολὺ διὰ τὴν διδασκαλίαν του, διότι ὁ λόγος του εἶχε τὴν δύναμιν καὶ πειστικότητα τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία τοῦ ἀπεκαλύπτετο κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν θεότητά του καὶ δι’ αὐτὸ τὴν ἐδίδασκεν αὐθεντικῶς.
33 Καὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦν ἄνθρωπος ἔχων πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου, καὶ ἀνέκραξε φωνῇ μεγάλῃ, 33 Και εις την συναγωγήν ήτο ένας άνθρωπος, που είχε δαιμονικόν ακάθαρτον πνεύμα και εκραυγασε με φωνήν μεγάλην 33 Καὶ εἰς τὴν συναγωγὴν ἦτο κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν
34 λέγων· Ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. 34 λέγων· “άφησέ μας· ποία σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ ημών των δαιμονίων και σου, Ιησού Ναζαρηνέ; Ηλθες να μας διώξης από αυτόν, στον οποίον έχομεν εγκατασταθή και να μας κρημνίσης εις την άβυσσον της απωλείας; Σε γνωρίζω ποίος είσαι· είσαι ο κατ' εξοχήν άγιος του Θεού, ο Μεσσίας, τον οποίον ο ίδιος ο Θεός καθιέρωσεν στο έργον του”. 34 καὶ εἶπεν· Ἄφησέ με ἥσυχον· τί κοινὸν ὑπάρχει μεταξὺ ἡμῶν καὶ σοῦ, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες νὰ μᾶς διώξῃς ἀπὸ αὐτὴν τὴν εὐχάριστον κατοικίαν μας καὶ νὰ μᾶς ἀποπέμψῃς εἰς τὴν ἄβυσσον καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ μᾶς καταστρέψῃς; Σὲ γνωρίζω, ποιὸς εἶσαι. Εἶσαι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἅγιος, ὁ Μεσσίας, τὸν ὁποῖον καθηγίασε καὶ καθιέρωσεν εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ ὁ Θεός.
35 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· Φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. καὶ ῥίψαν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον εἰς τὸ μέσον ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ, μηδὲν βλάψαν αὐτόν. 35 Και τον επέπληξεν ο Ιησούς λέγων· “φιμώσου, κλείσε το στόμα σου, και έβγα από τον άνθρωπον αυτόν”. Και τότε το δαιμόνιον έρριξε αυτόν στο μέσον της συναγωγής και εβγήκεν από αυτόν, χωρίς να τον βλάψη καθόλου. 35 Καὶ τὸν ἐπέπληξεν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Κλεῖσε τὸ στόμα σου καὶ ἔβγα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. Καὶ τὸ δαιμόνων τὸν ἔρριψε κάτω εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ αὐτόν, χωρὶς νὰ τὸν βλάψῃ τίποτε.
36 καὶ ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας, καὶ συνελάλουν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες· Τίς ὁ λόγος οὗτος, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει ἐπιτάσσει τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ ἐξέρχονται; 36 Και απλώθηκε εις όλους μεγάλη έκπληξις και συνωμιλούσαν μεταξύ των λέγοντες· “τι φοβερός και δυνατός είναι ο λόγος του ανθρώπου αυτού; Διότι με εξουσίαν και με δύναμιν διατάσσει τα ακάθαρτα πνεύματα και εκείνα φεύγουν αμέσως”. 36 Καὶ κατέλαβεν ὅλους ἔκπληξις καὶ συνωμίλουν μεταξύ τους καὶ ἔλεγον· Τί δύναμιν ἔχει καὶ πόσον φοβερὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ; Διότι μὲ ἐξουσίαν καὶ δύναμιν διατάσσει τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ βγαίνουν ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους.
37 καὶ ἐξεπορεύετο ἦχος περὶ αὐτοῦ εἰς πάντα τόπον τῆς περιχώρου. 37 Και διεδίδετο η φήμη αυτού εις κάθε τόπον της περιοχής της Γαλιλαίας. 37 Καὶ διεδίδετο ἡ περὶ αὐτοῦ φήμη εἰς κάθε μέρος τῶν περιχώρων τῆς Γαλιλαίας.
38 Ἀναστὰς δὲ ἐκ τῆς συναγωγῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος. ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ἦν συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν περὶ αὐτῆς. 38 Επειτα δε από την θεραπείαν του δαιμονιώντος εξεκίνησε και ανεχώρησε από την συναγωγήν και επήγε στο σπίτι του Σιμωνος. Η δε πενθερά του Σιμωνος είχε μεγάλον πυρετόν και τον παρεκάλεσαν να την θεραπεύση. 38 Ὅταν δὲ ἐξεκίνησεν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος. Ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ὑπέφερεν ἀπὸ μεγάλον πυρετόν. Καὶ τὸν παρεκάλεσαν δι’ αὐτήν, νὰ τὴν θεραπεύσῃ.
39 καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς ἐπετίμησε τῷ πυρετῷ, καὶ ἀφῆκεν αὐτήν· παραχρῆμα δὲ ἀναστᾶσα διηκόνει αὐτοῖς. 39 Και αφού επλησίασε και εστάθη από επάνω της, διέταξε τον πυρετόν και την αφήκεν αμέσως. Αυτή δε αμέσως εσηκώθη και χωρίς να αισθάνεται καμμίαν αδυναμίαν από την ασθένειάν της, τους υπηρετούσε. 39 Καὶ ἀφοῦ ἦλθε καὶ ἐστάθη ἀπ’ ἐπάνω της, ἔδωκε διαταγὴν εἰς τὸν πυρετὸν καὶ τὴν ἀφῆκεν. Ἀμέσως δὲ ἐκείνη, μὴ αἰσθανομένη πλέον οὔτε τὴν παραμικρὰν ἑξάντλησιν, ἐσηκώθη καὶ τοὺς ὑπηρέτει.
40 Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου ἅπαντες ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς ἐθεράπευεν αὐτούς. 40 Κατά δε την δύσιν του ηλίου, όλοι όσοι είχον ασθενείς από διαφόρους νόσους, τους έφεραν προς αυτόν. Αυτός δε, αφού έθετε τα χέρια του στον καθένα από αυτούς, τους εθεράπευσε. 40 Ὅταν δὲ ὁ ἥλιος εὑρίσκετο εἰς τὴν δύσιν του καὶ εἶχε πλέον περάσει ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀρρώστους, ποὺ ἔπασχον ἀπὸ διαφόρους νόσους, τοὺς ἔφερον πρὸς αὐτόν. Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ ἔθετεν ἐπάνω εἰς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ αὐτοὺς τὰς χεῖρας του, τοὺς ἐθεράπευσεν ὅλους.
41 ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι. 41 Εφευγαν δε και δαιμόνια από πολλούς, τα οποία εκραύγαζαν δυνατά και έλεγαν ότι· “συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού”. Ο δε Ιησούς τα επέπλητε και δεν τα άφινε να ομιλούν, διότι εγνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός. (Δεν ήθελε την δολίαν μαρτυρίαν των πονηρών πνευμάτων). 41 Ἔβγαιναν δὲ καὶ τὰ δαιμόνια ἀπὸ πολλούς, τὰ ὁποῖα ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγαν, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὰ ἐπέπληττε καὶ δὲν τὰ ἄφινε νὰ ὁμιλοῦν, διότι ἐγνώριζαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐμαρτύρουν περὶ τούτου, εἴτε διὰ νὰ φαίνωνται σύμμαχοι καὶ συνεργᾶται του καὶ ὕπουλα νὰ ἐλκύουν τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ κόσμου, εἴτε καὶ διὰ νὰ προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμὸν τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς βλάβην καὶ ζημίαν τοῦ ἔργου του.
42 Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν, καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ, καὶ κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ’ αὐτῶν. 42 Οταν δε έγινε ημέρα ο Ιησούς ανεχώρησε και επήγεν εις έρημον τόπον και τα πλήθη τον αναζητούσαν. Και ήλθον έως εκεί, που ήτο, και προσπαθούσαν με τα λόγια των να τον κρατήσουν, να μη φύγη από την πόλιν των. 42 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγεν εἰς ἔρημον τόπον. Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔψαχναν νὰ τὸν εὕρουν, καὶ ἦλθαν ἕως ἐκεῖ ποὺ ἦτο. Καὶ προσεπάθουν μὲ παρακλήσεις νὰ τὸν κρατήσουν, ὥστε νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν πόλιν των.
43 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι Καὶ ταῖς ἑτέραις πόλεσιν εὐαγγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι ἐπὶ τοῦτο ἀπέσταλμαι. 43 Εκείνος όμως τους είπεν, ότι “πρέπει να κηρύξω το χαρμόσυνον μήνυμα της βασιλείας του Θεού και εις άλλας πόλεις, διότι δι' αυτόν ακριβώς τον σκοπόν έχω σταλή από τον πατέρα μου”. 43 Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπεν, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Πατρός μου πρέπει καὶ εἰς ἄλλας πόλεις νὰ κηρύξω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι μετ’ ὀλίγον ὁ Θεὸς θεμελιώνει καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν βασιλείαν του· διότι δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχω ἀποσταλῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, διὰ νὰ κηρύξω ὅχι μόνον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Καπερναούμ, ἀλλ’ εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας.
44 καὶ ἦν κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας. 44 Και εκήρυσσε το Ευαγγέλιον εις τας συναγωγάς της Γαλιλαίας. 44 Καὶ ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.