Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον, ὡς ἐπαύσατο, εἶπέ τις τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς καὶ Ἰωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ. 1 Οταν ο Ιησούς εις κάποιον τόπον έκανε την προσευχήν του, μόλις έπαυσεν, είπε ένας από τους μαθητάς του προς αυτόν· “Κυριε, δίδαξε μας να προσευχώμεθα, όπως και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής εδίδαξε τους μαθητάς του”. 1 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἰς κάποιο μέρος ἔκανε τὴν προσευχήν του, ἅμα ἐτελείωσε, συνέβη νὰ τοῦ εἴπῃ κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του· Κύριε, δίδαξέ μας καὶ μάθε μας νὰ προσευχώμεθα ὀρθῶς καὶ θεαρέστως, ὅπως καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἐδίδαξε τοὺς μαθητάς του.
2 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ὅταν προσεύχησθε, λέγετε, Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· 2 Είπε δε εις αυτούς· “όταν προσεύχεσθε να λέγετε· Πατέρα μας, που είσαι πανταχού παρών, αλλά εξαιρετικά στους ουρανούς κάνεις αισθητήν την άπειρη παρουσία σου, δώσε να αναγνωρισθή από όλους η αγιότης σου και να δοξάζεται το όνομά σου. Ας έλθη και ας απλωθή η βασιλεία σου εις όλον τον κόσμον, ώστε πρόθυμα οι άνθρωποι, αφωσιωμένοι εις σε, να σε αναγνωρίζουν βασιλέα των· ας τηρήται το θέλημά σου εδώ εις την γην από τους ανθρώπους, με όσην προθυμία και χαράν εκτελείται από τους αγγέλους στον ουρανόν. 2 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Ὅταν προσεύχεσθε, νὰ λέγετε· Πατέρα μας, ποὺ εἶσαι εἰς κάθε μέρος παρών, ἀλλ’ ἐξαιρετικὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς δεικνύεις τὴν παρουσίαν σου, ἂς ἀναγνωρισθῇ ἡ ἁγιότης σου, ὥστε νὰ δοξασθῇ καὶ λατρευθῇ ἀξίως τὸ ὄνομά σου· εἴθε νὰ ἔλθῃ ἡ βασιλεία σου διὰ τῆς προθύμου καὶ ἐλευθέρας ὑποταγῆς πάντων τῶν ἀνθρώπων εἰς σέ, ὥστε διὰ τῆς ὑπακοῆς τῶν εἰς τὰ προστάγματά σου νὰ γίνουν οὗτοι πραγματικοὶ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἀφωσιωμένοι ὑπήκοοί σου· εἴθε νὰ γίνῃ τὸ θέλημά σου, ὅπως γίνεται τοῦτο εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἁγίους, οὕτω νὰ τηρῆται καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
3 τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δίδου ἡμῖν τὸ καθ’ ἡμέραν· 3 Τον άρτον μας, τον απαραίτητον δια την συντήρησίν μας, δίδε τον εις ημάς κάθε ημέραν. 3 Τὸν ἄρτον μας, τὸν ἀναγκαῖον διὰ τὴν συντήρησιν τῆς οὐσίας καὶ ὑπάρξεώς μας, δίδε μας κάθε ἡμέραν.
4 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν παντὶ τῷ ὀφείλοντι ἡμῖν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. 4 Και συγχώρησε τας αμαρτίας μας, διότι και ημείς συγχωρούμεν κάθε ένα, που έφταιξε απέναντί μας, μας αδίκησε και μας είναι χρεώστης. Και μη επιτρέψης να πέσωμεν εις πειρασμόν, αλλά φύλαξέ μας από τον πονηρόν”. 4 Καὶ συγχώρησέ μας τὰς ἁμαρτίας μας· διότι καὶ ἡμεῖς συγχωροῦμεν κάθε ἕνα, ποὺ μᾶς ἔπταισε καὶ μᾶς εἶναι χρεώστῃς λόγῳ ἀδικίας, ποὺ μᾶς ἔκαμε. Καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ πέσωμεν εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρόν, ποὺ μᾶς πολεμεῖ.
5 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Τίς ἐξ ὑμῶν ἕξει φίλον καὶ πορεύσεται πρὸς αὐτὸν μεσονυκτίου καὶ ἐρεῖ αὐτῷ· φίλε, χρῆσόν μοι τρεῖς ἄρτους, 5 Και είπε προς αυτούς την διδακτικήν παρομοίωσιν· “ποιός από σας θα έχη φίλον και θα υπάγη εις αυτόν κατά τα μεσάνυκτα και θα του πη· Φιλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά, 5 Καὶ διὰ νὰ διδάξῃ πόσον ἀποτελεσματικὸν εἶναι νὰ ἐπιμένωμεν ἐν τῇ προσευχῇ, εἶπε πρὸς αὐτούς· Ποῖος ἀπὸ σᾶς θὰ ἔχῃ φίλον καὶ θὰ ὑπάγῃ εἰς αὐτὸν κατὰ τὰ μεσάνυχτα, καὶ θὰ τοῦ εἴπῃ φίλε, δάνεισέ με τρία ψωμιά.
6 ἐπειδὴ φίλος μου παρεγένετο ἐξ ὁδοῦ πρός με καὶ οὐκ ἔχω ὃ παραθήσω αὐτῷ· 6 επειδή κάποιος φίλος μου ήλθε από ταξίδι στον σπίτι μου και δεν έχω τι να του βάλω να φάγη. 6 διότι κάποιος φίλος μου ἦλθεν ἀπὸ ταξίδιον εἰς τὸ σπίτι μου καὶ δὲν ἔχω τίποτε νὰ τοῦ βάλω νὰ φάγῃ·
7 κἀκεῖνος ἔσωθεν ἀποκριθεὶς εἴπῃ· μή μοι κόπους πάρεχε· ἤδη ἡ θύρα κέκλεισται, καὶ τὰ παιδία μου μετ’ ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν· οὐ δύναμαι ἀναστὰς δοῦναί σοι; 7 Και εκείνος θα του αποκριθή από μέσα και θα πη· Μη με βάζης σε κόπους· τώρα πλέον η πόρτα έχει κλεισθή και τα παιδιά μου είναι μαζή μου στο στρώμα και κοιμούνται· δεν ημπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω; 7 ποῖος θὰ ἔχῃ φίλον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ εἴπῃ παρακλητικῶς τοὺς λόγους αὐτούς, καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μέσα θὰ τοῦ ἀποκριθῇ καὶ θὰ τοῦ εἴπῃ· Μὴ μὲ βάζῃς εἰς κόπους καὶ ἐνόχλησιν· τώρα πλέον ἔχει κλεισθῇ ἡ πόρτα μου καὶ τὰ παιδιά μου εἶναι μαζί μου εἰς τὸ στρῶμα καὶ κοιμῶνται· δὲν ἡμπορῶ νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ σοῦ δώσω;
8 λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει. 8 Σας διαβεβαιώνω ότι και αν ακόμη δεν θελήση να σηκωθή να του δώση, μολονότι τον είχε φίλον, πάντως δια την αδιακρισίαν του ότι εις τέτοιαν νυκτερινήν ώραν τον ανησυχεί, θα σηκωθή και θα του δώση όσα του χρειάζονται. 8 Σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι καὶ ἐὰν δὲν σηκωθῇ νὰ τοῦ δώσῃ λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι φίλος του, τουλάχιστον ὅμως διὰ τὴν ἀδιακρισίαν καὶ τὴν ἀναίδειαν, ποὺ ἔδειξεν εἰς τέτοιαν ὥραν νὰ τὸν ἀνησυχήσῃ μὲ τὸ αἴτημά του, θὰ σηκωθῇ καὶ θὰ τοῦ δώσῃ ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ χρειάζονται.
9 κἀγὼ ὑμῖν λέγω, αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· 9 Δια τούτο και εγώ σας λέγω· να ζητήτε από τον πανάγαθον Θεόν και θα σας δοθή, να γυρεύετε και θα βρήτε, να κτυπάτε την θύραν της θείας αγάπης και θα σας ανοιχθή. 9 Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ἐπίμονος αἴτησις δὲν μένει ἄνευ ἀποτελέσματος οὔτε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω νὰ ζητῆτε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ θὰ σᾶς δοθῇ αὐτό, ποὺ ζητεῖτε, ἀρκεῖ νὰ μὴ εἶναι τοῦτο ἄτοπον ἢ ἐπιβλαβὲς εἰς σᾶς. Νὰ γυρεύετε, ὅπως εὔρετε τὸ ζητούμενον, καὶ θὰ τὸ εὔρετε, ἐφ’ ὅσον σᾶς εἶναι ὠφέλιμον· νὰ κτυπᾶτε τὴν θύραν τῆς θείας προστασίας καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθῇ.
10 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται. 10 Διότι καθένας που ζητεί από τον Θεόν λαμβάνει και καθένας που γυρεύει ευρίσκει και εις εκείνον που κτυπά την θύραν του Θεού, θα του ανοιχθή αυτή. 10 Διότι καθένας, ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεόν, λαμβάνει, καὶ καθένας ποὺ γυρεύει, εὑρίσκει, καὶ εἰς καθένα ποὺ κτυπᾷ τὴν θύραν τῆς θείας προστασίας θὰ ἀνοιχθῇ αὕτη.
11 τίνα δὲ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα αἰτήσει ὁ υἱὸς ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ καὶ ἰχθύν, μὴ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; 11 Ποιός δε πατέρας από σας, όταν το παιδί του ζητήση ψωμί, θα του δώση λιθάρι η όταν θα του ζητήση ψάρι, μήπως αντί ψάρι του δώση φίδι; 11 Ἀπὸ ποῖον δὲ ἀπὸ σᾶς, ποὺ εἶναι πατέρας, θὰ ζητήσῃ ὁ υἱός του ἄρτον καὶ θὰ τοῦ δώσῃ αὐτὸς λίθον; Ἢ ὅταν θὰ τοῦ ζητήσῃ καὶ ψάρι, μήπως ἀντὶ ψαριοῦ θὰ τοῦ δώσῃ φίδι;
12 ἢ καὶ ἐὰν αἰτήσει ᾠόν, μὴ ἐπιδώσει αὐτῷ σκορπίον; 12 Η αν του ζητήση αυγό, μήπως θα του δώση αντί αυγού σκορπιόν; 12 Ἢ καὶ ἂν ζητήσῃ αὐγόν, μήπως θὰ τοῦ δώσῃ ἀντὶ αὐγοῦ σκορπίον;
13 εἰ οὖν ὑμεῖς, ὑπάρχοντες πονηροὶ, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει πνεῦμα ἀγαθὸν τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν; 13 Εάν, λοιπόν, σεις μολονότι είσθε πονηροί, ξέρετε να δίνετε ωφέλιμα δώρα εις τα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατήρ ο ουράνιος, θα δώση το πανάγαθον Πνεύμα εις όσους το ζητούν;” (Και αφού θα δώση το μέγιστον και ύψιστον, δεν είναι λογικόν και ορθόν να σκεφθώμεν ότι πολύ περισσότερον θα δώση τα υλικά αγαθά, που είναι ασυγκρίτως μικροτέρας αξίας;). 13 Ἐὰν λοιπὸν σεῖς, καίτοι εἶσθε ἀτελεῖς καὶ διεφθαρμένοι ἀπὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, γνωρίζετε νὰ δίδετε εἰς τὰ παιδιά σας ὠφέλιμα δοσίματα, πόσον περισσότερον ὁ πατέρας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, θὰ δώσῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν Ἅγιον Πνεῦμα εἰς ὅσους τοῦ ζητοῦν; Καὶ ἐὰν θὰ δώσῃ Ἅγιον Πνεῦμα, πολὺ περισσότερον θὰ δώσῃ τὰ ἄλλα ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀσυγκρίτως μικροτέρας ἀξίας.
14 Καὶ ἦν ἐκβάλλων δαιμόνιον, καὶ αὐτὸ ἦν κωφόν· ἐγένετο δὲ τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμαζον οἱ ὄχλοι· 14 Και συνέβη, την ώραν που ο Κυριος εδιωχνε ένα δαιμόνιον, το οποίον είχε κάμει κωφόν και άλλαλον τον πάσχοντα, όταν εβγήκε το δαιμόνιον, ωμίλησεν ο κωφάλαλος και τα πλήθη του λαού εθαύμαζαν. 14 Καὶ ἐνῷ ἐδίδασκεν, ἔβγαζε συγχρόνως καὶ δαιμόνιον, τὸ ὁποῖον εἶχε καταστήσει τὸν πάσχοντα κουφὸν καὶ ἄλαλον. Συνέβη δέ, ὅταν ἐβγῆκε τὸ δαιμόνιον, ὡμίλησεν ὁ κωφάλαλος. Καὶ ἐθαύμασαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.
15 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· Ἐν Βεελζεβοὺλ τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια· 15 Μερικοί όμως από αυτούς, γραμματείς και Φαρισαίοι, έλεγαν ότι με την συνεργασίαν του βελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων, διώχνει τα δαιμόνια. 15 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτούς, ἀνήκοντες εἰς τὴν τάξιν τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, εἶπαν· Μὲ τὴν βοήθειαν καὶ συνεργασίαν τοῦ Βεελζεβούλ, τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμονίων, βγάζει τὰ δαιμόνια.
16 ἕτεροι δὲ πειράζοντες σημεῖον παρ’ αὐτοῦ ἐζήτουν ἐξ οὐρανοῦ. 16 Αλλοι δε, με τον σκοπόν να τον πειράξουν και να τον παρουσιάσουν στον λαόν ότι τάχα δεν ημπορεί να κάμη μεγάλα θαύματα, του εζητούσαν σημείον μεγάλο από τον ουρανόν, (σαν το πυρ που κατέβασεν ο Ηλίας από τον ουρανόν και σαν το μάννα, που με την προσευχή του Μωϋσέως έπεσε από τον ουρανόν στους πεινασμένους Ισραηλίτας). 16 Ἄλλοι δὲ μὲ τὸν πονηρὸν σκοπὸν νὰ τὸν ἀποδείξουν, ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐνεργῇ μεγάλα θαύματα, ἐζήτουν ἀπὸ αὐτὸν ἀποδεικτικὸν καὶ πειστικὸν θαῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὅπως τὸ πῦρ, ποὺ κατέβασεν ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ ὅπως τὸ μάννα, ποὺ ἐδόθη ἄλλοτε διὰ τῆς μεσιτείας τοῦ Μωϋσέως.
17 αὐτὸς δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα εἶπεν αὐτοῖς· Πᾶσα βασιλεία ἐφ’ ἑαυτὴν διαμερισθεῖσα, ἐρημοῦται, καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον, πίπτει. 17 Αυτός όμως, γνωρίζων πολύ καλά τας εσωτερικάς των σκέψεις και διαθέσεις, τους είπε· “κάθε βασίλειον, όταν χωρισθή εις εχθρικάς παρατάξεις, που θα μάχωνται η μία την άλλην, θα καταλήξη εις καταστροφήν και ερήμωσιν, και όταν μία οικογένεια διαιρεθή με εχθρικότητα εναντίον του ευατού της πίπτει και διαλύεται. 17 Αὐτὸς ὅμως ἐγνώρισε τὰς ἀποκρύφους σκέψεις των καὶ τοὺς εἶπε· Κάθε βασίλειον, τὸ ὁποῖον ἐχωρίσθῃ εἰς κόμματα ἐχθρικά, ὥστε δι’ ἐμφυλίου πολέμου νὰ στραφῇ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, καταλήγει εἰς ἐρήμωσιν. Τότε δὲ καὶ κάθε σπίτι ἐπιπίπτει ἐχθρικῶς κατὰ τοῦ ἄλλου σπιτιοῦ, διὰ νὰ διαλυθῇ μόνον του τὸ βασίλειον τοῦτο.
18 εἰ δὲ καὶ ὁ σατανᾶς ἐφ’ ἑαυτὸν διεμερίσθη, πῶς σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ, ὅτι λέγετε ἐν Βεελζεβοὺλ με ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια; 18 Εάν δε ο σατανάς έχη διαιρεθή εις παρατάξεις εναντίον του ευατού του, πως είναι δυνατόν να σταθή και να μη εξαφανισθή η βασιλεία του; Σας τα λέγω αυτά, δια να δειχθή πόσον παράλογος είναι ο ισχυρισμός σας ότι εγώ με την δύναμιν του βελζεβούλ διώχνω τα δαιμόνια. 18 Ἐὰν δὲ καὶ ὁ σατανᾶς, ὁ ἄρχων τῶν δαιμονίων, διῃρέθη τώρα εἰς κόμματα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, πῶς θὰ σταθῇ καὶ δὲν θὰ ἑξαφανισθῇ ἡ βασιλεία του; Σᾶς λέγω αὐτά, ἐπειδὴ ἀνοήτως λέγετε, ὅτι ἐγὼ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ σατανᾶ βγάζω τὰ δαιμόνια.
19 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβάλλουσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ὑμῶν ἔσονται. 19 Εάν δε εγώ με την συνεργασίαν του βελζεβούλ διώχνω τα δαιμόνια, τα πνευματικά σας τέκνα που εξορκίζουν τα δαιμόνια, με την δύναμιν ποίου τα βγάζουν; Δια τούτο αυτοί που δεν τους κατηγορείτε δι' αυτό το έργον τους, θα είναι δικασταί σας και θα σας καταδικάσουν δια την διπροσωπίαν σας. 19 Ἐὰν δὲ ἐγὼ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ συνεργασίαν τοῦ Βεελζεβοὺλ βγάζω τὰ δαιμόνια, οἱ μαθηταὶ καὶ τὰ πνευματικά σας τέκνα, οἱ ὁποῖοι καυχώμενοι, ὅτι ἔχουν προστάτας των καὶ διδασκάλους τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σολομῶντα, ἐξορκίζουν δαιμόνια, μὲ τὴν δύναμιν ποίου βγάζουν καὶ ἀποδιώκουν αὐτά; Διὰ τοῦτο αὐτοί, τοὺς ὁποίους δὲν κατηγορεῖτε, ἀλλ’ ἀφίνετε ἐλευθέρους νὰ ἐξορκίζουν, θὰ εἶναι δικασταί, ποὺ θὰ κατακρίνουν τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὸν φθόνον σας.
20 εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 20 Εάν όμως εγώ με τον δάκτυλον και την δύναμιν του Θεού διώχνω τα δαιμόνια, αυτό αποδικνύει ότι έφθασε επάνω σας η βασιλεία του Θεού. Αλλοίμονό σας δε, εάν δεν την δεχθήτε. 20 Ἐὰν ὅμως ἐγὼ μὲ δάκτυλον καὶ δύναμιν τοῦ Θεοῦ βγάζω τὰ δαιμόνια, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικὸν αὐτὸ γεγονός, ὅτι σᾶς κατέφθασε καὶ ἔπεσεν ἐπάνω σας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ σᾶς κατακρίνῃ, ἐὰν δὲν τὴν ὑποδέχθητε.
21 ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν, ἐν εἰρήνῃ ἐστὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ· 21 Ακούσατε δε και τούτο το παράδειγμα· όταν ο ισχυρός εξωπλισμένος τέλεια φυλάσση την αυλήν του, μένουν ασφαλισμένα και ήσυχα τα υπάρχοντά του. 21 Καὶ διὰ νὰ καταλάβετε καλύτερα αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, σᾶς φέρω ἕνα παράδειγμα. Ὅταν ὁ δυνατὸς ὡπλισμένος καλὰ φυλάσσῃ τὴν περιτειχισμένην αὐλήν του, μένουν ἀσφαλισμένα καὶ ἥσυχα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὰ ζῷα του.
22 ἐπὰν δὲ ὁ ἰσχυρότερος αὐτοῦ ἐπελθὼν νικήσῃ αὐτόν, τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ αἴρει, ἐφ’ ᾗ ἐπεποίθει, καὶ τὰ σκῦλα αὐτοῦ διαδίδωσιν. 22 Οταν όμως έλθη εναντίον του ο ισχυρός και τον νικήση, του παίρνει τα όπλα, εις τα οποία είχε στηρίξη την πεποίθησίν του, και διαμοιράζει σαν λάφυρα τα υπάρχοντά του. (Ετσι και εγώ, σαν απόλυτα δυνατώτερος από τον σατανάν τον κατανικώ, ελευθερώνω αυτούς που σαν ιδικά του κτήματα τους κρατούσε φυλακισμένους εις την αυλήν του και επί πλέον δίνω εξουσίαν στους μαθητάς μου να κάνουν το ίδιο). 22 Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἐναντίον του ὁ ἰσχυρότερός του καὶ τὸν νικήσῃ, τοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ἀρματωσιάν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε πεποίθησιν, καὶ διαμοιράζει τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ ὁποῖα κατέκτησεν ὡς λάφυρα. Ἔτσι καὶ ἐγὼ τώρα δυνατώτερος ἀπὸ τὸν σατανᾶν, τὸν κατενίκησα καὶ ἐλευθερώνω αὐτούς, ποὺ κατέχει σὰν ζῷα ἄλογα, καὶ δίδω ἐξουσίαν καὶ εἰς τοὺς μαθητάς μου νὰ ἀποσποῦν ἀπ’ αὐτὸν ἐκείνους, ποὺ ἕως τώρα ὥριζεν ὡς ἰδικούς του.
23 ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. 23 Κανονίσατε την θέσιν σας· διότι εκείνος που δεν είναι με όλη του την καρδιά μαζή μου, είναι εναντίον μου. Και εκείνος, που δεν μαζεύει μαζή με εμέ και δεν οδηγεί εις τα λιβάδια της πνευματικής τροφής τα πρόβατά μου, αυτός σαν αιμοβόρος λύκος τα διασκορπίζει. 23 Συμβιβασμοὺς μὲ τὴν παράταξιν τοῦ διαβόλου δὲν δέχομαι, ὅπως φαντάζεσθε σεῖς. Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν εἶναι ἐξ ὅλης του τῆς ψυχῆς μαζί μου, εἶναι ἐνάντιόν μου. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν μαζεύει μὲ ἐμὲ τὰ πνευματικὰ πρόβατά μου, αὐτὸς σὰν ἄλλος λύκος τὰ σκορπίζει.
24 Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι’ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ μὴ εὑρίσκον λέγει· ὑποστρέψω εἰς τὸν οἶκόν μου ὅθεν ἐξῆλθον· 24 Οταν το ακάθαρτον πνεύμα φύγη από τον άνθρωπον, ομοιάζει προς εκείνον, που περνάει ανάμεσα από κατάξηρους, χωρίς νερό τόπους και μάταια ζητεί ανάπαυσιν. Και επειδή δεν την ευρίσκει, λέγει· θα ξαναγυρίσω στο σπίτι μου απ' όπου έφυγα, θα επιστρέψω δηλαδή στον άνθρωπον, από τον οποίον με έδιωξαν. 24 Αὐτοὶ ὅμως, τοὺς ὁποίους ἐλευθερώνω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ σατανᾶ, πρέπει νὰ προσέχουν καὶ νὰ ἐργάζωνται ἀκούραστα, ὅπως προκόπτουν συνεχῶς εἰς ἀρετὴν καὶ ἁγιότητα. Διότι, ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ὁπωσδήποτε μετενόησεν, ὁμοιάζει πρὸς ἐκεῖνον ποὺ περνᾷ ἀπὸ τόπους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν νερὸ καὶ ζητεῖ ἀνάπαυσιν, καὶ ἐπειδὴ δὲν τὴν εὑρίσκει, λέγει· θὰ γυρίσω πάλιν εἰς τὸ σπίτι μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐβγῆκα. Θὰ ἐπιστρέψω δηλαδὴ εἰς τὴν ψυχήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξεδιώχθην.
25 καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον. 25 Και όταν έλθη, ευρίσκει το σπίτι σαρωμένο και στολισμένο, δηλαδή, ευρίσκει τον άνθρωπον σχολάζοντα και ράθυμον, χωρίς πνευματικήν φροντίδα και εργασίαν. 25 Καὶ ὅταν ἔλθῃ, εὑρίσκει τὸ σπίτι σαρωμένον καὶ στολισμένον. Εὑρίσκει δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπον ἀδρανῆ καὶ ἕτοιμον νὰ δεχθῇ κάθε παλαιὸν ἐπισκέπτην καὶ γνώριμόν του.
26 τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει ἑπτά ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. 26 Τοτε πηγαίνει και παίρνει άλλα επτά δαιμόνια, πονηρότερα από τον ευατόν του και, αφού εισέλθουν, εγκαθίστανται μονίμως πλέον εκεί και γίνονται τα τελευταία του ανθρώπου εκείνου, χειρότερα από τα πρώτα”. (Οσοι ελευθερώθηκαν από δαιμόνια η όσοι με την χάριν του Θεού επήραν άφεσιν αμαρτιών και εμπήκαν στον δρόμον της σωτηρίας, ας προσέξουν να μη αφήσουν την νέαν ζωήν της χάριτος, διότι τότε θα γίνουν πολύ χειρότεροι απ' ο,τι ήσαν προηγουμένως). 26 Τότε πηγαίνει καὶ παίρνει μαζί του πολλὰ ἄλλα πνεύματα πονηρότερα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀφοῦ ἔμβουν, κατοικοῦν πλέον μονίμως ἐκεῖ. Καὶ γίνονται τὰ ὑστερινὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα. Πράγματι οἱ ἀποστατήσαντες ἀπὸ τὴν χάριν καὶ ἐκδιώξαντες αὐτὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς των γίνονται πολὺ χειρότεροι παρ’ ὅ,τι ἦσαν πρὶν ἢ ἐπισκεφθῇ αὐτοὺς ἡ χάρις.
27 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. 27 Ενώ δε έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα από το πλήθος ενθουσιασμένη από την διδασκαλίαν του, έβγαλε φωνήν μεγάλην και είπε· “μακαρία η κοιλία που σε εβάσταξε και οι μαστοί, τους οποίους εθήλασες. Μακαρία η μητέρα, που σε εγέννησε και σε έθρεψε”. 27 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε ταῦτα, κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἐνθουσιασθεῖσα ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν του, ἔβγαλε φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπε· Μακαρία ἡ κοιλία, ποὺ σὲ ἐβάστασε, καὶ οἱ μαστοὶ τοὺς ὁποίους ἐθήλασες. Μακαρία δηλαδὴ ἡ μητέρα, ποὺ σὲ ἐγέννησε καὶ σὲ ἔθρεψεν.
28 αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν. 28 Και αυτός είπε· “βεβαίως μακαρία είναι η μητέρα μου, αλλά επίσης μακάριοι είναι όλοι όσοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον φυλάσσουν”. 28 Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Ἀληθῶς, μακαρία εἶναι ἡ μητέρα μου· ἀλλὰ μὴ λησμονεῖτε, ὅτι μακάριοι κυρίως εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσουν αὐτόν. Εἰς τρόπον ὥστε καὶ αὐτή, ποὺ μὲ ἐγέννησε καὶ μὲ ἐθήλασεν, ἠξιώθη τῆς τιμῆς αὐτῆς, διότι ἐφύλαξε πάντοτε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
29 Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν· Ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστι· σημεῖον ζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. 29 Και καθώς τα πλήθη του λαού εμαζεύοντο πυκνά γύρω του, αυτός ήρχισε να λέγη· “αυτή η γενεά, είναι γενεά πονηρά· ζητεί σημείον από τον ουρανόν, τάχα δια να πιστεύση, και δεν θα της δοθή άλλο, εκτός από το θαύμα Ιωνά του προφήτου. 29 Καὶ ἐνῷ ἐπύκνωναν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἤρχισε νὰ λέγῃ· Ἡ γενεὰ αὐτὴ εἶναι πονηρά. Καὶ ἕνεκα τῆς πονηρίας της ζητεῖ θαῦμα, ποὺ νὰ δεικνύῃ ἐμφανέστερον τὴν ἀποστολήν μου. Ἀλλὰ τέτοιο θαῦμα δὲν θὰ δοθῇ εἰς αὐτήν, παρὰ τὸ θαῦμα, ποὺ προετυπώνετο καὶ προεικονίζετο ἀπὸ τὸ θαῦμα Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου.
30 καθὼς γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς σημεῖον τοῖς Νινευῒταις, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον. 30 Διότι όπως ο Ιωνάς με το να βγη σώος από την κοιλίαν του κήτους, έγινε στους Νινευΐτας υπερφυσικόν σημείον, δια να μετανοήσουν έτσι θα γίνη και δια την γενεάν αυτήν σημείον μοναδικόν και μέγιστον ο υιός του ανθρώπου με την εκ νεκρών ανάστασίν του, η οποία θα επιβεβαιώση ότι αυτός πράγματι είναι ο λυτρωτής των ανθρώπων. 30 Διότι ὅπως ὁ Ἰωνᾶς ἐξελθὼν σῷος καὶ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ κήτους, ἔγινεν ὑπερφυσικὸν σημεῖον, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐπεβεβαίωσε τὸ περὶ μετανοίας κήρυγμά του εἰς τοὺς Νινευΐτας, ἔτσι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, διὰ τῆς Ἀναστάσεώς του ἀπὸ τὸν τάφον θὰ εἶναι θαῦμα μοναδικόν, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς θὰ δεικνύῃ εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτὴρ καὶ ὁ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν θὰ πεισθῇ αὕτη.
31 βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῶν ἀνδρῶν τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτούς, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε. 31 Η δε ειδωλολάτρις βασίλισσα της Αραβίας θα αναστηθή κατά την ημέραν της μεγάλης εκείνης κρίσεως μαζή με τους ανθρώπους της γενεάς αυτής και θα τους καταδικάση· διότι αυτή, η ειδωλολάτρις, εξεκίνησε από τα πέρατα της γης, δια να ακούση την σοφίαν του Σολομώντος· και ιδού, εδώ υπάρχει ασυγκρίτως περισσότερον από τον Σολομώντα, αφού εγώ δεν είμαι απλώς θεόπνευστος η σοφός, όπως εκείνος, αλλά αυτή αύτη η ενσάρκωσις της θείας Σοφίας. 31 Δι’ αὐτὸ δὲ ἡ εἰδωλολάτρις βασίλισσα τῆς Νοτιοδυτικῆς Ἀραβίας θὰ ἀναστηθῇ κατὰ τὴν ἐσχάτην κρίσιν μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρας τῆς γενεᾶς αὐτῆς, καὶ θὰ τοὺς καταδικάσῃ, διότι αὐτή, μολονότι ἦτο γυνὴ καὶ δὲν ἐγνώριζε τὸν ἀληθινὸν Θέον, ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου νὰ ἀκούσῃ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος. Καὶ ἰδοὺ ἐδῶ, χωρὶς νὰ χρειάζεται ταξίδιον μακρυνόν, ὑπάρχει περισσότερον ἀπὸ τὸν Σολομῶντα, ἀφοῦ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἁπλῶς σοφός, ὅπως ἦτο ἐκεῖνος, ἀλλ’ εἶμαι αὐτὴ ἡ ἐνσάρκωσις τῆς θείας Σοφίας. Καὶ ὅμως οἱ ἄνθρωποι τῆς γενεᾶς αὐτῆς δὲν δεικνύουν ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν μου.
32 ἄνδρες Νινευῒ ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε. 32 Ανδρες της Νινευΐ θα αναστηθούν κατά την μεγάλην εκείνην κρίσιν μαζή με την γενεάν αυτήν και θα την καταδικάσουν, διότι εκείνοι μεν μετενόησαν με το κήρυγμα ενός απλού προφήτου, του Ιωνά. Και ιδού, υπάρχει εδώ κάτι ασυγκρίτως ανώτερον από τον Ιωνά, εγώ,ο σαρκωθείς Υιός και Λογος του Θεού. Και όμως η γενεά αυτή δεν μετανοεί στον κήρυγμά μου. 32 Ἄνδρες Νινευΐται θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν μέλλουσαν κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ τὴν καταδικάσουν, διότι ἐκεῖνοι, μολονότι ἦσαν εἰδωλολάτραι καὶ ἀλλοεθνεῖς, μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ὁ ὁποῖος ἦτο ἁπλοῦς προφήτης καὶ δὲν ἔκαμε κανὲν θαῦμα εἰς αὐτούς. Καὶ ἰδού, ἐδῶ πολὺ περισσότερα συντελοῦν εἰς τὸ νὰ γίνῃ δεκτὸν τὸ ἰδικόν μου κήρυγμα, παρ’ ὅσα συνέτρεχον διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ. Διότι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπλοῦς προφήτης καὶ τὰ θαύματά μου καθιστοῦν τὸ κήρυγμά μου ἐπιβλητικώτερον καὶ ἀσυγκρίτως ἔγκυρον καὶ αὐθεντικόν.
33 Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας εἰς κρύπτην τίθησιν οὐδὲ ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τὸ φῶς βλέπωσιν. 33 Εγώ σκορπίζω το φως της αληθείας παντού. Κανείς δε, αφού ανάψη τον λύχνον δεν τον βάζει κάτω από τον κάδον, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, δια να βλέπουν το φως όσοι εισέρχονται στο σπίτι. 33 Ἡ πονηρὰ αὐτὴ γενεὰ εἶναι τυφλωμένη ἀπὸ τὴν ἀμετανοησίαν της. Δι΄ αὐτὸ δὲ ζητεῖ θαῦμα, καὶ δὲν βλέπει τὸ φῶς τοῦ πνευματικοῦ ἡλίου, ποὺ λάμπει καὶ ἀστράπτει εὐεργετικῶς τριγύρω της. Κανένας ποὺ ἤναψε λύχνον, δὲν τὸν βάζει εἰς κρυψῶνα, οὔτε ὑποκάτω ἀπὸ τὸν κάδον, μὲ τὸν ὁποῖον μετροῦν τὸ σιτάρι· ἀλλὰ τὸν τοποθετεῖ ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην, διὰ νὰ βλέπουν τὸ φῶς του καὶ ὁδηγοῦνται ἀπὸ αὐτὸν ἐκεῖνοι, ποὺ ἐμβαίνουν εἰς τὸ σπίτι. Ἔτσι καὶ ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, δὲν εἶμαι κρυμμένος, ἀλλὰ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας μου καὶ τῆς ζωῆς μου σκορπίζει τὰς σωτηριώδεις ἀκτῖνας του παντοῦ.
34 ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν. ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ, καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν. 34 Ο λύχνος, που φωτίζει το σώμα, είναι το μάτι· όταν λοιπόν το μάτι είναι γερό και καθαρό, όλον το σώμα θα είναι μέσα στο φως. Οταν όμως είναι άρρωστο και βλαμμένο και το σώμα θα είναι μέσα στο σκοτάδι. 34 Ἀλλὰ διὰ νὰ ἀπολαύσῃ κανεὶς τὸ σωτηριῶδες τοῦτο φῶς, πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ τὸν λύχνον τῆς ψυχῆς εἰς καλὴν κατάστασιν. Καὶ διὰ νὰ καταλάβετε τοῦτο καλύτερα, σᾶς λέγω: ὁ λύχνος, ποὺ δίδει φῶς εἰς τὸ σῶμα εἶναι τὸ μάτι· ὅταν λοιπὸν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, τότε καὶ ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμᾶτον φῶς. Ὅταν ὅμως εἶναι βλαμμένος ὁ λύχνος τοῦ σώματος, καὶ ὅλον τὸ σῶμα σου εἶναι γεμᾶτον σκότος. Ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας μου καὶ τῆς ζωῆς μου, ὅταν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδία σου δὲν εἶναι βλαμμένα καὶ πονηρά. Ὅπως πάλιν θὰ εἶναι ἡ ψυχή σου γεμᾶτη σκότος, ὅταν ὁ νοῦς σου ἔχῃ βλαβῆ.
35 σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν. 35 Πρόσεχε λοιπόν, μήπως το φως, που έχει βάλει ο Θεός μέσα σου, δηλαδή το λογικόν και η συνείδησις, είναι σκοτάδι. (Διότι τότε όσον φως και αν υπάρχη έξω, όσας υψηλάς διδασκαλίας και αν ακούσης, δεν θα φωτισθής). 35 Πρόσεχε λοιπόν, μήπως σκοτισθῇ τὸ ὄργανον, ποὺ ἔχεις διὰ νὰ λαμβάνῃς μὲ αὐτὸ φῶς. Πρόσεχε δηλαδή, μήπως τυφλωθῇ ὁ νοῦς σου, ποὺ εἶναι ὁ φωταγωγὸς τῆς ψυχῆς σου.
36 εἰ οὖν τὸ σῶμά σου ὅλον φωτεινόν, μὴ ἔχον τι μέρος σκοτεινόν, ἔσται φωτεινὸν ὅλον ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ φωτίζῃ σε. 36 Εάν λοιπόν το σώμα σου είναι φωτεινόν, χωρίς να έχη κανένα απόκρυφον και σκοτεινόν μέρος, θα είναι όλο φως, όπως όταν ο λύχνος με την λάμψιν του σε φωτίζη”. (Οταν η ψυχή και η συνείδησις δεν σκοτίζεται από τα πάθη, τότε θα είναι γεμάτη φως Χριστού). 36 Ἐὰν λοιπὸν τὸ σῶμα σου εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ φῶς καὶ δὲν ἔχῃ κανὲν μέρος σκοτεινόν, θὰ εἶναι πραγματικῶς φωτεινὸν ὁλόκληρον, ὅπως ὅταν ὁ λύχνος μὲ τὴν λάμψιν του σὲ φωτίζῃ. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή σου, ἐὰν δὲν ἔχῃ καμμίαν δύναμιν τῆς σκοτισμένην ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας, τότε θὰ εἶναι γεμᾶτη φῶς καὶ θὰ φωτίζῃ ὡς ἄλλος λαμπρὸς λύχνος καὶ τοὺς ἄλλους καὶ δὲν θὰ ζητῇ θαῦμα διὰ νὰ ὁδηγηθῇ ὑπ’ αὐτοῦ πρὸς τὸ φῶς τῆς ἀληθείας.
37 Ἐν δὲ τῷ λαλῆσαι αὐτὸν ταῦτα ἠρώτα αὐτὸν Φαρισαῖός τις ὅπως ἀριστήσῃ παρ’ αὐτῷ· εἰσελθὼν δὲ ἀνέπεσεν. 37 Ενώ δε είπε αυτά ο Ιησούς, κάποιος Φαρισαίος τον παρακαλούσε να γευματίση στο σπίτι του. Και ο Κυριος, όταν εμπήκε στο σπίτι εκάθισεν εις την τράπεζαν του φαγητού, χωρίς προηγουμένως να πλυθή, όπως εσυνήθιζαν, δια λόγους τάχα θρησκευτικούς, οι Φαρισαίοι. 37 Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε ταῦτα, τὸν παρεκάλει κάποιος Φαρισαῖος νὰ πάρῃ εἰς τὸ σπίτι του τὸ πρωϊνὸν φαγητόν του. Καὶ ὁ Κύριος ἐδέχθη τὴν πρόσκλησιν. Ὅταν δὲ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἐκάθησεν ἀμέσως πλησίον τῆς τραπέζης, χωρὶς προηγουμένως νὰ νιφθῇ.
38 ὁ δὲ Φαρισαῖος ἰδὼν ἐθαύμασεν ὅτι οὐ πρῶτον ἐβαπτίσθη πρὸ τοῦ ἀρίστου. 38 Ο Φαρισαίος όμως, όταν είδεν αυτό, εξεπλάγη, διότι ο Ιησούς δεν έπλυνε τα χέρια του προ του φαγητού. 38 Ὁ Φαρισαῖος ὅμως, ὅταν εἶδεν αὐτό, ἠπόρησε, διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐνίφθη πρὸ τοῦ φαγητοῦ σύμφωνα μὲ τὰς παραδόσεις τῶν παλαιοτέρων ραββίνων.
39 εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν· Νῦν ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ πίνακος καθαρίζετε, τὸ δὲ ἔσωθεν ὑμῶν γέμει ἁρπαγῆς καὶ πονηρίας. 39 Είπε δε ο Κυριος προς αυτόν· “σεις οι Φαρισαίοι καθαρίζετε τώρα την εξωτερικήν επιφάνειαν του ποτηρίου και του πιάτου, το δε εσωτερικόν σας είναι γεμάτο από αρπαγήν και κακίαν. Τηρείτε τους εξωτερικούς μόνον τύπους, δια να φαίνεσθε ευσεβείς, πλύνετε το σώμα σας και τα χέρια σας, αλλά αφίνετε την ψυχήν σας εμπαθή και ακάθαρτον. 39 Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε πρὸς αὐτόν· Τώρα εἰς τὸν σημερινὸν καιρόν, ποὺ περιωρίσατε τὴν θρησκείαν εἰς μερικοὺς τύπους ἐξωτερικούς, Σεῖς οἱ Φαρισαῖοι καθαρίζετε τὴν ἐξωτερικὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς πιατέλλας· καθαρίζετε μόνον,τὰς χεῖρας σας καὶ τὸ ἐξωτερικὸν τοῦ σώματός σας· τὸ ἐσωτερικόν σας ὅμως εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ ἁρπαγὴν καὶ ἀπὸ κακίαν. Φροντίζετε μόνον τὸ σῶμα σας νὰ εἶναι καθαρόν, ἐνῷ ἀφίνετε τὴν ψυχήν σας νὰ εἶναι βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτος.
40 ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τὸ ἔξωθεν καὶ τὸ ἔσωθεν ἐποίησε; 40 Ανόητοι! Ο Θεός που έκαμε το απ' έξω, δηλαδή το σώμα, ο ίδιος δεν έκαμε και το από μέσα, δηλαδή την ψυχήν; Πως το μεν σώμα προσπαθείτε να το κρατήτε καθαρόν, το δε σπουδαιότερον, την ψυχήν σας, την αφίνετε ακάθαρτον, αφού και το ένα και το άλλο είναι έργα του Θεού; 40 Ἀνόητοι ! Ὁ Θεός, ποὺ ἔκανε τὸ ἀπ’ ἕξω, δηλαδὴ τὸ σῶμα, δὲν ἔκαμε καὶ τὸ ἀπὸ μέσα, δηλαδὴ τὴν ψυχήν; Ἀφοῦ λοιπὸν ἑνὸς πλάστου ποίημα εἶναι καὶ τὰ δύο, διατὶ καθαρίζετε μόνον τὸ ἓν καὶ ἀφίνετε ἀκάθαρτον τὴν ψυχήν, ἡ ὁποία εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερον συστατικόν σας;
41 πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται. 41 Πλην όμως δώστε τα υπάρχοντά σας ελεημοσύνην και ιδού όλα θα σας γίνουν καθαρά και το φάγητον, το οποίον θα τρώγετε, έστω και αν προηγουμένως δεν πλυθήτε. 41 Ἀλλ’ ὅμως δώσατε ἐλεημοσύνην ἐκεῖνα, ποὺ περιέχονται μέσα εἰς τὸ ποτήριον καὶ τὴν πιατέλλαν, καὶ γενῆτε εὐεργετικοὶ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους μὲ τὰ ἀγαθά σας· καὶ ἰδοὺ ὅλα, ὅσα τρώγετε, θὰ σᾶς γίνουν τότε καθαρά, ἔστω καὶ ἂν τὰ τρώγετε, χωρὶς νὰ πλυθῆτε προηγουμένως.
42 ἀλλ’ οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ πήγανον καὶ πᾶν λάχανον, καὶ παρέρχεσθε τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. 42 Αλλά αλλοίμονον εις σας τους Φαρισαίους, διότι δίδετε στον ναόν το δέκατον, από τον δυόσμο και από το απήγανο και από κάθε λάχανο, τηρείτε δηλαδή επουσιώδεις λεπτομερείας και προσπερνάτε με αδιαφορίαν την δικαιοσύνην και την αγάπην προς τον Θεόν. Αυτά έπρεπε προ παντός να εφαρμόσετε και εκείνα τα άλλα να μη τα αφίνετε. 42 Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς σᾶς τοὺς Φαρισαίους, διότι δίδετε δεκάτην ἀπὸ τὸν δυόσμον καὶ ἀπὸ τὸ ἀπήγανον καὶ ἀπὸ κάθε λάχανον, παραβαίνετε δὲ μὲ ἀδιαφορίαν τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπην. Τὰ τελευταῖα αὐτὰ ἔπρεπε πρωτίστως νὰ πράττετε καὶ ἀφοῦ πράξετε αὐτά, τότε νὰ μὴ ἀφίνετε καὶ ἐκεῖνα.
43 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς. 43 Αλλοίμονο εις σας τους Φαρισαίους, διότι αγαπάτε και επιδιώκετε τα πρώτα καθίσματα εις τας συναγωγάς και τους χαιρετισμούς και τον σεβασμόν των ανθρώπων εις τας αγοράς. 43 Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς τοὺς Φαρισαίους, διότι ἀγαπᾶτε νὰ κάθεσθε εἰς τὰ πρῶτα καθίσματα μέσα εἰς τὰς συναγωγάς, διὰ νὰ διακρίνεσθε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ἀρέσκεσθε νὰ σᾶς χαιρετοῦν μὲ σεβασμὸν εἰς τὰς ἀγοράς.
44 οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα, καὶ οἱ ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω οὐκ οἴδασιν. 44 Αλλοίμονό σας γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι είσθε σαν τα μνημεία, που δεν φαίνονται, και οι άνθρωποι που περιπατούν επάνω εις αυτά δεν γνωρίζουν τούτο και χωρίς να το θέλουν μολύνονται, σύμφωνα με εκείνα που γράφει ο νόμος. Ετσι και σεις κρύπτετε με την υποκρισίαν την κακίαν σας, και εκείνοι που ανύποπτοι σας πλησιάζουν μολύνονται και βλάπτονται”. 44 Ἀλλοίμονόν σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι εἶσθε σὰν τοὺς τάφους, ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἀνύποπτοι περιπατοῦν ἀπ’ ἐπάνω εἰς τοὺς τάφους αὐτούς, δὲν γνωρίζουν τοῦτο καὶ μολύνονται, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν, διότι σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, ὅποιος ἐγγίσῃ εἰς τάφον, γίνεται ἀκάθαρτος. Ἔτσι καὶ σεῖς, εἶσθε γεμᾶτοι κακίαν, τὴν ὁποίαν κρύπτετε μὲ τὴν ὑποκρισίαν, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ σᾶς πλησιάζουν ἀνύποπτοι, μολύνονται καὶ διαφθείρονται.
45 Ἀποκριθεὶς δέ τις τῶν νομικῶν λέγει αὐτῷ· Διδάσκαλε, ταῦτα λέγων καὶ ἡμᾶς ὑβρίζεις. 45 Ελαβε τότε τον λόγον κάποιος από τους νομικούς, τους γνώστας του Μωσαϊκού Νομου και του είπε· “διδάσκαλε, με αυτά που λέγεις, υβρίζεις και ημάς τους νομικούς”. 45 Ἀπεκρίθη δὲ κάποιος ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐσπούδαζον τὸν νόμον καὶ παρουσιάζοντο ὡς γνωρίζοντες αὐτόν, καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, μὲ αὐτά, ποὺ λέγεις διὰ τοὺς Φαρισαίους, ὑβρίζεις καὶ ἡμᾶς τοὺς νομικούς.
46 ὁ δὲ εἶπε· Καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις. 46 Εκείνος δε είπε· “και εις σας τους νομικούς αλλοίμομον, διότι φορτώνετε τους ανθρώπους με βαρειά και δυσκολοβάστακτα φορτία, ενώ σεις οι ίδιοι ούτε με ένα από τα δάκτυλα σας δεν εγγίζετε τα φορτία αυτά.(Εχετε δηλαδή επινοήσει βαρειές εντολές δια τους άλλους, που δεν τις λέγει ο νόμος του Θεού και σεις βρίσκετε τρόπους να μη τις τηρήτε). 46 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· καὶ εἰς σᾶς τοὺς νομικοὺς ἀλλοίμονον· διότι φορτώνετε τοὺς ἀνθρώπους μὲ φορτώματα βαρειά, ποὺ δύσκολα βαστάζονται, καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι οὔτε μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δάκτυλά σας δὲν ἐγγίζετε τὰ φορτώματα αὐτά. Μὲ τὰς παραδόσεις δηλαδὴ καὶ τὰ ἄλλα ἔθιμά σας μετεβάλατε τὸν νόμον εἰς βαρὺ φορτίον καὶ ἐνῷ σεῖς εὑρίσκετε τρόπους νὰ ξεφεύγετε τὰς δυσβαστάκτους αὐτὰς ὑποχρεώσεις, ἀναγκάζετε τοὺς ἄλλους νὰ βαστάζουν τὸ βαρύτατον φορτίον των.
47 οὐαὶ ὑμῖν, ὅτι οἰκοδομεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν αὐτούς. 47 Αλλοίμονό σας, διότι κτίζετε τα μνημεία των προφητών, τάχα από σεβασμόν δι' αυτούς, ενώ κατά βάθος έχετε τας ιδίας φονικάς διαθέσεις, που είχαν οι πρόγονοι σας, οι οποίοι εφόνευσαν τους προφήτας. 47 Ἀλλοίμονόν σας, διότι οἰκοδομεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν. Καὶ φαίνεσθε μέν, ὅτι πράττετε τοῦτο ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τοὺς προφήτας, ἔχετε ὅμως καὶ σεῖς τὰς αὐτὰς διαθέσεις πρὸς τοὺς προγόνους σας. Οἱ πατέρες δὲ καὶ οἱ πρόγονοί σας ὄχι μόνον δὲν ἔδειξαν κανένα σεβασμὸν εἰς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐφόνευσαν.
48 ἄρα μαρτυρεῖτε συνευδοκεῖτε τοῖς ἔργοις τῶν πατέρων ὑμῶν, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἀπέκτειναν αὐτοὺς, ὑμεῖς δὲ οἰκοδομεῖτε αὐτῶν τὰ μνημεῖα. 48 Επομένως από το ένα μέρος μαρτυρείτε και εβιβεβαιώνετε ότι οι προφήται, καθό απεσταλμένοι του Θεού, είναι άξιοι παντός σεβασμού, από το άλλο μέρος με την διάθεσιν και τας πράξεις σας συμφωνείτε και εγκρίνετε τα έργα των πατέρων σας. Διότι αυτοί μεν εφόνευσαν τους προφήτας σεις δε κτίζετε τιμητικώς τα μνημεία των. 48 Καὶ συνεπῶς, ἐπειδὴ δὲν ἀποκηρύττετε τοὺς πατέρας σας καὶ δὲν συμμορφώνετε τὴν ζωήν σας πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν προφητῶν, γίνεσθε μάρτυρες κατηγορίας κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιδοκιμάζετε καὶ ἐγκρίνετε τὰ ἔργα τῶν πατέρων σας. Διότι αὐτοὶ μὲν τοὺς ἐφόνευσαν, σεῖς δὲ θάπτετε τοὺς φονευμένους καὶ τοὺς κτίζετε τὰ μνημεῖα συμπληρώνοντες ἔτσι τὸ ἔργον τῶν πατέρων σας.
49 διὰ τοῦτο καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶπεν· ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενοῦσι καὶ ἐκδιώξουσιν, 49 Επειδή όμως έχετε τας ιδίας πονηράς διαθέσεις με τους πατέρας σας, δια τούτο είπεν η σοφία του Θεού, δηλαδή εγώ· θα στείλω εις αυτούς προφήτας και αποστόλους, να ακούσουν δια μίαν ακόμη φοράν την αλήθειαν, μήπως και μετανοήσουν. Αλλά αυτοί αμετανόητοι και εσκληρυμμένοι εις την κακίαν των, άλλους μεν από αυτούς θα φονεύσουν και άλλους θα καταδιώξουν, 49 Ἐπειδὴ δὲ ἔχετε τὰς αὐτὰς φονικὰς διαθέσεις μὲ τοὺς πατέρας σας, δι’ αὐτὸ καὶ ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶπον· θὰ τοὺς στείλω προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ θὰ κάμω τὴν τελευταίαν προσπάθειαν διὰ νὰ τοὺς σώσω, ἀλλὰ αὐτοὶ θὰ φονεύσουν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους μου αὐτοὺς μερικοὺς καὶ θὰ κατατρέξουν τοὺς ὑπολοίπους,
50 ἵνα ἐκζητηθῇ τὸ αἷμα πάντων τῶν προφητῶν τὸ ἐκκεχυνόμενον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης, 50 δια να ζητηθή από την γενεάν αυτήν ευθήνη και να επιβληθή τιμωρία δια το αίμα όλων των προφητών, που χύνεται από καταβολής κόσμου μέχρι σήμερα. 50 διὰ νὰ ζητηθῇ ἡ εὐθύνη ἀπὸ τὴν γενεὰν αὐτήν, ἡ ὁποία, ἀντὶ νὰ ἔλθῃ εἰς συναίσθησιν ἀπὸ τὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ, παρασύρεται μὲ τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον μοῦ προετοιμάζει, εἰς ἔγκλημα φοβερώτερον ἀπὸ τοὺς φόνους τῶν προγόνων της. Δι’ αὐτὸ δὲ θὰ τιμωρηθῇ αὐτὴ διὰ τὸ αἷμα ὅλων τῶν προφητῶν, ποὺ χύνεται ἑξακολουθητικῶς ἀπὸ τὸν καιρόν, ποὺ ἐθεμελιώθη ὁ κόσμος· 51 ἀπὸ τὸ αἷμα δηλαδὴ τοῦ Ἄβελ, ποὺ ἐφονεύθη εἰς τὰ πρῶτα ἔτη τῆς
51 ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἅβελ ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου τοῦ ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου· ναί, λέγω ὑμῖν, ἐκζητηθήσεται ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης. 51 Από το αίμα δηλαδή του αθώου Αβελ έως το αίμα του Ζαχαρίου που εφονεύθη μεταξύ του θυσιαστηρίου και του ναού. Ναι, σας βεβαιώνω, ότι δι' όλα αυτά τα εγκλήματα θα ζητηθή ευθύνη από την γενεάν αυτήν. 51 ἀπὸ τὸ αἷμα δηλαδὴ τοῦ Ἄβελ, ποὺ ἐφονεύθη εἰς τὰ πρῶτα ἔτη τῆς δημιουργίας τῶν ἀνθρώπων, μέχρι τοῦ αἵματος τοῦ Ζαχαρίου, ποὺ ἐφονεύθη μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ ναοῦ, εἰς τόπον δηλαδὴ ἅγιον, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἔγκλημα αὐτὸ ἐβεβηλώθη. Ναί, σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δι’ ὅλα τὰ αἵματα αὐτὰ θὰ ζητηθῇ ἡ εὐθύνῃ ἀπὸ τὴν γενεὰν αὐτήν.
52 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς ὅτι ἤρατε τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως· αὐτοὶ οὐκ εἰσήλθετε, καὶ τοὺς εἰσερχομένους ἐκωλύσατε. 52 Αλλοίμονον εις σας τους νομικούς, διότι αφαιρέσατε από τους ανθρώπους το κλειδί της γνώσεως, τους εσκοτίσατε δηλαδή τον νουν με τας ψευδείς διδασκαλίας σας και τους επήρατε το μέσον, με το οποίον θα εγνώριζαν την αλήθειαν και θα επροχωρούσαν τον δρόμον της σωτηρίας. Ετσι και σεις δεν εισήλθατε εις την βασιλείαν του Χριστού και εκείνους που ήθελαν να εισέλθουν τους εμποδίσατε”. 52 Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς τοὺς νομοδιδασκάλους· διότι μὲ τὴν διεστραμμένην διδασκαλίαν σας ἐσκοτίσατε τὰς διανοίας τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς ἀφηρέσατε τὸ μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον σὰν μὲ ἄλλο κλειδὶ θὰ ὠδηγοῦντο εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ πραγματικοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας. Ἔτσι δὲ καὶ σεῖς δὲν ἐμβήκατε εἰς τὸν δρόμον αὐτόν, ποὺ θὰ σᾶς ἔφερεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν βασιλείαν του, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους, ποὺ ἤθελαν καὶ προσεπάθουν νὰ ἔμβουν, τοὺς ἠμποδίσατε.
53 λέγοντος δὲ αὐτοῦ πρὸς αὐτοὺς πάντα ταύτα ἤρξαντο οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι δεινῶς ἐνέχειν καὶ ἀποστοματίζειν αὐτὸν περὶ πλειόνων, 53 Ενώ δε ο Ιησούς τους έλεγε αυτά, ήρχισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να κυριεύωνται εσωτερικώς από πικράν οργήν και εμπάθειαν εναντίον του και να ζητούν όλοι μαζή από αυτόν αμέσως και εκ του προχείρου απαντήσεις δια πολλά ζητήματα του νόμου. 53 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε πρὸς αὐτοὺς ταῦτα, ἤρχισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νὰ ἐξοργίζωνται πικρῶς καὶ ἐμπαθῶς ἐναντίον του καὶ νὰ τοῦ ζητοῦν ἀμέσως καὶ ἐκ τοῦ προχείρου ἀπαντήσεις διὰ πολλὰ ζητήματα τοῦ νόμου.
54 ἐνεδρεύοντες αὐτὸν, ζητοῦντες θηρεῦσαί τι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. 54 Και του έστηναν έτσι παγίδα και τον παραμόνευαν προσπαθούντες κάτι με δόλιον τρόπον να αρπάξουν από το στόμα του, που δεν θα ήτο σύμφωνο με τον νόμον, δια να έχουν κατόπιν αφορμή να τον κατηγορήσουν. 54 Καὶ μὲ τὰ ἐρωτήματα καὶ τὰ ζητήματα αὐτὰ τὸν παρεμόνευαν καὶ ἐζήτουν νὰ ἀρπάσουν μὲ δόλον ἀπὸ τὸ στόμα του κάτι μὴ σύμφωνον πρὸς τὸν νόμον, διὰ νὰ διατυπώσουν κατηγορίαν ἐναντίον του.