Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς πρεσβυτέροις 1 Μιαν από τας μεγάλας εκείνας ημέρας καθώς ο Κυριος εδίδασκε εις τας αυλάς του Ναού τον λαόν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, ήλθαν έξαφνα κοντά του αποφασιστικοί οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζή με τους πρεσβυτέρους 1 Καὶ κατὰ μίαν ἀπὸ τὰς ἀξιομνημονεύτους ἐκείνας ἡμέρας, ἐνῷ αὐτὸς ἐδίδασκε τὸν λαὸν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας, συνέβη νὰ ἔλθουν ἔξαφνα οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς μαζὶ μὲ τοὺς προεστοὺς
2 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν λέγοντες· Εἰπέ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 2 και του είπαν· “πες μας, με ποιά εξουσία κάμνεις αυτά η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν, ώστε, εκτός των άλλων, να διώχνης και τους εμπορευομένους από τον ναόν;” 2 καὶ τοῦ εἶπαν αὐτοὺς τοὺς λόγους· Εἰπέ μας, μὲ ποίαν ἐξουσίαν ἐνεργεῖς αὐτά; Ἢ ποῖος σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν τοῦ νὰ διώχνῃς ἀπὸ τὸ ἱερὸν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ διδάσκῃς μέσα εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον;
3 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ εἴπατέ μοι· 3 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “και εγώ θα σας υποβάλω μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν σαν διδάσκαλοι με εξουσίαν και κύρος που θέλετε να είσθε, πρέπει να μου απαντήσετε. 3 Ἀπεκρίθη δὲ καὶ τοὺς εἶπε· θὰ σᾶς ἐρωτήσω καὶ ἐγὼ περὶ ἑνὸς ζητήματος. Ἐφ’ ὅσον δὲ σεῖς παρουσιάζεσθε ὡς ἐξουσιοδοτημένοι διδάσκαλοι, ὁμιλήσατε πρῶτοι καὶ εἴπατέ μου τὴν ἐπὶ τοῦ ἐρωτήματός μου τούτου ἀπάντησίν σας.
4 τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; 4 Το βάπτισμα του Ιωάννου ήτο από τον ουρανόν, εγίνετο κατόπιν εντολής του Θεού, η ήτο απλή και άνευ σημασίας επινόησις ανθρώπων”. 4 Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε δι’ ἐμὲ καὶ ὑπῆρξε πρόδρομός μου, ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἢ ἦτο ἀπὸ ἐπινόησιν καὶ ἐντολὴν ἀνθρώπων;
5 οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; 5 Εκείνοι δε εσκέφθησαν μεταξύ των και είπαν ότι, εάν είπωμεν εξ ουρανού, δηλαδή από τον Θεόν, θα μας πη· διατί δεν επιστεύσατε εις αυτόν; 5 Αὐτοὶ δὲ ἐσυλλογίσθησαν μεταξύ των καὶ εἶπαν, ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι ἦτο ἐξ οὐρανοῦ καὶ συνεπῶς εἶχεν ὁρισθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ εἴπῃ, διατὶ λοιπὸν δὲν ἐπιστεύσατε εἰς αὐτόν;
6 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς· πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι. 6 Εάν δε είπωμεν, ότι ήτο επινόησις ανθρώπων και επομένως ο Ιωάννης δεν ήτο προφήτης, απεσταλμένος δηλαδή από τον Θεόν, όλος ο λαός θα μας λιθοβολίση αγρίως, διότι όλοι έχουν ακλόνητον την πεποίθησιν, ότι ο Ιωάννης είναι προφήτης του Θεού. 6 Ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦτο ἐπινόησις ἀνθρώπων, ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς καταλιθοβολήσῃ, διότι ὅλοι εἶναι πεπεισμένοι, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἦτο προφήτης.
7 καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν. 7 Και, αυτοί, οι επίσημοι διδάσκαλοι του Ισραήλ, κατησχημένοι απήντησαν, ότι δεν ξεύρουν, από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου. 7 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἐκαυχῶντο, ὅτι ἦσαν oὶ ἀνεγνωρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, ἀπεκρίθησαν, ὅτι δὲν ἤξευραν, πόθεν ἦτο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
8 καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 8 Και τότε ο Ιησούς τους είπεν· “ούτε εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν κάμνω αυτά”. 8 Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς αὐτούς· Οὔτε ἐγὼ σᾶς λέγω, μὲ ποίαν ἐξουσίαν καὶ μὲ ποῖον δικαίωμα πράττω αὐτὰ ποὺ βλέπετε.
9 Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγειν τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα, καὶ ἐξέδετο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε χρόνους ἱκανούς. 9 Ηρχισε δε να διδάσκη προς τον λαόν την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος εφύτευσε αμπέλι και έδωσεν αυτό με ενοίκιον στους γεωργούς και εταξίδευσε δια πολύν καιρό εις ξένην χώραν. 9 Ἤρχισε δὲ νὰ λέγῃ πρὸς τὸν λαὸν τὴν ἀκόλουθον παραβολήν· Ἕνας ἄνθρωπος ἐφύτευσεν ἄμπελον· Ὁ Θεὸς δηλαδὴ παρεσκεύασε καὶ ἐπεμελήθη ὡς λαὸν ἰδικόν του τὸν Ἰουδαϊκον λαόν. Καὶ ἐνοικίασε τὴν ἄμπελόν του αὐτὴν εἰς γεωργοὺς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς ξένην χώραν δι’ ἀρκετὰ χρόνια. Ἐνεπιστεύθη δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὸν λαόν του εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας διὰ νὰ τὸν καλλιεργήσουν πρὸς παραγωγὴν ἔργων πίστεως καὶ ἀρετῆς.
10 καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον ἵνα ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος δώσωσιν αὐτῷ· οἱ δὲ γεωργοὶ δείραντες αὐτὸν ἐξαπέστειλαν κενόν. 10 Εις τον καιρόν δε της εσοδείας έστειλε προς τους γεωργούς ένα δούλον, δια να του δώσουν το μέρος του καρπού, που εδικαιούτο. Οι γεωργοί όμως αφού τον έδειραν, τον εδίωξαν αδειανόν. 10 Καὶ εἰς τὸν κατάλληλον χρόνον, δηλαδὴ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐσοδείας, ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον, διὰ νὰ τοῦ δώσουν μέρος ἀπὸ τὸν καρπὸν τῆς ἀμπέλου. Οἱ γεωργοὶ ὅμως ἀφοῦ ἔδειραν αὐτόν, τὸν ἐδίωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια. Ἔστειλε δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὴν πρώτην σειρὰν τῶν προφητῶν διὰ νὰ διαπιστώσουν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, ποὺ ὤφειλεν ὡς ἄλλη καλλιεργημένη ἄμπελος νὰ καρποφορήσῃ ὁ τόσον εὐνοηθεῖς ἀπὸ τὸν Θεὸν λαός. Ἀλλ’ ἡ πρώτη αὐτὴ σειρὰ τῶν προφητῶν ἐστάλη ματαίως καὶ χωρὶς κανὲν ἀγαθὸν ἀποτέλεσμα.
11 καὶ προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἐξαπέστειλαν κενόν. 11 Τοτε ο οικοδεσπότης απεφάσισε να στείλη ακόμη εις αυτούς άλλον δούλον. Αυτοί δε, αφού και εκείνον έδειραν και εξευτέλισαν, τον έστειλαν με αδειανά χέρια. 11 Καὶ προσθέτως ἀπεφάσισεν ὁ οἰκοδεσπότης νὰ ἀποστείλῃ εἰς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· αὐτοὶ δέ, ἀφοῦ ἔδειραν καὶ ἠτίμασαν καὶ ἐκεῖνον, τὸν ἐδίωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια. Μὲ ἄλλας λέξεις καὶ δευτέρα σειρὰ προφητῶν ἀπεστάλη, ἀλλὰ ἀντὶ ἐκ τῆς διδασκαλίας τούτων νὰ συνέλθουν οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ στηριχθοῦν εἰς τὴν ὑπακοὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς, ἐκακομεταχειρίσθησαν καὶ αὐτὴν τὴν σειρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν πρώτην.
12 καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον. οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον. 12 Και απεφάσισε ακόμη να στείλη και τρίτον δούλον. Εκείνοι όμως και τούτον, αφού ετραυμάτισαν, τον πέταξαν έξω από το αμπέλι. 12 Καὶ ἐπρόσθεσε καὶ τρίτην ἀποστολήν· ἔστειλε λοιπὸν πάλιν τρίτον δοῦλον. Αὐτοὶ ὅμως, ἀφοῦ ἐτραυμάτισαν καὶ αὐτόν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἄμπελον. Ἡ τρίτη δηλαδὴ σειρὰ τῶν προφητῶν ἔτυχε πολὺ μεγαλυτέρας κακομεταχειρίσεως.
13 εἶπε δὲ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος· τί ποιήσω; πέμψω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν· ἴσως τοῦτον ἰδόντες ἐντραπήσονται. 13 Είπε τότε ο κύριος του αμπελιού· Τι να κάμω τώρα; Ενα μου μένει· θα στείλω τον υιόν μου τον αγαπητόν. Ισως, όταν τον ίδουν, να εντραπούν. 13 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος τῆς ἀμπέλου· Τί νὰ κάμω; Ἂν στείλω καὶ ἄλλον δοῦλον, δὲν ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ μεταχειρισθοῦν καὶ τοῦτον καλύτερον. Θὰ στείλω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν. Ἴσως ὅταν ἴδουν αὐτόν, θὰ ἐντραποῦν. Καὶ ἔστειλε τὸν ἐνανθρωπήσαντα υἱόν του, τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
14 ἰδόντες δὲ αὐτὸν οἱ γεωργοὶ διελογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ κληρονομία. 14 Οταν όμως τον είδαν οι γεωργοί, εσκέπτοντο μεταξύ των και έλεγαν· Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε λοιπόν να τον θανατώσωμεν, δια να γίνη πλέον ιδική μας η κληρονομία. 14 Ὅταν ὅμως οἱ γεωργοὶ εἶδον αὐτόν, ἐσκέπτοντο μεταξύ των καὶ ἔλεγαν· Αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος τῆς ἀμπέλου. Ἐλᾶτε νὰ τὸν φονεύσωμεν, διὰ νὰ γίνῃ ἡ ἄμπελος κληρονομία ἰδική μας, καὶ ἀνενόχλητοι πλέον νὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν συναγωγὴν καὶ νὰ ἐκμεταλλευώμεθα αὐτήν.
15 καὶ ἐκβαλόντες αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος ἀπέκτειναν. τί οὖν ποιήσει αὐτοῖς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; 15 Και αφού τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι, τον εφόνευσαν. Τι λοιπόν θα κάμη εναντίον αυτών ο κύριος του αμπελιού; 15 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἄμπελον, τὸν ἐφόνευσαν. Τί λοιπὸν θὰ κάμῃ εἰς αὐτοὺς ὁ κύριος τῆς ἀμπέλου:
16 ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. ἀκούσαντες δὲ εἶπον· Μὴ γένοιτο. 16 Θα έλθη ο ίδιος και θα εξολοθρεύση τους γεωργούς αυτούς και θα δώση το αμπέλι εις άλλους”. Μερικοί δε από τους Φαρισαίους, που ήσαν εκεί, όταν ήκουσαν την παραβολήν και ενόησαν την σημασίαν της, είπαν· Μη γένοιτο! 16 Θὰ ἔλθῃ αὐτοπροσώπως πλέον καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ δώσῃ τὴν ἄμπελον εἰς ἄλλους. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, ὅταν ἤκουσαν τὴν παραβολήν, εἶπαν· Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ, ὥστε νὰ μὴ μᾶς γίνῃ ἕνας τέτοιος ἐξολοθρευμός.
17 ὁ δὲ ἐμβλέψας αὐτοῖς εἶπε· Τί οὖν ἐστι τὸ γεγραμμένον τοῦτο, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας; 17 Ο δε Κυριος τους εκύτταξε κατάματα και είπε· “και όμως έτσι θα γίνη, διότι τι σημασίαν έχει τότε αυτό που είναι γραμμένο στους προφήτας, ότι δηλαδή λίθον τον οποίον επέταξαν ως ακατάλληλον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε κεφαλή και ακρογωνιαίος λίθος, δι' όλην την οικοδομήν; 17 Ὁ Κύριος δὲ τοὺς παρετήρησε μὲ ζωηρὸν βλέμμα, διὰ να τοὺς προσελκύσῃ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν προσοχήν, καὶ τοὺς εἶπε· Ἐὰν σύμφωνα μὲ τὴν εὐχήν σας δὲν ἐπέλθῃ ἡ καταστροφή, ποὺ σᾶς προεῖπον, ποίαν λοιπὸν ἔννοιαν καὶ σημασίαν ἔχει αὐτό, ποὺ εἶναι γραμμένον ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Λίθον,τὸν ὁποῖον ἐπέταξαν ὡς ἀκατάλληλον οἱ κτίσται, αὐτὸς ἔγινε τῆς ὅλης οἰκοδομῆς ἡ κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος λίθος. Δηλαδὴ ἐγώ, τὸν ὁποῖον σεῖς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, ποὺ ἔχετε καθῆκον καὶ ἔργον νὰ οἰκοδομῆτε τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, ἀπερρίψατε σὰν ἄλλον λίθον ἀκατάλληλον διὰ τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Θεοῦ, ἔγινα θεμέλιον καὶ ἀγκωνάρι, ποὺ βαστᾷ καὶ συνδέει ὁλόκληρον τὴν οἰκοδομὴν καὶ συνενώνει εἰς ἕνα λαὸν τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς ἐθνικούς, ὅπως τὸ ἀγκωνάρι συνδέει δύο τοίχους.
18 πᾶς ὁ πεσὼν ἐπ’ ἐκεῖνον τὸν λίθον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν. 18 Και καθένας που θα επιπέση εναντίον του λίθου αυτού, θα τσακισθή. Εκείνον δε, επάνω στον οποίον θα πέση βαρύς αυτός ο λίθος, θα τον συντρίψη, θα τον κάμη θρύψαλα και σκόνην και θα τον διαλύση. (Αμπελος ήτο ο Ισραηλιτικός λαός, κακοί γεωργοί οι άρχοντες του λαού, δούλοι ήσαν οι προφήται τους οποίους οι άπιστοι άρχοντες του λαού εκακοποίησαν και εφόνευσαν· υιός του κυρίου του αμπελώνος, ο εναθρωπήσας Υιός του Θεού, τον οποίον οι άρχοντες του λαού θα εσταύρωναν έξω από την Ιερουσαλήμ. Και ο Θεός κατά λόγον δικαιοσύνης, θα τους αφαιρούσε πλέον την ηγεσίαν του λαού, δια να δώση αυτήν εις άλλους και ο Υιός του Θεού, ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, θα τους συνέτριβε δια την σκληροκαρδίαν αυτών και θα τους διέλυε). 18 Καὶ καθένας ποὺ θὰ ἐπιπέσῃ μὲ ἐχθρικὰς διαθέσεις ἐπάνω εἰς τὸν λίθον ἐκεῖνον, θὰ τσακισθῇ· ἐκεῖνον δὲ ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ πέσῃ βαρὺς ὁ λίθος αὐτός, θὰ τὸν κάμῃ θρύμματα καὶ θὰ τὸν σκορπίσῃ σὰν σκόνην. Ὄλεθρος δηλαδὴ καὶ ἀφανισμὸς ἐπιφυλάσσεται εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὸν Χριστόν.
19 Καὶ ἐζήτησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐπιβαλεῖν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὰς παραβολὰς ἔλεγε. 19 Καταγανακτημένοι τότε οι γραμματείς και οι αρχιερείς εζήτησαν να τον συλλάβουν εκείνην την ώρα, διότι εκατάλαβαν καλά, ότι δι' αυτούς έλεγε τας παραβολάς, αλλά εφοβήθησαν τον λαόν. 19 Καὶ ἐζήτησαν oὶ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς νὰ βάλουν χέρι ἐπάνω του καὶ νὰ τὸν συλλάβουν κατ’ ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ἀλλ’ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν. Ἤθελαν δὲ αὐτοστιγμεὶ νὰ τὸν συλλάβουν, διότι ἐκατάλαβαν, ὅτι δι’ αὐτοὺς ἔλεγε τὰς παραβολάς.
20 Καὶ παρατηρήσαντες ἀπέστειλαν ἐγκαθέτους, ὑποκρινομένους ἑαυτοὺς δικαίους εἶναι, ἵνα ἐπιλάβωνται αὐτοῦ λόγου εἰς τὸ παραδοῦναι αὐτὸν τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ ἡγεμόνος. 20 Και αφού επερίμεναν κατάλληλον ευκαιρίαν, έστειλαν βαλτούς ανθρώπους των, που υπεκρίνοντο ότι είναι δίκαιοι, δια να αποσπάσουν από αυτόν κάποιον ενοχοποιητικόν η παρεξηγήσιμον λόγον, ώστε να τον παραδώσουν εις την αρχήν και εξουσίαν του ηγεμόνος. 20 Καὶ ἀφοῦ ἐκαιροφυλάκτησαν, ἀπέστειλαν κατασκόπους, oὶ ὁποῖοι ὑπεκρίνοντο ὅτι ἦσαν εὐσυνείδητοι καὶ ἐνδιεφέροντο πολὺ νὰ συμμορφώνωνται πρὸς τὸ δίκαιον. Τοὺς ἔστειλαν δέ, διὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσουν κάποιον λόγον ἐνοχοποιητικόν, ὥστε νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγεμόνος.
21 καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ὀρθῶς λέγεις καὶ διδάσκεις, καὶ οὐ λαμβάνεις πρόσωπον, ἀλλ’ ἐπ’ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις· 21 Και, λοιπόν, τον ηρώτησαν λέγοντες· “διδάκαλε, γνωρίζομεν, ότι ορθά και σωστά λέγεις και διδάσκεις και δεν λαμβάνεις υπ' όψιν σου πρόσωπα ανθρώπων, αλλά, στηριζόμενος εις την αλήθειαν, διδάσκεις πάντοτε τον δρόμον του Θεού. 21 Καὶ τὸν ἠρώτησαν καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, γνωρίζομεν, ὅτι ὀρθὰ καὶ ἀληθῆ λέγεις καὶ διδάσκεις, χωρὶς νὰ παρεκκλίνῃς διόλου ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν γραμμήν, καὶ δὲν λογαριάζεις ἀνθρώπους, οὔτε χαρίζεσαι εἰς πρόσωπον, ἀλλὰ βασιζόμενος πάντοτε εἰς τὴν ἀλήθειαν διδάσκεις τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ.
22 ἔξεστιν ἡμῖν Καίσαρι φόρον δοῦναι ἢ οὔ; 22 Σε παρακαλούμεν, λοιπόν να μας δώσης μίαν συμβουλήν. Επιτρέπεται εις ημάς, που ήμεθα ο εκλεκτός λαός του Θεού, να δίνωμεν φόρον στον Καίσαρα η όχι;” 22 Σὲ συμβουλευόμεθα λοιπόν· Ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς, ποὺ ἀνήκομεν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ βασιλέα ἔχομεν αὐτὸν τὸν Θεόν, νὰ δώσωμεν εἰς τὸν Καίσαρα φόρον, ἢ δὲν ἐπιτρέπεται;
23 κατανοήσας δὲ αὐτῶν τὴν πανουργίαν εἶπε πρὸς αὐτούς· Τί μέ πειράζετε; 23 Εκατάλαβε πολύ καλά ο Κυριος την πανουργίαν αυτών και τους είπε· “διατί με ερωτάτε με δολιότητα και θέλετε να με συλλάβετε εις παγίδαν; 23 Ἀντελήφθη ὅμως τὴν πονηρίαν των καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ μὲ ἐκθέτετε εἰς πειρασμὸν καὶ ζητεῖτε νὰ μὲ συλλάβετε εἰς παγίδα;
24 δείξατέ μοι δηνάριον· τίνος ἔχει εἰκόνα καὶ ἐπιγραφήν; ἀποκριθέντες δὲ εἶπον· Καίσαρος. 24 Δείξατέ μου ένα δηνάριον· ποίου την εικόνα και την επιγραφήν έχει;” Εκείνοι απεκρίθησαν και είπαν “του Καίσαρος”. 24 Δείξατέ μου ἓν δηνάριον. Ποίου τὴν εἰκόνα καὶ ἐπιγραφὴν ἔχει τὸ νόμισμα αὐτό; Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ εἶπον· τοῦ Καίσαρος.
25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἀπόδοτε τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. 25 Αυτός τότε τους είπε· “δώστε, λοιπόν, πίσω στον Καίσαρα, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, πληρώσατε φόρον στον Καίσαρα, του οποίου τα νομίσματα χρησιμοποιείτε εις τας συναλλαγάς σας και δηλώνετε έτσι, ότι ευρίσκεσθε υπό την εξουσίαν και προστασίαν του. Δώστε όμως και στον Θεόν αυτά που ανήκουν στον Θεόν, ολόκληρον τον ευατόν σας με αγάπην και υποταγήν εις εκείνον”. 25 Αὐτὸς δὲ τότε τοὺς εἶπε· Μόνοι σας ἐδέχθητε εἰς τὰς συναλλαγάς σας τὰ νομίσματα τοῦ Καίσαρος καὶ μὲ αὐτὰ διενεργεῖτε τὸ ἐμπόριον σας καὶ διευκολύνεσθε εἰς τὰς μεταξύ σας σχέσεις. Δώσατε λοιπὸν ὀπίσω εἰς τὸν Καίσαρα ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Καίσαρα, τοὺς φόρους δηλαδὴ καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τοὺς νόμους, ποὺ ἀσφαλίζουν τὴν ἀπονομὴν τοῦ δικαίου καὶ τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν πολιτῶν. Δώσατε δὲ καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν, δηλαδὴ ὁλόκληρον τὸν ἐσωτερικόν σας ἄνθρωπον καὶ ὅλον τὸν ἑαυτόν σας.
26 καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἐπιλαβέσθαι αὐτοῦ ῥήματος ἐναντίον τοῦ λαοῦ, καὶ θαυμάσαντες ἐπὶ τῇ ἀποκρίσει αὐτοῦ ἐσίγησαν. 26 Και δεν ημπόρεσαν να του αποσπάσουν εμπρός στον λαόν κανένα ενοχοποιητικόν λόγον. Και γεμάτοι θαυμασμόν δια την αποστομωτικήν απάντησίν του, έκλεισαν το στόμα των. 26 Καὶ δὲν κατώρθωσαν νὰ τοῦ πάρουν οὔτε τὸν παραμικρὸν ἐνοχοποιητικὸν λόγον ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν ἤκουε καὶ θὰ ἐχρησίμευεν ὡς μάρτυς. Καὶ θαυμάσαντες διὰ τὴν ἀπόκρισίν του ἐσιώπησαν.
27 Προσελθόντες δέ τινες τῶν Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αὐτὸν 27 Επλησίασαν τότε τον Ιησούν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν 27 Ἐπλησίασαν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοὺς Σαδδουκαίους μερικοί, ποὺ ἔλεγαν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις. Καὶ τὸν ἠρώτησαν
28 λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 28 λέγοντες· “διδάσκαλε, ο Μωϋσής έγραψε για μας στον νόμον του, ότι εάν ο αδελφός κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αυτός αποθάνη άτεκνος, πρέπει ο αδελφός του να λάβη σύζυγον την γυναίκα και να γεννήση απόγονον στον αδελφόν του. 28 καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἔγραψε εἰς τὸν νόμον· ἐὰν ὁ ἀδελφὸς κάποιου ἀποθάνῃ καὶ ἔχῃ γυναῖκα καὶ ἀποθάνῃ οὗτος ἄτεκνος, πρέπει νὰ πάρῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ νὰ γεννήσῃ μὲ αὐτὴν ἀπόγονον εἰς τὸν ἀποθανόντα ἄτεκνον ἀδελφόν του.
29 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος· 29 Ησαν λοιπόν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα απέθανε άτεκνος. 29 Ἦσαν λοιπὸν ἑπτὰ ἀδελφοί. Καὶ ὁ πρῶτος, ἀφοῦ ἐνυμφεύθη μίαν γυναῖκα, ἀπέθανεν ἄτεκνος.
30 καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν ἄτεκνος· 30 Και επήρε ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν, αλλά και αυτός απέθανε άτεκνος. 30 Καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἀπέθανεν ἄτεκνος.
31 καὶ ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτήν ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἑπτὰ· οὐ κατέλιπον τέκνα, καὶ ἀπέθανον· 31 Και ο τρίτος επήρε επίσης αυτήν. Το ίδιο και οι επτά· και δεν αφήκαν τέκνα και απέθανον. 31 Καὶ ὁ τρίτος τὴν ἐπῆρεν ὅπως καὶ ὁ δεύτερος. Τὸ ἴδιο δὲ ἔκαμαν καὶ οἱ ἑπτά. Δὲν ἄφησαν ὅμως τέκνα καὶ ἀπέθανον.
32 ὕστερον δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν. 32 Υστερα δε από όλους απέθανε και η γυναίκα. 32 Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὅλους ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή.
33 ἐν τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα. 33 Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά αδελφούς θα είναι σύζυγος η γυναίκα αυτή; Διότι και οι επτά την είχαν νόμιμον σύζυγον”. 33 Κατὰ τὴν ἀνάστασιν λοιπὸν ποίου ἐκ τῶν ἑπτὰ ἀδελφῶν θὰ γίνῃ σύζυγος; Διότι ὅλοι τὴν ἐπῆραν γυναῖκα.
34 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται· 34 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “οι άνθρωποι της παρούσης ζωής νυμφεύονται και δίδονται εις γάμον. 34 Καὶ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Αὐτοί, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἶναι παιδιὰ τοῦ κόσμου αὐτοῦ ποὺ θὰ παρέλθῃ, αὐτοὶ ἔρχονται εἰς γάμον καὶ ὑπανδρεύουν ἔπειτα καὶ τοὺς ἀπογόνους των.
35 οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται· 35 Εκείνοι όμως που θα αξιωθούν να απολαύσουν την μέλλουσαν ζωήν και την εκ νεκρών ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται εις γάμον. 35 Ἐκεῖνοι ὅμως, ποὺ ἀξιώθησαν νὰ ἀπολαύσουν τὸν αἰῶνα καὶ τὸν κόσμον ἐκεῖνον τὸν μέλλοντα καὶ οὐράνιον καὶ νὰ ἀναστηθοῦν ἐνδόξως ἐκ νεκρῶν, οὔτε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔρχονται εἰς γάμον, οὔτε ὑπανδρεύουν τοὺς ἀπογόνους των.
36 οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι, καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες. 36 Διότι ούτε και να αποθάνουν πλέον δύνανται, επειδή τα σώματα των είναι άφθαρτα και αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν προέρχονται από φυσικήν γέννησιν, αλλά από την ανάστασιν, που ο Θεός θα διατάξη και θα πραγματοποιήση. 36 Ἀλλ’ οὔτε καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔλθουν εἰς γάμον, τοῦ ὁποίου ἕνας ἐκ τῶν σκοπῶν εἶναι νὰ προλάβῃ τὴν διὰ τοῦ θανάτου ἐξάλειψιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔλθουν εἰς γάμον, διότι πλέον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποθάνουν, ἐπειδή, ὅσοι ζοῦν ἐκεῖ, ἔχουν φύσιν ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον, ὅπως οἱ ἄγγελοι, καὶ εἶναι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Διότι τὰ σώματά των δὲν θὰ προέρχονται ἐκ γεννήσεως σαρκικῆς, ἀλλὰ θὰ ξαναγεννηθοῦν διὰ τῆς ἀναστάσεως, τὴν ὁποίαν θὰ πραγματοποιήσῃ ἡ ἄμεσος ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι παρέμβασις σαρκικῶν γονέων.
37 ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροὶ, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ. 37 Οτι δε ανασταίνονται οι νεκροί το ανήγγειλε και ο Μωϋσής εκεί εις την βάτον, όταν δηλαδή ονομάζη τον Κυριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ. 37 Ὅτι δὲ ἀνασταίνονται oἱ νεκροί, τὸ ἐφανέρωσε καὶ ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ μέρος τῆς Γραφῆς, ποὺ γίνεται λόγος περὶ τῆς βάτου. Ὅταν δηλαδὴ ἀποκαλῇ καὶ ἀναφέρῃ τὸν Κύριον ὡς τὸν Θεὸν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακώβ.
38 Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν. 38 Μαθετε δε ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν φύγει από την γην και είναι δι' ημάς νεκροί, δια τον Θεόν είναι ζωντανοί, ζουν πλησίον αυτού εις επικοινωνίαν με αυτόν”. 38 Ὁ Θεὸς δὲ δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος ἐξεμηδένισεν, ἀλλ’ εἶναι Θεὸς ζωντανῶν. Διότι ὅλοι, καὶ αὐτοί, ποὺ δι’ ἡμᾶς εἶναι πεθαμένοι, διὰ τὸν Θεὸν εἶναι ζωντανοί, καὶ ἑξακολουθοῦν νὰ ζοῦν καὶ νὰ εὑρίσκωνται εἰς σχέσιν καὶ κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ καὶ δὲν διατελοῦν εἰς κατάστασιν ληθάργου καὶ ἀναισθησίας.
39 ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· Διδάσκαλε, καλῶς εἶπας. 39 Μερικοί δε από τους γραμματείς, αντίθετοι των Σαδδουκαίων, έλαβαν τον λόγον τότε και είπαν· “Διδάσκαλε, πολύ καλά ωμίλησες”. 39 Τότε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ ἐπίστευον εἰς τὴν ἀνάστασιν, ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, καλὰ ὡμίλησες.
40 οὐκέτι γὰρ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν αὐτὸν οὐδέν. 40 Δεν ετολμούσαν δε πλέον να τον ερωτούν κατά τρόπον δόλιον εις τίποτε, διότι έβγαιναν νικημένοι και εντροπιασμένοι. 40 Δὲν ἐτόλμων δὲ πλέον νὰ τὸν ἐρωτοῦν τίποτε, διότι πάντοτε ἐξήρχετο νικητὴς ἀπὸ τὴν μετ’ αὐτῶν συζήτησιν.
41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Πῶς λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱόν Δαυῒδ εἶναι; 41 Είπε δε προς αυτούς· “πως λέγουν ότι ο Χριστός είναι απόγονος του Δαυΐδ; 41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Πῶς λέγουν oι διδάσκαλοί σας, ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ;
42 καὶ αὐτὸς Δαυῒδ λέγει ἐν βίβλῳ τῶν ψαλμῶν· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου 42 Ενώ ο ίδιος ο Δαυίδ στο βιβλίον των ψαλμών λέγει· είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου, 42 Καὶ πῶς ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος αὐτὸς ὁ Δαβὶδ λέγει εἰς τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν· Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Κύριόν μου Χριστόν· Κάθισε ἐπὶ τοῦ θρόνου μου εἰς τὰ δεξιά μου δοξαζόμενος καὶ τιμώμενος μαζί μου,
43 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. 43 έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιον εις τα πόδια σου. 43 ἕως ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο ὑποστήριγμα, ποὺ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου;
44 Δαυῒδ οὖν αὐτὸν Κύριον καλεῖ· καὶ πῶς υἱός αὐτοῦ ἐστιν; 44 Ο Δαυίδ λοιπόν ονομάζει αυτόν Κυριον, και πως είναι δυνατόν να είναι μόνον απόγονός του; Η προσφώνησις αυτή εκ μέρους του Δαυΐδ, φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον απόγονος του Δαυΐδ, αλλά Κυριος και Θεός”. 44 Ὁ Δαβὶδ λοιπὸν καλεῖ αὐτὸν Κύριον. Καὶ πῶς εἶναι υἱός του; Στέκει ὁ πρόγονος νὰ καλῇ τὸν τρισέγγονον καὶ ἀπόγονόν του Κύριον; Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνον υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ Κύριος τοῦ Δαβίδ.
45 Ἀκούοντος δὲ παντὸς τοῦ λαοῦ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· 45 Ενώ δε όλος ο λαός τον ήκουε είπε ειδικώτερα στους μαθητάς του· 45 Ἐνῷ δὲ ἤκουεν αὐτὰ ὅλος ὁ λαός, εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς του·
46 Προσέχετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων περιπατεῖν ἐν στολαῖς καὶ φιλούντων ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ πρωτοκλισίας ἐν τοῖς δείπνοις, 46 “προσέχετε από τους γραματείς, οι οποίοι θέλουν να περιπατούν με επισήμους στολάς και αγαπούν τους τιμητικούς χαιρετισμούς εις τας αγοράς και τας πρωτοκαθεδρίας εις τας συναγωγάς και τας πρώτας θέσεις εις τα δείπνα. 46 Προσέχετε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ θέλουν νὰ περιπατοῦν μὲ ἐνδυμασίας ἐπισήμους καὶ ἐπιδεικτικὰς καὶ ἀγαποῦν τοὺς εὐλαβεῖς καὶ τιμητικοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγορὰς καὶ τὰ πρῶτα καθίσματα εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς πρώτας θέσεις εἰς τὰ δεῖπνα.
47 οἳ κατεσθίουσιν τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσεύχονται· οὗτοι λήψονται περισσότερον κρίμα. 47 Αυτοί είναι που κατατρώγουν τας οικίας των χηρών και κατόπιν με υποκριτικήν ευλάβειαν κάνουν εμπρός στους ανθρώπους μακράς προσευχάς. Αυτοί θα λάβουν μεγαλυτέραν καταδίκην, από εκείνην που θα λάβουν οι άλλοι αμαρτωλοί”. 47 Αὐτοὶ κατατρώγουν τὰ σπίτια καὶ τὴν περιουσίαν τῶν χηρῶν καὶ ὑποκριτικῶς μὲ πρόσχημα εὐλαβείας πρὸς ἐξαπάτησιν τῶν χηρῶν κάνουν μακρὰς προσευχάς. Αὐτοὶ θὰ λάβουν μεγαλυτέραν καταδίκην ἀπὸ τὴν καταδίκην τῶν κλεπτῶν καὶ ἁρπάγων.