Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Σκιὰν γὰρ ἔχων ὁ νόμος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὐκ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῶν πραγμάτων, κατ’ ἐνιαυτὸν ταῖς αὐταῖς θυσίαις ἃς προσφέρουσιν εἰς τὸ διηνεκὲς, οὐδέποτε δύναται τοὺς προσερχομένους τελειῶσαι· | 1 Εχων, λοιπόν, ο Νομος της Π. Διαθήκης κάποιαν αμυδράν σκιαν και υποτύπωσιν των αγαθών, τα οποία έμελλεν ο Χριστός να δώση και μη έχων σαφή και βεβαίαν εικόνα των ουρανίων πραγμάτων, δεν ημπορεί ποτέ με τας ιδίας θυσίας, τας οποίας κάθε χρόνο συνεχώς προσφέρουν οι ιερείς και ο Αρχιερεύς, να δώση άφεσιν αμαρτιών και λύτρωσιν, να κάμη τελείους αυτούς, οι οποίοι προσέρχονται στον ναόν και το θυσιαστήριον. | 1 Πράγματι δὲ αἱ θυσίαι τῆς Π. Διαθήκης ἦσαν ἀνεπαρκεῖς νὰ παράσχουν τὴν ἄφεσιν. Διότι ὁ νόμος περιεῖχε μὲν κάποιαν ἀσθενῆ σκιὰν τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἔμελλον νὰ μᾶς δοθοῦν ἀπὸ τὸν Χριστόν, δὲν εἶχεν ὅμως σαφῆ καὶ πλήρη ἀναπαράστασιν τῶν οὐρανίων πραγμάτων. Καὶ δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ μὲ τὰς ἰδίας θυσίας, ποὺ κάθε χρόνον προσφέρουν συνεχῶς οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς του νὰ κάμῃ τελείους αὐτούς, ποὺ πλησιάζουν μὲ τὰς θυσίας αὐτὰς εἰς τὸ θυσιαστήριον. |
2 ἐπεὶ οὐκ ἂν ἐπαύσαντο προσφερόμεναι, διὰ τὸ μηδεμίαν ἔχειν ἔτι συνείδησιν ἁμαρτιῶν τοὺς λατρεύοντας, ἅπαξ κεκαθαρμένους; | 2 Διότι, σας ερωτώ, εάν πράγματι αι θυσίαι αυταί είχαν την δύναμιν να κάμουν αγίους και τελείους τους ανθρώπους, δεν θα έπαυαν να προσφέρωνται, εφ' όσον οι λατρεύοντες με αυτάς τον Θεόν και επικαλούμενοι το έλεός του, δεν θα είχαν πλέον συνείδησιν, ότι είναι αμαρτωλοί, μια φορά και είχαν καθαρισθή με τας θυσίας των; Βεβαίως θα είχαν παύσει. | 2 Διότι, ἐὰν αἱ θυσίαι αὐταὶ εἶχαν τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιήσουν τοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ προσφέρωνται, ἀφοῦ πλέον οἰ λατρεύοντες δὲν θὰ εἶχαν συνείδησιν, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, μιὰ φορὰ ποὺ θὰ εἶχαν καθαρισθῆ μὲ τὰς θυσίας αὐτὰς ἀπὸ τὴν ἐνοχήν των; Βεβαίως θὰ ἔπαυαν. |
3 ἀλλ’ ἐν αὐταῖς ἀνάμνησις ἁμαρτιῶν κατ’ ἐνιαυτόν· | 3 Αλλ' εξακολουθούν να προσφέρωνται, διότι εις αυτάς τας θυσίας γίνεται υπόμνησις και ανάμνησις κάθε χρόνο των αμαρτιών και της ενοχής εκείνων που τας προσφέρουν και η οποία παραμένει παρά τας θυσίας που προσφέρουν. | 3 Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἔπαυσαν. Καὶ εἰς τὰς θυσίας αὐτὰς γίνεται κάθε χρόνον ἀνάμνησις τῶν ἁμαρτιῶν των εἰς ἐκείνους, ποὺ τὰς προσφέρουν καὶ τοὺς ὑπενθυμίζεται διαρκῶς, ὅτι εἶναι ἔνοχοι. |
4 ἀδύνατον γὰρ αἷμα ταύρων καὶ τράγων ἀφαιρεῖν ἁμαρτίας. | 4 Διότι είναι αδύνατον το αίμα των ταύρων και των τράγων, που προσφέρονται ως θυσία, να αφαιρή αμαρτίας και να εξαλείφη την ενόχην. | 4 Χρησιμεύουν δὲ μόνον ὡς ἀνάμνησις τῶν ἁμαρτιῶν αἱ θυσίαι αὐταί, διότι εἶναι ἀδύνατον τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων, ποὺ θυσιάζονται εἰς αὐτάς, νὰ ἀφαιρῇ ἁμαρτίας. |
5 Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον λέγει· θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· | 5 Δια τούτο και ο Χριστός, όταν δια της ενανθρωπήσεώς του εισήρχετο στον κόσμον, είπε προς τον Πατέρα του· “θυσίαν και προσφοράν σαν εκείνας της Π. Διαθήκης δεν ηθέλησες, αλλά μου ετοίμασες σώμα, δια να προσφέρω αυτό θυσίαν ευάρεστον εις σε και λυτρωτικήν δια τους ανθρώπους. | 5 Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος, ὅταν διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του εἰσήρχετο εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, εἶπε διὰ τοῦ Δαβὶδ πρὸς τὸν Πατέρα του· θυσίαν καὶ προσφοράν, σὰν αὐτὰς ποὺ προσφέρονται σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, δὲν ἠθέλησες, ἀλλὰ μοῦ ἐτοίμασες σῶμα, διὰ νὰ σοῦ τὸ προσφέρω ὡς θυσίαν εὐάρεστον. |
6 ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ εὐδόκησας· | 6 Δεν έχεις δε ευαρεστηθή και επαναπαυθή εις θυσίας, που καίονται ολόκληροι επάνω στο θυσιαστήριον η εις θυσίας που προσφέρονται δια συγχώρησιν αμαρτίας. | 6 Δὲν σοῦ ἄρεσαν θυσίαι, ποὺ καίονται ὁλόκληροι εἰς τὸ θυσιαστήριον, οὔτε θυσίαι ποὺ προσφέρονται περὶ ἁμαρτίας πρὸς συγχώρησίν της. |
7 τότε εἶπον· ἰδοὺ ἥκω, ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ, τοῦ ποιῆσαι, ὁ Θεός, τὸ θέλημά σου. | 7 Τοτε είπα· ιδού ήλθα-εις την επικεφαλίδα του βιβλίου και εις όλον το βιβλίον έχει γραφή προφητικώς δι' εμέ-δια να εκτελέσω, ω Θεε, πλήρως και τελείως το θέλημά σου”. | 7 Τότε εἶπον· Ἰδού, ἦλθα. (Εἰς τὸν ρόλον τοῦ χειρογράφου τῆς Π. Διαθήκης ἔχει γραφῆ δι’ ἐμὲ προφητικῶς). Ἦλθα, ὦ Θεέ, διὰ νὰ κάμω τὸ θέλημά σου. |
8 ἀνώτερον λέγων ὅτι θυσίαν καὶ προσφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἠθέλησας οὐδὲ εὐδόκησας, αἵτινες κατὰ τὸν νόμον προσφέρονται, | 8 Αφού, λοιπόν, παρά πάνω λέγει, ότι “θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και ειδικάς θυσίας περί συγχωρήσεως αμαρτίας δεν ηθέλησες, ούτε ευηρεστήθης εις αυτάς”, που σύμφωνα με τον Μωσαϊκόν Νομον σου προσφέρονται, | 8 Ἀφοῦ λέγει παραπάνω, ὅτι θυσίαν καὶ προσφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας δὲν ἠθέλησας, οὔτε εὐηρεστήθης εἰς αὐτὰς τὰς θυσίας, αἱ ὁποῖαι σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον προσφέρονται, |
9 τότε εἴρηκεν· ἰδοὺ ἥκω τοῦ ποιῆσαι, ὁ Θεός, τὸ θέλημά σου. ἀναιρεῖ τὸ πρῶτον ἵνα τὸ δεύτερον στήσῃ. | 9 τότε είπε· “ιδού ήλθα να εκτελέσω εις την εντέλειαν, ω Θεε, το θέλημά σου”. Ακυρώνει έτσι και καταργεί το πρώτον τμήμα του Γραφικού χωρίου, που αναφέρεται εις τας θυσίας, δια να θεμελιώση και καταστήση έγκυρον το δεύτερον που αναφέρεται εις την θυσίαν του Χριστού. | 9 τότε εἶπεν· Ἰδοὺ ἔρχομαι, ὦ Θεέ, διὰ νὰ κάμω τὸ θέλημά σου. Καταργεῖ τὸ πρῶτον μέρος τοῦ χωρίου, ποὺ ὁμιλεῖ διὰ τὰς θυσίας, διὰ νὰ δώσῃ κῦρος καὶ βεβαιώσῃ τὸ δεύτερον, ποὺ ὁμιλεῖ διὰ τὴν θυσίαν, ποὺ θὰ προσέφερεν ὁ Χριστός. |
10 ἐν ᾧ θελήματι ἡγιασμένοι ἐσμὲν διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐφάπαξ. | 10 Δια του θελήματος δε αυτού του Θεού, περί της ενανθρωπήσεως και θυσίας του Υιού του, είμεθα ημείς ηγιασμένοι, δια μέσου της θυσίας του σώματος του Ιησού Χριστού, η οποία έγινεν άπαξ δια παντός. | 10 Μὲ αὐτὸ δέ, ποὺ ἠθέλησε καὶ εὐηρεστήθη ὁ Θεός, εἴμεθα ἁγιασμένοι διὰ μέσου τῆς προσφορᾶς καὶ θυσίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θυσία ἔγινε μίαν φορὰν γιὰ πάντα. |
11 Καὶ πᾶς μὲν ἱερεὺς ἕστηκε καθ’ ἡμέραν λειτουργῶν καὶ τὰς αὐτὰς πολλάκις προσφέρων θυσίας, αἵτινες οὐδέποτε δύνανται περιελεῖν ἁμαρτίας· | 11 Και κάθε μεν ιερεύς της Π. Διαθήκης στέκεται κάθε ημέραν εμπρός στο θυσιαστήριον λειτουργών και προσφέρων πολλές φορές τις ίδιες θυσίες, αι οποίαι όμως ουδέποτε ημπορούν να συγχωρήσουν και να αφαιρέσουν αμαρτίες. | 11 Καὶ καθένας μὲν ἱερεὺς τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου στέκεται ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ κάθε ἡμέραν λειτουργεῖ καὶ προσφέρει πολλὰς φορὰς τὰς ἰδίας θυσίας, αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε δύνανται νὰ ἀφαιρέσουν ἁμαρτίας. |
12 αὐτὸς δὲ μίαν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τὸ διηνεκὲς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, | 12 Αυτός όμως ο Ιησούς Χριστός, αφού επρόσφερε μίαν και μόνην θυσίαν δια την άφεσιν των αμαρτιών, εκάθισε και μένει δια παντός εις τα δεξιά του θρόνου του Θεού, | 12 Αὐτὸς ὅμως ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐπρόσφερε μίαν θυσίαν διὰ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου, ἐκάθησε παντοτινὰ εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχει πλέον ἀνάγκην νὰ προσφέρῃ ἄλλην θυσίαν. |
13 τὸ λοιπὸν ἐκδεχόμενος ἕως τεθῶσιν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ. | 13 περιμένων στο εξής, έως ότου νικημένοι και εξουθενωμένοι τεθούν οι εχθροί του υποπόδιον των ποδών του. | 13 Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς περιμένει, ἕως ὅτου τεθοῦν οἱ ἐχθροί του ὑποπόδιον τῶν ποδῶν του καὶ κατανικηθοῦν τελειωτικά. |
14 μιᾷ γὰρ προσφορᾷ τετελείωκεν εἰς τὸ διηνεκὲς τοὺς ἁγιαζομένους. | 14 Διότι με μίαν προσφοράν και θυσίαν, με την θυσίαν δηλαδή του εαυτού του επί του σταυρού, έκαμε δια παντός τελείους εκείνους που ζητούν και αγιάζονται από αυτόν. | 14 Ἐκάθησε δὲ καὶ ἔπαυσε νὰ θυσιάζῃ, διότι μὲ μίαν προσφορὰν καὶ θυσίαν ἔκαμε γιὰ πάντα τελείους ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν θυσίαν του αὐτὴν ἁγιάζονται. |
15 Μαρτυρεῖ δὲ ἡμῖν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· μετὰ γὰρ τὸ προειρηκέναι, | 15 Οτι δε ο Χριστός μίαν έπρεπε να προσφέρη θυσίαν εις αγιασμόν όλων των πιστών μας το βεβαιώνει και το μαρτυρεί το Πνεύμα το Αγιον, διότι ύστερα από αυτό, που προηγουμένως είπεν· | 15 Ὅτι δὲ αὐτά, ποὺ σᾶς γράφω, εἶναι ἀληθῆ, μᾶς τὸ μαρτυρεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Διότι ἀφοῦ προηγουμένως εἶπεν· |
16 αὕτη ἡ διαθήκη ἣν διαθήσομαι πρὸς αὐτοὺς μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει Κύριος· διδοὺς νόμους μου ἐπὶ καρδίας αὐτῶν, καὶ ἐπὶ τῶν διανοιῶν αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς, | 16 “αυτή είναι η διαθήκη την οποίαν θα συνάψω με αυτούς έπειτα από τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κυριος, θα δώσω τους νόμους μου εις τας καρδίας των και θα τους εγχαράξω εις τας διανοίας των, δια να μένουν έτσι ανεξάλειπτοι”. | 16 Αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη, τὴν ὁποίαν θὰ συνάψω πρὸς αὐτοὺς ὕστερον ἀπὸ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει Κύριος· θὰ δώσω τοὺς νόμους μου εἰς τὰς καρδίας των καὶ θὰ τοὺς γράψω εἰς τὰς διανοίας των, ὥστε νὰ μὴ τοὺς λησμονοῦν ποτέ· ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε ταῦτα, ὕστερον προσθέτει· |
17 καὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν καὶ τῶν ἀνομιῶν αὐτῶν οὐ μὴ μνησθῶ ἔτι. | 17 Εν συνεχεία δε προσθέτει· “και δεν θα ενθυμηθώ πλέον τας αμαρτίας των και τας παραβάσστου Νομου”. | 17 Καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῶ πλέον τὰς ἁμαρτίας των καὶ τὰς ἀνομίας των. |
18 Ὅπου δὲ ἄφεσις τούτων, οὐκέτι προσφορὰ περὶ ἁμαρτίας. | 18 Αλλά, όπου υπάρχει συγχώρησις και εξάλειψις αμαρτιών, δεν υπάρχει πλέον ανάγκην να προσφέρεται θυσία δια τας αμαρτίας. | 18 Ὅπου δὲ ὑπάρχει ἄφεσις ἁμαρτίων, ἐκεῖ πλέον δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ προσφέρεται θυσία περὶ ἁμαρτίας. |
19 Ἔχοντες οὖν, ἀδελφοί, παρρησίαν εἰς τὴν εἴσοδον τῶν Ἁγίων ἐν τῷ αἵματι τοῦ Ἰησοῦ, | 19 Λοιπόν, αδελφοί, σύμφωνα με αυτά που είπαμεν, έχομεν θάρρος και πεποίθησιν, ότι είναι ανοικτή και ελευθέρα η είσοδος ημών εις τα πραγματικά Αγια, δηλαδή εις την επουράνιον βασιλείαν, δια του αίματος του Ιησού. | 19 Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπομεν, ἔχομεν θάρρος καὶ πεποίθησιν, ὅτι θὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὰ ἀληθινὰ Ἅγια, τουτέστιν εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ· |
20 ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν ὁδὸν πρόσφατον καὶ ζῶσαν διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ’ ἔστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, | 20 Αυτήν δε την είσοδον, την νέαν και πρωτοφανή, που οδηγεί εις την αιωνίαν ζωήν, την ήνοιξε και την ενεκαινίασε προς χάριν μας ο Ιησούς Χριστός δια μέσου του καταπετάσματος, δηλαδή με το τίμιον σώμα του, που εθυσίασε. | 20 τὴν εἴσοδον δὲ αὐτὴν εἰς τὸν οὐρανὸν ἐγκαινίασε καὶ ἤρχισε πρῶτος δι’ ἠμᾶς ὁ Χριστὸς καὶ ἤνοιξεν αὐτὴν ὡς δρόμον νέον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν· καὶ εἰσῆλθεν αὐτὸς διὰ μέσου τοῦ καταπετάσματος, τουτέστι διὰ τῆς σαρκός του καὶ τοῦ αἵματός του· |
21 καὶ ἱερέα μέγαν ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, | 21 Αφού, λοιπόν, έχομεν και ιερέα μέγαν, τον Ιησούν Χριστόν, εγκατεστημένον, Κυριον και αρχηγόν επάνω στο σπίτι του Θεού, δηλαδή εις την Εκκλησίαν, | 21 καὶ ἀφοῦ ἔχομεν καὶ ἱερέα μέγαν, τὸν Ἰησοῦν, ἐγκατεστημένον ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν πιστῶν, |
22 προσερχώμεθα μετὰ ἀληθινῆς καρδίας ἐν πληροφορίᾳ πίστεως ἐρραντισμένοι τὰς καρδίας ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς, | 22 ας προσερχώμεθα με ειλικρινή και άδολον καρδίαν, με ακλόνητον και φωτισμένην πίστιν, ραντισμένοι με το λυτρωτικόν του αίμα εις τας καρδίας μας, δια να είμεθα έτσι λυτρωμένοι από την ενόχην και τας τύψεις της συνειδήσεως εξ αιτίας των πονηρών έργων, | 22 ἂς προσερχώμεθα μὲ εἰλικρινῆ καρδίαν, μὲ πίστιν ἀδίστακτον καὶ πλήρη, ραντισμένοι καὶ καθαρισμένοι μὲ τὸ Αἷμα του κατὰ τὸ ἐσωτερικὸν τῶν καρδιῶν μας, ὥστε νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ τύψεις τῆς συνειδήσεως διὰ πράξεις πονηράς, |
23 καὶ λελουσμένοι τὸ σῶμα ὕδατι καθαρῷ κατέχωμεν τὴν ὁμολογίαν τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ· πιστὸς γὰρ ὁ ἐπαγγειλάμενος· | 23 και λουσμένοι κατά το σώμα με καθαρό, δηλαδή με το Αγιον Βαπτισμα, ας κρατώμεν σταθεράν και ακλόνητον την ομολογίαν μας περί των αγαθών, που ελπίζομεν. Και τούτο, διότι είναι αληθινός κατά πάντα και αξιόπιστος εκείνος που μας έχει δώσει τας ανεκτιμήτους αυτάς υποσχέσεις. | 23 καὶ λουσμένοι εἰς τὸ σῶμα μὲ νερὸ καθαρόν, ἤτοι μὲ τὸ ἅγιον βάπτισμα. Καὶ ἂς κρατῶμεν τὴν ὁμολογίαν περὶ τῶν ἐλπιζομένων ἀγαθῶν βεβαίαν καὶ ἀσάλευτον. Πρέπει δὲ μὲ βεβαιότητα νὰ ἐλπίζωμεν, διότι εἶναι ἀξιόπιστος καὶ δὲν ἀθετεῖ ποτὲ τὸν λόγον του ἐκείνος, ποὺ μᾶς ἔδωκε τὴν ἐπαγγελίαν καὶ ὑπόσχεσιν, δηλαδὴ ὁ Θεός. |
24 καὶ κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων, | 24 Ας παρακολουθώμεν δε και ας γνωρίζωμεν κατά βάθος ο ένας τον άλλον, σαν αδελφοί που είμεθα, ώστε να παρορμώμεθα εντόνως και να προχωρούμεν με ζήλον εις την αγάπην και τα καλά έργα. | 24 Καὶ ἂς παρακολουθῶμεν καὶ ἂς παρατηρῶμεν προσεκτικὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διὰ νὰ παρακινούμεθα καὶ διεγειρώμεθα μεταξύ μας εἰς ἀγάπην καὶ καλὰ ἔργα. |
25 μὴ ἐγκαταλείποντες τὴν ἐπισυναγωγὴν ἑαυτῶν, καθὼς ἔθος τισίν, ἀλλὰ παρακαλοῦντες, καὶ τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ βλέπετε ἐγγίζουσαν τὴν ἡμέραν. | 25 Παραμερίσατε δε κάθε εμπόδιον και έχετε πάντοτε προθυμίαν, ώστε να μη παραμελήτε και αφίνετε την ιεράν σύναξιν σας, όπως το έχουν μερικοί συνήθειαν, αλλά να προτρέπετε και να ενισχύετε ο ένας τον άλλον, τόσον μάλιστα περισσότερον, καθ' όσον βλέπετε να πλησιάζη η ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. | 25 Φροντίζετε δὲ νὰ μὴ παραμελῆτε καὶ ἀφίνετε τὴν σύναξιν καὶ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνάντησίν σας, καθὼς συνηθίζουν μερικοί, ἀλλὰ νὰ προτρέπετε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον, καὶ τόσον περισσότερον νὰ πράττετε αὐτό, ὅσον βλέπετε, ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας πλησιάζει. |
26 Ἑκουσίως γὰρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν μετὰ τὸ λαβεῖν τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, οὐκέτι περὶ ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία, | 26 Είναι δε ανάγκη να προσέχετε όλα αυτά και να αλληλοενισχύεσθε στον δρόμον της αρετής, διότι, όταν έπειτα από την βαθείαν και καθαράν γνώσιν της αληθείας που ελάβαμεν, θεληματικώς και επιμόνως αμαρτάνωμεν, περιφρονούντες έτσι την λυτρωτικήν θυσίαν του Χριστού, δεν απομένει πλέον άλλη θυσία δια την άφεσιν των αμαρτιών μας, | 26 Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ προτρέπετε καὶ νὰ ἐνισχύετε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον, διότι ὅταν θεληματικῶς καὶ μὲ ἀπόφασιν ἀποστασίας ἁμαρτάνωμεν, ἀφοῦ ἐλάβαμεν μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τὴν πλήρη γνῶσιν τῆς ἀληθείας, δὲν ἀπομένει πλέον ἄλλη θυσία περὶ ἁμαρτίων, οὔτε σταυρικὸς θάνατος διὰ νὰ μᾶς σώσῃ. |
27 φοβερὰ δέ τις ἐκδοχὴ κρίσεως καὶ πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς ὑπεναντίους. | 27 αλλ' έχομεν, κατ' ανάγκην, να περιμένωμεν με φόβον και τρόμον την κρίσιν του Θεού και την καταδίκην, το πυρ της φοβεράς οργής του Θεού, το οποίον μέλλει να κατατρώγη εκείνους, που θεληματικά και αμετανόητα εντιστέκονται στο θείον θέλημα και το καταπατούν με περιφρόνησιν. | 27 Ἀλλ’ ὑπολείπεται νὰ περιμένωμεν μὲ φόβον καὶ τρόμον τὴν δίκην καὶ κατάκρισιν καὶ τὸ σφοδρὸν πῦρ τῆς θείας ἀγανακτήσεως καὶ ὀργῆς, τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ κατατρώγῃ ἐκείνους, ποὺ ἐναντιώνονται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. |
28 ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶν μάρτυσιν ἀποθνήσκει· | 28 Εάν κανείς παραβή τον μωσαϊκόν Νομον, καταδικάζεται χωρίς καμμίαν επιείκειαν εις θάνατον “επί τη βάσει της καταθέσεως δύο η τριών μαρτύρων”. | 28 Ναὶ ἡ θεία ἀγανάκτησις καὶ ὀργὴ μᾶς περιμένει. Διότι ὅταν κανεὶς παραβῇ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον καὶ βεβαιώσουν τὴν παράβασιν αὐτὴν δύο ἢ τρεῖς μάρτυρες, αὐτὸς χωρὶς ἐπιείκειαν θανατώνεται. |
29 πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας; | 29 Ποσον όμως χιεροτέρας τιμωρίας νομίζετε, ότι θα κριθή ένοχος εκείνος, που κατεπάτησε με πείσμα και περιφρόνησιν τον Υιόν του Θεού και εθεώρησε το τίμιον αίμα του ευτελές και ανάξιον προσοχής, με το οποίον εν τούτοις αίμα ο ίδιος είχε πάρει τον αγιασμόν, και ο οποίος παρ' όλ' αυτα ύβρισε, περιεφρόνησε και εχλεύασε το Αγιον Πνεύμα, που παρέχει την χάριν; | 29 Πόσον χειροτέρας τιμωρίας νομίζετε, ὅτι θὰ κριθῇ ἄξιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐποδοπάτησε περιφρονητικὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνόμισεν ὡς αἷμα συνήθους καὶ κοινοῦ ἀνθρώπου τὸ Αἷμα, μὲ τὸ ὁποῖον ἐπεκυρώθη ἡ Νέα Διαθήκη, μὲ τὸ ὁποῖον μάλιστα αὐτὸς ὁ ἴδιος ἡγιάσθη, καὶ ὁ ὁποῖος ὕβρισε καὶ ἐπεριφρόνησε τὸ Πνεῦμα, ποὺ μᾶς παρέχει τὴν χάριν; |
30 οἴδαμεν γὰρ τὸν εἰπόντα· ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος· καὶ πάλιν· Κύριος κρινεῖ τὸν λαὸν αὐτοῦ. | 30 Καμμία αμφιβολία δεν υπάρχει, ότι πράγματι θα τιμωρηθή δια την ασέβειάν του, διότι γνωρίζομεν καλά εκείνον ο οποίος είπε· “εις εμέ, τον δίκαιον και παντοδύναμον, υπάρχει η δικαιοσύνη, που τιμωρεί το κακόν. Εγώ θα ανταποδώσω στον καθένα κατά τα έργα του, λέγει ο Κυριος”· και πάλιν έχει λεχθή· “ο Κυριος θα κρίνη τον λαόν αυτού”. | 30 Ὠρισμενως θὰ τιμωρηθῇ αὐτὸς σκληρά. Διότι γνωρίζομεν ποῖος εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶπεν· Ἰδικόν μου δικαίωμα εἶναι ἡ ἐκδίκησις. Ἐγὼ θὰ κάμω τὴν ἀνταπόδοσιν, λέγει ὁ Κύριος. Καὶ πάλιν ἔχει λεχθῇ εἰς τὴν Γραφήν· Ὁ Κύριος θὰ κρίνῃ καὶ θὰ δικάσῃ τὸν λαόν του. |
31 φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος. | 31 Και είναι φοβερόν να πέση κανείς σαν ένοχος εις τα χέρια του Θεού του ζώντος. | 31 Καὶ εἶναι φοβερὸν νὰ πέσῃ κανεὶς μέσα εἰς τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ζῇ πάντοτε. |
32 Ἀναμιμνήσκεσθε δὲ τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, | 32 Να ενθυμήσθε δε τας προηγουμένας ημέρας της ζωής σας, κατά τας οποίας είχατε κατηχηθή την αλήθειαν και είχατε φωτισθή με το Αγιον Βαπτισμα και υπεμείνατε πολύ καρτερικά και ηρωϊκά τον αγώνα των παθημάτων και των διωγμών. | 32 Νὰ ἐνθυμῆσθε δὲ τὰς προτερινὰς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας ἐφωτίσθητε μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὴν γνῶσιν τῆς ἀληθείας καὶ ὑπεμείνατε πολλὴν ἄθλησιν καὶ ἀγῶνα παθημάτων καὶ διωγμῶν. |
33 τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. | 33 Αφ' ενός μεν με χλευασμούς, με ύβρεις και με θλίψεις σαν διεπόμπευαν και σας εθεάτριζαν οι διώκται της πίστεώς μας, αφ' ετέρου δε σεις με συμπάθειαν και στοργήν και με κάθε βοήθειαν συμμετείχατε εις τας θλίψεις και τους διωγμούς εκείνων. | 33 Ἀπὸ τὸ ἕνα μὲν μέρος μὲ ὀνειδισμοὺς καὶ ὕβρεις καὶ μὲ θλίψεις ἐθεατρίζεσθε καὶ διεπομπεύεσθε· ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲ μέρος μὲ τὴν συμπάθειαν καὶ βοήθειάν σας ἐγίνατε συμμέτοχοι ἐκείνων, ὁποῖοι ἔτσι κατεδιώκοντο καὶ ἔζων ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ κατατρεγμῶν. |
34 καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν. | 34 Διότι και εις τα δεσμά, όταν ήμουν φυλακισμένος, εδείξατε στοργήν και συμπάθειαν και την αρπαγήν των υπαρχόντων σας από τους διώκτας την εδεχθήκατε όχι απλώς με υπομονήν, αλλά με χαράν, γνωρίζοντες, ότι έχετε δια τον εαυτόν σας στους ουρανούς αιωνίαν και αναφαίρετον περιουσίαν, ασυγκρίτως κασλυτέραν. | 34 Πράγματι δὲ ἐγίνατε καὶ σεῖς συμμέτοχοι τῶν καταδιωκομένων διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ εἰς τὰ δεσμά μου, ὅταν ἤμην εἰς τὴν φυλακήν, ἐδείξατε συμπάθειαν, καὶ τὴν ἁρπαγὴν καὶ δήμευσιν τῆς περιουσίας σας ἐδεχθήκατε μὲ χαράν, ἐπειδὴ ἐγνωρίζατε, ὅτι ἔχετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας καλυτέραν περιουσίαν είς τοὺς οὐρανούς, ποὺ εἶναι μόνιμος καὶ αἰωνία. |
35 Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. | 35 Μη αποβάλετε, λοιπόν, και μη χάσετε την άφοβον και θαρραλέαν πίστιν σας, η οποία έχει εκ μέρους του Θεού μεγάλον μισθόν ως ανταπόδοσιν. | 35 Προσέξατε λοιπὸν νὰ μὴ χάσετε τὴν ἄφοβον καὶ γεμάτην ἀπὸ θάρρος πίστιν καὶ πεποίθησίν σας, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀνταπόδοσιν μεγάλον μισθόν. |
36 ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. | 36 Διότι και σήμερον και μέχρι τέλους της ζωής σας έχετε ανάγκην υπομονής, ώστε, αφού τηρήσετε το θέλημα του Θεού, να απολαύσετε την αμοιβήν, που υπεσχέθη ο Θεός. | 36 Σᾶς κάνω τὴν προτροπὴν αὐτήν, διότι ἔχετε ἀνάγκην ὑπομονῆς, ὥστε ἑξακολουθοῦντες νὰ μένετε πιστοὶ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ λάβετε τὴν ἀμοιβήν, ποὺ ὁ Θεὸς ὑπεσχέθη. |
37 ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. | 37 Καλλιεργήστε και τονώστε την υπομονήν σας, “διότι πολύ ολίγος χρόνος απομένει, και ο Κυριος, ο ερχόμενος δια να κρίνη ζώντας και νεκρούς, θα έλθη πάλιν και δεν θα αργήση”. | 37 Δείξατε ὑπομονήν, διότι ἀκόμη πολὺ ὀλίγος χρόνος ὑπολείπεται, καὶ ὁ Κύριος ποὺ τὸν περιμένομεν νὰ ἔλθῃ καὶ πάλιν, θὰ ἔλθῃ καὶ δὲν θὰ βραδύνῃ. |
38 ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται· καὶ ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. | 38 Καθώς λέγει ο Θεός “ο δίκαιος θα κερδήση την αιωνίαν ζωήν δια την φωτισμένην και ενεργόν πίστιν του”. Και “εάν κανείς δειλιάση και αποχωρήση από τον πνευματικόν αγώνα, μάθετε ότι δεν ευαρεστείται εις αυτόν η ψυχή μου”. | 38 Τότε δέ, καθὼς λέγει ὁ Κύριος ἐν τῇ Ἁγιᾳ Γραφῇ, ὁ δίκαιος θὰ σωθῇ καὶ θὰ ζήσῃ διὰ τῆς πίστεώς του, καὶ ἐὰν κανεὶς δειλιάσῃ καὶ ὀπισθοχωρήσῃ, δὲν εὐαρεστεῖται ἡ ψυχή μου εἰς αὐτόν. |
39 ἡμεῖς δὲ οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς εἰς ἀπώλειαν, ἀλλὰ πίστεως εἰς περιποίησιν ψυχῆς. | 39 Ημείς όμως δεν είμεθα άνθρωποι δειλίας, ατόλμου συστολής και αμφιταλαντεύσεως, ώστε να υπάρχη φόβος να καταδικασθώμεν εις απώλειαν. Αλλ' είμεθα άνθρωποι της φωτισμένης και ζωντανής πίστεως, δια να κερδήσωμεν έτσι και σώσωμεν την ψυχήν μας. | 39 Ἡμεῖς ὅμως δὲν εἴμεθα ἄνθρωποι, ποὺ δειλιάζομεν καὶ ἀμφιταλαντευόμεθα εἱς τὴν πίστιν, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ κίνδυνος νὰ ἀπολεσθῶμεν. Ἀλλ’ εἴμεθα ἄνθρωποι, ποὺ κρατοῦμεν καλὰ τὴν πίστιν, διὰ νὰ σώσωμεν τὰς ψυχάς μας. |