Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν. | 1 Επειδή ακριβώς τόσον ασύγκριτα ανώτερος είναι ο Υιός, δια τούτο πρέπει πολύ περισσότερον να προσέχωμεν εις εκείνα, τα οποία ηκούσαμεν από το κήρυγμα των Αποστόλων, που είναι ιδικόν του κήρυγμα, μήπως τυχόν ποτέ παρεκκλίνωμεν από τον δρόμον της σωτηρίας. | 1 Αφοῦ λοιπὸν τόσον ὑπέροχος εἶναι ὁ Υἱός, δι’ αὐτὸ πρέπει καὶ ἡμεῖς περισσότερον νὰ προσέχωμεν εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἠκούσαμεν διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι λόγοι τοῦ Υἱοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων του. Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ προσέχωμεν, μήπως ἐξ ἀπροσεξίας μᾶς συμβῇ νὰ παρασυρθῶμεν καὶ πέσωμεν ἔξω. |
2 εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, | 2 Διότι εάν ο παλαιός νόμος, που ελέχθη στον Μωϋσήν δια μέσου των αγγέλων, απεδείχθη έγκυρος και ισχυρός και κάθε παράβασις αυτού και παρακοή έλαβε σαν μισθόν της την δικαίαν τιμωρίαν, | 2 Ἀλλοίμονον δέ, ἐὰν πέσωμεν ἔξω. Διότι, ἐὰν ὁ νόμος, ποὺ ἐλέχθη εἰς τὸν Μωϋσῆν διὰ μέσου ἀγγέλων, ἀπεδείχθη βέβαιος καὶ ἰσχυρὸς καὶ πᾶσα παράβασίς του καὶ παρακοὴ ἔλαβε δικαίαν ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν, |
3 πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη, | 3 πως ημείς θα διαφύγωμεν την τιμωρίαν, εάν παραμελήσωμεν μίαν τόσον μεγάλην και ανεκτίμητον σωτηρίαν; Η σωτηρία δε αυτή ήρχισε να διδάσκεται από αυτόν τούτον τον Κυριον, παρεδόθη δε εις ημάς ως κατά πάντα βεβαία και αξιόπιστος από εκείνους, που την ήκουσαν κατ' ευθείαν από το στόμα του Κυρίου, δηλαδή από τους Αποστόλους. | 3 πῶς ἠμεῖς θὰ διαφύγωμεν τὴν τιμωρίαν, ἐὰν ἀμελήσωμεν μίαν τόσον μεγάλην καὶ σπουδαίαν σωτηρίαν; Ἡ σωτηρία αὐτὴ δὲν ἐλέχθη δι’ ἀγγέλων, ὅπως ὁ νόμος, ἀλλ’ ἀφοῦ ἤρχισε νὰ κηρύττεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριον, μᾶς παρεδόθη ὡς βεβαία καὶ ἀξιόπιστος ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν ἤκουσαν ἀμέσως ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου. |
4 συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν. | 4 Επεβεβαίωνε δε το κήρυγμα των Αποστόλων και αυτός ο Θεός με θαύματα, με καταπληκτικά γεγονότα και με ποικίλας υπερφυσικάς δυνάμεις και με θεία χαρίσματα, τα οποία το Πνεύμα το Αγιον εμοίραζεν στους πιστούς κατά την θέλησιν του Θεού. | 4 Μαζὶ δὲ μὲ τὴν μαρτυρίαν τῶν Ἀποστόλων ἐμαρτύρει καὶ ἐπεβεβαίωνε τὸ κήρυγμα καὶ ὁ Θεὸς μὲ θαύματα καὶ καταπληκτικὰ ἔργα καὶ ποικίλας ὑπερφυσικὰς δυνάμεις καὶ θεία χαρίσματα, τὰ ὁποῖα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διεμοίραζεν εἲς τοὺς πιστοὺς σύμφωνα μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ. |
5 Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν, περὶ ἧς λαλοῦμεν, | 5 Η υπεροχή του Χριστού φαίνεται και εκ του γεγονότος, ότι ο Θεός δεν υπέταξεν στους αγγέλους τον μέλλοντα κόσμον, που θα εγκαθιδρύετο από τον Μεσσίαν και περί του οποίου κόσμου κάμνομεν τώρα λόγον, αλλά τον υπέταξεν στον Χριστόν. | 5 Πρέπει δὲ νὰ προσέξωμεν πολύ, ποῖος εἶναι αὐτός, ποὺ μᾶς ἐκήρυξε τὴν σωτηρίαν αὐτήν. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ὑπέταξεν εἰς ἀγγέλους τὸν νέον κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ ἐγκαθιδρυθῇ ὑπὸ τοῦ Μεσσίου καὶ περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλοῦμεν, ἀλλὰ τὸν ὑπέταξεν εἰς αὐτόν. |
6 διεμαρτύρατο δὲ πού τις λέγων· τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; | 6 Παραστατικά δε κάποιος εμαρτύρυσεν εις ένα χωρίον της Γραφής, λέγων· “τι αξίαν έχει ο άνθρωπος, ώστε να τον ενθυμήσαι η το τέκνον του ανθρώπου, ώστε να τον επισκέπτεσαι με την πατρικήν σου φροντίδα; | 6 Ἐμαρτύρησε δὲ κάποιος εἰς κάποιο μέρος τῆς Γραφῆς καὶ εἶπε Κύριε, ποίαν ἀξίαν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νὰ τὸν ἐνθυμῆσαι ἢ ὁ ἀπόγονος τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ τὸν ἐπισκέπτεσαι καὶ νὰ φροντίζῃς δι’ αὐτόν; |
7 ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, | 7 Τον έκαμες κατά τι κατώτερον από τους αγγέλους, με δόξαν και τιμήν ως βασιλέα της κτίσεως τον εστεφάνωσες. | 7 Τὸν ἔκαμες ὀλίγον τι κατώτερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, μὲ δόξαν καὶ τιμὴν τὸν ἐστεφάνωσες ὡς βασιλέα τῆς φύσεως. |
8 πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ· ἐν γὰρ τῷ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον. νῦν δὲ οὔπω ὁρῶμεν αὐτῷ πάντα ὑποτεταγμένα· | 8 Ολα υπέταξες κάτω από τους πόδας του”. Και εφ' όσον ο Θεός Πατήρ υπέταξε εις αυτόν τα πάντα, δεν αφήκε τίποτε, που να του μένη ανυπότακτον. Τωρα όμως δεν βλέπομεν ακόμη να είναι όλα απολύτως υποταγμένα στον ενανθρωπήσαντα Υιόν του Θεού. | 8 Ὅλα ὑπέταξες κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τουῦ. Λοιπόν, ἀφοῦ ὑπέταξεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, δὲν ἀφῆκε κανένα, πο νὰ μὴ τοῦ τὸ ὑπέταξε. Τώρα ὅμως δὲν βλέπομεν ἀκόμη νὰ εἶναι ὅλα ὑποτεταγμένα οὔτε εἰς τὸν τέλειον ἐκπρόσωπον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Ἰησοῦν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς δὲν ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὡς βασιλεὺς καὶ λυτρωτὴς καὶ ἡ Ἐκκλησία το διώκεται καὶ δοκιμάζεται. |
9 τὸν δὲ βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν Ἰησοῦν διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον, ὅπως χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου. | 9 Τον δε Ιησούν, ο οποίος επί μικρόν χρονικόν διάστημα έγινε κατώτερος από τους αγγέλους, (εφ' όσον έπαθε και απέθανεν επί του σταυρού) τον βλέπομεν, ότι ακριβώς λόγω του παθήματος του θανάτου, έχει στεφανωθή με δόξαν και τιμήν· έπαθε δε και εγεύθη το πικρόν ποτήριον του θανάτου δια την χάριν, που ηυδόκησε να κάμη ο Θεός υπέρ της σωτηρίας του κάθε ανθρώπου. | 9 Βλέπομεν δὲ τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἐπὶ βραχὺ χρονικὸν διάστημα, κατὰ τὸ ὁποῖον ἀπέθανε καὶ ἐτάφη, ἔγινε κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἀθανάτους ἀγγέλους, ὅτι λόγῳ τοῦ παθήματος, ποὺ τοῦ ἐπέφερε θάνατον, ἔχει στεφανωθῇ μὲ δόξαν καὶ τιμήν. Καὶ ὑπέστη τὸ πάθημα τοῦ θανάτου διὰ τὴν χάριν, ποὺ εὐαρεστήθη ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ εἰς τὴν ἀνθρωπότητα. Διὰ νὰ συγχωρήσῃ δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἐχρειάσθη ὁ Ἰησοῦς νὰ γευθῇ τὸ πικρὸν τοῦ θανάτου ποτήριον διὰ κάθε ἄνθρωπον. |
10 ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι’ ὃν τὰ πάντα καὶ δι’ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι. | 10 Διότι έπρεπεν στον Θεόν, τον δημιουργόν του παντός, προς τον οποίον αποβλέπουν τα πάντα και δια του οποίου κατευθύνονται και κυβερνώνται τα πάντα, να αναδείξη και αποδείξη τέλειον, δια μέσου των παθημάτων, τον αρχηγόν και αίτιον της σωτηρίας των, δηλαδή τον Χριστόν, εφ' όσον είχε την πανάγαθον απόφασιν πολλούς ανθρώπους να οδηγήση εις την δόξαν. | 10 Διότι ἔπρεπεν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὰ πάντα καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον ἀποβλέπουν τὰ πάντα καὶ κατευθύνει τὰ πάντα εἰς τὸ ἄριστον τέλος τν, νὰ μὴ ἀφήσῃ νὰ ματαιωθῇ τὸ περὶ τοῦ ἀνθρώπου σχέδιόν του. Προκειμένου λοιπὸν νὰ ὁδηγήσῃ εἰς τὴν δόξαν πολλοὺς ἀνθρώπους, ἦτο πρέπον εἰς αὐτὸν να ἀποδείξῃ τέλειον Σωτῆρα καὶ νὰ ἀνυψώσῃ εἰς τελείαν δόξαν τὸν ἀρχηγὸν καὶ αἴτιον τῆς σωτηρίας των. Καὶ ἡ ἀνύψωσις αὐτὴ ἔγινε διὰ μέσου παθημάτων καὶ σκληροῦ θανάτου, τῶν ὁποίων ἰκανοποιήσας τὴν θείαν δικαιοσύνην ἀνεδείχθη καὶ τέλειος Σωτήρ. |
11 ὅ τε γὰρ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες· δι’ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν, | 11 Διότι ο Χριστός που μας αγιάζει, και ημείς που αγιαζόμεθα, καταγόμεθα από ένα Πατέρα. Δι' αυτήν ακριβώς την αιτίαν και ο Χριστός δεν εντρέπεται να ονομάζη αυτούς, που καλεί εις σωτηρίαν, αδελφούς του, | 11 Ὑπάρχει δὲ στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ τοῦ ἀρχηγοῦ σωτηρίας καὶ ἐκείνων, ποῦ σώζονται δι’ αὐτοῦ. Διότι καὶ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ μᾶς ἁγιάζει καὶ μᾶς σώζει, καὶ ἡμεῖς, ποὺ ἁγιαζόμεθα καὶ σωζόμεθα, ὅλοι καταγόμεθα ἀπὸ ἕνα Πατέρα. Δι’ αὐτὴν δὲ τὴν αἰτίαν δὲν ἐντρέπεται ὁ Ἰησοῦς νὰ ὀνομάζῃ ὅλους τοὺς ἀδελφούς του, |
12 λέγων· ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε· | 12 λέγων· “θα διαλαλήσω και θα ομολογήσω το όνομά σου, ω Θεέ και Πατέρα, στους αδελφούς μου· εν μέσω συγκεντρώσεως των αδελφών μου θα σε ανυμνήσω και θα σε δοξάσω”. | 12 λέγων· Θὰ διακηρύξω καὶ θὰ ὁμολογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀδελφούς μου, ἐν μέσῳ συνάξεως θὰ σὲ ἀνυμνήσω |
13 καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ’ αὐτῷ· καὶ πάλιν· ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός. | 13 Και πάλιν λέγει· “εγώ ο Μεσσίας ως άνθρωπος θα έχω στηρίξει την πεποίθησίν μου στον Θεόν και Πατέρα·” Και άλλου πάλιν λέγει· “ιδού εγώ και τα παιδιά, που μου έδωκεν ο Θεός”. | 13 Καὶ πάλιν δεικνύων, ὅτι ἔγινεν ὅμοιος καὶ ἐσυγγένευσε μὲ ἡμᾶς λέγει· Ἐγὼ ὁ Μεσσίας ὡς ἄνθρωπος θὰ στηρίξω τὴν πεποίθησίν μου ἐπ’ αὐτοῦ, τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Καὶ πάλι λέγει· Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ποὺ μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός. |
14 ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκός καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον, | 14 Επειδή δε τα παιδιά του Θεού, έχουν πάρει όλα την ασθενή και φθαρτήν ανθρωπίνην φύσιν, σάρκα και αίμα, δια τούτο και αυτός κατά παρόμοιον τρόπον επήρε σάρκα και αίμα, την ανθρωπίνην φύσιν, χωρίς όμως καμμίαν αμαρτίαν· έγινεν άνθρωπος, δια να εξουδετερώση με τον θάνατόν του και καταργήση τον διάβολον, ο οποίος μέχρι προ ολίγου είχε την δύναμιν και την εξουσίαν να ρίπτη τους ανθρώπους, εξ αιτίας των αμαρτιών των στον θάνατον, | 14 Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἔχουν συμμετάσχει τῆς ἀσθενοῦς καὶ φθαρτῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς παρομοίως μετέσχε τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ ἀληθῶς ἐνηνθρώπησε, διὰ νὰ καταστήσῃ μὲ τὸν θάνατόν του ἀνίσχυρον ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου δηλαδὴ τὸν διάβολον. |
15 καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. | 15 και να απαλλάξη αυτούς, οι οποίοι ένεκα του φόβου του θανάτου εκυριαρχούντο καθ' όλον το διάστημα της ζωής των από την καταθλιπτικήν δουλείαν της αγωνίας και του τρόμου απέναντι του θανάτου. | 15 Καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλάξῃ αὐτούς, ποῦ ἕνεκα τοῦ φόβου, ποὺ εἶχαν πρὸς τὸν θάνατον, εἰς ὁλόκληρον τὴν ζωήν των κατεκρατοῦντο ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἀνησυχίας καὶ τῆς ἀγωνίας, μήπως ἀποθάνουν καὶ στερηθοῦν μὲν τὴν παροῦσαν ζωήν, ὑποστοῦν δὲ καὶ τὰ δεινὰ τῆς μετὰ θάνατον καταδίκης. |
16 οὐ γὰρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται, ἀλλὰ σπέρματος Ἀβραὰμ ἐπιλαμβάνεται. | 16 Επρεπε δε να ενανθρωπήση ο Υιός, διότι δεν αναλαμβάνει βέβαια να βοηθήση και στηρίξη εις την σωτηρίαν αΰλους αγγέλους (επειδή τότε δεν θα υπήρχεν ανάγκη να γίνη άνθρωπος), αλλ' έρχεται να βοηθήση τους απογόνους του Αβραάμ. | 16 Ἦτο λοιπὸν ἀναγκαῖον νὰ ἐνανθρωπήσῃ ὁ Υἱός, διότι ἀναμφιβόλως δὲν ἔρχεται νὰ βοηθήσῃ ἀγγέλους, ὁπότε, ἀφοῦ οἱ ἄγγελοι εἶναι ἄσαρκοι, καὶ αὐτὸς δὲν θὰ ἦτο ἀνάγκη νὰ φορέσῃ σάρκα· ἀλλ’ ἔρχεται εἰς βοήθειαν τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀβραάμ. |
17 ὅθεν ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ. | 17 Επομένως έπρεπε να γίνη άνθρωπος, όμοιος καθ' όλα με τους αδελφούς του-πλην βέβαια της αμαρτίας-δια να γίνη έτσι εύσπλαγχνος και αξιόπιστος Αρχιερεύς, που θα προσέφερε ευπρόσδεκτον θυσίαν και μεσιτείαν στον Θεόν, δια την εξιλέωσιν και συγχώρησιν των αμαρτιών του λαού. | 17 Ὤφειλε λοιπόν, προκειμένου νὰ βοηθήσῃ ἀνθρώπους, νὰ ἐξομοιωθῇ καθ’ ὅλα πρὸς τοὺς ἀδελφούς του τούτους, καὶ νὰ γίνῃ Ἀρχιερεὺς σπλαγχνικὸς καὶ ἄξιος νὰ βασίζεται ὁ καθένας μας εἰς αὐτόν· Ἀρχιερεὺς εὐπρόσδεκτος δι’ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ γίνωνται καὶ νὰ προσφέρωνται εἰς τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἐξιλέωσιν καὶ συγχώρησιν τοῦ λαοῦ. |
18 ἐν ᾧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι. | 18 Ακριβώς διότι ο ίδιος έχει πάθει και εδοκίμασε πειρασμούς, ημπορεί και θέλει με απεριόριστον αγάπην και συμπάθειαν να βοηθήση αυτούς, που πειράζονται και ταλαιπωρούνται. | 18 Ἔγινε δὲ σπλαγχνικὸς μὲ τὴν ἐξομοίωσίν του πρὸς ἡμᾶς, διότι, ἐφ’ ὅσον ἔχει πάθει καὶ ἐδοκίμασεν ὁ ἴδιος πειρασμούς, μὲ πολλὴν συμπάθειαν, ἐνθυμούμενος τί καὶ αὐτὸς ὑπέφερε, θὰ βοηθήσῃ ἐκείνους, ποὺ πειράζονται καὶ δοκιμάζονται. |