Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων. | 1 Είναι δε πίστις, η αδίστακτος και ακλόνητος πεποίθησις εις την πραγματικήν και βεβαίαν ύπαρξιν αγαθών, τα οποία ελπίζομεν· απόδειξις και βεβαιότης περί πραγμάτων, που δεν βλέπονται με τα μάτια του σώματος και τα οποία εν τούτοις χάρις εις αυτήν είναι σαν να τα βλέπομεν με τα μάτια μας και να τα πιάνωμεν με τα χέρια μας. | 1 Εἶναι δὲ ἡ πίστις ὕπαρξις τῶν ἐλπιζομένων, τὰ ὁποῖα τώρα μὲν δὲν ὑπάρχουν, ἀλλ’ ἡ πίστις τὰ κάνει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πιστοῦ χειροπιαστά, σὰν νὰ ὑπῆρχον ταῦτα ἀπὸ τώρα. Εἶναι ἀκόμη ἡ πίστις καὶ ἀπόδειξις πραγμάτων, ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλ’ ἡ πίστις φέρει τέτοιον πληροφορίαν περὶ αὐτῶν εἰς τὸν πιστόν, σὰν νὰ τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ ἀντελαμβάνετο μὲ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις. |
2 ἐν ταύτῃ γὰρ ἐμαρτυρήθησαν οἱ πρεσβύτεροι. | 2 Ενεκα δε αυτής ακριβώς της ζωντανής πίστεως επήραν την καλήν μαρτυρίαν εκ μέρους του Θεού οι παλαιότεροι, οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης. | 2 Δὲν εἶναι δὲ κάτι νέον ἡ πίστις. Διότι ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἔλαβον καλὴν μαρτυρίαν ἀπὸ τὸν Θεὸν οἱ παλαιότεροι, οἱ δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης. |
3 Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι. | 3 Από αυτήν την πίστιν πληροφορούμεθα και ενοούμεν καλά, ότι ο ορατός κόσμος, που έλαβεν ύπαρξιν εν χρόνω, εδημιουργήθη με τον παντοδύναμον λόγον του Θεού, ώστε όσα δημιουργήματα βλέπομεν τώρα, να έχωμεν βεβαίαν την πεποίθησιν ότι έχουν γίνει από μη υπάρχοντα και τα οποία φυσικά δεν εφαίνοντο εις τα σωματικά μάτια. | 3 Μὲ τὴν πίστιν καὶ ὄχι μὲ τὰς ἐξωτερικὰς αἰσθήσεις κατανοοῦμεν καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὁ ὁρατὸς κόσμος, ποὺ ἔγινεν ἐν χρόνῳ, ἐδημιουργήθη ἄρτιος καὶ ἁρμονικός, μὲ λόγον καὶ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε, ὅσα κτίσματα βλέπομεν τώρα, νὰ ἔχουν γίνει ἀπὸ μὴ ὑπάρχοντα καὶ μὴ φαινόμενα εἰς τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις. |
4 Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι’ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ δι’ αὐτῆς ἀποθανὼν ἔτι λαλεῖται. | 4 Χαρις εις την πίστιν, που είχεν ο Αβελ, επρόσφερεν στον Θεόν τελειοτέραν θυσίαν από τον Καϊν. Δια την πίστιν του δε αυτήν, του εδόθη εκ μέρους του Θεού η μαρτυρία, ότι είναι δίκαιος· διότι ο ίδιος ο Θεός επεβεβαίωσεν, ότι εδέχθη ευαρέστως τα δώρα της θυσίας του. Και χάρις εις την πίστιν του ο Αβελ, καίτοι έχει αποθάνει προ πολλού, διαλαλείται ως δίκαιος και εγκωμιάζεται. | 4 Διὰ τὴν πίστιν, ποὺ εἶχεν ὁ Ἄβελ, ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Θεὸν καλυτέραν θυσίαν ἀπὸ ἐκείνην, ποὺ ἐπρόσφερεν ὁ Κάϊν. Διὰ τὴν πίστιν δὲ αὐτὴν ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ μαρτυρία, ὅτι ἦτο δίκαιος. Διότι αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔδωκε διὰ τὰ δῶρα τοῦ Ἄβελ μαρτυρίαν, ὅτι τὰ ἐδέχθη. Καὶ διὰ τὴν πίστιν του αὐτήν, καίτοι ἀπέθανε, γίνεται ἀκόμη ἕως τώρα ἐγκωμιαστικὸς λόγος δι' αὐτόν. |
5 Πίστει Ἑνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ ηὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ· | 5 Δια την πίστιν του ο Ενώχ μετετέθη ζωντανός από τον παρόντα κόσμον, δια να μη ίδη θάνατον και δεν ευρίσκετο πλέον εις την γην, διότι τον είχε μεταθέσει ο Θεός. Διότι προ της μεταθέσεώς του αυτής εδόθη δι' αυτόν μαρτυρία, ότι είχεν ευαρεστήσει με την όλην ζωήν του στον Θεόν. | 5 Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Ἐνὼχ μετετέθη ζωντανὸς ἀπὸ τὸν κόσμον διὰ νὰ μὴ ἴδῃ θάνατον, καὶ καθὼς λέγει ἡ Γραφή, δὲν εὑρίσκετο εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, διότι τὸν μετέθεσεν ὁ Θεός. Τὸν μετέθεσε δέ, διότι προτοῦ νὰ μετατεθῇ, ἐδόθη δι’ αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὴν Γραφήν, ὅτι εἶχεν εὐαρεστήσει εἰς τὸν Θεόν. |
6 χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι, πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστιν καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται. | 6 Χωρίς δε την πίστιν είναι αδύνατον να ευαρεστήση ο άνθρωπος στον Θεόν· διότι εκείνος που προσέρχεται στον Θεόν πρέπει απαραιτήτως να πιστεύση πρώτον μεν ότι υπάρχει Θεός, και δεύτερον, ότι ο Θεός αποδίδει πάντοτε τον δίκαιον μισθόν εις εκείνους που τον αναζητούν και προσέρχονται εις αυτόν και τηρούν το θέλημά του. | 6 Χωρὶς πίστιν δὲ εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐαρεστήσῃ κανεὶς εἰς τὸν Θεόν. Καὶ εἶναι ἀδύνατον, διότι ἐκεῖνος ποὺ πλησιάζει εἰς τὸν Θεὸν ὡς λάτρης καὶ δοῦλος του, πρέπει προτήτερα νὰ πιστεύσῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ γίνεται μισθαποδότης εἰς ἐκείνους, ποὺ ζητοῦν νὰ τὸν εὔρουν καὶ εὐαρεστήσουν εἰς αὐτόν. |
7 Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι’ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον, καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος. | 7 Ενακα της πίστεώς του ο Νώε, πληροφορηθείς προφητικώς από τον Θεόν δι' εκείνα που δεν εβλέποντο ακόμη, έμελλαν όμως να γίνουν, δηλαδή δια τον κατακλυσμόν, κατελήφθη από ιερόν δέος και κατεσκεύασε την κιβωτόν δια την σωτηρίαν της οικογενείας του. Με την ακλόνητον και ευλαβή δε αυτήν πίστιν του, διεβεβαίωσε και απέδειξεν, ότι ήτο άξιος καταδίκης ο άπιστος και αμαρτωλός κόσμος της εποχής του. Και χάρις εις την πίστιν του αυτήν δεν εσώθη μόνον από τον κατακλυσμόν, αλλ' έγινε και κληρονόμος της δικαιώσεως, που παρέχει ο Θεός στους πιστούς. | 7 Λόγῳ τῆς πίστεώς του ὁ Νῶε, ὅταν μὲ προφητείαν εἰδοποιήθη δι’ ἐκεῖνα, ποὺ ἀκόμη δὲν ἐβλέποντο, διὰ τὸν κατακλυσμὸν δηλαδὴ ποὺ δὲν εἶχε γίνει, κατελήφθη ἀπὸ εὐλαβῆ φόβον καὶ κατεσκεύασε τὴν κιβωτὸν διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν ἡ οἰκογένειά του. Μὲ τὴν πίστιν του δὲ αὐτὴν ἀπέδειξεν ἄξιον κατακρίσεως καὶ τιμωρίας τὸν κόσμον, ποὺ δὲν ἐπίστευσε καὶ δὲν ἐμιμήθη τὸν Νῶε. Καὶ διὰ τὴν πίστιν του αὐτὴν οὗτος ἔγινε κληρονόμος καὶ τῆς δικαιώσεως, ποὺ παρέχεται διὰ τῆς πίστεως. |
8 Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. | 8 Ενεκα της πίστεώς του ο Αβραάμ, καλούμενος από τον Θεόν, υπήκουσε να εξέλθη και να φύγη από την πατρίδα του και νε μεταβή στον τόπον, τον οποίον επρόκειτο να λάβη ως κληρονομίαν του από τον Θεόν. Και πράγματι εξήλθε, χωρίς και να γνωρίζη που πηγαίνει. | 8 Ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν, ὅταν ἐκαλεῖτο νὰ βγῇ ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ λάβῃ κληρονομίαν. Καὶ ἐβγῆκε, χωρὶς νὰ ξεύρῃ ποῦ πηγαίνει. |
9 Πίστει παρῴκησεν εἰς γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· | 9 Χαρις εις αυτήν την πίστιν του κατώκησεν εις την γην, που του είχε υποσχεθή ο Θεός, σαν εις ξένην περιοχήν και έζησε μέσα εις σκηνάς μαζή με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήσαν συγκληρονόμοι της ιδίας υποσχέσεως του Θεού. | 9 Χάρις εἰς τὴν πίστιν του ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινεν ὡς ξένος εἰς τὴν γῆν, ποὺ τοῦ ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς καὶ ἐθεώρει αὐτὴν ὡς ξένην χώραν καὶ ὄχι ὡς ἰδικήν του. Καὶ ἑκατοίκησε μέσα εἰς σκηνὰς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς αὐτῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ |
10 ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. | 10 Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και ελπίδα ακλόνητον την επουράνιον πόλιν, με τα αδιάσειστα και αιώνια θεμέλια της, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο ίδιος ο Θεός. | 10 Ἑκατοικησε δὲ ὁ Ἀβραὰμ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας σὰν ξένος καὶ πάροικος, διότι ἐπερίμενε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν ἐπουράνιον πόλιν, ἡ ὁποία ἔχει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια καὶ τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ κτίστης εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός. |
11 Πίστει καὶ αὐτὴ Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβεν καὶ παρὰ καιρὸν ἡλικίας ἔτεκεν, ἐπεὶ πιστὸν ἡγήσατο τὸν ἐπαγγειλάμενον· | 11 Χαρις εις την πίστιν της και αυτή η στείρα και πολύ ηλικιωμένη Σαρρα, επήρε δύναμιν, ώστε να καταβληθή και ζωογονηθή εις αυτήν σπέρμα· και μολονότι είχε περάσει πλέον η ηλικία της, εγέννησε τέκνον, επειδή εθεώρησε κατά πάντα αξιόπιστον εκείνον, που της είχε υποσχεθή, ότι θα αποκτούσε υιόν. | 11 Διὰ τὴν πίστιν της καὶ αὐτὴ ἡ στεῖρα καὶ προχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν Σάρρα ἔλαβε δύναμιν, ὥστε νὰ καταβληθῇ σπέρμα εἰς αὐτήν, καὶ ἐνῷ πλέον εἶχε περάσει ἡ ἡλικία της, ἐγέννησεν, ἐπειδὴ ἐθεώρησεν ἀξιόπιστον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ ἀπέκτα υἱόν. |
12 διὸ καὶ ἀφ’ ἑνὸς ἐγεννήθησαν, καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος. | 12 Δια την πίστιν αυτήν της Σαρρας και του Αβραάμ εγεννήθησαν από έναν άνθρωπον, τον Αβραάμ, νεκρωμένον πλέον εξ αιτίας του γήρατος αναρίθμητοι απόγονοι σαν τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος και σαν την άμμον της σακροθαλασσιάς, που είναι αδύνατον να μετρηθή. | 12 Διότι ἐπίστευσαν καὶ ὁ ’Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σάρρα, διὰ τοῦτο ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπον, τὸν Ἀβραάμ, καὶ μάλιστα νεκρωμένον ἕνεκα τοῦ γήρατος, ἐγεννήθησαν ἀπόγονοι, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ κατὰ τὸ πλῆθος, καὶ καθὼς ἡ ἄμμος ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν ἀκροθαλασσιὰν καὶ τῆς ὁποίας οἱ μικροὶ κόκκοι εἶναι σχεδὸν ἀμέτρητοι. |
13 Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς. | 13 Ολοι αυτοί απέθαναν στερεωμένοι εις την πίστιν και εις την ελπίδα, που γεννά η πίστις, χωρίς εν τούτοις να λάβουν τας επαγγελίας. Αλλά τας είδαν από μακράν και τας εδέχθησαν με όλην των την ψυχήν και ωμολόγησαν με τα έργα των και με τα λόγια των, ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επάνω εις την γην. | 13 Αὐτοὶ ὅλοι ἀπέθανον μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδα, χωρὶς νὰ λάβουν τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ τὰς εἶδαν ἀπὸ μακρὰν καὶ μὲ πόθον πολὺν καὶ ἀγαλλίασιν τὰς ἐνεκολπώθησαν καὶ ὡμολόγησαν, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς. |
14 οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. | 14 Διότι αυτοί που έλεγαν τέτοια λόγια, εφανέρωναν καθαρά, ότι δεν επανεπαύοντο εις την επίγειον πατρίδα, αλλ' εζητούσαν την μόνιμον και χαρμόσυνον πατρίδα, δηλαδή τον ουρανόν. | 14 Πράγματι δὲ μὲ τὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα ἀπέθανον. Διότι αὐτοί, ποὺ ἔλεγαν τέτοια, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ξένοι καὶ ταξιδιῶται εἰς τὴν γῆν, ἐφανέρωναν καὶ ἀπεδείκνυαν μὲ τὰ λόγια των αὐτά, ὅτι ἐζήτουν μὲ πόθον πατρίδα μόνιμον καὶ ἀληθινήν, καὶ τέτοια εἶναι ὁ οὐρανός, ὁ ὁποῖος μόνον διὰ τῆς πίστεως βλέπεται. |
15 καὶ εἰ μὲν ἐκείνης μνημονεύουσιν, ἀφ’ ἧς ἐξῆλθον, εἶχον ἂν καιρὸν ἀνακάμψαι· | 15 Και εάν ενεθυμούντο εκείνην, την επίγειον πατρίδα, από την οποίαν είχαν εξέλθει, είχαν και τον χρόνον και την ευκαιρίαν να επανέλθουν εις αυτήν. | 15 Ὅτι δὲ τὴν οὐράνιον πατρίδα ἐπόθουν, εἶναι φανερόν. Διότι, ἐὰν ἐνεθυμοῦντο ἐκείνην τὴν πατρίδα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔβγηκαν, θὰ εὔρισκαν εὐκαιρίαν νὰ ἐπιστρέψουν πάλιν εἷς αὐτήν. |
16 νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται, τοῦτ’ ἔστιν ἐπουρανίου. διὸ οὐκ ἐπαισχύνεται αὐτοὺς ὁ Θεὸς Θεὸς ἐπικαλεῖσθαι αὐτῶν, ἡτοίμασε γὰρ αὐτοῖς πόλιν. | 16 Τωρα όμως επιθυμούν σφοδρώς καλυτέραν και τελειοτέραν πατρίδα, δηλαδή την επουράνιον. Δι' αυτό και ο Θεός δεν αισθάνεται εξ αιτίας των καμμίαν εντροπήν, να ονομάζεται Θεός των. Τουναντίον ευαρεστείται εις αυτούς, όπως μαρτυρείται από το γεγονός, ότι τους έχει ετοιμάσει επουράνιον και μακαρίαν πατρίδα. | 16 Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν καλυτέραν πατρίδα, τουτέστι πατρίδα ἐπουράνιον. Δι’ αὖτο καὶ ὃ Θεὸς δὲν τοὺς ἐντρέπεται νὰ ὃ νομάζεται Θεὸς τῶν. Ἀπόδειξις δὲ τῆς εὐνοίάς του αὐτῆς εἶναι, ὅτι τοὺς ἐτοιμασεν εἷς τοὺς οὐρανοὺς πόλιν ὣς πατρίδα τῶν παντοτινήν. |
17 Πίστει προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος, καὶ τὸν μονογενῆ προσέφερεν ὁ τὰς ἐπαγγελίας ἀναδεξάμενος, | 17 Ενεκα της μεγάλης του πίστεως επρόσφερε θυσίαν τον Ισαάκ ο Αβραάμ, όταν εδοκιμάζετο από τον Θεόν. Και αυτός ο οποίος προηγουμένως είχε δεχθή και πιστεύσει ολοψύχως εις τας υποσχέσστου Θεού, ότι δια του Ισαάκ θα εγεννάτο αναρίθμητος λαός, επρόφερε με πίστιν τον μονάκριβον υιόν του. | 17 Λόγῳ τῆς πίστεώς του ἐπρόσφερεν ὁ Ἀβραὰμ θυσίαν τὸν Ἰσαάκ, ὅταν ἐδοκιμάζετο ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἐπρόσφερε τὸν μονάκριβόν του αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη καὶ ἐκράτησε σφικτὰ τὰς ἐπαγγελίας. |
18 πρὸς ὃν ἐλαλήθη ὅτι Ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα, | 18 Διότι εις αυτόν είχε λεχθή προηγουμένως, ότι γνήσιοι απόγονοι του θα ωνομάζοντο αυτοί, τους οποίους θα είχεν από τον Ισαάκ. | 18 Διότι πρὸς αὐτὸν τὸν Ἀβραὰμ ἐλέχθη προηγουμένως ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅτι οἱ ἀπόγονοι ποὺ θὰ ἔχῃς ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ, αὐτοὶ θὰ λάβουν τὴν ὀνομασίαν καὶ τὰ δικαιώματα τῶν γνησίων ἀπογόνων σου. |
19 λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγείρειν δυνατὸς ὁ Θεός· ὅθεν αὐτὸν καὶ ἐν παραβολῇ ἐκομίσατο. | 19 Εσκέφθη όμως, ότι ο Θεός είναι δυνατός και ικανός και εκ νεκρών να αναστήση τον Ισαάκ. Δια την πίστιν του ακριβώς αυτήν τον επήρε πάλιν, και μάλιστα κατά τρόπον, που ο Ισαάκ έγινε προεικόνισμα της θυσίας και της αναστάσεως του Χριστού, του μονογενούς Υιού του Θεού. | 19 Μ’ ὅλα ταῦτα ἐπρόσφερε τὸν μονάκριβόν του θυσίαν, διότι μὲ ὀρθὰς σκέψεις καὶ συλλογισμοὺς ἔπεισε τὸν ἑαυτόν του, ὅτι εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς καὶ ἐκ νεκρῶν νὰ ἀναστήσῃ τὸν Ἰσαάκ. Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ τὸν ἐπῆρε πάλιν ὁ Ἀβραὰμ κατὰ τρόπον, ποὺ ἔγινεν ὁ Ἰσαὰκ τύπος τῆς θυσίας καὶ τῆς ἐκ νεκρὼν ἀναστάσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. |
20 Πίστει καὶ περὶ μελλόντων εὐλόγησεν Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ. | 20 Επειδή επίστευσεν εις τας επαγγελίας του Θεού ο Ισαάκ, ευλόγησε τον Ιακώβ και τον Ησαύ, δι' όσα έμελλον να συμβούν. | 20 Ἐπίστευσεν ὁ Ἰσαὰκ καὶ δι’ αὐτὸ ἔδωκεν εὐχὰς καὶ εὐλογίας εἰς τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ περὶ πραγμάτων, ποὺ θὰ τοὺς συνέβαιναν εἰς τὸ μέλλον. |
21 Πίστει Ἰακὼβ ἀποθνῄσκων ἕκαστον τῶν υἱῶν Ἰωσὴφ εὐλόγησεν, καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου αὐτοῦ. | 21 Με πίστιν ο Ιακώβ, όταν επέθαινε, ευλόγησε τα δύο παιδιά του Ιωσήφ και τα προανήγγειλε ως αρχηγούς δύο φυλών και επροσκύνησε τον Θεόν, στηριζόμενος, καθό γέρων πλέον, στο άκρον της ράβδου του. | 21 Μὲ πίστιν ὁ Ἰακώβ, ὅταν ἐπέθαινεν, εὐλόγησε καθένα ἀπὸ τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἀνέδειξε καὶ τὰ δύο ἀρχηγοὺς φυλῶν σύμφωνα μὲ τὸν φωτισμόν, ποὺ τοῦ ἔδιδεν ἡ πίστις. Καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Θεὸν ἀκουμβήσας τὸ κεφάλι του εἰς τὸ ἄκρον τῆς ράβδου, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἕνεκα τῆς γεροντικῆς του ἀδυναμίας ἐστηρίζετο. |
22 Πίστει Ἰωσὴφ τελευτῶν περὶ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐμνημόνευσε, καὶ περὶ τῶν ὀστέων αὐτοῦ ἐνετείλατο. | 22 Χαρις εις την πίστιν του ο Ιωσήφ, όταν επέθαινε, ενεθυμήθη εκεί, εις την επιθανάτιον κλίνην του, την έξοδον των Ισραηλιτών από την Αίγυπτον προς την γην Χαναάν και έδωσεν εντολήν να παραλάβουν μαζή των και τα οστά του. | 22 Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Ἰωσήφ, ὅταν ἐπέθαινεν, ἐνεθυμήθη καὶ ὡμίλησε περὶ τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν διὰ τὰ κόκκαλά του νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν γῆν Χαναάν. |
23 Πίστει Μωϋσῆς γεννηθεὶς ἐκρύβη τρίμηνον ὑπὸ τῶν πατέρων αὐτοῦ, διότι εἶδον ἀστεῖον τὸ παιδίον, καὶ οὐκ ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως. | 23 Χαρις εις την πίστιν των γονέων του, όταν εγεννήθη ο Μωϋσής, εκρατήθη κρυμμένος από αυτούς επί τρεις μήνες, διότι είδαν ωραίον και χαριτωμένον το παιδίον των, και δεν εφοβήθησαν το διάταγμα του Φαραώ (που επέβαλλε να θανατώνωνται τα αρσενικά βρέφη των Εβραίων). | 23 Λόγῳ τῆς πίστεως τῶν γονέων του ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐγεννήθη, ἐκρύφθη ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἀπὸ αὐτούς, διότι εἶδαν τὸ παιδίον χαριτωμένον καὶ ἐξ αὐτοῦ συνεπέραναν, ὅτι ὁ Θεὸς τὸ προώριζε διὰ μεγάλον προορισμόν, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, ποὺ διέτασσε νὰ θανατώνεται κάθε ἀρσενικὸν βρέφος τῶν Ἰουδαίων. |
24 Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, | 24 Ενεκα της πίστεως του ο Μωϋσής, όταν εμεγάλωσεν, ηρνήθη να ονομάζεται παιδί της θυγατρός του Φαραώ, | 24 Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐμεγάλωσε καὶ ἔγινεν ἄνδρας, ἠρνήθη νὰ ὀνομάζεται βασιλόπαις, υἱὸς τῆς θυγατέρας τοῦ Φαραώ. |
25 μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, | 25 και επροτίμησε καλύτερον να ταλαιπωρήται και να κακοπαθή μαζή με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν μιας αμαρτωλής και τρυφηλής ζωής, σαν βασιλόπουλο εις τα ανάκτορα. | 25 Καὶ ἐπροτίμησεν ὡς καλύτερον νὰ κακοπαθῇ μαζὶ μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ παρὰ νὰ ἔχῃ πρόσκαιρον ἀπόλαυσιν ἁμαρτίας, νὰ ζῇ δηλαδὴ ἄνετα καὶ μὲ τιμὰς σὰν Αἰγύπτιος ἄρχων μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας, ποὺ κατεπίεζαν τοὺς Ἰσραηλίτας. |
26 μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀπέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. | 26 Και από τους θησαυρούς, από τα αγαθά και την δόξαν της Αιγύπτου, εθεώρησε μεγαλύτερον και πολυτιμότερον πλούτον το να χλευάζεται και να περιφρονήται, όπως βραδύτερον θα ωνειδίζετο ο Χριστός. Διότι είχε προσηλωμένα τα μάτια του και επερίμενε με πίστιν της ανταμοιβήν, που θα του έδιδεν ο Θεός στους ουρανούς. | 26 Kai ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου ἐθεώρησε μεγαλύτερον πλοῦτον τὰς περιφρονήσεις, ποὺ ὠμοίαζαν πρὸς τὸν ὀνειδισμὸν καὶ τὴν περιφρόνησιν, τὰ ὁποῖα ὑστερώτερα ὑπέστη ὁ Χριστὸς διότι εἶχε καρφωμένα τὰ μάτια του εἰς τὰς οὐρανίους ἀνταμοιβάς. |
27 Πίστει κατέλιπεν Αἴγυπτον, μὴ φοβηθεὶς τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως, τὸν γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέρησε. | 27 Χαρις εις την πίστιν του εγκατέλειψε την Αίγυπτον, όταν, δια να υπερασπίση ένα Εβραίον, εφόνευσε τον Αιγύπτιον, χωρίς να φοβηθή τον θυμόν του Φαραώ. Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και εγκαρτέρησιν της βοήθειαν του Θεού του αοράτου, τον οποίον ησθάνετο παρόντα, σαν να τον έβλεπε με τα σωματικά του μάτια. | 27 Ἐπειδὴ ἐπίστευσεν εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ ὁ Μωυσῆς, ἐγκατέλιπε τὴν Αἴγυπτον, ὅταν ἐφόνευσε τὸν Αἰγύπτιον καὶ δὲν ἐφοβήθη τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν φυγὴν αὐτὴν τοῦ Μωϋσέως θὰ ἐσχημάτιζε πλέον πεποίθησιν περὶ τῆς ἐνοχῆς του καὶ ἠδύνατο νὰ τὸν καταδιώξῃ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ κράτους του. Καὶ δὲν ἐφοβήθη ὁ Μωϋσῆς, διότι ἔβλεπε σὰν μὲ τὰ σωματικά του μάτια τὸν ἀόρατον Θέον καὶ μὲ καρτερίαν πολλὴν ἐπερίμενε τὴν βοήθειάν του. |
28 Πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος, ἵνα μὴ ὁ ὀλοθρεύων τὰ πρωτότοκα θίγῃ αὐτῶν. | 28 Με την πίστιν έκαμε το Πασχα, την θυσίαν του αρνίου, με το αίμα του οποίου έχρισε τους παραστάτας των εξωτερικών θυρών των οικιών των Εβραίων, δια να μη εγγίση τα πρωτότοκα των Εβραίων ο εξολεθρευτής άγγελος. | 28 Μὲ πίστιν ἔκαμεν ὁ Μωϋσῆς τὸ Πάσχα, ἤτοι τὴν θυσίαν τοῦ ἀρνίου καὶ ἔχρισε μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου τούτου τὶς ἐξώπορτες τῶν Ἑβραίων, διὰ νὰ μὴ ἐγγίσῃ τὰ πρωτότοκά των ὁ ἐξολοθρευτὴς ἄγγελος, ποὺ θὰ ἐθανάτωνε τὰ πρωτότοκο τῶν Αἰγυπτίων κατὰ τὴν νύκτα τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. |
29 Πίστει διέβησαν τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν ὡς διὰ ξηρᾶς, ἧς πεῖραν λαβόντες οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν. | 29 Με πίστιν εις την παντοδύναμον βοήθειαν του Θεού διέβησαν οι Εβραίοι την Ερυθράν θάλασσαν, σαν να επερνούσαν από ξηράν, ενώ οι Αιγύπτιοι, όταν επεχείρησαν να κάμουν το ίδιο, κατεποντίσθησαν και κατεπόθησαν από την θάλασσαν. | 29 Μὲ τὴν πίστιν, ὅτι δὲν θὰ ἐπνίγοντο, ἐπέρασαν οἱ Ἰσραηλῖται τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, σὰν νὰ ἐπερνοῦσαν ξηρὰν γῆν, ἡ θάλασσα δὲ αὐτή, ὅταν ἐτόλμησαν νὰ πειραματισθοῦν εἰς αὐτὴν οἰ Αἰγυπτιοι, τοὺς κατέπιε. |
30 Πίστει τὰ τείχη Ἰεριχὼ ἔπεσαν κυκλωθέντα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. | 30 Δια της πίστεως έπεσαν τα ισχυρά τείχη της Ιεριχούς, αφού προηγουμένως επί επτά ημέρας τα περιτριγύριζαν κύκλω οι Ισραηλίται. | 30 Διὰ τῆς πίστεως ἔπεσαν τὰ τείχη τῆς Ἱεριχω, ἀφοῦ ἐγύρισαν τριγύρω ἀπὸ αὐτὸ oἱ ἱερεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ τῆς κιβωτοῦ σαλπίζοντες. |
31 Πίστει Ραὰβ ἡ πόρνη οὐ συναπώλετο τοῖς ἀπειθήσασι, δεξαμένη τοὺς κατασκόπους μετ’ εἰρήνης. | 31 Χαρις εις την πίστιν της η Ραάβ, η πόρνη, δεν εξωλοθρεύθηκε μαζή με τους απειθείς συμπατριώτας της, διότι είχε δεχθή προηγουμένως με ειρήνην τους Ισραηλίτας κατασκόπους, τους οποίους είχε στείλει ο Ιησούς του Ναυή. | 31 Λόγῳ τῆς πίστεώς της ἡ πόρνη Ραὰβ δὲν ἐθανατώθη μαζὶ μὲ τοὺς συμπατριώτας της ποὺ ἀπείθησαν, διότι ἐδέχθη μὲ εἰρηνικὰς διαθέσεις τοὺς κατασκόπους, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς τὴν Ἱεριχώ. |
32 Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυῒδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, | 32 Και τι να διηγούμαι ακόμη; Θα σταματήσω, διότι δεν θα με πάρη ο χρόνος, να διηγηθώ δια τον Γεδεών, τον Βαράκ και τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, δια τον Δαυίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτας. | 32 Καὶ τί ἀκόμη νὰ λέγω καὶ νὰ διηγοῦμαι; Πρέπει νὰ σταματήσω, διότι, δὲν θὰ μὲ ἀρκέσῃ ὁ χρόνος ἐὰν διηγοῦμαι διὰ τὸν Γεδεὼν καὶ τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ διὰ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφήτας. |
33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, | 33 Αυρτοί, χάρις εις την πίστιν των, ηγωνίσθησαν και κατενίκησαν βασίλεια, ήσκησαν δικαιοσύνην, επέτυχαν την πραγματοποίησιν των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν τα στόματα των αγρίων λεόντων, όπως ο Δανιήλ, | 33 Αὐτοὶ διότι εἶχαν πίστιν κατεπολέμησαν καὶ ὑπέταξαν βασίλεια, ἐκυβέρνησαν τὸν λαὸν μὲ δικαιοσύνην, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὑποσχέσεων, ποὺ τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεός, ἐβούλωσαν καὶ ἔφραξαν στόματα λεονταριῶν, ὅπως ὁ Δανιήλ, |
34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· | 34 έσβησαν την φοβεράν δύναμιν της φωτιάς, όπως οι τρεις παίδες, διέφυγαν τον κίνδυνον να σφαγούν με μαχαίρια, όπως ο Ηλίας, εδυναμώθησαν και έγιναν καλά από αρρώστιες, ανεδείχθησαν κραταιοί και δυνατοί στον πόλεμον, έκαμψαν και έτρεψαν εις φυγήν πολυάριθμα στρατεύματα ξένων εχθρών. | 34 Ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴν δύναμιν τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνον νὰ σφαγοῦν μὲ μαχαίρια, ἔλαβον δύναμιν καὶ ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀνεδείχθησαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι εἰς τὸν πόλεμον, ἔτρεψαν εἰς φυγὴν τὰς παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθῆ στρατεύματα τῶν ξένων καὶ ἐχθρῶν. |
35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· | 35 Μερικές γυναίκες, χάρις εις αυτήν την πίστιν, επήραν πάλιν ζωντανούς, δια της αναστάσεως τους νεκρούς των. Αλλοι δε εδέθησαν στο τύμπανον, στο φοβερά βασανιστικόν εκείνον όργανον, χωρίς να δεχθούν την απελευθέρωσιν, που τους επρότειναν οι βασανισταί των, εάν ηρνούντο την πίστιν των, και υπέμειναν το φοβερόν μαρτύριον μέχρι θανάτου, δια να επιτύχουν και πάρουν ανάστασιν ασυγκρίτως καλυτέραν από την παρούσαν ζωήν. | 35 Διὰ τῆς πίστεως, ποὺ ειχαν εἰς τὴν ὑπερφυσικὴν δύναμιν τῶν προφητῶν αἱ γυναῖκες, τὰς ὁποίας ἀναφέρει ἡ Π. Διαθήκη, ἐπῆραν πάλιν ζωντανοὺς δι’ ἀναστάσεως τοὺς πεθαμένους τν. Ἄλλοι δὲ ἐδέθησαν εἰς τὸ βασανιστικὸν ὄργανον, ποὺ ἐλέγετο τύμπανον καὶ ἐδάρησαν σκληρὰ μέχρι θανάτου, μὴ δεχθέντες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν των καὶ ἔτσι νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ μαρτύριον· ἐπροτίμησαν δὲ τὸ σκληρὸν αὐτὸ μαρτύριον, διὰ νὰ ἐπιτύχουν ἀνάστασιν καλυτέραν ἀπὸ τὴν πρόσκαιρον ἀποκατάστασιν εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. |
36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· | 36 Αλλοι δε εδοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμη δε δεσμά και φυλακήν. | 36 Ἄλλοι δὲ ἐδοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη δὲ δεσμὰ καὶ φυλακήν. |
37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, | 37 Ελιθοβολήθησαν, επριονίσθησαν, επέρασαν μέσα από πολλούς πειρασμούς, απέθαναν σφαγέντες με μάχαιραν, περιήρχοντο εδώ και εκεί φορούντες, αντί για ενδύματα, προβιές και δέρματα γιδιών, στερούμενοι, θλιβόμενοι, υποβαλλόμενοι εις πολλάς κακουχίας. | 37 Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ἐδοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, ἀπέθανον μὲ τὸν διὰ μαχαίρας θάνατον, περιεφέροντο σὰν πλανόδιοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· καὶ ἐφόρουν γιὰ ἐνδύματα προβατοδέρματα καὶ γιδοδέρματα, στερούμενοι, θλιβόμενοι καὶ κακοπαθοῦντες. |
38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. | 38 Τετοιους αγίους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο αμαρτωλός κόσμος. Επεριπλανώντο εις τις ερημίες, εις τα όρη, εις τα σπήλαια, εις τις τρύπες της γης. | 38 Τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνδρῶν δὲν ἦτο ἄξιος οὔτε ἠδύνατο νὰ συγκριθῇ πρὸς αὐτοὺς ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἐπεριπλανῶντο εἰς τὰς ἐρήμους καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς τρύπας τῆς γῆς. |
39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, | 39 Και όλοι αυτοί, μολονότι έλαβαν την καλήν και τιμίαν μαρτυρίαν, ότι ευηρέστησαν στον Θεόν χάρις εις την πίστιν των, δεν απήλαυσαν πλήρως την υπόσχεσιν της λυτρώσεως και της ουρανίου βασιλείας. | 39 Καὶ ὅλοι αὐτοί οἰ ἅγιοι ἄνδρες, καίτοι ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴν μαρτυρίαν διὰ τὴν πίστιν των, δὲν ἀπήλαυσαν τὴν ὑπόσχεσιν τῆς οὐρανίου κληρονομίας. |
40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. | 40 Διότι ο Θεός επρόβλεψε δι' ημάς κάτι καλύτερον· δηλαδή να μη απολαύσουν αυτοί πλήρη την τελείωσιν και την μακαριότητα χωρίς ημάς (αλλ' όλοι μαζή σαν ένα πνευματικόν σώμα να απολαύσωμεν κατά την δευτέραν παρυσίαν την μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών). | 40 Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε δι’ ἠμᾶς κάτι καλύτερον, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴ λάβουν εἰς βαθμὸν τέλειον τὴν σωτηρίαν χωρὶς ἡμᾶς, ἀλλὰ νὰ τὴν λάβωμεν ὅλοι μαζί. Ἔτσι ἠμεῖς εὑρισκόμεθα εἰς πλεονεκτικωτέραν θέσιν, διότι ὄχι μόνον ζῶμεν εἰς τοὺς χρόνους τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ περίοδος τῆς ἀναμονῆς εἶναι μικροτέρα δι’ ἡμᾶς. |