Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τολμᾷ τις ὑμῶν, πρᾶγμα ἔχων πρὸς τὸν ἕτερον, κρίνεσθαι ἐπὶ τῶν ἀδίκων καὶ οὐχὶ ἐπὶ τῶν ἁγίων; 1 Είπα, ότι οι πιστοί έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τους αδελφούς. Και ερωτώ, λοιπόν· πως τολμά κάποιος από σας, όταν έχη διαφοράν και αντιδικίαν με άλλον αδελφόν, να υποβάλλη την διαφοράν αυτήν υπό την κρίσιν των αδίκων δικαστών, των ειδωλολατρών δηλαδή, που έχουν χαλαράν αντίληψιν περί δικαίου και δεν προσφεύγει εις την κρίσιν και διαιτησίαν των εμπείρων και εναρέτων αδελφών; 1 Αλλ’ ἀφοῦ οἰ πιστοὶ ἔχουν δικαίωμα να κρίνουν τοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀδελφούς, ἐρωτῶ: Πῶς τολμᾷ ὁποιοσδήποτε ἀπὸ σᾶς, ὅταν ἔχῃ διαφορὰν πρὸς τὸν ἄλλον ἀδελφόν, νὰ κρίνεται εἰς τὰ δικαστήρια τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι συνήθως ἔχουν πολὺ χαλαρὰν ἰδέαν περὶ δικαιοσύνης, καὶ δὲν προσφεύγει εἰς τὴν κρίσιν καὶ διαιτησίαν τῶν Χριστιανῶν;
2 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρινοῦσι; καὶ εἰ ἐν ὑμῖν κρίνεται ὁ κόσμος, ἀνάξιοί ἐστε κριτηρίων ἐλαχίστων; 2 Δεν γνωρίζετε, ότι οι Χριστιανοί θα κρίνουν τους ανθρώπους, που ευρίσκονται μακράν από τον Χριστόν; Και εφ' όσον εν τω προσώπω σας και με κριτήριον την ιδικήν σας ζωήν κρίνεται και δικάζεται ο μακράν του Θεού κόσμος, σεις είσθε λοιπόν ανάξιοι και ανίκανοι να κάμετε κριτήρια και να εκφέρετε απόφασιν δι' υποθέσεις ελαχίστης σημασίας; 2 Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἰ Χριστιανοὶ θὰ δικάσουν τὸ μακρὰν τοῦ Χριστοῦ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων; Καὶ ἐὰν σεῖς θὰ χρησιμοποιηθῆτε ὡς ὑπόδειγμα καὶ μέτρον, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὁποίου κρίνεται ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος, εἶσθε ἀνάξιοι να κάμετε κριτήρια, εἰς τὰ ὁποῖα νὰ δικάζωνται ὑποθέσεις ἐλαχίστης σημασίας;
3 οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν; μήτι γε βιωτικά; 3 Δεν γνωρίζετε, ότι ημείς οι πιστοί θα δικάσωμεν και αυτούς άκομα τους πονηρούς αγγέλους, τον διάβολον και τα πονηρά πνεύματα; Και δεν είμεθα, λοιπόν, ικανοί να διακρίνωμεν και να αποδώσωμεν το δίκαιον εις υποθέσεις βιωτικάς; 3 Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι θὰ δικάσωμεν τοὺς ἐκπεσόντας ἀγγέλους; Καὶ δὲν εἴμεθα λοιπὸν ἱκανοὶ να δικάζωμεν ὑποθέσεις, ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἐπίγειον βίον;
4 βιωτικὰ μὲν οὖν κριτήρια ἐὰν ἔχητε, τοὺς ἐξουθενημένους ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τούτους καθίζετε. 4 Εάν, λοιπόν, έχετε τέτοιες βιωτικές διαφορές μεταξύ σας, βάζετε ως δικαστάς έστω και εκείνους, που θεωρούνται ως οι πλέον ελάχιστοι και ευτελείς μεταξύ σας, παρά τους σοφώτερους έστω εκ των εθνικών. 4 Ἐὰν λοιπὸν ἔχετε βιωτικὰς ὑποθέσεις καὶ διαφοράς, εἶναι προτιμότερον τοὺς πιὸ περιφρονημένους εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πιστούς, αὐτοὺς νὰ καθίζετε δικαστὰς καὶ ὄχι τοὺς εἰδωλολάτρας.
5 πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. οὕτως οὐκ ἔνι ἐν ὑμῖν σοφὸς οὐδὲ εἷς ὃς δυνήσεται διακρῖναι ἀνὰ μέσον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, 5 Προς εντροπήν σας τα λέγω αυτά. Τοσον, λοιπόν, δεν ευρίσκεται μεταξύ σας ούτε ένας συνετός και λογικός άνθρωπος, που θα ημπορέση να κρίνη και αποφασίση δια διαφοράν, που υπάρχει μεταξύ του ενός αδελφού και του άλλου; 5 Σᾶς λέγω αὐτὰ διὰ νὰ ἐντραπῆτε. Τόσον πλέον δὲν ὑπάρχει μεταξύ σας οὔτε ἕνας συνετὸς καὶ μυαλωμένος, ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ νὰ κρίνῃ καὶ ἀποφασίσῃ διὰ διαφορὰν μεταξὺ τοῦ ἑνὸς ἀδελφοῦ καὶ τοῦ ἄλλου;
6 ἀλλὰ ἀδελφὸς μετὰ ἀδελφοῦ κρίνεται, καὶ τοῦτο ἐπὶ ἀπίστων; 6 Αλλά φθάνετε μέχρι του σημείου, ώστε αδελφός να έρχεται εις αντιδικίαν με άλλον αδελφόν εις δικαστήρια και μάλιστα εις δικαστήρια, που δικάζουν άπιστοι; 6 Ἀλλ’ ἀφίνετε ἀδελφὸς Χριστιανὸς μὲ ἄλλον ἀδελφὸν νὰ ἐμπλέκεται εἰς δίκην καὶ δικαστήρια, καὶ ἡ ἐκδίκασις τῆς διαφορᾶς των αὐτῆς νὰ γίνεται ἐνώπιον δικαστῶν ἀπίστων;
7 ἤδη μὲν οὖν ὅλως ἥττημα ὑμῖν ἐστιν ὅτι κρίματα ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν. διατί οὐχὶ μᾶλλον ἀδικεῖσθε; διατί οὐχὶ μᾶλλον ἀποστερεῖσθε; 7 Και μόνον το γεγονός ότι έχετε τέτοιες δικαστικές διαφορές μεταξύ σας αποτελεί για σας μεγάλην ήτταν και φθοράν. Διατί δεν προτιμάτε μάλλον να αδικήσθε από τον αδελφόν; Διατί δεν προτιμάτε να στερηθήτε μάλλον από το δίκαιόν σας, από το συμφέρον σας, παρά να καταφύγετε εις δίκας; 7 Καὶ μόνον τὸ νὰ ἔχετε δικαστικὰς διαφορὰς ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον ἀποτελεῖ ὁπωσδήποτε ἔλλειψιν σας ἠθικήν. Διατὶ δὲν προτιμᾶτε να ἀδικῆσθε; Διατὶ δὲν προτιμᾶτε να ἀποστερῆσθε μᾶλλον παρὰ νὰ κινῆτε δίκας;
8 ἀλλὰ ὑμεῖς ἀδικεῖτε καὶ ἀποστερεῖτε, καὶ ταῦτα ἀδελφούς; 8 Αλλά το φοβερόν είναι ότι σεις, καίτοι Χριστιανοί, αδικείτε τους άλλους· τους στερείτε αυτά που τους ανήκουν, δια να τα κρατήσετε εσείς. Και αυτά τα πράττετε εις βάρος αδελφών; 8 Ἀλλ’ ἀντὶ τούτου σεῖς οἰ Χριστιανοὶ ἀδικεῖτε καὶ ἀποστερεῖτε κατακρατοῦντες ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα ἀδικεῖτε καὶ ἀποστερεῖτε ἀδελφούς;
9 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται 9 Η δεν γνωρίζετε, ότι όσοι διαπράττουν αδικίας, δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού; Μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε θηλυπρεπείς ούτε αρσενοκοίται 9 Αὐτὸ ποὺ κάνετε, τὸ κάνετε λοιπὸν ἀπὸ ἄγνοιαν; Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἰ ἄδικοι δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε οἰ πόρνοι, οὔτε οἰ εἰδωλολάτραι, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἰ ἐκθηλυμένοι καὶ γυναικώδεις, οὔτε οἰ ἀρσενοκοῖται,
10 οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. 10 ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι ούτε ύβρισται ούτε άρπαγες θα κληρονομήσουν βασιλείαν Θεού. 10 οὔτε οἰ πλεονέκται, οὔτε οἰ κλέπται, οὔτε οἰ μέθυσοι, οὔτε αὐτοὶ ποὺ ἐμπαίζουν καὶ ὑβρίζουν τοὺς ἄλλους, οὔτε οἰ ἅρπαγες κατ’ σὺδένα λόγον θὰ κληρονομήσουν βασιλείαν Θεοῦ.
11 καὶ ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. 11 Και κάτι τέτοιοι υπήρξατε και σεις στο παρελθόν. Αλλ' ελουσθήκατε με το άγιον βάπτισμα και εκαθαρισθήκατε από αυτά τα αμαρτήματα. Αλλ' επήρατε τον αγιασμόν που χαρίζει το Πνεύμα το Αγιον, εγίνατε δίκαιοι εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δια του Πνεύματος του Θεού μας. 11 Καὶ τέτοιοι ἤσασθε εἰς τὸ παρελθὸν μερικοὶ ἀπὸ σᾶς. Ἀλλ’ ἐλούσθητε ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα· ἀλλ’ ἡγιάσθητε· ἀλλ’ ἐγίνατε δίκαιοι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἒν τῷ βαπτίσματι καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας.
12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. 12 Ολα μου επιτρέπεται να τα κάμω, όπως π.χ. να τρώγω και να πίνω χωρίς διακρίσεις, αλλά δεν είναι συμφέρον να πράττω όλα. Ολα μου επιτρέπονται, αλλ' εγώ δεν θα εξουσιασθώ και δεν θα υποδουλωθώ εις τίποτε. 12 Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸ ζήτημα τὸ ἠθικόν. Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὰ πράττω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα. Ὅλα εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος εἰς τίποτε.
13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· 13 Τα φαγητά είναι δια την κοιλίαν και η κοιλία δια τα φαγητά. Ο δε Θεός θα καταργήση και αυτά και εκείνην εις την μέλλουσαν ανάστασιν των σωμάτων. Δεν είναι η τροφή, που μας κάνει αμαρτωλούς ενώπιον του Θεού. Αυτό όμως δεν ισχύει προκειμένου περί της ηθικής καθαρότητος, διότι το σώμα δεν έχει γίνει δια την πορνείαν και τας σαρκικάς επιθυμίας, αλλά δια τον Κυριον, που είναι κεφαλή του πνευματικού σώματος της Εκκλησίας· και ο Κυριος είναι δια το σώμα, δια να κατοική εις αυτό και το αγιάζη. 13 Τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει διὰ τὴν κοιλίαν καὶ ἡ κοιλία διὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ καταργήσῃ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ αὐτὴν καὶ ἐκεῖνα. Ἠμπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρώγετε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μόνον να μὴ γίνεσθε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλίας. Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν γενετήσιον ἐπιθυμίαν. Διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει διὰ τὴν πορνείαν, Ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον διὰ νὰ τοῦ ἀνήκῃ ὡς μέλος του. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι διὰ τὸ σῶμα, διὰ νὰ κατοικῇ εἰς αὐτό.
14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 14 Αφού δε ο Θεός και τον Κυριον ανέστησεν εκ νεκρών, και ημάς όλους, που αποθνήσκομεν και το σώμα μας διαλύεται, θα μας αναστήση εκ νεκρών με την παντοδυναμίαν του. 14 Τὸ ὅτι δὲ τὸ σῶμα διὰ τοῦ θανάτου διαλύεται, δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἀνέστησε καὶ ἡμᾶς ὅλους θὰ ἀναστήσῃ διὰ τῆς δυνάμεώς του.
15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. 15 Δεν γνωρίζετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού, (ο οποίος είναι κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας); Να αποτραβήξω, λοιπόν, και να πάρω τα μέλη του Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης; Μη γένοιτο. 15 Ναί· τὸ σῶμα δὲν ἔγινε διὰ τὴν πορνείαν, ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον. Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὰ σώματα σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἀποσπάσω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάμω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ τὸ κάμω.
16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· 16 Η δεν γνωρίζετε, ότι εκείνος ο οποίος προσκολλάται και ενώνεται με την πόρνην είναι ένα σώμα με αυτήν; Διότι αυτό λέγει η Γραφή· “θα γίνουν, λέγει, οι δύο, άνδρας και γυναίκα, μια σάρκα, εν σώμα”. 16 Ἢ δὲν ἠξεύρετε ὅτι ἐκεῖνος,ποὺ συνδέεται στενῶς καὶ προσκολλᾶται πρὸς τὴν πόρνην εἶναι ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν; Διότι λέγει ἡ Γραφή· θὰ γίνουν οἱ δύο μία βάρκα.
17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. 17 Εκείνος όμως που προσκολλάται και ενώνεται με τον Κυριον, γίνεται κατά μυστηριώδη τρόπον ένα πνεύμα με αυτόν, γεμίζει ολόκληρος και αγιάζεται από αυτόν. 17 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προσκολλᾶται εἰς τὸν Κύριον, γεμίζει ὁλόκληρος καὶ διευθύνεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται ἓν πνεῦμα μὲ αὐτόν.
18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. 18 Αποφεύγετε πάντοτε με όλην σας την δύναμιν τον μολυσμόν της πορνείας. Καθε άλλο αμάρτημα, που ήθελε πράξει ο άνθρωπος, είναι αμάρτημα που διαπράττεται έξω από το σώμα και δεν το βλάπτει αμέσως και κατ' ευθείαν τόσον πολύ. Ενώ εκείνος που πορνεύει, αμαρτάνει εναντίον αυτού τούτου του σώματος, το οποίον και μολύνει και βλάπτει κατά τρόπον άμεσον και ταχύν. 18 Φεύγετε μακρὰν ἀπὸ τὴν πορνείαν. Κάθε ἁμάρτημα, ποὺ θὰ κάμῃ τυχὸν ὁ ἄνθρωπος, δὲν βλάπτει τόσον ἀμέσως καὶ κατ’ εὐθεῖαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει εἰς τὸ ἴδιόν του τὸ σῶμα, διότι μὲ τὴν παράνομον μῖξιν μολύνει ἀμέσως καὶ πληγώνει αὐτὴν τὴν ρίζαν τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καὶ συντελεῖ εἰς τὴν διάλυσιν τῆς οἰκογενείας.
19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; 19 Η δεν γνωρίζετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, που κατοικεί μέσα σας, και το έχετε λάβει από τον Θεόν και άρα δεν ανήκετε στον εαυτόν σας; 19 Ἢ δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον κατοικεῖ μέσα σας καὶ τὸ ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας;
20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ. 20 Διότι έχετε εξαγορασθή με πολύτιμον τίμημα, δηλαδή με το ανεκτίμητον αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε, λοιπόν, κάθε σαρκικήν εκτροπήν, που μολύνει το σώμα, και δοξάσατε τον Θεόν με όλην σας την προσωπικότητα, με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού. 20 Ναί· δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτόν σας. Διότι ἑξαγορασθήκατε μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ ἀτίμητον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε λοιπὸν κάθε αἰσχρὰν πρᾶξιν, ποὺ γίνεται μὲ τὸ σῶμα· καὶ ἀποδιώκετε κάθε πονηρὰν σκέψιν καὶ ἐπιθυμίαν ἀπὸ τὸ πνεῦμα σας. Καὶ ἔτσι δοξάσατε τὸν Θεόν μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.