Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατέ μοι, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι· 1 Ως προς εκείνα δε που μου εγράψατε, σας λέγω ότι καλόν είναι να μη εγγίση καθόλου ο άνθρωπος γυναίκα. 1 Όσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τὰ ζητήματα, πού μου ἐγράψατε, ἀπαντῶ τὰ ἑξῆς· Καλὸν εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ μὴ ἐγγίζῃ καὶ νὰ μὴ γνωρίσῃ διόλου γυναῖκα.
2 διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω. 2 Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι αδύνατος και υπάρχει φόβος να παρασυρθή εις πορνείας, ας έχη ο καθένας την γυναίκα του και καθεμία ας έχη τον άνδρα της. 2 Διὰ τὸν κίνδυνον ὅμως τῆς παρεκτροπῆς εἰς πορνείας, ἂς ἔχῃ καθένας τὴν σύζυγόν του καὶ καθεμία ἂς ἔχῃ τὸν ἰδικόν τας ἄνδρα.
3 τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν ὀφειλομένην εὔνοιαν ἀποδιδότω, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί. 3 Εις την σύζυγόν του ο άνδρας ας αποδίδη, καθ' ο άλλωστε καθήκον έχει, την στοργήν, την συμπάθειαν και την προστασίαν, που της οφείλεται. Ομοίως και η γυναίκα ας αποδίδη τα αυτά στον άνδρα της. 3 Εἰς τὴν γυναῖκα του ἂς ἀποδίδῃ ὁ ἄνδρας τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν ἀγάπην ποὺ τῆς χρεωστεῖ. Ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυναῖκα ἂς ἀποδίδῃ τὸ αὐτὸ εἰς τὸν ἄνδρα της.
4 ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ἡ γυνή. 4 Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού και έντος του νόμου του Θεού, το εξουσιάζει ο ανήρ· ομοίως και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά το εξουσιάζει η σύζυγός του. 4 Ὡς πρὸς δὲ τὰς ἰδιαιτέρας σχέσεις τοῦ ἀνδρογύνου, ἂς γνωρίζῃ ἡ γυναῖκα, ὅτι δὲν ἐξουσιάζει τὸ ἴδιόν της σῶμα, ἀλλ’ ἐξουσιαστὴς αὐτοῦ ἐντὸς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ πάντοτε εἶναι ὁ ἄνδρας της. Τὸ ἴδιο δὲ καὶ ὁ ἄνδρας δὲν ἐξουσιάζει τὸ σῶμα του, ἀλλ’ ἐξουσιαστὴς αὐτοῦ εἶναι ἢ γυναῖκα του.
5 μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρὸν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν. 5 Μη αποστερείτε δε ο ένας τον άλλον, εκτός εάν αυτό το κάνετε κατόπιν κοινής συμφωνίας και επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, δια να επιδίδεσθε απερίσπαστοι με μεγαλυτέραν προθυμίαν και αφωσίωσιν εις την νηστείαν και την προσευχήν. Και πάλιν να επανέρχεσθε εις τας συζυγικάς σας σχέσεις, δια να μη δίδετε αφορμήν και ευκαιρίαν, λόγω της ακρατείας σας, να σας πειράζει ο σατανάς. 5 Ἂς μὴ ἀποστερῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ἀποχὴν καὶ ἐγκράτειαν, ἐκτὸς ἐὰν πράττετε τοῦτο ἀπὸ συμφώνου προσκαίρως διὰ νὰ ἐπιδίδεσθε μὲ μεγαλυτέραν προθυμίαν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν· καὶ πάλιν νὰ συνέρχεσθε εἰς τὰς συζυγικάς σχέσεις σας, διὰ νὰ μὴ σᾶς πειράζῃ εἰς πορνείαν ὁ σατανᾶς ἐξ αἰτίας τῆς ἀκρατείας σας.
6 τοῦτο δὲ λέγω κατὰ συγγνώμην, οὐ κατ’ ἐπιταγήν. 6 Αυτό που σας είπα, να μη αποστερήτε δηλαδή ο ένας τον άλλον, το λέγω ως υποχώρησιν και συγκατάβασιν δια την πνευματικήν σας αδυναμίαν. Δεν σας το επιβάλλω ως εντολήν. 6 Τὴν σύστασιν δὲ τοῦ νὰ μὴ ἀποστερῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σᾶς τὴν κάνω κατὰ συγκατάβασιν, ἐπειδὴ εἶσθε ἀκόμη ἀδύνατοι πνευματικῶς. Δὲν σᾶς ἐπιβάλλω τοῦτο ὡς ἐντολήν.
7 θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ’ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως. 7 Διότι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφωσιωμένος στον Θεόν, αλλ' ο καθένας έχει από τον Θεόν ιδικόν του ιδιαίτερον χάρισμα, άλλος μεν έχει το χάρισμα να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή άγαμος· άλλος δε να ζη κατά διαφορετικόν τρόπον, δηλαδή έγγαμος. 7 Ναί, κατὰ συγκατάβασιν. Διότι ἑγὼ θέλω νὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως εἶμαι καὶ ἑγώ, δηλαδὴ ἄγαμοι. Ἀλλ’ ὁ καθένας ἔχει ἰδικόν του χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἄλλος μὲν ἔχει τὸ χάρισμα νὰ ζῇ ἔτσι, ἄγαμος δηλαδή, ἄλλος δὲ νὰ ζῇ διαφορετικά, δηλαδὴ ἐν γάμῳ.
8 Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ. 8 Λεγω δε στους αγάμους και εις τας χήρας, ότι είναι καλόν και συμφέρον δι' αυτούς, εάν μείνουν όπως εγώ, δηλαδή άγαμοι. 8 Λέγω δὲ εἰς τοὺς ἀγάμους καὶ εἰς τὰς χήρας, ὅτι εἶναι καλὸν εἰς αὐτούς, ἐὰν μείνουν, ὅπως μένω καὶ ἑγώ, δηλαδὴ ἄγαμοι.
9 εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι. 9 Εάν όμως δεν αισθάνωνται την δύναμιν να εγκρατευθούν, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν το χάρισμα της αγαμίας, και ας προχωρήσουν εις γάμον. Διότι είναι προτιμότερον να έλθη κανείς εις γάμον, παρά να πυρποληται από την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας. 9 Ἐὰν ὅμως δὲν ἐγκρατεύωνται, ἂς ἔλθουν εἰς γάμον. Διότι προτιμότερον εἶναι νὰ ἔλθῃ κανεὶς εἰς γάμον, παρὰ νὰ καίεται ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς ἐπιθυμίας.
10 τοῖς δὲ γεγαμηκόσι παραγγέλλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ’ ὁ Κύριος, γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι· 10 Εις εκείνους δε οι οποίοι έχουν έλθει εις γάμον, δίδω την εντολήν, όχι εγώ, αλλά ο Κυριος, η γυναίκα να μη χωρισθή από τον άνδρα της. 10 Εἰς ἐκείνους δέ, ποὺ ἔχουν ἔλθει εἰς γάμον, δίδω ἐντολὴν ὄχι ἐγώ, ἀλλ’ ὁ Κύριος, ἡ γυναῖκα νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν ἄνδρα τας.
11 ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, μενέτω ἄγαμος ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω· καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι. 11 Εάν όμως συμβή και χωρισθή, ας μένη άγαμος η ας συμφιλιωθή με τον άνδρα της. Αλλά και ο άνδρας να μη αφίνη την γυναίκα του. 11 Ἐὰν δὲ συμβῇ νὰ χωρισθῇ, ἂς μένῃ ἄγαμος. Ἢ ἐὰν δὲν ἠμπορῇ νὰ ζήσῃ μόνη της, ἂς συμφιλιωθῇ πρὸς τὸν ἄνδρα της. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνδρας νὰ μὴ ἀφίνῃ τὴν γυναῖκα του.
12 τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν· 12 Εις δε τους άλλους εγγάμους, εγώ ως απόστολος του Κυρίου, και όχι κατ' ευθείαν ο Κυριος, λέγω· εάν κανένας αδελφός Χριστιανός έχη γυναίκα άπιστον, που την έλαβε ως σύζυγον, πριν και αυτός πιστεύση, και αυτή συγκατατίθεται προθύμως να κατοική μαζή του, ας μη την απομπέμπη. 12 Εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς ἐγγάμους λέγω νόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔθεσε μὲν ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος, ἀλλὰ τὸν ὁρίζω ἑγὼ ὡς Ἀπόστολός του. Ἐὰν κανένας ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἔχῃ γυναῖκα ἄπιστον, μὲ τὴν ὁποίαν ἦλθεν εἰς γάμον προτοῦ νὰ πιστεύσῃ, καὶ αὐτὴ δέχεται μὲ τὴν καρδιά της νὰ κατοικῇ μαζί του, ἂς μὴ τὴν ἀφίνῃ, ἀλλ’ ἂς ἑξακολουθῇ νὰ τὴν ἔχῃ σύζυγον.
13 καὶ γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτῆς, μὴ ἀφιέτω αὐτόν. 13 Και γυναίκα Χριστιανή, που έχει άνδρα άπιστον, και αυτός δέχεται προθύμως να κατοική μαζή της, ας μην τον αφήση. 13 Καὶ ἐὰν γυναῖκα Χριστιανὴ ἔχῃ ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς προθύμως δέχεται νὰ συγκατοικῇ μαζί της, ἂς μὴ τὸν ἀφίνῃ.
14 ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν. 14 Διότι ο άνδρας ο άπιστος έχει κατά κάποιον τρόπον και εις κάποιον βαθμόν αγιασθή δια της ενώσεώς του προς την πιστήν γυναίκα· και η άπιστος γυναίκα έχει κάπως αγιασθή και αυτή δια της ενώσεώς της προς τον πιστόν άνδρα της. Επειδή, εάν δεν υπήρχε αυτή η κάποια μετάδοσις αγιασμού τα τέκνα θα ήσαν κατά φυσικήν συνέπειαν ακάθαρτα· ενώ τώρα είναι και αυτά άγια. 14 Σᾶς λέγω δὲ νὰ μὴ τὸν ἀφίνῃ, διότι ὁ ἄνδρας ὁ ἄπιστος ἔχει ἁγιασθῇ καὶ αὐτὸς εἰς κάποιον βαθμὸν διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὴν πιστὴν γυναῖκα του. Καὶ ἡ γυναῖκα ἡ ἄπιστος ἔχει κάπως ἁγιασθῇ διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὸν πιστὸν ἄνδρα. Ἐπειδή, ἐὰν δὲν συνέβαινε τοῦτο, κατὰ φυσικὴν συνέπειαν καὶ τὰ τέκνα σας θὰ ἦσαν ἀκάθαρτα. Τώρα ὅμως λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγεννήθησαν ἀπὸ γονεῖς, ποὺ ἔχουν ἁγιασμόν, εἶναι καὶ αὐτὰ ἅγια.
15 εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις. ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς ὁ Θεός. 15 Εάν δε ο άπιστος σύζυγος επιθυμή και θέλη χωρισμόν, ας χωρίζεται η Χριστιανή γυναίκα. Εις τοιαύτας περιπτώσεις δεν είναι υποδουλωμένος και δεσμευμένος ο πιστός η πιστή. Ο Θεός μας έχει καλέσει να ζώμεν με ειρήνην εσωτερικήν και με ειρήνην προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθόν να ταλαιπωρήται ο πιστός σύζυγος από τας έριδας και τας μάχας της απίστου συζύγου. 15 Ἐὰν ὅμως ὁ ἄπιστος σύζυγος ζητῇ χωρισμόν, ἂς χωρίζεται ἀπὸ αὐτὸν ἡ Χριστιανὴ σύζυγος. Δὲν εἶναι δεσμευμένος ὁ ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάς. Ὁ Θεὸς δὲ μᾶς ἔχει καλέσει νὰ ζῶμεν μέσα εἰς ἀτμόσφαιραν εἰρήνης καὶ δὲν εἶναι σωστὸν τὰ ἀνδρόγυνα νὰ εὑρίσκωνται εἰς ἀσυμφωνίαν καὶ διαμάχας.
16 τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις; 16 Ως προς δε την συνοίκησιν, σας λέγω και τούτο· που το ξέρεις συ, η Χριστιανή γυναίκα, εάν στέργουσα να συγκατοικής με τον άπιστον άνδρα σου, εφ' όσον και αυτός το θέλει, μήπως τυχόν και τον σώσης; Η που το ξέρεις συ, ο Χριστιανός σύζυγος, μήπως και σώσης την άπιστον γυναίκα; 16 Ἐὰν ὅμως ἠμπορῇ τὸ πιστὸν μέλος νὰ συζήσῃ εἰρηνικὰ μὲ τὸ ἄπιστον μέλος, ἂς μὴ χωρίζεται ἀπὸ αὐτό. Διότι ποὺ ξεύρεις, ὡ Χριστιανὴ γυναῖκα, ἐὰν ζῶσα μαζὶ μὲ τὸν ἄπιστον σύζυγον, ἑλκύσῃς εἰς τὴν πίστιν καὶ σώσῃς εἰς τὸ τέλος τὸν ἄνδρα; Ἢ ποῦ ξεύρεις, ὦ Χριστιανὲ σύζυγε, μήπως σώσῃς τὴν ἄπιστον γυναῖκα;
17 εἰ μὴ ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν ὁ Θεός, ἕκαστον ὡς κέκληκεν ὁ Κύριος, οὕτως περιπατείτω. καὶ οὕτως ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι. 17 Εκτός όμως αυτών που είπα παραπάνω, ο καθένας ας προσπαθή να ζη και να πορεύεται σύμφωνα με τας συνθήκας της ζωής, τας οποίας ο Θεός εν τη προνοία του του έχει κανονίσει, να συνεχίση ομαλά τον βίον του, όπως τον ευρήκεν η κλήσις, που του απηύθηνεν ο Κυριος. Εγώ κατ' αυτόν τον τρόπον κανονίζω και ορίζω εις όλας τας τας Εκκλησίας. 17 Μόνον ἂς φροντίζῃ ὁ καθένας νὰ πολιτεύεται καὶ νὰ ζῇ, καθὼς ὁ Θεὸς μὲ τὴν πρόνοιάν του ἐκανόνισε τὸν βίον του καὶ ὅπως εὗρε τὸν καθένα ἡ κλῆσις, ποὺ τοῦ ἔκαμεν ὁ Χριστός. Αἱ περιστάσεις ὑπὸ τὰς ὁποίας εὑρέθη ὁ πιστός, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἐκάλεσε, δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδιον εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωήν. Καὶ ἔτσι εἱς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας κανονίζω καὶ καθορίζω.
18 περιτετμημένος τις ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω. ἐν ἀκροβυστίᾳ τις ἐκλήθη; μὴ περιτεμνέσθω. 18 Εκλήθη κανείς εις την Χριστιανικήν πίστιν και εδέχθη το βάπτισμα, ενώ ήτο περιτετμημένος; Ας μη τραβά το δέρμα, δια να κρύψη την περιτομήν του. Εκλήθη κανείς εις την πίστιν και έγινε Χριστιανός, ενώ ήτο απερίτμητος; Ας μη περιτέμνεται. 18 Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν πίστιν καὶ ἔγινε Χριστιανός, ἐνῶ ἦτο περιτμημένος; Ἂς μὴ τραβᾷ μὲ βίαν τὸ δέρμα του διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὰ σημεῖα τῆς περιτομῆς. Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν πίστιν, ἐνῷ εὑρίσκετο ἒν ἀκροβυστίᾳ καὶ ἦτο ἀπερίτμητος; Ἂς μὴ περιτέμνεται.
19 ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ. 19 Τιποτε δεν είναι η περιτομή, και τίποτε δεν είναι η ακροβυστία. Αλλ' εκείνο που έχει την αξίαν είναι η τήρησις των εντολών του Θεού. 19 Ἡ περιτομὴ δὲν εἶναι τίποτε καὶ δὲν συντελεῖ εἰς τίποτε διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Καὶ ἡ ἀκροβυστία τὸ ἴδιο, δὲν εἶναι τίποτε. Ἀλλ’ ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πᾶν.
20 ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω. 20 Καθένας ας μένη εις την κατάστασίν που ευρέθη, όταν εκλήθη από τον Θεόν εις την πίστιν. 20 Καθένας εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ εὑρέθη, ὅταν ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς αὐτὴν ἂς μένῃ.
21 δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω· ἀλλ’ εἰ καὶ δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι. 21 Εκλήθης εις την πίστιν καθ' ον χρόνον ήσο δούλος; Μη σε μέλη δια την δουλείαν σου αυτήν. Αλλά και αν ακόμη ημπορής να γίνης ελεύθερος, χρησιμοποίησε μάλλον και προτίμα την κατάστασιν της δουλείας. 21 Ἐκλήθης εἰς τὴν πίστιν εἰς καιρόν, ποὺ ἤσουν δοῦλος; Μὴ σὲ μέλῃ διὰ τὴν κατάστασιν αὐτὴν τῆς δουλείας σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἠμπορῇς νὰ γίνῃς ἐλεύθερος, χρησιμοποίησε μᾶλλον τὴν δουλείαν καὶ προτίμησε νὰ μείνῃς δοῦλος.
22 ὁ γὰρ ἐν Κυρίῳ κληθεὶς δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστίν· ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος κληθεὶς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ. 22 Διότι εκείνος ο οποίος ήτο δούλος, όταν εκλήθη από τον Κυριον εις την πίστιν, έχει τώρα απελευθερωθή υπό του Κυρίου, ο οποίος του εχάρισε την λύτρωσιν από τον ζυγόν της δουλείας και του θανάτου. Ομοίως και εκείνος που εκλήθη εις την πίστιν, καθ' ον χρόνον ήτο ελεύθερος, είναι τώρα δούλος του Χριστού. 22 Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ἐκαλέσθη ἀπὸ τὸν Κύριον εἰς τὴν πίστιν, εἰς καιρὸν ποὺ ἦτο δοῦλος, εἶναι ἀπελεύθερος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειραφέτησε καὶ τὸν ἔκαμε πνευματικῶς ἐλεὐθερον. Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐκαλέσθη εἰς τὴν πίστιν, ἐνῷ το ἐλεύθερος, εἶναι δοῦλος Χριστοῦ.
23 τιμῆς ἠγοράσθητε· μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων. 23 Ολοι έχετε εξαγορασθή από τον Χριστόν με ανεκτίμητον τίμημα. Μη γίνεσθε, λοιπόν, δούλοι των ανθρώπων, (μη συμμορφώνεσθε και μη υποδουλώνεσθε εις τας αμαρτωλάς απαιτήσεις και συνηθείας των ανθρώπων). 23 Καὶ δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι εἶσθε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Εἶσθε ἀγορασμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον μὲ τίμημα μεγάλο. Μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων.
24 ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί, ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ Θεῷ. 24 Ο καθένας, αδελφοί, εις όποιαν κατάστασιν ευρέθη, όταν εκλήθη, εις αυτήν και ας μένη, (φροντίζων μόνον και αγωνιζόμενος να είναι πάντοτε κοντά στον Θεόν). 24 Ὁ καθένας εἰς ὅποιαν κατάστασιν ἐκαλέσθη, εἰς αὐτὴν ἂς μένῃ, ἀδελφοί, ἐπιδιώκων πάντοτε νὰ εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εὐαρεστῇ εἰς αὐτόν.
25 Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν Κυρίου οὐκ ἔχω, γνώμην δὲ δίδωμι ὡς ἠλεημένος ὑπὸ Κυρίου πιστὸς εἶναι. 25 Ως προς δε τας παρθένους, δεν έχω εντολήν εκ μέρους του Κυρίου να σας διαβιβάσω, αλλά και εγώ σαν άνθρωπος, που έχω ελεηθή από τον Κυριον, ώστε να είμαι αξιόπιστος διδάσκαλος σας, σας δίδω γνώμην. 25 Ὅσον δὲ διὰ τὰ ἀνύπανδρα κοράσια δὲν ἔχω ἐντολὴν ρητὴν τοῦ Κυρίου. Δίδω ὅμως γνώμην σὰν ἄνθρωπος, ποὺ ἔχω ἐλεηθῆ ἀπὸ τὸν Κύριον, διὰ να εἶμαι διδάσκαλός σας καὶ σύμβουλος ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης σας.
26 νομίζω οὖν τοῦτο καλὸν ὑπάρχειν διὰ τὴν ἐνεστῶσαν ἀνάγκην, ὅτι καλὸν ἀνθρώπῳ τὸ οὕτως εἶναι. 26 Νομίζω, λοιπόν, ότι εξ αιτίας της δυσκόλου εποχής, που διερχόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, τούτο είναι καλόν· ότι δηλαδή είναι καλόν στον άνθρωπον να μένη έτσι, δηλαδή άγαμος. 26 Νομίζω λοιπόν, ὅτι αὐτὸ εἶναι καλὸν ἐξ αἰτίας τῶν δυσκολιῶν τῆς παρούσης ζωῆς· εἶναι δηλαδὴ καλὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἴτε ἄνδρας εἶναι εἴτε γυναῖκα, νὰ μένῃ ἔτσι, δηλαδὴ ἄγαμος καὶ παρθένος.
27 δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναῖκα· 27 Είσαι όμως δεμένος δια των δεσμών του γάμου με γυναίκα; Μη ζητής να λυθής από τον δεσμόν αυτόν της γυναικός. Είσαι ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου με γυναίκα; Μη ζητής σύζυγον. 27 Εἶσαι δεμένος μὲ γυναῖκα διὰ τοῦ γάμου; Μὴ ζητῇς νὰ λυθῇς ἀπὸ τὸν δεσμόν, ποὺ ἔχεις μαζί της. Εἶσαι λυμένος καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ γυναῖκα; Μὴ ζητῇς γυναῖκα.
28 ἐὰν δὲ καὶ γήμῃς, οὐχ ἥμαρτες· καὶ ἐὰν γήμῃ ἡ παρθένος, οὐχ ἥμαρτε· θλῖψιν δὲ τῇ σαρκὶ ἕξουσιν οἱ τοιοῦτοι· ἐγὼ δὲ ὑμῶν φείδομαι. 28 Αλλά και αν έλθης εις γάμον, δεν διαπράττεις καμμίαν αμαρτίαν. Και η παρθένος εάν υπανδρευθή, δεν θα έχη αμαρτήσει. Θα έχουν όμως αυτοί θλίψιν κατά το σώμα, (εξ αιτίας των μεριμνών και των φροντίδων και των αγώνων, στους οποίους περιπλέκονται οι έγγαμοι). Εγώ όμως σας λυπούμαι και θέλω να προλάβω αυτάς τας ταλαιπωρίας σας. 28 Καὶ ἐὰν ὅμως ἔλθῃς εἰς γάμον, δὲν ἠμάρτησες. Καὶ ἐὰν ἡ ἄγαμος κόρη ἔλθῃ εἰς γάμον, δὲν ἡμάρτησε. Θὰ ἔχουν ὅμως θλῖψιν καὶ φροντίδας καὶ ἄλλας δοκιμασίας ἂς τὸν σωματικόν τους βίον οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Ἐγὼ δὲ σᾶς λυποῦμαι σὰν πατέρας καὶ θέλω νὰ προλάβω τὰς δοκιμασίας σας αὐτάς.
29 τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, 29 Και τούτο σας λέγω ακόμη, αδελφοί μου, ο καιρός είναι ολίγος και περιωρισμένος, ώστε και εκείνοι που έχουν γυναίκας να είναι σαν να μην έχουν, και ας φροντίζουν να μη υποδουλώνωνται εξ ολοκλήρου εις βιωτικάς μερίμνας. 29 Θέλω δέ, ἀδελφοί, νὰ προσέξετε ἰδιαιτέρως αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω· ὅτι δηλαδὴ ὁ καιρὸς τοῦ παρόντος βίου εἶναι συμμαζευμένος καὶ λιγοστός, ὥστε καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γυναῖκας, νὰ εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔχουν γυναῖκας· καὶ συνεπῶς ἂς μὴ εἶναι προσηλωμένοι καὶ προσκολλημένοι εἰς αὐτάς.
30 καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, 30 Και εκείνοι που κλαίουν δια τας θλίψεις των, να είναι σαν να μη κλαίουν, διότι γρήγορα εις την σύντομον ροήν του χρόνου θα περάσουν και αυταί. Και εκείνοι που χαίρουν, να ζουν σαν να μη χαίρουν δια τον ίδιον λόγον. Και εκείνοι που αγοράζουν, σαν να μη κατέχουν, διότι πολύ γρήγορα θα τα αφήσουν. 30 Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κλαίουν, νὰ περνοῦν τὰς ἡμέρας των σὰν νὰ μὴ τοὺς ἔχῃ συμβῆ κάτι θλιβερόν· καὶ ἐκεῖνοι ποὺ χαίρουν, σὰν νὰ μὴ εἶχαν λόγον νὰ χαίρουν, ἀλλὰ νὰ θεωροῦν τὰς ἀφορμὰς καὶ τῆς λύπης καὶ τῆς χαρᾶς ὡς προσωρινὰς καὶ περαστικάς. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγοράζουν, νὰ μὴ ἀπορροφῶνται ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀγόρασαν, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὰ κατέχουν γιὰ πάντα, ἀλλὰ νὰ σκέπτωνται καὶ νὰ διατίθενται δι’ αὐτά, σὰν νὰ μὴ τὰ παίρνουν εἰς τὴν πλήρη καὶ τελείαν κατοχήν των.
31 καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου. 31 Και αυτοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν και μεταχειρίζονται τα αγαθά του κόσμου τούτου, ας μη κάμουν κατάχρησιν, η οποία βλάπτει και το σώμα και την ψυχήν· διότι φεύγει ασυγκράτητα η εξωτερική μορφή του κόσμου τούτου. 31 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μεταχειρίζονται τὰ ἐγκόσμια καὶ εὑρίσκονται ἂς ὁποιανδήποτε σχέσιν μὲ τὸν κόσμον, νὰ ἀποφεύγουν κάθε ἄμετρον ἀπόλαυσίν των καὶ κατάχρησίν των καὶ μόνον εἰς τὰ ἀναγκαῖα νὰ ἀρκοῦνται. Διότι περνᾷ καὶ φεύγει διαρκῶς σὰν σκιὰ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
32 θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ· 32 Θελω δε να είσθε απηλλαγμένοι από τας πολλάς και δυσκόλους φροντίδας του βίου τούτου. Ο άγαμος φροντίζει και ενδιαφέρεται δι' όσα παραγγέλλει και θέλει ο Κυριος. Φροντίζει πως να αρέση στον Κυριον (αυτή δε η φροντίδα είναι ειρηνική και χαρούμενη). 32 Θέλω δὲ νὰ εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ φροντίδας, ποὺ ζαλίζουν καὶ σᾶς ρίπτουν εἰς μεγάλην σκέψιν. Ὁ ἄγαμος στρέφει ὁλόκληρον τὴν προσοχὴν καὶ φροντίδα του εἰς ὅσα παραγγέλλει ὁ Κύριος· φροντίζει πολὺ πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν Κύριον.
33 ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί. 33 Εκείνος όμως που ήλθεν εις γάμον, φροντίζει δια τα κοσμικά πράγματα, πως θα αρέση εις την γυναίκα του. 33 Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἦλθεν εἰς γάμον, φροντίζει μὲ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον διὰ τὰ κοσμικά, πῶς θὰ ἀρέσῃ εἰς τὴν γυναῖκα του.
34 μεμέρισται καὶ ἡ γυνὴ καὶ ἡ παρθένος. ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι· ἡ δὲ γαμήσασα μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῷ ἀνδρί. 34 Υπάρχει διαφορά και διάκρισις μεταξύ της εγγάμου και εκείνης που ηθέλησε και έμεινε παρθένος. Η μείνασα παρθένος φροντίζει με όλην της την ψυχήν και επιδιώκει εκείνα που αρέσουν στον Κυριον, δια να είναι αγία και καθαρά κατά το σώμα και την ψυχήν. Η έγγαμος φροντίζει πολύ δια κοσμικά πράγματα, πως θα αρέση στον άνδρα της. 34 Διαφέρουν ὡς πρὸς τὰς φροντίδας καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά των ἡ ἔγγαμος γυναῖκα καὶ ἡ ἄγαμος παρθένος. Ἡ ἄγαμος μὲ ὅλην τὴν φροντίδα της ἐπιμελεῖται ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσκουν εἰς τὸν Κύριον καὶ προσπαθεῖ νὰ εἶναι ἅγια, ἀφωσιωμένη εἰς τὸν Θεόν καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν. Ἐκείνη δὲ ποὺ ἦλθεν εἰς γάμον, φροντίζει πολὺ διὰ τὰ κοσμικά, πῶς θὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν ἄνδρα της.
35 τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν συμφέρον λέγω, οὐχ ἵνα βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω, ἀλλὰ πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως. 35 Λεγω δε αυτό περί της παρθενικής ζωής αποκλειστικά και μόνον προς το συμφέρον σας, όχι δια να σας βάλω θηλειά στον λαιμόν και να σας τραβήξω, χωρίς να το θέλετε, στον άγαμον βίον, αλλά δια να σας δείξω και να σας οδηγήσω εις μίαν σεμνήν ζωήν και διακεκριμένην θέσιν πλησίον του Κυρίου, χωρίς βιωτικούς περισπασμούς και φροντίδας. 35 Λέγω δὲ αὐτὰ περὶ τῆς ἀγαμίας μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ συμφέρον σας. Ὄχι διὰ νὰ σᾶς βάλω θηλιὰ εἰς τὸν λαιμὸν καὶ νὰ σᾶς ἑξαναγκάσω νὰ μείνετε ἄγαμοι, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐξασφαλίσω συμπεριφορὰν σεμνὴν καὶ θέσιν τιμημένην πλησίον τοῦ Κυρίου χωρὶς περισπασμοὺς καὶ βασανιστικὰς φροντίδας.
36 Εἰ δέ τις ἀσχημονεῖν ἐπὶ τὴν παρθένον αὐτοῦ νομίζει, ἐὰν ᾖ ὑπέρακμος, καὶ οὕτως ὀφείλει γίνεσθαι, ὃ θέλει ποιείτω· οὐχ ἁμαρτάνει· γαμείτωσαν. 36 Αν όμως κανένας πατέρας νομίζη, σύμφωνα με τας κρατούσας αντιλήψεις, ότι είναι εντροπήν και άσχημον πράγμα δι' αυτόν, που άφησε την κόρην του να περάση πλέον την ώριμον ηλικίαν δια τον γάμον και τα πράγματα φανερώνουν, ότι έτσι πρέπει να γίνη, δηλαδή ότι πρέπει να την υπανδρεύση, ας κάμη αυτό που θέλει, ας κάμη το καθήκον του. Τοιουτοτρόπως ενεργών δεν αμαρτάνει. Ας γίνη ο γάμος. 36 Ἐὰν ὅμως κανένας πατέρας νομίζῃ ὅτι εἶναι ντροπή του τὸ ὅτι ἀφῆκε τὴν κόρην του νὰ ὑπερβῇ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας καὶ ἔγινε γεροντοκόρη, ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πείθεται, ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνῃ, δηλαδὴ νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ, ἂς κάμῃ ὅ,τι θέλει. Δὲν ἁμαρτάνει. Ἂς ἔλθουν εἰς γάμον.
37 ὃς δὲ ἕστηκεν ἑδραῖος ἐν τῇ καρδίᾳ, μὴ ἔχων ἀνάγκην, ἐξουσίαν δὲ ἔχει περὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, καὶ τοῦτο κέκρικεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, τοῦ τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον, καλῶς ποιεῖ. 37 Εκείνος όμως που έχει σταθή ακλόνητος με αμετακίνητον την απόφασιν μέσα εις την καρδιά του και δεν αισθάνεται καμμίαν ανάγκην να αλλάξη γνώμην και έχει εξουσίαν να πορευθή σύμφωνα με το θέλημά του και έχει οριστικώς αποφασίσει μέσα του να κρατήση την παρθένον του άγαμον, καλά κάνει. 37 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ στέκει ἀκλόνητος μέσα στὴν καρδία του καὶ δὲν ἀναγκάζεται ἀπὸ τίποτε νὰ ἀλλάξῃ ἀπόφασιν, Ἔχει δὲ ἐξουσίαν νὰ κάμῃ ὅ,τι θέλει καὶ ἔχει ἀποφασίσει μέσα του αὐτό, δηλαδὴ τὸ νὰ φυλάττῃ τὴν κόρην του ἄγαμον, καλῶς πράττει.
38 ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ. 38 Ωστε, λοιπόν, και εκείνος που υπανδρεύει την παρθένον του, καλά κάνει. Εκείνος όμως που, σύμφωνα και με την ιδικήν της θέλησιν, δεν την υπανδρεύει κάνει καλύτερα. 38 Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν ἐξάγεται ὡς συμπέρασμα, ὅτι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ὑπανδρεύει τὴν κόρην του, καλῶς πράττει, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν τὴν ὑπανδρεύει, ἀλλὰ τὴν ἀφίνει παρθένον, κάνει καλύτερα.
39 Γυνὴ δέδεται νόμῳ ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ. 39 Καθε άγγαμος γυναίκα, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού, έχει δεθή με τον άνδρα της δια του γάμου, όσον καιρόν βέβαια ζη ο άνδρας της. Εάν όμως αποθάνη ο σύζυγός της, είναι ελευθέρα να υπανδρευθή όποιον θέλει, αλλά μόνον σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. 39 Κάθε γυναῖκα ἔγγαμος εἶναι δεμένη εἰς τὸν γάμον ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Κυρίου, ὅσον καιρὸν ζῇ ὁ ἄνδρας της. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ ἄνδρας της, εἶναι ἐλευθέρα νὰ ὑπανδρευθῇ μὲ ὁποῖον θέλει, ἀρκεῖ μόνον ὁ γάμος της νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
40 μακαριωτέρα δέ ἐστιν ἐὰν οὕτω μείνῃ, κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην· δοκῶ δὲ κἀγὼ Πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν. 40 Κατά την γνώμην μου όμως είναι ευτυχεστέρα και περισσότερον κερδισμένη, εάν μείνη χήρα. Νομίζω δε ότι έχω και εγώ Πνεύμα Θεού, ώστε να μη κάνω λάθος εις τας γνώμας μου. 40 Κατὰ τὴν γνώμην μου ὅμως εἶναι εὐτυχεστέρα, ἐὰν μείνῃ ἔτσι, δηλαδὴ χήρα. Νομίζω δέ, ὅτι ἔχω καὶ ἐγώ Πνεῦμα Θεοῦ, τὸ ὁποῖον μὲ καθοδηγεῖ διὰ νὰ μὴ πλανῶμαι.