Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν πάντες ὑπὸ τὴν νεφέλην ἦσαν, καὶ πάντες διὰ τῆς θαλάσσης διῆλθον, | 1 Δεν θέλω δε, αδελφοί, να αγνοήτε, ότι οι πρόγονοι ημών των Ισραηλιτών όλοι ήσαν κάτω από την σκέπην της νεφέλης και όλοι επέρασαν ασφαλείς και υγιείς δια μέσου της θαλάσσης. | 1 Ο κίνδυνος δὲ τοῦ νὰ ἀποδοκιμασθῶμεν ὡς ἀνάξιοι εἶναι πραγματικός, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ τρομερὸν παράδειγμα τῶν προπατόρων μας Ἰσραηλιτῶν. Δὲν θέλω δηλαδὴ νὰ ἀγνοῆτε σεῖς, ἀδελφοί, ὅτι οἱ προπάτορες μας Ἰσραηλῖται ὅλοι ἦσαν ὑπὸ τὴν σκέπην καὶ προστασίαν τῆς νεφέλης καὶ ὅλοι ἀξιώθησαν νὰ περάσουν ἀσφαλῶς διὰ μέσου τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. |
2 καὶ πάντες εἰς τὸν Μωϋσῆν ἐβαπτίσαντο ἐν τῇ νεφέλῃ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ, | 2 Και όλοι δια του Μωϋσέως και μαζή με τον Μωϋσήν επήραν σαν ένα ειδός βαπτίσματος εις την νεφέλην και εις την θάλασσαν (πράγμα το οποίον ετόνωσε τους δεσμούς μεταξύ των, ως ενός λαού του Θεού). | 2 Καὶ ὅλοι μὲ ἐμπιστοσύνην ἠκολούθησαν τὸν Μωϋσ·ῆν καὶ ἐνώθησαν μαζὶ μὲ αὐτὸν σὰν διὰ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖον ἔλαβαν ὡς εἰς ἄλλην κολυμβήθραν μέσα εἰς τὴν νεφέλην καὶ τὴν θάλασσαν. |
3 καὶ πάντες τὸ αὐτὸ βρῶμα πνευματικὸν ἔφαγον, | 3 Και όλοι έφαγαν την αυτήν τροφήν, το μάννα, το οποίον το Πνεύμα του Θεού τους έδιδε. | 3 Καὶ ὅλοι ἔφαγαν τὴν αὐτὴν τροφὴν τοῦ μάννα, ποὺ τοὺς ἐδίδετο μὲ ὑπερφυσικὴν ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος. |
4 καὶ πάντες τὸ αὐτὸ πόμα πνευματικὸν ἔπιον· ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός. | 4 Και όλοι έπιαν το αυτό ποτόν, το οποίον το Πνεύμα το Αγιον τους προσέφερε. Διότι έπιναν από υπερφυσικήν και αόρατον, από πνευματικήν πέτραν, που τους ακολουθούσε· αυτή δε η πέτρα ήτο ο Χριστός. | 4 Καὶ ὅλοι ἔπιον τὸ αὐτὸ ποτόν, τὸ ὁποῖον μὲ ὑπερφυσικὴν πνευματικὴν ἐνέργειαν ἀνέβλυσε. Διότι ἔπιναν ἀπὸ ὑπερφυσικὴν καὶ ἀόρατον πέτραν, ποὺ τοὺς ἠκολούθει, ἡ πέτρα δὲ αὐτὴ ἦτο ὁ Χριστός. |
5 ἀλλ’ οὐκ ἐν τοῖς πλείοσιν αὐτῶν εὐδόκησεν ὁ Θεός· κατεστρώθησαν γὰρ ἐν τῇ ἐρήμῳ. | 5 Αλλά, καίτοι όλοι επήραν τας δωρεάς αυτάς του Πνεύματος, ο Θεός δεν ευηρεστήθη και δεν έδωσε την ειδικήν ευμένειάν του στους περισοτέρους από αυτούς. Και τούτο, επειδή οι περισσότεροι παρέβησαν το θέλημά του, ετιμωρήθησαν από τον Θεόν, και έπεσαν κάτω νεκροί εις την έρημον γην. | 5 λλὰ καίτοι ἀπήλαυσαν ὅλοι τους τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτὰ προνόμια, μὲ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ αὐτοὺς δὲν εὐαρεστήθη ὁ Θεός. Διότι τοὺς ὠργίσθη καὶ ἐστρώθησαν κάτω νεκροὶ εἰς τὴν ἔρημον, χωρὶς νὰ πατήσουν εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας. |
6 Ταῦτα δὲ τύποι ἡμῶν ἐγενήθησαν, εἰς τὸ μὴ εἶναι ἡμᾶς ἐπιθυμητὰς κακῶν, καθὼς κἀκεῖνοι ἐπεθύμησαν. | 6 Αυτά όλα έγιναν προφητικά σύμβολα και αλληγορίαι δι' ημάς και μας διδάσκουν να μη κυριευώμεθα από επιθυμίας κακών και αμαρτωλών πραγμάτων, όπως εκείνοι επεθύμησαν. | 6 Ὅλα δὲ αὐτὰ ἔγιναν προφητικαὶ εἰκόνες, ποὺ προλέγουν τί θὰ συμβῇ καὶ εἰς ἡμᾶς, ὥστε νὰ προσέχωμεν διὰ νὰ μὴ εἴμεθα ἐπιθυμηταὶ κακῶν, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ἐπεθύμησαν κακὰ καὶ ἐτιμωρήθησαν. |
7 μηδὲ εἰδωλολάτραι γίνεσθε, καθώς τινες αὐτῶν, ὡς γέγραπται· ἐκάθισεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν, καὶ ἀνέστησαν παίζειν. | 7 Ούτε δε να γίνεσθε ειδωλολάτραι τρώγοντες με ευλάβειαν τα ειδωλόθυτα, όπως έγιναν μερικοί από εκείνους, καθώς έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· “εκάθισεν ο λαός να φάγη και να πίη και εσηκώθησαν έπειτα να παίξουν και να χορεύσουν προς τιμήν και λατρείαν του ειδώλου, του χρυσού μόσχου που είχαν στήσει”. | 7 Καὶ μὴ γίνεσθε μὲ τὰ εἰδωλόθυτα εἰδωλολάτραι, ὅπως ἔγιναν μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ἐξόδου: Ἐκάθησεν ὁ λαὸς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ καὶ ἐσηκώθησαν μετὰ τὸ φαγητὸν καὶ ἔπαιζον χορεύοντες εἰς τιμὴν καὶ λατρείαν τοῦ μόσχου, ποὺ τὸν εἶχαν στήσει ὡς εἴδωλόν τους. |
8 μηδὲ πορνεύωμεν, καθώς τινες αὐτῶν ἐπόρνευσαν καὶ ἔπεσον ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ εἰκοσιτρεῖς χιλιάδες. | 8 Ακόμη δε ας μη παρασυρώμεθα ποτέ από την πορνείαν, όπως μερικοί από αυτούς επόρνευσαν και εις μίαν ημέραν έπεσαν κάτω νεκροί εικόσι τρεις χιλιάδες. | 8 Ἀκόμη δὲ ἂς μὴ πορνεύωμεν, καθὼς μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπόρνευσαν καὶ διὰ τιμωρίας τοῦ Θεοῦ ἔπεσαν νεκροὶ εἰς μίαν ἡμέραν εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες. |
9 μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν Χριστόν, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐπείρασαν καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλοντο. | 9 Ούτε να ζητούμεν να δοκιμάσωμεν, εάν ο Χριστός θα μας φυλάξη από τους κινδύνους της αμαρτίας και της ειδωλολατρείας, όπως και μερικοί από εκείνους επείραξαν τότε τον Θεόν και δια την παράβασίν των αυτήν επέθαναν δαγκωμένοι από τα δηλητηριώδη φίδια. | 9 Καὶ ἂς μὴ πειράζωμεν τὸν Χριστόν, ζητοῦντες νὸ δοκιμάσωμεν, ἂν θὰ μᾶς φυλάξῃ ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθίμων ἡ παντοδυναμία καὶ εὐσπλαγχνία του. Ἔτσι τὸν ἐπείραξαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, καὶ διὰ τοῦτο ἐθανατώθησαν ἀπὸ τὰ φαρμακερὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν. |
10 μηδὲ γογγύζετε, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐγόγγυσαν καὶ ἀπώλοντο ὑπὸ τοῦ ὀλοθρευτοῦ. | 10 Και μη γογγύζετε εις καιρόν θλίψεων εναντίων του Θεού, όπως και μερικοί από εκείνους εγόγγυσαν και εξωλοθρεύθησαν από τον εξολοθρευτήν άγγελον. | 10 Καὶ μὴ γογγύζετε εἰς τὰς θλίψεις καὶ δοκιμασίας, καθὼς καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐγογγυσαν καὶ ἐθανατώθησαν ἀπὸ τὸν ἐξολοθρευτὴν ἄγγελον. |
11 ταῦτα δὲ πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν. | 11 Ολαι δε αυταί αι τιμωρίαι επεβλήθησαν εις εκείνους, διότι έτσι έπρεπε να γίνη. Αλλ' αυτά ήσαν και προφητικά σύμβολα· εγράφησαν και δια την νουθεσίαν και καθοδήγησιν ημών των σημερινών πιστών, στους οποίους κατέληξαν οι τελευταίοι χρόνοι της προχριστιανικής περιόδου και ήρχισεν η νέα εποχή της χάριτος του Χριστού. | 11 Ὅλα δὲ αὐτὰ συνέβαιναν εἰς ἐκείνους καὶ ὡς προφητικαὶ προεικονίσεις· ἐγράφησαν δὲ διὰ νὰ νουθετηθῶμεν καὶ σωφρονισθῶμεν ἠμεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους κατέληξαν οἱ ἔσχατοι χρόνοι, κατὰ τοὺς ὁποίους ἤρχισεν ἡ νέα περίοδος τοῦ Μεσσίου, καὶ μετὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἐπακολουθήσῃ ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου καὶ ἡ δευτέρα παρουσία. |
12 ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ. | 12 Ας τα έχωμεν, λοιπόν, υπ' όψιν αυτά ημείς οι σημερινοί Χριστιανοί, ώστε εκείνος που νομίζει, ότι στέκεται καλά εις την πίστιν, ας προσέχη μήπως πέση, όπως έπεσαν οι Εβραίοι τότε. | 12 Ἀπὸ τὰ διδακτικὰ λοιπὸν αὐτὰ παραδείγματα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραὴλ βγαίνει ὡς συμπέρασμα, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἰδέαν, ὅτι στέκεται καλά, ἂς προσέχῃ μήπως πέσῃ, ὅπως ἔπεσαν καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἀνέφερα. |
13 πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν. | 13 Πειρασμός βέβαια μεγάλος έως τώρα δεν σας έχει καταλάβει, ειμή μόνον μικροπειρασμοί προσωρινοί, τους οποίους ημπορεί να υποστή και να υπερνικήση ο άνθρωπος. Εάν δε στο μέλλον παρουσιασθον μεγάλοι πειρασμοί, μη λησμονείτε, ότι είναι αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος δεν θα σας αφήση να πειρασθήτε παραπάνω από την δύναμιν σας, αλλά μαζή με τον πειρασμόν θα ανοίξη και διέξοδον, ώστε να βγήτε από τον περιρασμόν και θα σας δώση την δύναμιν να τον υπομείνετε. | 13 Δὲν σᾶς κατέλαβε ἕως τώρα πειρασμὸς μεγάλος, ἀλλὰ κάθε πειρασμός, ποὺ ἀντιμετωπίσατε, ἦτο προσωρινὸς καὶ ἀνάλογος πρὸς τὰς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσον δὲ διὰ τοὺς πειρασμούς, ποὺ ἐνδέχεται νὰ σᾶς εὔρουν εἰς τὸ μέλλον λόγῳ καὶ τοῦ ὅτι μὲ τὴν ἀποφυγὴν τῶν εἰδωλοθύτων θὰ γίνεσθε δυσάρεστοι εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας, μὴ ξεχάνετε, ὅτι εἶναι ἄξιος πάσης ἐμπιστοσύνης ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὰς ὑποσχέσεις του, δὲν θὰ σᾶς ἀφήσῃ νὰ πειρασθῆτε παραπάνω ἀπὸ τὴν δύναμίν σας, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸν θὰ φέρῃ καὶ τὸ τέλος τοῦ πειρασμοῦ, ὥστε νὰ ἠμπορῆτε νὰ ὑποφέρετε αὐτόν. |
14 Διόπερ, ἀγαπητοί μου, φεύγετε ἀπὸ τῆς εἰδωλολατρίας. | 14 Δι' αυτό ακριβώς, αγαπητοί μου, φεύγετε μακρυά από την ειδωλαλατρείαν, από τας θυσίας, τα έθιμα και την ζωήν των ειδωλολατρών (χωρίς να φοβηθήτε τας παρεξηγήσεις και τους πειρασμούς εκ μέρους αυτών). | 14 Ἀκριβῶς δι αὐτό, ἀγαπητοί μου, φεύγετε μακρὰν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρίαν, χωρὶς νὰ φοβηθῆτε, μήπως σᾶς δημιουργηθῇ διὰ τοῦτο πειρασμὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας. |
15 ὡς φρονίμοις λέγω· κρίνατε ὑμεῖς ὅ φημι. | 15 Ομιλώ προς σας, ως προς ανθρώπους συνετούς και λογικούς, κρίνατε και σεις αυτό το οποίον θα σας πω· | 15 Ὁμιλῶ πρὸς σᾶς σὰν εἰς φρονίμους καὶ συνετούς, ποὺ εἶσθε. Κρίνατε σεῖς δι’ αὐτό, τὸ ὁποῖον θὰ σᾶς εἴπω ἀμέσως. |
16 τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; | 16 Το ποτήριον, το οποίον ο ίδιος ο Κυριος ηυλόγησε κατά τον μυστικόν δείπνον, και το οποίον ημείς με προσευχήν, με ευχαριστίας και δεήσεις αγιάζομεν, σύμφωνα προς το θέλημά του, δεν είναι κοινωνία και συμμετοχή στο αίμα του Χριστού; Ο άρτος, τον οποίον στο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας κόπτομεν εις τεμάχια και μοιραζόμεθα μεταξύ μας, δεν είναι κοινωνία του σώματος του Χριστού; | 16 Τὸ ποτήριον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ Κύριος ἀπήγγειλε τὴν εὐχαριστήριον δοξολογίαν καὶ τὸ ὁποῖον μὲ εὐχαριστήριον προσευχὴν καθαγιάζομεν, δὲν εἶναι κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; Ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον εἰς τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας κόπτομεν, δὲν εἶναι κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; |
17 ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν. | 17 Επειδή δε ένας είναι ο άρτος, από τον οποίον κοινωνούμεν, ένα πνευματικόν σώμα είμεθα οι πολλοί. Διότι όλοι από τον ένα άρτον, το σώμα του Κυρίου, μετέχομεν, και δι' αυτού ενωνόμεθα όλοι μεταξύ μας. | 17 Ἐπειδὴ δὲ ἕνας εἶναι ὁ οὐράνιος αὐτὸς ἄρτος, διὰ τοῦτο ἕνα ἠθικὸν σῶμα εἴμεθα οἱ πολλοί. Διότι ὅλοι ἀπὸ τὸν ἕνα ἄρτον μετέχομεν καὶ ἐνωνόμεθα ὅλοι μὲ αὐτὸν καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ γινόμεθα ἕνα καὶ μεταξύ μας. |
18 βλέπετε τὸν Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα· οὐχὶ οἱ ἐσθίοντες τὰς θυσίας κοινωνοὶ τοῦ θυσιαστηρίου εἰσί; | 18 Κυττάξατε τους Ισραηλίτας οι οποίοι είναι μόνον κατά σάρκα και όχι κατά πνεύμα απόγονοι των πατριαρχών· αυτοί οι οποίοι τρώγουν τας θυσίας που προσφέρονται στο ιερόν της Ιερουσαλήμ, δεν είναι κοινωνοί και συμμέτοχοι του θυσιαστηρίου; (Ετσι και όσοι τρώγουν με πίστιν τας θυσίας των ειδώλων γίνονται συμμέτοχοι και κοινωνοί των ειδώλων). | 18 Διὰ νὰ βεβαιωθῆτε δέ, ὅτι μὲ τὰ εἰδωλόθυτα γινόμεθα συμμέτοχοι τοῦ θυσιαστηρίου τῶν εἰδώλων, κυττάξετε τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ εἶναι σαρκικοὶ ἀλλ’ ὄχι καὶ πνευματικοὶ ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν. Δὲν εἶναι γεγονός, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ τρώγουν τὰς θυσίας, αἱ ὁποῖαι προσφέρονται ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του Ἰσραήλ, εἶναι κοινωνοὶ καὶ συμμέτοχοι τοῦ θυσιαστηρίου; |
19 τί οὖν φημι; ὅτι εἰδωλόν τί ἐστιν; ἢ ὅτι εἴδωλόθυτόν τί ἐστιν; | 19 Λοιπόν, τι λέγω; Οτι υπάρχει πράγματι στον κόσμον αυτόν είδωλον, που εικονίζει αληθινόν Θεόν; Η ότι το ειδωλόθυτον είναι κάτι που εγκλείει κάποιαν ιερότητα και δύναμιν; Οχι βέβαια. | 19 Ἔτσι καὶ ὅσοι τρώγουν τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων. Γίνονται καὶ αὐτοὶ συμμέτοχοι καὶ συγκοινωνοὶ τῶν εἰδώλων. Τί λέγω λοιπόν; Λέγω ἆραγε, ὅτι τὸ εἴδωλον εἶναι κάτι καὶ ἐξεικονίζει πραγματικὸν Θεόν; Ἢ ὅτι τὸ εἰδωλόθυτον εἶναι κάτι καὶ ἔχει κάποιαν δύναμιν; Ὄχι, δὲν λέγω κάτι τέτοιο. |
20 ἀλλ’ ὅτι ἃ θύει τὰ ἔθνη, δαιμονίοις θύει καὶ οὐ Θεῷ· οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς κοινωνοὺς τῶν δαιμονίων γίνεσθε. | 20 Αλλά λέγω, ότι τα ζώα και αι άλλαι προσφοραί, που θυσιάζουν οι ειδωλολάτραι, “τα θυσιάζουν εις τα δαιμόνια, και όχι στον Θεόν”. Εγώ, λοιπόν, δεν θέλω να γίνεσθε σεις συμμέτοχοι και κοινωνοί των δαιμονίων. | 20 Ἀλλὰ λέγω, ὅτι τὰ ζῶα, ποὺ προσφέρουν θυσίαν οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι, τὰ θυσιάζουν εἰς τὰ δαιμόνια καὶ ὄχι εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Διότι πίσω ἀπὸ τὰ εἴδωλα κρύπτονται δαιμόνια. Δὲν θέλω δὲ σεῖς νὰ γίνεσθε συγκοινωνοὶ καὶ συμμέτοχοι τῶν δαιμονίων. |
21 οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καὶ ποτήριον δαιμονίων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμονίων. | 21 Δεν ημπορείτε και δεν πρέπει να πίνετε το ποτήριον του Κυρίου, το ποτήριον της θείας Ευχαρηστίας, και κατόπιν να πίνετε από το ποτήριον του οίνου που προσφέρεται ως σπονδή και θυσία εις τα δαιμόνια. Δεν ημπορείτε να μετέχετε εις την τράπεζαν του Κυρίου και εις την τράπεζαν των δαιμονίων. | 21 Δὲν ἠμπορεῖτε χωρὶς ἐνοχὴν νὰ πίνετε συγχρόνως τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου, ποὺ δίδεται εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν, καὶ τὸ ποτήριον τῶν σπονδῶν, ποὺ προσφέρονται εἰς τὰ εἴδωλα. Δὲν ἠμπορεῖτε νὰ λαμβάνετε μέρος εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὴν τράπεζαν τῶν δαιμονίων. |
22 ἢ παραζηλοῦμεν τὸν Κύριον; μὴ ἰσχυρότεροι αὐτοῦ ἐσμεν; | 22 Η παρακινούμεν εις ζηλοτυπίαν και παροργίζομεν τον Κυριον εναντίον μας; Και μήπως τάχα είμεθα ισχυρότεροι από αυτόν, δια να αντικρύσωμεν την δικαίαν οργήν του; | 22 Ἐὰν δὲ ἐπιμένετε νὰ λαμβάνετε μέρος καὶ εἰς τὰ δύο, ἠξεύρετε τί κάνετε; Προκαλοῦμεν ἔτσι εἰς ζηλοτυπίαν τὸν Κύριον καὶ τὸν ἐρεθίζομεν. Μήπως εἴμεθα ἰσχυρότεροί του, ὥστε νὰ δυνηθῶμεν ν’ ἀντιμετωπίσωμεν τὴν ὀργήν του; |
23 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει. πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ. | 23 Ολα έχω το δικαίωμα να τα πράττω, αλλά δεν είναι συμφέρον και ωφέλιμον δι' εμέ να τα πράττω όλα. Ολα έχω το δικαίωμα να τα κάνω, αλλά δεν οικοδομούν όλα στο έργον της σωτηρίας. | 23 Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὰ πράττω, ἀλλὰ δὲν συμφέρουν καὶ δὲν εἶναι ὠφέλιμα εἰς ἐμὲ ὅλα. Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὰ πράττω, ἀλλὰ δὲν οἰκοδομοῦν ὅλα τὸν πλησίον μου. |
24 μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος. | 24 Κανείς δε, παρασυρόμενος από την φιλαυτίαν του, να μη επιζηήή ο,τι του αρέσει η ο,τι τον εξυπηρετε, αλλ' ας επιδιώκη και ας ενδιαφέρεται ο καθένας και δια το καλόν του άλλου. | 24 Ἂς μὴ ζητῇ ἐγωϊστικὰ κανεὶς ὅ,τι τοῦ ἀρέσει ἢ ὅ,τι τὸν συμφέρει, ἀλλ’ ἂς ζητῇ ὁ καθένας τὸ συμφέρον καὶ τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν τοῦ ἄλλου. |
25 Πᾶν τὸ ἐν μακέλλῳ πωλούμενον ἐσθίετε μηδὲν ἀνακρίνοντες διὰ τὴν συνείδησιν· | 25 Ετσι κάθε κρέας που πωλείται στο κρεοπωλείον, χωρίς να εξετάζετε από που προέρχεται, ας το τρώγετε, δια να μη δίδετε και αφορμήν ταραχής εις την συνείδησίν σας. | 25 Τὸ καθῆκον σας δὲ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ τηρῆτε καὶ σχετικῶς πρὸς τὰ εἰδωλόθυτα, διὰ τὰ ὁποῖα ἰσχύουν αὐτά, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω ἀμέσως. Κάθε τι ποὺ πωλεῖται εἰς τὸ κρεοπωλεῖον, τρώγετε τό, χωρὶς νὰ ἐξετάζετε, ἐὰν αὐτὸ εἶναι εἰδωλόθυτον, καὶ μὴ ζητῆτε πληροφορίας, αἱ ὁποῖαι ἠμπορεῖ νὰ ταράξουν τὴν συνείδησίν σας. Ὅταν δηλαδὴ δὲν ἠξεύρετε, ὅτι αὐτὸ ποὺ τρώγετε εἶναι εἰδωλόθυτον, θὰ τὸ τρώγετε ἀδιαφόρως καὶ θὰ ἔχετε ἥσυχον τὴν συνείδησίν σας. |
26 τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. | 26 Ας σκέπτεσθε δε, ότι όχι μόνον τα κρέατα, αλλ' “όλη η γη και τα εν αυτή ανήκουν στον Κυριον”. | 26 Θὰ ἔχετε δὲ ἥσυχον τὴν συνείδησίν σας, διότι θὰ τὸ τρώγετε μὲ τὸ φρόνημα, ὅτι ἡ γῆ καὶ κάθε τι ποὺ πληροῖ καὶ γεμίζει αὐτήν, ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον. Συνεπῶς καὶ αὐτὸ ποὺ τρώγετε, τοῦ Κυρίου εἶναι. |
27 εἰ δέ τις καλεῖ ὑμᾶς τῶν ἀπίστων καὶ θέλετε πορεύεσθαι, πᾶν τὸ παρατιθέμενον ὑμῖν ἐσθίετε μηδὲν ἀνακρίνοντες διὰ τὴν συνείδησιν. | 27 Εάν δε σας προσκαλή εις φάγητον κάποιος από τους απίστους και θέλετε να πάτε, τρώγετε κάθε τι που παρατίθεται εις την τράπεζαν, χωρίς να εξετάζεται από που προέρχεται, δια να μη δώσετε αφορμήν τύψεων εις την συνείδησίν σας. | 27 Ἐὰν δὲ σᾶς προσκαλῇ νὰ συμφάγετε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ θέλετε νὰ πάτε, κάθε τι ποὺ σᾶς παρατίθεται, τρώγετέ το, χωρὶς νὰ κάμετε καμμίαν ἐξέτασιν, διὰ νὰ μὴ λαμβάνετε ἀφορμὴν καὶ σᾶς τύπτῃ ἡ συνείδησις. |
28 ἐὰν δέ τις ὑμῖν εἴπῃ, τοῦτο εἰδωλόθυτόν ἐστι, μὴ ἐσθίετε δι’ ἐκεῖνον τὸν μηνύσαντα καὶ τὴν συνείδησιν· τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. | 28 Εάν όμως σας πη κανείς “αυτό που παρατίθεται είναι ειδωλόθυτον”, μη το τρώτε, όχι διότι είναι μολυσμένον, αλλά δι' εκείνον, που σας το κατέστησε γνωστόν και δια την συνείδησίν του, η οποία είναι επόμενον να τον τύψη εάν φάγη και αυτός και να εξεγερθή και σκανδαλισθή εναντίον σας, εάν αυτός μεν δεν φάγη, φάγετε όμως σεις. Παλιν όμως σας επαναλαμβάνω, ότι τα πάντα ανήκουν στον Κυριον, διότι του Κυρίου είναι η γη και κάθε τι που την γεμίζει. | 28 Ἐὰν ὅμως σᾶς εἴπῃ κανείς, ὅτι αὐτό, ποὺ σᾶς παραθέτουν, εἶναι εἰδωλόθυτον, τότε μὴ τὸ τρώγετε δι’ ἐκεῖνον, ποὺ σᾶς τὸ ἀνήγγειλε καὶ διὰ τὴν συνείδησίν του, ἡ ὁποία ἑπόμενον εἶναι νὰ τὸν τύψῃ, ἐὰν φάγῃ καὶ αὐτός, ἢ νὰ ἐξεγερθῇ ἐναντίον σας, ἐὰν δὲν φάγῃ. Σᾶς λέγω λοιπὸν νὰ μὴ τὸ τρώγετε, ὄχι διότι τὰ εἰδωλόθυτα ἠμπορεῖ νὰ σᾶς μολύνουν, διότι, ὅπως εἴπαμεν, τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καὶ κάθε τι, ἀπὸ τὸ ὁποῖον εἶναι γεμάτη. |
29 συνείδησιν δὲ λέγω οὐχὶ τὴν ἑαυτοῦ, ἀλλὰ τὴν τοῦ ἑτέρου. ἱνατί γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως; | 29 Συνείδησιν δε λέγω όχι την ιδικήν σου, αλλά του άλλου. Ισως όμως ερωτήση κανείς· διατί η ελευθερία, την οποίαν έχω από τον Θεόν να τρώγω και από τα ειδωλόθυτα ακόμη, να κρίνεται και να καταδικάζεται από την συνείδησιν του άλλου; | 29 Ὅταν δὲ λέγω συνείδησιν, ἐννοῶ ὄχι τὴν ἰδικήν σου, ἀλλὰ τὴν συνείδησιν του ἄλλου. Πρέπει δὲ νὰ προσέχω τὴν συνείδησιν τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴ τρώγω. Διότι πρὸς τί ἡ ἐλευθερία, ποὺ ἔχω τοῦ νὰ τρώγω καὶ εἰδωλόθυτα ἀκόμη, νὰ γίνεται ἀφορμὴ κατακρίσεως ἀπὸ τὴν συνείδησιν τοῦ ἄλλου; |
30 εἰ ἐγὼ χάριτι μετέχω, τί βλασφημοῦμαι ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εὐχαριστῶ; | 30 Εάν δε εγώ, πληροφορημένος την αλήθειαν από την χάριν του Θεού, τρώγω κάθε είδος κρέατος, διατί κατηγορούμαι δια την πράξιν μου αυτήν, δια την οποίαν μάλιστα εγώ ευχαριστώ και δοξολογώ τον Θεόν; | 30 Ἐὰν δὲ ἐγὼ φωτισμένος ἀπὸ τὴν χάριν τῆς πίστεως δὲν θεωρῶ κανὲν φαγητὸν ἀκάθαρτον καὶ μετέχω διὰ τοῦτο ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, διατὶ νὰ κακολογοῦμαι διὰ τὴν πρᾶξιν αὐτήν, διὰ τὴν ὁποίαν ἑγὼ εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, τὸν δημιουργὸν τῶν φαγητῶν καὶ εὐεργέτην μου; |
31 Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. | 31 Δυο όμως πράγματα πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας. Πρώτον είτε τρώγετε είτε πίνετε είτε οτιδήποτε άλλο πράττετε, όλα να τα κάμνετε εις δόξαν Θεού. | 31 Λοιπὸν εἴτε τρώγετε, εἴτε πίνετε, εἴτε πράττετε ὀ,τιδήποτε, ὅλα εἰς δόξαν Θεοῦ νὰ τὰ πράττετε. |
32 ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, | 32 Δεύτερον να μη παρέχετε πρόσκομμα και αφορμήν σκανδάλου εις κανέναν· ούτε στους Ιουδαίους ούτε στους Ελληνας, ούτε εις την Εκκλησίαν του Θεού. | 32 Μὴ γίνεσθε ἀφορμὴ προσκόμματος καὶ πτώσεως καὶ εἰς Ἰουδαίους καὶ εἰς Ἕλληνας καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ. |
33 καθὼς κἀγὼ πάντα πᾶσιν ἀρέσκω, μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσι. | 33 Να φέρεσθε όπως εγώ, ο οποίος δι' όλα και εις όλους είμαι ευάρεστος, διότι δεν ζητώ αυτό που εγωϊστικώς με συμφέρει αλλά αυτό που συμφέρει και ωφελεί τους πολλούς, δια να σωθούν. | 33 Συμπεριφέρεσθε καθὼς καὶ ἑγώ, ὁ ὁποῖος καθ’ ὅλα ἀρέσκω εἰς ὅλους, χωρὶς νὰ ζητῶ ἐκεῖνο ποὺ συμφέρει ἐμέ, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ συμφέρει τοὺς πολλούς, διὰ νὰ σωθοῦν. |