Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ’ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. | 1 Και εγώ, αδελφοί μου, όταν ήλθα προς σας εις την Κορινθον, ήλθα να προσφέρω και να κηρύξω την αλήθειαν του Θεού, όχι με ευγλωττίαν, με σοφίαν, με ρητορικά σχήματα και τεχνικάς μεθόδους, με τρόπους που χρησιμοποιούν οι κατά κόσμον σοφοί. | 1 Ναί· τὰ μωρὰ ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ καταντροπιάσῃ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου. Καὶ ἑγώ, ἀδελφοί, ὅταν ἦλθα εἰς σᾶς, ἦλθα νὰ σᾶς διακηρύξω τὴν μαρτυρίαν ἐκείνων, ποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μὲ ὑπεροχὴν λόγου ἢ δεξιότητος συλλογισμῶν καὶ ἐπιχειρημάτων. |
2 οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστὸν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον. | 2 Διότι δεν έκρινα ορθόν και δεν ηθέλησα να καταστήσω γνωστόν μεταξύ σας και να κηρύξω τίποτε άλλο, παρά μόνον τον Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον. Αυτόν και μόνον ήλθα φέρων εις σας. | 2 Καὶ δὲν σᾶς ἔδειξα ὑπεροχὴν λόγου, διότι δὲν ἐθεώρησα ἐπιτετραμμένον νὰ γνωρίζω τίποτε ἄλλο μεταξύ σας, παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ὄχι ὡς βασιλέα ἔνδοξον, ἀλλ’ ἐσταυρωμένον. |
3 καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς, | 3 Και ήλθα εις σας εγώ ως αδύνατος άνθρωπος, με φόβον και τρόμον πολύν. | 3 Καὶ ἐγὼ ἦλθα πρὸς σᾶς χωρὶς νὰ ἔχω καμμίαν κοσμικὴν δύναμιν ἢ προστασίαν, ἀλλὰ μὲ φόβον καὶ τρόμον πολύν, μήπως δὲν ἐπιτύχῃ μεταξύ σας τὸ ἀποστολικόν μου ἔργον. |
4 καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως, | 4 Και η διδασκαλία μου και το κήρυγμά μου δεν είχε τίποτε από τας πειστικάς δημηγορίας και τα κτυπητά σχήματα της ανθρωπίνης σοφίας, αλλ' ήτο και έγινε με αποδείξστου Αγίου Πνεύματος, πειστικάς δια τας ψυχάς των ακροατών και με δύναμιν θείαν, όπως εφαίνετο από τα μεγάλα θαύματα, που το συνώδευαν. | 4 Καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου δὲν ἔγινε μὲ πιθανοὺς καὶ συναρπαστικοὺς λόγους ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλ’ ἔγινε μὲ ἀπόδειξιν Πνεύματος τὸ ὁποῖον ἔπειθε τὰς ψυχὰς τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ ἀπόδειξιν θείας δυνάμεως, ἡ ὁποία μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα της ἐπεβεβαίωνε τὴν διδασκαλίαν μου. |
5 ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων ἀλλ’ ἐν δυνάμει Θεοῦ. | 5 Και τούτο, δια να μη θεμελιώνεται η πίστις σας εις την ματαίαν σοφίαν και ικανότητα των ανθρώπων, αλλ' επάνω εις την ακλόνητον και αιώνιον δύναμιν του Θεού. | 5 Τοῦτο δὲ ἔγινε διὰ νὰ μὴ στηρίζεται ἡ πίστις σας ἐπάνω εἰς τὴν ἀσταθῆ σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐπάνω εἰς τὴν ἀκλόνητον δύναμιν τοῦ Θεοῦ. |
6 Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων· | 6 Και ημείς οι Απόστολοι διδάσκομεν βέβαια σοφίαν, αλλά μεταξύ των ωρίμων και προωδευμένων, από απόψεως πνευματικής, ανθρώπων, όχι όμως την σοφίαν των ανθρώπων του αμαρτωλού τούτου αιώνος ούτε των αρχόντων του κόσμου τούτου, των οποίων η εξουσία είναι προσωρινή και θα καταλυθή. | 6 Μεταξὺ ὅμως τῶν πνευματικῶς ὡρίμων καὶ προωδευμένων διδάσκομεν καὶ σοφίαν· ἀλλ’ ὄχι τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν τὰ φρονήματα τῆς ἁμαρτωλῆς αὐτῆς ἐποχῆς, οὔτε τὴν σοφίαν τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσωρινὴν ἐξουσίαν καὶ θὰ ἐκμηδενισθῇ μίαν ἡμέραν ἡ δύναμίς των. |
7 ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, | 7 Αλλά λαλούμεν και κηρύσσομεν σοφίαν μυστηριώδη, απρόσιτον εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, σοφίαν του Θεού, η οποία μολονότι έχει αποκαλυφθή από τον Θεόν, εις μεν τους πιστούς, δια την ασθένειαν του ανθρωπίνου νου, δεν είναι εις όλον της το βάθος και το πλάτος γνωστή, εις δε τους απίστους και αδιαφωτίστους είναι ακόμη κρυμμένη. Αυτήν την σοφίαν προώρισεν ο Θεός, πριν ακόμη γίνη η εν χρόνω δημιουργία, να την φανερώση, δια να δοξάση ημάς τους πιστούς. | 7 Ἀλλὰ διδάσκομεν καὶ ἀναπτύσσομεν σοφίαν, τῆς ὁποίας χορηγὸς εἶναι ὁ Θεός· σοφίαν μυστηριώδη ποὺ δὲν ἠμπορεῖ πεπερασμένος νοῦς μόνος του νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ· σοφίαν, ἡ ὁποία καὶ τώρα ἀκόμη, ποὺ ἀπεκαλύφθη ἀπὸ τὸν Θεόν, μένει κρυμμένη εἰς τοὺς ἀφωτίστους καὶ ξένους πρὸς τὸν Χριστόν· σοφίαν τὴν ὁποίαν προτοῦ ἀκόμη δημιουργηθοῦν τὰ ἐν χρόνῳ γενόμενα κτίσματα, προαπεφάσισε καὶ προκαθώρισεν ὁ Θεὸς νὰ μᾶς τὴν ἀποκαλύψῃ πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ μᾶς δοξάσῃ δι’ αὐτῆς. |
8 ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν· | 8 Αυτήν δε την σοφίαν κανείς από τους άρχοντας του κόσμου τούτου δεν την έχει γνωρίσει. Διότι αν την είχαν γνωρίσει, δεν θα έφθανάν ποτέ μέχρι τέτοιου σημείου σκοτισμού και καταπτώσεως, ώστε να σταυρώσουν τον Κυριον της δόξης. | 8 Τὴν σοφίαν δὲ αὐτὴν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τοῦ προσκαίρου τούτου κόσμου δὲν ἔχει γνωρίσει. Διότι ἐὰν τὴν εἶχον γνωρίσει, δὲν θὰ ἐκάρφωναν εἰς τὸν σταυρὸν τῆς ἀτιμίας τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος εἶναι χορηγὸς τῆς δόξης. |
9 ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. | 9 Αλλ' εγινε αυτό σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· “εκείνα που έχει ετοιμάσει ο Θεός από καταβολής κόσμου δια τους αγαπώντας αυτόν είναι τέτοια, τα οποία μάτι δεν είδε ποτέ και αυτί δεν έχει ακούσει και ανθρώπινος νους δεν έχει φαντασθή”. | 9 Ἀλλὰ συνέβη σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν· Ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν ἐφαντάσθη, τὰ ὁποῖα ἐτοιμασεν ὁ Θεὸς δι' ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν. Αὐτὰ ἦσαν τὰ μυστηριώδη καὶ κρυμμένα. |
10 ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ. | 10 Εις ημάς όμως τους πιστούς εφανέρωσεν αυτά ο Θεός με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος. Διότι το Αγιον Πνεύμα γνωρίζει τα πάντα, ερευνά και αυτά τα άπειρα βάθη του Θεού, (και αυτό είναι εις θέσιν να μεταδώση όσον χωρεί εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, τα μεγαλεία του Θεού). | 10 Εἰς ἡμᾶς ὅμως ὁ Θεὸς ἐφανέρωσε ταῦτα μὲ τὸ Πνεῦμα του. Καὶ μόνον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ ἡ φανέρωσις αὐτή. Διότι τὸ Πνεῦμα ἐρευνᾷ καὶ γνωρίζει ὅλα, καὶ αὐτὰ τὰ βαθύτατα καὶ μυστηριώδη ἰδιώματα καὶ σχέδια τοῦ Θεοῦ. |
11 τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ; οὕτω καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. | 11 Συμβαίνει με το Πνεύμα κάτι ανάλογον, αλλά εις άπειρον βαθμόν, με αυτό που συμβαίνει με το πνεύμα του ανθρώπου. Δηλαδή ποιός από τους ανθρώπους γνωρίζει τα ιδιαίτερα του ανθρώπου, παρά μόνον το πνεύμα που υπάρχει μέσα εις αυτόν; Ετσι και τα του Θεού, κανένας άλλος δεν τα γνωρίζει εις την εντέλειαν, παρά μόνον το Πνεύμα του Θεού. | 11 Τὸ ὅτι δὲ τὸ Πνεῦμα ἐρευνᾷ καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐννοοῦμεν καὶ ἀπὸ τὴν πεῖραν μας. Διότι, ποῖος ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γνωρίζει τὰ ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου παρὰ μόνον ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι μέσα του; Ἔτσι καὶ τὰ ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανεὶς ἄλλος δὲν τὰ γνωρίζει παρὰ μόνον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. |
12 ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν. | 12 Ημείς δε δεν έχομεν λάβει το πνεύμα, που βασιλεύει και εμπνέει τον κόσμον της αμαρτίας, αλλ' ελάβομεν το Πνεύμα, το οποίον προέρχεται από τον Θεόν, δια να γνωρίσωμεν όσον το δυνατόν βαθύτερα και πλατύτερα αυτά, που μας έχουν χαρισθή από τον Θεόν. | 12 Ἡμᾶς δὲ δὲν ἐλάβαμεν τὸ πνεῦμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμπνέεται ὁ ξένος πρὸς τὸν Θεόν κόσμος· ἀλλ’ ἐλάβαμεν τὸ χάρισμα τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν καί, τὸ ὁποῖον ἐδόθη καὶ εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ γνωρίσωμεν ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἐχαρίσθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν. |
13 ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες. | 13 Αυτά δε και διδάσκομεν, όχι με καλλωπισμένους και ρητορικούς λόγους, σαν αυτούς που μεταχειρίζεται η ανθρωπίνη σοφία, αλλά με λόγους που μας τους διδάσκει και μας τους εμπνέει το Αγιον Πνεύμα, συγκρίνοντες και αντιπαραβάλλοντες τα πνευματικά νοήματα και γεγονότα με άλλα πνευματικά, δια να τα εννοούμεν καλύτερα. | 13 Ταῦτα καὶ διδάσκομεν ὄχι μὲ λόγους σὰν αὐτούς, ποὺ μεταχειρίζεται εἰς τὴν διδασκαλίαν ἡ ἀνθρωπίνη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγους, ποὺ διδάσκονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ ἐξηγοῦμεν καὶ κατανοοῦμεν τὰς διδασκαλίας αὐτὰς διὰ τῆς συγκρίσεως τῶν πνευματικῶν πρὸς τὰ πνευματικά. |
14 ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται. | 14 Ο ψυχικός άνθρωπος, ο άνθρωπος δηλαδή που δεν έχει αναγεννηθή, αλλά ζη την κατωτέραν ζωήν των ενστίκτων και παθών, δεν δέχεται εκείνα που αποκαλύπτει το Πνεύμα του Θεού, διότι του φαίνονται ανόητα, και δεν έχει την πνευματικήν ικανότητα να τα γνωρίση, επειδή αυτά ερευνώνται και κατανοούνται κατά τρόπον πνευματικόν, με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος. | 14 Ὁ φυσικὸς δὲ καὶ μὴ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος δὲν δέχεται ἐκεῖνα, ποὺ διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι ταῦτα φαίνονται εἰς αὐτὸν κουταμάρα καὶ δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴν δύναμιν καὶ ἀντίληψιν νὰ τὰ γνωρίσῃ, διότι ταῦτα ἐξετάζονται καὶ διακρίνονται πνευματικῶς καὶ μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Πνεύματος. |
15 ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. | 15 Ο πνευματικός όμως άνθρωπος διακρίνει και εννοεί όλα, κάθε γεγονός και κάθε άνθρωπον, ενώ αυτός δεν είναι δυνατόν να κατανοηθή από κανένα κοσμικόν και ξένον προς τον Χριστόν άνθρωπον. | 15 Ὁ ἀναγεννημένος ὅμως ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἄνθρωπος διακρίνει καὶ κατανοεῖ ὅλα, κάθε περίστασιν καὶ κάθε πρόσωπον, αὐτὸς δὲ δὲν νοιώθεται ἀπὸ κανένα μὴ ἀναγεννημένον ἄνθρωπον. |
16 τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν. | 16 Διότι, ποίος από εκείνους που δεν εφωτίσθησαν από το πνεύμα του Θεού, εγνώρισε την σκέψιν και τα σχέδια του Θεού και ποιός ποτέ θα διδάξη και θα διορθώση τον Θεόν; Κανείς. Ετσι και κανείς από αυτούς δεν ημπορεί να εννοήση και ημάς, που έχομεν τας σκέψεις και τα αισθήματα του Χριστού. | 16 Καὶ δὲν νοιώθεται ὁ ἀναγεννημένος ἀπὸ τὸν φυσικὸν καὶ μὴ ἀναγεννημένον ἄνθρωπον, διότι, ποῖος ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἐφωτίσθησαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐγνώρισε τὴν σκέψιν καὶ τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ; Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς θὰ διδάξῃ καὶ θὰ διορθώσῃ τὸν Κύριον; Κανείς. Κανεὶς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μὴ ἀναγεννημένους δὲν ἠμπορεῖ νὰ κατανοήσῃ καὶ ἡμᾶς. Διότι καὶ ἡμεῖς ἔχομεν τὴν σκέψιν καὶ τὴν διάνοιαν τοῦ Χριστοῦ. |