Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην λαλῆσαι ὑμῖν ὡς πνευματικοῖς, ἀλλ’ ὡς σαρκίνοις, ὡς νηπίοις ἐν Χριστῷ. | 1 Και εγώ, αδελφοί, δεν ημπόρεσα να ομιλήσω προς σας, να σας διδάξω και συζητήσω μαζή σας ως προς ωρίμους και πνευματικώς προωδευμένους Χριστιανούς, αλλά σας ωμίλησα ως προς ανθρώπους που έχουν ακόμη το σαρκικόν φρόνημα, που δεν έχουν αναγεννηθή, αλλ' είναι ακόμη νήπιοι και αρχάριοι εις την πνευματικήν ζωήν. | 1 |
2 γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καὶ οὐ βρῶμα. οὔπω γὰρ ἠδύνασθε. ἀλλ’ οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε· ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε. | 2 Σας επότισα με γάλα (σας εδίδαξα δηλαδή τας απλάς και ευκόλους χριστιανικάς αληθείας). Και τούτο, διότι δεν είχατε την δύναμιν και την αντοχήν, να εννοήσετε και να αφομοιώσετε την βαθυτέραν διδασκαλίαν. Αλλ' ούτε και τώρα ακόμη ημπορείτε, διότι κατέχεσθε ακόμη από σαρκικά φρονήματα. | 2 |
3 ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε; | 3 Διότι, εφ' όσον μεταξύ σας υπάρχουν ζηλοφθονία και φιλονεικία και διαιρέσεις, πέστε μου, δεν είσθε ακόμη σαρκικοί άνθρωποι και δεν έχετε μεταξύ σας την συμπεριφοράν και την πολιτείαν ανθρώπου, που δεν έχει αναγεννηθή από τον Χριστόν; | 3 |
4 ὅταν γὰρ λέγῃ τις, ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἕτερος δέ, ἐγὼ Ἀπολλώ, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε; | 4 Διότι όταν ο ένας λέγη· “εγώ μεν είμαι του Παύλου”. ο δε άλλος λέγει· “εγώ είμαι του Απολλώ”, και χωρίζεσθε μεταξύ σας εις κόμματα, δεν είσθε άνθρωποι που κατέχονται από σαρκικά φρονήματα; | 4 |
5 Τίς οὖν ἐστι Παῦλος, τίς δὲ Ἀπολλὼς ἀλλ’ ἢ διάκονοι δι’ ὧν ἐπιστεύσατε, καὶ ἑκάστῳ ὡς ὁ Κύριος ἔδωκεν; | 5 Ποιός είναι, λοιπόν, αυτός ο Παύλος και ποιός είναι αυτός ο Απολλώς, παρά υπηρέται και απόστολοι του Θεού, δια των οποίων σεις εγνωρίσατε και εδεχθήκατε την πίστιν; Είμαθα υπηρέται του Θεού, ο καθένας ανάλογα με την χάριν και τα χαρίσματα, που μας έχει δώσει ο Κυριος. | 5 |
6 ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ηὔξανεν· | 6 Εγώ εφύτευσα εις σας τον λόγον του Θεού και την πίστιν, ο Απολλώς επότισεν αυτά, αλλ' ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος έδωσε την αύξησιν και την καρποφορίαν. (Χωρίς αυτόν σπορά και πότισμα θα ήσαν μάταια). | 6 |
7 ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ’ ὁ αὐξάνων Θεός. | 7 Ωστε εις την πραγματικότητα δια την επιτυχίαν του έργου του Θεού ούτε εκείνος που φυτεύει είναι τίποτε, ούτε εκείνος που ποτίζει, αλλ' ο Θεός ο οποίος με την χάριν του δίδει την αύξησιν. Εις αυτόν ανήκει το παν. | 7 |
8 ὁ φυτεύων δὲ καὶ ὁ ποτίζων ἕν εἰσιν· ἕκαστος δὲ τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον. | 8 Εκείνος δε που φυτεύει και εκείνος που ποτίζει είναι ένα και το αυτό, δηλαδή δούλοι και απόστολοι του Θεού. Θα λάβη δε ο καθένας από αυτούς τον μισθόν του, ανάλογα με τον κόπον που κατέβαλε. | 8 |
9 Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. | 9 Ο Απολλώς, λοιπόν, και εγώ είμεθα μεταξύ μας ένα, συνεργάται του Θεού δια την ιδικήν σας σωτηρίαν. Σεις δε είσθε αγρός και ιδιοκτησία του Θεού, που καλιεργείται από αυτόν τον ίδιον. Είσθε οικοδόμημα του Θεού, που εις την πραγματικότητα κτίζεται από τον ίδιον τον Θεόν με όργανά του ημάς. | 9 |
10 Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· | 10 Συμφωνα δε με την χάριν και την αποστολήν που μου έδωσεν ο Θεός μεταξύ των εθνών, εγώ, σαν σοφός αρχιτέκτων φωτισμένος από τον Θεόν, έχω θέσει ακλόνητον θεμέλιον εις την Κορινθον και άλλος κτίζει επάνω στο θεμέλιον αυτό. Ο καθένας όμως ας βλέπη και ας προσέχη πως κτίζει επάνω στο θεμέλιον. | 10 |
11 θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. | 11 Δεν πρέπει δε να ασχολήται με νέαν θεμελίωσιν, διότι κανένας δεν ημπορεί να βάλη άλλο θεμέλιο αγκωνάρι εκτός από εκείνο που έχει ήδη τεθή και κείται εις την βάσιν της οικοδομής· και αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός. | 11 |
12 εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, | 12 Εάν δε κανείς κτίζη επάνω στο θεμέλιον αυτό πολύτιμα υλικά, όπως είναι ο χρυσός, ο άργυρος, οι πολύτιμοι λίθοι, η κτίζη ξύλα, χορτάρι και καλάμια, | 12 |
13 ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. | 13 ας έχη υπ' όψιν του, ότι του καθενός οικοδόμου θα γίνη φανερόν το έργον και η αξία του. Διότι η μεγάλη εκείνη ημέρα της κρίσεως θα το φανερώση ολοκάθαρα. Επειδή θα συνοδεύεται αυτή με την θείαν δικαιοσύνην, η οποία σαν φως θα αποκαλύπτη και σαν πυρ θα κατακαίη κάθε τι το ευτελές και σάπιο. Και του καθενός το έργον τι είναι και τι αξίζει, θα το φανερώση η δικαία κρίσις του Θεού που ομοιάζει με την φωτιά. | 13 |
14 εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· | 14 Εάν, λοιπόν, το έργον που ένας ωκοδόμησε επάνω στο θεμέλιον, στον Χριστόν, μένη άθικτον από την φωτιά, καθ' ο στερεόν και ανθεκτικόν, αυτός θα λάβη μισθόν. | 14 |
15 εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. | 15 Εάν όμως κάποιου άλλου το έργον κατακαή και γίνη στάκτη, αυτός θα ζημιωθή, διότι οι κόποι του θα πάνε χαμένοι. Ο ίδιος όμως ίσως σωθή με πολύ μεγάλην δυσκολίαν, σαν εκείνον που διέρχεται ανάμεσα από τας φλόγας. (Θα σωθή εάν η δικαιοσύνη του Θεού τον κρίνη, τουλάχιστον δια την καλήν του διάθεσιν, άξιον συγνώμης και σωτηρίας). | 15 |
16 Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; | 16 Σεις οι Κορίνθιοι είσθε αυτό το πνευματικόν οικοδόμημα, δια το οποίον ομιλώ. Σας ερωτώ, λοιπόν· δεν γνωρίζετε, ότι είσθε πράγματι πνευματικός ναός του Θεού και ότι το πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας και μεταξύ σας; | 16 |
17 εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς. | 17 Εάν, λοιπόν, κανείς με τας φιλονεικίας και τας διαιρέσεις καταστρέφη τον ναόν του Θεού, ας γνωρίζη αυτός, ότι θα τον καταστρέψη ο Θεός. Διότι ο ναός του Θεού είναι άγιος, ιερόν αφιέρωμα στον Θεόν. Τετοιος δε άγιος ναός του Θεού είσθε σεις. | 17 |
18 Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω· εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός. | 18 Κανένας ας μη ξεγελάη τον ευατόν του· εάν κανείς νομίζη ότι είναι σοφός μεταξύ σας, επειδή έχει την σοφίαν του αιώνος τούτου, και κυριευμένος από υψηλόν φρόνημα θέλη να δημιουργή κόμμα μέσα εις την Εκκλησίαν, ας έχη υπ' όψιν του, ότι το καλύτερον που έχει να κάμη είναι να γίνη δια τους ανθρώπους του κόσμου μωρός, δια να αναδειχθή πραγματικά σοφός εκ μέρους του Θεού. | 18 |
19 ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι· γέγραπται γάρ· ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν. | 19 Διότι η σοφία του κόσμου τούτου, όσον λαμπρά και υψηλή αν φαίνεται, είναι μωρία ενώπιον του Θεού, αφού έτσι έχει γραφή και εις την Παλαιάν Διαθήκην· “ο Θεός είναι εκείνός που αρπάζει με το παντοδύναμό του χέρι τους σοφούς, τους ξετινάζει και τους εξευτελίζει μέσα εις την ίδια των σοφιστικήν επιτηδειότητα και πανουργίαν”. | 19 |
20 καὶ πάλιν· Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν σοφῶν, ὅτι εἰσὶ μάταιοι. | 20 Και πάλιν είναι γραμμένον· “Ο Κυριος γνωρίζει πολύ καλά τους συλλογισμούς, τας εσωτερικάς σκέψεις και τους διαλογισμούς των σοφών, ότι είναι μάταιοι και ψευδείς”. | 20 |
21 ὥστε μηδεὶς καυχάσθω ἐν ἀνθρώποις· πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν, | 21 Ωστε κανείς ας μη καυχάται, ούτε διότι κατέχει την σοφίαν των ανθρώπων ούτε διότι έχει αρχηγούς και διδασκάλους ανθρώπους με μεγάλα ονόματα. Διότι όλα είναι ιδικά σας. | 21 |
22 εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλὼς εἴτε Κηφᾶς εἴτε κόσμος εἴτε ζωὴ εἴτε θάνατος εἴτε ἐνεστῶτα εἴτε μέλλοντα, πάντα ὑμῶν ἐστιν, | 22 είτε ο Παύλος είτε ο Απολλώς είτε ο Κηφάς είτε ο κόσμος όλος είτε η ζωή είτε ο θάνατος είτε τα παρόντα είτε τα μέλλοντα, όλα είναι ιδικά σας (ώστε να μη γίνεσθε σεις δούλοι ανθρώπων η και συστημάτων ξένων προς τον Χριστόν). | 22 |
23 ὑμεῖς δὲ Χριστοῦ, Χριστὸς δὲ Θεοῦ. | 23 Σεις δεν ανήκετε εις κανένα άλλον ει μη μόνον στον Χριστόν, ο δε Χριστός είναι ο μονογενής υιός του Θεού. | 23 |