Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΔΙΑΝΟΙΞΟΝ, ὁ Λίβανος, τὰς θύρας σου, καὶ καταφαγέτω πῦρ τὰς κέδρους σου· 1 Ανοιξε διάπλατα, συ το όρος Λιβανος, τας θύρας σου, και φωτιά ας απλωθή εις τα δάση σου, δια να καταφάγη τας κέδρους σου. 1 Σύ, τὸ ὄρος Λίβανος, ἄνοιξε πέρα ὣς πέρα τὶς θύρες σου, καὶ φωτιὰ ἂς καταφάγῃ τὶς περίφημες ὑπερήφανες κέδρους σου.
2 ὀλολυξάτω πίτυς, διότι πέπτωκε κέδρος, ὅτι μεγάλως μεγιστᾶνες ἐταλαιπώρησαν· ὀλολύξατε, δρύες τῆς Βασανίτιδος, ὅτι κατεσπάσθη ὁ δρυμὸς ὁ σύμφυτος. 2 Ας θρηνήσουν με ξεφωνητά ολολύγματα τα πεύκα, διότι αι κέδροι θα έχουν καταστραφή, τα πελώρια αιωνόβια δένδρα του δάσους θα έχουν καταρρεύσει. Θρηνήσατε δυνατά δρύες της χώρας Βασάν, διότι το πυκνόν δάσος συνετρίβη και κατεστράφη. 2 Ἂς θρηνήσουν οὐρλιάζοντας τὰ πεῦκα σου, διότι οἱ κέδροι κατεκάησαν καὶ κατεστράφησαν καὶ τὰ πανύψηλα, δυνατὰ καὶ αἰωνόβια δένδρα ἐρημώθηκαν καὶ ἀφανίσθηκαν. Θρηνήσατε οὐρλιάζοντας, βελανιδιές «καὶ πουρνάρια» τῆς χώρας Βασάν, διότι τὸ δάσος τὸ ἀπρόσιτον καὶ ἀδιάβατον, ἕνεκα τῆς πυκνότητάς του, κατέπεσε, συνετρίβη καὶ κατεστράφη.
3 φωνὴ θρηνούντων ποιμένων, ὅτι τεταλαιπώρηκεν ἡ μεγαλωσύνη αὐτῶν· φωνὴ ὠρυομένων λεόντων, ὅτι τεταλαιπώρηκε τὸ φρύαγμα τοῦ ᾿Ιορδάνου. 3 Μεγαλόφωνοι θρήνοι ηκούσθησαν εκ μέρους των ποιμένων, διότι κατεστράφησαν αι λαμπραί βοσκαί των. Φωναί ωρυομένων λεόντων ηκούσθησαν, διότι κατεστράφη το πυκνότατον αδιαπέραστον δάσος του Ιορδάνου, η καταφυγή των. 3 Ἀκούσθηκαν δυνατὲς θρηνητικὲς φωνὲς καὶ ὀδυρμοὶ βοσκῶν, διότι ἔχουν ἐρημωθῇ καὶ ἀφανισθῇ οἱ κατάφυτες ἀπὸ πλουσίαν καὶ ἄφθονον βοσκὴν πεδιάδες των. Ἐπίσης ἀκούσθηκαν οὐρλιαχτά, ἄγριες φωνὲς λιονταριῶν, ποὺ βρυχῶνται, διότι ἐρημώθηκαν καὶ κατεστράφησαν οἱ κατάφυτες ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, οἱ ὁποῖες ἦσαν ὁ τόπος τῆς καταφυγῆς καὶ βοσκῆς των.
4 τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ποιμαίνετε τὰ πρόβατα τῆς σφαγῆς, 4 Αυτά λέγει ο Κυριος ο παντοκράτωρ· “ποιμαίνετε τα έως τώρα προς σφαγήν οδηγούμενα πρόβατά μου, 4 Αὐτὰ λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος: «Ποιμαίνετε τὰ πρόβατά μου, τὰ ὁποῖα ἕως τώρα προωρίζοντο διὰ σφαγήν «ἐσύροντο πρὸς σφαγήν»·
5 ἃ οἱ κτησάμενοι κατέσφαζον καὶ οὐ μετεμέλοντο, καὶ οἱ πωλοῦντες αὐτὰ ἔλεγον· εὐλογητὸς Κύριος καὶ πεπλουτήκαμεν· καὶ οἱ ποιμένες αὐτῶν οὐκ ἔπασχον οὐδὲν ἐπ᾿ αὐτοῖς. 5 αυτά τα οποία οι κύριοί των έσφαζαν, χωρίς να μετανοούν, και όταν τα επωλούσαν, έλεγαν αναισχύντως· Ευλογητός ας είναι ο Θεός, επλουτήσαμεν χάρις εις αυτά. Καμμίαν συμπάθειαν, κανένα πόνον δεν ησθάνοντο δι' αυτά οι ποιμένες. 5 τὰ ὁποῖα οἱ κάτοχοί των κατέσφαζαν καὶ δὲν μετανοοῦσαν διὰ τὴν πρᾶξιν των, διότι οὐδεμίαν ἐνοχὴν ᾐσθάνοντο· ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἐπωλοῦσαν, ἔλεγαν ἀδιάντροπα καὶ προκλητικά: «Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Κύριος· τώρα ἔχομεν πλουτήσει»! Καὶ ἐνῷ αὐτὰ τὰ κακὰ ὑπέφεραν τὰ πρόβατά μου, οἱ βοσκοί των ἀδιαφοροῦσαν ἐντελῶς καὶ δὲν ἐξεδήλωναν καμμίαν συμπάθειαν δι’ αὐτά.
6 διὰ τοῦτο οὐ φείσομαι οὐκέτι ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν, λέγει Κύριος· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ παραδίδωμι τοὺς ἀνθρώπους, ἕκαστον εἰς χεῖρα τοῦ πλησίον αὐτοῦ καὶ εἰς χεῖρα βασιλέως αὐτοῦ, καὶ κατακόψουσι τὴν γῆν, καὶ οὐ μὴ ἐξέλωμαι ἐκ χειρὸς αὐτῶν. 6 Δια τούτο δεν θα λυπηθώ πλέον εγώ τους κατοίκους της χώρας αυτής, λέγει ο Κυριος. Ιδού, εγώ θα παραδώσω τους ανθρώπους, τον καθένα εις τα χέρια του πλησίον αυτού και εις τα χέρια των βασιλέων των, και εκείνοι θα κατακάψουν την γην και δεν θα τους γλυτώσω από τα χέρια των. 6 Διὰ τοῦτο δὲν θὰ λυπηθῶ πλέον τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς, λέγει ὁ Κύριος. Καὶ νά! Ἐγὼ θὰ παραδώσω τοὺς κατοίκους τῆς Παλαιστίνης εἰς τὰ τιμωρητικὰ χέρια τῶν πλησίον των καὶ εἰς τὰ χέρια τῶν βασιλέων καὶ ἀρχόντων των ἐκεῖνοι δὲ θὰ πετσοκόψουν καὶ θὰ καταστρέψουν τὴν χώραν, καὶ «δὲν θὰ τοὺς γλυτώσω ἀπὸ τὰ χέρια των.
7 καὶ ποιμανῶ τὰ πρόβατα τῆς σφαγῆς εἰς τὴν Χαναανῖτιν· καὶ λήψομαι ἐμαυτῷ δύο ράβδους —τὴν μὲν μίαν ἐκάλεσα Κάλλος καὶ τὴν ἑτέραν ἐκάλεσα Σχοίνισμα— καὶ ποιμανῶ τὰ πρόβατα. 7 Εγώ δε θα ποιμάνω τα πρόβατά μου, αυτά που ήσαν προορισμένα δια σφαγήν εις την χώραν των Χαναναίων, την Παλαιστίνην. Θα πάρω δύο ράβδους δια το ποιμενικόν μου έργον, την μίαν ωνόμασα Καλλος και την άλλην ωνόμασα Καταμέτρησιν, και θα ποιμάνω τα πρόβατά μου. 7 Θὰ ποιμάνω τὰ πρόβατά μου, ποὺ ἐσύροντο πρὸς σφαγὴν εἰς τὴν χώραν καὶ τὴν γῆν τῶν Χαναναίων. Διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ τῆς βοσκῆς θὰ λάβω δύο ποιμενικὲς ράβδους «ἀγκλίτσες» - τὴν μίαν ὠνόμασα «Κάλλος» καὶ τὴν ἄλλην ὠνόμασα «Καταμέτρησιν» - καὶ θὰ ποιμάνω τὰ πρόβατά μου.
8 καὶ ἐξαρῶ τοὺς τρεῖς ποιμένας ἐν μηνὶ ἑνί, καὶ βαρυνθήσεται ἡ ψυχή μου ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ γὰρ αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐπωρύοντο ἐπ᾿ ἐμέ. 8 Εις διάστημα ενός μηνός θα εκδιώξω και θα εξαφανίσω τους τρεις ποιμένας, διότι εβαρύνθη η ψυχή μου εναντίον αυτών, επειδή με όλην των την δύναμιν ωρύοντο εναντίον μου. 8 Θὰ καταστρέψω δὲ καὶ θὰ ἐξαφανίσω τοὺς τρεῖς ποιμένας μέσα εἰς ἕνα μῆνα, διότι ἡ ψυχή μου τοὺς ἐβαρέθηκε, τοὺς ἀηδίασε, ἐπειδὴ οὔρλιαζαν ἐναντίον μου καὶ μὲ ἀπεχθάνοντο.
9 καὶ εἶπα· οὐ ποιμανῶ ὑμᾶς· τὸ ἀποθνῇσκον ἀποθνῃσκέτω, καὶ τὸ ἐκλεῖπον ἐκλιπέτω, καὶ τὰ κατάλοιπα κατεσθιέτωσαν ἕκαστος τὰς σάρκας τοῦ πλησίον αὐτοῦ. 9 Και είπα· Δεν θα σας ποιμάνω· το ετοιμοθάνατον ας αποθάνη, το ασθενικόν και αδύνατον ας ξεψυχήση, τα υπόλοιπα ας αλληλοφαγωθούν αναμεταξύ των. 9 Καὶ κατόπιν εἶπα: «Δὲν θὰ σᾶς ποιμάνω πλέον. Αὐτὸ ποὺ εἶναι πρὸς θάνατον, ἂς ἀποθάνῃ, καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀδύνατον, ἀσθενικὸν καὶ σχεδὸν ψυχορραγεῖ, ἂς ξεψυχήσῃ· τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἂς ἀλληλοφαγωθοῦν, ἂς φάγῃ τὸ ἕνα τὶς σάρκες τοῦ ἄλλου».
10 καὶ λήψομαι τὴν ράβδον μου τὴ καλὴν καὶ ἀπορρίψω αὐτὴν τοῦ διασκεδάσαι τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην πρὸς πάντας τοὺς λαούς. 10 Θα πάρω την ποιμενικήν μου ράβδον, την οποίαν ωνόμασα Καλλος και θα την απορρίψω, δια να διαλύσω και ακυρώσω έτσι την συμφωνίαν, την οποίαν συνήψα με τους άλλους λαούς υπέρ του ισραηλιτικού λαού. 10 Ἔπειτα θὰ λάβω τὴν ποιμενικὴν ράβδον «ἀγκλίτσα» μου, τὴν ὁποίαν ὠνόμασα «Κάλλος», καὶ θὰ τὴν ρίψω «πετάξω» μακριά, διὰ νὰ λύσω καὶ ἀκυρώσω τὴν συνθήκην, ποὺ εἶχα συνάψει μὲ ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς λαοὺς ὑπὲρ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
11 καὶ διασκεδασθήσεται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καί γνώσονται οἱ Χαναναῖοι τὰ πρόβατα τὰ φυλασσόμενα, διότι λόγος Κυρίου ἐστί. 11 Και θα ακυρωθή όντως κατά την ημέραν εκείνην η συμφωνία μου. Τοτε θα μάθουν οι κατοικούντες την Χαναάν, τα πρόβατα τα οποία εφυλάσσοντο δι' εμέ, ότι λόγος του Κυρίου ήτο η προφητεία εκείνη. 11 Πράγματι· ἡ διαθήκη μου αὐτὴ θὰ λυθῇ καὶ θὰ ἀκυρωθῇ κατὰ τὴν κοσμοϊστορικὴν καὶ κρίσιμον ἐκείνην ἐποχήν. Καὶ τότε οἱ Χαναναῖοι, δηλαδὴ ὅσοι ἀπὸ τὰ ἔθνη θὰ ἔχουν πιστεύσει εἰς Ἐμέ, τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα φυλάσσονται δι’ Ἐμέ, ὅταν θὰ ἴδουν τὸν ὄλεθρον τῶν ἀπίστων, θὰ μάθουν διὰ τῆς πείρας ὅτι ἦταν πράγματι λόγος Κυρίου ἡ προφητεία ἐκείνη, ποὺ διετύπωσα.
12 καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε στήσαντες τὸν μισθόν μου ἢ ἀπείπασθε· καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς. 12 Και θα είπω προς αυτούς· Εάν και σστο ευρίσκετε καλόν και δίκαιον, ορίσατε και δώσατε τον μισθόν μου, ειδ' άλλως αρνηθήτε. Ωρισαν λοιπόν και επλήρωσαν τον μισθόν μου, ένα ευτελές πόσον, τριάκοντα αργυρούς σίκλους. 12 Καὶ θὰ εἴπω πρὸς αὐτούς «τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ»: «Ἐὰν τὸ νομίζετε καλὸν καὶ τὸ εὑρίσκετε δίκαιον, ὁρίσατε καὶ δώσατε τὸν μισθόν μου· διαφορετικὰ ἀρνηθῆτε καὶ μὴ δώσετε». Αὐτοὶ δὲ ὥρισαν «συνεφώνησαν» καὶ «ἀφοῦ ἐζύγισαν ἄργυρον βάρους τριάντα ἀργυρῶν σίκλων» ἐπλήρωσαν τὸν μισθόν μου μὲ τὸ εὐτελὲς καὶ ἐλάχιστον ποσὸν τῶν τριάντα «30» ἀργυρῶν σίκλων.
13 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· κάθες αὐτοὺς εἰς τὸ χωνευτήριον, καὶ σκέψαι εἰ δόκιμόν ἐστιν, ὃν τρόπον ἐδοκιμάσθην ὑπέρ αὐτῶν. καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον. 13 Είπε τότε ο Κυριος προς εμέ· “ρίξε αυτούς στο χωνευτήριον και εξέτασε να ίδης, εάν είναι γνήσιος ο άργυρος, με τον οποίον εξετιμήθην από αυτούς”. Ελαβα πράγματι τους τριάκοντα αργυρούς σίκλους, τους έρριψα στον οίκον του Κυρίου στο χωνευτήριον. 13 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Ρίψε τοὺς τριάντα ἀργυροὺς σίκλους εἰς τὸ χωνευτήριον «τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ) καὶ ἐρεύνησε νὰ διαπιστώσῃς, ἐὰν εἶναι γνήσιος ὁ ἄργυρος αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖον ἐξετιμήθην ἐκ μέρους των». Ἐγὼ δὲ ἔλαβα τοὺς τριάντα ἀργυροὺς σίκλους καὶ τοὺς ἔρριψα εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον «τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ».
14 καὶ ἀπέρριψα τὴν ράβδον τὴν δευτέραν, τὸ Σχοίνισμα, τοῦ διασκεδάσαι τὴν κατάσχεσιν ἀνὰ μέσον ᾿Ιούδα καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Ισραήλ. 14 Απέρριψα την δευτέραν ποιμενικήν μου ράδδον, της οποίας το όνομα ήτο Καταμέτρησις, εις ένδειξιν ότι ακυρώνεται η υπό των Ιουδαίων και Ισραηλιτών κληρονομία της γης της Παλαιστίνης. 14 Κατόπιν ἔρριψα «ἐπέταξα» μακριὰ τὴν δευτέραν ποιμενικὴν ράβδον «ἀγκλίτσα» μου, τὴν ὁποίαν ὠνόμασα «Καταμέτρησιν», διὰ νὰ λύσω καὶ ἀκυρώσω τὴν κληρονομίαν τῆς χώρας Χαναὰν «Παλαιστίνης» ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἰσραηλῖτες.
15 Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἔτι λάβε σεαυτῷ σκεύη ποιμενικὰ ποιμένος ἀπείρου, 15 Είπεν ακόμη ο Κυριος προς εμέ· “πάρε πάλιν δια το έργον σου τα ποιμενικά σκεύη ενός ακαταρτίστου και ανικάνου ποιμένας, 15 Ἔπειτα ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Πάρε πάλιν διὰ τὸ ἔργον σου ποιμενικὰ σκεύη «ποιμενικὴν ἐξάρτυσιν» ἑνὸς ἀπείρου καὶ ἀνοήτου ποιμένος,
16 διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ποιμένα ἐπὶ τὴν γῆν· τὸ ἐκλιμπάνον οὐ μὴ ἐπισκέψηται καὶ τὸ ἐσκορπισμένον οὐ μὴ ζητήσῃ καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ μὴ ἰάσηται καὶ τὸ ὁλόκληρον οὐ μὴ κατευθύνῃ καὶ τὰ κρέα τῶν ἐκλεκτῶν καταφάγεται καὶ τούς ἀστραγάλους αὐτῶν ἐκστρέψει. 16 διότι εγώ θα παραχωρήσω να κυβερνήση την χώραν άρχων ανίκανος και ακατάρτιστος. Αυτός δεν θα επισκεφθή το εγκαταλελειμμένον πρόβατον, τα διασκορπισμένα πρόβατα δεν θα αναζητήση, δια να τα εύρη. Το πληγωμένον και τσακισμένον πρόβατον δεν θα το θεραπεύση. Το υγιές δεν θα το κατευθύνη εκεί, που πρέπει. Αλλά τα κρέατα των εκλεκτών προβάτων θα κατατρώγη και θα εξαρθρώνη αυτών τους αστραγάλους”. 16 διότι, νά· Ἐγὼ θὰ παραχωρήσω, ὥστε νὰ ἠγεμονεύσῃ εἰς τὴν χώραν ἄφρων καὶ ἀνόητος ἡγεμών· ὁ ἄρχων αὐτὸς δὲν θὰ ἐπισκεφθῇ τὸ ἀδύνατον καὶ ἀσθενικὸν πρόβατον, οὔτε θὰ φροντίσῃ νὰ ἀναζητήσῃ τὸ ἐγκαταλελειμμένον πρόβατον, ποὺ ἔφυγεν ἀπὸ τὸ κοπάδι καὶ πλανᾶται, οὔτε θὰ θεραπεύσῃ τὸ τραυματισμένον καὶ τσακισμένον, τὸ δὲ ὑγιὲς δὲν θὰ τὸ κατευθύνῃ καὶ δὲν θὰ τὸ ὁδηγήσῃ ἐκεῖ, ὅπου πρέπει. Ὁ ἄφρων αὐτὸς βοσκὸς θὰ κατατρώγῃ τὰ κρέατα τῶν ἐκλεκτῶν προβάτων, θὰ στραγγαλίζῃ δὲ καὶ θὰ ἐξαρθρώνῃ τοὺς ἀστραγάλους των».
17 ὦ οἱ ποιμαίνοντες τὰ μάταια καὶ οἱ καταλελοιπότες τὰ πρόβατα· μάχαιρα ἐπὶ τοὺς βραχίονας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν τὸν δεξιὸν αὐτοῦ· ὁ βραχίων αὐτοῦ ξηραινόμενος ξηρανθήσεται, καὶ ὁ ὀφθαλμὸς ὁ δεξιὸς αὐτοῦ ἐκτυφλούμενος ἐκτυφλωθήσεται. 17 Ω, οι ανίκανοι και ιδιοτελείς ποιμένες, οι οποίοι έχετε εγκαταλείψει τα πρόβατα· μαχαίρι, οργή και τιμωρία παρά Θεού θα πέση εις τα ανίκανα χέρια του κακού ποιμένος και στο δεξί του μάτι· το χέρι του θα ξηρανθή ολότελα και το δεξί του μάτι θα τυφλωθή εντελώς. 17 Ὦ σεῖς, οἱ ἄστοργοι, ἀνίκανοι καὶ ἀνόητοι ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ποιμαίνετε τὶς μάταιες, ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίες σας καὶ ἔχετε ἐγκαταλείψει τὰ πρόβατα! Τὸν ἀνίκανον βοσκὸν θὰ κτυπήσῃ τιμωρία βαρεῖα, σταλμένη ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ μαχαίρι τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ θὰ πέσῃ εἰς τὰ ἀνίκανα καὶ ἀμελῆ χέρια τοῦ ἀνοήτου, κακοῦ βοσκοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὸ δεξί του ἄστοργον μάτι. Ὁ βραχίονάς του θὰ ξεραθῇ καὶ θὰ παραλύσῃ ἐντελῶς καὶ τὸ δεξί του μάτι θὰ σκοτισθῇ, θὰ τυφλωθῇ ἐντελῶς. Ἔτσι ὁ κακὸς ποιμὴν θὰ ἀπογυμνωθῇ ἀπὸ κάθε σωματικὴν καὶ πνευματικὴν δύναμιν.